Αφού αναπολήσαμε
Τα περασμένα
Τις χαρούμενες στιγμές
Τις παρέες
Τους έρωτες
Τους φίλους
Τα δειλινά
Τα γλέντια τα ξενύχτια , την ωραιότητα που φεύγει ,
Ύστερα
Πυρπολήσαμε τα σώματα μας
Βγάλαμε τα μάτια μας ένα ένα
Ακρωτηριασαμε αυτά που αγαπήσαμε
Και απομείναμε
Μισο καμμένα κούτσουρα,σε μια σχεδια , σε μια αλύπητη θάλασσα
Τα περασμένα
Τις χαρούμενες στιγμές
Τις παρέες
Τους έρωτες
Τους φίλους
Τα δειλινά
Τα γλέντια τα ξενύχτια , την ωραιότητα που φεύγει ,
Ύστερα
Πυρπολήσαμε τα σώματα μας
Βγάλαμε τα μάτια μας ένα ένα
Ακρωτηριασαμε αυτά που αγαπήσαμε
Και απομείναμε
Μισο καμμένα κούτσουρα,σε μια σχεδια , σε μια αλύπητη θάλασσα
1 σχόλιο:
Ο Συγχωρεμένος
Φοβάμαι το Συγχωρεμένο
τα ίχνη του με κάνανε και πάλι να ενδώσω
του Παραδείσου μου την πόρτα, την εκλεκτική
με τρόπο - ma non troppo- να κλειδώσω
Ανεπιθύμητη, βαρειά, σκληρόπετση φιγούρα
τα γλυκερά λιμάνια της ραστώνης μου αναδεύει
και μου ‘ρχεται φυλετική, πανάρχαια,
δυσανεξία ιερή, σ’ ανήκεστη φαγούρα
Κι είν’ το δοχείο της νυκτός
ωϊμέ καπαρωμένο
πώς να δεχτώ τα επιπλέοντα
-ώ κόπρος συμπεριφοράς-
ακράτειας μνημεία ζοφερά
ενός αχρείου λέοντα
στο κοσμικό μου μετερίζι;
Απ’ την παράγκα την προσφυγική
-μάρκα του βάλτου, μ’ έκαψες-
τ’ ακάλεστα σαν να μαζέψω προσπαθώ
σ’ ένα φτηνό κινέζικο κουτάκι για τα ούρα
μια θάλασσα μικρή … μας μαγαρίζει
Τα ρέστα δε ζητάω μα επιμένει
το χαλαρό μου μπάνιο να ενοχλεί
τα αιρετικά σημεία του κορμιού να πασπατεύει
κει που δεν πιάνει το σαπούνι τού μελιού
κι απάνω στο παπάριασμα
μ’ έν’ άγαρμπο σφουγγάρι ξεθυμαίνει
πανάθεμα τα λόγια που λαξεύονται
στην πλώρη απάνω του Κακού
την τρισκαταραμένη…
Δημοσίευση σχολίου