Αναγνώστες

Κυριακή 6 Μαΐου 2012

αποσπασματα απο το Βιβλιο του Σπυρου Μαρκετου Πώς φίλησα τον Μουσολίνι, τα πρώτα βήματα του ελληνικού φασισμού, Αθήνα, 2006, Βιβλιόραμα, Επικαιρο τωρα που ο φασισμοςξανασηκώνει κεφάλι . Διαβαστε το

αποσπασματα απο το Βιβλιο του Σπυρου Μαρκετου Πώς φίλησα τον Μουσολίνι, τα πρώτα βήματα του ελληνικού φασισμού, Αθήνα, 2006, Βιβλιόραμα,
κλικ στο:
http://users.sch.gr/symfo/sholio/istoria/kimena/1930.marketos-musolini.htm
 
πρώιμη ριζοσπαστική δεξιά και ιδεολογικοί πρόδρομοι του ελληνικού φασισμού, κινητήρια πάθη και πολιτικά συναισθήματα
[…]
Ακολούθησε η ήττα Η μικρασιατική αυτοκαταστροφή ψαλίδισε τις εθνικές βλέψεις, αλλά ένα μέρος του πολιτικού κόσμου, όπως άλλωστε και του λαού, δεν εγκατέλειψε το όνειρο της νέας επέκτασης στ' ανατολικά. Ο Πάγκαλος, ο Χατζηκυριάκος και πολλοί άλλοι στρατοκράτες ποτέ δεν συγχώρησαν στον Βενιζέλο την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης, ενώ και στην Τέταρτη Συντακτική Εθνοσυνέλευση σημειώθηκαν απ' όλες τις πλευρές έντονες αντιδράσεις εναντίον της. Η ιδεολογική κληρονομιά της ήττας σύντομα αναπτύχθηκε σ' ένα μείγμα λατρειών της βίας και του θανάτου, μισαλλόδοξου κι εκδικητικού εθνικισμού και θεωριών περί «πισώπλατου μαχαιρώματος» της χώρας από τους «Φράγκους» και τους κομμουνιστές - τους νέους «εχθρούς».
Με δυο λόγια, η πολεμική δεκαετία διέψευσε τις εθνικές ελπίδες και δεν έλυσε τα εσωτερικά προβλήματα, ενώ άφησε κληρονομιά νέους πολέμους• ουσιαστικά, έκτοτε τα Βαλκάνια δεν γνώρισαν την ειρήνη. Στην πραγματικότητα αποδείχθηκε καταστροφική για όλους τους βαλκανικούς λαούς, σπέρνοντας παντού μίσος και φόβο για τους γείτονες και τους εσωτερικούς «άλλους», πόσο μάλλον για τους «προδότες», όπως λέγονταν ήδη συχνά οι πολιτικοί αντίπαλοι, που τώρα πλέον απονομιμοποιούνταν λογοθετικά με το χαρακτηρισμό των εχθρών του έθνους. Η δραματική της κατάληξη, που κορυφώθηκε στη στρατιωτική ήττα, τη δημοσιονομική κατάρρευση και την προσφυγιά των ορθόδοξων πληθυσμών της Τουρκίας, έβαλε την Ελλάδα στη χορεία των ηττημένων κρατών, παρά τα εδαφικά της κέρδη μετά το 1912, και από αυτή την άποψη δημιούργησε μία από τις σημαντικές, όπως είδαμε προηγουμένως, προϋποθέσεις του φασισμού.
Ο πολιτικός λόγος που αναπτύχθηκε αυτή την περίοδο διευκόλυνε επίσης το φασισμό, καθώς υπογράμμιζε την κατάρρευση του αισθήματος πως ολόκληρο το έθνος αποτελούσε μια πολιτική κοινότητα Ωστόσο, αντίθετα απ' άτι συνέβαινε σε άλλες χώρες, εδώ από το έθνος δεν εξοβελιζόταν μόνον η αριστερά αλλά και η αντίπαλη αστική παράταξη, Λόγου χάρη, ήδη πριν από την Καταστροφή, η Πρωτεύουσα, το ημιεπίσημο πρωθυπουργικό όργανο, διακήρυσσε σαν επιστημονικό συμπέρασμα πως οι βενιξελικοί δεν ανήκαν στο ελληνικό έθνος. «Αντεθνισμός είναι ο Κωνσταντινισμός μετά την εθνικήν μας καταστροφήν», αντέτασσε λίγο αργότερα στη βουλή ένας επιφανής Φιλελεύθερος. Στο κλίμα της εποχής ούτε οι εκφράσεις αυτές ήταν ακραίες, ούτε τα πολιτικά συναισθήματα που τις στήριξαν ασυνήθιστα Μεταφρασμένες σε πολιτικές προτάσεις τόσο οι μεν όσο και τα δε οδηγούσαν λογικά στην αυταρχική επιβολή του μισού έθνους πάνω στο άλλο μισό. Έτσι βοήθησαν καταλυτικά τη μετατόπιση μερίδων των Φιλελευθέρων και της δεξιάς επάνω στο συνεχές που εκτείνεται από το συντηρητισμό ως το φασισμό, προς την κατεύθυνση του τελευταίου.
Την εκδικητικότητα, το μίσος και το φόβο συμπλήρωνε η φυλετική και πολιτισμική περιφρόνηση των γειτόνων. Αντιτουρκικά ρατσιστικά αισθήματα ήταν ευρύτατα εξαπλωμένα στους διανοουμένους, ενώ και οι βούλγαροι ή γενικά οι σλάβοι καταγγέλλονταν με νέα έμφαση ως προαιώνιοι εχθροί. Η ιεράρχηση των εθνών οε βαθμούς πολιτισμού -των ελλήνων λίγο παρακάτω ή παραπάνω από την Ευρώπη, κι έπειτα των επίφοβων βουλγάρων και των ισχυρών ρουμάνων, των αλβανών και των «συντηρητικών» τούρκων- έγινε κοινός τόπος στην Ελλάδα του πρώιμου εικοστού αιώνα, όπου ο αλυτρωτικός και ιμπεριαλιστικός λόγος εξακολουθούσε να εκφέρεται με εκπολιτιστικό ένδυμα ακόμη και από τη μεταρρυθμιστική αριστερά.
Στο στόχαστρο πάντως των εθνικών διανοουμένων δεν μπήκαν μόνον α πολιτισμικά κατώτερα- Οι πολεμικές συνθήκες καλλιέργησαν απέναντι στους ξένους εν γένει μια εξίσου νοσηρή καχυποψία, που συχνά συνδεόταν με μια γενικότερη αντίσταση στη νεωτερικότητα - ένα άλλο κινητήριο πάθος του φασισμού, που εκδηλωνόταν ο' όλα τα επίπεδα και με κάθε λογής τρόπους. Στην πραγματικότητα, όμως, η εξάρτηση από τις «προστάτιδες δυνάμεις» εξακολούθησε και μετά το ναυάγιο της Μεγάλης Ιδέας να λειτουργεί ως ψυχολογικό αντανακλαστικό. Οι αστοί πολιτικοί δικαιολογούσαν την περιστολή των δημοκρατικών ελευθεριών και την αυταρχική καταστολή της αριστεράς επικαλούμενοι την απουσία εθνικής συνείδησης που χαρακτήριζε τους κομμουνιστές αλλά και οι ίδιοι επιδίωκαν την ανάμειξη ξένων στα ελληνικά πράγματα όποτε έβρισκαν πως τους συνέφερε -σε τέτοιο βαθμό, ώστε αυτό έφτασε να θεωρείται από ξένους παρατηρητές χαρακτηριστικό στοιχείο του ύφους της πολιτικής τους- το «αληθινό ελληνικό στυλ», όπως παρατηρούσε ειρωνικά ένας βρετανός διπλωμάτης.
Παραμένει άγνωστο, πάντως, σε ποιο βαθμό αφομοίωσαν οι «σιωπηλές τάξεις» αυτές τις ρατσιστικές αντιλήψεις και τα πολεμοχαρή πολιτικά συναισθήματα που κυριαρχούσαν στους αστούς και τους διανοουμένους. Το βέβαιο είναι πως οι πόλεμοι της δεκαετίας 1912-1922 έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση των στάσεων και αντιλήψεων των λαϊκών μαζών, αλλά η ιστορία τους από τη σκοπιά των απλών ανθρώπων δεν έχει ακόμη γραφεί. Ωστόσο, γνωρίζουμε πως η καταναγκαστική στράτευση, οι στρατιωτικές ωμότητες και λεηλασίες και η δημιουργία κυμάτων άμαχων προσφύγων συνέθεταν μια εφιαλτική εμπειρία, την οποία συγκάλυψε ο επίσημος λόγος. Ο πληθυσμός στα θέατρα των επιχειρήσεων υπέφερε πρωτοφανείς ταλαιπωρίες και διώξεις, συνήθως αλλ’ όχι πάντοτε από «εθνικούς εχθρούς», ενώ οι στρατευμένα συμμετείχαν, με την προτροπή ή την ανοχή των ανωτέρων, σε ωμότητες οι οποίες δικαιολογημένα γεννούσαν υστερικούς φόβους αντιποίνων.
Σπύρος Μαρκέτος, Πώς φίλησα τον Μουσολίνι, τα πρώτα βήματα του ελληνικού φασισμού, Αθήνα, 2006, Βιβλιόραμα, σελ. 70-72

Δεν υπάρχουν σχόλια: