Αναγνώστες

Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2016

Ζιλ Λιποβετσκί και Ζαν Σερουά – Οι αντιφάσεις της υπερνεωτερικής κουλτούρας(αναδημοσίευση απο το http://www.respublica.gr )

 

Ζιλ Λιποβετσκί και Ζαν Σερουά – Οι αντιφάσεις της υπερνεωτερικής κουλτούρας

 

ResPublica

 

 

μτφρ.: Κοκαρίδας Αθανάσιος
Η αισθητικοποιημένη ηθική της υπερνεωτερικότητας ταυτίζεται με το ηδονιστικό ιδεώδες περί ψυχαγωγίας, αποδίδοντας καθ’ αυτόν τον τρόπο μια μαζική νομιμοποίηση σε ό,τι αφορά στις απολαύσεις και στην αναζήτησή τους στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Αλλά αυτός ο πολιτιστικός ηδονισμός, όσο πηγαίος κι αν είναι, δε αγωνίζεται μόνος του: μια σειρά άλλων προτύπων ορθώνουν ένα μέτωπο απέναντι στα ιδανικά της απόλαυσης και της άμεσης προσωπικής ολοκλήρωσης. Μεταξύ αυτών, η υγεία, η οικολογία, η εκπαίδευση, η εργασία ή ακόμα και οι επιδόσεις, καταλαμβάνουν ένα μεγάλο μέρος. Οι ηδονιστικές αξίες έρχονται, έτσι, κόντρα στις επιταγές του υγιεινισμού, της οικολογίας, της εκπαίδευσης και της προσωπικής απόδοσης: οι εντάσεις αυτών των αντιθέσεων αποτελούν τον πυρήνα των αντιφάσεων της υπερνεωτερικής κουλτούρας. Τις συνέπειες αυτών των αντιθέσεων, τις βιώνουμε καθημερινά.
Ηδονιστικές αξίες και «ιατρικοποίηση» της ζωής
Δεν μπορούμε να αντιληφθούμε επαρκώς την εποχή μας, αν δεν λάβουμε υπόψιν τη σημασία που αποδίδεται στην έννοια της υγείας, γεγονός που αποδεικνύεται από την αύξηση των ιατρικών δαπανών, τον πολλαπλασιασμό των επισκέψεων σε γιατρούς καθώς και των κάθε λογής εξετάσεων. Με διαρκώς αυξανόμενο τρόπο, η αναφορά στην έννοια της υγείας συνδέεται με διάφορους τομείς εμπορικής προσφοράς που σχετίζονται με τη στέγη-κατοικία, την ψυχαγωγία, τον αθλητισμό, τον καλλωπισμό και τη διατροφή: αυτοί οι συγκεκριμένοι τομείς επαναπροσδιορίζονται, λίγο έως πολύ, από τις επιταγές της μοντέρνας υγιεινής. Πλέον δεν αρκεί κάποιος να είναι απλά υγιής, αλλά και να μπορεί να αναγνωρίζει τους κινδύνους για την προσωπική του υγεία, καθώς και τους παράγοντες που τους προκαλούν. Επίσης, θα πρέπει να υποβάλλεται συνεχώς σε διαγνωστικά τεστ και να αλλάξει τον τρόπο ζωής του έτσι ώστε να συμβαδίζει με τα προτεινόμενα μοντέλα υγείας και υγιεινής. Ζούμε στην εποχή, λοιπόν, όπου η πρόληψη πραγματοποιείται μέσω ενός συνόλου αθλητικών, διατροφικών και υγειονομικών πρακτικών (π.χ. η αποφυγή λιπαρών τροφών, η κατανάλωση φρούτων και λαχανικών, η καθημερινή άσκηση και η αποφυγή του καπνίσματος). Ταυτόχρονα, μέσα από μια συνεχή προβολή ιατρικών συμβουλών, τα ΜΜΕ προειδοποιούν διαρκώς το κοινό τους για τους κινδύνους που ενέχει ένας μη υγιεινός τρόπος ζωής. Συνέπεια αυτού, είναι η κυριαρχία θεμάτων που σχετίζονται με την υγεία, την υγιεινή διατροφή και την καλή φυσική κατάσταση στο επίπεδο των καθημερινών συζητήσεων.
Παρατηρούμε λοιπόν μια διαδοχή του απελευθερωτικού ηδονισμού από έναν ηδονισμό της υγιεινής, o οποίος είναι αγωνιώδης, «ιατρικοποιημένος» και βρίσκεται υπό την αιγίδα μιας όλο και αυξανόμενης έγνοιας για την υγεία. Αν και οι αξίες παραμένουν ηδονιστικές, δε σταματούμε στην πραγματικότητα να απομακρυνόμαστε συνεχώς από τις απολαύσεις του carpe diem, ενώ ταυτόχρονα αυξάνεται η αγωνία για την υγεία μας η οποία συνδυάζεται με μια αδιάκοπη καμπάνια ενημέρωσης, πρόληψης και ελέγχου. Ο homo aestheticus διολισθαίνει όλο και πιο πολύ προς την κατάσταση του homo medicus παρατηρώντας και διαμορφώνοντας τις «κακές» του συνήθειες. Απόλαυση, υγεία: βρισκόμαστε εμφανώς στη στιγμή όπου το αισθητικό μοντέλο το οποίο βασίζεται στίς υπαρξιακές απολαύσεις υποχωρεί μπροστά στην άνοδο της κυριαρχίας ενός προληπτικού και υγειονομικού μοντέλου, το οποίο καθορίζεται από τον φόβο.
Πέρα από αυτήν την αντίθεση αρχών παρατηρούνται και άλλες, όπως στη διατροφή. Το τι θα φάμε έχει γίνει ένα ζήτημα ολοένα και πιο πολύπλοκο, με τον καταναλωτή να βρίσκεται ανάμεσα στα ερεθίσματα της γαστρονομίας και στον φόβο να καταναλώσει παραπάνω ζάχαρη, παραπάνω λιπαρά ή παραπάνω χρωστικές ουσίες[1]. Σε αυτόν τον φόβο, προστίθεται και ο φόβος του να πάρει κάποιος βάρος σε μία κοινωνία η οποία προσδίδει μέγιστη σημασία στο να είναι κανείς αδύνατος, την ίδια στιγμή που ζούμε υπό τον φόβο των ενδεχόμενων κινδύνων που εγκυμονεί η κατανάλωση γενετικά τροποποιημένων προϊόντων. H διάδοση αντιφατικών μηνυμάτων (υγιεινής, ηδονισμού, ταυτότητας, αισθητικής), η πίεση από τις διαφημίσεις, η καθημερινή ροή πληροφοριών, έχουν δημιουργήσει μια νέα κατάσταση ανασφάλειας όσον αφορά στη διατροφή[2]. Έχουμε λοιπόν εισέλθει στην εποχή όπου ο καταναλωτής είναι ταυτόχρονα ηδονιστής και αγχώδης, ενώ έχει έντονα απομακρυνθεί από την χωρίς τύψεις δοκιμή των απολαύσεων: παραπάνω από αισθητική, η ηθική μας απεκδύεται συνεχώς του πνεύματος του carpe diem[3].
Σε αυτο το πλαίσιο, υπάρχουν κάποιοι παρατηρητές οι οποίοι μιλούν για τη δημιουργία του καταναλωτή «επιχειρηματία» ή «ειδικού»[4]. Αλλά αυτή είναι η μισή αλήθεια, καθώς έχουμε την ταυτόχρονη απορρύθμιση των διατροφικών συνήθειων και την κακοφωνία των διατροφικών κριτηρίων και ελλείψεων που οδηγεί στην άνοδο μιας πραγματικής «γαστρο-ανομίας»[5]. Ενώ αυξάνεται η προσοχή σχετικά με την υγεία και την ποιότητα ζωής, ταυτόχρονα, αυξάνεται και η απορυθμισμένη κατανάλωση που διακρίνεται από τις εθιστικές αγορές, την υπερβολική χρήση ουσιών σε βαθμό τοξικομανίας και γενικά τις εξαρτήσεις κάθε είδους. Έχουμε λοιπόν, από τη μια πλευρά, την ψύχωση της υγιεινής και του αδύνατου σώματος με τα άτομα να ενημερώνονται ολοένα και περισσότερο για την προληπτική συμπεριφορά· ενώ, από την άλλη πλευρά, την αναρχία των διατροφικών συμπεριφορών που εκφράζεται μέσα από φαινόμενα όπως της βουλιμίας και της παχυσαρκίας τα οποία πολλαπλασιάζονται σε όλον τον κόσμο. Με αυτόν τον τρόπο αναδύεται και κυριαρχεί το μοντέλο του άνομου και αποδομημένου καταναλωτή εις βάρος του καταναλωτή «ειδικού» που επιδεικνύει μια συντηρητική συμπεριφορά.
Η πληθώρα υλικών που σχετίζονται με την προσφορά τροφής, η ηδονιστική κουλτούρα αλλά και η επιβολή φορολογίας έχουν ευνοήσει την άνθηση ενός τύπου προσωπικότητας ο οποίος έχει απομακρυνθεί από την παράδοση και παρουσιάζει αυξανόμενες δυσκολίες στο να αντισταθεί στις επιθυμίες της αγοράς καθώς και στις παρορμητικές του επιθυμίες. Έτσι λοιπόν προκύπτει ένα σύνολο συμπεριφορών που χαρακτηρίζονται από υπερβολή, εθιστικές καταναλώσεις και παθολογικές διαταραχές. Παράλληλα με το άτομο το οποίο έχει αυτοέλεγχο και προβάλλει ως προτεραιότητα την ποιότητα ζωής και την υγεία, αναπτύσσεται και ένας τελείως διαφορετικός τύπος που προτάσσει την χαοτική αυτοέκφραση του ατόμου η οποία δηλώνει την απορρύθμιση του εαυτού του και την υποκειμενική του αδυναμία[6]. Αυτό λοιπόν είναι το αρνητικό πρόσωπο της αισθητικοποιημένης ηθικής, η οποία δεν έχει καμιά σχέση με τη δημιουργία ενός τρόπου ζωής που βασίζεται στην αρμονία αλλά, αντιθέτως, συμπεριλαμβάνει καινούργιες παθολογίες της ύπαρξης.
Οι οικολογικές αξίες ενάντια στην αισθητική ηθική;
Τα σύγχρονα πρότυπα σωματικής υγείας και ομορφιάς δεν είναι τα μόνα που αμφισβητούν το ιδεώδες παρουσιαστικό της αισθητικής ζωής. Το ίδιο ισχύει και για τις αξίες της οικολογίας, οι οποίες στο όνομα της προστασίας της Γης, η οποία απειλείται από την τρέλα του τεχνο-εμπορευματικού κόσμου, κάνουν έκκληση στο να μπει ένα τέλος στην ανεύθυνη καταναλωτική γιορτή. Απέναντι στους κινδύνους και τις καταστροφές που προμηνύονται, αναπτύσσεται μια ηθική που αποβλέπει στο μέλλον και δηλώνει ως προτεραιότητά της το να μην γίνει καμιά παραχώρηση όσον αφορά στις συνθήκες ζωής των μελλοντικών γενεών. Έτσι, η πρωτοκαθεδρία των καταναλωτικών απολαύσεων του παρόντος, στιγματίζεται στο όνομα μιας ηθικής της υπευθυνότητας με μακρύ χρονικό ορίζοντα[7]. Απέναντι στη σπατάλη που έχει ενορχηστρωθεί από τον καταναλωτικό καπιταλισμό, αντιπαρατίθεται η ανάγκη εξοικονόμησης του ορυκτού πλούτου, μείωσης της εξάρτησης της οικονομίας από τον άνθρακα, ανάπτυξης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και του περιορισμού της παρέμβασης στο περιβάλλον. Στο ίδιο πνεύμα, οι καταναλωτές καλούνται να ευαισθητοποιηθούν γύρω από τις διατροφικές τους συνήθειες, γύρω από τον τρόπο που επιλέγουν την κατοικία τους, που θερμαίνουν το μέρος που κατοικούν, που κινούνται, που αγοράζουν και γύρω από τον τρόπο που παράγουν απορρίμματα. Σε αυτό το πλαίσιο, υπάρχουν κάποιοι περισσότερο ριζοσπάστες, οι οποίοι φτάνουν στο σημείο να υποστηρίζουν την αποανάπτυξη, την μετά-ανάπτυξη και την «οικειoθελή λιτότητα», θεωρώντας ότι η αειφόρος ανάπτυξη είναι μία ξεπερασμένη πρόταση που αδυνατεί να επιλύσει τα προβλήματα που προκύπτουν από την απόλυτη αναντιστοιχία ανάμεσα σε μια Γη με πεπερασμένους πόρους και μια ανάπτυξη χωρίς όρια.
H κουλτούρα της οικολογίας, καθώς και η οικονομική κρίση που βιώνουμε, έχουν οδηγήσει έναν μεγάλο αριθμό ειδικών να υποστηρίζουν πως η υπερκατανάλωση, η ασυνειδησία και η επιπολαιότητα που συνδέονται με την αισθητικοποιημένη ηθική, είναι καταδικασμένες να εξαφανιστούν και μάλιστα σύντομα. Είναι όμως τόσο αναπόφευκτη αυτή η εξέλιξη; Στην πραγματικότητα, όχι. Για να είμαστε πιο ακριβείς, θα λέγαμε ότι γινόμαστε μάρτυρες του τέλους της εποχής της ενεργοβόρας υπερκατανάλωσης που μολύνει τον πλανήτη, όχι όμως και του καταναλωτικού ηδονισμού. Στην πραγματικότητα, οι αναπόφευκτες αλλαγές (λιγότερη σπατάλη, μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, καθαρές μορφές ενέργειας και οικοκατανάλωση) δε συνεπάγονται αυτόματα και την επικράτηση μιας μετα-καταναλωτικής κουλτούρας. Είναι σίγουρο ότι υπάρχει μια εξέλιξη των συνηθειών που συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της οικολογίας, παρά ταύτα δε θα πρέπει να θεωρούμε ότι γεννιέται μια κουλτούρα πρόληψης, αλλά μια κουλτούρα αειφόρου υπερκατανάλωσης. Αλήθεια, θα σταματήσουμε ποτέ να επιθυμούμε τα καινούργια προϊόντα, να αποθηκεύουμε μουσικές, να πηγαίνουμε σε συναυλίες, να πηγαίνουμε στα πάρκα και να περιμένουμε με ανυπομονησία τις καινούργιες ταινίες και τα νέα βιντεοπαιχνίδια; Τίποτα από αυτά δεν θα γίνει. Θα έχουμε λιγότερα ενεργοβόρα προϊόντα, αλλά μεγαλύτερη κατανάλωση υπηρεσιών και άυλων προϊόντων.
Τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει αυτήν τη φρενήρη νεοφιλία, και αυτό γιατί έχει τις ρίζες της σε φαινόμενα βαθιά εδραιωμένα τα οποία σχετίζονται με την απομάκρυνση της κουλτούρας από την παράδοση και την εδραίωση μιας οικονομίας που βασίζεται στην αδιάκοπη καινοτομία. Οι συγκεκριμένες δομίζουσες σημασίες μάς «καταδικάζουν» να ζούμε σε μια κουλτούρα που διέπεται από την «αγάπη για την κίνηση καθαυτή». Δεν πρόκειται λοιπόν για μια πιθανότητα αλλά για τη βασική πνευματική δομή των κοινωνιών που βρίσκονται υπό μια διαρκή κίνηση απομάκρυνσης από τη παράδοση. Τι παρατηρούμε λοιπόν; Η αγάπη για τα ταξίδια, τα βιντεοπαιχνίδια και τα είδη πολυτελείας δεν βρίσκεται σε πτώση, τουναντίον συμβαίνει το αντίθετο. Σε ένα περιβάλλον γενικευμένου αποπροσανατολισμού όπου αυξάνεται η απομόνωση του ατόμου και το κακώς-ζην, η κατανάλωση έρχεται να αναπληρώσει το κενό που δημιουργεί το αίσθημα του ανολοκλήρωτου. Η κατανάλωση είναι, επιπλέον, αυτή που μας επιτρέπει να καταπολεμήσουμε μιαν ορισμένη απαρχαίωση της καθημερινότητας, μέσω των μικρών διεγέρσεων και της χαράς των αγορών. Στην αισθητική κοινωνία που κυριαρχεί στον καλλιτεχνικό καπιταλισμό, έχει γίνει ανυπόφορο το να μην «απολαμβάνεις». O υπερκαταναλωτής είναι αυτός που αντιστέκεται στις «νεκρές» στιγμές της ζωής και επιδιώκει να ξανανιώσει την αίσθηση του χρόνου, να την αναζωογονήσει μέσα από τα καινούργια πράγματα που του δίνουν, χωρίς ρίσκο, το άρωμα της περιπέτειας. Υπό αυτές τις συνθήκες, η άνοδος μιας νέας κουλτούρας της απλότητας και του αγοραστικού πυρετού εμπίπτουν στη σφαίρα της φαντασίας. Η όρεξη για απολαύσεις και για καινούργια πράγματα αποτελεί το βασικό συστατικό της αισθητικοποιημένης ηθικής, και δεν φαίνεται πιθανό να μειωθεί, πόσο μάλλον να ατονήσει. Και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, η ασυμφωνία που υπάρχει ανάμεσα στις ηδονιστικές νόρμες και στις οικολογικές επιταγές είναι απίθανο να ατονήσει.
Η εκπαίδευση ενάντια στην ανοχή
Ένα διαφορετικό σύστημα προτύπων διαμορφώνεται απέναντι στο ρεύμα της κουλτούρας των απολαύσεων: το σύστημα της εκπαίδευσης. Μέχρι τη δεκαετία του ‘60, η κοινωνική λειτουργία της εκπαίδευσης στηριζόταν σε αξίες παραδοσιακές και αυταρχικές: η ανατροφή των παιδιών, που ήταν βασισμένη στην αυστηρότητα, ήταν ισχυρά νομιμοποιημένη καθώς θεωρείτο ο καλύτερος δυνατός τρόπος προκειμένου τα παιδιά να προετοιμαστούν για τη σκληρή πραγματικότητα της ενήλικης ζωής. Αυτός ο τύπος αξιών δέχθηκε διάφορες κριτικές ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα από τα μεταρρυθμιστικά ρεύματα, αλλά μόνο κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ‘60 ο τύπος αυτής της ανεκτικής, ψυχολογικής και κάποιες φορές συγκαταβατικής εκπαίδευσης μπόρεσε να εξαπλωθεί πραγματικά στην κοινωνία. Έτσι, οι αξίες της εκπαίδευσης ευθυγραμμίστηκαν και εντάχθηκαν στην ατομικίστικη-ηδονιστική κουλτούρα, η οποία ενίσχυσε την εξάπλωσή της από την έλευση της εποχής του καταναλωτισμού.
Αυτή η μίξη παρουσιάζει αδιαμφισβήτητα θετικές πλευρές, αλλά στην ακραία της εκδοχή, έχει συνέπειες οι οποίες μπορούν να αποβούν καταστροφικές. Οι γονείς, από την πλευρά τους, είναι εντελώς ανίσχυροι και αδυνατούν να πουν όχι στα παιδιά τους, επειδή τρέμουν στην ιδέα να χάσουν την αγάπη τους και να κατηγορηθούν ότι δεν αφιερώνουν αρκετό χρόνο σ’αυτά. Απ’ την άλλη, τα παιδιά, μέσω μιας εκπαίδευσης που δε θέτει περιορισμούς, ωθούνται στο να αναπτύσσουν επιθετικές συμπεριφορές και να είναι υπερδραστήρια, ανήσυχα και εύθραυστα γιατί έχουν ανατραφεί χωρίς να τους έχουν επιβληθεί κανόνες και όρια, διαθέτοντας δηλαδή απεριόριστες δυνάμεις και προνόμια απόλυτης απόλαυσης. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται από τον ολοένα αυξανόμενο αριθμό παιδιών τα οποία παρακολουθούνται από ψυχολόγους ή χρήζουν ψυχιατρικής βοήθειας. Ο συγκεκριμένος τρόπος εκπαίδευσης στερεί από τα παιδιά που θα ενηλικιωθούν τα απαραίτητα ψυχικά εφόδια ώστε να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα της καθημερινής ζωής, να διαχειριστούν την αρχή της πραγματικότητας, τις ματαιώσεις και τις αντιξοότητες.
Ωστόσο, η ηδονιστική-επιτρεπτική κουλτούρα δεν έχει κυριαρχήσει πλήρως. Ευτυχώς, δεν έχει καταφέρει να εξαλείψει πλήρως την ιδέα ότι η εκπαίδευση προϋποθέτει μια αρχή η οποία οριοθετεί τις επιθυμίες. Η εκπαίδευση λοιπόν δεν έχει φτάσει στο σημείο να μην έχει καθόλου πλαίσια, νόρμες και κανόνες, να μην ενέχει και το στοιχείο της απογοήτευσης όσον αφορά την εξέλιξη του μαθητή, ώστε να του μάθει να μεταθέτει την ικανοποίησή του και να αποδέχεται τους διάφορους περιορισμούς του κόσμου. Εξ ου και η πληθώρα συμβουλών, βιβλίων, άρθρων ή ακόμα και εκπομπών στην τηλεόραση που προειδοποιούν για τις συνέπειες της χαλαρότητας της εκπαίδευσης. Μεγάλος αριθμός γονέων αντιστέκεται στις παν-ηδονιστικές Σειρήνες και επιβάλλει στα παιδιά του να κάνουν ιδιαίτερα μαθήματα και να ενασχοληθούν με διάφορες δραστηριότητες ώστε να αποκτήσουν έναν βαθμό πειθαρχίας. Οι δάσκαλοι, επίσης, βρίσκονται πολύ συχνά αντιμέτωποι με τις αυξανόμενες δυσκολίες του επαγγέλματός τους αδυνατώντας να προσαρμοστούν στις νέες εξελίξεις.
Οι εντάσεις και οι αντιφάσεις ασφαλώς υπάρχουν: τίποτα δεν έχει κριθεί. Απέναντι στα αδιέξοδα και στα ψυχολογικά προβλήματα που δημιουργεί η ριζοσπαστική ηθική της αισθητικοποίησης, δημιουργείται ένας άλλος τύπος απαιτήσεων που έχει ως επιδίωξη το να βρίσκεται κανείς στο ύψος των επιταγών της εκπαίδευσης και να είναι ικανός να μορφωθεί, να ελέγχει τον εαυτό του, να οργανώνει την καθημερινότητά του και να προσαρμόζεται σε έναν κόσμο που συνεχώς κινείται και αλλάζει.
Ηδονισμός και απόδοση
Το συμπέρασμα λοιπόν είναι αδιαμφισβήτητο: είμαστε μάρτυρες της αυξανόμενης επιρροής των αρχών της ανταγωνιστικότητας και της απόδοσης όσον αφορά στην καθημερινότητα, με αποτέλεσμα να ορθώνεται μια τεράστια πρόκληση που σχετίζεται με την ηθική της αισθητικοποίησης και την αναζήτηση της καλής ζωής. Αρχικά, το παρατηρούμε στον τομέα του επιχειρείν, με τις περισσότερες εταιρείες να θέτουν ως προτεραιότητα την αύξηση της ανταγωνιστικότητας, την ολοένα και μεγαλύτερη απαίτηση για κέρδη και συνεχή άνοδο της παραγωγικότητας καθώς και για άμεσα αποτελέσματα, τη μείωση του ανθρώπινου δυναμικού, την ελαστικοποίηση της εργασίας και την εισαγωγή πρακτικών ατομικής αξιολόγησης γύρω από την εργασιακή απόδοση, για την οποία τίθενται ολοένα και υψηλότεροι στόχοι. Οι συγκεκριμένες εξελίξεις έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση του άγχους στους χώρους εργασίας, φαινόμενο το οποίο πλέον επηρεάζει κάθε κοινωνικό τομέα και δραστηριότητα. Οι νέες τεχνολογίες, όπως αναπτύσσονται στην εποχή της πληροφόρησης και της παγκοσμιοποίησης, καθιστούν το χάσμα της αισθητικής κουλτούρας διαρκώς διευρυνόμενο: ένα κλίμα φόβου εξαπλώνεται συνεχώς, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη μιας κουλτούρας διαρκώς αυξανόμενου ανταγωνισμού.
Η δια βίου μάθηση, η διαρκής αναβάθμιση των δεξιοτήτων, το να μπορεί κανείς να κάνει όλο και περισσότερα σε όλο και λιγότερο χρόνο και με όσο το δυνατόν λιγότερο προσωπικό, αποτελούν απαιτήσεις της υπερνεωτερικής επιχείρησης που υποβάλλει τους εργαζομένους της σε καθεστώς συνεχούς πίεσης και τους αναγκάζει να δρουν χωρίς καθυστέρηση, να είναι σε διαρκή κινητικότητα, να μπορούν να παρέχουν άμεσα λύσεις καθώς και να μπορούν να αντιδρούν όλο και πιο γρήγορα στις προκλήσεις που τους τίθενται[8]. Αυτές οι νέες μέθοδοι θέτουν σε κίνδυνο το ευ ζην στην εργασία και την ποιότητα της ζωής μέσα στην επιχείρηση και καθιστούν όλο και πιο δύσκολο τον συνδυασμό μεταξύ προσωπικής και επαγγελματικής ζωής[9], προκαλώντας συμπτώματα υπερκόπωσης (burn out), φόβου αποτυχίας αναφορικά με τους στόχους που τίθενται, υποτίμησης του εαυτού, κατάθλιψης και, σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτοκτονιών. Σε αυτό το πλαίσιο μεγιστοποίησης της απόδοσης παρατηρούνται φαινόμενα όπως τoυ να υποφέρει κάποιος στην δουλειά του. Παρατηρούμε επίσης το συναίσθημα της κακοδιαχείρισης του εργαζόμενου ο οποίος αισθάνεται «παραμελημένος», περιθωριοποιημένος και πιστεύει ότι δεν εκτιμάται η εργασία του.
Ο αθλητισμός αποτελεί μια άλλη σφαίρα με εξέχοντα ρόλο στο ανταγωνιστικό υπερνεωτερικό περιβάλλον, όπου απαιτείται η άριστη φυσική κατάσταση που με τη σειρά της θα φέρει το μέγιστο αποτέλεσμα. Η συγκεκριμένη λογική εξυπηρετείται από την εξάπλωση του ντόπινγκ όχι μόνο στους επαγγελματίες αθλητές αλλά και στους νέους που ασχολούνται ερασιτεχνικά με τον αθλητισμό και, γενικώς, σε όλα τα επίπεδα της αθλητικής δραστηριότητας. Τη στιγμή που τα όρια μεταξύ υγείας, διατροφής, ιατρικής και ντόπινγκ γίνονται ολοένα και πιο δυσδιάκριτα, η αγορά καταγράφει τεράστιες πωλήσεις προϊόντων που υπόσχονται τόνωση και αύξηση της σωματικής απόδοσης, προϊόντων ενισχυμένων με βιταμίνες και μεταλλικά στοιχεία καθώς και κάθε λογής από «χάπια απόδοσης»: έτσι, για να στέκεται κανείς στο ύψος των απαιτούμενων αποδόσεων πρέπει να ακολουθεί την κουλτούρα της κατανάλωσης φαρμάκων και «χαπιών που εγγυώνται την ευτυχία» και όχι την κουλτούρα της αισθητικοποίησης.
Η ίδια λογική διέπει και την εξωτερική εμφάνιση στην εποχή της «τυραννίας» του αδύνατου σώματος, της νεότητας και των τέλειων αναλογιών. Η εποχή μας χαρακτηρίζεται από μια ομορφιά που για να διατηρηθεί απαιτεί συνεχή προσπάθεια, αδιάκοπες στερήσεις με τη μορφή δίαιτας, συντήρηση μέσω της υγιεινής διατροφής, συνεχόμενες διορθώσεις μέσω της πλαστικής χειρουργικής και πρόληψη μέσω της ενυδάτωσης και της αναζωογόνησης του προσώπου. Ουδεμία λοιπόν πρωτοκαθεδρία της αισθητικής της παροντικότητας και των γαστρονομικών απολαύσεων, αλλά αντιθέτως ένα πλαίσιο που χαρακτηρίζεται από δίαιτες, προσταγές αυτοελέγχου και συνεχούς επιτήρησης της κατάστασης του σώματός μας. Η κανονιστική αισθητικοποίηση της βελτίωσης της εξωτερικής εμφάνισης λειτουργεί σε οριακή, κάποιες φορές, αντίθεση με την αισθητικοποιημένη ηθική της ύπαρξης.

* Lipovetsky Gilles & Serroy Jean, «Les contradictions de la culture hypermoderne», L’esthétisation du monde. Vivre à l’âge du capitalisme artiste, Παρίσι, Gallimard, 2013, σσ. 407-415.
[1] Αυτό είναι κάτι που μεταφράζεται από τη συσκευασία των τροφίμων: στη μια πλευρά χρώματα, σχήματα, ελκυστική τυπογραφία που προωθούν τη χαρά της κατανάλωσης∙ στην άλλη, συστατικά της ονοματολογίας του προϊόντος, χρωστικές ουσίες, έκδοχα και ο πίνακας με την περιεκτικότητα σε λιπαρά, υδατάνθρακες, άλατα, σάκχαρα που υποδεικνύουν την παρακολούθηση της υγιεινής και της υγείας.
[2] Jean-Pierre Poulain, Sociologies de l’alimentation. Les mangeurs et l’espace social alimentaire, Παρίσι, PUF, coll. Sciences sociales et sociétés, 2002, p. 53.
[3] Gilles Lipovetsky, Le Bonheur paradoxal. Essai sur la société d’hyperconsommation, Παρίσι, Gallimard, coll. NRF Essais, 2006, p. 216-220; επανέκδ. coll Folio Essais, 2009, p.268-273.
[4] Robert Rochefort, Le Consommateur entrepreneur. Les nouveaux modes de vie, Παρίσι, Odile Jacob, 1997.
[5] Claude Fischler, L’Homnivore. Le goût, la cuisine et le corps, Παρίσι, Odile Jacob, 1990; επανέκδ. Éditions du Seuil, coll. Points, 1993.
[6] Πάνω σ’ αυτό το ζήτημα βλ. Gilles Lipovetsky, Le Bonheur paradoxal, op.cit.
[7] Αν και οι οικολογικές αξίες αντιτίθενται στην αισθητικοποιημένη ηθική, το αντίστροφο είναι εξίσου αληθές, καθότι φαίνεται να συγκροτούν οργανώσεις κατά των κατασκευαστικών έργων δημιουργίας αιολικών πάρκων ακριβώς εξαιτίας της υπεράσπισης της αισθητικής του τοπίου.
[8] Nicole Aubert, Le Culte de l’urgence. La société malade du temps, Paris, Flammarion, 2003; επανέκδ. coll. Champs, 2004.
[9] Ο φορητός υπολογιστής και τα smartphones παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο σ’ αυτήν την υποβάθμιση επειδή δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την ανά πάσα στιγμή διαθεσιμότητα προκαλώντας μια ολοένα μεγαλύτερη καταπάτηση της ιδιωτικής ζωής από την εργασία: το ένα τέταρτο των εργαζομένων θεωρεί ότι η ισορροπία μεταξύ οικογενειακής ζωής και εργασίας δεν είναι ικανοποιητική (Le Monde, 7 Aπριλίου, 2012).

Δεν υπάρχουν σχόλια: