Αναγνώστες

Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2013

ΜΗΤΑΦΙΔΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ :ΚΕΙΜΕΝΟ ΟΜΙΛΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΝΑΖΙ ΤΗΣ 30-10-2013 «Η ιστορία γράφεται με ανυπακοή»



ΚΕΙΜΕΝΟ ΟΜΙΛΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ 30-10-2013

«Η ιστορία γράφεται με ανυπακοή»

[«Αδέρφια, συμπολίτες, το σύνθημά μας “θάνατος στον φασισμό, λευτεριά στον λαό” έγινε πραγματικότητα. Η περίφημη πόλη μας, που επί τέσσερα χρόνια στέναζε κάτω από τη φασιστική μπότα, μα ποτέ δεν έπαψε να αντιστέκεται, είναι επιτέλους ελεύθερη. Ζήτω η ελεύθερη Ελλάδα! Ζήτω η λευτεριά! Ζήτω η αδούλωτη Θεσσαλονίκη! Ζήτω οι απελευθερωτές του ΕΛΑΣ! Για την ευτυχισμένη και πολυπόθητη αυτή μέρα έχυσαν το αίμα τους και θυσιάστηκαν τα πιο ακριβά παλικάρια και κορίτσια της πόλης μας. Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τους τολμηρούς και ανδρειωμένους που με τη ζωή τους μας έδειξαν τον δρόμο της λευτεριάς, αιώνια τιμή και δόξα στους ήρωές μας…» (Στέλιου Γεωργιάδη, Θεσσαλονίκη ανυπότακτη πόλη, 1995, σελ. 292).]

         Το  χαρμόσυνο αυτό μήνυμα που μόλις ακούσατε έστειλαν με το χωνί τους τα ξημερώματα της 30ης Οκτωβρίου 1944 στους ξαγρυπνισμένους κατοίκους της μαρτυρικής αλλά ανυπότακτης Θεσσαλονίκης δύο ΕΠΟΝίτισες σκαρφαλωμένες στη στέγη ενός σπιτιού στην Άνω Πόλη,.
Τα μεγάλα γεγονότα της ιστορίας, έγραφε το 1843 ο Μαρξ, αποτελούν πρόκληση «για στοχασμό και συσπείρωση της σκεπτόμενης και βασανισμένης ανθρωπότητας», τονίζοντας παράλληλα ότι, «για να εργαστούμε θετικά για τη διαμόρφωση του καινούργιου κόσμου,  πρέπει να ρίξουμε άπλετο φως στον παλιό». Σ’ αυτό φιλοδοξεί να συμβάλει με τη σημερινή της εκδήλωση η δημοτική μας κίνηση, αγαπητοί/ές συμπολίτες/σες και σεβαστοί/ές αγωνιστές/τριες της αντιφασιστικής αντίστασης που μας τιμάτε με την παρουσία σας. 
«Αρχίζεις να διαλύεις έναν λαό αφαιρώντας τη μνήμη του. Καταστρέφεις τα βιβλία του, την κουλτούρα και την ιστορία του. Έπειτα, άλλοι γράφουν βιβλία γ’ αυτόν, του προσφέρουν μια άλλη κουλτούρα και επινοούν μια άλλη ιστορία. Στη συνέχεια ο λαός αρχίζει σιγά-σιγά να ξεχνά ποιος είναι και τί ήταν. Γι’ αυτό η πάλη της μνήμης εναντίον της λήθης δεν είναι παρά η πάλη του ανθρώπου εναντίον της εξουσίας.» (Μίλαν Κούντερα, Το βιβλίο του γέλιου και της λήθης, 1979)


«Η ιστορία γράφεται με ανυπακοή»
Στο σύνθημα αυτό, που έχει κατακτήσει διαχρονικά την ετυμηγορία της ιστορίας, συμπυκνώνονται και ζωντανεύουν όλα τα «μαθήματα» από την απελευθέρωση-σωτηρία της μαρτυρικής, ανυπότακτης Θεσσαλονίκης  από τα νύχια των Ναζί και των Ταγματαλητών, σαν σήμερα, πριν 69 χρόνια, από τον ΕΛΑΣ.
Γιατί «ξέσχισαν τον Δούρειο Ίππο της Καζέρτας»,  κατά την έκφραση του Μάρκου Βαφειάδη αλλά και τη συμφωνία της Λισαβώνας, που «το τίμημα της ήταν να παραχωρηθεί η Θεσσαλονίκη από τους Γερμανούς στους Άγγλους, ώστε να μπορέσουν να την καταλάβουν αμαχητί  και  μ’  αυτόν  τον  τρόπο  η  Ελλάδα  να  περιέλθει  στο  δυτικό στρατόπεδο.» (Συνέντευξη του φον Σπέε στον Β. Μαθιόπουλο το 1976 στη Χαϊδελβέργη. Η Ελληνική Αντίσταση (1941-44) και οι Σύμμαχοι, 1994).
To τέλος της γερμανικής κατοχής στη Μακεδονία είχε διαφανεί ήδη από το καλοκαίρι του 1944, όταν η Ομάδα Μεραρχιών Μακεδονίας του ΕΛΑΣ, υπό τον στρατηγό Ευριπίδη Μπακιρτζή, απελευθέρωνε τη μία μετά την άλλη τις πόλεις της Δ. Μακεδονίας. Η απελευθέρωση της Αθήνας και του Βελιγραδίου έκανε τους Σαλονικιούς να νιώθουν πως και τα δικά τους δεινά έφταναν στο τέλος. Έτσι, παρά τις άνωθεν εντολές, η ιστορική απόφαση του Μάρκου Βαφειάδη και του Ευριπίδη Μπακιρτζή να προελάσουν προς τη Θεσσαλονίκη αποδείχτηκε σωτήρια για την πόλη, καθώς όχι μόνο γλύτωσαν τις υποδομές της (λιμάνι, ηλεκτρικές εταιρίες, υδραγωγεία, αλευρόμυλους, κ.λπ.) από την καταστροφή, αλλά και τη διαφύλαξαν από το να υποστεί τα δικά της «Δεκεμβριανά». Επιπλέον, τόσο οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ στο στρατιωτικό πεδίο όσο και εκείνες του ΕΑΜ στο πολιτικό-κοινωνικό ανέλαβαν με επιτυχία το τιτάνιο έργο της μετάβασης από τη σκλαβιά στην ελευθερία, τουλάχιστον έως την επάρατη συμφωνία της Βάρκιζας-βούτυρο στο ψωμί των λουφαγμένων της «εθνικοφροσύνης» και των δωσιλόγων. Γι' αυτό και δεν θα διστάσουν να αιματοκυλίσουν τις εκδηλώσεις για την πρώτη επέτειο της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης από τους Ναζί. Σκοτώνουν  έναν 25xρoνo κουρέα και τραυματίζουν άλλα 12 άτομα. Όχι μόνο δεν συλλαμβάνεται και δεν τιμωρείται κανείς, αλλά και θάβουν για δεκαετίες ολόκληρες ως μη «εθνικώς ορθή» την ίδια την επέτειο της απελευθέρωσης!
Έπρεπε να περάσουν 37 χρόνια για να τιμήσουν οι Θεσσαλονικείς την επέτειο της «απολυτρώσεως» της πόλης με πρωτοβουλία του αριστερού δήμαρχου Θανάση Γιαννούση και τη συμμετοχή των αριστερών δημάρχων Σταυρούπολης, Αμπελοκήπων και Ευόσμου. Την παρακαταθήκη αυτή θα συνεχίσει μέχρι το 1986 και ο κατοπινός δήμαρχος Θεοχάρης Μαναβής, ενώ επί δημαρχίας Σ. Κούβελα παύει κάθε εορτασμός της «ενοχλητικής» αυτής  επετείου.
Το υπουργείο Β. Ελλάδος και η ΤΕΔΚ συνεχίζουν να τιμούν την επέτειο, ώσπου, μετά το 1989, σβήνεται από το δημοτικό εορτολόγιο. Έκτοτε ο κατ’ ευφημισμόν εορτασμός εξαντλείται σε μια τυπική τελετή στο ηρώο του Γ΄ Σ.Σ.
Σήμερα, 69 χρόνια μετά, με τα βλαστάρια των Ναζί, των Ταγματαλητών και των χουντικών στη Βουλή ή προφυλακισμένα, δεν θα βρείτε στον κεντρικό δήμο της πόλης κανένα δρόμο με την ιστορική ημερομηνία «30/10/1944» ή με τα ονόματα των απελευθερωτών της. Ούτε θα δείτε το πορτρέτο του πρώτου δημάρχου της απελευθερωμένης  Θεσσαλονίκης του αντιστασιακού καθηγητή του ΑΠΘ Δημήτρη Καβάδα, ανάμεσα     στα πορτρέτα των δημάρχων της πόλης, που είναι αναρτημένα έξω από την αίθουσα του δ.σ. Αντίθετα θα δείτε να φιγουράρουν, με απόφαση του χουντικού Δ.Σ.Θ. και την ανοχή των κατοπινών, τα ονόματα όσων προϋπάντησαν, συνεργάστηκαν και κατευόδωσαν τους τυράννους της φαιάς πανούκλας, όπως οι κατοχικοί δήμαρχοι Κ. Μερκουρίου και Γ. Σερεμέτης.  
Έστω και με καθυστέρηση 69 ετών, το Δ.Σ.Θ., αποκαθιστώντας την ιστορική αλήθεια για την πόλη μας, πρέπει να ακυρώσει τις κατάπτυστες αυτές ονοματοδοσίες και να κοσμήσει τους δρόμους της πόλης με τα ονόματα των απελευθερωτών της. Μια τέτοια απόφαση, πέρα από τον προφανή συμβολισμό της, θα αποτελεί και ένα πολιτικό όπλο απέναντι στη νεοναζιστική πανούκλα που κατοικοεδρεύει και στα έδρανα της Βουλής, αλλά και σε ανθρώπους ή νοσταλγούς της χούντας που βρίσκονται σε κρίσιμα δημόσια πόστα.
Να κλείσω με την υπόσχεση να γιορτάσουμε του χρόνου τα 70 χρόνια της λύτρωσης της πόλης από τη ναζιστική τυραννία, μετονομάζοντας την παραλιακή «λεωφόρο Νίκης» σε «λεωφόρο αντιφασιστικής νίκης 30 Οκτωβρίου 1944», όπως θυμίζει η ταμπέλα που κρατώ. Οργανώνοντας παράλληλα μια μεγάλη αντιφασιστική διαδήλωση με κατάληξη τον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό, απ’ όπου ξεκινούσαν τα τρένα του θανάτου για τους συμπολίτες μας μάρτυρες του ολοκαυτώματος.
 Γιατί, όπως έγραψε ο επιζών του Ολοκαυτώματος Ελί Βιζέλ «ο δήμιος σκοτώνει πάντα δύο φορές, τη δεύτερη με τη λήθη».
     
 ΜΗΤΑΦΙΔΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ


ΕΚΔΗΛΩΣΗ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΝΑΖΙ
(30-10-013)
ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ:
ΣΤΡΑΤΟΣ ΔΟΡΔΑΝΑΣ, «Αντίσταση και συνεργασία στη γερμανοκρατούμενη Θεσσαλονίκη»
Ευάγγελος Χεκίμογλου, Διδάκτωρ οικονομολόγος, "Πτυχές της απελευθέρωσης (1944): Ο ανύποπτος Σουηδός και ο επίμονος ταβερνιάρης"
Σπύρος Κουζινόπουλος: "Πώς ο ΕΛΑΣ έσωσε τη Θεσσαλονίκη από τους Ναζί τη μέρα της απελευθέρωσης"


οι Διευκρινίσεις του Μ. ΑΝΤΕΡΣΟΝ για τον ορισμό του εθνους ως '' κατα φαντασιαν '' κοινοτητα


[...] Με ένα ανθρωπολογικό πνεύμα, επομένως, προτείνω τον ακόλουθο ορισμό του έθνους: αποτελεί μια ανθρώπινη κοινότητα που φαντάζεται τον εαυτό της ως πολιτική κοινότητα, εγγενώς οριοθετημένη και ταυτόχρονα κυρίαρχη.

Αποτελεί κοινότητα σε φαντασιακό επίπεδο επειδή κανένα μέλος, ακόμα και του μικρότερου έθνους, δε θα γνωρίσει ποτέ τα περισσότερα από τα υπόλοιπα μέλη ούτε καν θ’ ακούσει γι’ αυτά, όμως ο καθένας έχει την αίσθηση του συνανήκειν. Ο Ρενάν αναφέρθηκε σ’ αυτή τη φαντασιακή λειτουργία όταν έγραψε με κάποιο σκαρκασμό ότι: «Η πεμπτουσία του έθνους βρίσκεται στo ότι τα μέλη του έχουν πολλά κοινά καθώς και στο ότι έχουν ξεχάσει πολλά». Με κάπως οξύ τόνο ο Γκέλνερ διατυπώνει μια παρόμοια άποψη όταν αποφαίνεται ότι «ο εθνικισμός δε σημαίνει ότι τα έθνη αφυπνίζονται στην αυτοσυνειδησία: επινοεί έθνη εκεί που δεν υπάρχουν». Το μειονέκτημα αυτής της διατύπωσης, όμως, έγκειται στο ότι ο Γκέλνερ είναι τόσο ανυπόμονος να δείξει ότι ο εθνικισμός ενδύεται ψευδή προσχήματα, ώστε εξομοιώνει την “επινόηση” με τη “χάλκευση” και την “πλαστότητα” με τη “φαντασιακή σύλληψη” και τη “δημιουργία”. Μ’ αυτόν τον τρόπο υπονοεί ότι υπάρχουν “αληθινές” κοινότητες που πλεονεκτούν σε σχέση με το έθνος. Στην πραγματικότητα, κάθε κοινότητα που είναι μεγαλύτερη από ένα χωριό όπου οι άνθρωποι έχουν προσωπική επαφή (και ίσως ακόμα και σ’ αυτήν την περίπτωση) είναι φαντασιακή. Οι κοινότητες δε διακρίνονται μεταξύ τους από την πλαστότητα/ γνησιότητά τους, αλλά από τον τρόπο με τον οποίο συλλαμβάνονται με τη φαντασία. Οι κάτοικοι της Ιάβας ανέκαθεν γνώριζαν ότι είναι συνδεδεμένοι με ανθρώπους που δεν είχαν δει ποτέ, αλλά αυτούς τους δεσμούς τους είχαν συλλάβει με τη φαντασία τους μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο – ως συγγενικά και πελατειακά δίκτυα τα οποία ήταν δυνατόν να επεκταθούν απεριόριστα. Μέχρι πολύ πρόσφατα στη γλώσσα της Ιάβας δεν υπήρχε λέξη που να αποδίδει την αφηρημένη έννοια “κοινωνία”. Μπορεί σήμερα να θεωρούμε τη γαλλική αριστοκρατία του ancien régime ως τάξη, είναι όμως σίγουρο ότι έγινε αντιληπτή μ’ αυτόν τον τρόπο πάρα πολύ πρόσφατα. Στην ερώτηση “ποιός είναι ο Comte X;” η φυσιολογική απάντηση δεν θα ήταν “ένα μέλος της αριστοκρατίας”, αλλά “ο άρχοντας του Υ”, “ο θείος του Baronne de Y”, ή “κάποιος προστατευόμενος του Duc de Z”.

Το έθνος συλλαμβάνεται με τη φαντασία ως οριοθετημένο, γιατί ακόμα και το μεγαλύτερο από αυτά, που περιλαμβάνει ίσως και ένα δισεκατομμύριο ανθρώπινες ζωές, έχει καθορισμένα, έστα κι αν είναι ελαστικά, σύνορα, πέρα από τα οποία βρίσκονται άλλα έθνη. Κανένα έθνος δε φαντάζεται τον εαυτό του να ταυτίζεται με την ανθρωπότητα. Ούτε και οι πλέον μεσσιανικοί εθνικιστές δεν ονειρεύονται ότι κάποια μέρα όλα τα μέλη της ανθρωπότητας θα συνενωθούν με το έθνος τους, όπως, σε ορισμένες εποχές, ονειρεύονταν οι χριστιανοί μια χριστιανική οικουμένη.

Συλλαμβάνεται με τη φαντασία ως κυρίαρχο γιατί η έννοια έθνος γεννήθηκε σε μια εποχή κατά την οποία ο Διαφωτισμός και η Επανάσταση κατέστρεψαν τη νομιμότητα της ιεραρχικά οργανωμένης ελέω Θεού μοναρχίας. Ωριμάζοντας σ’ ένα στάδιο της ανθρώπινης ιστορίας, κατά το οποίο ακόμα και οι πιο αφοσιωμένοι οπαδοί κάθε οικουμενικής θρησκείας βρίσκονται αναπόφευκτα αντιμέτωποι με τον υπαρκτό πλουραλισμό αυτών των θρησκειών και την αναντιστοιχία μεταξύ των οντολογικών επαγγελιών κάθε πίστης και της εδαφικής έκτασης, τα έθνη ονειρεύονται άμεσα την ελευθερία τους, έστω και υπό την αιγίδα του Θεού. Εγγύηση και έμβλημα αυτής της ελευθερίας είναι το κυρίαρχο κράτος.


Τέλος, συλλαμβάνεται με τη φαντασία ως κοινότητα, επειδή ανεξάρτητα από την ουσιαστική ανισότητα και εκμετάλλευση που κυριαρχεί σε κάθε κοινότητα, το έθνος νοείται πάντα ως μια βαθιά οριζόντια συντροφική σχέση. Σε τελευταία ανάλυση, είναι αυτό το αίσθημα της αδελφότητας που δίνει τη δυνατότητα σε τόσα εκατομμύρια ανθρώπους, τους τελευταίους δύο αιώνες, όχι τόσο να σκοτώνουν, όσο να είναι πρόθυμοι να δίνουν τη ζωή τους για τόσο περιορισμένες φαντασιώσεις.

Αυτοί οι θάνατοι, μας φέρνουν απότομα αντιμέτωπους με το κεντρικό πρόβλημα που θέτει ο εθνικισμός: για ποιό λόγο οι συρρικνωμένες φαντασιώσεις της πρόσφατης ιστορίας (με διάρκεια μόλις μεγαλύτερη από δύο αιώνες) προκαλούν τέτοιες κολοσσιαίες θυσίες; Πιστεύω ότι η αρχή μιας απάντησης βρίσκεται στις πολιτισμικές ρίζες του εθνικισμού. [...]

Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2013

Περι Αγάπης ...Μερικά παλια σχολια ..




Μερικά παλια μου σχολια για την ''χριστιανική'' αγάπη και την ταυτοτητα


απο http://panosz.wordpress.com/2007/03/29/Μάρτιος 30, 2007 στο 12:07 π.μ.
Βουρκόλακας

Ας γυρισουμε λιγο στην” χριστιανική” αγαπη ….
Μου φαινεται πώς εχει κάτι που μπορεί να συνδυαστεί με την κατα Σελερ μνησικακία .. Δηλαδή αυτό σου ”το κραταω” και ”θα τα πουμε ” στην δευτερα παρουσια….
η οταν ερθουμε εμεις ”οι καλοί” στην εξουσια …
Θυμάστε τι την εκαναν την Υπατία οι ”καλοι ”; Κομματια…

” Σου γυρναω και το αλλο μαγουλο”… Εξομολογησου παιδί μου και θα σωθείς ….
(ετσι λέγανε στις μαγισσες πριν τις καψουνε …

Και αυτοι; αναμαρτητοι ….

Γυρναω το αλλο μαγουλο σημαινει περιμένω για την πιο πληρη,την πιο τελεια εκδικηση …

Γι αυτό και ο Νιτσε ονομασε (στην γενεαλογια του ) την Χριστιανική αγαπη ως ”τον λεπτοτατο ανθό ” της μνησικακίας…

Αγαπη ….” Σ’ αγαπώ -λεει μια περιφημη φραση του Λακάν -αλλά επειδή αγαπώ σε σενα κατι περισσοτερο απο σενα (και εννοει το μυστηριωδες αντικείμενο , το μικρό α )-σε ακρωτηριαζω…..…


Η εκκλησια σας αγαπά ολους -ελεγε κι ο Αρχιεπίσκοπος με δακρυα στα ματια οταν ξεσπουσε το 2005 το φοβερο σκανδαλο με την εκκλησια …

Ναι , η χριστιανική αγαπη που ολα τα αντεχει ολα τα υπομένει …γιατί μας αγαπά … και θελει το καλό μας … και αγαπά σε εμας κατι περισσοτερο απο μας ..την ιδια την ψυχή μας …Και για χαρη της σωτηριας της δικής μας ψυχής μπορεί και να μας κάψει…

Στην ταινια Χαπυ Νταιη ανα δεν κάνω λάθος ,οταν βασανιζαν τους αριστερους στο ξερονησι …η χορωδια καθοδηγουμενη απο εναν τρυφερο μεγαλόψυχο παπά τραγουδουσε:

” Πόση αρμονια γυρω μου κι εντος


απο του παντος τη μεγαλοσυνη


βαρκα μας προσμένει μ’ ανοιχτο πανι


κι οι επτα ουρανοι. θα μας περιμενουν …Μάρτιος 30, 2007 στο 12:25 π.μ.
Βουρκόλακας

Μια θαυμάσια φράση του Γκαίτε λέει «Εγώ σ΄ αγαπώ . Αυτό όμως δεν έχει καμία σχέση με σένα»





Μάρτιος 30, 2007 στο 1:10 π.μ.
Βουρκόλακας

Και απο τότε , απο τον χριστιανισμό και την γνησια η οχι δεν ξερω χριστιανική ερμηνεια της αγαπης ξεκινησε ισως :


μια πολιτική της ταυτοτητας που μας βασανίζει ως τις μερες μας : Ειμαι” καλός χριστιανός” Συχνά καταλήγει σε κατι πιο απλό: ''επειδή ειμαι χριστιανός αρα ειμαι καλός”

Και οι μή χριστιανοι ; Κακοι.

Και τι θα πει αυτό το'' εγώ ειμαι καλός '';.

Τι δουλεια εχει το ρημα: ειμαι . ;

Κανεις το καλό δεν εισαι ….


Και αυτή η πολιτική της ταυτότητας στις μερες μας επεκταθηκε και σε αλλες κατηγορίες…




.π.χ Ειμαι Αριστερός …. Μαλιστα ! Πολύ ενδιαφερον! Ποιος νουνός σε βαφτισε;




Θελω να πώ πώς η ταυτότητα , η επικληση της ταυτότητας.μας απαλλάσει συχνα απο την ευθυνη του τι κανουμε … Φθανει να λέμε οτι ειμαστε (χριστιανοι, αριστεροι ,οικολογοι κ.λ.π ) και ολα συγχωρουνται….





Μάρτιος 30, 2007 στο 1:28 π.μ.
Βουρκόλακας
Ωραιοτατη η παραβολή με τον τοιχο . Εξαιρετική. Και πραγματικά τετοιους ανθρωπους που μπορουν να σου διδαξουν το πως να λεπτυνεις τον τοιχο (να γινεις σοφός χωρίς κοκαλα ελεγε ο Λαο Τσε) μπορείς να βρεις παντου (και πουθενά ) και εξω απο την Εκκλησια ( θα ελεγα κυριως εξω)… Ειχα γνωρίσει κι εγώ εναν εξαιρετο τετοιο ανθρωπο που μου διδαξε ( και εφαρμοσα ως ενα βαθμό για μεγαλο διαστημα ) τις ευεργετικές συνεπειες της ελαττωσης του εγωισμου…Ομως οπως ξερεις ο εγωισμός ,οπως και ναχει επιστρεφει… Και επιστρεφει οσο πιο βιαιη και εντονη ειναι η απωθηση του…. Για αυτό πριν επιβαλλουμε την Αγάπη … σαν σκοτεινη κουρτινα πάνω στον εγωισμό μας , θα πρεπει πρωτα -ισως λεω - να τον αναγνωρισουμε να τον ξεδιπλώσουμε -να διακρινουμε τις κρυμμένες -απωθημένες μας επιθυμίες ,να τις ξεμπλοκάρουμε και -γιατί οχι - να τις αναλύσουμε …. Εκτσι καθώς αυτες θα ξεδιπλώνονται και η μια θα θα αποκαλύπτει την αλλη σαν κεραμιδια που μπαινουν το ενα μέσα το αλλο …και καθώς μαζί με τις επιθυμίες αποκaλύπτονται και τα μικρα και μεγαλα τραυματα - ετσι μόνον αυτες και μαζι τους το εγώ θα μαλακώνουν θα γινονται πιο ευλυγιστες και ο τοιχος θα λεπταινει …(οσο ζουμε ομως δεν θα χαθεί)


δειτε το .Πατριωτισμός και Αριστερά /του Χρήστου Λάσκου /αναδημοσιευση απο το Red Note book


Πατριωτισμός και Αριστερά

Του Χρήστου Λάσκου

Να το πω από την αρχή: τα όσα ακολουθούν δεν έχουν τον χαρακτήρα κάποιας βαθιάς ή εμβριθώς αιτιολογημένης τοποθέτησης στο ζήτημα που θέτει ο τίτλος. Μια επιφυλλίδα αποτελούν, γραμμένη στην ατμόσφαιρα της επετείου του ΟΧΙ. Σκέψεις κοφτές, εκκινήσεις μιας πολύ πιο απαιτητικής ανάπτυξης. Θεώρησα, ωστόσο, πως αξίζει να κατατεθούν για μια σειρά από λόγους. Πρώτος και κυριότερος, το γεγονός πως ένας ορισμένος πατριωτισμός βρίσκει όλο και περισσότερο ευήκοα ώτα στο χώρο της ριζοσπαστικής Αριστεράς και αυτό, νομίζω, δεν είναι καλό πράγμα.

Παράξενη απόφανση θα πουν πολλοί. Αφού είναι άλλο πράγμα ο εθνικισμός και άλλο ο πατριωτισμός. Το πρώτο είναι πράγματι κακόν πράγμα. Το δεύτερο, όμως, από πού κι ως πού; Ας το δούμε, λοιπόν.

Θα έπρεπε να είναι γνωστό πως η πρώτη φορά που τα συναφή ζητήματα τέθηκαν με καθοριστικό τρόπο για το εργατικό και το σοσιαλιστικό κίνημα ήταν στην περίοδο του Μεγάλου Πολέμου του 1914-1918. Τότε που η πλειοψηφία των ενιαίων Σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της Ευρώπης, για λόγους «δίκαιου πατριωτισμού», αμυντικού, βεβαίως, ψήφιζε στα κοινοβούλια τις πολεμικές πιστώσεις και την είσοδο των ευρωπαϊκών καπιταλιστικών κρατών σε έναν πόλεμο, που έμελλε να αποδειχτεί το μεγαλύτερο σφαγείο όλων των εποχών μέχρι τότε.

Με την εξαιρετικά τιμητική εξαίρεση των σέρβων και ρώσων επαναστατών, οι εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών εργατικών τάξεων αγνοώντας δεκαετίες διεθνιστικής προσήλωσης του κινήματος, αποφάσεις Διεθνών και έναν ολόκληρο αξιακό πολιτισμό, που ήταν η κύρια εγγύηση πως ο σοσιαλισμός ήταν ρεαλιστικό πρόταγμα, αποδείχτηκαν πολύ πατριώτες, δηλαδή καθόλου επαναστάτες. Προσέξτε! Πατριώτες, όχι εθνικιστές. Γι’ αυτό κιόλας η επίθεση που τους γινόταν από τις αριστερές πτέρυγες των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και τις διασπάσεις, που θα διαμόρφωναν στη συνέχεια την κομμουνιστική παράταξη, τους χαρακτήριζε με σαφήνεια σοσιαλπατριώτες, θεωρώντας τον χαρακτηρισμό αυτό τη μεγαλύτερη προσβολή, που θα μπορούσε να γίνει στο πλαίσιο του εργατικού κινήματος. Στο μέτρο που έβαζαν τα εθνικά συμφέροντα πάνω από τα ταξικά η κατηφόρα ήταν χωρίς τέλος. Η συνεργασία των γερμανών Σοσιαλδημοκρατών της πλειοψηφίας με τα προφασιστικά Freikorps  στη δολοφονία του Λήμπκνεχτ και της Λούξεμπουργκ συμβόλισε στο διηνεκές αυτό το γεγονός. Πατριώτες ήταν, λοιπόν, όσοι εργατικοί ηγέτες μπήκαν με παιάνες και εμβατήρια στο σφαγείο του Α΄ Π.Π. Όχι εθνικιστές, προς Θεού! Την άμυνα της πατρίδας φρόντιζαν. Μακριά από αυτούς οι επιθετικές προθέσεις.

Κι όσοι αντιστάθηκαν σε αυτόν τον εξευτελισμό, απλώς δεν καταλάβαιναν. Ο αριστερισμός τους τύφλωνε. Γι’ αυτό, εξάλλου, όταν θα επιχειρούσαν επαναστατικές προσπάθειες θα έβρισκαν τους πατριώτες πρώην συντρόφους τους πάντοτε στην αντίθετη πλευρά. Η ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της εξέλιξης. Η ανωριμότητα των μπολσεβίκων, η απίστευτη αντιπατριωτική τους τρέλα, η απλοϊκότητά τους, που τους οδηγούσε να πορεύονται με χονδροειδή «σχήματα» περί του κοινωνικού, διαμόρφωναν  ένα υπόδειγμα, που έπρεπε απαρεγκλίτως να παταχθεί. Και οι σοσιαλπατριώτες έκαναν ό,τι μπορούσαν για τον σκοπό αυτό.  

Στις ακραία δύσκολες αυτές συνθήκες, η αριστερά του εργατικού κινήματος, με πρώτους τους ρώσους κομμουνιστές, συνέχιζε να ισχυρίζεται πως η καταληκτήρια φράση του Μανιφέστου, περισσότερο από ό,τι στο παρελθόν, αποτελούσε τον πυρήνα μιας αξιοπρεπούς και ρεαλιστικής πράξης, στο μέτρο που ο στόχος ήταν πράγματι ο σοσιαλισμός. Πάει να πει, η εθνική ενότητα είναι μια παγίδα, οι προλετάριοι δεν έχουνε πατρίδα. Προσέξτε και πάλι: πατρίδα λέει το σύνθημα, όχι έθνος. Στους πατριώτες αντιπαρατίθεται και όχι στους εθνικιστές.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, στο απόγειο μιας περιόδου ιστορικής απαισιοδοξίας, ο Τέρι Ήγκλετον έγραψε πως «ίσως η οριστική μάχη για τον κομμουνισμό δόθηκε ήδη και χάθηκε για πάντα», δείχνοντας αυτήν την κρίσιμη περίοδο, στην οποία αναφέρθηκα προηγουμένως. Χωρίς να θεωρώ τίποτε οριστικό, όπως θα έκανε και ο Ήγκλετον, άλλωστε, αργότερα, κατανοώ απολύτως τι ήθελε να πει. Η «σοσιαλπατριωτική προδοσία», για να χρησιμοποιήσουμε την τοτινή αργκό, αποδείχτηκε ένα από τα καθοριστικότερα γεγονότα της ιστορίας του εργατικού κινήματος, άρα και της ιστορίας γενικότερα.

Καλά, θα πει κάποιος, όμως στη συνέχεια ο πατριωτισμός «μετεξελίχθηκε» με τα νάματα του αντιφασιστικού αγώνα. Μεγάλη συζήτηση με πολλά «αυτονόητα» που, προφανώς, δεν μπορεί να γίνει εδώ. Δυό τρεις παρατηρήσεις, ωστόσο, θα ήθελα να κάνω, με αναφορά στη δική μας την ελληνική εμπειρία:

Το πρώτο που επισημαίνω είναι πως η αντιφασιστική πάλη υπήρξε, στη διάρκεια της κατοχής, πολύ περισσότερο κοινωνικά επικαθορισμένη από ό,τι αντιλαμβάνονταν ακόμη και οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές της πολλές φορές. Με αυτήν την έννοια, μια πολύ ισχυρή ερμηνεία του γεγονότος πως η «νικηφόρα επανάσταση» χάθηκε με τον τραγικότερο τρόπο δεν μπορεί παρά να συνδέεται με  την ιδιαίτερη εμμονή και από το ΚΚΕ, για λόγους που μένει να συζητηθούν, στην «εθνική» διάσταση του αγώνα, ακόμη κι όταν ήταν φως φανάρι το ταξικό περιεχόμενο του και, πολύ περισσότερο, η ταξική διάσταση των «πλησιαζόντων γεγονότων». Οι αντίπαλοι το κατάλαβαν πολύ καλύτερα και πορεύτηκαν ορθολογικά με βάση το πραγματικό επίδικο γι’ αυτούς. Γι’ αυτό, κιόλας, δεν είχαν κανέναν ενδοιασμό, ακόμη και οι αντιφασίστες ανάμεσά τους, να συνεργαστούν αδελφικά με τους δοσίλογους και τους ταγματασφαλίτες. 

Θέλω να πω, με όλο το μεγαλείο, το ΕΑΜ δεν κέρδισε: έχασε. Και η ήττα δεν μπορεί να αφήνεται στο χώρο του ανεξήγητου. Κατά τη γνώμη μου, να το ξαναπώ, η πατριωτική υπερεπένδυση ήταν κύρια αιτία αυτής της τόσο επώδυνης για την ελληνική κοινωνία ήττας.

Τα προηγούμενα, ωστόσο, δεν σημαίνουν πως μου διαφεύγει ο πολύ υλικός χαρακτήρας της επίδρασης που έχει η εκ γενετής προσχώρηση στη μείζονα φαντασιακή κοινότητα, την οποία συνιστά το έθνος και το έδαφός του.  Ούτε ό,τι θεωρώ ασήμαντα όσα σπουδαία μας έμαθε ο Γκράμσι με τα κείμενά του για το Risorgimento.

Οι ιδέες, οι παραστάσεις, τα αισθήματα τα σχετικά «με το έθνος και την πατρίδα» είναι εξαιρετικά πρακτικά και αποτελεσματικά στοιχεία της ύπαρξης όλων μας. Γι’ αυτό, άλλωστε, αποτελούν και σημαντικό μέρος της διαδικασίας κατασκευής του σύγχρονου υποκειμένου. Ξέρω καλά, επομένως, πως κανείς δεν μπορεί να αποφύγει την αναμέτρηση μαζί τους. Δεν πρόκειται για ψευδή συνείδηση, αλλά για απολύτως υλική πραγματικότητα.  Και, ακριβώς γι’ αυτό, σε αντίθεση με τους πατριωτικά κλίνοντες ανάμεσά μας, θεωρώ πως πρέπει να προσέχουμε πάρα πολύ: η προσβολή του εθνικού αισθήματος των ανθρώπων δεν μπορεί να τίθεται εντός παρενθέσεως. Πολύ περισσότερο, όμως, δεν είναι δυνατόν να θεωρείται πως είναι πολιτικά αξιοποιήσιμη ως τέτοια. Η επιμονή στο διεθνισμό σε αυτήν ακριβώς την περίσταση είναι που γίνεται απολύτως αναγκαία.

Θα τελειώσω όπως ξεκίνησα, θυμίζοντας δηλαδή πως διαβάζετε μια επιφυλλίδα και όχι κάποιο απαιτητικό πόνημα. Και επιμένοντας πως αυτή η συζήτηση πρέπει να γίνει σοβαρά και σε βάθος, εφόσον η κύρια παράδοση της αριστεράς δεν βοηθάει, νομίζω, στην αντιμετώπιση των μεγάλων αυτών θεμάτων. Τα «αυτονόητα» δηλαδή, και τα πατριωτικά-αντιιμπεριαλιστικά ανάμεσά τους, ελάχιστα αυτονόητα είναι. Προκειμένου να γίνει αντιληπτό τι θέλω να πω παραπέμπω στο μέσον (!) τοy θαυμάσιου τόμου Φωνές από τη Βαϊμάρη [1], εκεί όπου «αντικρυστά» είναι τα κείμενα του «Σπάρτακου» και του Γκέμπελς. Όπου ο ναζιστής απευθύνεται στο γερμανό εργάτη και στον «αγαπητό φίλο της Αριστεράς», λέγοντας πως το βασικό ζήτημα, «που μας χωρίζει» είναι «εθνικός ή διεθνικός ο στόχος;» και η κομμουνιστική συλλογικότητα καταλήγει «ω, νάτη μας προσμένει στον κόσμο η Διεθνής».  Έχουν δίκιο και οι δυό.

___________

[1] Σε μετάφραση και με εισαγωγικό σημείωμα του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου, εκδόσεις Ύψιλον, 2011. Περιέχει κείμενα των Albert Einstein, Sigmund Freud, Ernst Junger, Hans Ostwald, Ομάδα "Σπάρτακος", Joseph Goebbels, Ludwig Bauer, Alfred Döblin, Heinrich Mann, Stefan Zweig.


Η στήλη του Χρήστου Λάσκου κάθε Τρίτη στο Red Notebook

ενα πολύ ενδιαφερον αρθρο του Άκη Γαβριηλίδη:Ξανθoί άγγελοι», βαλκανικά παράσιτα και queer προλεταριακότητες/ αναδημοσιευση απο το nomadicuniversality.wordpress.com

Ξανθoί άγγελοι», βαλκανικά παράσιτα και queer προλεταριακότητες


Στα λατινικά, η λέξη proles/ proletis σημαίνει «τέκνο, απόγονος».
Στην αρχαία Ρώμη, η λέξη αυτή αποτέλεσε τη ρίζα για έναν άλλο όρο που έμελλε να διαγράψει μακροχρόνια καριέρα στο ευρωπαϊκό λεξιλόγιο των κοινωνικών και πολιτικών θεσμών. Στη δημοκρατία [respublica], και μετέπειτα στην αυτοκρατορία, proletarii αποκαλούνταν οι πολίτες οι οποίοι δεν είχαν καμία φορολογήσιμη περιουσία και, έτσι, το μόνο που μπορούσαν να εισφέρουν στην πολιτεία ήταν να γεννήσουν απογόνους.
Οι πολίτες αυτοί συνιστούσαν χωριστή κατηγορία φορολογουμένων. Το ομώνυμο λήμμα τής wikipedia αρχίζει ως εξής:
Η προέλευση του ονόματος συνδέεται μάλλον με την απογραφή, την οποία πραγματοποιούσαν κάθε πέντε χρόνια οι ρωμαϊκές αρχές προκειμένου να συντάξουν ένα μητρώο των πολιτών και της περιουσίας τους, από το οποίο θα καθορίζονταν οι στρατιωτικές υποχρεώσεις και τα δικαιώματα ψήφου που τους αναλογούσαν. Για πολίτες, των οποίων η περιουσία (…) βρισκόταν κάτω από το χαμηλότερο όριο για τη στρατιωτική θητεία, αντί για την περιουσία καταχωρίζονταν στη μερίδα τους τα παιδιά τους· εξ ου και το όνομα proletarius, «αυτός που παράγει απογόνους». Η μόνη συμβολή τού proletarius στη ρωμαϊκή κοινωνία θεωρούνταν η ικανότητά του να ανατρέφει παιδιά, μελλοντικούς Ρωμαίους πολίτες οι οποίοι θα μπορούσαν να αποικίσουν τις νέες περιοχές που κατακτούσε η Ρωμαϊκή Δημοκρατία και αργότερα η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Ήδη εξ αρχής, λοιπόν, ο συγκεκριμένος όρος είχε χαρακτήρα βιοπολιτικό, καθώς παρήχθη στο πλαίσιο διοικητικών πρακτικών ελέγχου, ταξινόμησης και αξιοποίησης των πληθυσμών (απογραφή/ φορολογία/ στρατολόγηση/ αποικισμός).
Κατά τις πολιτικές και κοινωνικές ανακατατάξεις που οδήγησαν στη συγκρότηση του έθνους-κράτους, ο όρος επανέρχεται ως εργαλείο της εξουσίας για την ταξινόμηση των πληθυσμών, ενώ, βαθμιαία, οι ίδιοι οι πληθυσμοί τούς οποίους αφορά αρχίζουν να οικειοποιούνται με τη σειρά τους τον όρο και να τον χρησιμοποιούν αυτοί ως στοιχείο ταύτισης και υπερηφάνειας.
Τόσο στη μία, όσο και στην άλλη περίπτωση, ο βιοπολιτικός καθορισμός του όρου, η κυριολεκτική του σύνδεση με τον έλεγχο της τεκνογονίας, τείνει να ξεχνιέται –ίσως παράλληλα με τη σχετική έκλειψη της λατινικής γλώσσας και ετυμολογίας από τη μνήμη των ευρωπαϊκών λαών. Η απώθηση αυτή ίσως ήταν ένας από τους λόγους –ή τα συμπτώματα- μίας σχετικής αποσύνδεσης, ενός «διαζυγίου» ανάμεσα στο εργατικό και το γυναικείο κίνημα· με αυτήν συνδέεται η ανάδειξη του ζητήματος της «οικονομικής εκμετάλλευσης» ως διακριτού και πρωτεύοντος σε σχέση με το «μερικό» ζήτημα της οργάνωσης της σεξουαλικότητας.
Όπως παρατηρούν εύστοχα οι ιστορικοί Πήτερ Λάινμπω και Μάρκους Ρέντικερ στο βιβλίο τους για την «Ύδρα με τα πολλά κεφάλια», η ανάδυση του όρου στις νεότερες, εθνικές ευρωπαϊκές γλώσσες συνδέθηκε με μία νέα άρθρωση της εργασίας και της τεκνογονίας -ή της τεκνογονίας ως (μη) εργασίας των γυναικών:
Η ελευθερία για τον «Άγγλο που γεννιέται ελεύθερος» βασιζόταν στον τοκετό, αλλά η τεκνογονία θεωρούνταν ταυτόχρονα τερατώδης, μεταιχμιακή και διαβολική. Κατά την περίοδο αυτή [τα μέσα του 17ου αιώνα] εισήλθε ο όρος προλεταριάτο στο αγγλικό λεξιλόγιο· η είσοδός του ήταν λόγια, με την έννοια ότι οι κλασικοί φιλόλογοι τον δανείστηκαν από την οργάνωση της ρωμαϊκής πολιτείας επί Σερβίου. Αυτή που έμεινε ήταν η μειωτική του σημασία -εκείνη που αναφέρεται στα μέλη της φτωχότερης τάξης, τους κατώτερους και χυδαίους- αλλά η αρχική του έννοια είχε μια ακριβέστερη σημασία, ήτοι «υποκείμενα πολλαπλασιασμού και παραγωγής γόνων» (1609), «περιορισμένοι αποκλειστικά στο να γεννάνε παιδιά» (1610), ή, όπως εξήγησε ο Τζέιμς Χάρριγκτον στο έργο του Oceana (1658), «τέτοιοι ώστε, λόγω της φτώχειας τους, δεν συνέβαλλαν τίποτε στην Κοινοπολιτεία παρά μόνο παιδιά». Έτσι, αντανακλά την απαξίωση της αναπαραγωγικής εργασίας των γυναικών. Η καθιέρωση του όρου ανήκει στην εποχή κατά την οποία καίγανε τις μάγισσες. Η γέννηση του καπιταλισμού, βασισμένη καθώς ήταν στην εκμετάλλευση απλήρωτης εργασίας, απαιτούσε έλεγχο ακόμη και πάνω στην ανθρώπινη τεκνογονία[1].
Το σκεπτικό με το οποίο οι ελληνικές αρχές απήγαγαν το ξανθό κοριτσάκι από τους οικείους του στα Φάρσαλα και απήγγειλαν εις βάρος τους κατηγορίες για «απαγωγή ανηλίκου», ήταν η ρατσιστική αρχή κατάταξης των πληθυσμών με βάση την εμφάνιση: η λευκότητα δεν μπορεί να γεννιέται από «μαύρους» πληθυσμούς. Όταν προκύπτει κάποια τέτοια περίπτωση, κάτι ύποπτο και τερατώδες συμβαίνει.
Αυτή η κρατική δυσανεξία απέναντι στην ανάμιξη, απέναντι στη «λερναία», άναρχη συνύπαρξη πραγμάτων που πρέπει να μένουν διαχωρισμένα, μας δείχνει ότι η παραδοσιακή αυτοκρατορική/ αποικιακή ιεράρχηση των proletarii στην τελευταία βαθμίδα της κατάταξης ζει και βασιλεύει.
Μας δείχνει όμως, εξ αντιδιαστολής, και κάτι ακόμα. Ότι στις προλεταριακές πρακτικές, περισσότερο από τη συνειδητή υιοθέτηση της προλεταριακότητας ως πηγής πολιτικής υποκειμενοποίησης και οργάνωσης, επιβιώνει η μνήμη της επιθυμίας εξόδου από την αυτοκρατορική κατάταξη σε αυτήν. Ή, πράγμα που είναι το ίδιο με άλλα λόγια, η μνήμη της αξιοποίησης των ίδιων των μηχανισμών πληθυσμιακής ταξινόμησης στην κατεύθυνση της εξουδετέρωσης και της υπονόμευσής τους. Ένα στοιχείο χαρακτηριστικά queer.
Στο λόγο του ελληνικού κράτους (καθώς και του λαού του –αν έχει κάποιο νόημα να κάνουμε τη διάκριση αυτή) γύρω από το περιστατικό, είναι φανερό ότι το άγχος τους από την ανεύρεση ενός ξανθού παιδιού μεταξύ των Ρομά συνδέεται με αυτή την κατάργηση των ορίων, με την πληθωρική δήλωση πολλών ταυτοτήτων που ισοδυναμεί με αναίρεση της έννοιας της ταυτότητας και έτσι οδηγεί στο μπλοκάρισμα της ληξιαρχικής καταγραφής.
Π.χ.:
Η γυναίκα που συνελήφθη για την υπόθεση της μικρής Μαρίας στα Φάρσαλα εισέπραττε επίδομα από τον ΟΓΑ, ως πολύτεκνη, αρχικά από το 1996, όταν είχε εμφανιστεί με το όνομα Σαλή.
Άλλη αίτηση είχε γίνει το 1997 και μία ακόμα το 2013. Κάθε φορά η «μητέρα» της Μαρίας παρουσίαζε διαφορετικό αριθμό παιδιών, όπως και διαφορετικό όνομα, αφού για τη λήψη δύο εκ των τριών επιδομάτων δήλωσε το επώνυμο Δημοπούλου.
Αυτό το μπλοκάρισμα της κρατικής διαχείρισης των πληθυσμών δεν έχει φυσικά μόνο «ταυτοτικό» ή «διοικητικό» χαρακτήρα, δεν αφορά κάποιο «εποικοδόμημα», αλλά έχει άμεσα οικονομικές συνέπειες, όπως δείχνει ήδη ο τίτλος του παραπάνω δημοσιεύματος: «Ο ΟΓΑ εντόπισε φάμπρικα επιδομάτων από τη ‘μητέρα’ της Μαρίας» (ΑΝΤ1, 22 Οκτωβρίου 2013).
Ο λόγος αυτός φυσικά συνιστά άλλη μια παραλλαγή του γνωστού θέματος περί «κατάχρησης της γενναιοδωρίας του έθνους [ή/ και] κράτους», το οποίο χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται ενάντια στους μετανάστες, στους δημόσιους υπαλλήλους, στις γυναίκες που συνταξιοδοτούνται πρόωρα, στους τυφλούς της Ζακύνθου, στους τεμπέληδες νοτιοευρωπαίους … Κατηγορίες στις οποίες αποδίδεται με απαρέγκλιτη σταθερότητα η ιδιότητα του παρασίτου.
Όπως μας έδειξε μεταξύ άλλων ο Μισέλ Σερ, παρά-σιτος κατά κυριολεξία είναι αυτός που τρέφεται δίπλα, αλλά μεταφορικά παράσιτο αποκαλείται επίσης ο θόρυβος με την έννοια της πληροφορικής και των τεχνολογιών της επικοινωνίας –δηλ. η μετάδοση περισσότερων μηνυμάτων απ’ όσα αναμένει και απ’ όσα μπορεί να κατανοήσει και να διαχειριστεί το σύστημα, η οποία δεν το αφήνει να είναι τέλειο, να «κλείνει». Μια ραδιοφωνική εκπομπή που δεν μπορούμε να «πιάσουμε» καλά είναι μια εκπομπή με παράσιτα.
Η παρασιτική λειτουργία, με αυτές τις έννοιες, έρχεται πριν από την «κανονική», εύρυθμη, ισότιμη εμπορική συναλλαγή.
Μερικές φορές, ένα έμβιο ον στοιχειώνει ένα άλλο έμβιο ον και απομυζά τα προς το ζην, τροφή και θερμότητα, μέσα στον οργανισμό του ξενιστή του, που του δίνει ένα κομμάτι του εαυτού του, μέχρι θανάτου μερικές φορές. Το παράσιτο έρχεται πριν από τον συνδαιτυμόνα, ο οποίος προσφέρει στον άλλο κάποιο πλεονέκτημα σε ανταπόδοση: μία συμβίωση υπό όρους ανταλλαγής, ήδη πιο πολύπλοκη (Michel Serres, Το παράσιτο, Σμίλη, Αθήνα 2009, σ. 12).
Αυτό, πάντοτε κατά τον Σερ, συμβαίνει κατεξοχήν με την τεκνογονία:
Μήπως δεν έχουμε διαμείνει στο στήθος της μητέρας μας αφού είχαμε αρχικά τραφεί με το αίμα της; Μήπως η γέννησή μας δεν μπορεί να αναχθεί στην αποβολή ενός ξένου οργανισμού που ο θηλυκός ξενιστής δεν μπορεί πλέον να τον υπομείνει, αφότου παρήλθε ο καιρός της δωρεάς; Τις περισσότερες φορές, ό,τι έχουμε πάρει από τους γονείς μας το δίνουμε στα παιδιά μας: ξενιστές των παιδιών μας, παράσιτα των γονέων μας. Η πρώτη μορφή κτηνοτροφίας, ο απογαλακτισμός, η γένεση του οίκου … κοντολογίς, η εκπαίδευσή μας δεν έχει σκοπό άραγε να μας κάνει να γίνουμε παράγοντες ανταλλαγής και να αποκοπούμε λίγο λίγο από τα αρχέγονα παρασιτικά μας ήθη; (ό.π. σ. 12-13· η υπογράμμιση στο πρωτότυπο).
Η «μηχανή» την οποία είχανε στήσει οι σκουρόχρωμοι προλετάριοι των Φαρσάλων, και την οποία σκανδαλισμένο το κρατικό ειδησεογραφικό σάιτ ωθήθηκε αυθόρμητα να περιγράψει με μία πολύ δηλωτική μεταφορά από την εποχή του βιομηχανικού καπιταλισμού: φάμπρικα, είναι ακριβώς μία τέτοια (μετα)νεωτερική χρήση των «αρχέγονων παρασιτικών μας ηθών». Είναι δηλαδή μία πολεμική μηχανή που επικάθεται πάνω στη λειτουργία του οίκου, της οικο-νομίας και της ανταλλαγής, και τις εκτρέπει από τους σκοπούς τους.
Τις εκτρέπει, χωρίς όμως να τις παραβιάζει.
Νομίζω ότι το σκάνδαλο και η ενόχληση που προκαλεί η πρακτική των συγκεκριμένων προλεταρίων δεν οφείλεται τόσο στην «εμπορευματοποίηση της τεκνογονίας». Αυτός/ -ή που εισπράττει επιδόματα επειδή γέννησε πολλά παιδιά, ας πούμε Χ ευρώ το κεφάλι, δεν εμπορευματοποιεί τη σεξουαλικότητα περισσότερο από εκείνον που υπόσχεται και καταβάλλει αυτά τα επιδόματα. Η πρώτη εμπορευματοποίηση έχει ως αιτία και προϋπόθεση τη δεύτερη. Όσο για την υπόνοια είσπραξης αμοιβών από αδήλωτες υιοθεσίες, αυτή μπορεί να σκανδαλίσει μόνο όσους δεν γνωρίζουν πώς γίνονται οι «κανονικές», δεδηλωμένες υιοθεσίες: και εκεί, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων οι θετοί γονείς καταβάλλουν επίσης ένα ποσό στους φυσικούς. Η βασική διαφορά είναι ότι στη μία περίπτωση οι θετοί γονείς επιλέγονται από επιτροπές γιατρών, νομικών και παπάδων, ενώ στην άλλη «αυθόρμητα» και άτυπα. Από την «αγορά», θα μπορούσε να πει κανείς. Και στην άλλη περίπτωση όμως αγοραπωλησία συντελείται, όχι δωρεά.
Αυτό λοιπόν που σκανδαλίζει στην πρακτική των «επικίνδυνων τάξεων» είναι ότι οι σύγχρονοι προλετάριοι αρνούνται να εγγράφονται τα τέκνα τους ως οφειλή προς το έθνος κράτος, και αξιώνουν από το έθνος κράτος να εκ-πληρώσει τη δέσμευση που το ίδιο ανέλαβε απέναντί τους· να χρησιμοποιήσουν τους proletes, τους απογόνους τους, ως «στοιχείο του ενεργητικού». Ή –ακόμα χειρότερα- τους απογόνους άλλων, μη προλεταρίων, ή απογόνους για τους οποίους κανείς δεν ξέρει με βεβαιότητα πώς προέκυψαν και από πού κατάγονται.
Με άλλα λόγια, η ενόχληση προέρχεται από αυτή την πολεμική μηχανή που εκτρέπει την ετεροκανονική λειτουργία τόσο της συγκρότησης και της ληξιαρχικής καταγραφής υποκειμένων, όσο και των οικονομικών συναλλαγών που βασίζονται σε αυτές και δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς αυτές.
Μια δραστηριότητα που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε και απλώς ως πολιτική –στο μέτρο που ως πολιτική νοούμε μια πρακτική διακοπής  και εξόδου από τις αστυνομικές-ληξιαρχικές κατανομές, περιλαμβανομένης και της κατανομής σε κοινωνικές τάξεις.
Η πολιτική είναι αυτό που διακόπτει το παιχνίδι των κοινωνιολογικών ταυτοτήτων. Το 19ο αιώνα, οι επαναστάτες εργάτες των οποίων τα γραπτά μελέτησα έλεγαν:
«Δεν είμαστε τάξη».
Οι αστοί τούς προσδιόριζαν ως μια επικίνδυνη τάξη. Αλλά γι’ αυτούς, ο ταξικός αγώνας ήταν ο αγώνας για να μην αποτελούν πλέον τάξη, ο αγώνας για να βγουν από την τάξη και από τη θέση που προέβλεπε γι’ αυτούς η υπάρχουσα τάξη πραγμάτων …[2]
Για το λόγο αυτό, η περιπέτεια του ζεύγους των Ρομά είναι άξια της προσοχής μας όχι μόνο από νομική, αλλά και από πολιτική άποψη.
Καταρχάς, από τη στιγμή που ξεκαθάρισε το ζήτημα της πατρότητας για τη μικρή Μαρία, έγινε νομίζω φανερό ότι αυτός που είναι περισσότερο άξιος να χαρακτηριστεί απαγωγέας ανηλίκου είναι η ελληνική αστυνομία και το «Χαμόγελο του Παιδιού», όχι οι αποκαλούμενοι «θετοί» γονείς της –που υπήρξαν οι μόνοι πραγματικοί γονείς της. Γι’ αυτό θα πρέπει χωρίς καθυστέρηση να ζητήσουμε να αποφυλακιστούν και να αποσυρθεί η σχετική κατηγορία εις βάρος τους, καθώς και να επιστραφεί το κορίτσι υπό την επιμέλειά τους.
Πέραν τούτου, όμως, νομίζω ότι η πρακτική τους μας χρησιμεύει ως ένα πολύτιμο δίδαγμα-δείγμα της λειτουργίας του παρασίτου, και με τις δύο (ή περισσότερες) έννοιες του όρου. Μια λειτουργία η οποία μπορεί να μας βοηθήσει να σκεφτούμε καλύτερα τι να κάνουμε, ή να σκεφτούμε τι κάνουμε ήδη ώστε να το κάνουμε καλύτερα.
Κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες, οι επιστήμονες άρχισαν να θεωρούν τα παράσιτα και άλλους παθογενείς οργανισμούς, όχι απλά ως προβλήματα, αλλά ως δομικά στοιχεία οικοσυστημάτων. (…) Τα παράσιτα ανακατευθύνουν αγαθά, ενέργεια, ζωή, χρήματα και χρόνο με το να αναδιαπραγματεύονται αυτές τις σχέσεις. (…) διοχετεύουν «νόμιμες» ή «φυσικές» σχέσεις στους δικούς τους σκοπούς. Δεν αναδιανέμουν γιατί δεν τους ενδιαφέρει τι είναι δίκαιο. Αντί γι’ αυτό, ο παρασιτισμός συνδυάζει την κατάληψη και την παρεκτροπή∙ μας θυμίζει ότι υπάρχει μία τρίτη μορφή σχέσης που δεν αναφέρεται ούτε στη συμμετοχή και ούτε στην αποστασιοποίηση, ούτε στην εξάλειψη και ούτε στην αναδιανομή, αλλά στη χρήση για άλλο σκοπό[3].

[1] Peter Linebaugh & Marcus Rediker, The Many-Headed Hydra: Sailors, Slaves, Commoners, and the Hidden History of the Revolutionary Atlantic. Boston: Beacon Press, 2000, σ. 93.
[2] Jacques Rancière, «Le plaisir de la métamorphose politique», συνέντευξη (μαζί με την Judith Revel) στη Libération, 24 Μαΐου 2008. Η υπογράμμιση δική μου.

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΜΠΛΟΓΚ fylosykis : ΔΕΙΤΕ ΤΟ Αποδομεί η εμφάνιση της ξανθιάς δασκάλας το θεσμό των παρελάσεων;

λάσεων;

Αποδομεί η εμφάνιση της ξανθιάς δασκάλας το θεσμό των παρελάσεων;


του Δημήτρη Τ.
Η πολυσυζητημένη πλέον εμφάνιση της ξανθιάς δασκάλας στη χθεσινή παρέλαση δέχθηκε δύο ειδών σχολιασμούς. Ο ένας από τη μεριά του συντηρητικού πολιτικού φάσματος, που υπερασπίζεται τις παρελάσεις, ήταν επικριτικός απέναντι στη δασκάλα διότι με το ντύσιμο της προσέβαλλε το θεσμό, την ιστορική επέτειο και τη μνήμη των “ηρώων” του 40. Στα μυαλά τέτοιων ανθρώπων η σεξουαλικότητα, πόσο μάλλον η γυναικεία σεξουαλικότητα είναι μία προβληματική και ανατρεπτική ποιότητα που απαιτεί αυστηρό έλεγχο και περιορισμό καθώς αν αφεθεί ελεύθερη, ιδίως στη δημόσια σφαίρα, απειλεί να αποσταθεροποιήσει τις θεμελιώδεις προκείμενες της κοινωνίας. Σε καμία περίπτωση λοιπόν η γυναικεία σεξουαλικότητα δεν πρέπει να εμφανίζεται στις εθνικές παρελάσεις καθώς προσβάλλει τις αξίες που οφείλει να αναδεικνύει ο συγκεκριμένος θεσμός και που έχουν εξυψωθεί τόσο ώστε να μην πρέπει να σχετίζονται διόλου με τις καθημερινές ζωές και ασχολίες των ανθρώπων. Ιδίως με τη γυναικεία σεξουαλικότητα που προσλαμβάνεται έμμεσα σαν κάτι επικίνδυνο, αν όχι μιαρό.
Ο δεύτερος σχολιασμός έγινε από εκείνο το τμήμα του αριστερού φάσματος που επικρίνει τις παρελάσεις και επιζητεί την κατάργηση τους. Οι σχολιαστές αυτοί χαιρέτισαν την εμφάνιση της δασκάλας αφού την ερμήνευσαν ως υπονόμευση και εκ των έσω αποδόμηση του αντιδραστικού θεσμού, αφού ακόμα και οι συμμετέχοντες σε αυτόν αρνούνται να υποταχθούν στο τελετουργικό του και με την παρουσία τους τον παρωδούν. Αδυνατίζουν έτσι, αν όχι ακυρώνουν, το συντηρητικό, μιλιταριστικό μήνυμα που υποτίθεται οφείλει να αναδείξει.
Οι δύο παραπάνω αναγνώσεις του ίδιου γεγονότος, αν και προέρχονται από τα δύο αντίπαλα άκρα του πολιτικού φάσματος μοιράζονται πολύ περισσότερο κοινά στοιχεία από όσα φαντάζονται οι φορείς τους. Καταρχήν οδηγούνται στο ίδιο συμπέρασμα – η συγκεκριμένη παρουσία της δασκάλας υπονομεύει το θεσμό των παρελάσεων, άσχετα αν αυτή η υπονόμευση επικρίνεται από τους μεν ενώ επικροτείται από τους δε. Ταυτόχρονα όμως συμμερίζονται και το λόγο αυτής της υπονόμευσης, την εμφάνιση δηλαδή και τη σεξουαλικότητα της εν λόγω γυναίκας. Από ότι φαίνεται και για τις δύο αναγνώσεις, η εισβολή της γυναικείας σεξουαλικότητας σε ένα εθνικιστικό-μιλιταριστικό θεσμό, έχει βλαπτική – ανατρεπτική επίδραση (για το θεσμό). Οι εκ του δεξιού φάσματος επειδή θεωρούν εν γένει μιαρή και επικίνδυνη τη γυναικεία σεξουαλικότητα. Οι εκ του αριστερού επειδή πιστεύουν πως η παρουσία αυτής στις παρελάσεις δεν μπορεί να συνάδει με τις αξίες που αυτές (πρέπει) να αναδεικνύουν. Ως ένα βαθμό βέβαια ίσως να υπάρχει και πιο βαθιά επικάλυψη καθώς και μέρος της αριστεράς διακρίνεται από πουριτανισμό και αντιλαμβάνεται το συγκεκριμένο τύπο εκδήλωσης της σεξουαλικότητας της δασκάλας ως χυδαίο και κιτς- διαστρέβλωση και εκχυδαϊσμό ενός πιο “αυθεντικού” ή πολιτικά ορθού τρόπου εκδήλωσης της σεξουαλικότητας από τη μεριά των γυναικών.
Το πρόβλημα όμως είναι πως η εμφάνιση της δασκάλας και η προβολή της σεξουαλικότητας της στην παρέλαση, όχι μόνο δεν υπονομεύει το θεσμό αλλά τον ενισχύει και τον αναζωογονεί. Ο λόγος έχει να κάνει με τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η ιδεολογία. Όπως έχει επισημάνει ο Ζίζεκ , κάθε αρχή – εξουσία η οποία διατυπώνει ένα ρητό σύστημα επιταγών που οι υποτελείς της οφείλουν να αποδέχονται και να εφαρμόζουν αδιαπραγμάτευτα, περιλαμβάνει και μία σειρά από άρρητους κώδικες που υποδεικνύουν στους υποτελείς πότε να παραβιάζουν αυτές τις επιταγές, χωρίς τιμωρία. Ένα παράδειγμα θα ήταν οι άτυποι κανόνες στο στρατό που δίνουν τη δυνατότητα στους φαντάρους να παραβιάζουν τις εντολές των αξιωματικών ή τους επίσημους κανόνες, χωρίς να κινδυνεύουν με κυρώσεις, αφού η διαδικασία είναι γνωστή και αποδεκτή από όλη την αλυσίδα της ιεραρχίας. Επίσης, την ίδια στιγμή που η εξουσία επιβάλλει ένα αυστηρό τελετουργικό ενσωματώνει και ένα χυδαίο συμπλήρωμα που συνοδεύει την εφαρμογή του τελετουργικού και το κάνει πιο δυναμικό και ελκτικό. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα ανόητα σεξιστικά τραγούδια που τραγουδάνε οι νεοσύλλεκτοι λοκατζήδες κατά τη διάρκεια της αυστηρής εκπαίδευσης τους. Η λειτουργία αυτή δεν αδυνατίζει την ισχύ της εκάστοτε εξουσίας, αντίθετα είναι προϋπόθεση της αφού δίνει ελεγχόμενη διέξοδο στα υποκείμενα της ώστε να μπορούν ξεφύγουν από το αυστηρό της πλαίσιο, χωρίς, ταυτόχρονα, να ακυρώνεται αυτό το πλαίσιο. Επιτρέπει την ταύτιση με την εξουσία και την απόλαυση εντός του πλαισίου που ορίζει η ίδια. Η απόλαυση καθίσταται δυνατή διότι εμφανίζεται να λαμβάνει σε αντίθεση με το πλαίσιο, όπου τα υποκείμενα έχουν την αίσθηση πως το παραβιάζουν, χωρίς όμως να αναλαμβάνουν τους κινδύνους που θα σήμαινε μία πραγματική παραβίαση.
Κάπως έτσι λειτουργεί και η εμφάνιση της εν λόγω δασκάλας αναφορικά με το θεσμό των παρελάσεων. Τυπικά η γυναίκα αυτή φαίνεται να παραβιάζει τους γνωστούς κανόνες εμφάνισης στην παρέλαση – λιτό, σεμνό και ομοιόμορφο ντύσιμο που να εκπέμπει σεβασμό στις αξίες που πρέπει να αναδεικνύει ο θεσμός. Κατ’ αυτό τον τρόπο φαίνεται να τον υπονομεύει. Στην πραγματικότητα όμως αυτό που κάνει είναι να “εκσυγχρονίζει” το θεσμό, να τον φέρνει στα μέτρα της εποχής, ως προς τον τρόπο εμφάνισης των γυναικών σήμερα, να του προσθέτει λίγη πραγματική ζωή και καθημερινότητα, ώστε να φαντάζει περισσότερο “κανονικός” από όσους καλούνται να συμμετέχουν σε αυτόν. Τον καθιστά έτσι πιο οικείο, “φυσιολογικό” και άρα αποδεκτό από τους σύγχρονους ανθρώπους, εκεί που έτεινε να εμφανίζεται σαν ένα απολίθωμα προ πολλού περασμένων εποχών και αντιλήψεων. Ταυτόχρονα του προσθέτει και ένα σεξουαλικό, ηδονοβλεπτικό στοιχείο με όρους τους σήμερα. Πάντοτε βέβαια οι παρελάσεις είχαν έντονα αυτά τα στοιχεία, κυρίως αυτές των πρώτων διδαξάντων, των ναζί, όμως η μορφή εμφάνισης αυτών διαφέρουν από εποχή σε εποχή. Την ίδια λειτουργία επιτελούν και τα μίνι των μαθητριών που παρελαύνουν, τα σκουλαρίκια, τα ψηλά τακούνια ή τα όποια άλλα αξεσουάρ που σκανδαλίζουν τους συντηρητικούς υπερασπιστές της παρέλασης.
Ο εκσυγχρονισμός αυτός ως προς το ντύσιμο και την εμφάνιση, ώστε να συνάδει με τη μόδα της εποχής, δεν υπονομεύει τις αξίες που αναδεικνύει η παρέλαση – τον εθνικισμό, την αντιδραστική πειθαρχία, τη φασιστική τάση για ομοιομορφία, το μιλιταρισμό. Αυτές παραμένουν σύμφυτες με το θεσμό, όμως η επιδραστικότητα τους αποκτά πλέον έναν έμμεσο χαρακτήρα. Τα παιδιά, οι καθηγητές αλλά και οι θεατές έλκονται ή ανέχονται τις παρελάσεις επειδή αυτές έχουν πάρει (και) το χαρακτήρα ενός νυφοπάζαρου ή οφθαλμόλουτρου. Γίνονται αντιληπτές και σαν μία ευκαιρία σωματικής (άρρητα ερωτικής) επίδειξης, πλήρως εναρμονισμένες με το ναρκισσιστικό και επιδειξιομανές πνεύμα της εποχής. Κατ’ αυτό τον τρόπο γίνονται κατανοητές από τους μαθητές (και τον κόσμο) της εποχής ως μία διαδικασία που μπορούν σχετικά εύκολα να την ενσωματώσουν στην αυτο-εικόνα τους, να την εντάξουν στον τρόπο με τον οποίο ζουν και όχι σαν μία κατά βάση καταπιεστική, αντιδραστική και αναχρονιστική αγγαρεία. Παρ’ όλα αυτά όμως οι παρελάσεις διόλου δεν έχουν μετατραπεί σε ένα πανηγύρι της νεολαίας και δεν κινδυνεύουν να γίνουν στο μέλλον, όσες μαθήτριες με μίνι ή και προκλητικά ντυμένες καθηγήτριες εμφανιστούν σε αυτές. Είναι πλήρως συνδεδεμένες με την ιδεολογία του εθνικισμού, του μιλιταρισμού, της τυφλής πειθαρχίας κλπ τόσο μέσα από την αφήγηση που της περιβάλλει – από το σχολείο και τον τρόπο διδασκαλίας της ιστορίας, όσο και από το δημόσιο διάλογο γι αυτές και τα ιστορικά γεγονότα που υποτίθεται πως τιμούν. Ταυτόχρονα, το τελετουργικό, η τήρηση του οποίου οδηγεί στην επιτέλεση αυτών των αντιδραστικών ιδεών παραμένει αυτούσιο – το ομοιόμορφο ντύσιμο (παρά τον αυθόρμητο εμπλουτισμό του από τους μαθητές), το στρατιωτικό βήμα, η σημαία, ο χαιρετισμός των επισήμων, η αναγκαστική συμμετοχή. Όλα αυτά στο σύνολο τους– ο λόγος που περιβάλλει τις παρελάσεις και το τελετουργικό – επιβεβαιώνουν και αναπαράγουν τις παραπάνω αξίες. Οι συμμετέχοντες στο θεσμό, από οποιαδήποτε θέση, βιώνουν αναμφισβήτητα (και) μία εθνικιστική – μιλιταριστική και πρωτοφασιστική εμπειρία. Οι σέξι – προκλητικές εμφανίσεις απλά λειτουργούν ως το χυδαίο συμπλήρωμα που καθιστά πολύ πιο λειτουργική και αποτελεσματική την αντιδραστική ιδεολογία που τις συνοδεύει.
Ειδομένη από αυτή τη σκοπιά η “προκλητική” παρουσία της δασκάλας είναι πλήρως συμβατή με τις αξίες που διεκδικεί να αναδείξει ο θεσμός των παρελάσεων και γι αυτό τον ενισχύει. Η εμφάνιση της θα ήταν υπονομευτική αν πράγματι παρωδούσε το τελετουργικό, τόσο με το ντύσιμο όσο και με την υπόλοιπη στάση της. Αν για παράδειγμα εμφανίζονταν με τέτοιο τρόπο προκλητικά ντυμένη που να υπερ-ταυτίζεται με το πρότυπο ντυσίματος της γυναίκας που πάει στα μπουζούκια, ώστε να συνιστά παρωδία αυτού του προτύπου. Και αν διακωμωδούσε το τελετουργικό της παρέλασης, ίσως με κάποιο αστείο βηματισμό και κινήσεις του σώματος που στο σύνολο τους θα αποδομούσαν το μήνυμα που επιδιώκει να περάσει η παρέλαση. Δεν έκανε όμως τίποτα από όλα αυτά, αντίθετα, υπήρξε πλήρως πιστή στο τελετουργικό, με εμφάνιση που διόλου δεν την ξεχωρίζει από το mainstream το οποίο αναγνωρίζουν και ταυτίζονται άπειρες γυναίκες ή επιθυμούν οι άντρες και σοβαρότητα που αρμόζει στο θεσμό και που υποδεικνύει σεβασμό προς αυτόν. Με λίγα λόγια- οι σέξι δασκάλες δεν θα μας απαλλάξουν από τις αντιδραστικές παρελάσεις…

Δύο ήλιοι λάμπουν στον ουρανό – μέρος ΙΙΙ: ο δυϊσμός με χριστιανικό πρόσωπο – Α΄ οι Παυλικιανοί/αναδημοσιιευση απο το rogerios.wordpress.com

Δύο ήλιοι λάμπουν στον ουρανό – μέρος ΙΙΙ: ο δυϊσμός με χριστιανικό πρόσωπο – Α΄ οι Παυλικιανοί

Οι διωγμοί των Παυλικιανών στα χρόνια της αυτοκράτειρας Θεοδώρας (843-844), μικρογραφία από το Χρονικό του Ιωάννη Σκυλίτση (Σύνοψις Ιστοριών), 12ος-13ος αι. (Μαδρίτη, Εθνική Βιβλιοθήκη)
Οι διωγμοί των Παυλικιανών στα χρόνια της αυτοκράτειρας Θεοδώρας (843-844), μικρογραφία από το Χρονικό του Ιωάννη Σκυλίτση (Σύνοψις Ιστοριών), 12ος-13ος αι. (Μαδρίτη, Εθνική Βιβλιοθήκη)
«Πρώτον μεν γαρ εστί το κατ’ αυτούς γνώρισμα το δύο αρχάς ομολογείν, πονηρόν Θεόν και αγαθόν· και άλλον είναι τούδε του κόσμου ποιητήν τε και εξουσιαστήν, έτερον δε του μέλλοντος» (Πέτρου Σικελιώτου «Ιστορία», 36)
Μια εκτεταμένη περιοχή στην Ανατολή με ανάμεικτο πληθυσμό και πόλεις με παράξενα ονόματα, από τις οποίες οι περισσότερες έχουν εγκαταλειφθεί εδώ και αιώνες. Τόπος συνάντησης του χριστιανισμού, του ζωροαστρισμού, του μανιχαϊσμού και του ισλάμ. Μια περιοχή ανάμεσα σε δύο αυτοκρατορίες και δύο (ή μάλλον πολλούς) πολιτισμούς.
Ο Δυϊσμός επιστρέφει με χριστιανικό πρόσωπο (ή μήπως προσωπείο;). Χωρίς διακρίσεις μεταξύ κατηχούμενων κι εκλεκτών, χωρίς ασκητικές τάσεις, απαγορεύσεις και διατροφικούς κώδικες. Απλώς με διάθεση επιβίωσης την οποία θα βοηθήσει η διαμάχη εικονολατρών και εικονομάχων. Κι όταν η συγκυρία πάψει να είναι ευνοϊκή, η ανάγκη επιβίωσης θα οδηγήσει στην αυτοάμυνα και την ανάπτυξη μιας πολεμικής νοοτροπίας που δεν είχαν ξαναδεί ούτε επρόκειτο να ξαναδούν για κάμποσους αιώνες τα δυϊστικά δόγματα.
Ενώ ο μανιχαϊσμός εξαπλωνόταν στα ανατολικά, τι απέμενε από αυτόν στη Δύση, εκεί που αποτελούσε το αντικείμενο διωγμών εκ μέρους του χριστιανισμού (και, αρκετά αργότερα, του ισλάμ); Η Εκκλησία την οποία ο Μάνης είχε οραματιστεί οικουμενική ήταν παρελθόν. Τώρα πια υπήρχαν μόνο υπολείμματα Εκκλησιών, δίχως μεταξύ τους επικοινωνία, το καθένα από τα οποία πάσχιζε να ερμηνεύσει με τον τρόπο του το δόγμα του προφήτη και, κυρίως, να επιβιώσει υπό εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες. Κάποια από αυτά ήταν καταδικασμένα να σβήσουν για πάντα, κάποια άλλα επρόκειτο να μεταλλαχθούν και σε διάδραση με άλλα στοιχεία  να γεννήσουν νέα δόγματα στα οποία η συμβολή του μανιχαϊσμού ήταν άλλοτε καθοριστική κι άλλοτε δευτερεύουσα. Σε κάποιες περιπτώσεις οι φορείς καταλοίπων του μανιχαϊσμού απορροφούνταν από την επικρατούσα θρησκεία. Το δόγμα τους χανόταν κατά τα φαινόμενα – ίσως, όμως, και να επιβίωνε εν υπνώσει για να επανεμφανισθεί όταν το επέτρεπαν οι συνθήκες.
Ίσως, πάλι, ο προβληματισμός μας να έπρεπε να διατυπωθεί με διαφορετικούς όρους. Γιατί το ζήτημα δεν είναι να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη του μανιχαϊσμού, αλλά αυτήν της μεγάλης παράδοσης του Δυϊσμού (Fernand Niel «Albigeois et Cathares», σειρά Que sais-je, αριθ. 689, εκδ. PUF, Παρίσι 1955, 18η έκδ 2010, σελ. 34). Στο σημείο αυτό αγγίζουμε το μείζον πρόβλημα για τη σύγχρονη ιστοριογραφία. Όλα τα δυϊστικά δόγματα που θα εξετασθούν στη συνέχεια εμφανίζονται ως χριστιανικά. Εντούτοις, οι εκπρόσωποι της επίσημης χριστιανικής Εκκλησίας και περιστασιακοί ή συστηματικοί διώκτες τους αντιμετώπιζαν τους φορείς τους σχεδόν πάντα ως νεομανιχαίους, μολονότι οι δεύτεροι αναθεμάτιζαν το πρόσωπο και τη διδασκαλία του Μάνη. Συγκυριακή επιλογή που οφείλεται εν πολλοίς στη βυζαντινή παράδοση να παρουσιάζει το νέο με τα ονόματα του παλαιού και ήδη γνωστού; Συνειδητή προσπάθεια να αφαιρεθεί από τους αντιπάλους κάθε ίχνος νομιμοποίησης; Ή επικρατούσα αντίληψη μεταξύ των σύγχρονων ιστορικών τείνει πλέον να αποδεχθεί τον χριστιανικό χαρακτήρα του μεσαιωνικού δυϊσμού: όχι νεομανιχαίοι ούτε καν αιρετικοί, αλλά χριστιανοί αντιφρονούντες που κηρύσσουν την επιστροφή στην αγνότητα της εποχής των Ευαγγελίων. Πού βρίσκεται η αλήθεια; Πόσες δυνατότητες έχουμε να την προσεγγίσουμε έστω με τα, συνήθως, πενιχρά μέσα που έχουμε στη διάθεσή μας; Στην παρούσα και στις επόμενες αναρτήσεις ίσως ανακαλύψουμε ορισμένα ψήγματα της πολυπόθητης ιστορικής αλήθειας που συνήθως αποδεικνύεται πολύ πιο περίπλοκη από αυτήν που υποψιαζόμαστε.
Ας ξαναβρούμε τον μίτο της διήγησής μας κάπου στο δεύτερο μισό του 7ου αιώνα, όταν ο δυϊσμός επανεμφανίζεται με αυτούς που επρόκειτο να γίνουν γνωστοί ως Παυλικιανοί.    
Ι.   Προέλευση και δόγμα του παυλικιανισμού
αρμενική εκκλησία της μονής του Τιμίου Σταυρού στο Αγθαμάρ, λίμνη Βαν (10ος αι.)
αρμενική εκκλησία της μονής του Τιμίου Σταυρού στο Αγθαμάρ, λίμνη Βαν (10ος αι.)
Δεν είναι τυχαίο ότι ο χριστιανικός δυϊσμός πρωτοεμφανίζεται στην Αρμενία, δεδομένης της γεωπολιτικής και πολιτισμικής θέσης της. Η Αρμενία αποτελεί το σύνορο μεταξύ της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της Ιρανικής (αρχικά των Πάρθων Αρσακιδών, στη συνέχεια των Περσών Σασσανιδών) και βρίσκεται στη σφαίρα επιρροής πότε της πρώτης και πότε της δεύτερης. Μετά τα μέσα του 7ου αιώνα, το Ισλάμ παίρνει τη θέση των Περσών: το 661 οι Άραβες έχουν πια κατακτήσει σχεδόν ολόκληρη την περιοχή.
Ο θρησκευτικός πλουραλισμός της Αρμενίας:   Κατά τον ίδιο τρόπο, η Αρμενία βρίσκεται μεταξύ των περιοχών εξάπλωσης του χριστιανισμού και του ζωροαστρισμού (και αργότερα του ισλάμ) και πολύ κοντά στην ιστορική κοιτίδα του μανιχαϊσμού. Το μωσαϊκό αυτό συμπληρώνουν διάφορες κοινότητες Γνωστικών, όπως οι Μαρκιωνίτες και οι Αρχοντικοί, σέκτα που ίδρυσε στην Παλαιστίνη, μεταξύ 3ου και 4ου αιώνα, ο Πέτρος της Καφαρμπαρούχ. Δίδασκαν ότι για να φτάσει η ψυχή στην Ογδοάδα, όπου βασιλεύει η Μητέρα των Πάντων, έπρεπε να διασχίσει τους Επτά Ουρανούς στους οποίους κυριαρχούσε ο Σαβαώθ ή Γιαχβέ, δημιουργός του υλικού κόσμου, επικουρούμενος από τους Άρχοντες (Raoul Vaneigem «Les Hérésies», σειρά Que sais-je, αριθ. 2838, εκδ. PUF, Παρίσι 1994, σελ. 71). Εντούτοις, η Αρμενία γίνεται το πρώτο κράτος που αναγνωρίζει επίσημα τον χριστιανισμό, στα χρόνια της βασιλείας του Τιριδάτη Δ΄ (αρχές 4ου αιώνα). Η αρμενική χριστιανική Εκκλησία απέκτησε γρήγορα αυτόνομη οργάνωση έχοντας επικεφαλής της έναν Καθολικό. Μετά τα μέσα του 5ου αιώνα υπήρξε κρίση στις σχέσεις της με το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, μια και οι Αρμένιοι δεν αναγνώρισαν τις αποφάσεις της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου (αυτής της Χαλκηδόνας). Η ρήξη δεν ήταν απόλυτη, μια και οι δύο πλευρές επέδειξαν επί μακρόν αρκετά ρεαλιστική στάση: οι Αρμένιοι που ζούσαν στα εδάφη του Βυζαντίου αποδέχονταν την πνευματική εξουσία των ελληνορθόδοξων επισκόπων, ενώ οι Βυζαντινοί δεν επιχείρησαν να αμφισβητήσουν στην πράξη την ιεραρχία της αρμενικής Εκκλησίας (Janet & Bernard Hamilton «Christian Dualist Heresies in the Byzantine World, c. 650-c. 1450» Manchester University Press, σελ. 4-5).
Μεταξύ της καθαυτό Αρμενίας και των όμορων βυζαντινών εδαφών παρατηρείται έντονη κινητικότητα του πληθυσμού: πολλοί Αρμένιοι, προσπαθώντας να ξεφύγουν από τους πολέμους και τις συνεχείς επιδρομές που πλήττουν την πατρογονική γη τους μεταναστεύουν στην επικράτεια της αυτοκρατορίας και εγκαθίστανται στην περιοχή που θα γίνει γνωστή ως Θέμα Αρμενιακών. Στη συνέχεια, αναλόγως των πολιτικών εξελίξεων, τμήματα του αρμενικού πληθυσμού θα μετακινηθούν ξανά και ξανά και προς τις δύο κατευθύνσεις. Πολλοί π.χ. θα καταφύγουν στο Βυζάντιο αμέσως μετά την κατάκτηση των περισσότερων εδαφών της Αρμενίας από τους Άραβες. Αρκετοί, όμως, από αυτούς τους μετανάστες θα επιστρέψουν αργότερα στην ελεγχόμενη από το Ισλάμ Αρμενία, όταν η Ορθόδοξη Εκκλησία θα επιχειρήσει να ασκήσει στενότερο έλεγχο. Στο πλαίσιο αυτών των κοινοτήτων θα γεννηθεί ο παυλικιανισμός.
Λεπτομέρεια του χάρτη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, από G. Droysen "Allgemeiner Historischer Handatlas", Λειψία 1896
Λεπτομέρεια του χάρτη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, από G. Droysen “Allgemeiner Historischer Handatlas”, Λειψία 1896
Πηγές:   Στην περίπτωση των Παυλικιανών δεν έχουμε, δυστυχώς, στη διάθεσή μας πηγές που να έχουν γραφεί από τους ίδιους, αλλά μόνο από πολέμιούς τους ή, έστω, σχετικώς ουδέτερους. Οι αρμενικές πηγές είναι αποσπασματικές και, το χειρότερο, δεν μας παρέχουν κανένα στοιχείο για τη γένεση του δόγματος (Janet & Bernard Hamilton, όπ. π., σελ. 3). Οι αραβικές αφορούν μόνον την περίοδο κατά την οποία οι Παυλικιανοί υπήρξαν περιστασιακοί στρατιωτικοί σύμμαχοι των δυνάμεων του Ισλάμ και δεν θίγουν ζητήματα που άπτονται της θρησκευτικής πίστης. Απομένουν, συνεπώς, οι βυζαντινής προέλευσης πηγές. Τρεις είναι οι κύριες πηγές κι από αυτές οι δύο που περιέχουν πρωτότυπο υλικό οφείλονται στο ίδιο πρόσωπο. Πρόκειται για τον Πέτρο τον Σικελιώτη (ή Πέτρο Ηγούμενο), για τον οποίο γνωρίζουμε μόνο τα λιγοστά στοιχεία που ο ίδιος αναφέρει για τον εαυτό του στο έργο του. Θα πρέπει να ήταν γόνος της σικελικής αριστοκρατίας, ίσως από τις Συρακούσες, ο οποίος σταδιοδρόμησε, όπως κι αρκετοί συντοπίτες του, στην αυτοκρατορική αυλή και το περιβάλλον του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Το 869-870, ο ιδρυτής της Μακεδονικής Δυναστείας Βασίλειος Α΄ τον έστειλε ως επικεφαλής διπλωματικής αποστολής στην Τεφρική, πρωτεύουσα του σχεδόν ανεξάρτητου κράτους που είχαν ιδρύσει οι Παυλικιανοί στην άνω κοιλάδα του Ευφράτη, σε διαφιλονικούμενα μεταξύ Βυζαντινών και Αράβων εδάφη. Επίσημος σκοπός της πρεσβείας ήταν μάλλον να διαπραγματευθεί την ανταλλαγή αιχμαλώτων. Στον Πέτρο Σικελιώτη, πάντως, θα πρέπει να είχε ανατεθεί κι η αποστολή να συλλέξει όσο το δυνατόν περισσότερες κι ακριβέστερες πληροφορίες για το δόγμα των Παυλικιανών. Βασιζόμενος πιθανότατα στην αναφορά που υπέβαλε στον αυτοκράτορα, ο Πέτρος συνέγραψε στη συνέχεια την «Ιστορία περί της κενής και ματαίας αιρέσεως των Μανιχαίων, των και Παυλικιανών λεγομένων», η οποία αποτελεί την πληρέστερη πηγή πληροφοριών μας για τον παυλικιανισμό. Σύμφωνα με την εκτίμηση του Πωλ Λεμέρλ («Lhistoire des Pauliciens dAsie Mineure daprès les sources grecques» Travaux et mémoires du Centre de recherche dhistoire de Byzance: Monographies, τ. 5, Centre de recherche dhistoire et civilisation de Byzance, Παρίσι 1973, σελ. 17-26), στο πρώτο μισό του βιβλίου του ο Πέτρος Σικελιώτης καταγράφει τα όσα είχε ακούσει για τους Παυλικιανούς (και τους μανιχαίους εν γένει) στη Βασιλεύουσα, ενώ στο δεύτερο μέρος εκθέτει τις πληροφορίες που συνέλεξε ο ίδιος κατά την παραμονή του στην Τεφρική. Εκτός από την «Ιστορία», ο Πέτρος συνέγραψε και μια «Επιτομή» του θέματος, πιο συνοπτική και εύληπτη παρουσίαση του παυλικιανισμού, αλλά με ελάχιστες επιπλέον πληροφορίες σε σχέση με το κύριο σύγγραμμά του. Η τρίτη πηγή είναι το «Κατά Μανιχαίων» του πατριάρχη Φωτίου Α΄. Στηρίζεται αποκλειστικά στο έργο του Πέτρου Σικελιώτη και η όποια αξία του έγκειται στη συνθετική και εξηγητική ικανότητα του πατριάρχη.
Α.   Οι απαρχές
α.   Ο μύθος. Ο Πέτρος ο Σικελιώτης μας διηγείται ότι ζούσε κάποτε στα Σαμόσατα μια Μανιχαία που ονομαζόταν Καλλινίκη και είχε δυο γιους, τον Παύλο και τον Ιωάννη.
«Τούτους ουν τους δύο όφεις η αυτών γεννήτρια έχιδνα εκθρέψασα, και την παμμίαρον διδάξασα αίρεσιν, κήρυκας της πλάνης απέστειλεν εκ του Σαμωσάτου. Οι δε… ήλθον εις τινα κώμην και τους εν αυτή οικούντες αμαθείς και αστηρίκτους ευρόντες, εκείσε τον ιόν της πονηρίας και το πικρόν ζιζάνιον του εχθρού ενέσπειραν. Διό και μέχρι της σήμερον η… αίρεσις κατά των κηρυξάντων ονομασίαν μετωνομάσθη· και γαρ έκτοτε εκ Μανιχαίων επεκλήθησαν Παυλικιανοί» (Πέτρου Σικελιώτου «Ιστορία», 85-86).
Η διήγηση αυτή έχει εξαιρετικά αμφίβολη ιστορική αξία. Πιθανώς αποτελεί προϊόν πολλαπλών συγχύσεων. Καταρχάς, είναι δύσκολο να φαντασθούμε μια γυναίκα να αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο στο πλαίσιο της Μανιχαϊκής Εκκλησίας: όπως διαπιστώθηκε στο προηγούμενο μέρος, μολονότι οι γυναίκες μπορούσαν να εισέλθουν στην τάξη των εκλεκτών, δεν τους επιτρεπόταν να ανέλθουν στις τρεις ανώτερες τάξεις της εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Εν συνεχεία, ποιος είναι αυτός ο Παύλος από τον οποίο πήραν, κατά τον Σικελιώτη, το όνομά τους οι Παυλικιανοί; Γνωρίζουμε ότι στο δεύτερο μισό του 3ου αιώνα γεννήθηκε κι έζησε στα Σαμόσατα ένας σημαντικός αιρεσιάρχης: ο Παύλος ο Σαμοσατέας υπήρξε επίσκοπος Αντιοχείας (από το 260) και σύμβουλος της βασίλισσας Ζηνοβίας της Παλμύρας. Γνωρίζουμε, όμως, και το περιεχόμενο της αιρετικής διδασκαλίας του, η οποία δεν είχε καμία απολύτως σχέση με τον μανιχαϊσμό, αλλά αφορούσε το τριαδικό δόγμα και τη θεϊκή ή όχι φύση του Ιησού: ο Λόγος του Θεού δεν ταυτίζεται με τον Χριστό, που είναι άνθρωπος τον οποίο ενοίκησε η δύναμη του Λόγου. Ο Σαμοσατέας, μεγάλη «μορφή» της εποχής, κήρυττε εκτός των άλλων μια παράδοξη ερμηνεία της Αγίας Τριάδας, θεωρώντας τον εαυτό του ισάξιο του Ιησού (Vaneigem, όπ. π., σελ. 54-55)! Τέλος, ποια ακριβώς πόλη είναι τα Σαμόσατα που μνημονεύει ο ηγούμενος και διπλωμάτης από τη Σικελία; Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για την κατά πολύ γνωστότερη πρωτεύουσα της Κομμαγηνής, αλλά για μια πόλη της Αρμενίας που ίδρυσε ο Οροντίδης Αρμένιος ηγεμόνας Αρσάμης τον 3ο αιώνα (και τα οποία καταγράφονται στις πηγές άλλοτε ως Σαμόσατα της Αρμενίας κι άλλοτε ως Αρσαμόσατα).
Ναός του Αγίου Ιωάννη, Μαστάρα, Αρμενία (5ος-6ος αι.)
Ναός του Αγίου Ιωάννη, Μαστάρα, Αρμενία (5ος-6ος αι.)
β.   Η εξήγηση του ονόματος: Η ιστορία του Πέτρου του Σικελιώτη για τη συγκεκριμένη οικογένεια Μανιχαίων, της οποίας η ύπαρξη δεν τεκμηριώνεται από κανένα στοιχείο, αποτελεί μάλλον κάποιο μύθο που πιθανότερο είναι να τον άκουσε ή να τον διάβασε στην Κωνσταντινούπολη παρά στην Τεφρική. Άλλη είναι, συνεπώς, η εξήγηση της ονομασίας της σέκτας. Η αρμενική λέξη «Παϋλικιάνκ» (Պաւղիկեաններ), που αποδόθηκε στα ελληνικά με τον όρο «Παυλικιανοί» έχει μειωτική σημασία: δηλώνει τους οπαδούς κάποιου Παύλου που χαρακτηρίζεται ασήμαντος και φαύλος. Άρα, δεν μπορεί να είναι ο απόστολος. Κατά την κρατούσα γνώμη (Λεμέρλ, όπ. π., σελ. 52) πρέπει να πρόκειται για τον θρησκευτικό και πολιτικό ηγέτη ο οποίος, σε περίοδο διωγμών, οδήγησε του Παυλικιανούς πίσω στα εδάφη της Αρμενίας και αναδιοργάνωσε την Εκκλησία τους (τέλη 7ου – αρχές του 8ου αιώνα). Ωστόσο, θα ήταν άστοχο να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο οι ίδιοι να ονόμαζαν τους εαυτούς τους με τρόπο που να παραπέμπει στον απόστολο Παύλο (οπότε οι Αρμένιοι χριστιανοί απλώς προσπάθησαν να γελοιποιήσουν τον αυτοπροσδιορισμό των Παυλικιανών). Άλλωστε, ακριβώς όπως και ο Μάνης και οι πιστοί του, οι Παυλικιανοί απέδιδαν τεράστια σημασία στη διδασκαλία του αποστόλου από την Ταρσό. Όπως θα δούμε και στη συνέχεια, οι αρχηγοί τους έπαιρναν ονόματα μαθητών του Παύλου κι έδιναν στις Εκκλησίες τους τα ονόματα αυτών που είχε ιδρύσει ο απόστολος.
γ.   Η αληθινή ιστορία: τα γεγονότα που σηματοδότησαν τη γέννηση του κινήματος τα διηγήθηκαν στον Σικελιώτη οι ίδιοι οι Παυλικιανοί. Θεωρούσαν ιδρυτή της Εκκλησίας τους τον Κωνσταντίνο τον εκ Μανάναλης.
«Εν ταις ημέραις Κωνσταντίνου του βασιλέως, του έγγονος Ηρακλείου, γεγονέ τις Αρμένιος, ονόματι Κωνσταντίνος, εν τω Σαμοσάτω της Αρμενίας, εν κώμη Μανανάλει λεγομένη, ήτις κώμη και μέχρι του νυν Μανιχαίους εκτρέφει» (Πέτρου Σικελιώτου «Ιστορία», 94).
Ο αυτοκράτορας που αναφέρει ο Σικελιώτης ήταν ο Κώνστας Β΄ (642-668). Όσο για τον «αιρεσιάρχη» Κωνσταντίνο, σύμφωνα με την ιστορία που διηγήθηκαν οι πιστοί του δύο αιώνες αργότερα, φιλοξένησε κάποτε ένα διάκονο που επέστρεφε στην πατρίδα του από τη Συρία όπου ήταν αιχμάλωτος των απίστων. Για να ευχαριστήσει τον Κωνσταντίνο, ο διάκονος του έδωσε δύο βιβλία: το πρώτο περιελάμβανε τα τέσσερα ευαγγέλια, ενώ το δεύτερο τις επιστολές του αποστόλου Παύλου. Σε αυτά έμελλε να βασίσει τη μετέπειτα διδασκαλία του ο Κωνσταντίνος. Ο Πέτρος ο Σικελιώτης συμπέρανε αυθαίρετα ότι ο ιδρυτής του παυλικιανισμού ήταν μανιχαίος με επιρροές από τον γνωστικισμό του Βαλεντίνου και του Βασιλείδη που αποφάσισε να κηρύξει αποκλειστικά βάσει των χριστιανικών γραφών για να αποφύγει τους διωγμούς που εξαπολύονταν κατά των μανιχαίων. Το ίδιο το δόγμα των Παυλικιανών εν μέρει επιβεβαιώνει κι εν μέρει διαψεύδει την υπόθεση του Σικελιώτη.
Β.   Το δόγμα των Παυλικιανών
α.   Κύρια γνωρίσματα της πίστης των Παυλικιανών
Ο δυϊσμός των Παυλικιανών είναι απόλυτος. Δέχονταν την ύπαρξη δύο αρχών, εκ των οποίων η μία είναι ο Ουράνιος Θεός και η δεύτερη ο δημιουργός του υλικού κόσμου. Ο Ιησούς ήταν η κεντρική μορφή του δόγματός τους, πλην όμως οι Παυλικιανοί πίστευαν ότι ο Χριστός ήταν καθαρά πνευματική ύπαρξη, χωρίς ανθρώπινη φύση και υπόσταση (αντίθετη, πάντως, άποψη διατυπώνεται στο σύγγραμμα του Φωτίου, κατά τον οποίο οι Παυλικιανοί δέχονταν την ενσάρκωση του Ιησού). Για τον ίδιο λόγο θεωρούσαν αδιανόητη την ύπαρξη θεοτόκου. Η κατηγορηματική άρνησή τους να λατρέψουν την Παναγία σκανδάλιζε τους σύχρονούς τους Βυζαντινούς. Ομοίως αρνούνταν να λατρέψουν τον σταυρό. Διατείνονταν απλώς ότι ο Ιησούς ήταν ο Ζωοποιός Σταυρός, αντίληψη που θυμίζει πολύ τον «ουράνιο φωτεινό σταυρό» των Μανιχαίων. Απέρριπταν συλλήβδην τα μυστήρια, διότι όλα προϋπέθεταν τη χρήση στοιχείων της ύλης. Δεν υπήρχε τίποτε αντίστοιχο της χριστιανικής βάπτισης. Ως θεία κοινωνία εννοούσαν τον Λόγο του Κυρίου. Τέλος, απέρριπταν τη λατρεία των αγίων και των εικόνων. Το γνώρισμα αυτό στάθηκε ευεργετικό για τον παυλικιανισμό όσο βασίλευαν στο Βυζάντιο εικονομάχοι αυτοκράτορες. Έτσι, οι Παυλικιανοί έχαιραν της ευμενούς ουδετερότητας ή, σε κάποιες περιπτώσεις, ακόμη και της διακριτικής υποστήριξης της αυτοκρατορικής εξουσίας η οποία τους αντιμετώπιζε ως ιδιαίτερη εικονομαχική σέκτα.
Ως ιερά βιβλία, οι Παυλικιανοί δέχονταν μόνο τα τέσσερα ευαγγέλια, τις επιστολές του αποστόλου Παύλου και, ενδεχομένως, τις Πράξεις των Αποστόλων. Η Αποκάλυψη του Ιωάννου δεν περιλαμβανόταν μάλλον στον Κανόνα των Ιερών Βιβλίων τους. Οι Παυλικιανοί απέρριπταν κατηγορηματικά τις επιστολές του αποστόλου Πέτρου και, φυσικά, ολόκληρη την Παλαιά Διαθήκη, ως βιβλίο που αφηγείται τη δημιουργία του υλικού κόσμου από την αρχή του Κακού (Λεμέρλ, όπ. π., σελ. 131).
Οι Παυλικιανοί πίστευαν ότι μόνη αληθινή χριστιανική Εκκλησία ήταν η δική τους κι έτσι αρνούνταν να αναγνωρίσουν την ιεραρχία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Επικεφαλής της Εκκλησίας τους βρισκόταν ένας Διδάσκαλος, με πρώτο σε χρονολογική σειρά τον Κωνσταντίνο εκ Μανάναλης. Ο διδάσκαλος περιστοιχιζόταν από τους συνέκδημους, οι οποίοι συγκροτούσαν το ανώτατο συμβούλιο της παυλικιανής Εκκλησίας. Ο όρος παραπέμπει στους μαθητές του αποστόλου Παύλου, οι οποίοι τον συνόδευαν στα ταξίδια του. Δεν φαίνεται να υπήρχε μεταξύ των Παυλικιανών διευρυμένη ομάδα εκκλησιαστικών, όπως οι Εκλεκτοί του μανιχαϊσμού. Απουσίαζε επίσης εντελώς ο ασκητισμός που διέκρινε τους μανιχαίους, αλλά και τα μετέπειτα δυϊστικά δόγματα. Δεν υπήρχαν διατροφικές απαγορεύσεις ούτε νηστείες. Τέλος, δεν υπήρχε διδασκαλία υπέρ της αποχής από την ερωτική πράξη ή απαγόρευση του γάμου. Ακόμη και οι διδάσκαλοι και οι συνέκδημοι νυμφεύονταν κι αποκτούσαν παιδιά.
β. Απευθείας μετάλλαξη προγενέστερου δόγματος ή αυθεντική σύνθεση;
Για τους Βυζαντινούς συγγραφείς που ασχολήθηκαν με το θέμα δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία περί του ότι οι Παυλικιανοί δεν ήταν κάτι άλλο παρά νεομανιχαίοι. Η άποψη επικρατούσε και μεταξύ των σύγχρονων ιστορικών έως τα μέσα του 20ού αιώνα (F. Niel, όπ. π., σελ. 34 επ.). Από την πλευρά τους, οι ιστορικοί των τελευταίων δεκαετιών απορρίπτουν κατηγορηματικά την εξομοίωση αυτή. Η στάση των Βυζαντινών εξηγείται από την παραδοσιακή τάση τους να ταυτίζουν τους νεότερους εχθρούς της αυτοκρατορίας και της ορθοδοξίας με παλαιότερους και από την επιθυμία να αντικρούσουν ευχερέστερα ένα δογματικό αντίπαλο, αφαιρώντας του την όποια νομιμοποίηση θα απέρρεε από την ιδιότητα των Παυλικιανών ως φορέων του χριστιανισμού.
Ένα από τα επιχειρήματα που προβάλλονται προς στήριξη της άποψης που αρνείται τον μανιχαϊκό χαρακτήρα των Παυλικιανών έγκειται στην προθυμία τους να αναθεματίσουν το πρόσωπο και το δόγμα του Μάνη. Το επιχείρημα δεν είναι επαρκές. Η στάση αυτή μπορεί να εξηγηθεί από λόγους στοιχειώδους προφύλαξης: η επίσημη παραδοχή του μανιχαϊκού δόγματος εκ μέρους των Παυλικιανών θα ισοδυναμούσε με τη σχεδόν αυτόματη έναρξη απηνών διωγμών εναντίον τους και την εφαρμογή στην περίπτωσή τους της ιουστινιάνειας νομοθεσίας η οποία προέβλεπε τη θανατική ποινή για τους πιστούς του μανιχαϊσμού. Πολύ πειστικότερο είναι το επιχείρημα ότι από τον παυλικιανισμό φαίνεται να λείπει εντελώς ο συγκρητισμός που χαρακτηρίζει τον μανιχαϊσμό (βλ. Janet & Bernard Hamilton, όπ. π., σελ. 1-3). Ομοίως, απουσιάζει η παραμικρή αναφορά στη διδασκαλία και τα έργα του Μάνη ή στον μύθο του περί Δημιουργίας.
Μια δεύτερη άποψη αναζητεί τις ρίζες των Παυλικιανών στον Γνωστικισμό. Η επιβεβαίωση μιας τέτοιας θεωρίας θα ήταν ακόμη πιο δυσχερής, λαμβάνοντας υπόψη το πλήθος των γνωστικών σχολών και δογμάτων και τις μεταξύ τους διαφορές. Άλλωστε, κατά τον χρόνο εμφάνισης του παυλικιανισμού είναι αμφίβολο αν εξακολουθούσε να υφίσταται κάποια πό τις σέκτες των Γνωστικών, εκτός ίσως από τους Μαρκιωνίτες. Ειδικά ο εξτρεμιστικός δυϊσμός του δόγματος του Μαρκίωνα, που χαρακτηρίζεται από έντονο θρησκευτικό αντισημιτισμό (ο θεός της Παλαιάς Διαθήκης είναι ο δημιουργός του υλικού κόσμου, ενώ ο θεός της Καινής Διαθήκης είναι θεός της αγάπης), δεν μπορεί να ταυτισθεί ευχερώς με το δόγμα των Παυλικιανών (για μια εμπεριστατωμένη ανάλυση βλ. εδώ, κεφ. 5.2.β). Το πιο λογικό είναι, επομένως, να δεχθούμε ότι πιθανώς κάποια γνωστικά ρεύματα να άσκησαν επιρροή στον παυλικιανισμό κατά τη διαμόρφωσή του, πλην όμως η επιρροή αυτή ήταν μάλλον περιορισμένη.
Κάποιοι τέλος υποστηρίζουν ότι δεν είναι αναγκαίο να θεωρήσουμε τον μανιχαϊσμό βασική επιρροή των Παυλικιανών, διότι είναι λογικότερο να υποθέσουμε ότι υιοθέτησαν τον δυϊσμό επηρεασμένοι κατευθείαν από τον ζωροαστρισμό. Άλλωστε, ο ζωροαστρισμός ήταν η επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας των Σασσανιδών που ήλεγχαν μέχρι τα μέσα του 7ου αιώνα μεγάλο μέρος της Αρμενίας (βλ. Janet & Bernard Hamilton, όπ. π., σελ. 8). Εντούτοις, στο θέμα της εξήγησης της προέλευσης του παυλικιανισμού, είναι παρακινδυνευμένο να απορρίπτεται το χρονικά εγγύτερο και να επιλέγεται το απώτερο. Εξάλλου, ο ζωροαστρικός δυϊσμός διαφέρει ουσιωδώς από αυτόν των Παυλικιανών. Ενώ στον ζωροαστρισμό οι δύο αρχές συνυπάρχουν στον υλικό κόσμο και στους ουρανούς, για τους Παυλικιανούς (όπως και νωρίτερα για τους Μανιχαίους και κάποιους από τους Γνωστικούς), ο υλικός κόσμος αποτελεί το βασίλειο του κακού θεού. Και στην περίπτωση αυτή, συνεπώς, είναι φρονιμότερο να θεωρήσουμε τον ζωροαστρισμό μία από τις επιρροές που διαμόρφωσαν τον παυλικιανισμό, αλλά όχι την κύρια.
Όπως προαναφέρθηκε, η σύγχρονη τάση είναι να αναγνωρισθεί ο γνήσια χριστιανικός χαρακτήρας του παυλικιανού δόγματος και η πρωτοτυπία και η αυτοτελής αξία των ιδιαιτεροτήτων του: «δεν ήταν ξένο σώμα στον χριστιανισμό, αλλά αντιφρονούντες που είχαν διαρρήξει τους δεσμούς τους με την Ορθόδοξη Εκκλησία και ερμήνευαν τη χριστιανική πίστη με ιδιαίτερα ριζοσπαστικό τρόπο» (Janet & Bernard Hamilton, όπ. π., σελ. 3). Κι αυτή η άποψη ενέχει κάποια υπερβολή: μοιάζει να αρνείται ακόμη και προφανή στοιχεία για να μην ενισχύσει την προϊσχύσασα άποψη.  
Συμπερασματικά, διαπιστώνονται τα εξής: δεδομένης της δραματικής έλλειψης στοιχείων όσον αφορά τη γένεση του δόγματος και λαμβανομένου υπόψη του αποσπασματικού χαρακτήρα των διαθέσιμων πηγών, δεν είναι δυνατό να δοθεί καταφατική απάντηση στο ερώτημα αν ο παυλικιανισμός αποτελεί απευθείας εξέλιξη του μανιχαϊσμού. Με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία πρέπει μάλλον να θεωρηθεί πολυσυλλεκτικό δόγμα. Μεταξύ, όμως, των στοιχείων που καθόρισαν την ταυτότητά του, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο μανιχαϊσμός κατέχει σημαντική θέση: στην πραγματικότητα, μελετώντας το δόγμα των Παυλικιανών δημιουργείται η εντύπωση ότι υιοθέτησαν σχεδόν αυτούσια την κατά Μάνη ερμηνεία του χριστιανισμού, σταματώντας εκεί και μη λαμβάνοντας υπόψη το προσωπικό συγγραφικό έργο του Μάνη και την εκλεκτική θεώρηση της διδασκαλίας του.
ΙΙ.   Η Ιστορία των Παυλικιανών
Μπορούμε να διακρίνουμε τρεις περιόδους στην Ιστορία των Παυλικιανών. Μια αρχική περίοδο που περιλαμβάνει την πρώτη φάση εξάπλωσής τους υπό συνθήκες συχνά αντίξοες (Α). Εν συνεχεία, η επικράτηση των εικονομάχων στο Βυζάντιο εξασφαλίζει στους Παυλικιανούς την ανοχή της εξουσίας (Β). Τέλος, μετά την οριστική επικράτηση των εικονολατρών, οι Παυλικιανοί αναγκάζονται, για να επιβιώσουν, να μετασχηματισθούν σε στρατιωτική δύναμη η οποία αντιπαρατίθεται ανοιχτά με το βυζαντινό κράτος (Γ).  
Η Μ. Ασία στα μέσα περ. του 9ου αι.
Η Μ. Ασία στα μέσα περ. του 9ου αι.

Α.   Πρώτη περίοδος: γέννηση και αρχική εξάπλωση εν μέσω αντιξοοτήτων
Όταν πια ο Κωνσταντίνος Μανάναλης διαμόρφωσε οριστικά το δόγμα που επρόκειτο να διδάξει εγκατέλειψε τη γενέτερά του κι εγκαταστάθηκε δυτικότερα στην Κίβοσσα, κοντά στην Κολωνεία του Πόντου. Το γεγονός τοποθετείται χρονικά γύρω στα 655, εποχή κατά την οποία οι Βυζαντινοί είχαν ανακτήσει τη δυτική Αρμενία (Λεμέρλ, όπ. π., σελ. 84). Άλλαξε το όνομά του σε Σιλουανός (μαθητής του αποστόλου Παύλου που είχε κηρύξει τον λόγο του Χριστού στη Μακεδονία) και για σχεδόν τριάντα χρόνια δίδαξε στην ευρύτερη περιοχή και προσηλύτισε αρκετούς, μέχρι που κάποιος Συμεών τον κατήγγειλε στις αυτοκρατορικές αρχές ως Μανιχαίο. Ο Κωνσταντίνος/ Σιλουανός δικάστηκε και εκτελέστηκε.
Ιωάννης του Οτζούν, Καθολικός της Εκκλησίας της Αρμενίας κατά τον 8ο αι. (πίνακας του 18ου αι.)
Ιωάννης του Οτζούν, Καθολικός της Εκκλησίας της Αρμενίας κατά τον 8ο αι. (πίνακας του 18ου αι.)
Τότε, όμως, συνέβη κάτι πολύ παράξενο: ο Συμεών, που είχε καταδώσει τον Κωνσταντίνο, φαίνεται πως εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από την πίστη του ηγέτη των Παυλικιανών που επέστρεψε στην Κίβοσσα, ασπάσθηκε τον παυλικιανισμό κι ανακηρύχθηκε διδάσκαλος αλλάζοντας το κοσμικό του όνομα σε Τίτος. Ο Συμεών/ Τίτος παρέμεινε διδάσκαλος επί τριετία. Τότε συγκρούστηκε μαζί του ο Ιούστος, θετός γιος του Κωνσταντίνου, ο οποίος ήρθε σε συνενόηση με τον τοπικό επίσκοπο, υποσχόμενος να ασπαστεί την ορθόδοξη πίστη, και μαζί κατήγγειλαν τον Συμεών στον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β΄. Δεδομένου ότι ο Συμεών ήταν πρωτύτερα αυτοκρατορικός αξιωματούχος, η μεταστροφή του αποτελούσε έγκλημα καθοσιώσεως: μοιραία καταδικάστηκε και κάηκε στην πυρά μαζί με αρκετούς από τους πιστούς του (688).
Στο χρονικό σημείο εκείνο ο παυλικιανισμός κατά πάσα πιθανότητα θα έσβηνε, αν δεν βρισκόταν κάποιος πιστός, ο Παύλος ο Αρμένιος (πρόκειται για το πρόσωπο στο οποίο, κατά την πλειονότητα των σύγχρονων ιστορικών, οφείλεται η ονομασία «Παυλικιανοί»), που μαζί με τους δυο γιους του, τον Γενέσιο (Γεγνέσιο κατά τον Πέτρο Σικελιώτη) και τον Θεόδωρο, ανέλαβε την ηγεσία κι οδήγησε τους εναπομείναντες Παυλικιανούς στην Επίσπαρη, επανιδρύοντας ουσιαστικά την κοινότητα. Ο Παύλος πρέπει να ηγήθηκε της ομάδας μέχρι το 718. Στα χρόνια αυτά, ο παυλικιανισμός διαδόθηκε τόσο στα ανατολικά εδάφη του Βυζαντίου όσο και στην καθαυτό Αρμενία. Δύο τουλάχιστον Καθολικοί της Εκκλησίας της Αρμενίας αναθεμάτισαν τη σέκτα: ο Ηλίας (703-717) και ο διάδοχός του, ο Ιωάννης του Οτζούν (κατά τη σύνοδο του Ντβιν, 719).  
Β.   Δεύτερη περίοδος: η επιβίωση υπό την ευμενή ουδετερότητα των εικονομάχων
α.   Η εποχή του Τιμοθέου. Μετά τον θάνατο του Παύλου, διδάσκαλος εκλέχθηκε ο γιος του ο Γενέσιος, ο οποίος πήρε το όνομα Τιμόθεος και παρέμεινε επικεφαλής της κοινότητας για 30 χρόνια (718-748). Την εποχή εκείνη το Βυζάντιο συνταράσσεται από τη διαμάχη εικονολατρών και εικονομάχων. Η επικράτηση των δεύτερων, κατά τα χρόνια της βασιλείας του Λέοντος Γ΄ του Ισαύρου (717-741), ιδίως δε μετά το 730 και την έκδοση του διατάγματος περί καταστροφής των εικόνων, θα δημιουργήσει ευνοϊκές συνθήκες για την επιβίωση και τη διάδοση του παυλικιανισμού. Το σαφέστερο εξωτερικό γνώρισμα των Παυλικιανών είναι η απόρριψη της λατρείας των εικόνων, στοιχείο που καθιστά δυνατή την προσέγγιση με τις αντιλήψεις των εικονομάχων, εμφανίζοντας τους πρώτους ως δυνητικούς συμμάχους των δεύτερων.
Χρυσός σόλιδος του Λέοντος Γ΄
Χρυσός σόλιδος του Λέοντος Γ΄
Ενδεικτική της τάσης αυτής είναι κι η υπόθεση που μνημονεύει ο Σικελιώτης («Ιστορία», 114 επ.). Καθώς υπήρχαν καταγγελίες που εμφάνιζαν τον Τιμόθεο ως αιρετικό, ο αυτοκράτορας Λέων κάλεσε τον διδάσκαλο των Παυλικιανών στην Κωνσταντινούπολη προκειμένου να εξεταστεί η ορθοδοξία της πίστης του από τον πατριάρχη. Η μεταχείριση αυτή μπορεί να εξηγηθεί από το ενδεχόμενο ο αυτοκράτορας και οι σύμβουλοί του να έκριναν ότι ίσως ο Τιμόθεος να ήταν απλώς εικονομάχος που δεχόταν επιθέσεις από τους εικονολάτρες της περιοχής του (Janet & Bernard Hamilton, όπ. π., σελ. 15-16). Σε κάθε περίπτωση, ο διδάσκαλος των Παυλικιανών μετέβη στη Βασιλεύουσα και πέρασε επιτυχώς τη δοκιμασία! Αυτό οφειλόταν στην ικανότητα του Τιμόθεου να ερμηνεύει αλληγορικά τα στοιχεία της ορθόδοξης πίστης που αποτέλεσαν αντικείμενο της εξέτασης, προσαρμόζοντάς τα στο δόγμα των Παυλικιανών: έτσι αντιλαμβανόταν την Παναγία ως Επουράνια Ιερουσαλήμ, τη βάπτιση ως λόγο του Κυρίου, ο οποίος επισήμαινε ότι «Εγώ ειμί το ύδωρ το ζων», τη μετάληψη ως τη διδασκαλία του Ιησού κ.ο.κ.
«Ως είδεν αυτόν ο Πατριάρχης, λέγει αυτώ· “διά τί ηρνήσω την ορθόδοξον πίστιν;” ο δε λέγει ανάθεμα τον αρνησάμενον την ορθόδοξον πίστιν· έλεγε δε ορθόδοξον πίστιν την οικείαν αίρεσιν» («Ιστορία», 115).
Θα ήταν, βεβαίως, αφελές να δεχθούμε ότι η αθώωση του Τιμοθέου (τον οποίο ο Σικελιώτης αποκαλεί με πρόθεση να τον μειώσει «Θυμόθεο») οφειλόταν αποκλειστικά στην πανουργία του. Εάν ο αυτοκράτορας (και, κατά συνέπεια, ο πατριάρχης) είχε την πρόθεση να διενεργηθεί στοιχειώδης έρευνα, η αίρεση του Παυλικιανού ηγέτη θα αποκαλυπτόταν πολύ γρήγορα. Στην πραγματικότητα, ο Λέων δεν είχε τη διάθεση να καταδικάσει ένα δυνάμει σύμμαχο κατά των εικονολατρών. Για αυτόν τον λόγο ο Τιμόθεος αθωώθηκε πανηγυρικά και επέστρεψε στην Επίσπαρη εφοδιασμένος με βασιλικό σιγίλλιο, ώστε κανείς να μην τον ενοχλήσει στο ταξίδι του.
Οι συνθήκες αυτές ευνοήσαν την περαιτέρω διάδοση του παυλικιανισμού. Ο ίδιος ο Τιμόθεος μετέφερε κάποια στιγμή την έδρα της κοινότητας στη Μανάναλη όπου και ίδρυσε την «Εκκλησία της Αχαΐας» (η μετακίνηση αυτή πρέπει να οφειλόταν σε λόγους ασφάλειας και να τοποθετείται στο διάστημα μετά τον θάνατο του Λέοντος, όταν είχε σφετεριστεί την εξουσία ο Αρτάβασδος, στρατηγός του Θέματος Αρμενιακών, ο οποίος ήταν μεν Αρμένιος στην καταγωγή πλην όμως εκονολάτρης). Όταν ο Τιμόθεος πέθανε το 748, η εξάπλωση του δόγματός του βρισκόταν πιθανώς στο απόγειο.
β.   Μεταξύ Αρμενίας και Βυζαντίου. Η συνέχεια της ιστορίας της κοινότητας φαίνεται να καθορίζεται από τα μεγάλα γεγονότα που συγκλονίζουν τις δύο αυτοκρατορίες της εποχής. Στα μέσα του 8ου αιώνα, η εξουσία αλλάζει χέρια στο χαλιφάτο, περνώντας στη δυναστεία των Αββασιδών. Το γεγονός προκαλεί αναταραχή με συνέπεια να ατονήσει ο έλεγχος στις μεθοριακές περιοχές του Ισλάμ: αυτό επιτρέπει αφενός μεν την πρόσκαιρη ανεξαρτητοποίηση της Αρμενίας, αφετέρου δε την εισβολή των δυνάμεων του Βυζαντίου στα εδάφη αυτά. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε΄ φτάνει μέχρι τη Θεοδοσιούπολη (751). Επιστρέφοντας παίρνει μαζί του όσους χριστιανούς επιθυμούσαν να εγκατασταθούν στα εδάφη του Βυζαντίου. Ανάμεσά τους είναι κι αρκετοί Παυλικιανοί, τους οποίους οι αυτοκρατορικές αρχές στέλνουν στη Θράκη για να ενισχυθεί π πληθυσμός περιοχών που είχαν πληγεί από τη μεγάλη επιδημία πανώλης του 748.
Γύρω στα 770, οι Αββασίδες αποκαθιστούν τον έλεγχο του Ισλάμ στο μεγαλύτερο μέρος της Αρμενίας. Οι συνθήκες γίνονται πιο δύσκολες για τους Παυλικιανούς, η κοινότητα των οποίων ταλαιπωρείται από σχίσμα: μετά τον θάνατο του Τιμοθέου ο θώκος του διδασκάλου έχει δύο διεκδικητές, τον φυσικό γιο του Τιμοθέου, τον Ζαχαρία, και τον θετό, τον Ιωσήφ. Και οι δύο αρχηγοί, πάντως, συμφωνούν ότι η παυλικιανή κοινότητα πρέπει να επιστρέψει στα εδάφη που ελέγχονται από το Βυζάντιο (772). Ο Ζαχαρίας θα αποτύχει στην προσπάθειά του να ξεφύγει και τα ίχνη του θα χαθούν. Αντιθέτως, ο Ιωσήφ θα κατορθώσει να ξεφύγει από τις συνοριακές περιπόλους των Αράβων και θα εγκατασταθεί με τους πιστούς του στην παλαιά έδρα των Παυλικιανών, την Επίσπαρη. Αδιαφιλονίκητος πλέον διδάσκαλος, θα αλλάξει το όνομά του σε Επαφρόδιτος. Για λόγους προφύλαξης, θα μετακινηθεί αργότερα εκ νέου και θα εγκατασταθεί δυτικότερα, στην Αντιόχεια της Πισιδίας, όπου θα ιδρύσει την «Εκκλησία των Φιλίππων».
Διάδοχος του Ιωσήφ/ Επαφρόδιτου υπήρξε ο Αρμένιος Βαάνης, ο οποίος είχε υπηρετήσει ως συνέκδημός του στην Αντιόχεια. Λίγο πριν το έτος 800, η εξουσία του αμφισβητήθηκε από τον Σέργιο, έναν Έλληνα ορθόδοξο από τη Γαλατία για τον οποίο έλεγαν ότι τον είχε προσηλυτίσει η Παυλικιανή ερωμένη του. Φαίνεται πως οι περισσότεροι Παυλικιανοί υποστήριξαν τον Σέργιο, ο οποίος εξελέγη διδάσκαλος με το όνομα Τυχικός. Η άνοδός του συμπίπτει χρονικά με τη βασιλεία της Ειρήνης της Αθηναίας, η οποία αποκατέστησε (προσωρινά) τη λατρεία των εικόνων. Η δυσμενής μεταβολή των πολιτικών συνθηκών στην αυτοκρατορία, υποχρέωσε τον Σέργιο/ Τυχικό να μετακινηθεί προς τα ανατολικά, μεταφέροντας την έδρα του στο Κυνοχώριο της Νεοκαισάρειας.
γ.   Το τέλος της ευνοϊκής συγκυρίας. Η επιδείνωση ήταν, όμως, οριστική, παρά την επάνοδο των εικονομάχων στην εξουσία. Ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρος (806-815) ήταν βέβαιος για την αιρετική φύση της πίστης των Παυλικιανών, τους οποίους θεωρούσε επιπροσθέτως και επικίνδυνους από πολιτική άποψη: κατόρθωσε να πείσει τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Α΄ Ραγκαβέ (811-813) να κηρύξει τους Παυλικιανούς αιρετικούς που πρέπει να τιμωρούνται με θάνατο. Η νομοθεσία αυτή δεν άλλαξε στα χρόνια του εικονομάχου αυτοκράτορα Λέοντα Ε΄, ο οποίος ως Αρμένιος στην καταγωγή μάλλον γνώριζε καλά τον αιρετικό χαρακτήρα του παυλικιανισμού. Εν μέσω διωγμών και ταραχών, οι Παυλικιανοί αναγκάζονται να βρουν καταφύγιο στα εδάφη του μουσουλμάνου εμίρη της Μελιτηνής, στην Αργκαούν. Εκεί θα εγκατασταθεί και ο διδάσκαλος Σέργιος/ Τυχικός έως το 834-835, οπότε και δολοφονήθηκε από κάποιον φανατικό ορθόδοξο.
Το 842 πεθαίνει ο αυτοκράτορας Θεόφιλος και την αντιβασιλεία αναλαμβάνει η χήρα του, η Θεοδώρα, μέχρι την ενηλικίωση του γιου τους, του μετέπειτα Μιχαήλ Γ΄. Η Θεοδώρα είναι φανατική εικονολάτρισσα: το 843 συγκαλεί σύνοδο στην οποία αποφασίζεται η αποκατάσταση της λατρείας των εικόνων. Η αυτοκράτειρα και ο πατριάρχης Μεθόδιος Α΄ αποφασίζουν να ξεριζώσουν όλες τις αιρέσεις από την επικράτεια της αυτοκρατορίας. Οι Παυλικιανοί αποτελούν τον κύριο στόχο της εκστρατείας. Οι διωγμοί είναι ανηλεείς. Χιλιάδες άνθρωποι εκτελούνται (με κάποια δόση υπερβολής γίνεται λόγος για 100.000 νεκρούς).
Ανάμεσα στα θύματα του μεγάλου διωγμού είναι κι ο πατέρας του Καρβέα, ενός αξιωματούχου που υπηρετεί ως πρωτομανδάτορας στο επιτελείο του στρατηγού του Θέματος Ανατολικών. Ο Καρβέας στασιάζει, συγκεντρώνει κάποιες χιλιάδες πιστούς Παυλικιανούς και καταφεύγει στην Αργκαούν προσφέροντας τις στρατιωτικές υπηρεσίες του στον εμίρη της Μελιτηνής (844).   
Γ.   Τρίτη περίοδος: το στρατιωτικό κράτος των Παυλικιανών
α.   Η ηγεσία του Καρβέα. Αναγκασμένοι να πολεμήσουν για να επιβιώσουν και υπό τη χαρισματική ηγεσία του Καρβέα, οι Παυλικιανοί συγκροτούν ένα σχεδόν ανεξάρτητο στρατιωτικό κράτος στην περιοχή του Ευφράτη, στα σύνορα Βυζαντίου και Ισλάμ. Προσπαθούν να πλήξουν το Βυζάντιο με κάθε τρόπο, με οργανωμένες επιδρομές ή ανταρτοπόλεμο. Το 844 οι Παυλικιανοί της Κολωνείας κατορθώνουν να απαγάγουν τον στρατηγό του Θέματος Αρμενιακών και να τον στείλουν στον Καρβέα στην Αργκαούν. Κάποια στιγμή μετά το 850, ο Καρβέας μεταφέρει την έδρα των Παυλικιανών στο φρούριο της Τεφρικής, κοντά στη Σεβάστεια, προκειμένου να ανεξαρτητοποιηθεί από τον ενοχλητικό έλεγχο του εμίρη της Μελιτηνής. Στην Τεφρική εγκαθίστανται πολλοί από τους διωκόμενους Παυλικιανούς του Βυζαντίου. Ο Καρβέας είναι ο αδιαφιλονίκητος στρατιωτικός ηγέτης, ενώ τη θρησκευτική εξουσία την ασκούν ο Βασίλειος κι ο Ζώσιμος, δύο από τους συνέκδημους του τελευταίου διδασκάλου, του Σεργίου.
Άποψη της Τεφρικής/ Divriği
Άποψη της Τεφρικής/ Divriği
Από κοινού με τις δυνάμεις του Ισλάμ, ο Καρβέας επιτίθεται διαρκώς στα εδάφη του Βυζαντίου. Το 860 μαζί με τον εμίρη Ομάρ Αλ Ακτά της Μελιτηνής εισχωρεί στη Μικρά Ασία λεηλατώντας και καταστρέφοντας, για να επιστρέψει στη βάση του με πλούσια λάφυρα. Το καλοκαίρι του 863 οι σύμμαχοι θέτουν σε εφαρμογή ένα ακόμη πιο φιλόδοξο σχέδιο. Υποστηριζόμενοι από τον στρατηγό των Αββασιδών Τζαφάρ ιμπν Ντινάρ Αλ Χαγιάτ και τον Αλί, εμίρη της Ταρσού, περνούν τις Κιλικίες Πύλες και εισβάλλουν στην Καππαδοκία. Οι δυνάμεις Αράβων και Παυλικιανών θα συναντήσουν τον στρατό του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄ κοντά στη Μαλακοπέα, βορείως της Ναζιανζού. Η μάχη δεν θα αναδείξει νικητή. Παρά τις σοβαρές απώλειες, όμως, η στρατιά του Ομάρ και του Καρβέα θα συνεχίσει την εκστρατεία της κινούμενη προς τα βόρεια. Διασχίζοντας το Θέμα Αρμενιακών θα φτάσει ως τις ακτές του Ευξείνου Πόντου και θα καταλάβει και θα λεηλατήσει την Αμισό.
«αὖθις ἐκστρατεύσας ὁ Ἄμερ σύν τεσσαράκοντα χιλιάσι στρατοῦ ὁμοῦ μέν τήν Ἀρμενιακήν ὁμοῦ δέ καί τήν πρός θάλασσαν Ἀμισόν ἐξεπόρθει τε καί κατεδουλαγώγει τῇ τοῦ κωλύοντος ἐρημίᾳ»  (Συνεχιστής της Χρονογραφίας του Θεοφάνους του Ομολογητού «Οι μετά Θεοφάνην», Δ΄, 25).
Μια τέτοια προσβολή δεν μπορούσε να μείνει δίχως απάντηση. Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ διέταξε αμέσως να συγκροτηθούν τρεις στρατιές: η «βόρεια», περιελάμβανε τις στρατιωτικές δυνάμεις των θεμάτων Αρμενιακών, Κολωνείας, Παφλαγονίας και Βουκελλαρίων, η «νότια», αποτελούμενη από τον στρατό των θεμάτων Ανατολικών, Οψικίου και Καππαδοκίας, και η «δυτική» καθοδηγούμενη από τον Δομέστιχο των Σχολών Πετρωνά, η οποία απαρτιζόταν από τις δυνάμεις των θεμάτων Θράκης, Θρακησίων και Μακεδονίας, καθώς και από τα αυτοκρατορικά τάγματα της Βασιλεύουσας. Οι δυνάμεις αυτές κατάφεραν να συναντηθούν στις 2 Σεπτεμβρίου 863 στον Πόσωνα, κοντά στις ακτές του ποταμού Λαλακάοντα (πιθανώς παραπόταμου του Άλυ), περικυκλώνοντας τις υποδεέστερες δυνάμεις του Ομάρ και του Καρβέα. Κατά τη διάρκεια της νύχτας, οι Βυζαντινοί επιτέθηκαν και κατέλαβαν ένα ύψωμα από το οποίο μπορούσαν να ελέγξουν τη μοναδική οδό διαφυγής που διέθεταν οι αντίπαλοί τους. Την επομένη, ο Ομάρ επιχείρησε να τα παίξει όλα για όλα κι επιτέθηκε στις δυνάμεις του Πετρωνά προσπαθώντας να τις διασπάσει. Το κέντρο του βυζαντινού στρατού αντιστάθηκε με επιτυχία, ενώ οι δύο πτέρυγές του περικύκλωσαν τους Άραβες και τους Παυλικιανούς, οι οποίοι συνετρίβησαν. Στο πεδίο της μάχης έπεσε νεκρός ο εμίρης Ομάρ και (πιθανότατα) ο ίδιος ο Καρβέας. Η Μάχη του Λαλακάοντος ήταν καθοριστική, καθώς σηματοδοτεί την οριστική εξουδετέρωση της αραβικής απειλής. Τη σπουδαιότητά της απηχούν, άλλωστε, και πολλά από τα ακριτικά έπη (ιδίως το Άσμα του Αρμούρη).
Η Μάχη του Λαλακάοντος (από το Χρονικόν του Ι. Σκυλίτση)
Η Μάχη του Λαλακάοντος (από το Χρονικόν του Ι. Σκυλίτση)
β.   Από τον Λαλακάοντα στον Βαθυρύακα. Ωστόσο, η απειλή των Παυλικιανών εξακολουθούσε να υφίσταται. Πρέπει, βεβαίως, να επισημανθεί ότι το Βυζάντιο δεν κατόρθωσε να εκμεταλλευτεί όπως θα έπρεπε και θα μπορούσε τον στρατιωτικό θρίαμβό του διότι εκτός των άλλων η αυτοκρατορική εξουσία άλλαξε χέρια. Το 867 ο Μιχαήλ δολοφονήθηκε από τον έμπιστο φίλο του (και πρώην παρακοιμώμενό του) Βασίλειο, τον ιδρυτή της λεγόμενης Μακεδονικής Δυναστείας (ο Βασίλειος ήταν στην πραγματικότητα αρμενικής καταγωγής). Η δυναστική μεταβολή καθυστέρησε μοιραία την υλοποίηση των όποιων στρατιωτικών σχεδίων.
Πίσω στην Τεφρική, τον Καρβέα διαδέχτηκε ο ανεψιός και γαμπρός του, ο Χρυσόχειρ. Ο νέος ηγέτης των Παυλικιανών θα αποδεικνυόταν αντάξιος του προκατόχου του σε στρατιωτική ικανότητα. Τη χρονιά της ανόδου του Βασιλείου στον αυτοκρατορικό θρόνο, οργάνωσε μια μεγάλη επιδρομή φτάνοντας ως τις ακτές του Αιγαίου. Λεηλατήθηκαν η Έφεσσος, αλλά και η Νικομήδεια και η Νίκαια. Οι Παυλικιανοί βρισκόταν μια ανάσα από τη Βασιλεύουσα.
Βασίλειος Α΄ έφιππος (Χρονικόν Ι. Σκυλίτση)
Βασίλειος Α΄ έφιππος (Χρονικόν Ι. Σκυλίτση)
Ο Βασίλειος θα πρέπει να συνειδητοποίησε ότι η υπόθεση των Παυλικιανών δεν ήταν καθόλου απλή. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να εντάξουμε και την προσπάθεια διπλωματικής προσέγγισης (869-870) με την αποστολή, επικεφαλής της οποίας ήταν ο Πέτρος ο Σικελιώτης. Τα αποτελέσματα της διαπραγμάτευσης δεν ήταν ίσως εντυπωσιακά (ανταλλαγή αιχμαλώτων), αλλά μπορούμε ευλόγως να υποθέσουμε ότι σε επίπεδο συλλογής πληροφοριών η παραμονή του ηγουμένου από τη Σικελία πρέπει να αποδείχτηκε πολύτιμη.
Την άνοιξη του 871, ο ίδιος ο αυτοκράτορας τέθηκε επικεφαλής εκστρατευτικού σώματος κι επιχείρησε να καταλύσει την ηγεμονία της Τεφρικής. Ηττήθηκε κατά κράτος κι επέστρεψε κακήν κακώς στην Κωνσταντινούπολη. Η επιτυχία αυτή των Παυλικιανών εδραίωσε τη βεβαιότητά τους ότι μπορούσαν να αντιμετωπίσουν επιτυχώς τις δυνάμεις του Βυζαντίου. Την επόμενη χρονιά, ο Χρυσόχειρ ξεκίνησε νέα σειρά επιδρομών, εισχωρώντας στα εδάφη της Γαλατίας και φτάνοντας μέχρι την Άγκυρα. Εξοργισμένος ο Βασίλειος έστειλε εναντίον των Παυλικιανών μεγάλο στράτευμα με επικεφαλής τον τότε Δομέστιχο των Σχολών, Χριστόφορο. Ο Χρυσόχειρ απέφυγε να συγκρουσθεί με τον εχθρό και υποχώρησε προς την Τεφρική. Στρατοπέδευσε αρχικά στις Αγρανές, ενώ οι Βυζαντινοί βρίσκονταν αρκετά κοντά του, στο Σίβορο. Στη συνέχεια κινήθηκε προς το πέρασμα που ονομαζόταν Βαθυρύαξ, δυτικά της Σεβάστειας. Ο Χριστόφορος έστειλε τότε ως εμπροσθοφυλακή τους στρατηγούς των θεμάτων Αρμενιακών και Χαρσιανών, με αποστολή να ανιχνεύσουν τις προθέσεις του εχθρού. Η εμπροσθοφυλακή αυτή κατόρθωσε να καταλάβει ένα δασωμένο λόφο απ’ όπου μπορούσε να κατοπτεύει το σημείο που είχαν στρατοπεδεύσει οι Παυλικιανοί. Αντιλαμβανόμενοι την ευνοϊκή θέση και συγκυρία, οι δύο στρατηγοί αποφάσισαν να αψηφήσουν τις διαταγές του Χριστόφορου και να επιτεθούν κατά τη διάρκεια της νύχτας. Η επίθεσή τους αιφνιδίασε τόσο πολύ τους Παυλικιανούς και τους προκάλεσε τέτοιο πανικό που τράπηκαν σε άτακτη φυγή. Ταυτόχρονα έφτασε και το κυρίως σώμα του βυζαντινού στρατού υπό τον Χριστόφορο, μετατρέποντας την καταδίωξη σε σφαγή. Μεταξύ των θυμάτων της Μάχης του Βαθυρύακος ήταν κι ο ίδιος ο Χρυσόχειρ, ο οποίος συνελήφθη κι εκτελέστηκε. Το κεφάλι του στάλθηκε ως δώρο στον αυτοκράτορα Βασίλειο.
Χρυσός σόλιδος του Βασιλείου Α΄
Χρυσός σόλιδος του Βασιλείου Α΄
Ο Βαθυρύαξ σηματοδοτεί το ουσιαστικό τέλος της στρατιωτικής δύναμης των Παυλικιανών. Τη νίκη ακολούθησε κι η κατάληψη της πρωτεύουσας Τεφρικής. Λόγω της ασάφειας των βυζαντινών πηγών υπάρχει διχογνωμία ως προς τη χρονολόγηση των γεγονότων του τέλους των Παυλικιανών, Ορισμένοι τοποθετούν τη μάχη και την κατάκτηση της Τεφρικής την ίδια χρονιά, δηλαδή το 878 (Nina G. Garsoïan, «The Paulician Heresy: A Study of the Origin and Development of Paulicianism in Armenia and the Eastern Provinces of the Byzantine Empire», Mouton, Χάγη, 1967, σελ. 128). Η κρατούσα γνώμη, όμως, είναι αυτή του Πωλ Λεμέρλ: η Μάχη του Βαθυρύακος δόθηκε το 872, αλλά η οχυρή πρωτεύουσα των Παυλικιανών καταλήφθηκε μερικά χρόνια αργότερα. Συγκεκριμένα, η Τεφρική παραδόθηκε στους Βυζαντινούς το 878, επειδή εκτός των άλλων τα τείχη κι οι οχυρώσεις της είχαν υποστεί εκτεταμένες ζημιές από σεισμό (Λεμέρλ όπ. π., σελ. 104-108).
γ.   Επίλογος: η επιβίωση του παυλικιανισμού μετά την πτώση της Τεφρικής. Μετά την κατάληψη της Τεφρικής, οι Βυζαντινοί ενήργησαν με εξαιρετικά οξύ πολιτικό ρεαλισμό. Δεν προέβησαν σε διωγμούς, αλλά αντίθεται στρατολόγησαν πολλούς από τους μέχρι πρότινος αντιπάλους τους στις αυτοκρατορικές δυνάμεις. Η αυτοκρατορία, άλλωστε, είχε πολλά μέτωπα ανοιχτά για να μην ενδιαφερθεί για αυτούς τους αποδεδειγμένα επίλεκτους πολεμιστές. Συναντούμε έτσι στρατιωτικά σώματα Παυλικιανών να μάχονται για λογαριασμό του Βυζαντίου σε διάφορες εκστρατείες: το 885 στην Απουλία υπό τον Νικηφόρο Φωκά τον πρεσβύτερο, το 1038-1041 υπό τον Γεώργιο Μανιάκη στη Σικελία κατά των Αράβων και μετέπειτα στην ηπειρωτική νότια Ιταλία κατά των Νορμανδών. Το 1081 ο Αλέξιος Κομνηνός στρατολογεί περίπου 3.000 Παυλικιανούς για να αποκρούσουν τη νορμανδική επίθεση στο Δυρράχιο.
Παράλληλα, κοινότητες Παυλικιανών μεταφέρονται κατόπιν αυτοκρατορικών διαταγών σε διάφορες περιοχές του Βυζαντίου, για λόγους τόσο δημογραφικούς όσο και πολιτικούς (ορισμένοι πιστεύουν ότι οι Παυλικιανοί θα είναι λιγότερο επικίνδυνοι μακριά από το φυσικό τους περιβάλλον): προς τα τέλη του 10ου αιώνα, μεγάλος αριθμός Παυλικιανών εγκαθίσταται στην Φιλιππούπολη. Βεβαίως, πολλοί εξακολούθησαν να δυσπιστούν για την αξιοπιστία των Παυλικιανών. Το σύνηθες μέσο ήταν η άσκηση πίεσης ώστε να ασπαστούν την ορθοδοξία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της τάσης αυτής είναι η προσπάθεια του Αλέξιου Α’ Κομνηνού να προσηλυτίσει τους Παυλικιανούς της Φιλιππούπολης (με σχετική μόνο επιτυχία).
Στην καθαυτό Αρμενία, οι Παυλικιανοί επιβίωσαν κατά τα φαινόμενα μέσω της σέκτας των Τονδρακιανών (Թոնդրակեաններ). Οι Τονδρακιανοί εμφανίστηκαν περί τα μέσα του 10ου αιώνα. Από θεολογικής άποψης, σχεδόν ταυτίζονταν με τους Παυλικιανούς: δεν λάτρευαν τον σταυρό, αρνούνταν το σύνολο των μυστηρίων, δεν αναγνώριζαν την ιεραρχία της Εκκλησίας της Αρμενίας. Η ιδιαιτερότητά τους έγκειται στο ότι συνδύαζαν τον δυϊσμό με κοινωνικά αιτήματα: υποστήριξαν τις εξεγέρσεις των Αρμένιων αγροτών και αρνούνταν την εξουσία τόσο της Εκκλησίας όσο και των αρχόντων-γαιοκτημόνων. Η δράση τους συνεχίστηκε μέχρι τα μέσα του 11ου αιώνα, όταν κι εξαφανίστηκαν υπό την πίεση εξωτερικών δυνάμεων (του Βυζαντίου που ανέκτησε πρόσκαιρα την Αρμενία και στη συνέχεια των Τούρκων).
Όσον αφορά τα εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, παρά τις αντιξοότητες, φαίνεται πως διάσπαρτες κοινότητες Παυλικιανών κατόρθωσαν να επιβιώσουν για πολλούς αιώνες μετά την πτώση της Τεφρικής. Οι Φράγκοι της Δ΄ Σταυροφορίας ισχυρίζονταν ότι όταν έφτασαν στη Φιλιππούπολη διαπίστωσαν ότι ολόκληρη συνοικία της πόλης κατοικούταν αποκλειστικά από Παυλικιανούς. Η τελευταία ιστορική μαρτυρία για την παρουσία των Παυλικιανών ανάγεται στα τέλη του 16ου αιώνα: ο Πέτρος Τσεντολίνι, απεσταλμένος του πάπα Γρηγόριου ΙΓ΄, αναφέρει ότι μεταξύ του Δούναβη και της Φιλιππούπολης υπήρχαν δεκαεπτά χωριά τα οποία τα κατοικούσαν Παυλικιανοί!
Ωστόσο, από τον 10ο αιώνα κι έπειτα οι αυτοκρατορικές κι εκκλησιαστικές αρχές δεν εστιάζουν πια την προσοχή τους στου Παυλικιανούς. Τη θέση τους είχε πάρει μια άλλη «αίρεση» που ακολουθούσε το δόγμα του δυϊσμού σε πιο ακραία, ίσως, μορφή. Η κοιτίδα της βρισκόταν στα Βαλκάνια, εκεί που είχαν εγκατασταθεί τόσοι Παυλικιανοί. Ήταν άραγε ο καταλύτης για τη μετάλλαξη αυτή ή απλώς συνέβαλαν στη διάδοσή της; Η απάντηση στο επόμενο μέρος…

Από το Μοντέρνο στο Μεταμοντερνο -Στη τέχνη και στη Κοινωνία. Πέτρος Θεοδωρίδης

  Πέτρος Θεοδωρίδης (τμήμα κινηματογράφου Α.Π.Θ ) Από το Μοντέρνο στο Μεταμοντερνο Στη τέχνη και στη Κοινωνία   Α. :Μοντερνισμός   ...