Αναγνώστες

Δευτέρα 17 Ιουνίου 2013

αναγκαστικοί νόμοι και πολιτική ανδροπρέπεια Η Ελλάδα χωρίς δημόσια ραδιοτηλεόραση Ανδρέας Τάκης/αναδημοσίευση απο τον ΧΡΟΝΟ

αναγκαστικοί νόμοι και πολιτική ανδροπρέπεια


Η Ελλάδα χωρίς δημόσια ραδιοτηλεόραση

Η αιφνίδια κατάργηση της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης με έκδοση
Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου είναι πολιτειακά κρίσιμη
διότι υπογραμμίζει την κλιμακούμενη υποχώρηση του κοινοβουλευτισμού
και την ενίσχυση μιας παρασυνταγματικής εξουσίας, όπως το περιβόητο Μαξίμου.

Ανδρέας Τάκης

Τι την ήθελαν την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου για την Ε.Ρ.Τ.; 
Καλώς ή κακώς (κακώς, κακίστως) το πολίτευμά μας ανέχθηκε ελέω και της γνωστής επιλεκτικής «αυτοσυγκράτησης» του Συμβουλίου της Επικρατείας το να εκδίδονται Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου για να γίνουν επιτακτικές νομικές διευθετήσεις ενόψει εφαρμογής μνημονίων, εκταμίευσης δόσεων κ.λπ. Ήδη είναι ασυγχώρητο πλήγμα για τη νομοπαραγωγική ομαλότητα το να καθίσταται ανεκτή η επανειλημμένη αιτιολόγηση της έκτακτης νομοθέτησης απευθείας από την κυβέρνηση με βάση τον περιβόητο «δημοσιονομικό εκτροχιασμό».
Το πλήγμα αυτό βαθαίνει ακόμη περισσότερο και γίνεται ανησυχητικό από την κοινή επίγνωση ότι ο τρόπος αυτός νομοθέτησης, δηλαδή μέσω «αναγκαστικών νόμων» με ημερομηνία λήξης, έχει αποδειχθεί εξαιρετικά αποτελεσματικός ως μηχανισμός προσωρινής παράκαμψης του Κοινοβουλίου αλλά και ως συμπλήρωμα ενός συνολικότερου παρασυνταγματικού μηχανισμού πειθάρχησης κοινοβουλευτικών ομάδων. Είναι σαφές ότι θα πρέπει κανείς να αντιλαμβάνεται τη λειτουργικότητα των Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου από κοινού με την αλλοίωση που επήλθε στην τακτική διαδικασία του νομοθετικού έργου του Κοινοβουλίου.
Νεόκοπες επιβληθείσες πρακτικές, όπως η ψήφιση σε ένα μόνο άρθρο, η απουσία ανθρωπίνως ευλόγου χρόνου για την ανάγνωση καν των προτεινόμενων σχεδίων κ.λπ., δίνουν αποφασιστικά το προβάδισμα στην κατάσταση επείγοντος σε βάρος του διαβουλευτικού χαρακτήρα όχι μόνο του Κοινοβουλίου αλλά και του συνόλου πολιτεύματός μας. Συν τοις άλλοις αποστερούν έτσι την ελληνική πολιτική ζωή από το δημόσιο θέαμα του ατομικού εγωισμού των κοινοβουλευτικών μας, που σε διαφορετική περίπτωση θα έσπευδαν να διαφοροποιηθούν ελαφρώς από την κομματική τους γραμμή για να κρατήσουν σε ισορροπία την προσωπική τους πολιτική παρουσία μέσα σε ένα εξαιρετικά ρευστό σκηνικό. Παραπολιτικά γεγονότα, όπως απολογητικές δηλώσεις του τύπου «δεν το είχαμε διαβάσει», αποκαθηλώνουν τα τελευταία προσχήματα.
Είναι σαφές ότι αυτές οι πρακτικές αποκρυσταλλώνουν θεσμικά και επιδιώκουν να νομιμοποιήσουν πλέον συνταγματικά το πολιτικό γεγονός ότι το κέντρο των αποφάσεων που εγκρίνονται μέσα από τη συνταγματικά ανορθόδοξη (δημοκρατικά, δεν το συζητάω) μορφή εξαιρετικής επιτακτικής νομοθέτησης δεν είναι στην ίδια τη Βουλή αλλά κάπου αλλού. Χαίρω πολύ, θα πει κανείς, λες και δεν το ξέραμε ότι από πίσω στην πραγματικότητα κυβερνάνε οι καναλάρχες, οι τραπεζίτες, οι Αμερικάνοι, οι Γερμανοί, η τρόικα, η νεοφιλελεύθερη λαίλαπα, οι αρπακτικές μερίδες του παγκόσμιου χρηματιστηριακού κεφαλαίου, οι Εβραίοι, ο Σόρος, οι ισλαμιστές ή δεν ξέρω ποιος άλλος διάολος ή θεός νομίζει το ελληνικό πολιτικό καφενείο…
Το θέμα για το πολίτευμα όμως δεν είναι εκεί. Οποιοσδήποτε παράγοντας «έξωθεν» πίεσης στο πολιτικό σύστημα κι αν είναι κάθε φορά ο πιο αποφασιστικός, αυτός προκειμένου να υλοποιήσει τα «σχέδιά» του θα πρέπει να επηρεάσει τα εθνικά, συνταγματικά μας όργανα και τα πρόσωπα που τα στελεχώνουν. Είναι οι αποφάσεις των δικών μας πολιτικών και πολιτειακών παραγόντων που δεσμεύουν και για τις οποίες εκείνοι που τις έλαβαν είναι πολιτικά υπεύθυνοι και ενδεχομένως νομικά υπόλογοι. Από τη σκοπιά όμως της λειτουργίας του δημοκρατικού μας πολιτεύματος, το κρίσιμο είναι με ποια θεσμικά μέσα τέτοιες επιρροές προσλαμβάνουν τη μορφή κρατικών αποφάσεων και με ποια αιτιολογία διεκδικούν τη νομιμοποίησή τους.
Επιτρέψτε μου να εμμείνω από φιλοσοφική διαστροφή στο σημείο αυτό, δηλαδή σε εκείνο που θεωρώ περαιτέρω αλλοίωση του κοινοβουλευτισμού μας. Είναι πράγματι κουραστικά κοινός τόπος η αιωνόβια σχεδόν διάγνωση του Λάσκι ότι η Βουλή δεν είναι παρά «θάλαμος καταγραφής» των αποφάσεων του Εκτελεστικού. Ο κατά Μάνεση συνταγματισμός έχει παραγάγει κλασικές σελίδες για το ζήτημα. Αυτό που θέλω συγκεκριμένα να επισημάνω είναι ότι αντιμετωπίζουμε εν προκειμένω μια κλιμακούμενη υποχώρηση του κοινοβουλευτισμού μέσω της εξάλειψης του διαβουλευτικού στοιχείου στο πολίτευμα. Η κλιμάκωση αυτή μας είναι οικεία από την εθνική μας πολιτική ιστορία και όχι μόνο. Η άνευ όρων παράδοση των κοινοβουλίων του Μεσοπολέμου στις καισαρικές εθνικές φιγούρες αποτελεί ένα παράδειγμα, οσοδήποτε ακραίο(;). Μέχρι σήμερα, στο πλαίσιο της Γ΄ μεταπολιτευτικής Ελληνικής Δημοκρατίας, δεν είχε αμφισβητηθεί ποτέ ο ρόλος του Κοινοβουλίου ως κυρίαρχου φορέα νομιμοποίησης των πολιτικών αποφάσεων που λαμβάνονται από τα επιτελικά κλιμάκια της πολιτικής ηγεσίας του κράτους, δηλαδή τον πρωθυπουργό και το Γραφείο του, την κυβέρνηση, τα μέλη της και τα επιμέρους όργανά της. Δεν αμφισβητείται το γεγονός ότι με σταθερή την κοινοβουλευτική πλειοψηφία είναι μικρότερη η επιρροή που μπορούν να ασκήσουν στη διαμόρφωση του κειμένου ενός νομοσχεδίου όλοι μαζί οι βουλευτές ως σώμα παρά ο καθένας με την προσωπική του επιρροή ως επικεφαλής λόμπι, ομάδων πίεσης, χρηματοδοτών κ.λπ. Τον αποκλειστικό σχεδόν λόγο έχουν τα πολιτικά επιτελεία των προτεινόντων υπουργών ως αυτοτελή σχεδόν κέντρα δικτύων πολιτικών/πελατειακών επαφών.
Ωστόσο η κοινοβουλευτική διαδικασία νομοπαραγωγής υποχρεώνει σε δημόσια διαβούλευση και κατ' αντιμωλία αντιπαράθεση πολιτικής επιχειρηματολογίας και πραγματικών δεδομένων. Έτσι, η διαβούλευση, ακόμη και σε περιστάσεις τελετουργικής μόνο ή σχηματικής τήρησής της, παραμένει ένα απρόβλεπτο πεδίο δημοσίου ελέγχου και λογοδοσίας. Οι νόμοι που ψηφίζονται έτσι από τη Βουλή φέρουν έστω και ασθενές το τεκμήριο του διαβουλευτικού ελέγχου, και αξίζουν την υπακοή μας αν μη τι άλλο για την ευθύνη μας που διαλέξαμε κακούς εκπροσώπους, αν έτυχε και δεν τους διάβασαν πριν τους ψηφίσουν. Ο προαναφερθείς ωστόσο συνδυασμός της σημερινής έκτακτης αναγκαστικής νομοθέτησης μέσω Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου, από τη μια, και η πρακτική της οριακής απίσχνανσης ή και εξάλειψης του διαβουλευτικού στοιχείου, από την άλλη, μετατοπίζουν το σημείο πειθάρχησης της κοινοβουλευτικής ψήφου σε πιο υψηλό και πιο τυπικό πλέον επίπεδο. Η Βουλή περιορίζεται στο να εγκρίνει, με μία ψήφο επί της αρχής και μόνο, έναν τεράστιο όγκο επιμέρους δαιδαλωδών ρυθμίσεων υψίστου οικονομικού αντικειμένου ή υπέρτατης κοινωνικοπολιτικής κρισιμότητας, είτε αυτό έχει τη μορφή Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου προς έγκριση είτε διατάξεων με τη μορφή Κώδικα. Η εξάλειψη της διαβούλευσης, με την παράλειψη ακόμη και της πρόβλεψης ευλόγου χρόνου για απλή ανάγνωση, μετατρέπει τη διαδικασία ακόμη και στο εσωτερικό του Κοινοβουλίου σε διαδικασία αμιγώς δημοψηφισματικού χαρακτήρα.
Το καίριο χαρακτηριστικό αυτού του επαναλαμβανόμενου ενδοκοινοβουλευτικού δημοψηφίσματος είναι ότι αντικείμενό τους δεν είναι το κανονιστικό περιεχόμενο της απόφασης αλλά η απλή επιβεβαίωση της συνεχιζόμενης υποστήριξης από μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία εκείνου του επιτελείου που παίρνει στην πραγματικότητα τις πολιτικές αποφάσεις. Με άλλα λόγια, κάθε ψήφιση νόμου/έγκριση Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου ή Κώδικα είναι στην πράξη μια συγκεκαλυμμένη ψήφος εμπιστοσύνης. Εκ των πραγμάτων, κάθε νέα ψηφοφορία επί πρότασης της κυβέρνησης ήταν ανέκαθεν και ψήφος εμπιστοσύνης σε αυτήν, σήμερα όμως είναι πια μόνο αυτό και τίποτε άλλο. Η πύκνωση των φαινομένων αυτών κατά συνέπεια μετατρέπει τη Βουλή από καταγραφέα έστω των αποφάσεων του Εκτελεστικού σε γήπεδο όπου το ηγεμονικό Εκτελεστικό εισπράττει με κάθε απόφαση που υποβάλλει προς «έγκριση» και τη νέα acclamatio του.

Αντικοινοβουλευτισμός λόγω… κρίσης
Το επόμενο βήμα στα εγχειρίδια του αντικοινοβουλευτισμού είναι λογικά η κανονικοποίηση της νέας αυτής κατηγορίας δικαίου της εξαίρεσης και της ανάγκης, ως μορφής με τη συχνότητα χρήσης της οποίας θα πρέπει να εξοικειωθούμε χάριν της κρίσης. Κάποιοι μάλιστα δεν διστάζουν να προτείνουν να το κάνουμε αυτό πανηγυρικά μέσω της επικείμενης αναθεώρησης, υιοθετώντας ένα Σύνταγμα «κρίσης». Και μόνο από αυτό καταλαβαίνει κανείς πως κάποιοι καλοβλέπουν μια συνταγματική «δικτατορία» που θα βάλει επιτέλους λίγη τάξη με πυγμή, αρκεί να υπάρχει επαρκής αριθμός ψήφων για την acclamatio μέσα στη Βουλή. Το δεύτερο βήμα θα ήταν εξίσου λογικά να αραιώσουν οι αλλεπάλληλες ψήφοι εμπιστοσύνης, αφήνοντας ακόμη μεγαλύτερο περιθώριο αυτονομίας στο νομοθετούν Εκτελεστικό (σίγουρα θα το λένε κάπως σαν «νόμο -πλαίσιο») με απώτατο σημείο μία εφάπαξ ή μακροχρόνια εξουσιοδότηση, που θα κάνει και αυτήν ακόμη την παρουσία του Κοινοβουλίου περιττή, όπως άλλωστε την κατέστησε η στάση των ίδιων των κοινοβουλίων της Δύσης στον Μεσοπόλεμο, της χώρας μας συμπεριλαμβανομένης.
Το πόσο ισχυρή δυναμική αυταρχικής αυτονόμησης του Εκτελεστικού εγκλείει ο μηχανισμός παράκαμψης των τακτικών κοινοβουλευτικών διαδικασιών που περιέγραψα μόλις, το καταδεικνύει η τελευταία άσκηση συνταγματικής «δικτατορίας» με την αιφνίδια κατάργηση της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης και τη διακοπή των εκπομπών της διά της εκδόσεως Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου και πάλι. Αφήνοντας κατά μέρος τον αυτοτελώς αντισυνταγματικό χαρακτήρα του έργου από τη σκοπιά ειδικά της δημοκρατικής αρχής και των θεμελιωδών δικαιωμάτων, θα ήθελα να εστιάσω στην ιδιοτυπία της περίπτωσης από μια άλλη πιο διαδικαστική και πολιτική σκοπιά. Δεν θα θίξω ούτε το προδήλως προσχηματικό των αιτιολογιών που προσφέρθηκαν, αφού, όπως αποδείχθηκε παρά τις διαψεύσεις, το μέτρο προετοιμαζόταν από καιρό σαν «χαρτί» στο μανίκι του ισχυρού της συγκυβέρνησης, ώστε να παρέλκει εκ προοιμίου κάθε συζήτηση περί επείγοντος ή περί αλήθειας ή μη των λαϊκισμών περί «διαφθοράς» και «πάρτι σπατάλης» δημοσιογράφων και συνδικαλιστών. Πολλά από αυτά είναι αλήθεια, ίσως τα περισσότερα ή και όλα, αλλά προφανώς δεν είναι εκεί το θέμα.
Το ενδιαφέρον αντίθετα εν προκειμένω είναι ότι η πρωτοβουλία αυτή της κυβέρνησης δεν εκφράζει ούτε το σύνολο των μελών της ούτε τα δύο «ασθενέστερα» κόμματα της τριμερούς συγκυβέρνησης, αλλά μόνο την παράταξη του πρωθυπουργού, της οποίας και μόνο οι υπουργοί φέρονται να συνυπογράφουν τη σχετική πρόταση προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ωστόσο το γράμμα του Άρθρου 44, παρ. 1 του Συντάγματος περί Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου κάνει λόγο συγκεκριμένα για πρόταση που διενεργεί το Υπουργικό Συμβούλιο και όχι κάποια μέλη του. Φυσικά η συνταγματική ερμηνεία μπορεί εύκολα να διχαστεί αν θα πάρει ως βάση το γράμμα και θα απαιτήσει συνυπογραφή όλων των μελών του κεντρικού αυτού συλλογικού κυβερνητικού οργάνου ή θα υιοθετήσει μια πιο ευρεία έννοια αυτού, με βάση λ.χ. τους κανόνες λειτουργίας των συλλογικών οργάνων περί απαρτίας, εκπροσώπησης κ.ο.κ. Σε κάθε περίπτωση όμως θα ήταν δύσκολο να θεωρηθεί ότι μπορεί να μη συμμετέχει καν ο υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης που έχει και πρόδηλο καθ' ύλην ενδιαφέρον για την υπηρεσιακή κατάσταση σχεδόν 3.000 υπαλλήλων του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Το πλέον καινοφανές και πολιτικά στοιχείο όμως στην περίπτωση αυτή είναι το καταπληκτικό γεγονός ότι η συγκεκριμένη κομβική πολιτική απόφαση εμφανώς ελήφθη μονήρως και μονομερώς από τον στενό επιτελικό κύκλο περί τον πρωθυπουργό, με τη συμμετοχή περιορισμένου αριθμού εμπίστων υπουργών κορυφαίας αρμοδιότητας (όπως λ.χ. των Οικονομικών) και ερήμην, τουλάχιστον απ’ όσο γνωρίζουμε, των λοιπών δύο «ασθενών» εταίρων της συγκυβέρνησης αλλά και του μεγαλύτερου τμήματος της συμπολιτευόμενης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, ακόμη και των βουλευτών τής σχετικώς πλειοψηφούσας παράταξης. Πίσω από τον αγοραίο αλλά και αμήχανο συνάμα λαϊκισμό της επίκλησης του γνωστού τοις πάσι διεφθαρμένου κυβερνητισμού της Ε.Ρ.Τ. Α.Ε., που το ίδιο τους το κόμμα πρωταγωνιστικά καλλιέργησε, το πολιτικό μήνυμα του πρωθυπουργού και του Γραφείου του ήταν σαφές και προς στιγμήν μάλιστα φάνηκε να κερδίζει και τις εντυπώσεις: «Τόσα χρόνια λέγαμε ότι φταίει η έλλειψη πολιτικής βούλησης, από σήμερα κανείς δεν θα μπορεί να μας μεμφθεί εμάς για τέτοιο έλλειμμα».
Το πολιτειακά κρίσιμο σημείο εν προκειμένω, πέρα από πολιτικές ή άλλες εκτιμήσεις της πρωτοβουλίας αυτής, είναι το πόσο εύκολα το ακραίο εργαλείο αναγκαστικής νομοθέτησης των Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου πέρασε από τα χέρια μιας τρικομματικής συγκυβέρνησης, που απολαμβάνει έστω με τον ανάπηρο δημοψηφισματικό τρόπο τη στήριξη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, στον αποκλειστικό έλεγχο μιας παρασυνταγματικής εξουσίας, το περιβόητο Μαξίμου. Αφήνοντας επίσης κατά μέρος το πρόβλημα της συστηματικής αφωνίας του Προέδρου της Δημοκρατίας ή τις ευθύνες παρελθουσών κυβερνήσεων που οικοδόμησαν συστηματικά τον παρασυνταγματικό θύλακο του Γραφείου του πρωθυπουργού, το ερώτημα επιστρέφει αμείλικτο: είναι άραγε δυνατόν οι κορυφαίες πολιτικές αποφάσεις όπως η αιφνίδια διακοπή της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης να λαμβάνονται και να επιβάλλονται με τη μορφή αναγκαστικού νόμου, έστω και υπό προθεσμία, αποκλειστικά από ένα τμήμα του Εκτελεστικού που επικαλείται, εκτός της υποτιθέμενης αποφασιστικότητάς του, την αφηρημένη και επισφαλή υποστήριξη του 26% των Ελλήνων ψηφοφόρων.
Είναι σαφές πως η ριψοκίνδυνη αυτή πρωτοβουλία ευελπιστεί ότι ο αγοραίος λαϊκισμός ενάντια σε λαμόγια και δημοσιογράφους και, κυρίως, η αυταρχική μεθόδευση του «αποφασίζομεν και διατάσσομεν» θα συγκινήσει τους ψηφοφόρους που μουρμουρίζουν υπόκωφα για τον λοχία που μας χρειάζεται. Δεν είναι τυχαίο ότι μόνη η ανοικτά πλέον ναζιστική Δεξιά του Κοινοβουλίου έσπευσε να υποστηρίξει πανηγυρικά το όλο εγχείρημα, θεωρώντας ότι για άλλη μια φορά –όπως λ.χ. και στην περίπτωση της ιθαγένειας– η μεγάλη συντηρητική παράταξη σύρθηκε πίσω από τη δική της ατζέντα. Άλλωστε η διακοπή της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης φιγουράρει πρώτη πρώτη στις προτεραιότητες του εγχειριδίου κάθε καλού πραξικοπηματία.
Βέβαια, η ιδέα ότι η διακυβέρνηση της χώρας θα γινόταν με αναγκαστικούς νόμους που θα εξέδιδε η μισή μόνο κυβέρνηση ερήμην της υπόλοιπης, για να κάνει πράξη την πολιτική ανδροπρέπεια (κοινώς τσαμπουκά) με την οποία οι επιφανείς παράγοντες του πρωθυπουργικού περιβάλλοντος έχουν διαποτίσει ήδη το τουίτερ, φάνταζε μέχρι πρότινος ως απλώς ουτοπικά διασκεδαστική. Νομίζω όμως ότι μετά τις τελευταίες εξελίξεις έχει αναβαθμιστεί σε κάτι λίγο πιο σοβαρό από μακάβριο χιούμορ. Η Ε.Ρ.Τ. δεν είναι φυσικά κανένα Ράιχσταγκ, για τον αυταρχικό εθνολαϊκισμό της γνήσιας ελληνικής Δεξιάς όμως θα μπορούσε να είναι απλώς μια βαυαρική μπιραρία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

 Η ΛΑΚΑΝΙΚΗ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗς ΡΑΦΗΣ ( στον κινηματογράφο Σελ.411,412,413  SUSAN HAYWARD ΟΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Ρίτα Κολαΐτ...