Ας επικεντρωθούμε τώρα στην ειδικότερη ανάλυση με την οποία ο
Τζέημσον περιγράφει τη μετάβαση από το μοντέρνο στο μεταμοντέρνο,
ξεκινώντας από την ευφυή σύγκριση δύο ζωγραφικών έργων: του πίνακα των
παπουτσιών του χωρικού, του Βαν Γκογκ και των «Παπουτσιών
Διαμαντόσκονης» του Άντυ Γουώρχολ. Ο Τζέημσον βλέπει τη συνειδητή και
βίαιη μεταμόρφωση του θλιβερού γεωργικού κόσμου σε λαμπρότατη
ελαιογραφική αντικειμενικοποίηση του καθαρού χρώματος στον πίνακα του
Βαν Γκογκ ως μια χειρονομία ουτοπικής φύσεως. Στον πίνακα αυτόν , κατά
το συγγραφέα, ένας τσακισμένος κόσμος μεταμορφώνεται από το βουλητικό
ενέργημα του καλλιτέχνη στο κραυγαλέο του καθαρού χρώματος. Αντίθετα, τα
διαμαντένια παπούτσια του Γουώρχολ παρουσιάζονται στον πίνακα
απογυμνωμένα από την προηγούμενη ζωή τους, χωρίς να αφήνουν κανένα
περιθώριο για να ολοκληρωθεί η ερμηνευτική διαδικασία και να αποδοθεί σ΄
αυτά το πλαίσιο ζωής από το οποίο έχουν βίαια αποσπασθεί. Δια μέσου
αυτής της σύγκρισης ο Τζέημσον μας οδηγεί στη διαπίστωση του βασικότερου
και θεμελιωδέστερου μορφολογικού χαρακτηριστικού κάθε μεταμοντέρνου,
στην εμφάνιση ενός αβαθούς, μιας νέου τύπου επιφανειακότητας, που
μετατρέπει τον κόσμο των αντικειμένων σε ένα σύνολο ομοιωμάτων.
Αντίστοιχα, συγκρίνοντας την Κραυγή του Μουνχ με τα πορτρέτα της
Μέριλυν, από τον Άντυ Γουώρχολ, ο Τζέημσον δείχνει πως η ίδια κατάργηση
των μοντέλων του βάθους οδηγεί σε μια μεταβολή της προδιάθεσης του
υποκειμένου, την οποία και αποκαλεί «μαρασμό του θυμικού» . Έννοιες,
όπως η αλλοτρίωση ή η αγωνία, τις οποίες προσπαθεί να αναπαραστήσει η
Κραυγή, δεν είναι πια λειτουργικές στον κόσμο του μεταμοντέρνου. Κι αυτό
γιατί προυποθέτουν το κεντρομόλο , μοναδιαίο υποκείμενο της
νεωτερικότητας, μια αντίληψη της υποκειμενικότητας, δηλαδή, ως
προσπάθειας να δημιουργηθεί ένα πάγια διαρθρωμένο σύνολο διαφορετικών
και αλληλοσυμπληρούμενων ψυχικών δυνάμεων, το οποίο θα εναρμονίζεται και
θα υπακούει, εν τέλει, στις κανονιστικές επιταγές που επιβάλλει ο
Λόγος. Όλα τα κεντρικά μοτίβα της νεωτερικής φιλοσοφίας και τέχνης- οι
έννοιες της αλλοτρίωσης, της μοναξιάς και της αγωνίας- προσπαθούν να
αναπαραστήσουν αυτήν την εσωτερική πάλη και την προσπάθεια εναρμόνισης
των συγκρουόμενων ψυχικών δυνάμεων σε ένα Εγώ στο οποίο θα πρυτανεύει
τελικά ο Λόγος. Αντίθετα, στην μεταμοντέρνα σύλληψη της
υποκειμενικότητας αντιστοιχεί ο λεγόμενος «θάνατος του υποκειμένου», η
αντικατάσταση δηλαδή του κεντρομόλου υποκειμένου από μια νέα σύλληψη
του, που το θέλει λίγο-πολύ ως ένα χαλαρό άθροισμα στοιχείων- ως Λόγο
και ψυχόρμητα, συνειδητό και ασυνείδητο, κλπ- τα οποία δε βρίσκονται
πια σε σχέση αρμονίας μεταξύ τους, αλλά αντίθετα βρίσκονται σε συνεχή
ροή και μπορούν να βρεθούν στις πιο διαφορετικές σχέσεις μεταξύ τους.
Με την μετατόπιση από το «κεντρομόλο» στο «εκκεντρωμένο» υποκείμενο, τα
διλήμματα του παλαιότερου τύπου υποκειμενικότητας τερματίζονται, αφού
δεν υπάρχει πλέον καμιά προσπάθεια εναρμόνισης των εσωτερικών,
αλληλοσυγκρουόμενων δυνάμεων του υποκειμένου. Ταυτόχρονα όμως
τερματίζονται και κάθε είδους συναισθήματα , όπως τα βίωσε η νεωτερική
εποχή, καθώς δεν είναι πια παρών ο συναισθανόμενος εαυτός. Με αυτή τη
θέση δε θέλουμε να ισχυριστούμε πως το μεταμοντέρνο υποκείμενο στερείται
παντελώς συναισθημάτων, αλλά πως τα συναισθήματα αυτά ακολουθούν την
ίδια τάση αποσύνθεσης και ελεύθερης συνδυαστικότητας των ψυχικών
δυνάμεων του υποκειμένου, πλανώνται δηλαδή ελεύθερα, απρόσωπα και
κυριαρχούμενα από μια ιδιάζουσα ευφορία, στην οποία θα αναφερθούμε
αναλυτικότερα παρακάτω.
Πριν όμως συνεχίσουμε την ανάλυση των συστατικών στοιχείων του
μεταμοντέρνου, θα ήταν χρήσιμο να εξετάσουμε εδώ σε τι ακριβώς
συνίσταται αυτή η νέα επιφανειακότητα., αυτή η εμφάνιση του νέου
αβαθούς, που αποτελεί κατά τον Τζέημσον το βασικότερο μορφολογικό
στοιχείο κάθε μεταμοντέρνου. Ο Τζέημσον διαφωτίζει αυτή τη διαδικασία
παραθέτοντας ορισμένα μοντέλα βάθους που έχουν αποκηρυχθεί από τη
σύγχρονη θεωρία: πρόκειται α) για το διαλεκτικό, της αντίθεσης μεταξύ
ουσίας και φαινομένου, β) για το φρουδικό μοντέλο του λανθάνοντος και
του έκδηλου ή της απώθησης, γ) για το υπαρξιστικό μοντέλο του αυθεντικού
και του μη αυθεντικού και τέλος, δ) για το πιο πρόσφατο σημειωτικό
μοντέλο της αντίθεσης ανάμεσα στο σημαίνον και το σημαινόμενο. Ωστόσο,
αυτό που χρειάζεται να διασαφηνισθεί περαιτέρω είναι η βαθύτερη σύνδεση
αυτών των μοντέλων με τη νεωτερικότητα καθώς και οι αιτίες που οδηγούν
στην αποκήρυξη τους κατά την μετάβαση στο μεταμοντερνισμό. Θα τολμούσαμε
να ισχυριστούμε ότι οι απαρχές της εγκαθίδρυσης αυτής της σχέσης
εδραιώνονται πίσω στην πρώιμη νεωτερικότητα και στην πρωτοεμφανιζόμενη
ανάδυση της αστικής τάξης και του καπιταλισμού. Και αυτό γιατί υπάρχει
μια υπόρρητη συνάφεια μεταξύ του μοντέλου εργασίας του μεσαιωνικού
μάστορη, ο οποίος έχει εποπτεία του έργου του από την αρχή ως το τέλος
και επομένως τείνει να βλέπει το προιόν της δουλειάς του ως Όλο και της
νεωτερικής εκείνης κοσμοεικόνας που οδηγεί στη δημιουργία αυτών των
μοντέλων βάθους. Ισχυριζόμαστε, λοιπόν, ότι η παραγωγή των μοντέλων
βάθους σχετίζεται άμεσα με την νεωτερική εναρμονιστική κοσμοεικόνα κατά
την οποία το μεμονωμένο, αυτόνομο στοιχείο δεν αποκτά νόημα παρά μόνο
μέσα από την ένταξη του σε ένα Όλο. Η φιλοσοφική έννοια που μας βοηθάει
εδώ να αντιληφθούμε αυτόν τον τρόπο της αναπαράστασης του κόσμου είναι η
εγελιανή κατηγορία της διαμεσολάβησης κατά την οποία κάθε επιμέρους
σφαίρα ,πνευματική, κοινωνική κλπ, δεν περιέχει την αλήθεια από μόνη της
αλλά μόνο στη σχέση της με την ολότητα. Με την ανάδυση της σύγχρονης
μαζικής κοινωνίας, όμως, αυτή η εναρμονιστική εικόνα του κόσμου
αποσυντίθεται. Η τρίτη φάση του καπιταλισμού, ο ύστερος καπιταλισμός-
όπως τον ανέλυσε ο Έρνεστ Μαντέλ, χαρακτηρίζεται από έναν νέο διεθνή
καταμερισμό της εργασίας, μια ιλιγγιώδη τραπεζική και χρηματιστηριακή
δυναμική, υπολογιστές και αυτοματισμό, μετατόπιση της παραγωγής στον
Τρίτο Κόσμο, καθώς και νέες μορφές διασύνδεσης των μέσων επικοινωνίας.
Σε αυτόν τον κόσμο βρισκόμαστε όλο και περισσότερο ανίκανοι να
συγκροτήσουμε μια συνεκτική αναπαράσταση τόσο της βιοτικής μας
εμπειρίας, όσο και της ευρύτερης πραγματικότητας ως Όλον. Αντίστοιχα, το
παλιό εναρμονιστικό-συνθετικό κοσμοθεωρητικό σχήμα κατακερματίζεται και
τα προηγούμενα συστατικά του στοιχεία αυτονομούνται σε ανεξάρτητα μέρη
και αποσπάσματα. Αυτή η έλλειψη συνοχής, λοιπόν, είναι ταυτόσημη με την
έλλειψη νοήματος, με την αδυναμία του σύγχρονου υποκειμένου να
διαρθρώσει τις εμπειρίες του σε ένα συνεκτικό όλον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου