Αναγνώστες
Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011
ΔΕΙΤΕ ΤΙ ΕΣΤΙ ΠΟΥΤι Ν (που μας την βγαινει και για ..''ανθρωπινα δικαιωματα΄'
που μας την βγαινει και για ..''ανθρωπινα δικαιωματα΄'
Res, non verba: επιστροφή στις μάζεςΑναδημοσίευση από την " σελίδα του Ηλία Ιωακείμογλου "και τον ΕΟΣ
Res, non verba: επιστροφή στις μάζες
Αναδημοσίευση από την " σελίδα του Ηλία Ιωακείμογλου "
Κι’
έτσι, η ιστορία συνεχίζεται από ήττα σε ήττα όταν οι αντικειμενικές
συνθήκες είναι δυσμενείς και με ισχνές νίκες όταν οι αντικειμενικές
συνθήκες θα δικαιολογούσαν την εκθετική άνοδο των κινημάτων.
Η εργατική τάξη, όμως, δεν είναι ένας «κοιμώμενος γίγαντας» με «έλλειμμα συνείδησης». Υπάρχουν επαγγελματικές κατηγορίες, κοινωνικές ομάδες, υπάρχουν οι μάζες των εργαζομένων, υπάρχει η ατομική δυσαρέσκεια και το ταξικό ένστικτο που οδηγεί σε ατομικές πράξεις αντίστασης στις αδικίες και στις βαρβαρότητες του καπιταλισμού. Συνιστούν όμως όλα αυτά την εργατική τάξη; H εργατική τάξη καθεαυτή δεν υπάρχει –διότι όπως και ο Θεός, δεν αφήνει πίσω της κανένα ίχνος. Η εργατική τάξη υπάρχει μόνον όταν αφήνει τα ίχνη της εκεί που την περιμένουμε, δηλαδή μέσα στην Ιστορία, μέσα στην αντίθεσή της με το Κεφάλαιο, όταν οργανώνεται σε συλλογικές ταυτότητες, σε συλλογικότητες που μάχονται ενάντια στο Κεφάλαιο και το Κράτος του. Η αστική τάξη και η εργατική τάξη δεν υπάρχουν σαν δύο ποδοσφαιρικές ομάδες ήδη πριν να αρχίσει ο αγώνας. Υπάρχουν μόνον μέσα στον ανταγωνισμό τους. Οι ταξικοί αγώνες συνιστούν την διαίρεση σε τάξεις, αυτοί συγκροτούν τις τάξεις, αυτοί και τις αποδιαρθρώνουν στα συστατικά τους μέρη, δηλαδή σε μεμονωμένα άτομα, σε κοινωνικές ομάδες, επαγγελματικές κατηγορίες. Οι κοινωνικοί αγώνες όμως δεν υπάρχουν χωρίς το παιχνίδι της ηγεμονίας.
Η έννοια της ηγεμονίας δεν αναφέρεται στην συνείδηση των υποτελών ότι οι κυρίαρχοι έχουν ιδιοτελή συμφέροντα. Αναφέρεται στην ικανότητα της κυρίαρχης τάξης να πείθει τις υποτελείς μάζες ότι τα ιδιαίτερα, ιδιοτελή συμφέροντά της –τα οποία καθόλου δεν αποκρύπτει– είναι συμφέροντα του «έθνους», ότι ταυτίζονται με το «κοινωνικό συμφέρον», ότι διασφαλίζουν και το συμφέρον των εργαζομένων, αν όχι βραχυπρόθεσμα, τουλάχιστον μακροπρόθεσμα. Όταν η ηγεμονία της αστικής τάξης είναι ισχυρή, οι εργαζόμενοι δεν κατορθώνουν να εκφράσουν τα δικά τους ταξικά συμφέροντα με συνεκτικό τρόπο και η ιδεολογική κυριαρχία της άρχουσας τάξης αποδιαρθρώνει κάθε συνεκτικό υλικό που συνενώνει τους εργαζόμενους. Ό,τι αντιλαμβάνονται «με ασύνδετο και ασυνείδητο τρόπο» και θα μπορούσε να αποτελέσει την πρώτη ύλη μιας ενιαίας ταξικής ιδεολογίας παραμένει απομονωμένο. Αυτή η επιβολή έχει υλική υπόσταση, μετατρέπεται σε υλική δύναμη, διότι αποδιαρθρώνει, αναδιατάσει, ανασυνθέτει και ενοποιεί τις κοινωνικές πρακτικές των υποτελών μαζών πάνω στον καμβά της αστικής ιδεολογίας και ενάντια στην αυθόρμητη ιδεολογία του κόσμου της εργασίας. Η αστική ηγεμονία, δηλαδή, διαπερνάει την καθημερινή ζωή των εργαζομένων, εγκαθιστά την κυρίαρχη ιδεολογία, όχι μόνον μέσα στο τρόπο με τον οποίο αυτοί σκέφτονται, αλλά και στα κριτήρια με τα οποία παίρνουν αποφάσεις, βιώνουν τις εμπειρίες της προσωπικής τους ζωής, «γεύονται» τα προϊόντα της κουλτούρας και της υποκουλτούρας, διευθετούν τις διαφορές τους κλπ. Η κυρίαρχη ιδεολογία γίνεται «πρακτική ιδεολογία», δηλαδή ιδέες που καθοδηγούν στάσεις και συμπεριφορές, γίνεται ηθική. Μόνον κάτω από αυτά βρίσκεται το κοίτασμα της αυθόρμητης ταξικής ιδεολογίας των εργαζομένων που απορρέει από τις υλικές συνθήκες της εργασίας τους και της καθημερινής ζωής τους. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, η εξουσία δεν επιβάλλεται έξωθεν σε μια συγκροτημένη εργατική τάξη, αλλά την διαπερνάει και την αποδιαρθρώνει.
Τ ο «παιχνίδι» της ηγεμονίας συμμετέχει λοιπόν στην συγκρότηση και στην αποδιάρθρωση των κοινωνικών τάξεων. Κάθε στρατόπεδο επιδιώκει την αποδιάρθρωση του αντιπάλου και μεμιάς την ενοποίηση των δυνάμεων στο εσωτερικό του. Όταν ο πολιτικός αγώνας για την ηγεμονία εγκαθιστά την κυρίαρχη ιδεολογία στους κόλπους της εργατικής τάξης και κατορθώνει να κυβερνήσει το μυαλό της και την ψυχή της, η τάξη αποδιαρθρώνεται, δεν συγκροτεί σχηματισμούς μάχης και το μόνο που απομένει είναι οι αντικειμενικοί όροι της ανασυγκρότησής της που είναι εγγεγραμμένοι στη φύση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, δηλαδή στις υλικές συνθήκες ύπαρξης του συστήματος. Σε αυτούς τους αντικειμενικούς όρους ανασυγκρότησης αναφέρεται τελικά ο όρος «τάξη καθεαυτή»: η τάξη καθεαυτή είναι μια εν δυνάμει τάξη.
Η εργατική τάξη υπάρχει, λοιπόν, μόνον όταν συγκροτείται σε σχηματισμούς μάχης που αμφισβητούν την αστική ηγεμονία. Εάν όμως οι εργαζόμενες τάξεις συγκροτούνται όταν υπάρχει πολιτικό κίνημα, δηλαδή όταν διεξάγουν πολιτικό αγώνα για την επιβολή του ιδιαίτερου ταξικού συμφέροντός τους ως γενικό κοινωνικό συμφέρον και ως εκ τούτου αμφισβητούν την αστική ηγεμονία, τότε, η συγκρότηση των εργαζομένων μαζών σε τάξη εκκρεμεί και αποτελεί καθήκον των οργανωμένων δυνάμεων που αναφέρονται σε αυτές τις μάζες.
Γ ια τον λόγο αυτό, η εξωτερική σχέση που η Αριστερά διατηρεί με τον κόσμο της εργασίας (σχέση που αποσκοπεί στην μετάγγιση συνείδησης από την υποτιθέμενη πρωτοπορία στις μάζες) θα έπρεπε να αντικατασταθεί με μια οργανική σχέση. Ποια ακριβώς θα έπρεπε να είναι αυτή, εξαρτάται από την εκάστοτε ιστορική συγκυρία.
Σ τη σημερινή συγκυρία, πάντως, θα σήμαινε δράσεις για τον μετασχηματισμό του αισθήματος ατομικής αδικίας, που έχει τώρα γενικευθεί στους κόλπους των υποτελών, σε μια κοινή αντίληψη περί συλλογικού ταξικού συμφέροντος. Πώς όμως να το πετύχουμε αυτό;
Δ ύο χρόνια μετά, γνωρίζουμε ότι αυτό δεν γίνεται με τις γνωστές από καθέδρας εκφωνήσεις λόγων και προτάσεων διακυβέρνησης -ή τουλάχιστον όχι μόνο με αυτές. Το παιχνίδι παίζεται εκεί που οι μάζες εργάζονται και ζουν. Εάν οι οργανωμένες δυνάμεις των υποτελών κοινωνικών τάξεων θέλουν να αποκτήσουν οργανική σχέση με τις μάζες, θα πρέπει να είναι παρούσες στο πεδίο, εκεί που οι μάζες εργάζονται (ή δεν εργάζονται) και εκεί που ζουν (εκεί δηλαδή που πραγματοποιείται η κοινωνική αναπαραγωγή).
Σ τη σημερινή συγκυρία αυτό θα σήμαινε έμπρακτη αμφισβήτηση του διευθυντικού δικαιώματος και της κεφαλαιοκρατικής ιδιοκτησίας με την ανάπτυξη ενός μεγάλου κινήματος καταλήψεων των επιχειρήσεων που απειλούνται ή απειλούν ότι θα κλείσουν, και συνέχιση της λειτουργίας τους με αυτοδιαχείριση και επαναπροσδιορισμό των σχέσεων παραγωγής, της οργάνωσης της εργασίας. Θα σήμαινε, με άλλα λόγια, απο-νομιμοποίηση του κέρδους και νομιμοποίηση της αλληλεγγύης των άμεσων παραγωγών.
Θ α σήμαινε ανάπτυξη και ενίσχυση των αυθόρμητων τάσεων που έχουν εμφανιστεί υπέρ των δημόσιων αγαθών έναντι των εμπορευμάτων στις γειτονιές: οργάνωση της καθημερινής ζωής, της κοινωνικής αναπαραγωγής, εκεί όπου η κρατική μηχανή ή οι επιχειρήσεις αποσύρονται, με καταλήψεις δημόσιων είτε αχρησιμοποίητων χώρων, με αυτο-οργάνωση και άμεση δημοκρατία, με νέους θεσμούς είτε προβλέπονται είτε όχι από την νομοθεσία.
Θ α σήμαινε υιοθέτηση εναλλακτικών μορφών μη τοκοφόρου χρήματος, χρήματος που έχει τον χαρακτήρα δημόσιου αγαθού, και κυκλοφορία του με χρήση των νέων τεχνολογιών.
Θ α σήμαινε, ακόμη, περιφρούρηση όλων αυτών ενάντια στην κρατική καταστολή και τους φασίστες με όλα τα μέσα.
Θ α σήμαινε ιδεολογική, δηλαδή ηθική, απο-νομιμοποίηση των κατασχέσεων από τις τράπεζες και συγκρότηση συλλογικών ταυτοτήτων που αναλαμβάνουν κάθε είδους δράση για να σταματήσουν οι κατασχέσεις και οι εξώσεις. Θα σήμαινε ανακήρυξη του ηλεκτρικού ρεύματος σε δημόσιο αγαθό και ανάπτυξη κινήματος απαγόρευσης της διακοπής του για την μη καταβολή των φόρων ή την αδυναμία πληρωμής του λογαριασμού.
Θ α σήμαινε ανάδειξη φυσικών πρωτοποριών στους χώρους εργασίας και κοινωνικής αναπαραγωγής.
Α υτά και άλλα που έρχονται, ή τα άλλα όμοια στα οποία δεν φτάνει η σκέψη μου, είναι τα μόνα που μπορούν να αποτελέσουν την βάση για την συγκρότηση των υποτελών μαζών σε κοινωνική τάξη ώστε να εμφανιστεί στην πολιτική σκηνή ως ένα και μοναδικό πρόσωπο για να διεκδικήσει την ηγεμονία, την πολιτική εξουσία και τον ριζικό μετασχηματισμό της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Αν όχι τώρα, πότε;
Ο ι οργανωμένες δυνάμεις των υποτελών κοινωνικών τάξεων έχουν και θεωρητική και ιδεολογική δουλειά: ό,τι συμβαίνει στην πράξη πρέπει να βρίσκει το αντίστοιχό του στις ιδέες, να μεταφράζεται σε ηθικές αξίες, για να αποκτά κοινωνική επικύρωση και αξιώσεις μετάφρασης του ταξικού, ειδικού συμφέροντος σε γενικό συμφέρον --και τελικά για να μετατρέπεται σε υλική δύναμη.
Emily Dickinson-Μετά τον μέγα πόνο έρχεται ένα αίσθημα τυπικό/Lenin Reloaded
Emily Dickinson-Μετά τον μέγα πόνο έρχεται ένα αίσθημα τυπικό
Μετά τον μέγα πόνο έρχεται ένα αίσθημα τυπικό--
Σαν τάφοι στέκονται τα νεύρα, τελετουργικά
Πιασμένη η καρδιά, αναρωτιέται--Αυτός ήταν που άντεξε;
Και χθες--ή αιώνες πριν;
Μηχανικά τα πόδια τριγυρνούν
σε ξύλινο δρόμο
εδάφους, ή αέρινο, ή αυτό που θα 'πρεπε,
όπως κι αν δημιουργήθηκε,
του χαλαζία η ηρεμία, σαν την πέτρα.
Αυτή είναι του μολυβιού η ώρα,
που την θυμάσαι αν μείνεις ζωντανός
όπως θυμούνται οι παγωμένοι το χιόνι
πρώτα το ψύχος, μετά τη ζάλη, μετά την παράδοση.
Μτφρ.: Lenin Reloaded
Η Ρασπουτάνα ο Ιβάν ο Τρομακτικός και αλλα
Ρασπουτάνα
Η χιλιετηρίδα είναι ερπετό και αυτό, αλλά με χιλιάδες πόδια, και κατά πολύ μεγαλύτερο από την κατσαρίδα.
Τα Χερουβίμ και τα Σεραβίμ ήταν μικρά αγγελάκια που πετούσανδεξιά-αριστερά στο πλάι των μεγάλων αγγέλων. Τα χερουβίμ χερούβιζαν(δεξί πέταγμα) και τα Σεραβίμ σερούβιζαν (πέταγμα αριστερό). Στην ανάγκη υπήρχαν και τα Πτερουβίμ, για πέταγμα κατευθείαν στη μέση.
η.
ο Ιβάν ο Τρομακτικός
Γραπτό μαθητή σε εξετάσεις για την Ιστορία -Γυμνάσιο Κορίνθου\
Και οι Ρώσοι ανέδειξαν μεγάλους ποιητές όπως ο Πούσκας, ο Λένιν, οΤρότσκι και ο Ιβάν ο Τρομακτικός. Από την ποίηση αυτή σώζεται σήμερα ηΣιβηρία με την παγωμένη λίμνη των Κύκλων που ο Τσακ Κόφσκι την έκανε παλέτα.
εξάτμιση
Όταν ο ατμός παράγεται έξι φορές ταχύτερα, το λέμε εξάτμιση.
Ολα τα παραπάνω απο το Μπλογκ
http://prasinostaraki.blogspot.com/
Σχόλιο από Νοσφερατος Φεβρουάριος 27, 2008
Aπό Έκθεση για τη Ρωσία μαθητή του Γυμνασίου Καρδίτσας
Η μάνα του Ρασπούτιν ήταν η Ρασπουτάνα, τεραστίων διαστάσεων Ρωσίδα της Σιβηρίας
Η χιλιετηρίδα είναι ερπετό και αυτό, αλλά με χιλιάδες πόδια, και κατά πολύ μεγαλύτερο από την κατσαρίδα.
Τα Χερουβίμ και τα Σεραβίμ ήταν μικρά αγγελάκια που πετούσανδεξιά-αριστερά στο πλάι των μεγάλων αγγέλων. Τα χερουβίμ χερούβιζαν(δεξί πέταγμα) και τα Σεραβίμ σερούβιζαν (πέταγμα αριστερό). Στην ανάγκη υπήρχαν και τα Πτερουβίμ, για πέταγμα κατευθείαν στη μέση.
η.
ο Ιβάν ο Τρομακτικός
Γραπτό μαθητή σε εξετάσεις για την Ιστορία -Γυμνάσιο Κορίνθου\
Και οι Ρώσοι ανέδειξαν μεγάλους ποιητές όπως ο Πούσκας, ο Λένιν, οΤρότσκι και ο Ιβάν ο Τρομακτικός. Από την ποίηση αυτή σώζεται σήμερα ηΣιβηρία με την παγωμένη λίμνη των Κύκλων που ο Τσακ Κόφσκι την έκανε παλέτα.
εξάτμιση
Όταν ο ατμός παράγεται έξι φορές ταχύτερα, το λέμε εξάτμιση.
Ολα τα παραπάνω απο το Μπλογκ
http://prasinostaraki.blogspot.com/
Σχόλιο από Νοσφερατος Φεβρουάριος 27, 2008
Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011
κι από χρόνου ...........................λέει ο MHNYMAL -ταμιστας ..
κι από χρόνου
Θα συνταχθούμε
πάλι, καθώς πρέπει
τη νέα, που 'φτασε, χρονιά.
Να δραματίσουμε τους ρόλους.
Πλοηγημένοι, δυσειδείς στους στόλους
της επιτακτικής τραυματικότητας.
Σα χαζεμένο μπλουζ που αρρώστησε
στης έμπνευσης το ακόρεστο καθήκον,
σε μια παλιά, καμμένη γραφομηχανή
πάντοτε σιωπηλά και πάντοτε κατ' οίκον.
Ο Χρόνος είναι μαντολάτο και κεφτές.
Η λέξη αυτή πάντα μου θύμιζε πως φταις.
Οι λέξεις που δεν μπόρεσες να πλέξεις
στριφογυρίζουν έρημες. Θα μπλέξεις.
Οι στιγμές χάχανα. Οι σφυγμοί χάχανα.
Χα χα. Να. Μια τυπική συγχώνευση εννοιών.
Η στίξη. Πα μεντνόν. Λ' οτρ τον.
Τίποτα δεν φοβήθηκα σ' αυτή την κοινωνία
το μπάτσο βρήκα στη στροφή, ρουφιάνο στη γωνία.
Ο κόσμος είναι ζόρικος, πάντοτ' εν τω γεννάσθαι
εσείς κρεμιέστε απ' το μηδέν κι εδώ, κι όπου και να 'στε.
Ανάθεμα τον αίτιο κι ας το 'χει αμαρτία
που την οθόνη πίστεψε πως θα 'κανε χαρτί. Α-
νάθεμα και για τους πολλούς που σφίγγουνε τις ρίμες
που ξεκινούνε το πρωί, με διαθέσεις πρίμες.
Γιατί πολλά 'ναι τα παλιά, πολλά και τα καινούργια,
πολλοί κι οι αγκιτάτορες που ξεστομίζουν γιούργια.
Τη νύχτα μένω μοναχός, τη μέρα πάω να σβήσω
σαν το κερί που φύσηξες λίγο πριν σε φιλήσω.
Karl Bulla - 1910
Όταν πτωχαίνει ο άνθρωπος - Ρίτα Αμπατζή (1935)
Τούτες τις τελευταίες μέρες του Δεκέμβρη,
ίδια, απαράλλαχτη η στυφότης, ίδια πάντα.
Μα φέτος νιώθω παγερό το μούδιασμα·
φέτος κατέρρευσε το γκλάμορους Ελλάντα.
Ο Χρόνος, μια ιδεοληψία των πειθήνιων,
σέρνεται αργά, σαν της Οδύσσειας 2001,
του Kιούμπρικ της ταινίας, το διαστημόπλοιο·
το μόνον όχημα που χρεία δεν έχει φρένα.
Το μέλλον έτος, και το μέλλον γενικότερα,
διαγράφεται, όπως λεν, άστα να πάνε.
Καιρός δε θα 'ρθει για ν' αλλάξουνε τα πράγματα·
διατάζει ο Χρόνος κι οι στιγμές με κυνηγάνε.
οι ανωτέρω τρεις στροφές
πρωτοδημοσιεύθηκαν στο νεοσσό
που φωλιάζει
Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2011
Λαϊκισμός: έγκλημα ή και διέξοδος; του Γιαννη Σταυρακακη και του Γιωργου Κατσαμπεκη (αναδημοσιευση αποΑΥΓΗ)
Ημερομηνία δημοσίευσης: 19/12/2010
του Γιαννη Σταυρακακη και του Γιωργου Κατσαμπεκη
«Όμως μέσα στο κομματικό σύστημα ελλόχευε μία ωρολογιακή βόμβα: O λαϊκισμός»
Γιάννης Λούλης (Ημερησία, 6.11.2010)
«Αν ο λαϊκισμός ήταν θρησκεία, η Ελλάδα θα ήταν Πακιστάν»
Στέφανος Κασιμάτης (Η Καθημερινή, 22.9.2010)
«Λαϊκισμός: 1. α. Πολιτική φιλοσοφία που υποστηρίζει τα δικαιώματα και την εξουσία του λαού στην πάλη του ενάντια στην προνομιούχο ελίτ. β. Το κίνημα που οργανώνεται γύρω από αυτή τη φιλοσοφία. [...]»
American Heritage Dictionary
Κάτι τρέχει με τον λαϊκισμό. Γιατί τροφοδοτεί άραγε συνεχώς ανησυχητικές διατυπώσεις, όπως οι δύο πρώτες παραπάνω; Φαίνεται πως δε περνά ούτε μέρα που να μην διαβάσουμε κάτι γι' αυτή την τρομερή αρρώστια της πολιτικής που κατατρώει τη δημοκρατία μας και απειλεί να εκραγεί ως βόμβα στα χέρια του πολιτικού συστήματος που τον ανέθρεψε, οδηγώντας μας όλους στο χάος. Ιδού λοιπόν ο εχθρός: Ο λαϊκισμός! Αυτός υποτίθεται πως φταίει διαχρονικά για όλα τα δεινά μας και σίγουρα για την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει σήμερα η χώρα.
Δεν πρόκειται για κάτι καινούργιο βεβαίως. Ως γνωστόν, οι πολιτικοί --τόσο της χώρας μας όσο και οι ομόλογοί τους σε πολλές δημοκρατίες της Ευρώπης-- δεν χάνουν ευκαιρία να μιλήσουν για τον εγκληματικό λαϊκισμό του αντιπάλου (προσοχή εδώ: πάντα του αντιπάλου), σε αντίθεση με τη δική τους «υπεύθυνη» στάση που συνήθως παραπέμπει σε μια αγιοποιημένη πια έννοια της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης στο πολιτικό κέντρο. Δεν ήταν τυχαίο το δίλημμα προ του οποίου μας έθετε, πριν από λίγο μόνον καιρό και συγκεκριμένα στις ευρωεκλογές του 2009, η Νέα Δημοκρατία του Κώστα Καραμανλή και το οποίο αξίζει να θυμηθούμε: «Λαϊκισμός ή Υπευθυνότητα». Το εν λόγω δίλημμα αποτέλεσε την αποκρυστάλλωση αυτής ακριβώς της λογικής. Και η ειρωνεία είναι πως, ακόμα και αν δεν τέθηκε ρητά, προ αυτού του διλήμματος μας έθεσε πολύ πρόσφατα και η σημερινή κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ στις τελευταίες αυτοδιοικητικές εκλογές: «είτε υποκύπτετε (εσείς, ο λαός) στον λαϊκισμό του αντιμνημονιακού μπλοκ, είτε τηρείτε μια υπεύθυνη πατριωτική στάση και ανανεώνετε την εμπιστοσύνη σας στην κυβέρνηση». Αυτό δεν ειπώθηκε με λίγα λόγια;
Δεδομένης της προνομιακής θέσης που κατέχει ο όρος στο λεξιλόγιό μας, πώς οριοθετείται σήμερα το νοηματικό εύρος του «λαϊκισμού»; Στον εγχώριο πολιτικό και δημοσιογραφικό λόγο, ο λαϊκιστής έχει ταυτιστεί σε μεγάλο βαθμό (αν όχι απόλυτα) με τον «δημαγωγό» ή τον «δημοκόπο». Για να το θέσουμε με όσο το δυνατόν απλούστερους όρους, αποδίδεται σε εκείνους τους πολιτικούς (αν και όχι μόνον σε πολιτικούς) που κολακεύουν αφειδώς το λαό, υποσχόμενοι πράγματα τα οποία δεν είναι σε θέση να πραγματοποιήσουν. Σε εκείνους που καθορίζουν ακόμα και τις μεσοπρόθεσμες πολιτικές τους με βάση τη λογική της εξασφάλισης μερικών ψήφων παραπάνω σε κάποιες επερχόμενες εκλογές (σχετική εδώ και η περιβόητη «παροχολογία», σχεδόν συνώνυμη --όσον αφορά τα εγχώρια-- του λαϊκισμού, όπως και η συζήτηση περί «πολιτικού κόστους»). Κανείς φυσικά δεν μπορεί να νομιμοποιεί αυτά τα φαινόμενα. Γιατί, όμως, οι διάφοροι πολιτικοί και δημοσιολόγοι δεν χρησιμοποιούν άλλους, πιο ταιριαστούς ίσως για την περιγραφή τους, όρους, όπως «δημαγωγός», «λαοπλάνος» ή και «λαοκόλακας»;
Μήπως, τελικά, ή αποκλειστική ταύτιση του «λαϊκισμού» με αυτές τις (υπαρκτές) παθογένειες της δημοκρατίας, μας κάνει να παραβλέπουμε κάποιες άλλες ουσιώδεις πτυχές του; Μήπως περιορίζει ασφυκτικά το νοηματικό εύρος μιας πολύσημης πολιτικής κατηγορίας; Σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η συντριπτική πλειοψηφία πολιτικών, δημοσιογράφων και λοιπών αρθρογράφων, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις πως ο λαϊκισμός, στην ευρύτερη έννοια του, δε φέρει κανένα «πρόσημο» εκ των προτέρων, δεν είναι απαραίτητα ούτε καλός ούτε κακός. Όπως ακριβώς δε μπορούμε να φανταστούμε τον δήμο της δημοκρατίας χωρίς λαό, κάπως έτσι φαίνεται εξίσου δύσκολο να μιλήσουμε για δημοκρατική πολιτική χωρίς λαϊκισμό, χωρίς δηλαδή μορφές πολιτικού λόγου που επικαλούνται και θέτουν τον «λαό» ως σημείο αναφοράς, ως προνομιακό υποκείμενο, ως βάση νομιμοποίησης και συμβολικό μοχλό διεκδικήσεων. Εξάλλου, στο όνομα του λαού δεν γράφονται τα συντάγματα; Στο όνομα του λαού δεν ασκείται η πολιτική εξουσία; Στη νομιμοποίηση του λαού δεν «πατάνε» οι δημοκρατίες; Κοινότοπα, απλουστευτικά, ίσως και ρομαντικά όλα αυτά, θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς, αλλά αξίζει να υπενθυμιστούν, γιατί αυτό που συμβαίνει παράλληλα είναι ακριβώς η κυριαρχία μιας τρόπον τινά αντι-λαϊκιστικής λογικής, που --συνειδητά ή ασυνείδητα, από πρόθεση ή από σπόντα-- θέτει τον λαό στο περιθώριο. Μιας υπερβολικά τεχνοκρατικής αντίληψης για την πολιτική, που την υποβιβάζει σε απλή διαχειριστική υποχρέωση, γυμνή από τα στοιχεία της διαφορικής επιλογής, της ανοιχτής δημοκρατικής απόφασης, έρμαιο «αντικειμενικών» γνωματεύσεων και υποδείξεων των κάθε λογής «ειδικών» και «τεχνοκρατών», από τους επικοινωνιολόγους μέχρι τους «ανεξάρτητους» κεντρικούς τραπεζίτες, που πάντα ξέρουν καλύτερα, πριν από μάς για μάς. Δεν καταλήγουμε, όμως, έτσι σε μια απο-πολιτικοποιημένη δημοκρατία --μια μεταδημοκρατία θα πει ο Colin Crouch-- [1[, μια δημοκρατία που προσιδιάζει απλώς σε ταξινομική συνθήκη, σε αστυνομική (με την έννοια που χρησιμοποιεί τον όρο ο Jacques Rancière[2]) λειτουργία ή διοικητική υποχρέωση; Μια μεταδημοκρατία όπου ο πολίτης και το λαϊκό-δημοκρατικό υποκείμενο αντικαθίστανται από τον «πελάτη» μιας στοχευμένης πολιτικής εκστρατείας, τον παθητικό καταναλωτή ενός πολιτικού «προϊόντος» ή ακόμα και τον (δια της αποχής πλέον εκφραζόμενο) εκλογικό «όμηρο» μιας ανοιχτά πια διακηρυγμένης «κατάστασης εκτάκτου ανάγκης»;
Ως διχοτομική θεώρηση του κοινωνικού (ως χάραξη ενός ορίου και οριοθέτηση διακριτών πολιτικών επιλογών) και άρα ως διαδικασία γέννησης (ρηματικής κατασκευής και συναισθηματικής επένδυσης) ενός συλλογικού «εμείς» απέναντι σε ένα «αυτοί», ο λαϊκισμός αποτελεί πυρηνικό στοιχείο της διάστασης του πολιτικού. Εντοπίζεται δηλαδή στο επίκεντρο των οντολογικών προϋποθέσεων της πολιτικής στην δημοκρατική της προοπτική (διαφορά, αντίθεση, ανταγωνισμός, αγωνισμός). Οι ιδιαίτερες μορφές στις οποίες ενδέχεται να εκβάλει ένας λαϊκιστικός λόγος είναι, βέβαια, ένα άλλο ζήτημα˙ μπορεί να εμφανιστεί δηλαδή με διάφορα και ετερόκλητα περιεχόμενα, ανάλογα πάντα με τα οικονομικά και κοινωνικοπολιτικά συγκείμενα της ανάδυσής του και από αυτά επομένως εξαρτάται και το ιδιαίτερο ιστορικό φορτίο του εκάστοτε λαϊκισμού (π.χ. ένας ακροδεξιός λαϊκισμός της εθνικής καθαρότητας και περιχαράκωσης δε θα μπορούσε να αποτιμηθεί το ίδιο με έναν λαϊκισμό που συνδέεται με ένα εξισωτικό, χειραφετητικό πρόγραμμα και την είσοδο ευρύτερων αποκλεισμένων μαζών και στρωμάτων στην πολιτική). Υπάρχουν έτσι, στην διεθνή εμπειρία, λαϊκισμοί αντι-θεσμικοί (αρχηγικοί, αυταρχικοί) και θεσμικοί (που παράγουν νέους θεσμούς δημοκρατικής συμμετοχής και εκπροσώπησης και λειτουργούν ως δίαυλοι διεκδίκησης δικαιωμάτων από αποκλεισμένους τομείς της κοινωνίας πολιτών), βίαια ανταγωνιστικοί και αγωνιστικοί (για να αναφερθούμε στην σημαντική έννοια της Chantal Mouffe [3]), αντιδραστικοί και προοδευτικοί, χοντροκομμένοι και σοφιστικέ, «χυδαίοι» και «ευγενείς»• «λαϊκισμοί στους δρόμους» και «λαϊκισμοί στην εξουσία»[4], λαϊκισμοί «από τα πάνω» και λαϊκισμοί «από τα κάτω»[5]. Έτσι, επίδικο αντικείμενο δεν θα πρέπει να είναι η ίδια η ύπαρξη του λαϊκισμού. Επίδικο αντικείμενο είναι το συγκεκριμένο (δημοκρατικό ή αντιδημοκρατικό) φορτίο του εκάστοτε λαϊκισμού, το οποίο δεν πρέπει να προδικάζεται εκ των προτέρων ως αρνητικό (ούτε βέβαια και ως απαραίτητα θετικό). Οφείλουμε, με άλλα λόγια, να ξεπεράσουμε ηθικιστικές καταδίκες και εξιδανικευτικές συνηγορίες. Όσο υπάρχει δημοκρατία και συγκροτείται λαός, τόσο θα υπάρχει και πολιτικός λόγος συναρθρωμένος με αναφορά στον λαό αυτό και στις διάφορες συμβολικές εκφάνσεις του -- και αντίστροφα. Κι αυτό, κάποιες φορές, όχι μόνο δεν αποτελεί κίνδυνο για τη δημοκρατία, αλλά μπορεί να συνιστά και όρο αναζωογόνησής της[6]. Σίγουρα όχι επαρκή, αλλά συχνά αναγκαίο. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι, σε πρόσφατο κείμενό του για την οικονομική κρίση και την Ευρώπη, ο Ετιέν Μπαλιμπάρ δεν βλέπει άλλη διέξοδο για μια προοδευτική αναζωογόνηση της ευρωπαϊκής δημο-κρατικής πολιτικής, από την άρθρωση μιας ευρείας συμμαχίας: ενός πανευρωπαϊκού λαϊκισμού[7].
Ο Γιώργος Κατσαμπέκης είναι υποψήφιος δρ στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.
Ο Γιάννης Σταυρακάκης διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.
«Όμως μέσα στο κομματικό σύστημα ελλόχευε μία ωρολογιακή βόμβα: O λαϊκισμός»
Γιάννης Λούλης (Ημερησία, 6.11.2010)
«Αν ο λαϊκισμός ήταν θρησκεία, η Ελλάδα θα ήταν Πακιστάν»
Στέφανος Κασιμάτης (Η Καθημερινή, 22.9.2010)
«Λαϊκισμός: 1. α. Πολιτική φιλοσοφία που υποστηρίζει τα δικαιώματα και την εξουσία του λαού στην πάλη του ενάντια στην προνομιούχο ελίτ. β. Το κίνημα που οργανώνεται γύρω από αυτή τη φιλοσοφία. [...]»
American Heritage Dictionary
Κάτι τρέχει με τον λαϊκισμό. Γιατί τροφοδοτεί άραγε συνεχώς ανησυχητικές διατυπώσεις, όπως οι δύο πρώτες παραπάνω; Φαίνεται πως δε περνά ούτε μέρα που να μην διαβάσουμε κάτι γι' αυτή την τρομερή αρρώστια της πολιτικής που κατατρώει τη δημοκρατία μας και απειλεί να εκραγεί ως βόμβα στα χέρια του πολιτικού συστήματος που τον ανέθρεψε, οδηγώντας μας όλους στο χάος. Ιδού λοιπόν ο εχθρός: Ο λαϊκισμός! Αυτός υποτίθεται πως φταίει διαχρονικά για όλα τα δεινά μας και σίγουρα για την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει σήμερα η χώρα.
Δεν πρόκειται για κάτι καινούργιο βεβαίως. Ως γνωστόν, οι πολιτικοί --τόσο της χώρας μας όσο και οι ομόλογοί τους σε πολλές δημοκρατίες της Ευρώπης-- δεν χάνουν ευκαιρία να μιλήσουν για τον εγκληματικό λαϊκισμό του αντιπάλου (προσοχή εδώ: πάντα του αντιπάλου), σε αντίθεση με τη δική τους «υπεύθυνη» στάση που συνήθως παραπέμπει σε μια αγιοποιημένη πια έννοια της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης στο πολιτικό κέντρο. Δεν ήταν τυχαίο το δίλημμα προ του οποίου μας έθετε, πριν από λίγο μόνον καιρό και συγκεκριμένα στις ευρωεκλογές του 2009, η Νέα Δημοκρατία του Κώστα Καραμανλή και το οποίο αξίζει να θυμηθούμε: «Λαϊκισμός ή Υπευθυνότητα». Το εν λόγω δίλημμα αποτέλεσε την αποκρυστάλλωση αυτής ακριβώς της λογικής. Και η ειρωνεία είναι πως, ακόμα και αν δεν τέθηκε ρητά, προ αυτού του διλήμματος μας έθεσε πολύ πρόσφατα και η σημερινή κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ στις τελευταίες αυτοδιοικητικές εκλογές: «είτε υποκύπτετε (εσείς, ο λαός) στον λαϊκισμό του αντιμνημονιακού μπλοκ, είτε τηρείτε μια υπεύθυνη πατριωτική στάση και ανανεώνετε την εμπιστοσύνη σας στην κυβέρνηση». Αυτό δεν ειπώθηκε με λίγα λόγια;
Δεδομένης της προνομιακής θέσης που κατέχει ο όρος στο λεξιλόγιό μας, πώς οριοθετείται σήμερα το νοηματικό εύρος του «λαϊκισμού»; Στον εγχώριο πολιτικό και δημοσιογραφικό λόγο, ο λαϊκιστής έχει ταυτιστεί σε μεγάλο βαθμό (αν όχι απόλυτα) με τον «δημαγωγό» ή τον «δημοκόπο». Για να το θέσουμε με όσο το δυνατόν απλούστερους όρους, αποδίδεται σε εκείνους τους πολιτικούς (αν και όχι μόνον σε πολιτικούς) που κολακεύουν αφειδώς το λαό, υποσχόμενοι πράγματα τα οποία δεν είναι σε θέση να πραγματοποιήσουν. Σε εκείνους που καθορίζουν ακόμα και τις μεσοπρόθεσμες πολιτικές τους με βάση τη λογική της εξασφάλισης μερικών ψήφων παραπάνω σε κάποιες επερχόμενες εκλογές (σχετική εδώ και η περιβόητη «παροχολογία», σχεδόν συνώνυμη --όσον αφορά τα εγχώρια-- του λαϊκισμού, όπως και η συζήτηση περί «πολιτικού κόστους»). Κανείς φυσικά δεν μπορεί να νομιμοποιεί αυτά τα φαινόμενα. Γιατί, όμως, οι διάφοροι πολιτικοί και δημοσιολόγοι δεν χρησιμοποιούν άλλους, πιο ταιριαστούς ίσως για την περιγραφή τους, όρους, όπως «δημαγωγός», «λαοπλάνος» ή και «λαοκόλακας»;
Μήπως, τελικά, ή αποκλειστική ταύτιση του «λαϊκισμού» με αυτές τις (υπαρκτές) παθογένειες της δημοκρατίας, μας κάνει να παραβλέπουμε κάποιες άλλες ουσιώδεις πτυχές του; Μήπως περιορίζει ασφυκτικά το νοηματικό εύρος μιας πολύσημης πολιτικής κατηγορίας; Σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η συντριπτική πλειοψηφία πολιτικών, δημοσιογράφων και λοιπών αρθρογράφων, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις πως ο λαϊκισμός, στην ευρύτερη έννοια του, δε φέρει κανένα «πρόσημο» εκ των προτέρων, δεν είναι απαραίτητα ούτε καλός ούτε κακός. Όπως ακριβώς δε μπορούμε να φανταστούμε τον δήμο της δημοκρατίας χωρίς λαό, κάπως έτσι φαίνεται εξίσου δύσκολο να μιλήσουμε για δημοκρατική πολιτική χωρίς λαϊκισμό, χωρίς δηλαδή μορφές πολιτικού λόγου που επικαλούνται και θέτουν τον «λαό» ως σημείο αναφοράς, ως προνομιακό υποκείμενο, ως βάση νομιμοποίησης και συμβολικό μοχλό διεκδικήσεων. Εξάλλου, στο όνομα του λαού δεν γράφονται τα συντάγματα; Στο όνομα του λαού δεν ασκείται η πολιτική εξουσία; Στη νομιμοποίηση του λαού δεν «πατάνε» οι δημοκρατίες; Κοινότοπα, απλουστευτικά, ίσως και ρομαντικά όλα αυτά, θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς, αλλά αξίζει να υπενθυμιστούν, γιατί αυτό που συμβαίνει παράλληλα είναι ακριβώς η κυριαρχία μιας τρόπον τινά αντι-λαϊκιστικής λογικής, που --συνειδητά ή ασυνείδητα, από πρόθεση ή από σπόντα-- θέτει τον λαό στο περιθώριο. Μιας υπερβολικά τεχνοκρατικής αντίληψης για την πολιτική, που την υποβιβάζει σε απλή διαχειριστική υποχρέωση, γυμνή από τα στοιχεία της διαφορικής επιλογής, της ανοιχτής δημοκρατικής απόφασης, έρμαιο «αντικειμενικών» γνωματεύσεων και υποδείξεων των κάθε λογής «ειδικών» και «τεχνοκρατών», από τους επικοινωνιολόγους μέχρι τους «ανεξάρτητους» κεντρικούς τραπεζίτες, που πάντα ξέρουν καλύτερα, πριν από μάς για μάς. Δεν καταλήγουμε, όμως, έτσι σε μια απο-πολιτικοποιημένη δημοκρατία --μια μεταδημοκρατία θα πει ο Colin Crouch-- [1[, μια δημοκρατία που προσιδιάζει απλώς σε ταξινομική συνθήκη, σε αστυνομική (με την έννοια που χρησιμοποιεί τον όρο ο Jacques Rancière[2]) λειτουργία ή διοικητική υποχρέωση; Μια μεταδημοκρατία όπου ο πολίτης και το λαϊκό-δημοκρατικό υποκείμενο αντικαθίστανται από τον «πελάτη» μιας στοχευμένης πολιτικής εκστρατείας, τον παθητικό καταναλωτή ενός πολιτικού «προϊόντος» ή ακόμα και τον (δια της αποχής πλέον εκφραζόμενο) εκλογικό «όμηρο» μιας ανοιχτά πια διακηρυγμένης «κατάστασης εκτάκτου ανάγκης»;
Ως διχοτομική θεώρηση του κοινωνικού (ως χάραξη ενός ορίου και οριοθέτηση διακριτών πολιτικών επιλογών) και άρα ως διαδικασία γέννησης (ρηματικής κατασκευής και συναισθηματικής επένδυσης) ενός συλλογικού «εμείς» απέναντι σε ένα «αυτοί», ο λαϊκισμός αποτελεί πυρηνικό στοιχείο της διάστασης του πολιτικού. Εντοπίζεται δηλαδή στο επίκεντρο των οντολογικών προϋποθέσεων της πολιτικής στην δημοκρατική της προοπτική (διαφορά, αντίθεση, ανταγωνισμός, αγωνισμός). Οι ιδιαίτερες μορφές στις οποίες ενδέχεται να εκβάλει ένας λαϊκιστικός λόγος είναι, βέβαια, ένα άλλο ζήτημα˙ μπορεί να εμφανιστεί δηλαδή με διάφορα και ετερόκλητα περιεχόμενα, ανάλογα πάντα με τα οικονομικά και κοινωνικοπολιτικά συγκείμενα της ανάδυσής του και από αυτά επομένως εξαρτάται και το ιδιαίτερο ιστορικό φορτίο του εκάστοτε λαϊκισμού (π.χ. ένας ακροδεξιός λαϊκισμός της εθνικής καθαρότητας και περιχαράκωσης δε θα μπορούσε να αποτιμηθεί το ίδιο με έναν λαϊκισμό που συνδέεται με ένα εξισωτικό, χειραφετητικό πρόγραμμα και την είσοδο ευρύτερων αποκλεισμένων μαζών και στρωμάτων στην πολιτική). Υπάρχουν έτσι, στην διεθνή εμπειρία, λαϊκισμοί αντι-θεσμικοί (αρχηγικοί, αυταρχικοί) και θεσμικοί (που παράγουν νέους θεσμούς δημοκρατικής συμμετοχής και εκπροσώπησης και λειτουργούν ως δίαυλοι διεκδίκησης δικαιωμάτων από αποκλεισμένους τομείς της κοινωνίας πολιτών), βίαια ανταγωνιστικοί και αγωνιστικοί (για να αναφερθούμε στην σημαντική έννοια της Chantal Mouffe [3]), αντιδραστικοί και προοδευτικοί, χοντροκομμένοι και σοφιστικέ, «χυδαίοι» και «ευγενείς»• «λαϊκισμοί στους δρόμους» και «λαϊκισμοί στην εξουσία»[4], λαϊκισμοί «από τα πάνω» και λαϊκισμοί «από τα κάτω»[5]. Έτσι, επίδικο αντικείμενο δεν θα πρέπει να είναι η ίδια η ύπαρξη του λαϊκισμού. Επίδικο αντικείμενο είναι το συγκεκριμένο (δημοκρατικό ή αντιδημοκρατικό) φορτίο του εκάστοτε λαϊκισμού, το οποίο δεν πρέπει να προδικάζεται εκ των προτέρων ως αρνητικό (ούτε βέβαια και ως απαραίτητα θετικό). Οφείλουμε, με άλλα λόγια, να ξεπεράσουμε ηθικιστικές καταδίκες και εξιδανικευτικές συνηγορίες. Όσο υπάρχει δημοκρατία και συγκροτείται λαός, τόσο θα υπάρχει και πολιτικός λόγος συναρθρωμένος με αναφορά στον λαό αυτό και στις διάφορες συμβολικές εκφάνσεις του -- και αντίστροφα. Κι αυτό, κάποιες φορές, όχι μόνο δεν αποτελεί κίνδυνο για τη δημοκρατία, αλλά μπορεί να συνιστά και όρο αναζωογόνησής της[6]. Σίγουρα όχι επαρκή, αλλά συχνά αναγκαίο. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι, σε πρόσφατο κείμενό του για την οικονομική κρίση και την Ευρώπη, ο Ετιέν Μπαλιμπάρ δεν βλέπει άλλη διέξοδο για μια προοδευτική αναζωογόνηση της ευρωπαϊκής δημο-κρατικής πολιτικής, από την άρθρωση μιας ευρείας συμμαχίας: ενός πανευρωπαϊκού λαϊκισμού[7].
Ο Γιώργος Κατσαμπέκης είναι υποψήφιος δρ στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.
Ο Γιάννης Σταυρακάκης διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.
[1] Βλ. Κόλιν Κράουτς, Μεταδημοκρατία, μτφρ. Αλέξανδρος Κιουπκιολής, Εκκρεμές, Αθήνα 2006.
[2] Βλ. Jacques Rancière, Το μίσος για τη δημοκρατία, μτφρ. Βίκυ Ιακώβου, Πεδίο, Αθήνα 2009.
[3] Για την έννοια του «αγωνισμού» βλ. Chantal Mouffe, Το δημοκρατικό παράδοξο, μτφρ. Αλέξανδρος Κιουπκιολής, Πόλις, Αθήνα 2004, σ. 183-191, και της ιδίας, Επί του πολιτικού, μτφρ. Αλέξανδρος Κιουπκιολής, Εκκρεμές, Αθήνα 2010, σ. 28-30.
[4] Francisco Panizza, "Neopopulism and its Limits in Collor's Brazil", Bulletin of Latin American Research, τόμ. 19, τεύχ. 2, 2000, σ. 190.
[5] Susanne Gratius, The ‘Third Wave of Populism’ in Latin America, Working Paper αρ. 45, FRIDE, Μαδρίτη 2007, σελ. 20.
[6] Προς αυτή την κατεύθυνση, της κριτικής αποτίμησης και κατανόησης της οπωσδήποτε αμφίσημης, αλλά και ίσως κρίσιμης, σχέσης λαϊκισμού και δημοκρατίας, κινείται και ο φάκελος που αφιερώνει στο θέμα αυτό το τελευταίο τεύχος του περιοδικού Σύγχρονα Θέματα που μόλις κυκλοφόρησε (τεύχος 110) και όπου μεταφράζονται πρόσφατα κείμενα των πιο σημαντικών στη διεθνή βιβλιογραφία μελετητών του λαϊκιστικού φαινομένου, του Ernesto Laclau και της Margaret Canovan (είναι μάλιστα η πρώτη φορά που μεταφράζεται στα ελληνικά κείμενο της αγγλίδας θεωρητικού). Κείμενα που ίσως αξίζει να διαβαστούν και να εμπλουτίσουν την συζήτηση και στην εγχώρια δημόσια σφαίρα.
[7] Βλ. σχετικά Étienne Balibar, «Κρίση της Ευρώπης, τέλος της Ευρώπης; Έξι θέσεις», Κυριακάτικη Αυγή (Ενθέματα), 13/6/2010.
[2] Βλ. Jacques Rancière, Το μίσος για τη δημοκρατία, μτφρ. Βίκυ Ιακώβου, Πεδίο, Αθήνα 2009.
[3] Για την έννοια του «αγωνισμού» βλ. Chantal Mouffe, Το δημοκρατικό παράδοξο, μτφρ. Αλέξανδρος Κιουπκιολής, Πόλις, Αθήνα 2004, σ. 183-191, και της ιδίας, Επί του πολιτικού, μτφρ. Αλέξανδρος Κιουπκιολής, Εκκρεμές, Αθήνα 2010, σ. 28-30.
[4] Francisco Panizza, "Neopopulism and its Limits in Collor's Brazil", Bulletin of Latin American Research, τόμ. 19, τεύχ. 2, 2000, σ. 190.
[5] Susanne Gratius, The ‘Third Wave of Populism’ in Latin America, Working Paper αρ. 45, FRIDE, Μαδρίτη 2007, σελ. 20.
[6] Προς αυτή την κατεύθυνση, της κριτικής αποτίμησης και κατανόησης της οπωσδήποτε αμφίσημης, αλλά και ίσως κρίσιμης, σχέσης λαϊκισμού και δημοκρατίας, κινείται και ο φάκελος που αφιερώνει στο θέμα αυτό το τελευταίο τεύχος του περιοδικού Σύγχρονα Θέματα που μόλις κυκλοφόρησε (τεύχος 110) και όπου μεταφράζονται πρόσφατα κείμενα των πιο σημαντικών στη διεθνή βιβλιογραφία μελετητών του λαϊκιστικού φαινομένου, του Ernesto Laclau και της Margaret Canovan (είναι μάλιστα η πρώτη φορά που μεταφράζεται στα ελληνικά κείμενο της αγγλίδας θεωρητικού). Κείμενα που ίσως αξίζει να διαβαστούν και να εμπλουτίσουν την συζήτηση και στην εγχώρια δημόσια σφαίρα.
[7] Βλ. σχετικά Étienne Balibar, «Κρίση της Ευρώπης, τέλος της Ευρώπης; Έξι θέσεις», Κυριακάτικη Αυγή (Ενθέματα), 13/6/2010.
Ένα βιβλίο που θα σας καθηλώσει: Terry Eagleton, Λογική, Πίστη και Επανάσταση /ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ(ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΤΟΜΟ")/
Ένα βιβλίο που θα σας καθηλώσει: Terry Eagleton, Λογική, Πίστη και Επανάσταση
25/12/2011
Terry Eagleton, Λογική, πίστη και επανάσταση: Στοχασμοί γύρω από την περί Θεού διαμάχη, μετάφραση Πέτρος Γεωργίου,εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2011,
Ο Terry Eagleton δεν χρειάζεται
συστάσεις. Είναι γνωστό ότι πρόκειται για έναν από τους μεγαλύτερους
σύγχρονους διανοούμενους. Στο νέο του βιβλίο Λογική Πίστη και Επανάσταση
ο Eagleton καθηλώνει τον αναγνώστη όχι μόνο με την αντικειμενικότητα
και την ευρυμάθεια του, αλλά κυρίως διότι λέει αλήθειες. Αλήθειες που
ενοχλούν εκατέρωθεν (ενθέους και αθέους), αλλά αλήθειες αμείλικτες.
Απέναντι σε έναν άκρατο επιστημονικό θετικισμό με έντονο δογματισμό και
επιδερμική απλοϊκότητα (τύπου Dawkins) ο Eagleton προτείνει μια
ριζοσπαστική ανάγνωση του χριστιανισμού, καταδικάζοντας ταυτόχρονα τη
θεσμική του έκφραση για προδοσία έναντι των ριζοσπαστικών του καταβολών.
Στη διελκυστίνδα πίστης και επιστήμης παρεμβάλλεται η πολιτική:
Το διακύβευμα εν προκειμένω δεν είναι κάποιο συνετά αναμορφωτικό πρόγραμμα, τύπου έγχυσης καινούργιου κρασιού σε παλιά μπουκάλια, αλλά μια πρωτοποριακή αποκάλυψη του απολύτως νέου – ενός καθεστώτος τόσο επαναστατικού, που υπερβαίνει κάθε εικόνα και λόγο, μιας ηγεμονίας της δικαιοσύνης και της αδελφοσύνης που κατά τους περί τα Ευαγγέλια γράφοντες εντυπωσιάζει ακόμη και σήμερα μέσα σε αυτόν τον χρεοκοπημένο, depasse, ναυαγισμένο κόσμο. Καμία μέση οδός δεν επιτρέπεται εδώ: η επιλογή μεταξύ της δικαιοσύνης και των εξουσιών αυτού του κόσμου δεν μπορεί παρά να είναι ξεκάθαρη και απόλυτη, ζήτημα θεμελιακής σύγκρουσης και αντίθεσης. Εδώ το ζητούμενο είναι ένα κοφτερό σπαθί, όχι ειρήνη, συναίνεση και διαπραγμάτευση. Ο Ιησούς δεν φέρνει ούτε κατά διάνοια σε φιλελεύθερο, κάτι που αναμφίβολα του το κρατάει ο Ντίτσκινς*. Δεν θα γινόταν καλό μέλος επιτροπής. Ούτε θα τα πήγαινε καλά στη Γουόλ Στριτ, όπως δεν τα πήγε καλά με τα γραφεία συναλλάγματος στον ναό της Ιερουσαλήμ. (Eagleton,μν.εργ.,σελ. 45).
Η αναμέτρηση με τη σκέψη του Eagleton δεν
θα είναι εύκολη για όσους εμμένουν στις “βεβαιότητες” τους (ένθεοι ή
άθεοι, αδιάφορον). Παραθέτουμε ένα “νόστιμο” τμήμα από την κριτική του
Eagleton στον Dawkins:
Επειδή η ύπαρξη του κόσμου δεν υπόκειται σε καμία αναγκαιότητα, δεν μπορούμε να συναγάγουμε τους νόμους που τον κυβερνούν από απριορικές αρχές, αλλά πρέπει να κοιτάξουμε το πως λειτουργεί στην πραγματικότητα. Αυτό είναι έργο της επιστήμης. Υπάρχει λοιπόν μια περίεργη σχέση ανάμεσα στο δόγμα της δημιουργίας από το τίποτα και στον επαγγελματικό βίο του Ρίτσαρντ Ντόκινς. Χωρίς τον Θεό ο Ντόκινς θα ήταν άνεργος. Οπότε είναι άκρως αγενές εκ μέρους του το να αμφισβητεί την ύπαρξη του εργοδότη του.(T. Eagleton, μν. έργον,σελ. 26-27).
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος που ο Eagleton ορίζει την πίστη:
Οι άνθρωποι καλούνται να μην κάνουν τίποτα περισσότερο από το να αναγνωρίσουν, μέσα από την πράξη της αγαπητικής συγκατάνευσης που ονομάζεται πίστη, το γεγονός ότι ο Θεός είναι με το μέρος τους ό,τι κι αν γίνει. Ο Ιησούς δεν έχει στην πραγματικότητα παρά ελάχιστα πράγματα να πει γύρω από την αμαρτία, αντίθετα με πλήθος φιλοκατήγορων οπαδών του. Η αποστολή του είναι να αποδεχτεί την αδυναμία των ανθρώπων, όχι να τους την τρίψει στη μούρη. (μν. εργ., σελ. 41).
Η εν λόγω ριζοσπαστική “ανάγνωση” του
Eagleton δεν σημαίνει ότι αποστασιοποιείται από τις θεμελιακές
μαρξιστικές καταβολές του. Στον Πρόλογο του βιβλίου ασκεί σκληρή κριτική στη θρησκεία: “Η
θρησκεία έχει επιφέρει ανείπωτη εξαθλίωση στα ανθρώπινα πράγματα. Ως
επί το πλείστον έχει υπάρξει μια βρομερή ιστορία μισαλλοδοξίας,
δεισιδαιμονίας, ευσεβών πόθων και καταπιεστικής ιδεολογίας” (μν.εργ.,σελ.11). Ωστόσο ασκεί δριμύτατη κριτική και σε όσους επικριτές της “αγοράζουν την απόρριψη της θρησκείας σε τιμή ευκαιρίας” , ενώ οι ίδιοι “διακατέχονται από τόσο βαθιά άγνοια και προκατάληψη ώστε να συναγωνίζονται τη θρησκεία” (ό.π.).
Ας δούμε τι λέει ο Eagleton περί χριστιανικής αγάπης:
Κατά τη χριστιανική διδασκαλία η αγάπη και η συγχώρεση του Θεού είναι αδίστακτα ανελέητες δυνάμεις, που ξεσπούν βίαια επάνω στην προστατευτική, αυτοεκλογικευτική μικρή μας σφαίρα, διαλύοντας τις συναισθηματικές ψευδαισθήσεις μας και αναποδογυρίζοντας βάναυσα τον κόσμο μας (…)(…)Αν δεν αγαπάς είσαι νεκρός κι αν αγαπάς θα σε σκοτώσουν. Ορίστε λοιπόν η επαγγελία των παραδείσιων απολαύσεων ή το όπιο των μαζών, η παρηγοριά σας του γλυκού βλέμματος και η ευλάβεια των χλωμών παρειών.(…)(μν.έργ.,σελ. 43-44)
Είναι τόσο πλούσια η θεματική του βιβλίου
που σε κάθε σελίδα του ο αναγνώστης θα βρει κάτι που θα τον
ενθουσιάσει, θα τον προβληματίσει ή μπορεί και να τον εκνευρίσει. Έτσι
είναι όμως τα μεγάλα έργα. Κλείνοντας τη μικρή αυτή παρουσίαση νομίζουμε
ότι αξίζει ο αναγνώστης να δει πως ορίζει ο Eagleton την “οικτρή
κατάσταση”(σελ. 46) αλλά και το “μαρτύριο”(σελ. 48).
Σημ.: Οι ανωτέρω επισημάνσεις αφορούν το
πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου (“Τα αποβράσματα της Γης”, σελ. 17-72). Μια
αναλυτική διαπραγμάτευση θα απαιτούσε πάρα πολύ χώρο. Σε τελική ανάλυση,
έργα τέτοιας αξίας απαιτούν όχι μόνο την προσοχή, αλλά και την άμεση
μετοχή του αναγνώστη στο βαθυστόχαστο περιεχόμενο τους.
——————————
*[Πρόκειται για παιγνιώδη σύμπτυξη των επωνύμων Ντόκινς-Χίτσενς από το συγγραφέα "χάριν ευκολίας"(μν. έργον, σελ. 19) ].
25-12-2011
Γ.Μ.Βαρδαβάς
και:(απο
Αριστερά και Πολιτική Θεολογία
Λ.Κουζελη:Τ. Ιγγλετον ,Μαρξιστής κατά Αθεισμού
Μαρξιστής κατά αθεϊσµού
Ο βρετανός λογοτεχνικός κριτικός και θεωρητικός του πολιτισµού Τέρι Ιγκλετον υπερασπίζεται τη χριστιανική πίστη απέναντι στους νεοαθεϊστές
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 18/12/2011, 05:45
Καρδινάλιοι στην Καπέλα Σιξτίνα του Βατικανού. «Η εκδοχή του Ευαγγελίου που πρόσφερε η Β' Σύνοδος του Βατικανού διαθέτει ανθρώπινο και πολιτικό βάρος» γράφει ο Τέρι Ιγκλετον
emailεκτύπωση
«Σε µια εποχή που η πολιτική Αριστερά βρίσκεται σε δεινή ανάγκη για καλές ιδέες, ο λόγος της θρησκείας θα µπορούσε να προσφέρει πολύτιµες εναισθητικές γνώσεις για την ανθρώπινη χειραφέτηση» υποστηρίζει ο κριτικός και θεωρητικός του πολιτισµού Τέρι Ιγκλετον. Βρετανός της εργατικής τάξης ο οποίος ανατράφηκε ως κοινός ρωµαιοκαθολικός ιρλανδικής καταγωγής, µε το βιβλίο του Λογική, πίστη και επανάσταση εµφανίζεται ως αυτόκλητος υπερασπιστής της θρησκευτικής πίστης, εν προκειµένω της χριστιανικής, απέναντι στη νέα σχολή ενός µανικού αθεϊσµού, που εντοπίζεται στα πρόσωπα και στα κείµενα του βιολόγου Ρίτσαρντ Ντόκινς και του δηµοσιογράφου Κρίστοφερ Χίτσενς – του διδύµου «Ντίτσκινς», όπως τους αποκαλεί χάριν συντοµίας.
Στη µετανεωτερική εποχή η θρησκεία βρίσκεται παντού σε άνοδο, το ενδιαφέρον όµως είναι ότι ξαναγίνεται δηµόσια και συλλογική και τείνει συχνά να πάρει πολιτική µορφή – φαίνεται πως είναι πάλι έτοιµη να ξεσηκώσει και να σκοτώσει. Κοσµικοί διανοούµενοι τύπου Ντίτσκινς ανασκουµπώθηκαν για να πολεµήσουν αυτό το σκοτεινό, ανορθολογικό πρόσωπο της θρησκείας.
Ο Ιγκλετον δεν αρνείται ότι η θρησκεία έχει υπάρξει µια «βρωµερή ιστορία µισαλλοδοξίας, δεισιδαιµονίας, ευσεβών πόθων και καταπιεστικής ιδεολογίας» και ότι ο χριστιανισµός έχει προδώσει τις επαναστατικές του καταβολές περνώντας από το πλευρό των απόκληρων στο πλευρό ψευδόµενων πολιτικών, διεφθαρµένων τραπεζιτών και φανατικών νεοσυντηρητικών. Εκείνο όµως που πυροδοτεί την πολεµική τού αταλάντευτου µαρξιστή Ιγκλετον είναι το γεγονός ότι οι πολέµιοι του θρησκευτικού φονταµενταλισµού δεν ασκούν καµία κριτική στον παγκόσµιο καπιταλισµό, ο οποίος δηµιουργεί τα αισθήµατα άγχους και ταπείνωσης που τρέφουν τον φονταµενταλισµό. Πολύ βολικά, οι κληρονόµοι του φιλελευθερισµού και του ∆ιαφωτισµού ξεχνούν ότι έχουν επίσης προδώσει τις θεωρητικές τους διακηρύξεις, όπως αποδεικνύουν η βίαιη υπεξαίρεση της ελευθερίας και της δηµοκρατίας στο εξωτερικό, ο ρατσισµός, η αποικιοκρατία, οι ιµπεριαλιστικοί πόλεµοι, η Χιροσίµα, το απαρτχάιντ, η υποταγή στους σκοπούς του εµπορικού κέρδους.
Επιστρατεύοντας στο οπλοστάσιό του θεολόγους, πολιτικούς επιστήµονες, ιστορικούς, φιλοσόφους και λογοτέχνες, από τον Θωµά τον Ακινάτη ως τον Μαρξ, τον Φρόιντ, τον Λακάν, τον Σλάβοϊ Ζίζεκ, τον Τσαρλς Τέιλορ, τον Αλέν Μπαντιού, τον Μίλτον και τον Τόµας Μαν, ο Ιγκλετον τονίζει ότι οι σχέσεις µεταξύ γνώσης και πίστης είναι περίπλοκες, αλλά πρόκειται για δύο διαφορετικά πράγµατα τα οποία δεν παραµερίζουν το ένα το άλλο. Η φανατική θρησκευτική πίστη της µετανεωτερικής εποχής άνθησε ακριβώς επειδή η λογική έγινε υπερβολικά κυριαρχική και εργαλειακή, µε αποτέλεσµα να µην µπορεί να ευδοκιµήσει στο έδαφός της ένα έλλογο είδος πίστης. Αυτός όµως δεν είναι λόγος για να αρνηθούµε την πίστη εξ ολοκλήρου.
Το όραµα του φιλελεύθερου ανθρωπισµού για ελεύθερη και ευτυχή ανάπτυξη της ανθρωπότητας είναι εφικτό, καταλήγει ο Ιγκλετον, µόνο µέσω της αντιµετώπισης του χειρότερου εαυτού µας µέσα από µια διαδικασία αυτοαλλοτρίωσης και ριζικής αναδηµιουργίας, µια διαδικασία, όπως την αποκαλεί χαρακτηριστικά, «τραγικού ανθρωπισµού». Η θρησκεία, εκτιµά ο βρετανός θεωρητικός, θέτει ερωτήµατα για ζωτικά ζητήµατα, για τον θάνατο, τον πόνο, την αγάπη, την αυτοαλλοτρίωση, για τα οποία η σηµερινή κοινωνία και η πολιτική σιωπούν και ο Ιγκλετον αποφασίζει εδώ να κηρύξει το τέλος σε αυτή την «πολιτικά
Αναρτήθηκε από
Left Liberal Synthesis
στις
8:24 π.μ.
Ο βρετανός λογοτεχνικός κριτικός και θεωρητικός του πολιτισµού Τέρι Ιγκλετον υπερασπίζεται τη χριστιανική πίστη απέναντι στους νεοαθεϊστές
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 18/12/2011, 05:45
Καρδινάλιοι στην Καπέλα Σιξτίνα του Βατικανού. «Η εκδοχή του Ευαγγελίου που πρόσφερε η Β' Σύνοδος του Βατικανού διαθέτει ανθρώπινο και πολιτικό βάρος» γράφει ο Τέρι Ιγκλετον
emailεκτύπωση
«Σε µια εποχή που η πολιτική Αριστερά βρίσκεται σε δεινή ανάγκη για καλές ιδέες, ο λόγος της θρησκείας θα µπορούσε να προσφέρει πολύτιµες εναισθητικές γνώσεις για την ανθρώπινη χειραφέτηση» υποστηρίζει ο κριτικός και θεωρητικός του πολιτισµού Τέρι Ιγκλετον. Βρετανός της εργατικής τάξης ο οποίος ανατράφηκε ως κοινός ρωµαιοκαθολικός ιρλανδικής καταγωγής, µε το βιβλίο του Λογική, πίστη και επανάσταση εµφανίζεται ως αυτόκλητος υπερασπιστής της θρησκευτικής πίστης, εν προκειµένω της χριστιανικής, απέναντι στη νέα σχολή ενός µανικού αθεϊσµού, που εντοπίζεται στα πρόσωπα και στα κείµενα του βιολόγου Ρίτσαρντ Ντόκινς και του δηµοσιογράφου Κρίστοφερ Χίτσενς – του διδύµου «Ντίτσκινς», όπως τους αποκαλεί χάριν συντοµίας.
Στη µετανεωτερική εποχή η θρησκεία βρίσκεται παντού σε άνοδο, το ενδιαφέρον όµως είναι ότι ξαναγίνεται δηµόσια και συλλογική και τείνει συχνά να πάρει πολιτική µορφή – φαίνεται πως είναι πάλι έτοιµη να ξεσηκώσει και να σκοτώσει. Κοσµικοί διανοούµενοι τύπου Ντίτσκινς ανασκουµπώθηκαν για να πολεµήσουν αυτό το σκοτεινό, ανορθολογικό πρόσωπο της θρησκείας.
Ο Ιγκλετον δεν αρνείται ότι η θρησκεία έχει υπάρξει µια «βρωµερή ιστορία µισαλλοδοξίας, δεισιδαιµονίας, ευσεβών πόθων και καταπιεστικής ιδεολογίας» και ότι ο χριστιανισµός έχει προδώσει τις επαναστατικές του καταβολές περνώντας από το πλευρό των απόκληρων στο πλευρό ψευδόµενων πολιτικών, διεφθαρµένων τραπεζιτών και φανατικών νεοσυντηρητικών. Εκείνο όµως που πυροδοτεί την πολεµική τού αταλάντευτου µαρξιστή Ιγκλετον είναι το γεγονός ότι οι πολέµιοι του θρησκευτικού φονταµενταλισµού δεν ασκούν καµία κριτική στον παγκόσµιο καπιταλισµό, ο οποίος δηµιουργεί τα αισθήµατα άγχους και ταπείνωσης που τρέφουν τον φονταµενταλισµό. Πολύ βολικά, οι κληρονόµοι του φιλελευθερισµού και του ∆ιαφωτισµού ξεχνούν ότι έχουν επίσης προδώσει τις θεωρητικές τους διακηρύξεις, όπως αποδεικνύουν η βίαιη υπεξαίρεση της ελευθερίας και της δηµοκρατίας στο εξωτερικό, ο ρατσισµός, η αποικιοκρατία, οι ιµπεριαλιστικοί πόλεµοι, η Χιροσίµα, το απαρτχάιντ, η υποταγή στους σκοπούς του εµπορικού κέρδους.
Επιστρατεύοντας στο οπλοστάσιό του θεολόγους, πολιτικούς επιστήµονες, ιστορικούς, φιλοσόφους και λογοτέχνες, από τον Θωµά τον Ακινάτη ως τον Μαρξ, τον Φρόιντ, τον Λακάν, τον Σλάβοϊ Ζίζεκ, τον Τσαρλς Τέιλορ, τον Αλέν Μπαντιού, τον Μίλτον και τον Τόµας Μαν, ο Ιγκλετον τονίζει ότι οι σχέσεις µεταξύ γνώσης και πίστης είναι περίπλοκες, αλλά πρόκειται για δύο διαφορετικά πράγµατα τα οποία δεν παραµερίζουν το ένα το άλλο. Η φανατική θρησκευτική πίστη της µετανεωτερικής εποχής άνθησε ακριβώς επειδή η λογική έγινε υπερβολικά κυριαρχική και εργαλειακή, µε αποτέλεσµα να µην µπορεί να ευδοκιµήσει στο έδαφός της ένα έλλογο είδος πίστης. Αυτός όµως δεν είναι λόγος για να αρνηθούµε την πίστη εξ ολοκλήρου.
Το όραµα του φιλελεύθερου ανθρωπισµού για ελεύθερη και ευτυχή ανάπτυξη της ανθρωπότητας είναι εφικτό, καταλήγει ο Ιγκλετον, µόνο µέσω της αντιµετώπισης του χειρότερου εαυτού µας µέσα από µια διαδικασία αυτοαλλοτρίωσης και ριζικής αναδηµιουργίας, µια διαδικασία, όπως την αποκαλεί χαρακτηριστικά, «τραγικού ανθρωπισµού». Η θρησκεία, εκτιµά ο βρετανός θεωρητικός, θέτει ερωτήµατα για ζωτικά ζητήµατα, για τον θάνατο, τον πόνο, την αγάπη, την αυτοαλλοτρίωση, για τα οποία η σηµερινή κοινωνία και η πολιτική σιωπούν και ο Ιγκλετον αποφασίζει εδώ να κηρύξει το τέλος σε αυτή την «πολιτικά
Συνέντευξη Terry Eagleton για το "Λογική,Πίστη,Επανάσταση"
Literary critic Terry Eagleton discusses his new book, Reason, Faith, and Revolution: Reflections on the God Debate, which argues that “new atheists” like Richard Dawkins and Christopher Hitchens “buy their rejection of religion on the cheap.” He believes that, in these controversies, politics has been an unacknowledged elephant in the room.
Nathan Schneider: Rather than focusing on “believers” or “atheists,” which are typically the categories that we hear about in the new atheist debates, you write about “a version of the Christian gospel relevant to radicals and humanists.” Who are these people? Why do you choose to address them?
Terry Eagleton: I wanted to move the arguments beyond the usual, rather narrow circuits in order to bring out the political implications of these arguments about God, which hasn’t been done enough. We need to put these arguments in a much wider context. To that extent, in my view, radicals and humanists certainly should be in on the arguments, regardless of what they think about God. The arguments aren’t just about God or just about religion.
NS: Are you urging people to go to church, or to read the Bible, or simply to acknowledge the historical connections between, say, Marxism and Christianity?
TE: I’m certainly not urging them to go to church. I’m urging them, I suppose, to read the Bible because it’s very relevant to radical political concerns. In many ways, I agree with someone like Christopher Hitchens that most religion is fairly hideous and purely ideological. But I think that Hitchens and Richard Dawkins are gravely one-sided about the issue. There are other potentials in the gospel and in the Christian tradition which are, or should be, of great interest to radicals, and radicals haven’t sufficiently recognized that. I’m not trying to convert anybody, but I am trying to show them that there is something here which is in a certain interpretation far more radical than most of the mainstream political discourses that we hear at the moment.
NS: You’re a literary scholar, and you’re talking about religion. Is religion literature? Are you proposing that religion become a resource for politics to draw from in the same way as any other literary canon might be?
TE: No, not at all. I think the whole movement to see religion as literature is a way of diffusing its radical content. It’s actually a way of evading certain rather unpleasant realities that it insists on confronting us with. One of the things that happened in the 19th century was that culture — literary and other kinds of culture — tried to stand in for religion, and there was a lot of talk about religion as poetry and religion as myth. That was an attempt to shy away from some of the more uncomfortable challenges of religion when taken rather more seriously.
NS: And those are the political challenges?
TE: Largely. Or, if you like, the ethical-political. They were forgotten, or sidelined, and Christianity in particular became a piece of poetry or a piece of mythology. There’s a lot of poetry and mythology in the Bible, to be sure, but it interacts with other kinds of elements, and that’s what I was stressing.
NS: Do you think that these traditions need to be radically reinterpreted for the modern, secular world? Thomas Aquinas is mentioned in your book, but so are — perhaps even more — Karl Marx and Sigmund Freud. Is the religion you’re defending closer to that of the medieval scholastics or to these more recent figures?
TE: I think that the Christian gospel always stands in need of contemporary reinterpretation. Theologians have to determine what kind of discourse, what contemporary way of talking, can best articulate its particular concerns. There should be controversy and debate. While Marx and Freud and others are relevant to the contemporary interpretation of Christianity, that doesn’t mean one rejects tradition and simply concentrates on the present. The present is made out of tradition and out of history. What I’m offering in my book is what I take to be — although it’s couched very often in terms of Marx or Freud or radicalism in general — a fairly traditional interpretation of scripture.
NS: Though of course the Christianity you present doesn’t sound like a lot of the Christianity one hears in the public sphere, especially in the United States.
TE: I think partly that’s because a lot the authentic meanings of the New Testament have become ideologized or mythologized away. Religion has become a very comfortable ideology for a dollar-worshipping culture. The scandal of the New Testament — the fact that it backs what America calls the losers, that it thinks the dispossessed will inherit the kingdom of God before the respectable bourgeois — all of that has been replaced, particularly in the States, by an idolatrous version. I’m presently at a university campus where we proudly proclaim the slogan “God, Country, and Notre Dame.” I think they have to be told, and indeed I have told them, that God actually takes little interest in countries. Yahweh is presented in the Jewish Bible as stateless and nationless. He can’t be used as a totem or fetish in that way. He slips out of your grasp if you try to do so. His concern is with universal humanity, not with one particular section of it. Such ideologies make it very hard to get a traditional version of Christianity across.
NS: There are so many competing claims for supernatural revelation; some people say they adjudicate truth by the Bible, or by papal authority. How do you know one reliable supernatural tradition from another?
TE: Well, you have to argue about it on the basis of reason, and evidence, and analysis, and historical research. In that sense, theology is like any other intellectual discipline. You don’t know intuitively, and you certainly can’t claim to know dogmatically. You can’t simply, in a sectarian way, assert one tradition over another. I don’t think there’s any one template, any one set of guidelines, which will magically identity the correct view. Theology, like any other intellectual discipline, is a potentially endless process of argument. But that’s not to say that anything goes.
NS: One thing that stood out to me was your reassertion of liberation theology, which, for instance, the current pope repudiated when he was Prefect of the Congregation for the Doctrine of the Faith. He was concerned that hope for a worldly liberation through revolution would become a substitute for spiritual liberation through Christ.
TE: It would certainly be a big mistake to identify any particular human society with the kingdom of God. If any liberation theology were doing that, then it would be properly rebuked. I don’t think that’s why the pope is averse to it; he’s averse to it anyway because of its politics. It would be a grave mistake to think that we’re talking about the difference between a material revolution and a spiritual one. That would be the kind of gnosticism, or dualism, which Judaism and Christianity challenge. A socialist revolution is quite as spiritual as the fight for the kingdom of God is material.
NS: Do you consider yourself a Christian per se, or a person who happens to like and be inspired by Christianity?
TE: I don’t think the pope will consider me a Christian. I was brought up, of course, a Catholic. I suppose it was fortunate that around the time of the Vatican Council I encountered, just when I might have rejected a lot of it, a very challenging version of Christianity. I felt there was no need to reject it on political and intellectual grounds, because it was highly relevant and sophisticated and engaging. In a sense one doesn’t have much choice about these things. What I find is that heritage very deeply influences my work, and probably has more so over the last few years. Quite what my relation to it now is is hard to say. But that’s just a historical dilemma, a matter of how to understand oneself historically.
NS: When you talk about it being beyond choice — I’ve been interested to see how Richard Dawkins calls himself a “post-Christian atheist” and talks about celebrating Christmas.
TE: I think, actually, he’s a pre-Christian atheist, because he never understood what Christianity is about in the first place! That would be rather like Madonna calling herself post-Marxist. You’d have to read him first to be post-him. As I’ve said before, I think that Dawkins in particular makes such crass mistakes about the kind of claims that Christianity is making. A lot of the time, he’s either banging at an open door or he’s shooting at a straw target.
NS: You say he emphasizes a “propositional” account of religious faith above a “performative” one. But how far can one go believing in God performatively, through political acts, before it becomes a proposition?
TE: All performatives imply propositions. There’s no point in my operating a performative like, say, promising, or cursing, unless I have certain beliefs about the nature of reality: that there is indeed such an institution as promising, that I am able to perform it, and so on. The performative and the propositional work into each other. But it is a typically positivist kind of mistake to begin with the propositional, just as it would be for someone trying to analyze a literary text, which is basically a performance. Somebody who didn’t grasp that would be making a root-and-branch mistake about the kind of thing being confronted. These new atheists, and, indeed, the great majority of believers, have been conned rather falsely into a positivist or dogmatic theology, into believing that religion consists in signing on for a set of propositions.
NS: Are there political reasons behind this mistake?
TE: Dawkins and I were recently asked to write articles for the front page of the Wall Street Journal, if you can believe it. I don’t know what the rationale behind this is, or even if it will come off. I said that I would do so, provided that my last sentence would be, “Jesus Christ would never have been given a column in the Wall Street Journal.” It is indicative of the strangeness and intensity of this debate that it crops up in the most peculiar places. It crops up at the very temples of Mammon. But, you see, I think that’s because these people really do think it’s just about a set of ideas, of propositions. That’s a pretty comfortable debate. But the point I try to make when I enter on these forums is that it’s not just that. It has a strong political subtext.
NS: Back to issues of faith and reason — your position reminds me of Stephen Jay Gould’s model of “non-overlapping magisteria.” Gould himself was not a believer, though he wrote about religion and science, and sometimes he has been accused of having a position that is only possible if you’re not really taking belief seriously.
TE: I think that Gould was right in that particular position. What is interesting is why it makes people like Dawkins so nervous. They misinterpret that position to mean that theology doesn’t have to conform to the rules and demands of reason. Then theologians can say anything they like. They don’t have to produce evidence, and they don’t have to engage in reasonable argument. They’re now released from the tenets of science. Traditionally, this is the Christian heresy known as fideism. But all kinds of rationalities, theology included, have been non-scientific for a very long time and yet still have to conform to the procedures of reason. The new atheists think this because they falsely identify the rules of reason with the rules of scientific reason. Therefore if something is outside the purview of science, it follows for them that it is outside the purview of reason itself. But that’s a false way of arguing. Dawkins won’t entertain either the idea that faith must engage reason or that the very idea of what rationality is is to be debated.
NS: The atheists have promoted themselves by wearing big red “A”s on their t-shirts and calling themselves “brights.” Is there a counter-movement you’d like to begin? What would you put on the t-shirt?
TE: Rather than simply man the barricades on either side, I’d like to step back and see what’s happening here. That sort of gesture has to be understood in terms of an American society in which a relatively small coterie of self-consciously enlightened atheists or agnostics are indeed confronted with a massively ideologized religion, which in many respects is very ugly indeed. What I think is wrong, and what I think is rationalistic, is to cast the argument in terms of intelligence. It may be that a lot of people who believe that they’re going to be rapt up into heaven are fairly dim creatures. On the other hand, Europe is full of dim agnostics. It is a rationalist error to think that your opponents are simply stupid. That betrays what’s wrong with this particular kind of new atheism: it casts the arguments largely in intellectual and propositional terms and doesn’t see that a great deal else is involved here.
NS: Do you think that it’s an accident that the most successful of the new atheists, Richard Dawkins and Christopher Hitchens, come with English accents?
TE: No. England is a very agnostic society. It looks with amazement on the behavior of many Americans as far as religion goes. America, of course, is in all kinds of ways out of line. It’s still an enormously metaphysical and religious society, while the typical advanced capitalist culture is pretty skeptical. Advanced capitalist societies do not normally call upon their citizens to believe very much, as long as they roll out of bed and do their work. They are pretty post-metaphysical. In a sense, Britain is a post-metaphysical society. A very small minority of people go to church. Religion is not part of a public and political discourse in anything like the way it is in the States. The States is peculiar because it is, on the one hand, the most rampantly capitalist society in history and, on the other, deeply, deeply metaphysical. Really, those two things are inherently at odds. Markets are relativizing, pragmatizing, and secularizing. But to prop them up, to defend them, and to legitimate them, you may need some much more absolute values. That may be why there are a lot of psycho-spiritual stockbrokers around.
∞ Α π ε ι ρ 8: Μυρμήγκι
Κατέγραψαν τη γλώσσα των μυρμηγκιών
Ερευνητές ανακάλυψαν τον τρόπο επικοινωνίας τους και πώς τον εκμεταλλεύεται μια πεταλούδα για να την κάνουν βασίλισσα!
Χρησιμοποιώντας προηγμένα συστήματα
καταγραφής και ανάλυσης ήχου, επιστήμονες του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης
έκαναν δύο ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες ανακαλύψεις. Αρχικά διαπίστωσαν ότι
τα μυρμήγκια επικοινωνούν μεταξύ τους μέσα στις φωλιές μέσω μιας γλώσσας
που αποτελείται από ένα σύνολο ηχητικών σημάτων που παράγει το σώμα
τους. Τα σήματα αυτά χρησιμοποιούν οι βασίλισσες για να δίνουν εντολές
και οδηγίες στους εργάτες. Εκαναν όμως και μια δεύτερη και σίγουρα πιο
εντυπωσιακή ανακάλυψη. Διαπίστωσαν ότι ορισμένα από τα είδη τα οποία
διατηρούν παρασιτική σχέση με τα μυρμήγκια (π.χ. έντομα) μπορούν και
τα ξεγελούν μετατρέποντάς τα σε υπηρέτες τους. Οι επιστήμονες έχουν
υπολογίσει ότι υπάρχουν περί τα δέκα χιλιάδες όντα που έχουν
παρασιτική σχέση με τα μυρμήγκια. Ενα από αυτά είναι η μεγάλη πεταλούδα
Μaculina rebeli που δεν μεγαλώνει η ίδια τα μικρά της αλλά τα αφήνει
να μεγαλώσουν παρασιτικά. Η πεταλούδα αυτή αφήνει τις κάμπιες της
κοντά σε φωλιές μυρμηγκιών. Οι κάμπιες απελευθερώνουν ένα άρωμα ίδιο
με αυτό που απελευθερώνουν οι βασίλισσες των μυρμηγκιών. Ετσι οι
εργάτες ξεγελιούνται και μεταφέρουν τις κάμπιες στις φωλιές, τις
τρέφουν και τις φροντίζουν σαν βασίλισσες. Ως γνωστόν, όταν υπάρχει
κάποια κρίση (έλλειψη τροφής, επίθεση κ.ά.) οι εργάτες αφήνουν νηστικά
ή απροστάτευτα τα δικά τους μικρά προκειμένου να θρέψουν ή να
προστατέψουν τις βασίλισσες. Εχοντας ξεγελαστεί από τις κάμπιες της
πεταλούδας, την ίδια συμπεριφορά έχουν και σε αυτές διατρέφοντάς τις
και προστατεύοντάς τις και σε περιόδους κρίσης. Ετσι οι κάμπιες του
συγκεκριμένου είδους πεταλούδας μεγαλώνουν σε ένα απόλυτα ασφαλές
περιβάλλον μακριά από κάθε κίνδυνο.
Το ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι ότι οι ερευνητές διαπίστωσαν πως οι εργάτες ξεγελιούνται σε τέτοιον βαθμό από τις κάμπιες που δεν διστάζουν να επιτεθούν ακόμη και στις πραγματικές βασίλισσές τους. Οι ερευνητές τοποθέτησαν στον ίδιο χώρο βασίλισσες και κάμπιες. Οι βασίλισσες αναγνώριζαν αμέσως τις κάμπιες και άρχισαν να επιτίθενται σε αυτές. Προς έκπληξη των ερευνητών, οι εργάτες προστάτευσαν τις κάμπιες επιτιθέμενοι στις βασίλισσες!
© Τhe Τimes, 2009
Το ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι ότι οι ερευνητές διαπίστωσαν πως οι εργάτες ξεγελιούνται σε τέτοιον βαθμό από τις κάμπιες που δεν διστάζουν να επιτεθούν ακόμη και στις πραγματικές βασίλισσές τους. Οι ερευνητές τοποθέτησαν στον ίδιο χώρο βασίλισσες και κάμπιες. Οι βασίλισσες αναγνώριζαν αμέσως τις κάμπιες και άρχισαν να επιτίθενται σε αυτές. Προς έκπληξη των ερευνητών, οι εργάτες προστάτευσαν τις κάμπιες επιτιθέμενοι στις βασίλισσες!
© Τhe Τimes, 2009
Η κατάργηση του δικαιώματος στη διαφωνία./ του Γιώργου Κατσαμπέκη/ΕΝΘΕΜΑΤΑ
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
12 Ιουνίου 2011
Η κατάργηση του δικαιώματος στη διαφωνία
του Γιώργου Κατσαμπέκη
Η ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δε
θα μπορούσε να είναι πιο σαφής και αυστηρή στο λιτό της ύφος. Διαβάσαμε
λοιπόν πριν από μερικές ημέρες: «Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή λυπάται για την
αποτυχία των αρχηγών των ελληνικών πολιτικών κομμάτων να πετύχουν
συναίνεση όσον αφορά την οικονομική προσαρμογή με στόχο να ξεπεραστεί η
κρίση χρέους. Αναμένουμε ότι θα συνεχιστούν οι προσπάθειες προκειμένου
να επιτευχθεί διακομματική συμφωνία και υποστήριξη προς το πρόγραμμα
Ε.Ε.-ΔΝΤ. Πρέπει να υπάρξει σύντομα συμφωνία. Ο χρόνος τελειώνει. Είναι
ζωτικής σημασίας για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας όλα τα
ελληνικά κόμματα, περιλαμβανομένων των κομμάτων της αντιπολίτευσης, να
υιοθετήσουν εποικοδομητική νοοτροπία και να υποστηρίξουν το πρόγραμμα
Ε.Ε.-ΔΝΤ και την εφαρμογή του».[1]
Δεν είναι η πρώτη φορά βεβαίως που
συμβαίνει κάτι τέτοιο, ειδικά από τη στιγμή που εισήλθαμε στον ιδιότυπο
μηχανισμό «διάσωσης»· μιας «διάσωσης» που, μέρα με τη μέρα, όλο και πιο
καθαρά, δείχνει να στραγγαλίζει τον «διασωζόμενο» ελληνικό λαό. Ωστόσο, η
Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν λυπάται γι’ αυτό. Λυπάται γιατί οι αρχηγοί των
ελληνικών κομμάτων (αλλά και τα αντιπολιτευόμενα κόμματα στο σύνολό
τους, όπως δηλώνεται στο κείμενο) δε συναινούν στην εφαρμογή ενός
προγράμματος «δημοσιονομικής προσαρμογής» που ως μόνα ξεκάθαρα
αποτελέσματα μέχρι στιγμής φαίνεται να έχει την άνευ προηγουμένου
(τουλάχιστον όσον αφορά τα μεταπολεμικά χρόνια) επιδείνωση του βιοτικού
επιπέδου του πληθυσμού, τη βαθιά –και χωρίς προοπτική άμεσα
διαφαινόμενης ανάκαμψης– ύφεση και την εκτόξευση του δημοσίου χρέους σε
νέα ιστορικά ύψη. Μα γιατί άραγε δε συναινούν οι πολιτικοί αρχηγοί σε
ένα τέτοιο λαμπρό πρόγραμμα; Γιατί δεν υιοθετούν, όπως ζητά η Επιτροπή,
μία «εποικοδομητική νοοτροπία»;
Χωρίς να κρίνουμε εδώ το περιεχόμενο των
αντιπροτάσεών τους ή την όποια αιτιολόγηση της άρνησης εκεί όπου δεν
εντοπίζουμε κάποια θετική αντιπρόταση, αξίζει ωστόσο να εστιάσουμε στο
δικαίωμα στη διαφωνία καθεαυτό. Δε μας απασχολεί με άλλα λόγια το περιεχόμενο της διαφωνίας, αλλά η ίδια της η σημασία
ως τέτοια. Είναι μάλλον κλισέ, αλλά ας το υπενθυμίσουμε. Αν θέλαμε να
συμπυκνώσουμε έναν ορισμό της δημοκρατίας σε όσο το δυνατό λιγότερες
κουβέντες, θα λέγαμε πως δημοκρατία είναι το πολίτευμα που νομιμοποιεί και θεσμοποιεί τη διαφωνία. Στη δημοκρατία δεν
υπάρχουν μονόδρομοι –όπως έχουμε βαρεθεί να ακούμε τον τελευταίο
χρόνο–, αφού η λύση σε ένα πρόβλημα δεν είναι ποτέ μία και
αδιαμφισβήτητη, αλλά έγκειται ακριβώς στη στιγμή της απόφασης. Και απόφαση σημαίνει επιλογή μίας εναλλακτικής
οδού μεταξύ άλλων, που δεν χάνουν όμως την αξία τους. Αν η σημασία της
διαφωνίας και του πλουραλιστικού ανταγωνισμού έτεινε απλώς να τεθεί στο
περιθώριο τα τελευταία χρόνια, μέσα στον μεταδημοκρατικό δημοσιολογικό
χυλό της ύστερης μεταπολίτευσης, σήμερα μπορούμε να πούμε με σχετική
ασφάλεια πως επιχειρείται ο ενταφιασμός της! Η ίδια η κυβέρνηση, όπως άλλωστε τονίζει με κάθε αφορμή, δεν επιλέγει, δεν αποφασίζει,
αλλά ακολουθεί ευλαβικά ένα συγκεκριμένο μονόδρομο μονοπάτι, που
προβάλλει ως η μοναδική οδός για τη «σωτηρία». Θαρρεί κανείς πως δεξιά
κι αριστερά χάσκει ο γκρεμός και άρα παρέκκλιση από τον ακολουθούμενο
δρόμο θα ισοδυναμούσε με καταστροφή.
Για να σιγουρευτούμε ότι αυτό το μονοπάτι
είναι πραγματικά η μοναδική οδός προς τη «σωτηρία», πέρα από τις
εγχώριες συναγερμικές εκκλήσεις σε «πανεθνική συστράτευση», στο
«πατριωτικό καθήκον», και άλλα τέτοια σχετικά, που λιτανικά μηρυκάζει ο
πρωθυπουργός της χώρας, όλο και πυκνώνουν οι αυστηρές παρεμβάσεις από
τους εταίρους-δανειστές μας. Το σημαίνον της «συναίνεσης» που πρόβαλε σε
πρώτη φάση στο λόγο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αλλά πλέον και των λοιπών
εταίρων της περίφημης «τρόικας», ως νουθεσία, ως παραίνεση, τώρα αποκτά
τον χαρακτήρα ξεκάθαρου εκβιασμού: Συναινέστε στο μονόδρομο που χαράσσεται από τη “μνημονιακή” πολιτική, αλλιώς δε βλέπετε άλλη δόση!
Η Ευρωπαϊκή Ένωση τελικά, στο περιβάλλον που δημιούργησε η διεθνής
οικονομική κρίση, όπως αυτή κορυφώθηκε το 2008 σε παγκόσμια κλίμακα,
αλλά και όπως μετεξελίχθηκε στο ιδιαίτερο μικρο-περιβάλλον της Ένωσης
τον τελευταίο χρόνο, λειτούργησε περισσότερο ως μέρος του προβλήματος
παρά ως μέρος της λύσης. Ο οικονομίστικος λόγος της «αγοράς» έχει
επιβάλει ολοκληρωτικά την παρουσία του και η πολιτική (ως συζήτηση μεταξύ εναλλακτικών προοπτικών με αγωνιστική διάθεση, ως διαφωνία-ανταγωνισμός, ως επιλογή-απόφαση)
έχει τεθεί πλέον στο περιθώριο και κάθε ψήγμα επανεμφάνισής της
ξορκίζεται ως «λαϊκισμός» ή «ανευθυνότητα», ακόμα και ως
«αντιπατριωτική» στάση, όπως ιδιαίτερα εμφανίζεται στην ημεδαπή.
Δε θα ήταν υπερβολή τελικά να πούμε πως
σήμερα, στον λόγο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αλλά βεβαίως και της
ελληνικής κυβέρνησης, η δημοκρατία καταργείται στο όνομα της
«οικονομικής αναγκαιότητας». Από την άλλη βεβαίως, οφείλουμε να μην
παραβλέπουμε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποτελεί συγκεκριμένο
πολιτικό/τεχνοκρατικό όργανο και άρα η κάθε υπόδειξη ή πρότασή
(ουσιαστικά παρέμβασή) της εκφράζει μία πολιτική επιλογή και
όχι (όπως συχνά παρουσιάζεται) «αντικειμενική» ανάγκη. Η προσπάθεια
απώθησης του πολιτικού χαρακτήρα της εκάστοτε επιλογής συνιστά
ταυτόχρονα προσπάθεια απώθησης της πολιτικής συνολικά και εν προκειμένω
απόπειρα συγκάλυψης του γεγονότος ότι η Επιτροπή φαίνεται να λειτουργεί
περισσότερο ως όργανο των περίφημων «αγορών».[2] Και δεν είναι βεβαίως η πρώτη φορά που ιστορικά βλέπουμε την πολιτική επιλογή του κυρίαρχου να ενδύεται το πέπλο της «αντικειμενικής» ανάγκης…
Η «συναίνεση», την οποία είχαμε συνηθίσει
με το προσωπείο του επιθυμητού ή/και του ευκταίου –ίδιον άλλωστε της
μεταπολιτικής στροφής στην Ευρώπη των τελευταίων δεκαπέντε περίπου ετών–
επανασυστήνεται τελικά ως έξωθεν εκπορευόμενη εκβιαστική επιβολή, ως επιτακτικό κάλεσμα συμμόρφωσης σε μια υποτιθέμενη «εποικοδομητική νοοτροπία». «Αναγκαία» επομένως και η συναίνεση.
Ας μη γελιόμαστε λοιπόν. Το πρόβλημα εδώ πρέπει να τεθεί ξεκάθαρα. Αυτό που φαίνεται να ενοχλεί, δεν είναι άλλο από το «σκάνδαλο» της δημοκρατίας.[3] Η τεχνοκρατική διαχείριση του βίου (ή, αλλιώς: της «καθημερινότητας του πολίτη»), η πολιτική με άλλα λόγια στη σημερινή της μεταλλαγή, ως «αστυνόμευση»
(police) ή κατάτμηση των ιδιαίτερων αιτημάτων-ταυτοτήτων, ως διαδικασία
διευθετήσεων και διακανονισμών, δε μπορεί να ανεχθεί πλέον την επίμονη
και ενοχλητική ανάδυση της αρνητικότητας, ή αν θέλετε, του «πολιτικού», και αναζητά διεξόδους σε διάφορες πανικόβλητες αυστηρές ανακοινώσεις. Καθώς περνάμε από την παραίνεση/ευχή στον εκβιασμό (που ενέχει και μια μορφή βίας),
το πρόβλημα δεν έγκειται πια στην διλημματική επιλογή ανάμεσα σε
φιλοευρωπαϊσμό ή αντιευρωπαϊσμό, αλλά στο ίδιο το μέλλον της
δημοκρατίας: πόσο απέχει τελικά η μεταδημοκρατική παρέκκλιση από μία
αντι-δημοκρατική τροπή; Μήπως τελικά, σήμερα, από τη μεταδημοκρατία
αγόμαστε πέρα από τη δημοκρατία;
Σε αυτό το πλαίσιο είναι που αποκτά ιδιαίτερη σημασία και το ευρωπαϊκό κίνημα των «αγανακτισμένων» για «πραγματική δημοκρατία»
που, ξεκινώντας από τις πλατείες της Ισπανίας, έχει εξαπλωθεί και κάνει
πλέον ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία του στην πλατεία Συντάγματος της
Αθήνας, τον Λευκό Πύργο της Θεσσαλονίκης, στην Λάρισα, στην Πάτρα, αλλά
και σε πολλές άλλες πλατείες της χώρας. Όσο προβληματικό και αν φαντάζει
σε ορισμένους αυτό το κίνημα, όσα και αν μπορούν να λεχθούν για τα
ιδιαίτερα (πολιτικά ή «απολίτικα», ξεκάθαρα ή αμφίσημα) περιεχόμενά του,
δείχνει να εκφράζει ωστόσο ένα γνήσιο αίτημα των καιρών απέναντι στον (περισσότερο από ποτέ) εμφανή εκφυλισμό, αν όχι την καταστροφή, της υπαρκτής δημοκρατίας.[4]
Και αυτό είναι κάτι με το οποίο οφείλουμε να ασχοληθούμε επισταμένως,
ανεξάρτητα από της ιδιαίτερες θεωρητικο-πολιτικές υποκειμενικές μας
δεσμεύσεις ή/και στρατεύσεις.
Ο Γιώργος Κατσαμπέκης είναι υποψήφιος διδάκτορας στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.
Κατά τη σύνταξη του παρόντος επωφελήθηκα από συζητήσεις με τον
Γιάννη Σταυρακάκη και τον Αλέξανδρο Κιουπκιολή, στους οποίους οφείλω
θερμές ευχαριστίες.
[1] Βλ. «Η Κομισιόν προειδοποιεί: Συμφωνήστε στα μέτρα, ο χρόνος τελειώνει», Ελευθεροτυπία, 28.5.2011.
[2] Βλ. εδώ και τις οξυδερκείς παρατηρήσεις του Dirk Kurbjuweit στο γερμανικό περιοδικό Spiegel,
ο οποίος σημειώνει σε πρόσφατο εκτενές άρθρο του: «Στη σημερινή Ευρώπη
οι λαοί δεν έχουν πλέον τον έλεγχο. Αντ’ αυτού, οι πολιτικοί έχουν
μετατραπεί σε σκλάβους των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και των αγορών.
[…] Αυτό είναι που είναι τόσο ενοχλητικό στη σημερινή κατάσταση: το
γεγονός ότι οι πολιτικοί δείχνουν τόσο ανήμποροι και αβοήθητοι. Έχουν
αποκτήσει ένα νέο αφέντη, και δεν είμαστε εμείς, ο λαός […] αλλά οι
αδυσώπητες χρηματοπιστωτικές αγορές. Οι αγορές οδηγούν τους πολιτικούς
ακόμα παραπέρα, στην ανησυχία, την ανημποριά, την ανεπάρκεια και τα
ψέματα. Αυτοί που μας κυβερνούν κυβερνώνται τώρα από τις τράπεζες. Αυτή
είναι η κατάσταση». Dirk Kurbjuweit, «Dignity and Democracy. Escaping
the Clutches of the Financial Markets», Spiegel, 3.6.2011 (http://www.spiegel.de/international/europe/0,1518,766518,00.html).
[3] Για τη χρήση του όρου βλ. το βιβλίο του Jacques Rancière, Το μίσος για τη δημοκρατία, μτφρ. Βίκυ Ιακώβου, Πεδίο, Αθήνα 2009.
[4]
Βλ. εδώ και τα πολύ χρήσιμα σχόλια του Νικόλα Σεβαστάκη στο πρόσφατο
άρθρο του «Η αγία καθαρολογία και οι πλατείες της “αγανάκτησης”», RedNotebook, 30.5.2011 (http://www.rednotebook.gr/details.php?id=2588).
Ο «κυρίαρχος λαός» και οι υπερασπιστές της νομιμότητας του Γιώργου Κατσαμπέκη/πηγη : http://enthemata.wordpress.com/2011/
πηγη :
http://enthemata.wordpress. com/2011/11/27/katsabeck/
Ο «κυρίαρχος λαός» και οι υπερασπιστές της νομιμότητας
του Γιώργου Κατσαμπέκη
Το τελευταίο διάστημα τείνει να
κυριαρχήσει στη δημόσια σφαίρα ένας συγκεκριμένος λόγος, μια αγωνιώδης
απεύθυνση προς την κοινωνία, η οποία συνήθως παίρνει τη μορφή νουθεσίας
ή/και πιεστικής παράκλησης για υπευθυνότητα και σύνεση.
Ποιο το κεντρικό διακύβευμα σύμφωνα με αυτή την ανάγνωση; Η αποτροπή
μιας υποτιθέμενης επικείμενης αντιδημοκρατικής εκτροπής· ενός «χάους
ανομίας». Αρχιερείς σε αυτή την προσπάθεια, πέρα από ηγετικά στελέχη της
κυβέρνησης, έχουν αυτοχρισθεί γνωστοί αρθρογράφοι φιλοκυβερνητικών
εφημερίδων και βεβαίως οι «συνήθεις ύποπτοι» τηλε-δημοσιογράφοι
αντίστοιχων καναλιών, οι οποίοι συχνά παρουσιάζονται και ως
βασιλικότεροι του βασιλέως. Στον κατάλογο αυτού του άτυπου «κόμματος της
υπευθυνότητας» βλέπουμε να στριμώχνονται διάφορα ετερόκλητα δημόσια
πρόσωπα, διάσπαρτα στο πολιτικό/κομματικό φάσμα, από την
«(παρα)εκσυγχρονισμένη» ανανεωτική αριστερά ως και την «υπεύθυνα»
νουθετούσα ακροδεξιά.
Ο (διόλου) νέος αυτός λόγος που εκφέρουν
οι συγκεκριμένοι φορείς επικεντρώνει στο ζήτημα της εφαρμογής των νόμων
ως πυρήνα των σύγχρονων δημοκρατιών. «Προσοχή, κινδυνεύει η έννομη
τάξη»… Σε τούτο έγκειται λοιπόν ο σημερινός κίνδυνος εκτροπής και όχι αλλού
όπως νομίζουμε αρκετοί. Ξεχνούν ίσως, ή παραβλέπουν συνειδητά οι
συγκεκριμένοι πολιτικοί, δημοσιογράφοι και λοιποί δημοσιολογούντες πως
αν η δημοκρατία φέρει στον πυρήνα της την έννοια της λαϊκής κυριαρχίας, δηλαδή της δύναμης/βούλησης των πολλών, δε τη φέρει μόνο ως θεσμισμένη [constituted]
εξουσία/δύναμη (που εκδηλώνεται τυπικά στα σύγχρονα αντιπροσωπευτικά
συστήματα με την τακτική, ανά τέσσερα χρόνια, προσέλευση στην εκλογική
κάλπη για την παροχή της λεγόμενης «ελεύθερης εντολής» και πιο σπάνια
στην κάλπη ενός δημοψηφίσματος), αλλά και ως θεσμίζουσα/συντακτική [constituent]
εξουσία/δύναμη. Εδώ –ας υποθέσουμε κάπως αυθαίρετα– η πρόζα της
υπευθυνότητας φαίνεται πως σέβεται τουλάχιστον την πρώτη ιδιότητα. Κάτι
που βεβαίως δεν ισχύει απαραίτητα. Πώς να ερμηνεύσουμε άλλωστε την
κυβερνητική και μηντιακή εμμονή του τελευταίου διαστήματος ότι οι
πρόωρες εκλογές στην παρούσα συγκυρία θα ήταν μοιραίες για τη χώρα; Πώς
να δούμε τον πανευρωπαϊκό τρόμο απέναντι στο ενδεχόμενο δημοψηφίσματος;
Για να επικεντρώσουμε όμως και πάλι στη διάκριση που κάναμε παραπάνω, μπορούμε να πούμε πως ο κυρίαρχος λαός σε
μια δημοκρατία, ή τουλάχιστον σε μια πολιτεία που θέλει να καμώνεται τη
δημοκρατική, (υποτίθεται πως) έχει τη δύναμη/εξουσία να αμφισβητεί
ανοιχτά ανά πάσα στιγμή τους εκλεγμένους άρχοντές του, σε περίπτωση που
θεωρήσει ότι αυτοί παρέκκλιναν ανεπανόρθωτα από την αρχική εντολή που
τους εδόθη ή πολιτεύονται ενάντια στις ίδιες τις αρχές του Συντάγματος.[1]
Αλλά ακόμα περισσότερο, έχει τη δύναμη (ίσως και την υποχρέωση σε
ορισμένες περιπτώσεις/περιστάσεις) να αμφισβητεί ριζικά και να αλλάζει
ακόμα και αυτούς τους ίδιους τους παγιωμένους τρόπους/διαδικασίες
λειτουργίας του πολιτεύματος: να βγαίνει στους δρόμους και να ρίχνει
κυβερνήσεις, να ανατρέπει νόμους ή ολόκληρα πολιτειακά καθεστώτα, να
εξεγείρεται και να οδηγεί σε μια ριζική αλλαγή παραδείγματος.
Η ριζική, εκ βάθρων αμφισβήτηση και
ανατροπή παγιωμένων δομών από το συλλογικό σώμα των πολλών κάθε άλλο
παρά νέο στοιχείο συνιστά στην ανθρώπινη ιστορία. Θα μπορούσαμε μάλιστα
να πούμε πως, τουλάχιστον με το νου στους τελευταίους τέσσερις-πέντε
αιώνες, αυτή η δυναμική ακριβώς είναι και η «ατμομηχανή» της ιστορικής
εξέλιξης. Η δημοκρατία ούτε μαρμαρωμένο νομικό/δικαιικό ρυθμιστικό
σύστημα είναι, ούτε υπερβατική απόλυτη ηθικοπολιτική νόρμα των ζωών μας.
Στις δημοκρατίες, είτε μας (τους) αρέσει είτε όχι, κυρίαρχος είναι ο λαός,
με ότι σημαίνει ή μπορεί να σημαίνει αυτό. Με τα καλά του και τα κακά
του. Και ακριβώς όπως το Σύνταγμα τίθεται πάνω από το εκάστοτε
νομοθετικό σώμα –ας μην ασχοληθούμε εδώ με την κατάφωρη «κουρελοποίησή»
του από την κυβέρνηση Παπανδρέου–, έτσι και ο λαός τίθεται πάνω από το Σύνταγμα ή όποια άλλη θεσμισμένη κανονιστική νόρμα ως (και) συντακτικό συλλογικό σώμα το οποίο ne s’autorise que de lui même[2] (που
θα έλεγε και ο Λακάν). Και όλα αυτά βεβαίως δεν είναι ούτε καινούρια,
ούτε και ιδιαίτερα ριζοσπαστικά πράγματα. Τα έλεγε ο Τζέιμς Ουίλσον
(ένας από τους «ιδρυτικούς πατέρες» των ΗΠΑ) περί τα τέλη του 18ου
αιώνα, μας τα ξαναείπε πριν περίπου 65 χρόνια ο Μωρίς Ντυβερζέ και τα
έχουν επαναλάβει (σε γενικές γραμμές) πολλοί-ές και από διάφορες σκοπιές
έκτοτε.[3]
Σκεφτείτε την έκπληξή τους, αν έβλεπαν την κατάσταση στην Ελλάδα των
τελευταίων δύο ετών, όπου τα άτυπα κοινοβουλευτικά πραξικοπήματα
ενδύονται πλέον το πέπλο της «υπεύθυνης στάσης».
Αν ρίξουμε μια ματιά στην ιστορία της
δημοκρατίας άλλωστε (της «δημοκρατίας των Νεωτέρων», όπως προτιμά να την
αποκαλεί ο M. Γκωσέ), θα δούμε ότι δεν ήταν λίγες οι φορές που ο
(άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο) «κυρίαρχος λαός» παρενέβη
δυναμικά/ενεργητικά προκαλώντας ριζικές αλλαγές και μετασχηματισμούς
στην εκάστοτε κατεστημένη τάξη [order]. Η έξοδός μας από το καθοριστικό
«καπέλο» της θρησκευτικής/υπερβατικής τάξης, από την «ιερή τάξη του
Ενός», άνοιξε ακριβώς το δρόμο προς την ριζικά αναστοχαστική αυτοθέσμιση
του ανθρώπου, το δρόμο προς το αιώνιο ζητούμενο της αυτονομίας. Η έξοδος βεβαίως από την ετερόνομη τάξη μόνο οριστική ή παγιωμένη δε μπορεί να θεωρηθεί, αφού μάλλον συνιστά και αυτή ένα διαρκές ζητούμενο, αντικείμενο διαρκών αγώνων, όπως η «τέλεια δημοκρατία» που πολλοί φαντάζονται αλλά πάντα θα έρχεται (βλ. Ντεριντά). Το χαρακτηριστικό αυτό δημοκρατικό παράδοξο προσδίδει ακριβώς το σφρίγος στην πάντα εν τω γίγνεσθαι δημοκρατία, η οποία πάντα θα έρχεται αλλά ποτέ δε θα είναι τελικά εκεί.
Η απόλυτη και απαρέγκλιτη υποταγή στους νόμους συνεπώς, έτσι γενικά και αόριστα, δε λέει τίποτα ως τέτοια,
πόσω μάλλον σε σχέση με το ιδεώδες που (υποκριτικά) σπεύδει να
υπερασπιστεί. Αντιθέτως, δεν είναι λίγες οι φορές που προδίδει και την
ανημπόρια μιας αυταρχικής τάξης να επιβληθεί ή/και να αναπαραχθεί. Αυτό
δε σημαίνει πως θέλουμε εδώ να αντιπροτείνουμε μιαν αντιστοίχως μονομερή
προσήλωση στην έννοια του «λαού» ως υποκειμένου συντακτικής εξουσίας.
Οι δύο διαστάσεις μπορούν μάλλον να συνυπάρχουν σε μια παράδοξη
ισορροπία.
Αλλά ακόμα και αν δεχτούμε τους όρους της
μονομερούς ανάγνωσης των «νομιμοφρόνων» και «υπευθύνων», προκύπτει μια
σειρά προβλημάτων. Αν λοιπόν αυτοί οι νόμοι για τους οποίους μιλάμε
παραβιάζουν βασικές αρχές του Συντάγματος; Αν βάλλουν ευθέως ενάντια
στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και φέρουν στον πυρήνα τους ένα βαθιά
αντιδημοκρατικό ολοκληρωτικό πνεύμα; Τότε ποια είναι η υποχρέωση ενός
λαού που κινείται, ή θέλει να κινείται (συνειδητά ή ασυνείδητα δε μας
απασχολεί), προς την υπεράσπιση του δημοκρατικού ιδεώδους; Αυτή η υπευθυνο-λάγνα
συναγερμική κλήση για προσήλωση στην εφαρμογή των νόμων διανθισμένη
συχνά με ανταύγειες «εξορθολογισμού» (στο βαθμό ενός κατάφωρου πλέον
ανορθολογισμού) δε ξεγελά, ή τουλάχιστον δε θα έπρεπε να ξεγελά κανέναν
και καμία.
Αυτή η λογική, από κεντρικό μοτίβο στο
λόγο της νεοκαραμανλικής διακυβέρνησης από το 2004 («λαϊκισμός ή
υπευθυνότητα;») και μετά, στην εξύψωσή της σήμερα σε κεντρικό οιονεί
υπερβατικό ηθικολογικό δίλημμα για την υποτιθέμενη διάσωση της
δημοκρατίας, μόνο ένα στοιχείο φαίνεται να προσπαθεί μάταια να
συγκαλύψει: τη βαθιά μεταπολιτική (αν όχι αντιπολιτική) κουλτούρα
των κυβερνώντων που στην ιδεοληπτικά καθαρολογική/τεχνοκρατική της
διάσταση τείνει να πάρει επικίνδυνα αυταρχικές κλίσεις. Μια τέτοια
τυφλή και άκριτη υποταγή στους νόμους τους οποίους ψηφίζει με οριακή
πλειοψηφία μια κυβέρνηση που στερείται λαϊκής-δημοκρατικής νομιμοποίησης
αποκαλύπτει επίσης και μια μύχια επιθυμία των ελίτ: να κυβερνήσουν επιτέλους χωρίς λαό (βλ.
Ζ. Ρανσιέρ)· χωρίς την υποτιθέμενη ανορθολογική ιδιοσυγκρασιακή βουλή
του και τις ενοχλητικές του αντιρρήσεις και αντιδράσεις. Είναι σα να μας
λένε: «Οι ειδικοί γνωρίζουν. Μην κάνετε πιο δύσκολο το ήδη απαιτητικό
και κοπιώδες έργο τους. Υποστείτε στωικά τις συνέπειες των ενδεχομένως
επώδυνων πολιτικών που επιλέγουν για σας και –αν επιβιώσετε– αύριο όλα
θα παν καλά». Γι αυτό και μόνο έκπληξη δε προκαλεί, υπ’ αυτό το πρίσμα, η
επιλογή/επιβολή (με τι νομιμοποίηση αλήθεια;) ενός τεχνοκράτη
τραπεζίτη για τη θέση του πρωθυπουργού ο οποίος θα λειτουργεί ξεκάθαρα
ως διαχειριστής/εντολοδόχος των Βρυξελών, αλλά και γενικότερα των
συμφερόντων που και λόγω προϋπηρεσίας έχει μάθει πολύ καλά να
εξυπηρετεί.
Έχουμε δει όμως που μας έβγαλε μέχρι τώρα
η στεγνή διαχείριση αυτών που «ξέρουν καλύτερα» για μας πριν από εμάς
και χωρίς εμάς· μήπως να δούμε αυτή τη φορά που μπορεί να μας βγάλει και
η πολιτική; Και μάλιστα η με πάθος επενδεδυμένη
πολιτική στη δημοκρατική της προοπτική, αυτή που ακουμπά πάνω σε τριβές
και διαφωνίες, σε ανταγωνισμούς και συγκρούσεις, και, γιατί όχι, σε έναν
υγιή ανορθολογισμό, σε όλα αυτά τελικά που καθιστούν τη δημοκρατία
ζωντανό πεδίο συλλογικού αναστοχασμού και αυτοδιαμόρφωσης, ένα διαρκές
διακύβευμα, έναν ατομικό και συλλογικό διαρκή αγώνα με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον, μιας και ο προορισμός μας θα είναι πάντοτε à venir.
O Γιώργος Κατσαμπέκης είναι υποψήφιος διδάκτορας στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ
[1] Ας θυμίσουμε εδώ, για ακόμα μία φορά, και την ακροτελεύτια διάταξη του Συντάγματος (Άρθρο 120).
[2] Εξουσιοδοτείται μόνον από τον εαυτό του.
[3]
Ο Κ. Καστοριάδης, η C. Mouffe και ο J. Rancière, για να κατονομάσουμε
εδώ μόνο μερικούς από τους σύγχρονους πολιτικούς θεωρητικούς που έχουν
διατυπώσει σχετικούς προβληματισμούς.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
-
όταν μας επισκέπτεται η Θεια Ακηδία καμιά φορά Βυθίζομαι σε τρυφερή ανία και καταργείται μέσ...