ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
του Νικόλα Σεβαστάκη και του Γιάννη Σταυρακάκη
Στη
μνημονιακή συγκυρία, ο όρος «λαϊκισμός» έχει αναδειχθεί σε πασπαρτού
κάθε μορφής δημόσιου λόγου. Εκτοξεύεται ως κατηγορία σε κάθε τηλεοπτικό
πάνελ, διανθίζει την καθημερινή αρθρογραφία, θεμελιώνει και νομιμοποιεί
πολιτικές επιλογές και απονομιμοποιεί άλλες. Τι είναι όμως ο λαϊκισμός;
Τί συνδέει το «λαϊκό» με το «λαϊκιστικό»; Πώς ακριβώς συγκροτείται ο
σύγχρονος αντιλαϊκιστικός λόγος; Πώς εξηγείται η σημερινή
ριζοσπαστικοποίησή του; Τέλος, πώς επηρεάζει η κρίση το ελληνικό και το
ευρωπαϊκό πεδίο της σύγκρουσης λαϊκισμού/αντιλαϊκισμού; Πρόκειται για
επίκαιρα ερωτήματα που προσπαθεί να απαντήσει το βιβλίο του Νικόλα
Σεβαστάκη και του Γιάννη Σταυρακάκη Λαϊκισμός, αντιλαϊκισμός και κρίση (εκδόσεις Νεφέλη, 104 σελ.), από το οποίο σήμερα προδημοσιεύουμε δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα.
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Σύγχρονος «αντιλαϊκισμός»: Από την πολιτική παθολογία στο πολιτισμικό κακό
του Νικόλα Σεβαστάκη
Tα τελευταία χρόνια, στην περίοδο δηλαδή
που σημαδεύεται από την οικονομική και κοινωνική κρίση, επιστρέφει με
τρόπο εμφατικότερο από ποτέ το σχόλιο για τον λαϊκισμό. Οι επιφυλλίδες
των εφημερίδων, ο γαλαξίας των social media, οι διακηρύξεις πολιτικών
προσώπων ή παραγόντων της οικονομικής ζωής, κατακλύζονται από αναφορές
στον λαϊκισμό και στους λαϊκιστές. Η «επιστροφή» δεν σημαίνει ότι το
θέμα είχε εκλείψει ή είχε ατονήσει ως αντικείμενο δημόσιας συζήτησης.
Αλλά η «συνθήκη του Μνημονίου» φαίνεται να συστήνει εκ νέου τον λαϊκισμό
με συναγερμικούς όρους, με όρους που υποβάλλουν πλέον ένα έσχατο
δίλημμα. Ο λαϊκισμός παρουσιάζεται ως ο κεντρικός πυρήνας επώασης όλων
των επιμέρους ζοφερών καταστάσεων που απειλούν τη χώρα, το έθνος, την
κοινωνία με πραγματική κατάρρευση. [...]
Το θέμα αυτής της μελέτης είναι
συγκεκριμένο: η συγκρότηση του σημερινού αντιλαϊκιστικού λόγου. Σε αυτόν
το λόγο, η αυτόματη σχεδόν διάγνωση (κάποιου είδους) λαϊκισμού
συνυπάρχει με ευρύτερες αξιώσεις για την ερμηνεία της κρίσης και των
αιτίων της. Σε όλες όμως τις περιπτώσεις, ο αντιλαϊκιστικός λόγος
ενεργοποιεί μια βασική αφετηριακή πεποίθηση: ότι ο λαϊκισμός και
ιδιαίτερα ένας αριστερόστροφος ή προοδευτικός/αντιστασιακός λαϊκισμός
συνιστά εδώ και καιρό τον κύριο στρατηγικό εχθρό κάθε έλλογης πολιτικής,
κάθε μεταρρυθμιστικής αγαθής βούλησης.
Η εμπειρία της οικονομικής και
κοινωνικής κρίσης έδωσε την ευκαιρία σε αυτόν το λόγο να επενδύσει σε
μια γλώσσα η οποία είτε υποτονιζόταν είτε δεν είχε πρωτεύουσα θέση στις
παλαιότερες κριτικές αποτιμήσεις του λαϊκισμού, σε αυτές δηλαδή οι
οποίες αντιστοιχούν στην περίοδο από τα τέλη της δεκαετίας του ΄80 έως
τις αρχές της δεκαετίας του 2000 . Στο εδώλιο βρίσκεται πλέον αυτή
καθαυτή η συνθήκη της καταναλωτικής ευημερίας και οι εκτροχιασμοί οι
οποίοι σφράγισαν τον ελληνικό εκδημοκρατισμό ή κατά την γνωστή έκφραση,
το «μεταπολιτευτικό» κοινωνικό μοντέλο. Η αντίστοιχη κριτική
ενσωματώνεται σε μεγάλο βαθμό έτσι σε μια ολική ηθοπολιτισμική ερμηνεία
της ελληνικής κρίσης και των τρόπων για την υπέρβασή της. [...]
Η ραγδαία υποχώρηση των
δικαιωματοκρατικών ευαισθησιών και η προσφυγή σε μια ρητορική της ενοχής
και του κολασμού ενεργοποιούνται πλέον δείχνοντας εκ νέου τον εχθρό,
δηλαδή τη νόσο του λαϊκισμού. Ο αντιλαϊκισμός δεν επινοεί φυσικά μια
ριζικά καινούρια ιδέα του εχθρού του, μια νέα φυσιογνωμία του λαϊκισμού.
Υπάρχουν σταθερά σημεία στην αναγνώριση και ταυτοποίηση του κινδύνου. Ο
συντεχνιασμός των οικονομικών διεκδικήσεων, η κυριαρχία του «τυφλού»
συναισθήματος επί του λογικού, ο κοινωνικός ανορθολογισμός είναι
ορισμένα από αυτά τα διαρκή στίγματα που προσάπτονται στον εχθρό. Χωρίς
υπερβολή, μπορούμε να πούμε ότι σε αυτό το σύμπαν λόγου δεν υφίστανται
κοινωνικοί αγώνες παρά μια αλυσίδα εκβιασμών και πράξεων ομηρίας, μια
σειρά από αυθάδη πραξικοπήματα κοινωνικών ομάδων και ατόμων που
στρέφονται εναντίον του κοινού καλού, της λογικής και της πατρίδας.
Η πρωτόγνωρη ηθική εμμονή του πρόσφατου
αντιλαϊκισμού, η δραματοποίηση με την οποία επιχειρεί να αποδώσει στον
εκάστοτε αντίπαλο την ίδια τη λογική της κοινωνικής χρεοκοπίας και της
εθνικής κατάρρευσης, αλλάζει εν μέρει και τη νοηματική εμβέλεια του
ίδιου του λαϊκισμού. Αυτός ο τελευταίος υποδεικνύεται περισσότερο ως το
πνεύμα της εν γένει ανομίας και όχι πια ως ένα πολιτικό φαινόμενο.
Ταυτίζεται δηλαδή με την ύβρι των πολυποίκιλων
ατομικισμών-κορπορατισμών, των ατομικών και συλλογικών εγωισμών οι
οποίοι εκκολάφτηκαν στη «θαλπωρή» του κράτους των δικαιωμάτων, μιας
δηλαδή υπερβολικά επιτρεπτικής δημοκρατίας. Το πολιτικό συνεπαγόμενο
αυτής της θέσης συνδέεται σαφώς με την προσδοκία μετάβασης σε μια
περισσότερο πειθαρχημένη, συνεκτική, ενάρετη/ορθολογική διακυβέρνηση η
οποία θα προκύψει μέσα από την εφαρμογή, την ουσιαστική και όχι νομική
πλέον, της μοναδικής προσαρμογής, της νεοφιλελεύθερης δομικής αλλαγής.
Λαός και λαϊκιστικός λόγος στη σκιά της ευρωπαϊκής κρίσης
του Γιάννη Σταυρακάκη
Τη στιγμή που η κρίση του κυρίαρχου
μοντέλου οδηγεί στη Λατινική Αμερική σε τεκτονικές πολιτικές μεταβολές,
και φαίνεται να αλλάζει –περισότερο ή λιγότερο– τους όρους της δημόσιας
συζήτησης και της πολιτικής αντιπαράθεσης στις ΗΠΑ και στη Βρετανία,
στον πυρήνα της Ευρώπης συναντούμε ακόμη την εμμονή των οικονομικών,
πολιτικών και διανοητικών ελίτ στην διατήρηση στη ζωή ενός
μεταδημοκρατικού καπιταλισμού-ζόμπι και των ηθικο-πολιτισμικών
συναρθρώσεών του με κάθε κόστος. Αυτή η εμμονή τους αποτρέπει από το να
τολμήσουν έστω και την ελάχιστη οικειοποίηση του εξισωτικού δυναμικού
της λαϊκιστικής συνιστώσας της δημοκρατίας. Επιπλέον, τους αναγκάζει, σε
μια απέλπιδα προσπάθεια να διατηρήσουν μια κάποια ιδεολογική ζωντάνια
και επιρροή, στην άρθρωση πύρινων καταγγελτικών λόγων «αντιλαϊκιστικού»
τύπου: ως «λαϊκιστής» στιγματίζεται σήμερα καθένας που έστω και
κατ’ελάχιστον απομακρύνεται από την κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη διαχείριση
της κρίσης. [...]
Στο πλαίσιο αυτό η Ελλάδα αποτελεί μια
οριακή περίπτωση, για μια σειρά από λόγους. Καταρχάς, ακριβώς επειδή
βίωσε πρώτη στον ευρωπαϊκό νότο, και μάλιστα απότομα και με ιδιαίτερη
οικονομική και συμβολική βία, την επιβολή της λιτότητας, ήταν
αναμενόμενο να ζήσει και πρώτη την ανάπτυξη μιας πολύπλοκης (και συχνά
αντιφατικής) κουλτούρας διαμαρτυρίας καθώς και τον σταδιακό
προσανατολισμό της σε μια λαϊκή/λαϊκιστική κατεύθυνση πολλαπλών
προσήμων. Με την ευκαιρία των πρόσφατων εκλογών, ο Νίκος Ξυδάκης απέδωσε
αυτή την διεργασία με την ακόλουθη φράση: «το άμορφο πλήθος, και ενίοτε
όχλος, έδρασε ως λαός, ως πολιτικό σώμα». Κατά δεύτερο λόγο, η
κατάσταση οξύνεται από το γεγονός ότι τμήμα των εγχώριων
«εκσυγχρονιστικών» ελίτ βρήκε στην κρίση μια ευκαιρία να αναδιατάξει
συνολικά την οικονομική, πολιτική και πολιτισμική ζωή σε μια πολύ
συγκεκριμένη κατεύθυνση, κατεξοχήν μεταδημοκρατική, στην οποία χώρος για
οποιονδήποτε «λαό» δεν φαίνεται να υπήρχε. [...]
Για όλους τους παραπάνω λόγους η διαμάχη λαϊκισμού-αντιλαϊκισμού
αναδύεται πλέον ως αξονική διαιρετική τομή της ελληνικής δημόσιας
σφαίρας. Από τη μία, όπως ήταν αναμενόμενο, τα αιτήματα των κοινωνικών
στρωμάτων και των πολιτών που βιώνουν την βίαιη καθοδική κοινωνική
κινητικότητα σταδιακά συντάσσονται μεταξύ τους σε ένα διεκδικητικό
πλαίσιο που αντιπαραθέτει τον «λαό» στις εγχώριες και ευρωπαϊκές ελίτ.
Από την άλλη, όπως δεν ήταν το ίδιο αναμενόμενο, ανίκανες και απρόθυμες
να οικειοποιηθούν παραγωγικά και να μετουσιώσουν το «λαϊκό», οι εν λόγω
ελίτ επιχειρούν να το απωθήσουν ανάγοντας το στο σύστοιχό του
«λαϊκιστικό», στο οποίο βολικά φορτώνουν κάθε κακοδαιμονία. [...]
Ανάμεσα στις πολλαπλές εννοιολογικές
αντιθέσεις στις οποίες εμπλέκεται ο «λαϊκισμός», η παρούσα συγκυρία της
ευρωπαϊκής κρίσης αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην αντιδιαστολή της ίδιας
της Ευρώπης με τον λαϊκισμό. [...] Δεν είναι, όμως, όλοι οι «λαϊκισμοί»
ίδιοι, ούτε εγκαλούν τον ίδιο «λαό», με τα ίδια χαρακτηριστικά και
προϋποθέσεις˙ ούτε είναι μία η «Ευρώπη» για την οποία μιλάμε,
διαχρονικά. Μήπως, λοιπόν, αλλάζουν οι όροι; Για πόσο ακόμη θα
εθελοτυφλούμε μπροστά στην αλλαγή αυτή; Μήπως θα πρέπει να αποφεύγουμε
να υποστασιοποιούμε τόσο την Ευρώπη όσο και τον λαϊκισμό; Ως πότε θα
ανταποκρινόμαστε πειθήνια στις οριενταλιστικές προσδοκίες του βλέμματος
του Άλλου χωρίς να τολμούμε καν να διερωτηθούμε για το status της
μητρόπολης στην οποία με νύχια και με δόντια προσπαθούμε να είμαστε
αρεστοί, ρόλο που συχνά αποδίδουμε στους εαυτούς μας; Μήπως, τέλος, θα
άξιζε να είμαστε λίγο λιγότερο ευρωπαϊστές για να γίνουμε λίγο περισσότερο Ευρωπαίοι; [...]
Tο κρίσιμο ερώτημα είναι μάλλον το εξής:
πώς είναι δυνατόν να καλλιεργηθεί ένας υπεύθυνος λαϊκός-δημοκρατικός
πόλος — ένας υπεύθυνος, δημοκρατικός λαϊκισμός; [...] Πρόκειται για ένα
στοίχημα ανοιχτό μιας και ο δεσμός ανάμεσα στα λαϊκά-δημοκρατικά
αιτήματα και τον φορέα, το πολιτικό υποκείμενο, που θα κατορθώσει να
αναλάβει την αντιπροσώπευσή τους είναι αμφίδρομος, χαρακτηρίζεται από
πλαστικότητα. Ο πολιτικός φορέας κατασκευάζει, επινοεί εκείνο που
συγχρόνως αντιπροσωπεύει˙ προσφέρει στον «λαό» μορφή και προσανατολισμό.
Γιάννης Σταυρακάκης
δειτε σχετικά και
δειτε σχετικά και
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου