Μια πολυεθνική πόλη στη δίνη του εθνικισμού
Salonicco, Salonicha, Salonique, Σελανίκ, Σολούν, Θεσσαλονίκη. Οι διαφορετικές ονομασίες δεν περιγράφουν την ίδια πόλη, αλλά αντιστοιχούν στις αλλαγές που συνέβαιναν στο πέρασμα των αιώνων. Ο Μαρκ
Salonicco, Salonicha, Salonique, Σελανίκ, Σολούν, Θεσσαλονίκη. Οι διαφορετικές ονομασίες δεν περιγράφουν την ίδια πόλη, αλλά αντιστοιχούν στις αλλαγές που συνέβαιναν στο πέρασμα των αιώνων. Ο Μαρκ
Μαζάουερ στο βιβλίο του αφηγείται την ιστορία της Θεσσαλονίκης όπως
αυτή μεταμορφωνόταν τους τελευταίους πέντε αιώνες. Ο Μαρκ Μαζάουερ είναι
αρκετά γνωστός στο ελληνικό κοινό μέσα από βιβλία που είτε αφορούν την
Ελλάδα ("Η Ελλάδα και η οικονομική κρίση του Μεσοπολέμου", "Στην Ελλάδα
του Χίτλερ") είτε γενικότερα την ευρωπαϊκή ιστορία ("Σκοτεινή ήπειρος",
"Τα Βαλκάνια"). Στο τελευταίο βιβλίο του "Θεσσαλονίκη, πόλη των
φαντασμάτων" θέτει έναν διαφορετικό στόχο. Μέσα από τη μελέτη σε βάθος
χρόνου μιας σημαντικής πόλης εξετάζει τις κοινωνικές, πολιτικές και
οικονομικές αλλαγές που συνέβησαν κατά τη διάρκεια της μετάβασης από την
πολυεθνική αυτοκρατορία στο νεωτερικό έθνος-κράτος και χαρακτηρίστηκαν
από τη διάβρωση της παραδοσιακής οικονομίας από τον καπιταλισμό, την
εκκοσμίκευση, τη δημογραφική ανάπτυξη, την άνοδο του εθνικισμού, την
εμφάνιση των «επικίνδυνων τάξεων» και της μαζικής πολιτικής, τις
καταστροφικές συνέπειες των πολέμων, ιδιαίτερα του Δευτέρου Παγκοσμίου
Πολέμου. Στο βιβλίο η πόλη μεγεθύνεται μέσα από τον φακό του ιστορικού
που επιδιώκει να διαγνώσει με ποιο τρόπο αυτές οι κοσμοϊστορικές αλλαγές
εγγράφονται στον κοινωνικό ιστό της πόλης, διαμορφώνουν τις κοινωνικές
σχέσεις μεταξύ των διαφορετικών ομάδων και επηρεάζουν νοοτροπίες και
πρακτικές.
Μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Οθωμανούς το 1430 και κατά τους πρώτους αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας η θρησκεία έπαιζε τον καθοριστικό ρόλο στην κοινωνική οργάνωση και ζωή της πόλης. Στον διαχωρισμό ανάμεσα σε χριστιανούς και μουσουλμάνους, κατακτημένους και κυρίαρχους, προστέθηκαν μετά το 1492 οι Εβραίοι, διωγμένοι από την Ισπανία (αργότερα και από την Ιταλία). Η άφιξη των χιλιάδων Σεφαραδιτών Εβραίων ίσως και να συνιστά τη δεύτερη (μετά την κατάληψη της πόλης από τους Οθωμανούς) μεγάλη καμπή στην ιστορία της πόλης. Η Θεσσαλονίκη από μία κατά βάση ελληνική-χριστιανική πόλη μετατρέπεται σε μια πόλη όπου οι περισσότεροι κάτοικοι είναι Εβραίοι. Έτσι, ενώ το 1478 οι μισοί κάτοικοι είναι Χριστιανοί, το 1519 οι Εβραίοι αντιπροσωπεύουν πλέον το μισό του πληθυσμού και οι Χριστιανοί αποτελούν πλέον το ένα τέταρτο. Η Θεσσαλονίκη γίνεται τότε, αυτό που πολύ όψιμα κάποιοι θα ανακαλύψουν, μια πόλη Μουσουλμάνων, Χριστιανών και Εβραίων. Ο Μαζάουερ δίκαια αποφεύγει να τη χαρακτηρίσει με τον πολυσυζητημένο και παρερμηνευμένο όρο «πολυπολιτισμική». Οι σχέσεις μεταξύ των διαφορετικών θρησκευτικών ομάδων δεν διακρίνονταν πάντα από την ανοχή και την ώσμωση, αλλά διασταυρώνονταν με τις σχέσεις εξουσίας και καθορίζονταν από τις ιστορικές συγκυρίες και αλλαγές. Οι σχέσεις εξουσίας αφορούν πρώτα και κύρια τον τρόπο με τον οποίο η οθωμανική διοίκηση αντιμετώπισε τις διαφορετικές κοινότητες. Σχετικά με την οθωμανική διοίκηση και οργάνωση της πόλης τους δύο πρώτους αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας, ο απαιτητικός αναγνώστης ίσως θα περίμενε μια πιο συστηματική ανάλυση από τον συγγραφέα, ενώ σε κάποια σημεία φαίνεται η έλλειψη πηγών. Πάντως, εάν κάτι αναδεικνύει η ανάλυση του Μαζάουερ δεν είναι τόσο η ανοχή του οθωμανικού κράτους απέναντι στη θρησκευτική ετερότητα όσο η απουσία κράτους με τη νεωτερική έννοια μέχρι και τα μέσα του 19ου αιώνα.
Χριστιανοί, Εβραίοι και Μουσουλμάνοι ζούσαν διακριτά στην πόλη στο πλαίσιο της κοινότητάς τους διατηρώντας όμως παράλληλα διακοινοτικές σχέσεις και επαφές. Η θρησκευτική διαφορά δεν δημιουργούσε περιχαράκωση αλλά γόνιμο έδαφος για πολιτισμική ώσμωση. Σε αυτό συνέτεινε και η άγνοια των περισσότερων απλών ανθρώπων για τα δογματικά ζητήματα, αλλά και η αδιαφορία των οθωμανικών αρχών για τα θρησκευτικά πιστεύω των υπηκόων τους. Αυτό το περιβάλλον ήταν πρόσφορο για την καλλιέργεια του θρησκευτικού συγκρητισμού και πολιτισμικής αλληλεπίδρασης, η οποία όμως γνώριζε ένα όριο: την αλλαγή θρησκευτικής πίστης που δεν μπορούσε να αποδεχθεί καμιά από τις θρησκευτικές κοινότητες. Από αυτήν την άποψη, οι θρησκευτικές κοινότητες της Θεσσαλονίκης δεν ήταν τόσο συμπαγείς όσο φαίνονταν, ιδιαίτερα αυτή των Εβραίων της πόλης. Η θρησκευτική μεταστροφή, πάντως, ήταν ένα ευαίσθητο θέμα που οδηγούσε στην απομόνωση του «εξωμότη» και προκαλούσε μεγάλη ένταση στις σχέσεις μεταξύ των κοινοτήτων. Έτσι, μια μέρα τον Μάιο του 1876 μια νεαρή Χριστιανή που είχε αποφασίσει να αλλάξει θρησκευτική πίστη για να παντρευτεί τον γιο ενός Μουσουλμάνου γαιοκτήμονα έγινε η αφορμή για να γίνουν εκτεταμένες ταραχές στη Θεσσαλονίκη και να σκοτωθούν δύο Ευρωπαίοι πρόξενοι από ένα οργισμένο πλήθος που πίστευε ότι ήταν συνεργοί στην απαγωγή της κοπέλας από Χριστιανούς. Λίγες δεκαετίες αργότερα, το 1903, η Θεσσαλονίκη θα συγκλονιζόταν από διαδοχικές εκρήξεις. Δράστες ήταν μια ομάδα νεαρών Βούλγαρων εθνικιστών. Οι καιροί είχαν αλλάξει.
Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου Θεσσαλονίκη, πόλη των φαντασμάτων αφορά τον 19ο και 20ό αιώνα, με τους οποίους ο συγγραφέας είναι σαφώς πιο εξοικειωμένος. Από τον 19ο αιώνα η Θεσσαλονίκη μετατρέπεται σε σημαντικό λιμάνι και εμπορικό κέντρο. Το 1831 η πόλη είχε μόλις 30.000 κατοίκους αλλά στις αρχές του 20ού αιώνα είχε φτάσει τις 150.000. Η οικονομική ανάπτυξη, όπως δείχνει και ο Μαζάουερ, ήταν αποτέλεσμα ενός συνδυασμού παραγόντων, με κυριότερο ίσως το άνοιγμα της οθωμανικής οικονομίας στην ευρωπαϊκή τεχνογνωσία και κεφάλαιο (και την κερδοσκοπία). Τη δεκαετία του 1870 ξεκίνησε η κατασκευή σιδηροδρομικών γραμμών που συνέδεσαν την πόλη όχι με τη Νότια Ελλάδα, αλλά με την Πρίστινα, το Μοναστήρι και την Κωνσταντινούπολη. Τα σχολεία άρχισαν να πολλαπλασιάζονται, προς απογοήτευση των θρησκευτικών ηγεσιών των κοινοτήτων που δεν μπορούσαν πλέον να ελέγξουν την εκπαίδευση. Το λιμάνι επεκτάθηκε για να μπορέσει να δεχθεί μεγαλύτερο αριθμό πλοίων και τα τείχη που περιστοίχιζαν για αιώνες την πόλη άρχισαν να γκρεμίζονται - αρχικά η πύλη του Βαρδάρη και το ανατολικό τείχος στην πλευρά του Λευκού Πύργου. Το 1869 εκδίδεται η πρώτη επίσημη εφημερίδα («Σελανίκ») σε τέσσερις γλώσσες. Το τραμ, τα πολυτελή ξενοδοχεία στην προκυμαία, τα καταστήματα με ευρωπαϊκά εμπορεύματα, τα πλούσια αρχοντικά (με πιο επιβλητική τη Βίλα Αλλατίνη) πιστοποιούσαν την οικονομική ακμή μιας κοσμοπολίτικης πόλης και τους στενότερους δεσμούς με τη Δύση.
Η εξιστόρηση των αλλαγών στη Θεσσαλονίκη κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα γίνεται μέσα από την εξέταση των συνεπειών στη ζωή της πόλης αφενός του εθνικισμού και αφετέρου του πολέμου. Η Θεσσαλονίκη, λόγω της σημασίας που έχει αποκτήσει ως κέντρο της οθωμανικής αυτοκρατορίας, θα αποτελέσει πεδίο σύγκρουσης των ανταγωνιστικών εθνικισμών. Η πόλη, στην οποία γεννήθηκε ο Κεμάλ Ατατούρκ, θα αποτελέσει επίκεντρο της δραστηριότητας της Επιτροπής Ένωσης και Προόδου και προσκήνιο της επανάστασης των Νεότουρκων το 1908. Την ίδια χρονιά θα καταφθάσει στην πόλη και ο Βλαντίμιρ Γιαμποτίνσκι για να καλλιεργήσει το σιωνιστικό κίνημα, αλλά τα αποτελέσματα ήταν μάλλον φτωχά. Την ίδια εποχή σε ολόκληρη τη Μακεδονία διεξαγόταν ένας αιματηρός αγώνας μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων για τον προσεταιρισμό των πατριαρχικών και εξαρχικών - του οποίου το συντονιστικό κέντρο, για την ελληνική πλευρά, ήταν το προξενείο της Θεσσαλονίκης. Όταν τον Οκτώβριο του 1912 τα ελληνικά στρατεύματα θα εισέλθουν στην πόλη, μια νέα περίοδος στην ιστορία της Θεσσαλονίκης άρχιζε.
Η Θεσσαλονίκη ανήκε πλέον στην Ελλάδα αλλά δεν ήταν τόσο «ελληνική» όσο θα επιθυμούσαν ή θα περίμεναν κάποιοι. Οι περισσότεροι κάτοικοί της ήταν Εβραίοι: από τους 157.000 κατοίκους, 40.000 ήταν Έλληνες, 45.000 Μουσουλμάνοι και 61.000 Εβραίοι το 1913. Αυτό προκαλούσε ιδιαίτερη αίσθηση σε όσους Έλληνες δεν κατάγονταν από την πόλη. Η δυσφορία τους δεν συγκαλυπτόταν όπως δείχνει και η ακόλουθη επιστολή ενός Έλληνα αξιωματικού το 1913, όπως μας την παραθέτει ο συγγραφέας: «Δεν ξέρω κατά πόσον δύναται να αρέσει μία πόλις με κοινωνίαν παρδαλήν, αποτελούμενην κατά τα 9/10 από Εβραίους. Δεν έχει ουδέν το Ελληνικόν αλλ' ούτε το ευρωπαϊκόν. Δεν έχει τίποτε» (σελ. 353). Η Θεσσαλονίκη αφού πρώτα εντάχθηκε στο ελληνικό κράτος, θα έπρεπε στη συνέχεια να «εξελληνιστεί». Αποφασιστικό ρόλο σε αυτό έπαιξαν οι πόλεμοι και οι πολιτικές «κοινωνικής μηχανικής» (social engineering) που τους συνόδευσαν με στόχο την εθνική ομογενοποίηση.
Ο Μαζάουερ εντάσσει τις εξελίξεις των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα στη Θεσσαλονίκη στο ευρύτερο πλαίσιο μιας εθνοποιητικής διαδικασίας, η οποία στα Βαλκάνια στηρίχθηκε σε δύο καινοτομίες. Η πρώτη, που θα εφαρμοσθεί κατά κόρον στην Ευρώπη τις επόμενες δεκαετίες, ήταν η χρήση του πολέμου ως μέσου για τη διαμόρφωση της εθνολογικής σύνθεσης συγκεκριμένων περιοχών. Η δεύτερη, που θα μείνει ιστορικά ανεπανάληπτη, ήταν η διπλωματική συμφωνία για την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ κρατών. Μια τόσο σημαντική πόλη όπως η Θεσσαλονίκη δεν θα μπορούσε παρά να βρεθεί στη δίνη αυτών των βίαιων και απότομων αλλαγών. Αρχικά οι Βούλγαροι και στη συνέχεια οι πολύ περισσότεροι Μουσουλμάνοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη και την ενδοχώρα, ενώ είχαν ήδη αρχίσει να καταφθάνουν οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Στην Άνω Πόλη, όπου κατοικούσαν πολλοί Μουσουλμάνοι, σπίτια και δρόμοι άδειασαν, καταστήματα και ακίνητα δημοπρατήθηκαν και άρχισαν μεθοδικά να σβήνονται τα ίχνη αιώνων μουσουλμανικής παρουσίας στην πόλη. Τζαμιά, χαμάμ, μεντρεσέδες, τεκέδες κατεδαφίστηκαν. «Ποιος μπορεί», έγραφε ένας δημοσιογράφος, «να μου εξηγήση τον λόγον διά τον οποίον έμεινεν εκεί εις την σημαντικωτέραν γωνίαν των οδών Βενιζέλου και Εγνατίας το πανάθλιον τζαμίον του Χαμζά; Αρχιτεκτονική αξία; Μηδέν! Ιστορική αξία; Κάτω του μηδενός! Το πολύγωνον αυτό κτίριον είναι άσχημον, τρομερά άσχημον» (σελ. 418).
Η Θεσσαλονίκη γέμισε με πρόσφυγες. Περίπου 92.000 πρόσφυγες έφτασαν και στην αρχή έμειναν προσωρινά όπου μπορούσαν, σε δημόσια κτίρια, αποθήκες, σε εγκαταλελειμμένα από τους Μουσουλμάνους, σε επιταχθέντα καταστήματα ακόμη και σε εκκλησίες. Η προσφορά στέγης ήταν ανεπαρκέστατη και η καταστροφική πυρκαγιά του 1917 είχε επιδεινώσει δραματικά την κατάσταση. Οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν πάνω από τον Άγιο Δημήτριο στην Άνω Πόλη, εκεί όπου πριν ζούσαν οι Μουσουλμάνοι. Οι ίδιοι οι πρόσφυγες μέσα από τον δυναμισμό των σωματείων και των συνεταιρισμών τους πέτυχαν την παραχώρηση χωράφια για να κτίσουν τα σπίτια τους ή απλά κατέλαβαν εκτάσεις και κτίρια για να στεγαστούν. Η πόλη επεκτάθηκε και νέες φτωχογειτονιές ή συνοικισμοί δημιουργήθηκαν στην περιφέρεια της πόλης.
Μόνον οι Εβραίοι θύμιζαν το οθωμανικό παρελθόν της πολυεθνικής Θεσσαλονίκης. Η συνύπαρξη Χριστιανών και Εβραίων διαμορφώθηκε κάτω από το βάρος των αλλαγών που είχαν προηγηθεί. Η Θεσσαλονίκη δεν ήταν πια η «νέα Ιερουσαλήμ», καθώς η πλειονότητα των κατοίκων ήταν Χριστιανοί. Ο Μαζάουερ θέλοντας να προσδιορίσει τη δύσκολη συνύπαρξη Χριστιανών και Εβραίων, κάνει λόγο για θρησκευτικό αντισημιτισμό και εθνοτική αντιπαλότητα και ανταγωνισμό. Ενώ είναι διαπιστωμένο ότι υπήρχε διάχυτος αντισημιτισμός στον χριστιανικό πληθυσμό της πόλης, οι πολιτικές αποκρυσταλλώσεις του παρέμειναν περιθωριακές και οι βίαιες εκδηλώσεις του περιορισμένες (με πιο χαρακτηριστική τον εμπρησμό του Κάμπελ το 1931). Σίγουρα, πάντως, θα ήταν πολύ διαφορετική η μοίρα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, εάν δεν είχε μεσολαβήσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και η ναζιστική κατοχή.
Τα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου εύλογα επισκιάζονται από τη γενοκτονία των Εβραίων. Η κλιμάκωση των αντισημιτικών μέτρων από τους Ναζί και η μεθόδευση αρχικά της εκτόπισης και έπειτα της εξόντωσης των Εβραίων της Θεσσαλονίκης εξετάζεται παράλληλα με την αμφιλεγόμενη στάση του χριστιανικού πληθυσμού της πόλης. Ο Μαζάουερ αποφεύγει τις εύκολες κατηγοριοποιήσεις και εξετάζει με αρκετή προσοχή τις διαφορές στη στάση του χριστιανικού πληθυσμού απέναντι στην τραγωδία των συμπολιτών τους προσπαθώντας να διακρίνει και τα κίνητρά της. Ένα μέρος του απλού κόσμου προσπάθησε να εκφράσει την αλληλεγγύη του στους Εβραίους και να τους βοηθήσει είτε σε ατομική είτε σε πιο οργανωμένη βάση (μέσω της εαμικής αντίστασης). Άλλοι, όμως, προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν όσο και όπως μπορούσαν την κατάσταση. Η σιωπή των επίσημων φορέων και των επαγγελματικών τάξεων της Θεσσαλονίκης απέναντι στην εκτόπιση των Εβραίων ήταν εκκωφαντική (σε αντίθεση με τις διαμαρτυρίες αντίστοιχων φορέων της Αθήνας). Επιπλέον, η τύχη των περιουσιών των 50.000 Εβραίων μπορεί να περιγραφεί μόνο με μελανά χρώματα. Στην καλύτερη περίπτωση οι ιδιοκτησίες τους καταλήφθηκαν από άστεγους πρόσφυγες, στη χειρότερη είτε λεηλατήθηκαν ολοσχερώς από απλούς πολίτες είτε δόθηκαν σε φίλους και συνεργάτες των Γερμανών.
Η μνήμη αυτού του παρελθόντος με δυσκολία διακρίνεται σήμερα στη Θεσσαλονίκη. Το μνημείο για το Ολοκαύτωμα των Εβραίων είναι «κρυμμένο» σε μια μικρή, συνοικιακή πλατεία, την οποία οι περισσότεροι Θεσσαλονικείς αγνοούν. Όπως γράφει προς το τέλος του βιβλίου του ο Μαζάουερ, «η αποκατάσταση της μνήμης ενός παρελθόντος σήμαινε την απώλεια της μνήμης ή ακόμα την καταστροφή ενός άλλου». Το παρελθόν που «επανεμφανίσθηκε» ήταν το βυζαντινό, καθώς υπογράμμιζε την ελληνικότητα της πόλης. Αντίθετα, το οθωμανικό, στην κυριολεξία, καταστράφηκε και έμειναν μόνο λίγα αρχοντικά στη Βασ. Όλγας να το θυμίζουν. Το βιβλίο του Μαζάουερ ξαναφέρνει με τον καλύτερο τρόπο αυτό το παρελθόν στην επιφάνεια. Η Θεσσαλονίκη, πόλη των φαντασμάτων είναι μια ιστορική σύνθεση υψηλού επιπέδου και συνάμα μια ιστορία της Θεσσαλονίκης, η οποία θα αποτελέσει έργο αναφοράς.
ΠΟΛΥΜΕΡΗΣ ΒΟΓΛΗΣ, TΑ ΝΕΑ , 13/01/2007
Μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Οθωμανούς το 1430 και κατά τους πρώτους αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας η θρησκεία έπαιζε τον καθοριστικό ρόλο στην κοινωνική οργάνωση και ζωή της πόλης. Στον διαχωρισμό ανάμεσα σε χριστιανούς και μουσουλμάνους, κατακτημένους και κυρίαρχους, προστέθηκαν μετά το 1492 οι Εβραίοι, διωγμένοι από την Ισπανία (αργότερα και από την Ιταλία). Η άφιξη των χιλιάδων Σεφαραδιτών Εβραίων ίσως και να συνιστά τη δεύτερη (μετά την κατάληψη της πόλης από τους Οθωμανούς) μεγάλη καμπή στην ιστορία της πόλης. Η Θεσσαλονίκη από μία κατά βάση ελληνική-χριστιανική πόλη μετατρέπεται σε μια πόλη όπου οι περισσότεροι κάτοικοι είναι Εβραίοι. Έτσι, ενώ το 1478 οι μισοί κάτοικοι είναι Χριστιανοί, το 1519 οι Εβραίοι αντιπροσωπεύουν πλέον το μισό του πληθυσμού και οι Χριστιανοί αποτελούν πλέον το ένα τέταρτο. Η Θεσσαλονίκη γίνεται τότε, αυτό που πολύ όψιμα κάποιοι θα ανακαλύψουν, μια πόλη Μουσουλμάνων, Χριστιανών και Εβραίων. Ο Μαζάουερ δίκαια αποφεύγει να τη χαρακτηρίσει με τον πολυσυζητημένο και παρερμηνευμένο όρο «πολυπολιτισμική». Οι σχέσεις μεταξύ των διαφορετικών θρησκευτικών ομάδων δεν διακρίνονταν πάντα από την ανοχή και την ώσμωση, αλλά διασταυρώνονταν με τις σχέσεις εξουσίας και καθορίζονταν από τις ιστορικές συγκυρίες και αλλαγές. Οι σχέσεις εξουσίας αφορούν πρώτα και κύρια τον τρόπο με τον οποίο η οθωμανική διοίκηση αντιμετώπισε τις διαφορετικές κοινότητες. Σχετικά με την οθωμανική διοίκηση και οργάνωση της πόλης τους δύο πρώτους αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας, ο απαιτητικός αναγνώστης ίσως θα περίμενε μια πιο συστηματική ανάλυση από τον συγγραφέα, ενώ σε κάποια σημεία φαίνεται η έλλειψη πηγών. Πάντως, εάν κάτι αναδεικνύει η ανάλυση του Μαζάουερ δεν είναι τόσο η ανοχή του οθωμανικού κράτους απέναντι στη θρησκευτική ετερότητα όσο η απουσία κράτους με τη νεωτερική έννοια μέχρι και τα μέσα του 19ου αιώνα.
Χριστιανοί, Εβραίοι και Μουσουλμάνοι ζούσαν διακριτά στην πόλη στο πλαίσιο της κοινότητάς τους διατηρώντας όμως παράλληλα διακοινοτικές σχέσεις και επαφές. Η θρησκευτική διαφορά δεν δημιουργούσε περιχαράκωση αλλά γόνιμο έδαφος για πολιτισμική ώσμωση. Σε αυτό συνέτεινε και η άγνοια των περισσότερων απλών ανθρώπων για τα δογματικά ζητήματα, αλλά και η αδιαφορία των οθωμανικών αρχών για τα θρησκευτικά πιστεύω των υπηκόων τους. Αυτό το περιβάλλον ήταν πρόσφορο για την καλλιέργεια του θρησκευτικού συγκρητισμού και πολιτισμικής αλληλεπίδρασης, η οποία όμως γνώριζε ένα όριο: την αλλαγή θρησκευτικής πίστης που δεν μπορούσε να αποδεχθεί καμιά από τις θρησκευτικές κοινότητες. Από αυτήν την άποψη, οι θρησκευτικές κοινότητες της Θεσσαλονίκης δεν ήταν τόσο συμπαγείς όσο φαίνονταν, ιδιαίτερα αυτή των Εβραίων της πόλης. Η θρησκευτική μεταστροφή, πάντως, ήταν ένα ευαίσθητο θέμα που οδηγούσε στην απομόνωση του «εξωμότη» και προκαλούσε μεγάλη ένταση στις σχέσεις μεταξύ των κοινοτήτων. Έτσι, μια μέρα τον Μάιο του 1876 μια νεαρή Χριστιανή που είχε αποφασίσει να αλλάξει θρησκευτική πίστη για να παντρευτεί τον γιο ενός Μουσουλμάνου γαιοκτήμονα έγινε η αφορμή για να γίνουν εκτεταμένες ταραχές στη Θεσσαλονίκη και να σκοτωθούν δύο Ευρωπαίοι πρόξενοι από ένα οργισμένο πλήθος που πίστευε ότι ήταν συνεργοί στην απαγωγή της κοπέλας από Χριστιανούς. Λίγες δεκαετίες αργότερα, το 1903, η Θεσσαλονίκη θα συγκλονιζόταν από διαδοχικές εκρήξεις. Δράστες ήταν μια ομάδα νεαρών Βούλγαρων εθνικιστών. Οι καιροί είχαν αλλάξει.
Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου Θεσσαλονίκη, πόλη των φαντασμάτων αφορά τον 19ο και 20ό αιώνα, με τους οποίους ο συγγραφέας είναι σαφώς πιο εξοικειωμένος. Από τον 19ο αιώνα η Θεσσαλονίκη μετατρέπεται σε σημαντικό λιμάνι και εμπορικό κέντρο. Το 1831 η πόλη είχε μόλις 30.000 κατοίκους αλλά στις αρχές του 20ού αιώνα είχε φτάσει τις 150.000. Η οικονομική ανάπτυξη, όπως δείχνει και ο Μαζάουερ, ήταν αποτέλεσμα ενός συνδυασμού παραγόντων, με κυριότερο ίσως το άνοιγμα της οθωμανικής οικονομίας στην ευρωπαϊκή τεχνογνωσία και κεφάλαιο (και την κερδοσκοπία). Τη δεκαετία του 1870 ξεκίνησε η κατασκευή σιδηροδρομικών γραμμών που συνέδεσαν την πόλη όχι με τη Νότια Ελλάδα, αλλά με την Πρίστινα, το Μοναστήρι και την Κωνσταντινούπολη. Τα σχολεία άρχισαν να πολλαπλασιάζονται, προς απογοήτευση των θρησκευτικών ηγεσιών των κοινοτήτων που δεν μπορούσαν πλέον να ελέγξουν την εκπαίδευση. Το λιμάνι επεκτάθηκε για να μπορέσει να δεχθεί μεγαλύτερο αριθμό πλοίων και τα τείχη που περιστοίχιζαν για αιώνες την πόλη άρχισαν να γκρεμίζονται - αρχικά η πύλη του Βαρδάρη και το ανατολικό τείχος στην πλευρά του Λευκού Πύργου. Το 1869 εκδίδεται η πρώτη επίσημη εφημερίδα («Σελανίκ») σε τέσσερις γλώσσες. Το τραμ, τα πολυτελή ξενοδοχεία στην προκυμαία, τα καταστήματα με ευρωπαϊκά εμπορεύματα, τα πλούσια αρχοντικά (με πιο επιβλητική τη Βίλα Αλλατίνη) πιστοποιούσαν την οικονομική ακμή μιας κοσμοπολίτικης πόλης και τους στενότερους δεσμούς με τη Δύση.
Η εξιστόρηση των αλλαγών στη Θεσσαλονίκη κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα γίνεται μέσα από την εξέταση των συνεπειών στη ζωή της πόλης αφενός του εθνικισμού και αφετέρου του πολέμου. Η Θεσσαλονίκη, λόγω της σημασίας που έχει αποκτήσει ως κέντρο της οθωμανικής αυτοκρατορίας, θα αποτελέσει πεδίο σύγκρουσης των ανταγωνιστικών εθνικισμών. Η πόλη, στην οποία γεννήθηκε ο Κεμάλ Ατατούρκ, θα αποτελέσει επίκεντρο της δραστηριότητας της Επιτροπής Ένωσης και Προόδου και προσκήνιο της επανάστασης των Νεότουρκων το 1908. Την ίδια χρονιά θα καταφθάσει στην πόλη και ο Βλαντίμιρ Γιαμποτίνσκι για να καλλιεργήσει το σιωνιστικό κίνημα, αλλά τα αποτελέσματα ήταν μάλλον φτωχά. Την ίδια εποχή σε ολόκληρη τη Μακεδονία διεξαγόταν ένας αιματηρός αγώνας μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων για τον προσεταιρισμό των πατριαρχικών και εξαρχικών - του οποίου το συντονιστικό κέντρο, για την ελληνική πλευρά, ήταν το προξενείο της Θεσσαλονίκης. Όταν τον Οκτώβριο του 1912 τα ελληνικά στρατεύματα θα εισέλθουν στην πόλη, μια νέα περίοδος στην ιστορία της Θεσσαλονίκης άρχιζε.
Η Θεσσαλονίκη ανήκε πλέον στην Ελλάδα αλλά δεν ήταν τόσο «ελληνική» όσο θα επιθυμούσαν ή θα περίμεναν κάποιοι. Οι περισσότεροι κάτοικοί της ήταν Εβραίοι: από τους 157.000 κατοίκους, 40.000 ήταν Έλληνες, 45.000 Μουσουλμάνοι και 61.000 Εβραίοι το 1913. Αυτό προκαλούσε ιδιαίτερη αίσθηση σε όσους Έλληνες δεν κατάγονταν από την πόλη. Η δυσφορία τους δεν συγκαλυπτόταν όπως δείχνει και η ακόλουθη επιστολή ενός Έλληνα αξιωματικού το 1913, όπως μας την παραθέτει ο συγγραφέας: «Δεν ξέρω κατά πόσον δύναται να αρέσει μία πόλις με κοινωνίαν παρδαλήν, αποτελούμενην κατά τα 9/10 από Εβραίους. Δεν έχει ουδέν το Ελληνικόν αλλ' ούτε το ευρωπαϊκόν. Δεν έχει τίποτε» (σελ. 353). Η Θεσσαλονίκη αφού πρώτα εντάχθηκε στο ελληνικό κράτος, θα έπρεπε στη συνέχεια να «εξελληνιστεί». Αποφασιστικό ρόλο σε αυτό έπαιξαν οι πόλεμοι και οι πολιτικές «κοινωνικής μηχανικής» (social engineering) που τους συνόδευσαν με στόχο την εθνική ομογενοποίηση.
Ο Μαζάουερ εντάσσει τις εξελίξεις των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα στη Θεσσαλονίκη στο ευρύτερο πλαίσιο μιας εθνοποιητικής διαδικασίας, η οποία στα Βαλκάνια στηρίχθηκε σε δύο καινοτομίες. Η πρώτη, που θα εφαρμοσθεί κατά κόρον στην Ευρώπη τις επόμενες δεκαετίες, ήταν η χρήση του πολέμου ως μέσου για τη διαμόρφωση της εθνολογικής σύνθεσης συγκεκριμένων περιοχών. Η δεύτερη, που θα μείνει ιστορικά ανεπανάληπτη, ήταν η διπλωματική συμφωνία για την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ κρατών. Μια τόσο σημαντική πόλη όπως η Θεσσαλονίκη δεν θα μπορούσε παρά να βρεθεί στη δίνη αυτών των βίαιων και απότομων αλλαγών. Αρχικά οι Βούλγαροι και στη συνέχεια οι πολύ περισσότεροι Μουσουλμάνοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη και την ενδοχώρα, ενώ είχαν ήδη αρχίσει να καταφθάνουν οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Στην Άνω Πόλη, όπου κατοικούσαν πολλοί Μουσουλμάνοι, σπίτια και δρόμοι άδειασαν, καταστήματα και ακίνητα δημοπρατήθηκαν και άρχισαν μεθοδικά να σβήνονται τα ίχνη αιώνων μουσουλμανικής παρουσίας στην πόλη. Τζαμιά, χαμάμ, μεντρεσέδες, τεκέδες κατεδαφίστηκαν. «Ποιος μπορεί», έγραφε ένας δημοσιογράφος, «να μου εξηγήση τον λόγον διά τον οποίον έμεινεν εκεί εις την σημαντικωτέραν γωνίαν των οδών Βενιζέλου και Εγνατίας το πανάθλιον τζαμίον του Χαμζά; Αρχιτεκτονική αξία; Μηδέν! Ιστορική αξία; Κάτω του μηδενός! Το πολύγωνον αυτό κτίριον είναι άσχημον, τρομερά άσχημον» (σελ. 418).
Η Θεσσαλονίκη γέμισε με πρόσφυγες. Περίπου 92.000 πρόσφυγες έφτασαν και στην αρχή έμειναν προσωρινά όπου μπορούσαν, σε δημόσια κτίρια, αποθήκες, σε εγκαταλελειμμένα από τους Μουσουλμάνους, σε επιταχθέντα καταστήματα ακόμη και σε εκκλησίες. Η προσφορά στέγης ήταν ανεπαρκέστατη και η καταστροφική πυρκαγιά του 1917 είχε επιδεινώσει δραματικά την κατάσταση. Οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν πάνω από τον Άγιο Δημήτριο στην Άνω Πόλη, εκεί όπου πριν ζούσαν οι Μουσουλμάνοι. Οι ίδιοι οι πρόσφυγες μέσα από τον δυναμισμό των σωματείων και των συνεταιρισμών τους πέτυχαν την παραχώρηση χωράφια για να κτίσουν τα σπίτια τους ή απλά κατέλαβαν εκτάσεις και κτίρια για να στεγαστούν. Η πόλη επεκτάθηκε και νέες φτωχογειτονιές ή συνοικισμοί δημιουργήθηκαν στην περιφέρεια της πόλης.
Μόνον οι Εβραίοι θύμιζαν το οθωμανικό παρελθόν της πολυεθνικής Θεσσαλονίκης. Η συνύπαρξη Χριστιανών και Εβραίων διαμορφώθηκε κάτω από το βάρος των αλλαγών που είχαν προηγηθεί. Η Θεσσαλονίκη δεν ήταν πια η «νέα Ιερουσαλήμ», καθώς η πλειονότητα των κατοίκων ήταν Χριστιανοί. Ο Μαζάουερ θέλοντας να προσδιορίσει τη δύσκολη συνύπαρξη Χριστιανών και Εβραίων, κάνει λόγο για θρησκευτικό αντισημιτισμό και εθνοτική αντιπαλότητα και ανταγωνισμό. Ενώ είναι διαπιστωμένο ότι υπήρχε διάχυτος αντισημιτισμός στον χριστιανικό πληθυσμό της πόλης, οι πολιτικές αποκρυσταλλώσεις του παρέμειναν περιθωριακές και οι βίαιες εκδηλώσεις του περιορισμένες (με πιο χαρακτηριστική τον εμπρησμό του Κάμπελ το 1931). Σίγουρα, πάντως, θα ήταν πολύ διαφορετική η μοίρα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, εάν δεν είχε μεσολαβήσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και η ναζιστική κατοχή.
Τα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου εύλογα επισκιάζονται από τη γενοκτονία των Εβραίων. Η κλιμάκωση των αντισημιτικών μέτρων από τους Ναζί και η μεθόδευση αρχικά της εκτόπισης και έπειτα της εξόντωσης των Εβραίων της Θεσσαλονίκης εξετάζεται παράλληλα με την αμφιλεγόμενη στάση του χριστιανικού πληθυσμού της πόλης. Ο Μαζάουερ αποφεύγει τις εύκολες κατηγοριοποιήσεις και εξετάζει με αρκετή προσοχή τις διαφορές στη στάση του χριστιανικού πληθυσμού απέναντι στην τραγωδία των συμπολιτών τους προσπαθώντας να διακρίνει και τα κίνητρά της. Ένα μέρος του απλού κόσμου προσπάθησε να εκφράσει την αλληλεγγύη του στους Εβραίους και να τους βοηθήσει είτε σε ατομική είτε σε πιο οργανωμένη βάση (μέσω της εαμικής αντίστασης). Άλλοι, όμως, προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν όσο και όπως μπορούσαν την κατάσταση. Η σιωπή των επίσημων φορέων και των επαγγελματικών τάξεων της Θεσσαλονίκης απέναντι στην εκτόπιση των Εβραίων ήταν εκκωφαντική (σε αντίθεση με τις διαμαρτυρίες αντίστοιχων φορέων της Αθήνας). Επιπλέον, η τύχη των περιουσιών των 50.000 Εβραίων μπορεί να περιγραφεί μόνο με μελανά χρώματα. Στην καλύτερη περίπτωση οι ιδιοκτησίες τους καταλήφθηκαν από άστεγους πρόσφυγες, στη χειρότερη είτε λεηλατήθηκαν ολοσχερώς από απλούς πολίτες είτε δόθηκαν σε φίλους και συνεργάτες των Γερμανών.
Η μνήμη αυτού του παρελθόντος με δυσκολία διακρίνεται σήμερα στη Θεσσαλονίκη. Το μνημείο για το Ολοκαύτωμα των Εβραίων είναι «κρυμμένο» σε μια μικρή, συνοικιακή πλατεία, την οποία οι περισσότεροι Θεσσαλονικείς αγνοούν. Όπως γράφει προς το τέλος του βιβλίου του ο Μαζάουερ, «η αποκατάσταση της μνήμης ενός παρελθόντος σήμαινε την απώλεια της μνήμης ή ακόμα την καταστροφή ενός άλλου». Το παρελθόν που «επανεμφανίσθηκε» ήταν το βυζαντινό, καθώς υπογράμμιζε την ελληνικότητα της πόλης. Αντίθετα, το οθωμανικό, στην κυριολεξία, καταστράφηκε και έμειναν μόνο λίγα αρχοντικά στη Βασ. Όλγας να το θυμίζουν. Το βιβλίο του Μαζάουερ ξαναφέρνει με τον καλύτερο τρόπο αυτό το παρελθόν στην επιφάνεια. Η Θεσσαλονίκη, πόλη των φαντασμάτων είναι μια ιστορική σύνθεση υψηλού επιπέδου και συνάμα μια ιστορία της Θεσσαλονίκης, η οποία θα αποτελέσει έργο αναφοράς.
ΠΟΛΥΜΕΡΗΣ ΒΟΓΛΗΣ, TΑ ΝΕΑ , 13/01/2007
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου