Η Γένεση του Συστήματος
«Συνοπτικά, θα μπορούσε να
υποστηριχθεί πως οι δυτικές κοινωνίες εγκυμονούσαν κατά τη διάρκεια των
μεσαιωνικών χρόνων δυο επαναστατικές αλλαγές, οι οποίες εξερράγησαν κατά το
τέλος του Μεσαίωνα αλλά ωρίμασαν και παγιώθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια των Νέων Χρόνων.
Η μια αφορούσε το ατομικό πεδίο και η άλλη το συλλογικό. Στο πρώτο πεδίο
γεννήθηκε το εξατομικευμένο ανθρώπινο
υποκείμενο∙ στο δεύτερο, οι οργανώσεις. Αυτή η χρονική σύμπτωση δεν
είναι τυχαία. Οφείλεται στην αιτιακή σχέση που αλληλοσυνδέει τα δυο φαινόμενα
καθώς και στην ανάδυση και των δυο από ένα διαφορετικό νόημα, που είχε εν τω
μεταξύ κατασκευαστεί. Το εγκόσμιο άτομο, το οποίο ξεπροβάλλει από τα
φαινομενικώς σκοτεινά χρόνια του Μεσαίωνα, είχε ήδη οικοδομήσει ψυχή
προσανατολισμένη στην τάξη και τον ορθό λόγο, προκειμένου να αναμετρηθεί με τα
πράγματα ενός κόσμου που του προτείνεται προς χειραγώγηση, όπως θα υποστηρίξουν
οι πατέρες της Μεταρρύθμισης, ιδίως ο Καλβίνος. Αυτοκατανοείται ως η
προσωποποίηση της (θεϊκής) βούλησης, η οποία πραγματώνεται στο διηνεκές μέσω
της ακαταπόνητης ανθρώπινης δράσης.
Αυτό το
εκλεκτό άτομο της δράσης, η κοινωνία έχει υποχρέωση και να το διευκολύνει και
να το προστατέψει, χτίζοντας θεσμούς που του επιτρέπουν μεν να δρα ελεύθερα,
αλλά ταυτόχρονα το περιορίζουν, ώστε η δράση του να μην γίνεται καταστροφική
για την ίδια την κοινωνία.
Μέσα σε αυτό
το πνεύμα, η δυτική κρατική γραφειοκρατία εδραιώνεται αργά αλλά σταθερά. Από τη
στιγμή που έχει επιλυθεί το πρόβλημα της ομαλής σύζευξης (είτε με πολιτισμικά
μέσα, είτε με δομικά) των αυτόνομων ατόμων με τις κοινωνικές οργανώσεις, οι
κρατικοί και οι ιδιωτικοί οργανισμοί αναπτύσσονται ανεξαρτήτως των
εκάστοτε απόψεων περί laissez-faire ή κρατικού παρεμβατισμού. Γνωρίζουμε καλά πως αν δεν
είχε αυτονομηθεί το άτομο, δεν θα μπορούσε να υπάρξει εργάτης, δηλαδή
κάποιος δυνάμενος να διαθέτει ελεύθερα στην αγορά το μόνο πράγμα που κατείχε,
την εργατική του δύναμη. Για να υπάρξει όμως εργάτης, έπρεπε προηγουμένως να
έχει συσταθεί, αφ’ ενός το συμβόλαιο εργασίας και αφ’ ετέρου να έχει τύχει
επεξεργασίας το συγκεκριμένο εργασιακό καθήκον και ο ρόλος που ο εργάτης θα
επωμιζόταν.
Το δίκαιο,
εμπνεόμενο από το δέον γενέσθαι, το οποίο υπέθαλπαν ως ηθικό πρόταγμα οι νέες
κοινωνικές συσπειρώσεις, είχε ήδη προλάβει να θεσπίσει κανόνες προστατευτικούς
των εγωτικών συμφερόντων, ούτως ώστε τα τελευταία, χωρίς να συντρίβονται, να
οδηγούνται σε συναινέσεις. Ταυτόχρονα, νομιμοποίησε όσες τυπικές εξουσίες
πρόβαλαν ως τηρητές αυτών των συναινέσεων. Από την άλλη, οι κοινωνικές
πρακτικές είχαν συμβάλει, δια της επαναλήψεώς τους, στην εσωτερίκευση εκ μέρους
του ατόμου των απαιτουμένων για τη μη διάρρηξη της συνείδησης των συμβολικών
ρυθμίσεων. […]
Κατά τον ίδιο
τρόπο, με το να στηρίζεται δηλαδή στο απρόσωπο
των κανόνων και να αναζητά τη νομιμοποίησή της από ένα σώμα πολιτών του οποίου κάθε μέλος επεδίωκε το προσωπικό όφελος, οικοδομήθηκε η δυτική αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Στο πολιτικό, όπως και στο
κοινωνικό πεδίο, τα άτομα δεν μπορούσαν να ενοποιηθούν και να λειτουργήσουν ως
ολότητα, παρά μόνον εξομοιούμενα μ’ έναν γενικό μέσο όρο. […]
Το δυτικό
άτομο είχε συνεπώς ποικιλοτρόπως προετοιμαστεί να υποδυθεί ρόλους, οι οποίοι το εξαφάνιζαν ως πρόσωπο και το συγκροτούσαν ως ορθολογική δεξιότητα για
εκτέλεση εργασιακών καθηκόντων.»
Ιωάννα
Τσιβάκου, Το οδοιπορικό του εαυτού στον
χώρο της εργασίας,
εκδ.
ΘΕΜΕΛΙΟ (2000)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου