Δύο ήλιοι λάμπουν στον ουρανό – μέρος ΙΙΙ: ο δυϊσμός με χριστιανικό πρόσωπο – Α΄ οι Παυλικιανοί
Οκτωβρίου 28, 2013
«Πρώτον μεν γαρ εστί το κατ’ αυτούς γνώρισμα το δύο αρχάς ομολογείν, πονηρόν Θεόν και αγαθόν· και άλλον είναι τούδε του κόσμου ποιητήν τε και εξουσιαστήν, έτερον δε του μέλλοντος» (Πέτρου Σικελιώτου «Ιστορία», 36)
Μια
εκτεταμένη περιοχή στην Ανατολή με ανάμεικτο πληθυσμό και πόλεις με
παράξενα ονόματα, από τις οποίες οι περισσότερες έχουν εγκαταλειφθεί εδώ
και αιώνες. Τόπος συνάντησης του χριστιανισμού, του ζωροαστρισμού, του
μανιχαϊσμού και του ισλάμ. Μια περιοχή ανάμεσα σε δύο αυτοκρατορίες και
δύο (ή μάλλον πολλούς) πολιτισμούς.
Ο
Δυϊσμός επιστρέφει με χριστιανικό πρόσωπο (ή μήπως προσωπείο;). Χωρίς
διακρίσεις μεταξύ κατηχούμενων κι εκλεκτών, χωρίς ασκητικές τάσεις,
απαγορεύσεις και διατροφικούς κώδικες. Απλώς με διάθεση επιβίωσης την
οποία θα βοηθήσει η διαμάχη εικονολατρών και εικονομάχων. Κι όταν η
συγκυρία πάψει να είναι ευνοϊκή, η ανάγκη επιβίωσης θα οδηγήσει στην
αυτοάμυνα και την ανάπτυξη μιας πολεμικής νοοτροπίας που δεν είχαν
ξαναδεί ούτε επρόκειτο να ξαναδούν για κάμποσους αιώνες τα δυϊστικά
δόγματα.
Ενώ
ο μανιχαϊσμός εξαπλωνόταν στα ανατολικά, τι απέμενε από αυτόν στη Δύση,
εκεί που αποτελούσε το αντικείμενο διωγμών εκ μέρους του χριστιανισμού
(και, αρκετά αργότερα, του ισλάμ); Η Εκκλησία την οποία ο Μάνης είχε
οραματιστεί οικουμενική ήταν παρελθόν. Τώρα πια υπήρχαν μόνο υπολείμματα
Εκκλησιών, δίχως μεταξύ τους επικοινωνία, το καθένα από τα οποία
πάσχιζε να ερμηνεύσει με τον τρόπο του το δόγμα του προφήτη και, κυρίως,
να επιβιώσει υπό εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες. Κάποια από αυτά ήταν
καταδικασμένα να σβήσουν για πάντα, κάποια άλλα επρόκειτο να
μεταλλαχθούν και σε διάδραση με άλλα στοιχεία να γεννήσουν νέα δόγματα
στα οποία η συμβολή του μανιχαϊσμού ήταν άλλοτε καθοριστική κι άλλοτε
δευτερεύουσα. Σε κάποιες περιπτώσεις οι φορείς καταλοίπων του
μανιχαϊσμού απορροφούνταν από την επικρατούσα θρησκεία. Το δόγμα τους
χανόταν κατά τα φαινόμενα – ίσως, όμως, και να επιβίωνε εν υπνώσει για
να επανεμφανισθεί όταν το επέτρεπαν οι συνθήκες.
Ίσως,
πάλι, ο προβληματισμός μας να έπρεπε να διατυπωθεί με διαφορετικούς
όρους. Γιατί το ζήτημα δεν είναι να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη του
μανιχαϊσμού, αλλά αυτήν της μεγάλης παράδοσης του Δυϊσμού (Fernand Niel «Albigeois et Cathares», σειρά Que sais-je,
αριθ. 689, εκδ. PUF, Παρίσι 1955, 18η έκδ 2010, σελ. 34). Στο σημείο
αυτό αγγίζουμε το μείζον πρόβλημα για τη σύγχρονη ιστοριογραφία. Όλα τα
δυϊστικά δόγματα που θα εξετασθούν στη συνέχεια εμφανίζονται ως
χριστιανικά. Εντούτοις, οι εκπρόσωποι της επίσημης χριστιανικής
Εκκλησίας και περιστασιακοί ή συστηματικοί διώκτες τους αντιμετώπιζαν
τους φορείς τους σχεδόν πάντα ως νεομανιχαίους, μολονότι οι δεύτεροι
αναθεμάτιζαν το πρόσωπο και τη διδασκαλία του Μάνη. Συγκυριακή επιλογή
που οφείλεται εν πολλοίς στη βυζαντινή παράδοση να παρουσιάζει το νέο με
τα ονόματα του παλαιού και ήδη γνωστού; Συνειδητή προσπάθεια να
αφαιρεθεί από τους αντιπάλους κάθε ίχνος νομιμοποίησης; Η επικρατούσα
αντίληψη μεταξύ των σύγχρονων ιστορικών τείνει πλέον να αποδεχθεί τον
χριστιανικό χαρακτήρα του μεσαιωνικού δυϊσμού: όχι νεομανιχαίοι ούτε καν
αιρετικοί, αλλά χριστιανοί αντιφρονούντες που κηρύσσουν την επιστροφή
στην αγνότητα της εποχής των Ευαγγελίων. Πού βρίσκεται η αλήθεια; Πόσες
δυνατότητες έχουμε να την προσεγγίσουμε έστω με τα, συνήθως, πενιχρά
μέσα που έχουμε στη διάθεσή μας; Στην παρούσα και στις επόμενες
αναρτήσεις ίσως ανακαλύψουμε ορισμένα ψήγματα της πολυπόθητης ιστορικής
αλήθειας που συνήθως αποδεικνύεται πολύ πιο περίπλοκη από αυτήν που
υποψιαζόμαστε.
Ας
ξαναβρούμε τον μίτο της διήγησής μας κάπου στο δεύτερο μισό του 7ου
αιώνα, όταν ο δυϊσμός επανεμφανίζεται με αυτούς που επρόκειτο να γίνουν
γνωστοί ως Παυλικιανοί.
Ι. Προέλευση και δόγμα του παυλικιανισμού
Δεν είναι τυχαίο ότι ο χριστιανικός δυϊσμός πρωτοεμφανίζεται στην Αρμενία,
δεδομένης της γεωπολιτικής και πολιτισμικής θέσης της. Η Αρμενία
αποτελεί το σύνορο μεταξύ της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της Ιρανικής
(αρχικά των Πάρθων Αρσακιδών, στη συνέχεια των Περσών Σασσανιδών) και
βρίσκεται στη σφαίρα επιρροής πότε της πρώτης και πότε της δεύτερης.
Μετά τα μέσα του 7ου αιώνα, το Ισλάμ παίρνει τη θέση των Περσών: το 661
οι Άραβες έχουν πια κατακτήσει σχεδόν ολόκληρη την περιοχή.
Ο θρησκευτικός πλουραλισμός της Αρμενίας:
Κατά τον ίδιο τρόπο, η Αρμενία βρίσκεται μεταξύ των περιοχών εξάπλωσης
του χριστιανισμού και του ζωροαστρισμού (και αργότερα του ισλάμ) και
πολύ κοντά στην ιστορική κοιτίδα του μανιχαϊσμού. Το μωσαϊκό αυτό
συμπληρώνουν διάφορες κοινότητες Γνωστικών, όπως οι Μαρκιωνίτες και οι Αρχοντικοί,
σέκτα που ίδρυσε στην Παλαιστίνη, μεταξύ 3ου και 4ου αιώνα, ο Πέτρος
της Καφαρμπαρούχ. Δίδασκαν ότι για να φτάσει η ψυχή στην Ογδοάδα, όπου
βασιλεύει η Μητέρα των Πάντων, έπρεπε να διασχίσει τους Επτά Ουρανούς
στους οποίους κυριαρχούσε ο Σαβαώθ ή Γιαχβέ, δημιουργός του υλικού
κόσμου, επικουρούμενος από τους Άρχοντες (Raoul Vaneigem «Les Hérésies», σειρά Que sais-je,
αριθ. 2838, εκδ. PUF, Παρίσι 1994, σελ. 71). Εντούτοις, η Αρμενία
γίνεται το πρώτο κράτος που αναγνωρίζει επίσημα τον χριστιανισμό, στα
χρόνια της βασιλείας του Τιριδάτη Δ΄
(αρχές 4ου αιώνα). Η αρμενική χριστιανική Εκκλησία απέκτησε γρήγορα
αυτόνομη οργάνωση έχοντας επικεφαλής της έναν Καθολικό. Μετά τα μέσα του
5ου αιώνα υπήρξε κρίση στις σχέσεις της με το πατριαρχείο
Κωνσταντινουπόλεως, μια και οι Αρμένιοι δεν αναγνώρισαν τις αποφάσεις
της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου (αυτής της Χαλκηδόνας). Η ρήξη δεν ήταν
απόλυτη, μια και οι δύο πλευρές επέδειξαν επί μακρόν αρκετά ρεαλιστική
στάση: οι Αρμένιοι που ζούσαν στα εδάφη του Βυζαντίου αποδέχονταν την
πνευματική εξουσία των ελληνορθόδοξων επισκόπων, ενώ οι Βυζαντινοί δεν
επιχείρησαν να αμφισβητήσουν στην πράξη την ιεραρχία της αρμενικής
Εκκλησίας (Janet & Bernard Hamilton «Christian Dualist Heresies in the Byzantine World, c. 650-c. 1450» Manchester University Press, σελ. 4-5).
Μεταξύ
της καθαυτό Αρμενίας και των όμορων βυζαντινών εδαφών παρατηρείται
έντονη κινητικότητα του πληθυσμού: πολλοί Αρμένιοι, προσπαθώντας να
ξεφύγουν από τους πολέμους και τις συνεχείς επιδρομές που πλήττουν την
πατρογονική γη τους μεταναστεύουν στην επικράτεια της αυτοκρατορίας και
εγκαθίστανται στην περιοχή που θα γίνει γνωστή ως Θέμα Αρμενιακών.
Στη συνέχεια, αναλόγως των πολιτικών εξελίξεων, τμήματα του αρμενικού
πληθυσμού θα μετακινηθούν ξανά και ξανά και προς τις δύο κατευθύνσεις.
Πολλοί π.χ. θα καταφύγουν στο Βυζάντιο αμέσως μετά την κατάκτηση των
περισσότερων εδαφών της Αρμενίας από τους Άραβες. Αρκετοί, όμως, από
αυτούς τους μετανάστες θα επιστρέψουν αργότερα στην ελεγχόμενη από το
Ισλάμ Αρμενία, όταν η Ορθόδοξη Εκκλησία θα επιχειρήσει να ασκήσει
στενότερο έλεγχο. Στο πλαίσιο αυτών των κοινοτήτων θα γεννηθεί ο
παυλικιανισμός.
Πηγές:
Στην περίπτωση των Παυλικιανών δεν έχουμε, δυστυχώς, στη διάθεσή μας
πηγές που να έχουν γραφεί από τους ίδιους, αλλά μόνο από πολέμιούς τους
ή, έστω, σχετικώς ουδέτερους. Οι αρμενικές πηγές είναι αποσπασματικές
και, το χειρότερο, δεν μας παρέχουν κανένα στοιχείο για τη γένεση του
δόγματος (Janet & Bernard Hamilton, όπ. π.,
σελ. 3). Οι αραβικές αφορούν μόνον την περίοδο κατά την οποία οι
Παυλικιανοί υπήρξαν περιστασιακοί στρατιωτικοί σύμμαχοι των δυνάμεων του
Ισλάμ και δεν θίγουν ζητήματα που άπτονται της θρησκευτικής πίστης.
Απομένουν, συνεπώς, οι βυζαντινής προέλευσης πηγές. Τρεις είναι οι
κύριες πηγές κι από αυτές οι δύο που περιέχουν πρωτότυπο υλικό
οφείλονται στο ίδιο πρόσωπο. Πρόκειται για τον Πέτρο τον Σικελιώτη (ή
Πέτρο Ηγούμενο), για τον οποίο γνωρίζουμε μόνο τα λιγοστά στοιχεία που ο
ίδιος αναφέρει για τον εαυτό του στο έργο του. Θα πρέπει να ήταν γόνος
της σικελικής αριστοκρατίας, ίσως από τις Συρακούσες, ο οποίος
σταδιοδρόμησε, όπως κι αρκετοί συντοπίτες του, στην αυτοκρατορική αυλή
και το περιβάλλον του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Το 869-870, ο
ιδρυτής της Μακεδονικής Δυναστείας Βασίλειος Α΄
τον έστειλε ως επικεφαλής διπλωματικής αποστολής στην Τεφρική,
πρωτεύουσα του σχεδόν ανεξάρτητου κράτους που είχαν ιδρύσει οι
Παυλικιανοί στην άνω κοιλάδα του Ευφράτη, σε διαφιλονικούμενα μεταξύ
Βυζαντινών και Αράβων εδάφη. Επίσημος σκοπός της πρεσβείας ήταν μάλλον
να διαπραγματευθεί την ανταλλαγή αιχμαλώτων. Στον Πέτρο Σικελιώτη,
πάντως, θα πρέπει να είχε ανατεθεί κι η αποστολή να συλλέξει όσο το
δυνατόν περισσότερες κι ακριβέστερες πληροφορίες για το δόγμα των
Παυλικιανών. Βασιζόμενος πιθανότατα στην αναφορά που υπέβαλε στον
αυτοκράτορα, ο Πέτρος συνέγραψε στη συνέχεια την «Ιστορία περί της κενής και ματαίας αιρέσεως των Μανιχαίων, των και Παυλικιανών λεγομένων», η οποία αποτελεί την πληρέστερη πηγή πληροφοριών μας για τον παυλικιανισμό. Σύμφωνα με την εκτίμηση του Πωλ Λεμέρλ («L‘histoire des Pauliciens d‘Asie Mineure d‘après les sources grecques» Travaux et mémoires du Centre de recherche d‘histoire de Byzance: Monographies, τ. 5, Centre de recherche d‘histoire et civilisation de Byzance,
Παρίσι 1973, σελ. 17-26), στο πρώτο μισό του βιβλίου του ο Πέτρος
Σικελιώτης καταγράφει τα όσα είχε ακούσει για τους Παυλικιανούς (και
τους μανιχαίους εν γένει) στη Βασιλεύουσα, ενώ στο δεύτερο μέρος εκθέτει
τις πληροφορίες που συνέλεξε ο ίδιος κατά την παραμονή του στην
Τεφρική. Εκτός από την «Ιστορία», ο Πέτρος συνέγραψε και μια «Επιτομή»
του θέματος, πιο συνοπτική και εύληπτη παρουσίαση του παυλικιανισμού,
αλλά με ελάχιστες επιπλέον πληροφορίες σε σχέση με το κύριο σύγγραμμά
του. Η τρίτη πηγή είναι το «Κατά Μανιχαίων» του πατριάρχη Φωτίου
Α΄. Στηρίζεται αποκλειστικά στο έργο του Πέτρου Σικελιώτη και η όποια
αξία του έγκειται στη συνθετική και εξηγητική ικανότητα του πατριάρχη.
Α. Οι απαρχές
α. Ο μύθος.
Ο Πέτρος ο Σικελιώτης μας διηγείται ότι ζούσε κάποτε στα Σαμόσατα μια
Μανιχαία που ονομαζόταν Καλλινίκη και είχε δυο γιους, τον Παύλο και τον
Ιωάννη.
«Τούτους
ουν τους δύο όφεις η αυτών γεννήτρια έχιδνα εκθρέψασα, και την
παμμίαρον διδάξασα αίρεσιν, κήρυκας της πλάνης απέστειλεν εκ του
Σαμωσάτου. Οι δε… ήλθον εις τινα κώμην και τους εν αυτή οικούντες
αμαθείς και αστηρίκτους ευρόντες, εκείσε τον ιόν της πονηρίας και το
πικρόν ζιζάνιον του εχθρού ενέσπειραν. Διό και μέχρι της σήμερον η…
αίρεσις κατά των κηρυξάντων ονομασίαν μετωνομάσθη· και γαρ έκτοτε εκ Μανιχαίων επεκλήθησαν Παυλικιανοί» (Πέτρου Σικελιώτου «Ιστορία», 85-86).
Η
διήγηση αυτή έχει εξαιρετικά αμφίβολη ιστορική αξία. Πιθανώς αποτελεί
προϊόν πολλαπλών συγχύσεων. Καταρχάς, είναι δύσκολο να φαντασθούμε μια
γυναίκα να αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο στο πλαίσιο της Μανιχαϊκής
Εκκλησίας: όπως διαπιστώθηκε στο προηγούμενο μέρος, μολονότι οι γυναίκες
μπορούσαν να εισέλθουν στην τάξη των εκλεκτών, δεν τους επιτρεπόταν να
ανέλθουν στις τρεις ανώτερες τάξεις της εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Εν
συνεχεία, ποιος είναι αυτός ο Παύλος από τον οποίο πήραν, κατά τον
Σικελιώτη, το όνομά τους οι Παυλικιανοί; Γνωρίζουμε ότι στο δεύτερο μισό
του 3ου αιώνα γεννήθηκε κι έζησε στα Σαμόσατα ένας σημαντικός
αιρεσιάρχης: ο Παύλος ο Σαμοσατέας
υπήρξε επίσκοπος Αντιοχείας (από το 260) και σύμβουλος της βασίλισσας
Ζηνοβίας της Παλμύρας. Γνωρίζουμε, όμως, και το περιεχόμενο της
αιρετικής διδασκαλίας του, η οποία δεν είχε καμία απολύτως σχέση με τον
μανιχαϊσμό, αλλά αφορούσε το τριαδικό δόγμα και τη θεϊκή ή όχι φύση του
Ιησού: ο Λόγος του Θεού δεν ταυτίζεται με τον Χριστό, που είναι άνθρωπος
τον οποίο ενοίκησε η δύναμη του Λόγου. Ο Σαμοσατέας, μεγάλη «μορφή» της
εποχής, κήρυττε εκτός των άλλων μια παράδοξη ερμηνεία της Αγίας
Τριάδας, θεωρώντας τον εαυτό του ισάξιο του Ιησού (Vaneigem, όπ. π.,
σελ. 54-55)! Τέλος, ποια ακριβώς πόλη είναι τα Σαμόσατα που μνημονεύει ο
ηγούμενος και διπλωμάτης από τη Σικελία; Στην πραγματικότητα δεν
πρόκειται για την κατά πολύ γνωστότερη πρωτεύουσα της Κομμαγηνής, αλλά
για μια πόλη της Αρμενίας που ίδρυσε ο Οροντίδης Αρμένιος ηγεμόνας Αρσάμης τον 3ο αιώνα (και τα οποία καταγράφονται στις πηγές άλλοτε ως Σαμόσατα της Αρμενίας κι άλλοτε ως Αρσαμόσατα).
β. Η εξήγηση του ονόματος: Η ιστορία του Πέτρου του Σικελιώτη για τη συγκεκριμένη οικογένεια Μανιχαίων, της οποίας η ύπαρξη δεν τεκμηριώνεται από κανένα στοιχείο, αποτελεί μάλλον κάποιο μύθο που πιθανότερο
είναι να τον άκουσε ή να τον διάβασε στην Κωνσταντινούπολη παρά στην
Τεφρική. Άλλη είναι, συνεπώς, η εξήγηση της ονομασίας της σέκτας. Η
αρμενική λέξη «Παϋλικιάνκ» (Պաւղիկեաններ),
που αποδόθηκε στα ελληνικά με τον όρο «Παυλικιανοί» έχει μειωτική
σημασία: δηλώνει τους οπαδούς κάποιου Παύλου που χαρακτηρίζεται
ασήμαντος και φαύλος. Άρα, δεν μπορεί να είναι ο απόστολος. Κατά την
κρατούσα γνώμη (Λεμέρλ, όπ. π., σελ. 52) πρέπει να πρόκειται για
τον θρησκευτικό και πολιτικό ηγέτη ο οποίος, σε περίοδο διωγμών, οδήγησε
του Παυλικιανούς πίσω στα εδάφη της Αρμενίας και αναδιοργάνωσε την
Εκκλησία τους (τέλη 7ου – αρχές του 8ου αιώνα). Ωστόσο, θα ήταν άστοχο
να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο οι ίδιοι να ονόμαζαν τους εαυτούς τους με
τρόπο που να παραπέμπει στον απόστολο Παύλο (οπότε οι Αρμένιοι
χριστιανοί απλώς προσπάθησαν να γελοιοποιήσουν τον αυτοπροσδιορισμό των
Παυλικιανών). Άλλωστε, ακριβώς όπως και ο Μάνης και οι πιστοί του, οι
Παυλικιανοί απέδιδαν τεράστια σημασία στη διδασκαλία του αποστόλου από
την Ταρσό. Όπως θα δούμε και στη συνέχεια, οι αρχηγοί τους έπαιρναν ονόματα μαθητών του Παύλου κι έδιναν στις Εκκλησίες τους τα ονόματα αυτών που είχε ιδρύσει ο απόστολος.
γ. Η αληθινή ιστορία:
τα γεγονότα που σηματοδότησαν τη γέννηση του κινήματος τα διηγήθηκαν
στον Σικελιώτη οι ίδιοι οι Παυλικιανοί. Θεωρούσαν ιδρυτή της Εκκλησίας
τους τον Κωνσταντίνο τον εκ Μανάναλης.
«Εν
ταις ημέραις Κωνσταντίνου του βασιλέως, του έγγονος Ηρακλείου, γεγονέ
τις Αρμένιος, ονόματι Κωνσταντίνος, εν τω Σαμοσάτω της Αρμενίας, εν κώμη
Μανανάλει λεγομένη, ήτις κώμη και μέχρι του νυν Μανιχαίους εκτρέφει» (Πέτρου Σικελιώτου «Ιστορία», 94).
Ο αυτοκράτορας που αναφέρει ο Σικελιώτης ήταν ο Κώνστας Β΄
(642-668). Όσο για τον «αιρεσιάρχη» Κωνσταντίνο, σύμφωνα με την ιστορία
που διηγήθηκαν οι πιστοί του δύο αιώνες αργότερα, φιλοξένησε κάποτε ένα
διάκονο που επέστρεφε στην πατρίδα του από τη Συρία όπου ήταν
αιχμάλωτος των απίστων. Για να ευχαριστήσει τον Κωνσταντίνο, ο διάκονος
του έδωσε δύο βιβλία: το πρώτο περιελάμβανε τα τέσσερα ευαγγέλια, ενώ το
δεύτερο τις επιστολές του αποστόλου Παύλου. Σε αυτά έμελλε να βασίσει
τη μετέπειτα διδασκαλία του ο Κωνσταντίνος. Ο Πέτρος ο Σικελιώτης
συμπέρανε αυθαίρετα ότι ο ιδρυτής του παυλικιανισμού ήταν μανιχαίος με
επιρροές από τον γνωστικισμό του Βαλεντίνου και του Βασιλείδη που
αποφάσισε να κηρύξει αποκλειστικά βάσει των χριστιανικών γραφών για να
αποφύγει τους διωγμούς που εξαπολύονταν κατά των μανιχαίων. Το ίδιο το
δόγμα των Παυλικιανών εν μέρει επιβεβαιώνει κι εν μέρει διαψεύδει την
υπόθεση του Σικελιώτη.
Β. Το δόγμα των Παυλικιανών
α. Κύρια γνωρίσματα της πίστης των Παυλικιανών
Ο
δυϊσμός των Παυλικιανών είναι απόλυτος. Δέχονταν την ύπαρξη δύο αρχών,
εκ των οποίων η μία είναι ο Ουράνιος Θεός και η δεύτερη ο δημιουργός του
υλικού κόσμου. Ο Ιησούς ήταν η κεντρική μορφή του δόγματός τους, πλην
όμως οι Παυλικιανοί πίστευαν ότι ο Χριστός ήταν καθαρά πνευματική
ύπαρξη, χωρίς ανθρώπινη φύση και υπόσταση (αντίθετη, πάντως, άποψη
διατυπώνεται στο σύγγραμμα του Φωτίου, κατά τον οποίο οι Παυλικιανοί
δέχονταν την ενσάρκωση του Ιησού). Για τον ίδιο λόγο θεωρούσαν αδιανόητη
την ύπαρξη θεοτόκου. Η κατηγορηματική άρνησή τους να λατρέψουν την
Παναγία σκανδάλιζε τους σύχρονούς τους Βυζαντινούς. Ομοίως αρνούνταν να
λατρέψουν τον σταυρό. Διατείνονταν απλώς ότι ο Ιησούς ήταν ο Ζωοποιός
Σταυρός, αντίληψη που θυμίζει πολύ τον «ουράνιο φωτεινό σταυρό» των
Μανιχαίων. Απέρριπταν συλλήβδην τα μυστήρια, διότι όλα προϋπέθεταν τη
χρήση στοιχείων της ύλης. Δεν υπήρχε τίποτε αντίστοιχο της χριστιανικής
βάπτισης. Ως θεία κοινωνία εννοούσαν τον Λόγο του Κυρίου. Τέλος,
απέρριπταν τη λατρεία των αγίων και των εικόνων. Το γνώρισμα αυτό
στάθηκε ευεργετικό για τον παυλικιανισμό όσο βασίλευαν στο Βυζάντιο
εικονομάχοι αυτοκράτορες. Έτσι, οι Παυλικιανοί έχαιραν της ευμενούς
ουδετερότητας ή, σε κάποιες περιπτώσεις, ακόμη και της διακριτικής
υποστήριξης της αυτοκρατορικής εξουσίας η οποία τους αντιμετώπιζε ως
ιδιαίτερη εικονομαχική σέκτα.
Ως
ιερά βιβλία, οι Παυλικιανοί δέχονταν μόνο τα τέσσερα ευαγγέλια, τις
επιστολές του αποστόλου Παύλου και, ενδεχομένως, τις Πράξεις των
Αποστόλων. Η Αποκάλυψη του Ιωάννου δεν περιλαμβανόταν μάλλον στον Κανόνα
των Ιερών Βιβλίων τους. Οι Παυλικιανοί απέρριπταν κατηγορηματικά τις
επιστολές του αποστόλου Πέτρου και, φυσικά, ολόκληρη την Παλαιά Διαθήκη,
ως βιβλίο που αφηγείται τη δημιουργία του υλικού κόσμου από την αρχή
του Κακού (Λεμέρλ, όπ. π., σελ. 131).
Οι
Παυλικιανοί πίστευαν ότι μόνη αληθινή χριστιανική Εκκλησία ήταν η δική
τους κι έτσι αρνούνταν να αναγνωρίσουν την ιεραρχία της Ορθόδοξης
Εκκλησίας. Επικεφαλής της Εκκλησίας τους βρισκόταν ένας Διδάσκαλος, με
πρώτο σε χρονολογική σειρά τον Κωνσταντίνο εκ Μανάναλης. Ο διδάσκαλος
περιστοιχιζόταν από τους συνέκδημους, οι οποίοι συγκροτούσαν το ανώτατο
συμβούλιο της παυλικιανής Εκκλησίας. Ο όρος παραπέμπει στους μαθητές του
αποστόλου Παύλου, οι οποίοι τον συνόδευαν στα ταξίδια του. Δεν φαίνεται
να υπήρχε μεταξύ των Παυλικιανών διευρυμένη ομάδα εκκλησιαστικών, όπως
οι Εκλεκτοί του μανιχαϊσμού. Απουσίαζε επίσης εντελώς ο ασκητισμός που
διέκρινε τους μανιχαίους, αλλά και τα μετέπειτα δυϊστικά δόγματα. Δεν
υπήρχαν διατροφικές απαγορεύσεις ούτε νηστείες. Τέλος, δεν υπήρχε
διδασκαλία υπέρ της αποχής από την ερωτική πράξη ή απαγόρευση του γάμου.
Ακόμη και οι διδάσκαλοι και οι συνέκδημοι νυμφεύονταν κι αποκτούσαν
παιδιά.
β. Απευθείας μετάλλαξη προγενέστερου δόγματος ή αυθεντική σύνθεση;
Για
τους Βυζαντινούς συγγραφείς που ασχολήθηκαν με το θέμα δεν υπάρχει
καμιά αμφιβολία περί του ότι οι Παυλικιανοί δεν ήταν κάτι άλλο παρά
νεομανιχαίοι. Η άποψη επικρατούσε και μεταξύ των σύγχρονων ιστορικών έως
τα μέσα του 20ού αιώνα (F. Niel, όπ. π.,
σελ. 34 επ.). Από την πλευρά τους, οι ιστορικοί των τελευταίων
δεκαετιών απορρίπτουν κατηγορηματικά την εξομοίωση αυτή. Η στάση των
Βυζαντινών εξηγείται από την παραδοσιακή τάση τους να ταυτίζουν τους
νεότερους εχθρούς της αυτοκρατορίας και της ορθοδοξίας με παλαιότερους
και από την επιθυμία να αντικρούσουν ευχερέστερα ένα δογματικό αντίπαλο,
αφαιρώντας του την όποια νομιμοποίηση θα απέρρεε από την ιδιότητα των
Παυλικιανών ως φορέων του χριστιανισμού.
Ένα
από τα επιχειρήματα που προβάλλονται προς στήριξη της άποψης που
αρνείται τον μανιχαϊκό χαρακτήρα των Παυλικιανών έγκειται στην προθυμία
τους να αναθεματίσουν το πρόσωπο και το δόγμα του Μάνη. Το επιχείρημα
δεν είναι επαρκές. Η στάση αυτή μπορεί να εξηγηθεί από λόγους
στοιχειώδους προφύλαξης: η επίσημη παραδοχή του μανιχαϊκού δόγματος εκ
μέρους των Παυλικιανών θα ισοδυναμούσε με τη σχεδόν αυτόματη έναρξη
απηνών διωγμών εναντίον τους και την εφαρμογή στην περίπτωσή τους της
ιουστινιάνειας νομοθεσίας η οποία προέβλεπε τη θανατική ποινή για τους
πιστούς του μανιχαϊσμού. Πολύ πειστικότερο είναι το επιχείρημα ότι από
τον παυλικιανισμό φαίνεται να λείπει εντελώς ο συγκρητισμός που
χαρακτηρίζει τον μανιχαϊσμό (βλ. Janet & Bernard Hamilton, όπ. π., σελ. 1-3). Ομοίως, απουσιάζει η παραμικρή αναφορά στη διδασκαλία και τα έργα του Μάνη ή στον μύθο του περί Δημιουργίας.
Μια
δεύτερη άποψη αναζητεί τις ρίζες των Παυλικιανών στον Γνωστικισμό. Η
επιβεβαίωση μιας τέτοιας θεωρίας θα ήταν ακόμη πιο δυσχερής, λαμβάνοντας
υπόψη το πλήθος των γνωστικών σχολών και δογμάτων και τις μεταξύ τους
διαφορές. Άλλωστε, κατά τον χρόνο εμφάνισης του παυλικιανισμού είναι
αμφίβολο αν εξακολουθούσε να υφίσταται κάποια πό τις σέκτες των
Γνωστικών, εκτός ίσως από τους Μαρκιωνίτες. Ειδικά ο εξτρεμιστικός
δυϊσμός του δόγματος του Μαρκίωνα, που χαρακτηρίζεται από έντονο
θρησκευτικό αντισημιτισμό (ο θεός της Παλαιάς Διαθήκης είναι ο
δημιουργός του υλικού κόσμου, ενώ ο θεός της Καινής Διαθήκης είναι θεός
της αγάπης), δεν μπορεί να ταυτισθεί ευχερώς με το δόγμα των Παυλικιανών
(για μια εμπεριστατωμένη ανάλυση βλ. εδώ,
κεφ. 5.2.β). Το πιο λογικό είναι, επομένως, να δεχθούμε ότι πιθανώς
κάποια γνωστικά ρεύματα να άσκησαν επιρροή στον παυλικιανισμό κατά τη
διαμόρφωσή του, πλην όμως η επιρροή αυτή ήταν μάλλον περιορισμένη.
Κάποιοι
τέλος υποστηρίζουν ότι δεν είναι αναγκαίο να θεωρήσουμε τον μανιχαϊσμό
βασική επιρροή των Παυλικιανών, διότι είναι λογικότερο να υποθέσουμε ότι
υιοθέτησαν τον δυϊσμό επηρεασμένοι κατευθείαν από τον ζωροαστρισμό.
Άλλωστε, ο ζωροαστρισμός ήταν η επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας των
Σασσανιδών που ήλεγχαν μέχρι τα μέσα του 7ου αιώνα μεγάλο μέρος της
Αρμενίας (βλ. Janet & Bernard Hamilton, όπ. π.,
σελ. 8). Εντούτοις, στο θέμα της εξήγησης της προέλευσης του
παυλικιανισμού, είναι παρακινδυνευμένο να απορρίπτεται το χρονικά
εγγύτερο και να επιλέγεται το απώτερο. Εξάλλου, ο ζωροαστρικός δυϊσμός
διαφέρει ουσιωδώς από αυτόν των Παυλικιανών. Ενώ στον ζωροαστρισμό οι
δύο αρχές συνυπάρχουν στον υλικό κόσμο και στους ουρανούς, για τους
Παυλικιανούς (όπως και νωρίτερα για τους Μανιχαίους και κάποιους από
τους Γνωστικούς), ο υλικός κόσμος αποτελεί το βασίλειο του κακού θεού.
Και στην περίπτωση αυτή, συνεπώς, είναι φρονιμότερο να θεωρήσουμε τον
ζωροαστρισμό μία από τις επιρροές που διαμόρφωσαν τον παυλικιανισμό,
αλλά όχι την κύρια.
Όπως
προαναφέρθηκε, η σύγχρονη τάση είναι να αναγνωρισθεί ο γνήσια
χριστιανικός χαρακτήρας του παυλικιανού δόγματος και η πρωτοτυπία και η
αυτοτελής αξία των ιδιαιτεροτήτων του: «δεν ήταν ξένο σώμα στον
χριστιανισμό, αλλά αντιφρονούντες που είχαν διαρρήξει τους δεσμούς τους
με την Ορθόδοξη Εκκλησία και ερμήνευαν τη χριστιανική πίστη με ιδιαίτερα
ριζοσπαστικό τρόπο» (Janet & Bernard Hamilton, όπ. π.,
σελ. 3). Κι αυτή η άποψη ενέχει κάποια υπερβολή: μοιάζει να αρνείται
ακόμη και προφανή στοιχεία για να μην ενισχύσει την προϊσχύσασα άποψη.
Συμπερασματικά,
διαπιστώνονται τα εξής: δεδομένης της δραματικής έλλειψης στοιχείων
όσον αφορά τη γένεση του δόγματος και λαμβανομένου υπόψη του
αποσπασματικού χαρακτήρα των διαθέσιμων πηγών, δεν είναι δυνατό να δοθεί
καταφατική απάντηση στο ερώτημα αν ο παυλικιανισμός αποτελεί απευθείας
εξέλιξη του μανιχαϊσμού. Με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία πρέπει μάλλον να
θεωρηθεί πολυσυλλεκτικό δόγμα. Μεταξύ, όμως, των στοιχείων που καθόρισαν
την ταυτότητά του, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο μανιχαϊσμός κατέχει
σημαντική θέση: στην πραγματικότητα, μελετώντας το δόγμα των Παυλικιανών
δημιουργείται η εντύπωση ότι υιοθέτησαν σχεδόν αυτούσια την κατά Μάνη
ερμηνεία του χριστιανισμού, σταματώντας εκεί και μη λαμβάνοντας υπόψη το
προσωπικό συγγραφικό έργο του Μάνη και την εκλεκτική θεώρηση της
διδασκαλίας του.
ΙΙ. Η Ιστορία των Παυλικιανών
Μπορούμε
να διακρίνουμε τρεις περιόδους στην Ιστορία των Παυλικιανών. Μια αρχική
περίοδο που περιλαμβάνει την πρώτη φάση εξάπλωσής τους υπό συνθήκες
συχνά αντίξοες (Α). Εν συνεχεία, η επικράτηση των εικονομάχων στο Βυζάντιο εξασφαλίζει στους Παυλικιανούς την ανοχή της εξουσίας (Β).
Τέλος, μετά την οριστική επικράτηση των εικονολατρών, οι Παυλικιανοί
αναγκάζονται, για να επιβιώσουν, να μετασχηματισθούν σε στρατιωτική
δύναμη η οποία αντιπαρατίθεται ανοιχτά με το βυζαντινό κράτος (Γ).
Α. Πρώτη περίοδος: γέννηση και αρχική εξάπλωση εν μέσω αντιξοοτήτων
Όταν
πια ο Κωνσταντίνος Μανάναλης διαμόρφωσε οριστικά το δόγμα που επρόκειτο
να διδάξει εγκατέλειψε τη γενέτερά του κι εγκαταστάθηκε δυτικότερα στην
Κίβοσσα, κοντά στην Κολωνεία του Πόντου. Το γεγονός τοποθετείται
χρονικά γύρω στα 655, εποχή κατά την οποία οι Βυζαντινοί είχαν ανακτήσει
τη δυτική Αρμενία (Λεμέρλ, όπ. π., σελ. 84). Άλλαξε το όνομά του
σε Σιλουανός (μαθητής του αποστόλου Παύλου που είχε κηρύξει τον λόγο
του Χριστού στη Μακεδονία) και για σχεδόν τριάντα χρόνια δίδαξε στην
ευρύτερη περιοχή και προσηλύτισε αρκετούς, μέχρι που κάποιος Συμεών τον
κατήγγειλε στις αυτοκρατορικές αρχές ως Μανιχαίο. Ο Κωνσταντίνος/
Σιλουανός δικάστηκε και εκτελέστηκε.
Τότε,
όμως, συνέβη κάτι πολύ παράξενο: ο Συμεών, που είχε καταδώσει τον
Κωνσταντίνο, φαίνεται πως εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από την πίστη του
ηγέτη των Παυλικιανών που επέστρεψε στην Κίβοσσα, ασπάσθηκε τον
παυλικιανισμό κι ανακηρύχθηκε διδάσκαλος αλλάζοντας το κοσμικό του όνομα
σε Τίτος. Ο Συμεών/ Τίτος παρέμεινε διδάσκαλος επί τριετία. Τότε
συγκρούστηκε μαζί του ο Ιούστος, θετός γιος του Κωνσταντίνου, ο οποίος
ήρθε σε συνενόηση με τον τοπικό επίσκοπο, υποσχόμενος να ασπαστεί την
ορθόδοξη πίστη, και μαζί κατήγγειλαν τον Συμεών στον αυτοκράτορα
Ιουστινιανό Β΄. Δεδομένου ότι ο Συμεών ήταν πρωτύτερα αυτοκρατορικός
αξιωματούχος, η μεταστροφή του αποτελούσε έγκλημα καθοσιώσεως: μοιραία
καταδικάστηκε και κάηκε στην πυρά μαζί με αρκετούς από τους πιστούς του
(688).
Στο
χρονικό σημείο εκείνο ο παυλικιανισμός κατά πάσα πιθανότητα θα έσβηνε,
αν δεν βρισκόταν κάποιος πιστός, ο Παύλος ο Αρμένιος (πρόκειται για το
πρόσωπο στο οποίο, κατά την πλειονότητα των σύγχρονων ιστορικών,
οφείλεται η ονομασία «Παυλικιανοί»), που μαζί με τους δυο γιους του, τον
Γενέσιο (Γεγνέσιο κατά τον Πέτρο Σικελιώτη) και τον Θεόδωρο, ανέλαβε
την ηγεσία κι οδήγησε τους εναπομείναντες Παυλικιανούς στην Επίσπαρη,
επανιδρύοντας ουσιαστικά την κοινότητα. Ο Παύλος πρέπει να ηγήθηκε της
ομάδας μέχρι το 718. Στα χρόνια αυτά, ο παυλικιανισμός διαδόθηκε τόσο
στα ανατολικά εδάφη του Βυζαντίου όσο και στην καθαυτό Αρμενία. Δύο
τουλάχιστον Καθολικοί της Εκκλησίας της Αρμενίας αναθεμάτισαν τη σέκτα: ο
Ηλίας (703-717) και ο διάδοχός του, ο Ιωάννης του Οτζούν (κατά τη
σύνοδο του Ντβιν, 719).
Β. Δεύτερη περίοδος: η επιβίωση υπό την ευμενή ουδετερότητα των εικονομάχων
α. Η εποχή του Τιμοθέου.
Μετά τον θάνατο του Παύλου, διδάσκαλος εκλέχθηκε ο γιος του ο Γενέσιος,
ο οποίος πήρε το όνομα Τιμόθεος και παρέμεινε επικεφαλής της κοινότητας
για 30 χρόνια (718-748). Την εποχή εκείνη το Βυζάντιο συνταράσσεται από
τη διαμάχη εικονολατρών και εικονομάχων. Η επικράτηση των δεύτερων,
κατά τα χρόνια της βασιλείας του Λέοντος Γ΄ του Ισαύρου
(717-741), ιδίως δε μετά το 730 και την έκδοση του διατάγματος περί
καταστροφής των εικόνων, θα δημιουργήσει ευνοϊκές συνθήκες για την
επιβίωση και τη διάδοση του παυλικιανισμού. Το σαφέστερο εξωτερικό
γνώρισμα των Παυλικιανών είναι η απόρριψη της λατρείας των εικόνων,
στοιχείο που καθιστά δυνατή την προσέγγιση με τις αντιλήψεις των
εικονομάχων, εμφανίζοντας τους πρώτους ως δυνητικούς συμμάχους των δεύτερων.
Ενδεικτική της τάσης αυτής είναι κι η υπόθεση που μνημονεύει ο Σικελιώτης («Ιστορία»,
114 επ.). Καθώς υπήρχαν καταγγελίες που εμφάνιζαν τον Τιμόθεο ως
αιρετικό, ο αυτοκράτορας Λέων κάλεσε τον διδάσκαλο των Παυλικιανών στην
Κωνσταντινούπολη προκειμένου να εξεταστεί η ορθοδοξία της πίστης του από
τον πατριάρχη. Η μεταχείριση αυτή μπορεί να εξηγηθεί από το ενδεχόμενο ο
αυτοκράτορας και οι σύμβουλοί του να έκριναν ότι ίσως ο Τιμόθεος να
ήταν απλώς εικονομάχος που δεχόταν επιθέσεις από τους εικονολάτρες της
περιοχής του (Janet & Bernard Hamilton, όπ. π.,
σελ. 15-16). Σε κάθε περίπτωση, ο διδάσκαλος των Παυλικιανών μετέβη στη
Βασιλεύουσα και πέρασε επιτυχώς τη δοκιμασία! Αυτό οφειλόταν στην
ικανότητα του Τιμόθεου να ερμηνεύει αλληγορικά τα στοιχεία της ορθόδοξης
πίστης που αποτέλεσαν αντικείμενο της εξέτασης, προσαρμόζοντάς τα στο
δόγμα των Παυλικιανών: έτσι αντιλαμβανόταν την Παναγία ως Επουράνια
Ιερουσαλήμ, τη βάπτιση ως λόγο του Κυρίου, ο οποίος επισήμαινε ότι «Εγώ ειμί το ύδωρ το ζων», τη μετάληψη ως τη διδασκαλία του Ιησού κ.ο.κ.
«Ως είδεν αυτόν ο Πατριάρχης, λέγει αυτώ· “διά τί ηρνήσω την ορθόδοξον πίστιν;” ο δε λέγει ανάθεμα τον αρνησάμενον την ορθόδοξον πίστιν· έλεγε δε ορθόδοξον πίστιν την οικείαν αίρεσιν» («Ιστορία», 115).
Θα
ήταν, βεβαίως, αφελές να δεχθούμε ότι η αθώωση του Τιμοθέου (τον οποίο ο
Σικελιώτης αποκαλεί με πρόθεση να τον μειώσει «Θυμόθεο») οφειλόταν
αποκλειστικά στην πανουργία του. Εάν ο αυτοκράτορας (και, κατά συνέπεια,
ο πατριάρχης) είχε την πρόθεση να διενεργηθεί στοιχειώδης έρευνα, η
αίρεση του Παυλικιανού ηγέτη θα αποκαλυπτόταν πολύ γρήγορα. Στην
πραγματικότητα, ο Λέων δεν είχε τη διάθεση να καταδικάσει ένα δυνάμει
σύμμαχο κατά των εικονολατρών. Για αυτόν τον λόγο ο Τιμόθεος αθωώθηκε
πανηγυρικά και επέστρεψε στην Επίσπαρη εφοδιασμένος με βασιλικό
σιγίλλιο, ώστε κανείς να μην τον ενοχλήσει στο ταξίδι του.
Οι
συνθήκες αυτές ευνοήσαν την περαιτέρω διάδοση του παυλικιανισμού. Ο
ίδιος ο Τιμόθεος μετέφερε κάποια στιγμή την έδρα της κοινότητας στη
Μανάναλη όπου και ίδρυσε την «Εκκλησία της Αχαΐας» (η μετακίνηση αυτή
πρέπει να οφειλόταν σε λόγους ασφάλειας και να τοποθετείται στο διάστημα
μετά τον θάνατο του Λέοντος, όταν είχε σφετεριστεί την εξουσία ο
Αρτάβασδος, στρατηγός του Θέματος Αρμενιακών, ο οποίος ήταν μεν Αρμένιος
στην καταγωγή πλην όμως εκονολάτρης). Όταν ο Τιμόθεος πέθανε το 748, η
εξάπλωση του δόγματός του βρισκόταν πιθανώς στο απόγειο.
β. Μεταξύ Αρμενίας και Βυζαντίου.
Η συνέχεια της ιστορίας της κοινότητας φαίνεται να καθορίζεται από τα
μεγάλα γεγονότα που συγκλονίζουν τις δύο αυτοκρατορίες της εποχής. Στα
μέσα του 8ου αιώνα, η εξουσία αλλάζει χέρια στο χαλιφάτο, περνώντας στη
δυναστεία των Αββασιδών. Το γεγονός προκαλεί αναταραχή με συνέπεια να
ατονήσει ο έλεγχος στις μεθοριακές περιοχές του Ισλάμ: αυτό επιτρέπει
αφενός μεν την πρόσκαιρη ανεξαρτητοποίηση της Αρμενίας, αφετέρου δε την
εισβολή των δυνάμεων του Βυζαντίου στα εδάφη αυτά. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε΄
φτάνει μέχρι τη Θεοδοσιούπολη (751). Επιστρέφοντας παίρνει μαζί του
όσους χριστιανούς επιθυμούσαν να εγκατασταθούν στα εδάφη του Βυζαντίου.
Ανάμεσά τους είναι κι αρκετοί Παυλικιανοί, τους οποίους οι
αυτοκρατορικές αρχές στέλνουν στη Θράκη για να ενισχυθεί ο πληθυσμός
περιοχών που είχαν πληγεί από τη μεγάλη επιδημία πανώλης του 748.
Γύρω
στα 770, οι Αββασίδες αποκαθιστούν τον έλεγχο του Ισλάμ στο μεγαλύτερο
μέρος της Αρμενίας. Οι συνθήκες γίνονται πιο δύσκολες για τους
Παυλικιανούς, η κοινότητα των οποίων ταλαιπωρείται από σχίσμα: μετά τον
θάνατο του Τιμοθέου ο θώκος του διδασκάλου έχει δύο διεκδικητές, τον
φυσικό γιο του Τιμοθέου, τον Ζαχαρία, και τον θετό, τον Ιωσήφ. Και οι
δύο αρχηγοί, πάντως, συμφωνούν ότι η παυλικιανή κοινότητα πρέπει να
επιστρέψει στα εδάφη που ελέγχονται από το Βυζάντιο (772). Ο Ζαχαρίας θα
αποτύχει στην προσπάθειά του να ξεφύγει και τα ίχνη του θα χαθούν.
Αντιθέτως, ο Ιωσήφ θα κατορθώσει να ξεφύγει από τις συνοριακές
περιπόλους των Αράβων και θα εγκατασταθεί με τους πιστούς του στην
παλαιά έδρα των Παυλικιανών, την Επίσπαρη. Αδιαφιλονίκητος πλέον
διδάσκαλος, θα αλλάξει το όνομά του σε Επαφρόδιτος. Για λόγους
προφύλαξης, θα μετακινηθεί αργότερα εκ νέου και θα εγκατασταθεί
δυτικότερα, στην Αντιόχεια της Πισιδίας, όπου θα ιδρύσει την «Εκκλησία
των Φιλίππων».
Διάδοχος
του Ιωσήφ/ Επαφρόδιτου υπήρξε ο Αρμένιος Βαάνης, ο οποίος είχε
υπηρετήσει ως συνέκδημός του στην Αντιόχεια. Λίγο πριν το έτος 800, η
εξουσία του αμφισβητήθηκε από τον Σέργιο, έναν Έλληνα ορθόδοξο από τη
Γαλατία για τον οποίο έλεγαν ότι τον είχε προσηλυτίσει η Παυλικιανή
ερωμένη του. Φαίνεται πως οι περισσότεροι Παυλικιανοί υποστήριξαν τον
Σέργιο, ο οποίος εξελέγη διδάσκαλος με το όνομα Τυχικός. Η άνοδός του
συμπίπτει χρονικά με τη βασιλεία της Ειρήνης της Αθηναίας, η οποία
αποκατέστησε (προσωρινά) τη λατρεία των εικόνων. Η δυσμενής μεταβολή των
πολιτικών συνθηκών στην αυτοκρατορία, υποχρέωσε τον Σέργιο/ Τυχικό να
μετακινηθεί προς τα ανατολικά, μεταφέροντας την έδρα του στο Κυνοχώριο
της Νεοκαισάρειας.
γ. Το τέλος της ευνοϊκής συγκυρίας. Η επιδείνωση ήταν, όμως, οριστική, παρά την επάνοδο των εικονομάχων στην εξουσία. Ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρος
(806-815) ήταν βέβαιος για την αιρετική φύση της πίστης των
Παυλικιανών, τους οποίους θεωρούσε επιπροσθέτως και επικίνδυνους από
πολιτική άποψη: κατόρθωσε να πείσει τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Α΄ Ραγκαβέ
(811-813) να κηρύξει τους Παυλικιανούς αιρετικούς που πρέπει να
τιμωρούνται με θάνατο. Η νομοθεσία αυτή δεν άλλαξε στα χρόνια του
εικονομάχου αυτοκράτορα Λέοντα Ε΄,
ο οποίος ως Αρμένιος στην καταγωγή μάλλον γνώριζε καλά τον αιρετικό
χαρακτήρα του παυλικιανισμού. Εν μέσω διωγμών και ταραχών, οι
Παυλικιανοί αναγκάζονται να βρουν καταφύγιο στα εδάφη του μουσουλμάνου
εμίρη της Μελιτηνής, στην Αργκαούν. Εκεί θα εγκατασταθεί και ο
διδάσκαλος Σέργιος/ Τυχικός έως το 834-835, οπότε και δολοφονήθηκε από
κάποιον φανατικό ορθόδοξο.
Το 842 πεθαίνει ο αυτοκράτορας Θεόφιλος και την αντιβασιλεία αναλαμβάνει η χήρα του, η Θεοδώρα,
μέχρι την ενηλικίωση του γιου τους, του μετέπειτα Μιχαήλ Γ΄. Η Θεοδώρα
είναι φανατική εικονολάτρισσα: το 843 συγκαλεί σύνοδο στην οποία
αποφασίζεται η αποκατάσταση της λατρείας των εικόνων. Η αυτοκράτειρα και
ο πατριάρχης Μεθόδιος Α΄
αποφασίζουν να ξεριζώσουν όλες τις αιρέσεις από την επικράτεια της
αυτοκρατορίας. Οι Παυλικιανοί αποτελούν τον κύριο στόχο της εκστρατείας.
Οι διωγμοί είναι ανηλεείς. Χιλιάδες άνθρωποι εκτελούνται (με κάποια
δόση υπερβολής γίνεται λόγος για 100.000 νεκρούς).
Ανάμεσα
στα θύματα του μεγάλου διωγμού είναι κι ο πατέρας του Καρβέα, ενός
αξιωματούχου που υπηρετεί ως πρωτομανδάτορας στο επιτελείο του στρατηγού
του Θέματος Ανατολικών. Ο Καρβέας στασιάζει, συγκεντρώνει κάποιες
χιλιάδες πιστούς Παυλικιανούς και καταφεύγει στην Αργκαούν προσφέροντας
τις στρατιωτικές υπηρεσίες του στον εμίρη της Μελιτηνής (844).
Γ. Τρίτη περίοδος: το στρατιωτικό κράτος των Παυλικιανών
α. Η ηγεσία του Καρβέα.
Αναγκασμένοι να πολεμήσουν για να επιβιώσουν και υπό τη χαρισματική
ηγεσία του Καρβέα, οι Παυλικιανοί συγκροτούν ένα σχεδόν ανεξάρτητο
στρατιωτικό κράτος στην περιοχή του Ευφράτη, στα σύνορα Βυζαντίου και
Ισλάμ. Προσπαθούν να πλήξουν το Βυζάντιο με κάθε τρόπο, με οργανωμένες
επιδρομές ή ανταρτοπόλεμο. Το 844 οι Παυλικιανοί της Κολωνείας
κατορθώνουν να απαγάγουν τον στρατηγό του Θέματος Αρμενιακών και να τον
στείλουν στον Καρβέα στην Αργκαούν. Κάποια στιγμή μετά το 850, ο Καρβέας
μεταφέρει την έδρα των Παυλικιανών στο φρούριο της Τεφρικής,
κοντά στη Σεβάστεια, προκειμένου να ανεξαρτητοποιηθεί από τον
ενοχλητικό έλεγχο του εμίρη της Μελιτηνής. Στην Τεφρική εγκαθίστανται
πολλοί από τους διωκόμενους Παυλικιανούς του Βυζαντίου. Ο Καρβέας είναι ο
αδιαφιλονίκητος στρατιωτικός ηγέτης, ενώ τη θρησκευτική εξουσία την
ασκούν ο Βασίλειος κι ο Ζώσιμος, δύο από τους συνέκδημους του τελευταίου
διδασκάλου, του Σεργίου.
Από κοινού με τις δυνάμεις του Ισλάμ, ο Καρβέας επιτίθεται διαρκώς στα εδάφη του Βυζαντίου. Το 860 μαζί με τον εμίρη Ομάρ Αλ Ακτά
της Μελιτηνής εισχωρεί στη Μικρά Ασία λεηλατώντας και καταστρέφοντας,
για να επιστρέψει στη βάση του με πλούσια λάφυρα. Το καλοκαίρι του 863
οι σύμμαχοι θέτουν σε εφαρμογή ένα ακόμη πιο φιλόδοξο σχέδιο.
Υποστηριζόμενοι από τον στρατηγό των Αββασιδών Τζαφάρ ιμπν Ντινάρ Αλ
Χαγιάτ και τον Αλί, εμίρη της Ταρσού, περνούν τις Κιλικίες Πύλες και
εισβάλλουν στην Καππαδοκία. Οι δυνάμεις Αράβων και Παυλικιανών θα
συναντήσουν τον στρατό του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄
κοντά στη Μαλακοπέα, βορείως της Ναζιανζού. Η μάχη δεν θα αναδείξει
νικητή. Παρά τις σοβαρές απώλειες, όμως, η στρατιά του Ομάρ και του
Καρβέα θα συνεχίσει την εκστρατεία της κινούμενη προς τα βόρεια.
Διασχίζοντας το Θέμα Αρμενιακών θα φτάσει ως τις ακτές του Ευξείνου
Πόντου και θα καταλάβει και θα λεηλατήσει την Αμισό.
«αὖθις
ἐκστρατεύσας ὁ Ἄμερ σύν τεσσαράκοντα χιλιάσι στρατοῦ ὁμοῦ μέν τήν
Ἀρμενιακήν ὁμοῦ δέ καί τήν πρός θάλασσαν Ἀμισόν ἐξεπόρθει τε καί
κατεδουλαγώγει τῇ τοῦ κωλύοντος ἐρημίᾳ» (Συνεχιστής της Χρονογραφίας του Θεοφάνους του Ομολογητού «Οι μετά Θεοφάνην», Δ΄, 25).
Μια
τέτοια προσβολή δεν μπορούσε να μείνει δίχως απάντηση. Ο αυτοκράτορας
Μιχαήλ διέταξε αμέσως να συγκροτηθούν τρεις στρατιές: η «βόρεια»,
περιελάμβανε τις στρατιωτικές δυνάμεις των θεμάτων Αρμενιακών,
Κολωνείας, Παφλαγονίας και Βουκελλαρίων, η «νότια», αποτελούμενη από τον
στρατό των θεμάτων Ανατολικών, Οψικίου και Καππαδοκίας, και η «δυτική»
καθοδηγούμενη από τον Δομέστιχο των Σχολών Πετρωνά, η οποία απαρτιζόταν
από τις δυνάμεις των θεμάτων Θράκης, Θρακησίων και Μακεδονίας, καθώς και
από τα αυτοκρατορικά τάγματα της Βασιλεύουσας. Οι δυνάμεις αυτές
κατάφεραν να συναντηθούν στις 2 Σεπτεμβρίου 863 στον Πόσωνα, κοντά στις
ακτές του ποταμού Λαλακάοντα (πιθανώς παραπόταμου του Άλυ),
περικυκλώνοντας τις υποδεέστερες δυνάμεις του Ομάρ και του Καρβέα. Κατά
τη διάρκεια της νύχτας, οι Βυζαντινοί επιτέθηκαν και κατέλαβαν ένα ύψωμα
από το οποίο μπορούσαν να ελέγξουν τη μοναδική οδό διαφυγής που
διέθεταν οι αντίπαλοί τους. Την επομένη, ο Ομάρ επιχείρησε να τα παίξει
όλα για όλα κι επιτέθηκε στις δυνάμεις του Πετρωνά προσπαθώντας να τις
διασπάσει. Το κέντρο του βυζαντινού στρατού αντιστάθηκε με επιτυχία, ενώ
οι δύο πτέρυγές του περικύκλωσαν τους Άραβες και τους Παυλικιανούς, οι
οποίοι συνετρίβησαν. Στο πεδίο της μάχης έπεσε νεκρός ο εμίρης Ομάρ και
(πιθανότατα) ο ίδιος ο Καρβέας. Η Μάχη του Λαλακάοντος
ήταν καθοριστική, καθώς σηματοδοτεί την οριστική εξουδετέρωση της
αραβικής απειλής. Τη σπουδαιότητά της απηχούν, άλλωστε, και πολλά από τα
ακριτικά έπη (ιδίως το Άσμα του Αρμούρη).
β. Από τον Λαλακάοντα στον Βαθυρύακα.
Ωστόσο, η απειλή των Παυλικιανών εξακολουθούσε να υφίσταται. Πρέπει,
βεβαίως, να επισημανθεί ότι το Βυζάντιο δεν κατόρθωσε να εκμεταλλευτεί
όπως θα έπρεπε και θα μπορούσε τον στρατιωτικό θρίαμβό του διότι εκτός
των άλλων η αυτοκρατορική εξουσία άλλαξε χέρια. Το 867 ο
Μιχαήλ δολοφονήθηκε από τον έμπιστο φίλο του (και πρώην παρακοιμώμενό
του) Βασίλειο, τον ιδρυτή της λεγόμενης Μακεδονικής Δυναστείας (ο
Βασίλειος ήταν στην πραγματικότητα αρμενικής καταγωγής). Η δυναστική
μεταβολή καθυστέρησε μοιραία την υλοποίηση των όποιων στρατιωτικών
σχεδίων.
Πίσω
στην Τεφρική, τον Καρβέα διαδέχτηκε ο ανεψιός και γαμπρός του, ο
Χρυσόχειρ. Ο νέος ηγέτης των Παυλικιανών θα αποδεικνυόταν αντάξιος του
προκατόχου του σε στρατιωτική ικανότητα. Τη χρονιά της ανόδου του
Βασιλείου στον αυτοκρατορικό θρόνο, οργάνωσε μια μεγάλη επιδρομή
φτάνοντας ως τις ακτές του Αιγαίου. Λεηλατήθηκαν η Έφεσσος, αλλά και η
Νικομήδεια και η Νίκαια. Οι Παυλικιανοί βρισκόταν μια ανάσα από τη
Βασιλεύουσα.
Ο
Βασίλειος θα πρέπει να συνειδητοποίησε ότι η υπόθεση των Παυλικιανών
δεν ήταν καθόλου απλή. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να εντάξουμε και την
προσπάθεια διπλωματικής προσέγγισης (869-870) με την αποστολή,
επικεφαλής της οποίας ήταν ο Πέτρος ο Σικελιώτης. Τα αποτελέσματα της
διαπραγμάτευσης δεν ήταν ίσως εντυπωσιακά (ανταλλαγή αιχμαλώτων), αλλά
μπορούμε ευλόγως να υποθέσουμε ότι σε επίπεδο συλλογής πληροφοριών η
παραμονή του ηγουμένου από τη Σικελία πρέπει να αποδείχτηκε πολύτιμη.
Την
άνοιξη του 871, ο ίδιος ο αυτοκράτορας τέθηκε επικεφαλής εκστρατευτικού
σώματος κι επιχείρησε να καταλύσει την ηγεμονία της Τεφρικής. Ηττήθηκε
κατά κράτος κι επέστρεψε κακήν κακώς στην Κωνσταντινούπολη. Η επιτυχία
αυτή των Παυλικιανών εδραίωσε τη βεβαιότητά τους ότι μπορούσαν να
αντιμετωπίσουν επιτυχώς τις δυνάμεις του Βυζαντίου. Την επόμενη χρονιά, ο
Χρυσόχειρ ξεκίνησε νέα σειρά επιδρομών, εισχωρώντας στα εδάφη της
Γαλατίας και φτάνοντας μέχρι την Άγκυρα. Εξοργισμένος ο Βασίλειος
έστειλε εναντίον των Παυλικιανών μεγάλο στράτευμα με επικεφαλής τον τότε
Δομέστιχο των Σχολών, Χριστόφορο. Ο Χρυσόχειρ απέφυγε να συγκρουσθεί με
τον εχθρό και υποχώρησε προς την Τεφρική. Στρατοπέδευσε αρχικά στις
Αγρανές, ενώ οι Βυζαντινοί βρίσκονταν αρκετά κοντά του, στο Σίβορο. Στη
συνέχεια κινήθηκε προς το πέρασμα που ονομαζόταν Βαθυρύαξ, δυτικά της
Σεβάστειας. Ο Χριστόφορος έστειλε τότε ως εμπροσθοφυλακή τους στρατηγούς
των θεμάτων Αρμενιακών και Χαρσιανών, με αποστολή να ανιχνεύσουν τις
προθέσεις του εχθρού. Η εμπροσθοφυλακή αυτή κατόρθωσε να καταλάβει ένα
δασωμένο λόφο απ’ όπου μπορούσε να κατοπτεύει το σημείο που είχαν
στρατοπεδεύσει οι Παυλικιανοί. Αντιλαμβανόμενοι την ευνοϊκή θέση και
συγκυρία, οι δύο στρατηγοί αποφάσισαν να αψηφήσουν τις διαταγές του
Χριστόφορου και να επιτεθούν κατά τη διάρκεια της νύχτας. Η επίθεσή τους
αιφνιδίασε τόσο πολύ τους Παυλικιανούς και τους προκάλεσε τέτοιο πανικό
που τράπηκαν σε άτακτη φυγή. Ταυτόχρονα έφτασε και το κυρίως σώμα του
βυζαντινού στρατού υπό τον Χριστόφορο, μετατρέποντας την καταδίωξη σε
σφαγή. Μεταξύ των θυμάτων της Μάχης του Βαθυρύακος ήταν κι ο ίδιος ο Χρυσόχειρ, ο οποίος συνελήφθη κι εκτελέστηκε. Το κεφάλι του στάλθηκε ως δώρο στον αυτοκράτορα Βασίλειο.
Ο
Βαθυρύαξ σηματοδοτεί το ουσιαστικό τέλος της στρατιωτικής δύναμης των
Παυλικιανών. Τη νίκη ακολούθησε κι η κατάληψη της πρωτεύουσας Τεφρικής.
Λόγω της ασάφειας των βυζαντινών πηγών υπάρχει διχογνωμία ως προς τη
χρονολόγηση των γεγονότων του τέλους των Παυλικιανών, Ορισμένοι
τοποθετούν τη μάχη και την κατάκτηση της Τεφρικής την ίδια χρονιά,
δηλαδή το 878 (Nina G. Garsoïan, «The Paulician Heresy: A Study of the Origin and Development of Paulicianism in Armenia and the Eastern Provinces of the Byzantine Empire»,
Mouton, Χάγη, 1967, σελ. 128). Η κρατούσα γνώμη, όμως, είναι αυτή του
Πωλ Λεμέρλ: η Μάχη του Βαθυρύακος δόθηκε το 872, αλλά η οχυρή πρωτεύουσα
των Παυλικιανών καταλήφθηκε μερικά χρόνια αργότερα. Συγκεκριμένα, η
Τεφρική παραδόθηκε στους Βυζαντινούς το 878, επειδή εκτός των άλλων τα
τείχη κι οι οχυρώσεις της είχαν υποστεί εκτεταμένες ζημιές από σεισμό
(Λεμέρλ όπ. π., σελ. 104-108).
γ. Επίλογος: η επιβίωση του παυλικιανισμού μετά την πτώση της Τεφρικής.
Μετά την κατάληψη της Τεφρικής, οι Βυζαντινοί ενήργησαν με εξαιρετικά
οξύ πολιτικό ρεαλισμό. Δεν προέβησαν σε διωγμούς, αλλά αντίθεται
στρατολόγησαν πολλούς από τους μέχρι πρότινος αντιπάλους τους στις
αυτοκρατορικές δυνάμεις. Η αυτοκρατορία, άλλωστε, είχε πολλά μέτωπα
ανοιχτά για να μην ενδιαφερθεί για αυτούς τους αποδεδειγμένα επίλεκτους
πολεμιστές. Συναντούμε
έτσι στρατιωτικά σώματα Παυλικιανών να μάχονται για λογαριασμό του
Βυζαντίου σε διάφορες εκστρατείες: το 885 στην Απουλία υπό τον Νικηφόρο
Φωκά τον πρεσβύτερο, το 1038-1041 υπό τον Γεώργιο Μανιάκη στη Σικελία
κατά των Αράβων και μετέπειτα στην ηπειρωτική νότια Ιταλία κατά των
Νορμανδών. Το 1081 ο Αλέξιος Κομνηνός στρατολογεί περίπου 3.000
Παυλικιανούς για να αποκρούσουν τη νορμανδική επίθεση στο Δυρράχιο.
Παράλληλα,
κοινότητες Παυλικιανών μεταφέρονται κατόπιν αυτοκρατορικών διαταγών σε
διάφορες περιοχές του Βυζαντίου, για λόγους τόσο δημογραφικούς όσο και
πολιτικούς (ορισμένοι πιστεύουν ότι οι Παυλικιανοί θα είναι λιγότερο
επικίνδυνοι μακριά από το φυσικό τους περιβάλλον): προς τα τέλη του 10ου
αιώνα, μεγάλος αριθμός Παυλικιανών εγκαθίσταται στην Φιλιππούπολη. Βεβαίως,
πολλοί εξακολούθησαν να δυσπιστούν για την αξιοπιστία των Παυλικιανών.
Το σύνηθες μέσο ήταν η άσκηση πίεσης ώστε να ασπαστούν την ορθοδοξία.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της τάσης αυτής είναι η προσπάθεια του Αλέξιου
Α’ Κομνηνού να προσηλυτίσει τους Παυλικιανούς της Φιλιππούπολης (με
σχετική μόνο επιτυχία).
Στην καθαυτό Αρμενία, οι Παυλικιανοί επιβίωσαν κατά τα φαινόμενα μέσω της σέκτας των Τονδρακιανών (Թոնդրակեաններ).
Οι Τονδρακιανοί εμφανίστηκαν περί τα μέσα του 10ου αιώνα. Από
θεολογικής άποψης, σχεδόν ταυτίζονταν με τους Παυλικιανούς: δεν λάτρευαν
τον σταυρό, αρνούνταν το σύνολο των μυστηρίων, δεν αναγνώριζαν την
ιεραρχία της Εκκλησίας της Αρμενίας. Η ιδιαιτερότητά τους έγκειται στο
ότι συνδύαζαν τον δυϊσμό με κοινωνικά αιτήματα: υποστήριξαν τις
εξεγέρσεις των Αρμένιων αγροτών και αρνούνταν την εξουσία τόσο της
Εκκλησίας όσο και των αρχόντων-γαιοκτημόνων. Η δράση τους συνεχίστηκε
μέχρι τα μέσα του 11ου αιώνα, όταν κι εξαφανίστηκαν υπό την πίεση
εξωτερικών δυνάμεων (του Βυζαντίου που ανέκτησε πρόσκαιρα την Αρμενία
και στη συνέχεια των Τούρκων).
Όσον
αφορά τα εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, παρά τις αντιξοότητες,
φαίνεται πως διάσπαρτες κοινότητες Παυλικιανών κατόρθωσαν να επιβιώσουν
για πολλούς αιώνες μετά την πτώση της Τεφρικής. Οι Φράγκοι της Δ΄
Σταυροφορίας ισχυρίζονταν ότι όταν έφτασαν στη Φιλιππούπολη διαπίστωσαν
ότι ολόκληρη συνοικία της πόλης κατοικούταν αποκλειστικά από
Παυλικιανούς. Η τελευταία ιστορική μαρτυρία για την παρουσία των
Παυλικιανών ανάγεται στα τέλη του 16ου αιώνα: ο Πέτρος Τσεντολίνι,
απεσταλμένος του πάπα Γρηγόριου ΙΓ΄, αναφέρει ότι μεταξύ του Δούναβη και
της Φιλιππούπολης υπήρχαν δεκαεπτά χωριά τα οποία τα κατοικούσαν
Παυλικιανοί!
Ωστόσο, από τον 10ο
αιώνα κι έπειτα οι αυτοκρατορικές κι εκκλησιαστικές αρχές δεν εστιάζουν
πια την προσοχή τους στου Παυλικιανούς. Τη θέση τους είχε πάρει μια
άλλη «αίρεση» που ακολουθούσε το δόγμα του δυϊσμού σε πιο ακραία, ίσως,
μορφή. Η κοιτίδα της βρισκόταν στα Βαλκάνια, εκεί που είχαν εγκατασταθεί
τόσοι Παυλικιανοί. Ήταν άραγε ο καταλύτης για τη μετάλλαξη αυτή ή απλώς
συνέβαλαν στη διάδοσή της; Η απάντηση στο επόμενο μέρος…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου