Η θεμελιώδης φαντασίωση (ΙΙ)
Rene Magritte Les Amants (Οι εραστές), 1928
Λάδι σε καμβά,54x73,4 cm
Richard S. Zeisler Collection, New York.
Η λειτουργία της θεμελιώδους φαντασίωσης
Σύμφωνα με το Λακάν η φαντασίωση η οποία είναι
αυτό που επιτρέπει στο υποκείμενο να διατηρεί, να στηρίζει την επιθυμία του
(Σ11,127). Στη θεμελιώδη φαντασίωση η επιθυμία συγκροτείται αλλά δεν
ικανοποιείται ή εκπληρώνεται. Μέσω της φαντασίωσης μαθαίνουμε πώς να επιθυμούμε
(Ζίζεκ,2006:200). Αποτελεί απάντηση στο ερώτημα Τι θέλει (Che vuoi?) ο Άλλος, καλύπτει σαν
μια οθόνη την έλλειψη στον Άλλο και την αινιγματική του επιθυμία. Η επιθυμία
δεν είναι του υποκείμενου αλλά του Άλλου. Έτσι η φαντασίωση είναι η
απάντηση στην πρωταρχική ερώτηση τι θέλουν οι άλλοι από μένα, πώς με βλέπουν,
τι είμαι για τους άλλους και όχι τι θέλω εγώ (Zizek,2005:304).
Η φαντασίωση
λειτουργεί ως μεσολαβητής μεταξύ της τυπικής συμβολικής δομής και της
θετικότητας των αντικειμένων που συναντούμε στην πραγματικότητα, δηλαδή
προσφέρει ένα σχήμα με βάση το οποίο συγκεκριμένα θετικά αντικείμενα της
πραγματικότητας μπορούν να λειτουργήσουν ως αντικείμενα της επιθυμίας,
γεμίζοντας τα κενά της συμβολικής τάξης (Zizek,2008:7). Αυτός ο ρόλος της φαντασίωσης βασίζεται στο ότι
«δεν υπάρχει σεξουαλική σχέση» δηλαδή δεν υπάρχει μια φόρμουλα που να εγγυάται
μια αρμονική σεξουαλική σχέση με τον/την
σύντροφο. Η έλλειψη μιας καθολικής φόρμουλας οδηγεί κάθε υποκείμενο να εφεύρει
την δική του φόρμουλα, μια προσωπική φόρμουλα (Zizek,2008:7). Μια σχέση είναι δυνατή
μόνον όταν ο/η σύντροφος είναι συμβατός/ή με αυτή την φόρμουλα.
Η φαντασίωση
είναι η κατασκευή που μας επιτρέπει να βρίσκουμε μητρικά υποκατάστατα και από
την άλλη αποτελεί μια οθόνη που μας προφυλάγει από την υπερβολική εγγύτητα με
το μητρικό Πράγμα. Δεν μπορεί οποιοδήποτε αντικείμενο να λάβει θέση μέσα στη φαντασίωση.
Αποκλείονται αυτά που βρίσκονται πολύ κοντά στο τραυματικό Πράγμα (Ζizek,2006:203). Όταν το
υποκείμενο πλησιάζει πολύ κοντά στον φαντασιωσικό του πυρήνα τότε ανακύπτει η
αφάνιση του υποκειμένου, το υποκείμενο απολλύει την συμβολική του συνοχή,
αποσυντίθεται (Zizek,2006:87).
Ο πυρήνας της φαντασίωσης μας είναι όχι μόνο λογοκριμένος αλλά και αφόρητος. Το
να αφήνεται κανείς στην φαντασίωση (πχ
ονειροπόληση) δημιουργεί μεγάλη ευχαρίστηση αλλά ο να ομολογεί την φαντασίωσή
του σε άλλους δημιουργεί μεγάλη ντροπή και αμηχανία (Zizek,1998b). Στη φαντασίωση το υποκείμενο κατέχει
μια περίεργη και συγκαλυμμένη θέση η οποία φαίνεται γελοία. Για αυτό το λόγο
όλοι όταν ακούν την περιγραφή μιας
φαντασίωσης που δεν είναι δική τους
γελούν.
Η φαντασίωση
εκτός από το να συγκροτεί την επιθυμία και να μας επιτρέπει να βρίσκουμε
μητρικά υποκατάστατα έχει ταυτόχρονα και έναν άλλο, προστατευτικό ρόλο. Η
φαντασίωση αποτελεί άμυνα απέναντι στον ευνουχισμό δηλαδή στην έλλειψη του Άλλου.
Ο Λακάν παραλληλίζει την φαντασίωση με την παγωμένη εικόνα στην οθόνη ενός κινηματογράφου.
Όπως ακριβώς η ταινία μπορεί να διακοπεί σε ένα συγκεκριμένο σημείο για την
αποφυγή μιας τραυματικής σκηνής έτσι και η φαντασίωση λειτουργεί ως άμυνα στον
ευνουχισμό (Evans,2005:306).
Στο σεμινάριο Χ ο Λακάν περιγράφει την φαντασίωση ως έναν πίνακα που
τοποθετείται πάνω από το πλαίσιο του παραθύρου ώστε να μην μπορεί κανείς να δει
από το παράθυρο οτιδήποτε μπορεί να ιδωθεί έξω από αυτό (Chiesa,2007:163). Η φαντασίωση είναι
αυτή που καλύπτει την τρύπα στον Άλλο, κρύβει το γεγονός ότι η συμβολική τάξη
δομείται γύρω από κάτι που δεν μπορεί να συμβολοποιηθεί δηλαδή το πραγματικό
της jouissance. Ο Μιλέρ
αναφέρει ότι «Η φαντασίωση είναι ένα μοντάζ με αφετηρία το σημαίνον και στόχο
την υπεξαίρεση ευχαρίστησης σε σχέση με ένα σημείο που το ξεπερνά (το
υποκείμενο) τελείως. Η φαντασίωση επαναφέρει το πέραν της αρχής της
ευχαρίστησης, στην αρχή της ευχαρίστησης. Δηλαδή προσφέρει μια κάλυψη της
απόλαυσης (Τσακυράκης,1997:65).
Στην
φαντασίωση η jouissance
(η οποία θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως αποτυχία της σημαινοποίησης) αποκτά θέση στον Άλλο και συμβολοποιείται
αλλά παρόλα αυτά ένα μέρος της μένει εκτός της φαντασίωσης. Μέσω της
φαντασίωσης η jouissance εξημερώνεται, εξευγενίζεται (Ζίζεκ,2006:209). Η φαντασίωση επιτρέπει την πρόσβαση στο πραγματικό κάτω από
ελεγχόμενες συνθήκες, συνθήκες που μας προστατεύουν από το πραγματικό ενώ
ταυτόχρονα μας επιτρέπουν την πρόσβαση σε ένα εξημερωμένο πραγματικό (Pluth,2007:87).
Σύμφωνα με τον
Ζίζεκ στην φαντασίωση συναντούμε την διαλεκτική σύμπτωση των αντιθέτων. Από τη
μια πλευρά η φαντασίωση έχει μια σταθεροποιητική διάσταση, αυτή της τάξης και
αρμονίας, την οποία ονομάζει φαντασίωση1 . Από την άλλη πλευρά η
φαντασίωση έχει μια αποσταθεροποιητική διάσταση, που η στοιχειώδης μορφή της
είναι η ζήλεια, περιλαμβάνει όσα με εκνευρίζουν στον Άλλο, εικόνες για το πώς
με αγνοεί, με εξαπατά, πλέκει σχέδια εναντίον μου την οποία ονομάζει φαντασίωση2
(Zizek,2005:303). Η
φαντασίωση1 και η φαντασίωση2 αποτελούν τις δυο όψεις του
ίδιου νομίσματος. Η φαντασίωση2 στηρίζει την φαντασίωση1. Η
φαντασίωση έχει την δομή του Ιανού, έχει δύο αντίθετες πλευρές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου