Λόγος και Επανάσταση
“(…) Άφού όμως οί ανώτερες τάξεις μπορούσαν νά διατηρούν
τά κεκτημένα, μέσα στό απολυταρχικό πλαίσιο, καί άφού δέν
υπήρχε οργανωμένη εργατική τάξη, τό δημοκρατικό κίνημα σέ
μεγάλη έκταση προερχόταν άπό τήν αγανάκτηση τής ανίσχυρης
μικροαστικής τάξης. Ή αγανάκτηση αυτή πήρε έντονη έκφραση στό
πρόγραμμα τών ακαδημαϊκών Burschenschaften* καί τών προδρόμων
τους Turnvereine. Γινόταν πολύς λόγος γιά ελευθερία καί ισότητα,
άλλά επρόκειτο γιά μιά ελευθερία πού θά ήταν αποκλειστικά τό
κεκτημένο προνόμιο τής τεκτονικής φυλής καί γιά μιά ισότητα
πού έσήμαινε γενική φτώχεια καί στέρηση. Ή πνευματική
καλλιέργεια θεωρούνταν σάν κάτι πού άνηκε στους πλούσιους καί
τούς ξένους, καί είχε σκοπό νά διαφθείρει καί νά κάνει
μαλθακό τό λαό. Τό μίσος γιά τούς Γάλλους συνοδευόταν άπό τό
μίσος γιά τούς Εβραίους, τούς Καθολικούς καί τούς «ευγενείς».
Τό κίνημα απαιτούσε έναν αληθινά «γερμανικό πόλεμο», ώστε νά
μπορέσει ή Γερμανία νά αποκαλύψει τήν «άφθονη υγεία τού
εθνισμού της». Ζητούσε ένα «σωτήρα» γιά νά επιτύχει τή
γερμανική ενότητα, ένα σωτήρα πού «ό λαός θά τού συγχωρήσει
κάθε αμάρτημα». Τό κίνημα έκαιγε βιβλία καί καταφερόταν
εναντίον τών Εβραίων. Θεωρούσε τόν εαυτό του υπεράνω τού νόμου
καί τού συντάγματος επειδή «γιά τό σωστό σκοπό δέν υπάρχει
νόμος». Τό κράτος έπρεπε νά οικοδομηθεί «έκ τών κάτω», άπό
τόν έξαλλο ενθουσιασμό τών μαζών, καί ή «φυσική» ενότητα τού
Λαού του “Εθνους (Volk) έπρεπε νά άντικαταστήσει τήν κατά
στρώματα διάταξη τού κράτους καί τής κοινωνίας. Δέν είναι
δύσκολο νά αναγνωρίσει κανείς σ’ αυτά τά «δημοκρατικά»
συνθήματα τήν ιδεολογία τής φασιστικής Volksgemeinschaft.
Υπάρχει, έν προκειμένω, μιά πολύ στενότερη σχέση ανάμεσα στόν
ιστορικό ρόλο τών Burschenschaften, μέ τό ρατσισμό καί τόν
άντι-ορθολογισμό τους, καί στό ρόλο τού Έθνικοσοσιαλισμού, άπ’
αυτήν πού υπάρχει ανάμεσα στόν Έθνικοσοσιαλισμό καί τή θέση
τού Χέγκελ. Ό Χέγκελ έγραψε τή Φιλοσοφία τον Δικαίου γιά νά
υπερασπιστεί τό κράτος εναντίον τής ψευδοδημοκρατικής ιδεολογίας,
στήν οποία έβλεπε μιάν απειλή γιά τήν ελευθερία πιό σοβαρή
άπό αυτήν πού αντιπροσώπευε ή συνεχιζόμενη κυριαρχία τών
εξουσιοδοτημένων άρχων. Δέν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό τό έργο
ενίσχυε τήν εξουσία αυτών τών άρχων καί βοηθούσε έτσι τή
θριαμβεύουσα ήδη αντίδραση όμως, σέ σχετικά πολύ μικρό διάστημα
αποδείχτηκε πώς είναι ένα όπλο κατά τής αντίδρασης. Διότι τό
κράτος πού είχε στό νού του ό Χέγκελ ήταν ένα κράτος πού τό
κυβερνούσαν οί κανόνες τού κριτικού λόγου καί οί καθολικά
ισχύοντες νόμοι. Ή λογικότητα τού δικαίου, λέει, είναι τό
στοιχείο ζωής τού σύγχρονου κράτους. « Ό νόμος είναι… ή λυδία
λίθος πού μας βοηθάει νά ξεχωρίζουμε τούς δήθεν αδελφούς καί
φίλους τού λεγομένου λαού»1 7 , θά δούμε ότι ό Χέγκελ έχει
συνυφάνει αυτό τό θέμα μέσα στήν ώριμη του πολιτική φιλοσοφία.
Δέν υπάρχει αντίληψη πιό συμβιβάσιμη μέ τή φασιστική ιδεολογία
άπό εκείνη πού θεμελιώνει τό κράτος σ’ ένα καθολικό καί
έλλογο δίκαιο πού εξασφαλίζει τά συμφέροντα όλων τών ατόμων
ανεξαρτήτως τής φυσικής καί κοινωνικής τους κατάστασης.” (σελ:
180-181)
“Ή επανάσταση εξαρτάται πράγματι άπό ένα σύνολο
αντικειμενικών συνθηκών: απαιτεί ένα ορισμένο επίπεδο υλικού
καί πνευματικού πολιτισμού, μιά συνειδητή καί οργανωμένη
εργατική τάξη σέ παγκόσμια κλίμακα καί μιά όξυνση τής ταξικής
πάλης. Όλ’ αυτά όμως γίνονται επαναστατικές συνθήκες μόνο άν
συλλαμβάνονται καί κατευθύνονται άπό μιά συνειδητή δραστηριότητα
πού άποβλέπει στό σοσιαλισμό. Καμιά αναγκαιότητα καί κανένας
αναπότρεπτος αυτοματισμός δέν εγγυάται τή μετάβαση άπό τόν
καπιταλισμό στό σοσιαλισμό.” (σελ: 302-303)
“Στήν πορεία τής σύγχρονης κοινωνίας «ό εργάτης γίνεται
ολοένα καί φτωχότερος όσο αυξάνεται ό πλούτος πού παράγει, δσο
αυξάνεται ή παραγωγή του σέ ισχύ καί μέγεθος. Ό εργάτης
γίνεται ένα όλο καί φθηνότερο εμπόρευμα, δσο περισσότερα
εμπορεύματα παράγει. Μέ τήν εκμετάλλευση (Verwertung) τού κόσμου
τών αντικειμένων προωθείται σέ άμεση αναλογία ή υποτίμηση τού
κόσμου τών ανθρώπων». Ή κλασική πολιτική οικονομία (ό Μαρξ
αναφέρεται στόν Adam Smith καί τόν J.B.Say) παραδέχεται δτι ακόμη
καί ό μεγάλος κοινωνικός πλούτος γιά τόν εργάτη δέν σημαίνει
παρά «ακατάπαυτη φτώχεια»” (σελ: 263)
“Ό αλλοτριωμένος άπό τό προϊόν του εργάτης αλλοτριώνεται
συγχρόνως καί άπό τόν εαυτό του. Ή ίδια του ή εργασία παύει
νά τού ανήκει, καί τό γεγονός ότι γίνεται ιδιοκτησία ενός
άλλου μαρτυράει μιάν αποστέρηση πού αγγίζει τήν ίδια τήν ουσία
τού άνθρωπου. Ή εργασία στήν αληθινή της μορφή είν’ ένα μέσο
γιά τήν αυθεντική αύτοεκπλήρωση τού άνθρωπου, γιά τήν πλήρη
ανάπτυξη τών δυνατοτήτων του ή συνειδητή χρησιμοποίηση τών
φυσικών δυνάμεων θά έπρεπε νά συντελείται γιά τήν ικανοποίηση
καί τήν απόλαυση του. Στήν τρέχουσα μορφή της, όμως, ή εργασία
σακατεύει όλες τίς ανθρώπινες ικανότητες καί απαγορεύει τήν
ικανοποίηση. Ό εργάτης «δέν καταφάσκει άλλά αντιφάσκει στήν
ουσία του». «Αντί νά αναπτύσσει τίς ελεύθερες φυσικές καί
πνευματικές του δυνάμεις, απονεκρώνει τό σώμα του καί κατα
στρέφει τό πνεύμα του. Γι’ αυτό νιώθει στόν εαυτό του όταν
είναι έξω άπό τή δουλειά του, καί έξω άπό τόν εαυτό του
όταν είναι στή δουλειά του. Βρίσκεται στά νερά του όταν δέν
δουλεύει, καί έξω άπό τά νερά του όταν δουλεύει. Ή δουλειά
του, συνεπώς, δέν γίνεται εθελοντικά, άλλά μέ καταναγκασμό.
Είναι καταναγκαστική εργασία. Δέν αποτελεί συνεπώς ικανοποίηση
μιάς ανάγκης, άλλά μονάχα ένα μέσον γιά τήν ικανοποίηση
αναγκών εξωτερικών πρός αυτήν»” (σελ: 266-267)
“Ό Μαρξ αναφέρεται στήν καθοριστική σύλληψη τού Χέγκελ πού
τού αποκάλυψε ότι ή κατάσταση τού κυρίου καί τού δούλου
προκύπτει αναγκαία άπό ορισμένες σχέσεις εργασίας οί όποιες,
μέ τή σειρά τους, είναι σχέσεις ενός «πραγμοποιημένου» κόσμου.
“Ετσι, ή σχέση κυρίου καί δούλου δέν είναι μιά αιώνια ούτε
μιά φυσική σχέση, άλλά έχει τίς ρίζες της σέ έναν ορισμένο
τρόπο εργασίας καί στή σχέση πού έχει ό άνθρωπος μέ τά
προϊόντα τής εργασίας του.” (σελ: 122)
Herbert Marcuse, Λόγος και Επανάσταση, Εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα 1999.