Αναγνώστες

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

Συμφέρον, ανιδιοτέλεια και πολιτική. Τρίτο μέρος/ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ Lenin Reloaded

Συμφέρον, ανιδιοτέλεια και πολιτική. Τρίτο μέρος

Επιμείναμε, μέσα από τις αναγνώσεις μας στον Αριστοτέλη και στον Πλάτωνα, ότι το πρόβλημα του συμφέροντος (και άρα και της ανιδιοτέλειας) δεν είναι απλώς προβλήματα που αφορούν σε κάτι την πολιτική, αλλά προβλήματα συγκρότησης της ίδιας της έννοιας της πολιτικής, του περιεχομένου που αποκτά αυτή η έννοια. Το κάναμε εν μέρει γιατί γνωρίζουμε ότι στην δική μας, νεωτερική εποχή, το πρόβλημα του συμφέροντος και αυτό της ανιδιοτέλειας δεν τείνουν να αναγνωρίζονται ως προβλήματα της ουσίας της πολιτικής· τείνουν να ερμηνεύονται ως "καθαρά ηθικά" ζητήματα. 
Και επειδή η τάση αυτή είναι διάχυτη, είναι επόμενο και φυσιολογικό να θεωρείται αστείο ο μαρξισμός να έχει κάτι να πει για τα ζητήματα αυτά, εφόσον ο μαρξισμός δεν είναι μια θεωρία της ηθικής.
Ποια είναι αλήθεια η κυρίαρχη τάση αντίληψης του τι έχει ο μαρξισμός να πει για το συμφέρον και την ανιδιοτέλεια σε σχέση με την πολιτική; 
Η κυρίαρχη τάση είναι να θεωρείται πως ο μαρξισμός πρώτα από όλα δεν έχει καμία θέση για την ανιδιοτέλεια ως κατηγορία, μιας και αυτή θεωρείται εξ ορισμού όχι τόσο ηθική όσο ηθικίστικη έννοια, παράγωγο της μίας ή της άλλης μορφής ξεπερασμένου ιδεαλισμού. Ο μαρξισμός, λέει αυτή η αντίληψη, δεν είναι πλατωνισμός, και συνεπώς δεν προϋποθέτει καμία ανιδιοτέλεια ως κίνητρο, παρά μόνο αντικρουόμενα και αντίρροπα "ταξικά συμφέροντα."

Δεν θα αμφισβητήσω καθόλου ότι ο μαρξισμός δεν είναι πλατωνισμός. Θα θέσω όμως το ερώτημα του αν αυτό σημαίνει ότι δεν τον απασχολεί στο παραμικρό το ζήτημα της ανιδιοτέλειας ως θεμελίου του ίδιου του επαναστατικού προτάγματος. Θα αναρωτηθώ δηλαδή αν είναι αλήθεια πως ο μαρξισμός δεν δέχεται την ύπαρξη ή την πιθανότητα ύπαρξης κανενός τέτοιου κινήτρου σε σχέση με κάτι που να μπορεί να νοηθεί ως ταξικό "συμφέρον" (ας σημειωθεί βέβαια παρενθετικά ότι ο Πλάτωνας ο ίδιος, όπως είδαμε, δυσκολεύεται πάρα πολύ ο ίδιος να θεωρήσει την ανιδιοτέλεια "φυσικό" κίνητρο).
Αλλά για να επιστρέψουμε σε αυτό που ονομάσαμε "κυρίαρχη τάση": για αυτήν λοιπόν δεν υφίσταται καν ζήτημα "ανιδιοτέλειας" από μαρξιστική σκοπιά. Εφόσον η ταξική πάλη βρίσκεται στον πυρήνα όλης της μαρξιστικής θεώρησης, αυτό σημαίνει ότι τον κεντρικό και καθοριστικό ρόλο τον παίζουν τα ταξικά συμφέροντα. Με την σειρά τους, τα συμφέροντα αυτά νοούνται συνήθως, και συνεπικουρούμενου του φαντασιακού της ένοπλης σύρραξης και του πολέμου, ως ορίζοντα στρατόπεδα, παρατεταγμένα συμμετρικά το ένα απέναντι στο άλλο. Ας θυμηθούμε --δειγματοληπτικά-- τον Σορέλ:
Στις τελευταίες σελίδες του προηγούμενου κεφαλαίου, σύγκρινα τη γενική απεργία με την ναπολεονική μάχη η οποία συντρίβει τελειωτικά τον αντίπαλο. Η σύγκριση αυτή θα μάς βοηθήσει να καταλάβουμε τον ιδεολογικό ρόλο της γενικής απεργίας.  
Όταν οι σημερινοί συγγραφείς στρατιωτικών πραγματειών συζητούν για τις νέες μεθόδους πολέμου που γίνονται αναγκαίες από την χρήση στρατευμάτων ασύγκριτα μεγαλύτερων από αυτών του Ναπολέοντα, και οπλισμένων με όπλα πολύ πιο θανατηφόρα από αυτά του καιρού του, φαντάζονται παρ' όλα αυτά ότι οι πόλεμοι θα καθοριστούν με ναπολεονικές μάχες. Η νέα τακτική που προτείνεται πρέπει να ταιριάζει με το δράμα που είχε οραματιστεί ο Ναπολέων. Χωρίς αμφιβολία, η λεπτομερής ανάπτυξη της μάχης θα είναι πολύ διαφορετική από αυτό που ήταν κάποτε· αλλά το τέλος πρέπει να είναι πάντοτε η καταστροφική ήττα του αντιπάλου. Οι μέθοδοι της στρατιωτικής κατήχησης έχουν ως στόχο να προετοιμάσουν τον στρατιώτη για αυτή τη μεγάλη και φοβερή δράση στην οποία πρέπει όλοι να είναι έτοιμοι να λάβουν μέρος με το πρώτο σινιάλο. Από τα πιο υψηλόβαθμα στα πιο χαμηλόβαθμα, τα μέλη ενός πραγματικά καλά οργανωμένου στρατού πρέπει να έχουν κατά νου αυτό το καταστροφικό αποτέλεσμα των διεθνών συγκρούσεων.
Στο απόσπασμα αυτό, από την αρχή του κεφαλαίου των Στοχασμών για τη βία για την γενική απεργία, έχουμε μια σαφή εικόνα της "στρατιωτικοποίησης" της ταξικής πάλης, της τάσης αυτή να ερμηνεύεται ήδη με όρους στρατιωτικής σύγκρουσης συμβατικού τύπου. Όταν ενσκύπτουν σε ένα τέτοιο απόσπασμα, οι περισσότεροι εστιάζονται στο τι σημαίνει η στρατιωτικοποίηση ως τέτοια (στο ερώτημα της βίας, κλπ). Σπάνια όμως δίνουν σημασία στο ότι μία από τις σιωπηλές προϋποθέσεις της είναι η συμμετρικοποίηση των δύο τμημάτων που μπαίνουν στο πεδίο μάχης. Όταν η ιδέα της ταξικής πάλης ανάγεται σε τελική ανάλυση σε έναν μάλλον συμβατικό τύπο πολέμου, μια από τις συνέπειες είναι ότι συμμετρικοποιούνται και τα συμφέροντα αυτών στο όνομα των οποίων διεξάγεται ο πόλεμος: από πουθενά, με άλλα λόγια, δεν προκύπτει ότι υπάρχει κάποια ετερογένεια στο τι σημαίνει "συμφέρον" για τη μία και την άλλη πλευρά. Κάθε πλευρά κάνει, κατά βάση, το ίδιο πράγμα λοιπόν, και φυσικά και οι δύο επιδιώκουν "την νίκη επί του αντιπάλου". Αυτή είναι η κεντρική ιδέα.

Με την σειρά του, αυτό τείνει να υπαγορεύσει την αντίληψη ότι όταν λέμε πως ο μαρξισμός εκπροσωπεί τα "ταξικά συμφέροντα της εργατικής τάξης", τα συμφέροντα αυτά δεν διαφέρουν ως προς την φύση τους από τα συμφέροντα της αστικής τάξης. Υπάρχουν, μάλλον, δύο ομοιογενείς κατηγορίες συμφερόντων οι οποίες συγκρούονται μέχρι θανάτου μεταξύ τους. Στον σύγχρονο αστικό νου, αυτή ακριβώς η αδήλωτη και συχνότατα ασχολίαστη τάση ομοιογενοποίησης της φύσης των συμφερόντων στην βάση ακριβώς της συμμετρικοποίησής τους από τον "ταξικό πόλεμο", σημαίνει ότι δεν υπάρχει τίποτε εγγενώς διαφορετικό ή "ανώτερο" στο να υπερασπίζεται κανείς τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. 

Η ιδέα, με άλλα λόγια, είναι ότι και η εργατική τάξη κοιτάζει το δικό της συμφέρον, όπως κάνουν όλα τα άτομα και όλες οι τάξεις· η ιδέα αυτή ενισχύει την αυτοπεποίθησή της διαβεβαιώνοντάς μας ασμένως ότι φυσικά ο μαρξισμός αποκλείεται να είναι τόσο ιδεαλιστικά αφελής ώστε να ισχυρίζεται ότι το συμφέρον της εργατικής τάξης είναι "ανώτερο" με οποιαδήποτε έννοια εκτός απ' την ποσοτική/αστικοδημοκρατική (ότι είναι συμφέρον των περισσοτέρων, αλλά τότε βέβαια το ζήτημα μετατίθεται: "μα είναι στα αλήθεια πλειοψηφία η εργατική τάξη;").

Και φυσικά --έτσι αντιλαμβάνεται τα πράγματα ο αστικός νους-- δεν τίθεται από τον ίδιο τον μαρξισμό κανένα θέμα δήθεν "ανιδιοτέλειας" της εργατικής τάξης. Είναι το ίδιο ιδιοτελής όπως όλες οι τάξεις, απλά τυχαίνει να βρίσκεται σε χειρότερες για την ίδια περιστάσεις. Η κατάληξη του αστικού κυνισμού --ευφούς στην σοφιστική αυτοπαρουσίασή του ως "υλισμού" απόλυτα συμβατού με τον ίδιο τον μαρξισμό-- είναι πως το μόνο πραγματικό ζητούμενο του αγώνα της εργατικής τάξης για χειραφέτηση είναι η αντιστροφή του συστήματος, έτσι ώστε οι πρώην κολασμένοι της γης να θεμελιώσουν τα συμφέροντά τους ως εξουσία, και οι πρώην άρχοντες να μεταμορφωθούν σε κολασμένους της γης. Αυτό κατανοούν --και φαίνεται να είναι εύλογο το συμπέρασμα-- οι αστοί από μια φράση όπως αυτή με την οποία ο Σορέλ βγάζει το έμπρακτο συμπέρασμα της στρατιωτικής συμμετρικοποίησης: "η λεπτομερής ανάπτυξη της μάχης θα είναι πολύ διαφορετική από αυτό που ήταν κάποτε· αλλά το τέλος πρέπει να είναι πάντοτε η καταστροφική ήττα του αντιπάλου."

Εξορισμένη από την κυρίαρχη θεώρηση για το επαναστατικό περιεχόμενο του μαρξισμού, η ανιδιοτέλεια, που δεν έχει πουθενά πια να πατήσει με δεδομένη την καθολική υπαγωγή της κοινωνίας σε μια ταξική πάλη που νοείται ως πάλη συμμετρικών αν και αντίθετα ρεπόντων συμφερόντων, κάνει την εμφάνισή της ως χλωμό πλάσμα της ηθικής, απομεινάρι της "πρωτόγονης" σκέψης των κλασικών, ή, στην καλύτερη, ξεθωριασμένο λάβαρο από την εποχή των αστικών επαναστάσεων: οι Ροβεσπιέροι και οι Σεν Ζυστ ήταν οι τελευταίοι που επέμειναν για την ανιδιοτέλεια ως προαπαιτούμενο της πολιτικής ως εξυψωτικού πεπρωμένου.

Kαι όλοι γνωρίζουμε, καλοί σκεπτικιστές καθώς είμαστε, ότι κανένας Ροβεσπιέρος και κανένας Δαντόν δεν ήταν στ' αλήθεια ανιδιοτελής (κάπου εδώ κάνει την εμφάνισή της η σύγχρονη, ρεβιζιονιστική ιστοριογραφία των επαναστάσεων ως σκανδαλολογία...). Αν οι πρωταγωνιστές του επαναστατικού τρόμου πίστεψαν στ' αλήθεια στην ανιδιοτέλεια των πράξεών τους, αυτό συμβαίνει επειδή εκτός από ιδιοτελείς ήταν και τυφλοί, ανίκανοι να αντιληφθούν την ίδια τους την ιδιοτέλεια. Δόξα το Θεό, ο μαρξισμός δεν μας επιτρέπει τέτοιου είδους αφέλειες, αν και αυτό σημαίνει βέβαια ότι προετοιμάζει ο ίδιος το έδαφος για την καταβαράθρωσή του, για την άρνησή μας να τού αναγνωρίσουμε κάποια "εξαιρετικότητα" ως προς το γνωστό, παλιό πεδίο της πολιτικής ως πεδίου αποκλειστικά παραδομένου στην σύγκρουση συμφερόντων (και άρα ως πεδίου χωρίς αλήθεια· αντ' αυτής, η πολιτική έχει "ιστορία"). Φουκώ:
Θα ήθελα να ιχνηλατήσω την ιστορία της θεωρίας αυτής των φυλών, ή μάλλον τού φυλετικού πολέμου, κατά τη διάρκεια της γαλλικής επανάστασης και κυρίως στον πρώιμο 19ο αιώνα με τους Augustin και Amédée Thierry, και να δείξω ότι πέρασε από δύο εγγραφές. Πρώτον υπήρχε η ανοιχτά βιολογική εγγραφή [...] Και μετά βρίσκουμε μια δεύτερη εγγραφή, βασισμένη στη μεγάλη θεματική και θεωρία του κοινωνικού πολέμου, η οποία αναδύεται στα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα, και η οποία τείνει να σβήσει κάθε ίχνος φυλετικής σύγκρουσης για να οριστεί ως ταξική σύγκρουση. [...] Πού θα βρισκόταν το επαναστατικό εγχείρημα, η επαναστατική ιδέα, ή η επαναστατική πρακτική χωρίς την βούληση να αναμοχλευτεί ο πραγματικός πόλεμος που κάποτε διεξαγόταν και που εξακολουθεί να διεξάγεται [...] Ποιο θα ήταν το νόημα του επαναστατικού εγχειρήματος και του επαναστατικού λόγου αν ο στόχος του δεν ήταν μια βέβαιη, τελική αντιστροφή των σχέσεων εξουσίας και μια αποφασιστική μετατόπιση μέσα στην άσκηση εξουσίας; [...] Στο κάτω-κάτω, ας μην ξεχνάμε ότι προς το τέλος της ζωής του ο Μαρξ είπε στον Ένγκελς σε μια επιστολή που γράφτηκε το 1882 ότι: 'Ξέρεις πολύ καλά πού βρήκαμε την ιδέα μας για την ταξική πάλη· την βρήκαμε στην εργασία των γάλλων ιστοριογράφων που μιλούσαν για την πάλη των φυλών.' ('Society must be defended', 60, 79· δική μου η μετάφραση)
Όλα τα στοιχεία πίσω από την τωρινή αστική πολεμική στον επαναστατικό μαρξισμό βρίσκονται εδώ:  η πλήρης υπαγωγή της ταξικής πάλης στην πολεμική σύρραξη, που με την σειρά της αποκαλύπτεται ως κατά βάθος αδήριτα φυλετική, άρα και εξ ορισμού μη μετέχουσα στην καθολικότητα· η συμμετρικοποίηση αστικής τάξης και προλεταριάτου ως απλώς των δύο μετωπικά αντιμέτωπων στρατοπέδων, το καθένα από τα οποία μάχεται για τα δικά του συμφέροντα· η ατίμωση του μαρξισμού ως μιας κακότεχνα μασκαρεμένης θεωρίας επιμέρους συμφερόντων· και η ιδέα ότι ο μόνος στόχος που θα μπορούσε να έχει το "επαναστατικό εγχείρημα" είναι η αντιστροφή των σχέσεων εξουσίας, έτσι ώστε να εξυπηρετούνται τα συμφέροντα των εργατών αντί των κεφαλαιοκρατών, και ενώ το τι εννοούμε με την λέξη"συμφέρον" δεν υπόκειται σε καμία ουσιαστική, ποιοτική αλλαγή.

Η νεωτερική κοινωνία είναι επίσης καπιταλιστική κοινωνία· και όντας τέτοια, είναι επίσης κοινωνία σταδιακής αρχικά και ραγδαίας μετέπειτα συρρίκνωσης κάθε ανθρώπινου κινήτρου, κάθε εννοήσιμου "συμφέροντος", σε ένα και μοναδικό: το κίνητρο (και το συμφέρον) του κέρδους. Το "συμφέρον" στην νεωτερικότητα υπάγεται σε αυτό που ο Μαρξ ονόμασε "χρηματικό σύμπλεγμα" και μόνο σ' αυτό· τα άλλα είδη συμφέροντος για τα οποία έκαναν λόγο οι κλασικοί, όπως το κλέος και η υβριστική δίψα για να ξεχωρίζεις, έχουν περιθωριοποιηθεί προ πολλού. Σε μια τέτοια κοινωνία, η "κοινή λογική" καθυπαγορεύει έναν "υλισμό" κάθε άλλο από επαναστατικό, έναν υλισμό απόλυτα συνώνυμο με την κυρίαρχη ιδεολογία όπως αυτή επιβεβαιώνεται καθημερινά από τον κυνισμό των πραγματικών κεφαλαιοκρατικών σχέσεων. Και αυτό σημαίνει, αναπόφευκτα, ότι και ο μαρξισμός υπόκειται στην δια της βίας εισαγωγή στο μεγάλο πολτοποιητικό μηχάνημα του αστικού κυνισμού, από όπου εξέρχεται όπως τον βλέπει ο Φουκώ: σαν μια ωραιοποιημένη αλλά στην ουσία απαράλλαχτη εκδοχή της ιδεολογίας του φυλετικού, κοινοτιστικού συμφέροντος "ημών" εναντίον "εκείνων".

Μέρος του μαθήματος της νεωτερικότητας λοιπόν δεν είναι απλώς ότι είναι σε μεγάλο βαθμό ο ίδιος ο καπιταλισμός (και όχι ο μαρξισμός) που γελά με την ενασχόληση με τα σαρακοφαγωμένα πτώματα του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Μακιαβέλι, του Σεν Ζυστ ή του Ροβεσπιέρου, αλλά ότι ο κυνισμός του τελευταίου μικροαστού --ο οποίος τυχαίνει να είναι επίσης ο κυνισμός του εκλεπτυσμένου μεγαλοαστού-- έχει πλέον σήμερα "θεωρητικά ερείσματα" και δεν είναι αναγκασμένος να φυτοζωεί με κακοφτιαγμένες θεωρίες συνομωσίας. Κόντρα στην άποψη ότι είναι ο μαρξισμός που έχει εξοβελίσει από το πεδίο της συζήτησης κάθε φιλοσοφική ανασκαφή στην έννοια του συμφέροντος και της δυνατότητας της ανιδιοτέλειας, η θέση μας θα είναι ότι αυτή είναι ακριβώς η δουλειά του αστισμού, τόσο στις "πεζοδρομιακές" του εκδοχές, όσο και όταν ντύνεται με τον μανδύα της υψηλής θεωρίας, που επιχειρεί να "τελειώνει" με τον μαρξισμό στρέφοντας εναντίον του μια εκδοχή του ίδιου του (σφόδρα εκχυδαϊσμένου) υλισμού του. Φουκώ και πάλι:
δεν είναι απλώς στο επίπεδο του σοσιαλιστικού κράτους που βρίσκουμε αυτόν τον ρατσισμό· τον βρίσκουμε στις διάφορες μορφές σοσιαλιστικής ανάλυσης, ή του σοσιαλιστικού εγχειρήματος σε όλον τον 19ο αιώνα, και νομίζω ότι σχετίζεται με το εξής: οποτεδήποτε ο σοσιαλισμός επιμένει, βασικά, ότι ο μετασχηματισμός των οικονομικών συνθηκών είναι προϋπόθεση του μετασχηματισμού, της μετάβασης, από το καπιταλιστικό στο σοσιαλιστικό κράτος [...] δεν έχει ανάγκη, τουλάχιστον άμεση, του ρατσισμού. Οποτεδήποτε, από την άλλη, αναγκάστηκε ο σοσιαλισμός να τονίσει το πρόβλημα της πάλης, την πάλη ενάντια στον εχθρό, την εξόντωση του εχθρού μέσα στην ίδια την καπιταλιστική κοινωνία, όποτε, επομένως, αναγκάστηκε να σκεφτεί για την φυσική σύγκρουση με τον ταξικό εχθρό στην καπιταλιστική κοινωνία, ο ρατσισμός σηκώνει το κεφάλι του, γιατί αποτελεί τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο η σοσιαλιστική σκέψη [...] μπορεί να εκλογικεύσει την δολοφονία των εχθρών της. [...] Μόλις το ζήτημα γίνει η αντιμετώπιση της σκέψης μιας ένας-προς-έναν συνάντησης με τον αντίπαλο, και με την ανάγκη αυτός να πολεμηθεί κυριολεκτικά [...] υπάρχει ανάγκη για ρατσισμό. Όποτε λοιπόν έχεις αυτούς τους σοσιαλισμούς, αυτές της μορφές σοσιαλισμού ή αυτές τις στιγμές του σοσιαλισμού που δίνουν έμφαση στο πρόβλημα της πάλης, έχεις κατά συνέπεια ρατσισμό. [...] Ο σοσιαλιστικός ρατσισμός εξαλείφθηκε μόνο στα τέλη του 19ου αιώνα, και μόνο λόγω της κυριαρχίας της σοσιαλδημοκρατίας αφενός (και, ας προστεθεί, και του μεταρρυθμισμού με τον οποίο συνδέεται αυτή), και αφετέρου λόγω κάποιων διαδικασιών όπως η υπόθεση Ντρέιφους στη Γαλλία. Μέχρι την υπόθεση Ντρέιφους, όλοι οι σοσιαλιστές, ή τουλάχιστον η τεράστια πλειοψηφία τους, ήταν βασικά ρατσιστές. ('Society must be defended', σ. 262-63).
Είδαμε πού οδηγεί η δήθεν μαρξιστική θέση περί ανυπαρξίας της ανιδιοτέλειας και συνεπαγόμενης οντικής ομοιογενοποίησης κάθε εφικτής έννοιας συμφέροντος μέσα από την ίδια την πρόταξη της ιδέας της ταξικής πάλης με όρους χονδροειδώς στρατιωτικούς.  Είδαμε πόσο δεκτικός είναι ο καπιταλισμός ως κυρίαρχη ιδεολογία τόσο στην ιδέα της γελοιότητας κάθε έννοιας ανιδιοτέλειας όσο και ως προς την άφευκτα ομοιογενή και τελικά τετριμμένη φύση των συμφερόντων (όλων των συμφερόντων). Γνωρίζουμε, τέλος, ότι σε μια τέτοια βάση είναι αδύνατη κάθε υπεράσπιση της πολιτικής ως πεπρωμένου συμβατού με την αναζήτηση του δικαίου και της αλήθειας. Γνωρίζουμε, δηλαδή, ότι η "πολιτική" συρρικνώνεται πια εξ ολοκλήρου στον ανταγωνισμό (και τους συμβιβασμούς, βέβαια!) των αντίρροπων συμφερόντων, χωρίς υπόλειμμα και χωρίς εξαίρεση.

Καιρός να δούμε τι έχει να πει για όλα αυτά ο ίδιος ο μαρξισμός.

Δεν υπάρχουν σχόλια: