Η
δική μου σχέση με τη γενοκτονία είναι διαφορετική. Όχι με τονθάνατο·
μου έρχεται στον νου εκείνο το πρώτο βήμα. Οι πρώτες στιγμές που οι
άνθρωποι εγκαταλείπουν τα σπίτια τους. Κάποια μέρα κάποιοι χτυπάνε την
πόρτα σας και σας λένε…
chronosmag.eu
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην τουρκική εφημερίδα Zaman στις 28 Απριλίου 2014.
Όπως όλοι, έτσι κι εγώ αυτές τις μέρες διάβασα αυτά που δεν θα ήθελα να διαβάσω και άκουσα αυτά που δεν θα ήθελα να ακούσω σχετικά με τη γενοκτονία. «Φώτισαν» και πάλι την ιστορική και τη νομική πλευρά του γεγονότος. Παρουσίασαν στοιχεία και αποδείξεις. Υπερασπίστηκαν θέσεις και εκφράστηκαν αντιθέσεις. Λιγότεροι ήταν αυτοί που αναφέρθηκαν στην «οικονομική» πλευρά του θέματος, δηλαδή στην υφαρπαγή περιουσιών. Τώρα όλα αυτά θα τα ξεχάσουμε· του χρόνου πάλι!
Η δική μου σχέση με τη γενοκτονία είναι διαφορετική. Όχι με τον θάνατο· μου έρχεται στον νου εκείνο το πρώτο βήμα. Οι πρώτες στιγμές που οι άνθρωποι εγκαταλείπουν τα σπίτια τους. Κάποια μέρα κάποιοι χτυπάνε την πόρτα σας και σας λένε «ετοιμαστείτε, αύριο φεύγετε». Φτιάχνετε στα γρήγορα έναν μπόγο. Τι θα βάζατε μέσα; Κάποια ρούχα, κι αν υπάρχουν χρήματα και κοσμήματα, ή το κέντημα της γιαγιάς που λέγατε πως πάντοτε θα το έχετε κοντά σας; Τις οικογενειακές φωτογραφίες, τις κούκλες που παίζατε μικρή κι εκείνη τη σβούρα, τι θα τα κάνετε; Θα πρέπει να πάρετε οπωσδήποτε και κάτι φαγώσιμο μαζί. Όμως πόσων ημερών φαγητό μπορεί κανείς να κουβαλήσει!
Το θέμα των παιδιών ακόμη δυσκολότερο. Ας πούμε ότι το εξάχρονο θα περπατήσει. Το τρίχρονο όμως και το άλλο που μόλις έκλεισε χρόνο, δύσκολο. Ο πατέρας τους είναι στρατιώτης. Είστε μια μοναχή γυναίκα. Ο χρόνος πιέζει και πρέπει να αποφασίσετε ποια παπούτσια θα φορέσετε. Δεν πρέπει να πανικοβληθείτε. Πρέπει να κρατηθείτε στη ζωή για τα παιδιά σας. Μπορεί να είναι επικίνδυνο να πάρετε μαζί σας πράγματα αξίας. Στον δρόμο μπορεί να σας ληστέψουν. Σκέφτεστε να τα θάψετε κάπου στον κήπο μόλις πέσει το σκοτάδι.
Υπάρχει κι ο παππούς. Είναι ογδόντα χρονών. Αυτοεξυπηρετείται, μπορεί και πηγαίνει καθημερινά μέχρι το καφενείο του χωριού. Όμως είναι αδύνατο να περπατήσει πάνω από μια-δυο ώρες. Σε τέτοιες πορείες, όσοι δεν τα καταφέρνουν τι γίνονται; Ξέρουμε τι συμβαίνει με τους αιχμαλώτους: όταν η ομάδα απομακρυνθεί, όσοι έχουν μείνει πίσω εκτελούνται με ξιφολόγχη. Γίνεται χρήση της ξιφολόγχης διότι δεν θέλουν να σπαταλώνται σφαίρες. Επιβάλλεται η εκτέλεση διότι αν δεν υπάρχει ο φόβος του θανάτου, όλη η ομάδα θα καθόταν κάτω. Σιγά μη γινόταν η περισυλλογή των αρρώστων, των ηλικιωμένων και των γυναικών που εγκυμονούν από τα νοσοκομειακά που θα ακολουθούν!
Πολύ νωρίς το πρωί η γυναίκα εκείνη, που όλη τη νύχτα δεν είχε κοιμηθεί, μπήκε στον στάβλο, έλεγξε το νερό και το άχυρο της αγελάδας και μετά την έλυσε. Σκέφτηκε πως έτσι μπορεί να βγει έξω και να βρει κάτι να φάει. Δεν μπόρεσε όμως να καταλάβει γιατί της ήρθε, έτσι για πρώτη φορά, να τη φιλήσει. Λυπήθηκε και την κατσίκα. Εάν μπορούσε να την πάρει μαζί θα εξασφάλιζε και το γάλα των παιδιών. Ο σκύλος ήταν πρόβλημα. Δεμένο δεν μπορούσε να τον αφήσει, αν τον έλυνε θα τους ακολουθούσε. Αλήθεια, τι απόγιναν τα σκυλιά;
Έλεγξε για τελευταία φορά όλα τα δωμάτια. Τα πάντα, όπως πάντοτε, ήταν τακτοποιημένα. Τα κρεβατάκια των παιδιών τα άφησε στρωμένα. Τα πιατικά πλυμένα· είχαν στεγνώσει. Τα ρούχα τα δίπλωσε και τα ’βαλε στις ντουλάπες. Σήμερα όμως δεν σκούπισε. Όπως και να ’ναι, αύριο θα σκονίζονταν. Το κλειδί το έκρυψε στη γλάστρα μπροστά στην πόρτα. Σκέφτηκε πως ο άντρας της ξέρει την κρυψώνα. Άφησε κι ένα σημείωμα στο τραπέζι για τον άντρα της, για να μην εκπλαγεί όταν θα επιστρέψει. Έγραψε σ’ ένα χαρτί που το έσκισε από το τετράδιο της κόρης της: «Μας πηγαίνουν κάπου, στην πρώτη ευκαιρία θα σου γράψω, είμαστε όλοι καλά, μην ανησυχείς». Τον παππού δύσκολα τον έπεισε. Δεν ήθελε να έρθει. Πήρε τα δυο της παιδιά στην αγκαλιά. Συμβούλεψε το μικρό να μην απομακρύνεται από κοντά της. Πήρε τον δρόμο για την πλατεία του χωριού.
Τη συνέχεια αυτής της ιστορίας δεν θέλω ούτε να την ακούσω ούτε και να τη γράψω. Τα μέχρις εδώ ήδη μου περισσεύουν. Αρκετό πόνο μου προκαλεί η σκέψη και μόνο των ανθρώπων εκείνων –των εκατοντάδων χιλιάδων– που ένα πρωί βγήκαν για τελευταία φορά από το σπίτι τους.
Η συγγνώμη
Με θλίβει η σκέψη των ανθρώπων που αποσπάστηκαν βίαια από τα σπίτια τους, τις γειτονιές τους, τους τάφους των νεκρών τους. Όμως δεν μπορώ να καταλάβω τη συγγνώμη. Αυτοί που τα έπραξαν κι εκείνοι που τους διέταξαν να τα πράξουν έχουν πεθάνει προ πολλού. Τα παιδιά και τα εγγόνια τους φυσικά και είναι αθώα. Δεν έχει νόημα η συγγνώμη ανθρώπων που δεν έφταιξαν. Εάν συγγνώμη σημαίνει μεταμέλεια, θα δηλώσει μεταμέλεια ο αθώος; Έτσι σκεφτόμουν πάντα, λογικά. Μέχρις ότου...
Θα έχουν περάσει περίπου δέκα χρόνια, σε ένα συνέδριο σχετικά με τις μειονότητες ο Ριντβάν Ακάρ αναφέρθηκε στον Φόρο Περιουσίας του 1942, στα Σεπτεμβριανά του 1955 και στις απελάσεις του 1964. Εξήγησε τα γεγονότα με τη σειρά τους δίχως να τα δραματοποιεί. Κι εγώ για πρώτη φορά στη ζωή μου, άκουσα έκπληκτος να αφηγούνται αυτά τα γεγονότα στον δημόσιο χώρο δίχως δικαιολογίες. Δεν ειπώθηκαν τα «όμως», δεν υπήρχαν «οι συνθήκες της εποχής», «τα κοινωνιολογικά αίτια», οι «συγκυρίες», η «σύγκριση με άλλα δράματα». Υπήρχε μονάχα η ξεκάθαρη παραδοχή μιας αδικίας. Δεν υπήρχε ούτε και συγγνώμη, υπήρχε η παραδοχή.
Τη στιγμή εκείνη σκέφτηκα πως αν ζούσε ο πατέρας μου και ήταν εκεί θα έμενε έκπληκτος αλλά και θα αισθανόταν πολύ καλά. Κι ύστερα προσπάθησα να κρύψω τα δάκρυά μου. Διότι βρισκόμουν σε μια κατάσταση που δεν μπορούσα να καταλάβω, έκλαιγα. Θυμάμαι τρεις φορές να έχω κλάψει στη ζωή μου: η πρώτη ήταν στα νιάτα μου από έρωτα, η άλλη πολύ αργότερα για έναν θάνατο, και μία σ’ αυτή την ομιλία. Ζούσα στιγμές που η λογική μου δεν παραδεχόταν: τελικά ήθελα τη δημόσια και δίχως υπεκφυγές παραδοχή μιας αδικίας, σχετικά όχι μεγάλης, που υπέστη η οικογένειά μου! Το επιθυμούσα ενδόμυχα, παρόλο που συνειδητά σκεφτόμουν διαφορετικά.
Υπάρχουν τόσο πολλά που δεν μπορώ να καταλάβω σχετικά με τον άνθρωπο! Γιατί είναι τόσο δύσκολο για κάποιους να ξεστομίσουν δυο λέξεις που θα σήμαιναν κάτι σαν συγγνώμη; Γιατί αυτή η αντίσταση; Τι θα γίνει αν παραδεχτείς κάτι που το γνωρίζουν όλοι; Από την άλλη, ό,τι έγινε έγινε, αυτός που το έκανε δεν υπάρχει πλέον, τι τη θες τη συγγνώμη; Στο μέλλον, όταν θα καταλάβουμε καλύτερα τον άνθρωπο, θα βρούμε σίγουρα επιστημονικές απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα. Για την ώρα, μου αρκεί να ξέρω ότι δεν καταλαβαίνω τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Παραδέχομαι ότι οι αδικημένοι και οι δικοί τους άνθρωποι περιμένουν ένα είδος συγγνώμης, δίχως όμως να μπορώ να εξηγήσω το γιατί.
Εάν όμως η «παραδοχή» γίνεται κάτω από πίεση, εάν έχει την έννοια ενός πολιτικού ελιγμού, εάν η σημερινή συγγνώμη αύριο μετατραπεί και πάλι σε άρνηση, τελικά όλα αυτά πληγώνουν. Ας μας λείπει, καλύτερα να μη συμβούν. Διότι τότε ο άνθρωπος νιώθει σαν να ξαναζεί τα γεγονότα και την κακία.
ΧΡΟΝΟΣ 25 (05.2015) |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου