Αναγνώστες

Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2011

Marco Bellocchio

«Ο Σίλβιο μοιάζει με τον Ντούτσε»  ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΕΤ

Πριν από μερικές δεκαετίες, τον ιταλικό πολιτικό κινηματογράφο εκπροσωπούσαν σκηνοθέτες όπως ο Φραντσέσκο Ρόζι και ο Πιέτρο Τζέρμι. Σήμερα, ο κινηματογράφος αυτός εκπροσωπείται από νεότερους δημιουργούς όπως ο Ματέο Γκαρόνε («Γκομόρα») και ο Πάολο Σορεντίνο («Il Divo»).
Σ' αυτούς ανήκει και ο Μάρκο Μπελόκιο («Καλημέρα νύχτα», «Το χαμόγελο της μητέρας μου», «La Balia»), ένας μεγαλύτερος σε ηλικία σκηνοθέτης, που εξακολουθεί με ταλέντο και πάθος να γυρίζει ταινίες γύρω από τα κοινωνικοπολιτικά θέματα που αφορούν την πατρίδα του. Παράδειγμα, η πρόσφατη, βραβευμένη σε διάφορα διεθνή φεστιβάλ, συγκλονιστική ταινία του, «Vincere», που πρωτοπροβλήθηκε στο περσινό Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου και θα δούμε τώρα στους κινηματογράφους. Ταινία γύρω από την άγνωστη μέχρι πρόσφατα οδύσσεια της πρώτης, κρυφής, συζύγου του Μουσολίνι, της Ιντα Ντάλσερ, και του γιου τους Αλμπίνο, την οποία ο δικτάτορας, παρ' όλο που τον βοήθησε οικονομικά στα πρώτα βήματα της πολιτικής του καριέρας, όχι μόνο αρνήθηκε να αναγνωρίσει αλλά και την κακομεταχειρίστηκε. Χρησιμοποιώντας μάλιστα την εξουσία του, όταν αυτή άρχισε έναν αγώνα αναγνώρισής της, την έκλεισε σε ψυχιατρείο, όπου και πέθανε.
Μια αληθινή ιστορία
Η ταινία θεωρήθηκε έμμεσο σχόλιο πάνω στον έλεγχο των μέσων που χρησιμοποιεί σήμερα ο Μπερλουσκόνι για να προωθήσει τη δική του προπαγάνδα. Συνάντησα πρόσφατα τον 69χρονο σκηνοθέτη, που υπήρξε μέλος του μαοϊκού κινήματος στην Ιταλία. Με αμεσότητα και ξεκάθαρες πολιτικές θέσεις, μου μίλησε για την ταινία του, τον πολιτικό κινηματογράφο αλλά και τον Μπερλουσκόνι.
- Πότε σκεφτήκατε ότι η ιστορία αυτή μπορούσε να γίνει ταινία;
«Δεν τη γνώριζα. Διάβασα ένα πρωινό σε μια εφημερίδα ένα άρθρο για ένα ντοκιμαντέρ που θα μεταδιδόταν το βράδυ από την τηλεόραση και το παρακολούθησα. Στην ιστορία της ιταλικής πολιτικής, ιδιαίτερα στην περίοδο του φασισμού, κάτι τέτοιο δεν είχε ξανασυμβεί. Αυτά που γνωρίζουμε για το φασισμό, από βιβλία και άρθρα, εστιάζονται βασικά στον αγώνα ανάμεσα στους φασίστες και τους αντιφασίστες, στους αγωνιστές και εκείνους που φυλακίστηκαν και έγιναν μάρτυρες. Αλλά η χρήση ενός ασύλου ψυχοπαθών για να φιμωθεί κάποιο πρόσωπο είναι κάτι το ασυνήθιστο».
- Ποιες ήταν οι πηγές για το υλικό σας;
«Βασικά ήταν το βιβλίο "Η σύζυγος του Ντούτσε" του Μάρκο Τζένι, ιστορικού από το Τρέντο που γνώριζε την ιστορία πολύ καλά. Υπάρχει κι ένα άλλο βιβλίο, "Το κρυφό παιδί του Ντούτσε", του Αλφρέντο Πιερόνι, καθώς και το ντοκιμαντέρ που σας ανέφερα, όπου δυο σκηνοθέτες πήραν συνεντεύξεις από ηλικιωμένους ανθρώπους της περιοχής που γνώριζαν την ιστορία και οι οποίοι συνάντησαν και τον ίδιο το γιο του Μουσολίνι. Μίλησα και με μέλη της οικογένειας και συνέλεξα τις απαραίτητες πληροφορίες που χρειαζόμουν για να φτιάξω το σενάριο. Οι διάλογοι και οι καταστάσεις έχουν βέβαια επινοηθεί, αλλά βασίζονται σε αληθινά γεγονότα».
- Τα επίκαιρα συνδυάζονται πολύ ωραία με την όλη ιστορία, αλλά γιατί προτιμήσατε να χρησιμοποιήσετε έναν ηθοποιό για να ερμηνεύσει τον Μουσολίνι σε μεγαλύτερη ηλικία, όταν αυτός αναλαμβάνει την αρχηγία του κράτους και γίνεται δικτάτορας;
«Αν παρακολουθήσετε τον τρόπο που γερνάει η Ιντα -η ιστορία της καλύπτει 30 χρόνια ιταλικής ιστορίας- δεν αλλάζει και πολύ, απλά έχει μερικές ρυτίδες και τα μαλλιά της γίνονται γκρίζα. Η διαδικασία του γήρατος δεν είναι τόσο έντονη. Αυτό έγινε σκόπιμα. Το πέρασμα όμως από τον ηθοποιό που ερμηνεύει τον Μουσολίνι σε νεαρή ηλικία στον ίδιο τον Μουσολίνι μέσα από τα επίκαιρα είναι επίσης μια επιλογή γιατί θέλησα έτσι να χρησιμοποιήσω τον κινηματογράφο. Δεν είναι ξαφνικό πέρασμα, υπάρχει ο ενδιάμεσος κρίκος του κινηματογράφου, γιατί ο ίδιος ο Μουσολίνι, όπως και ο Λένιν, προσδιόρισε τον κινηματογράφο ως την πιο ισχυρή τέχνη. Ο Μουσολίνι μάλιστα τον εκμεταλλεύτηκε για να επιβάλει την προσωπικότητά του στους Ιταλούς. Ενας άλλος λόγος είναι ότι και η Ιντα, από τη στιγμή που ο Μουσολίνι αναλαμβάνει την εξουσία, δεν τον ξαναβλέπει πρόσωπο με πρόσωπο. Τον ανακαλύπτει μόνο μέσα από το σινεμά».
- Εδώ καταπιάνεστε με τον Μουσολίνι, ενώ πιο πριν, στο «Καλημέρα νύχτα», ασχοληθήκατε με τον Αλντο Μόρο. Τι σας κάνει να στρέφεστε στην ιταλική ιστορία;
«Επέλεξα τον Αλντο Μόρο γιατί είχα εμπειρία της συγκεκριμένης εκείνης περιόδου, και σοκαρίστηκα με τα πρόσωπα που είχαν αναμειχθεί στη δολοφονία του. Οσο για τον Μουσολίνι, το φάντασμά του δεν στοιχειώνει πια τους Ιταλούς. Αλλά πρέπει να πούμε ότι οι δεξιοί πολιτικοί μέχρι αρκετά πρόσφατα συνέχιζαν να τον υπερασπίζονται και να τον χαρακτηρίζουν καλύτερο πολιτικό που είχε ποτέ η χώρα! Βέβαια τα δεξιά κόμματα, τα οποία αυτή τη στιγμή κυβερνούν την Ιταλία, τον χαρακτηρίζουν ως το απόλυτο κακό και υποστηρίζουν ότι δεν έχουν καμιά σχέση μ' αυτόν και την ιδεολογία του. Είναι αλήθεια ότι κάθε θεατής μπορεί να κάνει τον δικό του παραλληλισμό μεταξύ Μουσολίνι και Μπερλουσκόνι, αλλά βέβαια σήμερα δεν ζούμε σε κάποια δικτατορία. Εχουμε δημοκρατικό καθεστώς, αλλά έχουμε έναν αρχηγό που έχει μια παρόμοια εξουσία με εκείνη του Μουσολίνι, γιατί ελέγχει όλα τα κανάλια στην Ιταλία».
- Αυτός είναι και ο λόγος που γυρίζονται αρκετές ιταλικές ταινίες για κοινωνικά και πολιτικά θέματα, όπως το «Il Divo» και το «Γκομόρα»;
«Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο ιταλικός κινηματογράφος ήταν πάντα ένας κινηματογράφος της αριστεράς. Είχαμε πολύ λίγες δεξιές ταινίες. Και μια και η αριστερά ποτέ δεν κυβέρνησε την Ιταλία, όλοι οι κινηματογραφιστές αντιπροσώπευαν την αντιπολίτευση. Μπορεί να φτιάξεις και προπαγανδιστικές ταινίες που να είναι αριστουργήματα αλλά αυτό είναι πολύ σπάνιο. Ταινίες όπως τα "Il Divo" και "Γκομόρα" είναι πολύ ωραίες ταινίες που δεν εκπροσωπούν αυτούς που μας κυβερνούν».
Η ιταλική νουβέλ βαγκ
- Οταν το 1965 ξεκινήσατε την καριέρα σας σας αντιμετώπισαν ως εκπρόσωπο της νουβέλ βαγκ στην Ιταλία. Πιστεύετε πως οι ταινίες αυτές του Γκαρόνε, του Σορεντίνο και ορισμένων άλλων, δείχνουν πως σήμερα υπάρχει μια νέα νουβέλ βαγκ στην Ιταλία;
«Δεν ξέρω αν υπάρχει ένα νέο κύμα. Αυτοί είναι σίγουρα δυο πρωτότυποι δημιουργοί που υπογραμμίζουν τη δύναμη της εικόνας και η εικόνα, δεν πρέπει να το παραγνωρίζουμε, είναι η αληθινή δύναμη του κινηματογράφου. Ο ιταλικός κινηματογράφος βασιζόταν για μεγάλο διάστημα σε υπερβολικά πολλές λέξεις και σε λίγες δυστυχώς εικόνες. Δεν ξέρω αν έχουμε μια νέα νουβέλ βαγκ, αλλά ο Γκαρόνε και ο Σορεντίνο είναι, κατά βάθος, κλασικοί σκηνοθέτες. Μια νουβέλ βαγκ θα δημιουργηθεί από τους σημερινούς 20χρονους σκηνοθέτες, που πολλοί απ' αυτούς χρησιμοποιούν τις νέες τεχνολογίες που τους διευκολύνουν να γυρίζουν με πολύ λίγα χρήματα και όπως ακριβώς θέλουν».
- Υπάρχει στην Ιταλία κάτι αντίστοιχο με το Κέντρο Κινηματογράφου που έχουμε στην Ελλάδα, για να βοηθά τους δημιουργούς;
«Βέβαια. Δίνεται κρατική βοήθεια αλλά όχι σε όλες τις ταινίες. Μόνο σε ορισμένες, και βέβαια με την οικονομική κρίση που περνάμε τώρα, η βοήθεια αυτή μειώνεται. Στην περίπτωση του "Vincere" είχαμε πολύ μικρή κρατική συμμετοχή, επειδή επρόκειτο για μια ασυνήθιστη ταινία και πρέπει να πω ότι μπορέσαμε να την γυρίσουμε χάρη σε συμπαραγωγή και με τη βοήθεια της τηλεόρασης». *





Δεν υπάρχουν σχόλια: