Αναγνώστες

Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014

όνειρο μικρής χώρας/MHNYMAL


όνειρο μικρής χώρας



Κάθε πρωί ξυπνούσε, σηκωνόταν, νιβόταν, έψηνε καφέ, έτρωγε κάτι κι έβγαινε στο περιβόλι έξω απ' το σπίτι. Όταν σουρούπωνε γυρνούσε κι έπιανε το βιβλίο. Το άνοιγε στην ίδια σελίδα, στην 106. Διάβαζε:


Η μικρή χώρα έχει λίγους κατοίκους. Δεν χρειάζονται εργαλεία και όπλα. Δεν ταξιδεύουν μακριά. Ζουν και πεθαίνουν στα όριά της. Ίσως υπάρχουν καράβια και άμαξες, θώρακες κι άρματα, όμως εκεί δεν τα έχουν ανάγκη. Οι κάτοικοι ξέρουν να δένουν κόμπους τα σχοινιά, έχουν αγνή τροφή, ρούχα απλά και όμορφα, σπίτια ειρηνικά, ευτυχισμένες σχέσεις. Είναι τόσο κοντά οι χώρες οι γειτονικές, ακούγονται οι σκύλοι και τα πετεινά. Όμως δε νοιάζεται κανείς. Οι άνθρωποι εδώ ζουν και πεθαίνουν ήσυχα, δίχως να έχουνε δοσοληψίες...

Έπεφτε στο κρεβάτι, κοιμόταν, ξυπνούσε και ζούσε πια στη χώρα τη μικρή, του Λάο - Τσε. Στο περιβόλι δεν ήταν μόνος, βοηθούσε ο ένας τον άλλο, είχαν κοινά εργαλεία, όσα μάζευε του περιβολιού τα μοίραζε τα πιο πολλά γιατί του περισσεύανε αφού όλοι μοίραζαν ό,τι βγάζανε κι έτσι δεν του έλειπε τίποτα, είχε κρασί κι ας μην είχε αμπέλι, είχε και μπόλικα κούτσουρα για το χειμώνα. Τα βράδια πλάγιαζε νωρίς, ξυπνούσε κι ήταν πάλι αλλιώς. Όσο κι αν ήθελε ν' απαλλαγεί, ο τεχνικός πολιτισμός είχε οριστικά νικήσει. Εκτός αν κοιμόταν, αν ήταν όνειρο κι ήταν αλήθεια αυτό που νόμιζε ότι ονειρευόταν. Το έζησε άραγε ποτέ κανείς αυτό; αναρρωτιόταν. Μα, μήπως αυτό είναι το λάθος; Να έχεις την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να το ζήσεις; Μπορεί να είναι μετέωρη η ουτοπία; Να είναι η ελευθερία χαρισμένη, όπως στον κήπο των πρωτόπλαστων; Ελευθερία, σκεφτόταν, είναι να επιλέγεις απ' όσα μπορείς να επιλέξεις. Ή να μπορείς να μην επιλέγεις. Ελευθερία είναι να διαλέγεις τον δρόμο. Μα και να τον διαλέγουν κι άλλοι. Να αρνιέσαι και να γελάς. Να παίζεις τις χορδές και να μην σκέφτεσαι. 


Ξυπνώντας διαρκώς μέσα σε όνειρο, ήταν αδύνατο να καταλάβει αν κοιμόταν ή αν ήταν ξύπνιος, αφού κάθε φορά ξυπνούσε και το πριν ήταν όνειρο, αλλά, τι στο διάβολο, αν αυτό δεν τελειώσει ποτέ, θα ζει για πάντα στην αβεβαιότητα, σκεφτόταν χωρίς να ξέρει αν σκεφτόταν στον ύπνο ή στον ξύπνο, ώσπου άρχισε να πιστεύει πως ή είχε πεθάνει ή είχε τρελαθεί, ένα από τα δύο, πάντως ούτε κοιμόταν ούτε δεν κοιμόταν, αφού κάθε φορά ξυπνούσε μέσα σε όνειρο, όπως καταλάβαινε την επόμενη φορά που ξυπνούσε. Απλώς δεν ήξερε ποτέ αν το όνειρο συνεχιζόταν ή είχε τελειώσει, γι' αυτό και αντικατέστησε τελικά τις δύο εκδοχές με τις άλλες δύο, της τρέλας και του θανάτου. Τρελός ήταν, αναμφίβολα, πεθαμένος όμως δεν ήξερε αν ήταν, αφού δεν ήξερε πώς ήταν να είσαι πεθαμένος. Εκτός αν ήξερε πια. 


1 σχόλιο:

Μεταφέρω από το άρθρο του Πέτρου Θεοδωρίδη Από την Ουτοπία στη Μετανεωτερική Νοσταλγία:
Η μάταιη επιθυμία της εναρμόνισης του κόσμου και η Νοσταλγία μιας υποτιθεμένης παραδείσιας κατάστασης πλήρους ενότητας είναι και μια από τις αίτιες για τα περισσότερα δεινά του σύγχρονου κόσμου.

Νεωτερικότητα και χρόνος

Η νεωτερική κοινωνία ήταν (και είναι ακόμα σε μεγάλο βαθμό) μια ‘’έντυπη’’ κοινωνία, μια κοινωνία όπου εμφανίζεται και κυριαρχεί η τυπογραφία, η εφημερίδα’’ (αυτή η «νεώτερη καθημερινή προσευχή» με τα
tvxs.gr

Για την απώθηση του θανάτου στην εποχή μας του Πετρου Θεοδωρίδη / απο το TVXS




10:07 | 13 Σεπ. 2014
Πέτρος Θεοδωρίδης

Για την απώθηση του θανάτου στην εποχή μας[1]
του Πέτρου Θεοδωρίδη
Σήμερα ζούμε τη απαξίωση του θανάτου. Η μεγαλοπρεπής τελετουργική δημόσια αναπαράσταση του θανάτου  (μέσα από την Δημόσια  εκτέλεση της θανατικής ποινής)-έγραφε ο Michel Foucault- σταδιακά απαλείφθηκε από τα τέλη του 18ου αιώνα και ως τις μέρες μας.Σήμερα ο θάνατος έχει πάψει να αποτελεί μια περίλαμπρη ιεροτελεστία στην οποία συμμετείχαν οι άνθρωποι, η οικογένεια, η κοινωνία ολόκληρη σχεδόν. Έχει γίνει αντιθέτως κάτι το απόκρυφο το πιο ιδιωτικό και το επαίσχυντο (θα λέγαμε μάλιστα ότι το ταμπού σήμερα είναι ο θάνατος και όχι η γενετήσια πράξη).Το γεγονός αυτό οφείλεται -κατά Foucault- σε μια μεταβολή των τεχνολογιών εξουσίας. Παλιά (και ως τα τέλη του 18ου αιώνα) ο θάνατος αποτελούσε την μετάβαση από την μια εξουσία στην άλλη, όπου η μία ήταν η εξουσία του ηγεμόνα επί της γης και η άλλη του ηγεμόνα εν τοις ουρανοίς , εξ ου και η αίγλη του και η επιβεβλημένη και μεγαλοπρεπής τελετουργική αναπαράστασή του.Οι άνθρωποι περνούσαν από την δικαιοδοσία του ενός κριτή στη δικαιοδοσία του άλλου, από το αστικό ή δημόσιο δίκαιο, της ζωής και του θανάτου, στο δίκαιο της αιώνιας ζωής ή της αιώνιας καταδίκης στην κόλαση. Ο θάνατος αποτελούσε επίσης τη μεταβίβαση της εξουσίας του θνήσκοντας, η οποία μεταβιβαζόταν στους επιζώντες:τα τελευταία λόγια, οι τελευταίες συστάσεις, οι τελευταίες επιθυμίες, οι διαθήκες.
 Τώρα όμως, ο θάνατος, ως πέρας του βίου γίνεται ξαφνικά το πέρας, το όριο, το τέλος της εξουσίας. Σε σχέση με την εξουσία είναι ένα στοιχείο εξωτερικό: βρίσκεται εκτός του πεδίου της και η εξουσία μπορεί να τον ελέγξει μόνο γενικά, σφαιρικά, στατιστικά. Η εξουσία δεν έχει επιρροή στο θάνατο αλλά στη θνησιμότητα. Επομένως, ο θάνατος εμπίπτει πλέον, στη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής, της απολύτως προσωπικής ιδιωτικής ζωής. Σήμερα «ο θάνατος είναι η στιγμή όπου το άτομο ξεφεύγει από κάθε εξουσία, στρέφεται προς τον εαυτό του και αναδιπλώνεται, κατά κάποιο τρόπο στην πιο ιδιωτική πτυχή»[2].
Ο Enzo Traverso θυμίζει πως η εν ψυχρώ βιομηχανική εξόντωση των Εβραίων στους θαλάμους αερίων στηριζόταν περισσότερο στην έννοια του καθήκοντος που έχει ο εκτελεστής, ο οποίος κάνει τη δουλειά του αποτελεσματικά και απρόσωπα. Τις ρίζες αυτής της αποπροσωποποίησης του τρόμου ο  Traverso τις ανακαλύπτει στην γκιλοτίνα, τη συσκευή που -σύμφωνα με τον Λαμαρτίνο- “Καταργούσε τον πόνο και τον χρόνο στην αίσθηση του θανάτου". Η γκιλοτίνα εγκαινιάζει -σύμφωνα με τον Traverso - μια ιστορική καμπή: η βιομηχανική επανάσταση μπαίνει στον χώρο της θανατικής ποινής. Η μηχανοποιημένη, σειριοποιημένη εκτέλεση θα πάψει σύντομα να αποτελεί μια τελετουργία της οδύνης, για να γίνει τεχνολογική μέθοδος θανάτωσης σε αλυσίδα, απρόσωπη, αποτελεσματική, σιωπηλή και γρήγορη: το τελικό αποτέλεσμα θα είναι η απανθρωποποίηση του θανάτου. Η έναρξη της λειτουργίας της γκιλοτίνας σημάδεψε επίσης την ''χειραφέτηση'' του δημίου που πολύ γρήγορα  μετατρέπεται σε απλό υπάλληλο που «δεν θεωρεί τον εαυτό του ως κάτι διαφορετικό από έναν κλητήρα που εκτελεί μια δικαστική απόφαση».
Τέσσερις μορφές συντροφεύουν την ανάπτυξη αυτού του νέου μηχανισμού θανάτωσης που εγκαινιάζει η γκιλοτίνα: ο γιατρός που φροντίζει να εξαλείψει τον πόνο, ο μηχανικός που αγρυπνά για την τεχνική αποτελεσματικότητα, ο δικαστής που αποφαίνεται για το δικαίωμα στη ζωή των καταδικασμένων και τέλος ο δήμιος που στέργει να εγκαταλείψει τα βασιλικά του γνωρίσματα για να φορέσει τη στολή ενός κοινού ''επαγγελματία''. Οι τέσσερις αυτές μορφές πρόκειται να διανύσουν μαζί ένα μακρύ δρόμο και θα παίξουν αναντικατάστατο ρόλο, επί Γ' Ράιχ: «ευθανασία των διανοητικά ασθενών» και των «ζωών ανάξιων να βιωθούν» προετοιμάζοντας τις δομές της, αποφασίζοντάς την, εφαρμόζοντάς την. Πραγματική ανθρωπολογική καμπή, η γκιλοτίνα αποκαλύπτει θα μπορούσε να πει κανείς μαζί με τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, την άβυσσο μιας ψυχής χωρίς αύρα. Τέλος του θανάτου-θεάματος, της παράστασης που πραγματοποιείται από τον καλλιτέχνη-δήμιο. Οι θάλαμοι αερίων θα είναι η εφαρμογή αυτής της αρχής στην εποχή του βιομηχανικού καπιταλισμού. Η μεταμόρφωση του δήμιου σε επιτηρητή μιας φονικής μηχανής συνεπάγεται μια ανατροπή των ρόλων, την προτεραιότητα των μηχανών απέναντι στους ανθρώπους. Σύντομα πιο άγρια και ξέφρενη ανθρώπινη βία δεν θα είναι σε θέση να ανταγωνιστεί την τεχνολογία. Με την τεχνολογική απανθρωποποίηση του θανάτου τα πιο απάνθρωπα εγκλήματα θα γίνουν εγκλήματα ''χωρίς ανθρώπους''[3].
Σήμερα ο θάνατος έγινε αόρατος και διαλύθηκε από τον φόβο. «Μέσα σε ένα απωθητικό πολιτισμό, ο ίδιος ο θάνατος γίνεται ένα όργανο απώθησης»[4]. Η παλιά στάση, σύμφωνα με την οποία ο θάνατος είναι ταυτόχρονα οικείος, κοντινός κι όχι τόσο σημαντικός, έρχεται σε μεγάλη αντίθεση με τη δική μας. «Η ανθρωπότητα» -έλεγε ο Φερνάντο Πεσόα- «φοβάται το θάνατο μα χωρίς να τον γνωρίζει: ο μέσος άνθρωπος μάχεται γενναία για να εξασκηθεί και σπανιότατα αντικρίζει με φρίκη, είτε νέος είναι είτε γέρος, την άβυσσο του μη είναι, όπως ο ίδιος χαρακτηρίζει την άβυσσο αυτή»[5].
 Στις σύγχρονες κοινωνίες, ο ετοιμοθάνατος δεν νιώθει πια το θάνατο, δεν αποκρυπτογραφεί πλέον αυτός πρώτος τα σημάδια τα οποία του κρύβουν. Οι γιατροί και οι νοσοκόμες, οι μόνοι που ξέρουν, δεν τον ειδοποιούν, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις. «Ο ετοιμοθάνατος είναι πια αυτός που δεν πρέπει να γνωρίζει»[6].
Εμείς φοβόμαστε τόσο τον θάνατο, που δεν τολμάμε να αναφέρουμε τα όνομα του. «Ο θάνατος έχει -σήμερα- εγκαταλείψει το σπίτι για το νοσοκομείο: απουσιάζει από τον γνώριμο κόσμο της καθημερινής ζωής. Ο σημερινός άνθρωπος, επειδή δεν τον βλέπει αρκετά συχνά κι από αρκετά κοντά, τον έχει ξεχάσει. Ο θάνατος έχει γίνει άγριος: ταιριάζει περισσότερο στο νοσοκομείο, που είναι τόπος λογικής και τεχνικής, παρά το δωμάτιο του σπιτιού, που είναι ο τόπος των συνηθειών της καθημερινής ζωής»[7].
«Για μένα, -γράφει ο Φερναντο Πεσόα- όταν βλέπω ένα νεκρό, ο θάνατος είναι μια αναχώρηση. Το πτώμα μου δίνει την εντύπωση ενός παλιού κοστουμιού που πετάχτηκε. Κάποιος έφυγε χωρίς να χρειάζεται να πάρει μαζί του τη μοναδική του φορεσιά»[8].
 Όμως, σήμερα, πεθαίνουμε όπως ερωτευόμαστε: βουτηγμένοι στον κομφορμισμό και το φόβο. Ο θάνατος γίνεται αντικείμενο φόβου, ως διαρκής απειλή. Πώς αντιμετωπίζει το θάνατο ο σύγχρονος άνθρωπος; «Ζει, κυριολεκτικά -λέει πριν από ένα περίπου αιώνα ο Μαξ Σέλερ- «από μέρα σε μέρα», έως τη στιγμή που -παράδοξο- δεν του μένει πλέον άλλη μέρα να ζήσει "λογαριάζει" τα σχετικά με το θάνατο όπως κάνει με τον κίνδυνο πυρκαγιάς ή πλημμύρας, σάμπως ο θάνατος να μοιάζει με τον κίνδυνο της φωτιάς ή του νερού τον λογαριάζει σαν άξια ή απαξία ενός κεφαλαίου»[9]. Αλλά ακόμα και αν γνώριζε, ο σύγχρονος άνθρωπος, ότι θα πεθάνει, -προσθέτει ο Φιλίπ Αριές- ούτε ο ίδιος και μερικές φορές, ούτε οι γιατροί δεν ξέρουν πότε, ούτε σε πόσο καιρό. Η στιγμή μπορεί να έχει σχεδόν φτάσει -κώμα μετά από τροχαίο (mors improvisa)- ή να προβλέπεται σε μερικές μέρες ή σε πολλές εβδομάδες. Η στάση απέναντι στο θάνατο άλλαξε και από το γεγονός ότι η διάρκεια του θανάτου ποικίλει. Δεν είναι πια τόσο συγκεκριμένη όσο άλλοτε. Τότε μερικές ώρες μεσολαβούσαν από τις πρώτες προειδοποιήσεις μέχρι τους τελευταίους αποχαιρετισμούς[10]. Σήμερα ο θάνατος όταν εμφανίζεται «παίρνει το νόημα καταστροφής». Δεν "πεθαίνουμε" πια τον θάνατο τίμια και συνειδητά. Και «ουδείς πλέον αισθάνεται και γνωρίζει ότι οφείλει να πεθάνει τον θάνατο του»[11].
Όταν απωθούμε τον έρωτα, απωθούμε το θάνατο. Και μαζί του τη ζωή. Και τότε οδηγούμαστε, όχι στο πένθος αλλά στη μελαγχολία (ο Φρόυντ ισχυρίζεται ότι «ενώ στο πένθος ο κόσμος έχει γίνει φτωχός και άδειος, στην μελαγχολία αυτό συμβαίνει με το ίδιο το εγώ»[12]) -την ακηδία, τη πλήξη, δηλαδή μια ελαφριά πρόγευση του θανάτου, καθώς, με την πλήξη[13] «η βίωση του χρόνου αλλάζει, με το παρελθόν και το μέλλον να εξαφανίζονται και όλα να γίνονται ένα ανελέητο τώρα». Σα «να υποφέρεις χωρίς να υποφέρεις, να θέλεις χωρίς να επιθυμείς να σκέφτεσαι χωρίς λόγο»[14] και «μπορεί κανείς να υποθέσει ότι ο βίαιος πραγματικός θάνατος είναι προτιμότερος, ότι κάποιος μπορεί να προτιμήσει να τελειώσει ο κόσμος με μια έκρηξη παρά με ένα άθλιο μικρό λυγμό[15].

Στην εποχή μας  ο θάνατος εξακολουθεί να θάβεται  και να απωθείται , στους πολέμους που  -δήθεν- «δεν έγιναν ποτέ» (όπως ο Πόλεμος στο Ιράκ  -του  Cnn-  στις αρχές της δεκαετίας του ’90), και οι παίχτες  των realities  συνεχίζουν να υποκρίνονται μια κυνική αμεριμνησία  ενώ    γύρω τους ο Θάνατος θερίζει (όπως οι παίχτες του ισραηλινού reality εν μέσω της φρίκης του βομβαρδισμού της Γάζα). Όμως  οι δημόσιοι -στο YouTube- αποκεφαλισμοί, οι τελετουργικές σφαγές των λεγόμενων "τζιχαντιστών" δεν  δείχνουν και μια επιστροφή του απωθημένου, μια  επιστροφή του Θανάτου στην έρημο του Πραγματικού ;

Ο Πέτρος Θεοδωρίδης είναι συγγραφέας-δοκιμιογράφος.
Κατεβάστε ελεύθερα την τελευταία του συλλογή «Ακόμα και η Αριάδνη ήταν ψέμα» ή διαβάστε την online





[1] βλ. και το δοκίμιο Έρωτας θνητός απωθημένος θάνατος στο Πέτρου Θεοδωρίδη, Η Απατηλή υπόσχεση της αγάπης,, εκδ. Ένεκεν, 2012, σελ. 55 -71.
[2] Michel Foucault, Για την υπεράσπιση της κοινωνίας, μτφ Τιτίκα Δημητρούλια, πρόλ. Στέφανος Ροζάνης, εκδ. Ψυχογιός (Παραδόσεις 1976) (1997), Αθήνα 2002, σελ. 303, 304, 305.
[3] Enzo Traverso, Οι ρίζες της Ναζιστικής βίας, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, μτφ. Νίκος Κούρκουλος, Αθήνα 2013.
[4] H. Marcuse, μτφ Ιωάννης Αρζόγλου, εκδ. Κάλβος Αθήνα, (1955) 1977, σελ. 239.
[5] Φερνάντο Πεσόα, Το βιβλίο της Ανησυχίας,, πρόλ-μτφ. Άννυ Σπυράκου, τέταρτη έκδοση, εκδ. Αλεξάνδρεια 1997, σελ.  178.
[6] Φιλίπ Αριές, Δοκίμια για τον Θάνατο στη Δύση, μτφ. Καρίνα Λάμψα, εκδ. Γλάρος, Αθήνα (1975) 1988, σελ. 186.
[7] Φιλίπ Αριες, ό.π., σελ. 187.   
[8] Φερνάντο Πεσόα, ό.π., σελ. 179.
[9] Μαξ Σέλερ, Θάνατος και μετά Θάνατον Ζωή, μτφ. Κωστής Παπαγιώργης, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 2003, σελ. 63.
[10] Μαξ Σέλερ, ό.π. σελ 62.
[11] Φιλίπ Αριες, ό.π. σελ. 186.
[12] lars Svendsen, Η φιλοσοφία της βαρεμάρας, μτφ. Παναγιώτης Καλαμαράς, εκδ. Σαββάλας (1999) 2006, σελ. 62.
[13] lars Svendsen, ό.π., σελ. 56-57.
[14] Fernando Pessoa, Το βιβλίο της ανησυχίας, μτφ. Μαρία Παπαδήμα, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2005, § 263.
[15] Τ. S. Eliot,”The Hollow Men“ (1925).

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2014

Ένας δικός μας άνθρωπος: Ο Κρίστοφερ Λάς και η εντολή για πολιτική της λαϊκότητας του Άντριου Τζ. Μπάσεβιτς... ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΜΠΛΟΓΚ Μετά την κρίση

Ένας δικός μας άνθρωπος: Ο Κρίστοφερ Λάς και η εντολή για πολιτική της λαϊκότητας

Μια παρουσίαση της βιογραφίας του Κρίστοφερ Λάς: 
Eric Miller - Hope in a Scattering Time: A Life of Christopher Lasch (Grand Rapids: Eerdmans, 2010). 
στο περιοδικό World Affairs  (τεύχος Μαΐου - Ιουνίου 2010),
επίσημη έκδοση από το 1837 της American Peace Society


Ένας οξύς παρατηρητής που έβρισκε ανυπόφορο το status quo ήταν ο αείμνηστος Christopher Lasch (1932-1994): Ιστορικός, πολιτισμικός κριτικός, πρόσωπο που πορευόταν αντίθετα στο ρεύμα, ανθεκτικός οδοιπόρος. Παιδί του Middle Border [Μεσοδυτικού Συνόρου των ΗΠΑ με τον Καναδά], γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Νεμπράσκα, πριν οι γονείς του μετακομίσουν στο Σικάγο, ο Lasch, γράφει ο Eric Miller, "ήταν ένας γεωμέτρης που μετρούσε και εξερευνούσε τον άγριο και έρημο τόπο". Η ερημιά αυτή ήταν η σύγχρονη Αμερική. Αυτό που ο Lasch ανακάλυψε, είναι ότι υπάρχουν παθολογικές καταστάσεις που διαφημίζονται και προωθούνται από τις ελίτ ως «πρόοδος», για δικό τους όφελος, με ελάχιστη μέριμνα για το κοινό καλό.
Ο Miller, ο οποίος διδάσκει ιστορία στο Κολλέγιο της Γενεύης, έγραψε μια βιογραφία του Λάς με τον υποβλητικό τίτλο "Ελπίδα σε μιαν Εποχή Διασκορπισμού". Ωραίο, στοχαστικό και εμψυχωτικό βιβλίο, δεν θα μπορούσε να υπάρξει πιό επίκαιρη στιγμή για την κυκλοφορία του.   
Στην εποχή μας, η πολιτική της προόδου έχει περάσει πέρα από το σημείο εξάντλησης. Άν υπήρχαν κάποιες αμφιβολίες γι' αυτή τη διαπίστωση, η μεγάλη ασυμφωνία ανάμεσα στις προσδοκίες που δημιούργησε η εκλογή του Προέδρου Ομπάμα και την αποκαρδιωτική πραγματικότητα της εποχής Ομπάμα, τις έχει διαλύσει μια για πάντα. Μόνον απατεώνες και ηλίθιοι περιμένουν από την Ουάσιγκτον να βρει λύσεις στα προβλήματα που ταλανίζουν την αμερικανική κοινωνία σήμερα. Πράγματι, ο περαιτέρω σεβασμός στα κατεστημένα κέντρα εξουσίας, για θέματα εσωτερικά ή εξωτερικά, ασφαλώς θα διαιωνίσει ή και θα επιδεινώσει τα προβλήματα αυτά. 
Οι καιροί απαιτούν λοιπόν μια ερευνητική επανεκτίμηση της Αμερικανικής πραγματικότητας. Ούτε η αριστερά, ούτε η δεξιά - ειδικά στην αλλοιωμένη μορφή που βρίσκονται τα υπαρκτά κόμματα των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικανών - έχουν την ικανότητα να φέρουν σε πέρας μια τέτοια επανεκτίμηση. Για να επανεξετασθούν οι πρώτες αρχές, απαιτείται ένα σημείο με πλεονεκτική θέα, μια εντελώς διαφορετική σκοπιά, στηριγμένη σταθερά στην Αμερικανική εμπειρία, που θα προσφέρει κάτι διαφορετικό από απαγγελία διάφορων στερεότυπων και από πόζες μπροστά στις κάμερες.
Ο Lasch καταλαμβάνει ένα τέτοιο σημείο και μιλά απ' αυτή τη θέση. Με μια σειρά από βιβλία, μεταξύ των οποίων το Λιμάνι σ' έναν άκαρδο κόσμο - Η οικογένεια υπό πολιορκίαν (Haven in a Heartless World, 1977), Η κουλτούρα του ναρκισσισμού (The Culture of Narcissism, 1979) και Ο Αληθινός και Μοναδικός Παράδεισος (The True and Only Heaven, 1991), προσπάθησε, σύμφωνα με τα λόγια του Miller, "να επιχειρηματολογήσει και να πείσει τους Αμερικανούς για την αληθινή φύση της κατάστασής τους". Σαν προφήτης της Εβραϊκής Βίβλου, μεταφερμένος στην Αμερική ενώ βρισκόταν στο απόγειο της δύναμής του, ο  Lasch "κινήθηκε με πνεύμα αναμέτρησης, ξεκαθαρίσματος λογαριασμών, ασκώντας ελεύθερα κριτική προς όλους". Οι συμπατριώτες του μπορούσαν να επιλέξουν: Να ακούσουν ή να κωφεύσουν. Δεν ήταν δική του δουλειά ν' αποφασίσει. Δουλειά του ήταν απλά να λέει την αλήθεια και να την προσφέρει για την λάβουν υπόψη τους. Αυτό ήταν αποφασισμένος να κάνει, ακόμη και άν άλλοι έβρισκαν σκληρές ή ανεπιθύμητες τις ετυμηγορίες που εξέδιδε.
Ν' αρχίσουμε με το ίδιο το θέμα της προόδου. Συντηρητικοί και Φιλελεύθεροι ισχυρίζονται ότι διαφέρουν ως προς τον τρόπο που την ορίζουν και ως προς τον καλύτερο τρόπο να την επιτύχουν. Ωστόσο, τα δύο στρατόπεδα συμφωνούν σ' αυτό το κοινό σημείο αναφοράς: Η πρόοδος που προωθούν είναι ποσοτική. Γίνεται πραγματικότητα όταν συγκεντρώνονται όλο και περισσότερα: Επιλογή, αφθονία, πρόσβαση, αυτονομία και επιρροή.
Ορισμένη με αυτόν τον τρόπο, η πρόοδος εμπλουτίζει σταδιακά την Αμερικανική ζωή, καθιστώντας την πιο δημοκρατική και επιτρέποντας τους Αμερικανούς σε όλο και μεγαλύτερους αριθμούς να ασκήσουν την ελευθερία. Ο Lasch απέρριψε αυτή την πρόταση. Η πρόοδος, πίστευε, μετατρέπει την Αμερική σε μια πνευματική έρημο. «Το ερώτημα για σοβαρούς ιστορικούς», έγραψε το 1975, «δεν είναι κατά πόσον η πρόοδος απαιτεί ένα τίμημα, αλλά αν η ιστορία της σύγχρονης κοινωνίας μπορεί να θεωρηθεί πρόοδος κατά κύριο λόγο». Η δική του απάντηση στο ερώτημα αυτό ήταν ένα ηχηρό «Όχι».
Όπου οι άλλοι είδαν πρόοδο, ο Lasch είδε καταστροφή. Η δική του ερμηνεία για το παρελθόν του έθνους, σύμφωνα με τον Miller, "είχε ως επίκεντρο όχι τη μεγάλη, ηρωική κίνηση από το αυταρχικό έλεγχο προς την ελευθερία, όπως υποθέτουν οι περισσότεροι Αμερικανοί, αλλά μάλλον τη μετάβαση από μία μορφή άμετρου κοινωνικού ελέγχου σε μια άλλη".  Μια φαύλη συνεργασία μεταξύ αγοράς και κράτους μετέτρεπε τους πολίτες σε καταναλωτές, ενώ διείσδυε στις πιο ενδόμυχες σφαίρες της ανθρώπινης ύπαρξης. Ξεριζωμός και χρόνιο άγχος καθορίζουν όλο και πιό πολύ την καθημερινή Αμερικανική ζωή, και τα άτομα προσπαθούν να καλύψουν το κενό που προκύπτει, με ψυχαναγκαστικές προσπάθειες να ικανοποιήσουν ακατεύναστες ορέξεις. Η αγορά προσφέρει μια σειρά από λύσεις, συνήθως χημικές ή τεχνολογικές, για "παλιές δυσαρέσκειες", όπως η "μοναξιά, η ασθένεια, η κούραση, [και] η έλλειψη σεξουαλικής ικανοποίησης". Άλλοι ακολούθησαν μια διαφορετική διαδρομή διαφυγής, συνδέοντας ωστόσο τον εαυτό τους διακριτικά ή και ως αντιπρόσωποι, "με αυτούς που ακτινοβολούν διασημότητα, εξουσία και χάρισμα".  
Καθώς αναζητούσαν ανακούφιση, οι απλοί Αμερικανοί αντί γι αυτήν αγόρασαν εξάρτηση. Η «σύγχρονη εμμονή με την προσωπική απελευθέρωση» ήταν κατά την άποψη του Lasch, «από μόνη της ένα σύμπτωμα διάχυτης πνευματικής διαταραχής».  
Να πάμε λίγο πιό πέρα; Παρακολουθήστε κάποιο τηλεοπτικό πρόγραμμα απόψε, και μην φύγετε από το δωμάτιο όταν αρχίζουν οι διαφημίσεις. Σταθήτε για λίγο έξω από το τοπικό σας σουπερμάρκετ Wal-Mart ("Εξοικονομήστε χρήματα. Ζήστε καλύτερα"). Ξεφυλλίστε ένα από αυτά τα γυαλιστερά περιοδικά με λάιφ στάιλ και διασημότητες την επόμενη φορά που θα είστε σε αναμονή για να πάρετε το αεροπλάνο. Σκεφτείτε πώς οι έφηβοι χαϊδεύουν μανιωδώς τα κινητά τους τηλέφωνα και τα iPods σαν να κρατούν στα χέρια τους κάποια ιερά φυλαχτά. Αναρωτηθείτε γιατί έχουν απήχηση ταινίες όπως η πρόσφατη Up in the Αir με τον George Clooney - όπου ένας άνθρωπος ορίζει την ολοκλήρωσή του ως την εισαγωγή στη "Λέσχη των Δέκα εκατομμυρίων Μιλίων" της American Airlines.  
Αυτή η διαδικασία πολιτισμικού εξευτελισμού δεν ήταν προϊόν αυτόματης ανάφλεξης. Συνέβη επειδή εξυπηρετούσε τα συμφέροντα μεγάλων οργανισμών και των ατόμων που διευθύνουν τις τύχες τους. Γράφοντας το 1958, ενώ ακόμη ήταν μεταπτυχιακός φοιτητής, ο Lasch διέκρινε με ακρίβεια τις συνέπειες: «Οι μεγαλύτερες ανταμοιβές θα πάνε σ' εκείνους, των οποίων η δουλειά είναι να κάνουν  τους καταναλωτές να καταναλώνουν διαρκώς». Οι ανταμοιβές αυτές περιλάμβαναν χρήματα, status και δύναμη και με κανένα τρόπο δεν περιοριζόταν στον ιδιωτικό τομέα. Όταν τα μέλη του Κογκρέσου κατάλαβαν ότι η κατανομή της γενναιοδωρίας κατέχει το κλειδί για την αέναη κοινοβουλευτική θητεία, κάνοντας τους καταναλωτές να καταναλώνουν διαρκώς - μετρητά για απόσυρση παλιών αυτοκινήτων! - αυτό έγινε και κομβικό στοιχείο των ασχολιών τους. 
Καθώς συσσώρευαν αυτοκίνητα, gadgets και επώνυμα ρούχα, γέμιζαν τα ντουλάπια των  λουτρών τους με φίλτρα που υπόσχονταν να τους κάνουν να φαίνονται και να αισθάνονται καλά, και περιέφεραν τα παιδιά τους σε μακρινά θεματικά πάρκα, οι Αμερικανοί πείσθηκαν ότι η ίδια η ζωή γινόταν όλο και καλύτερη. Πράγματι, κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου (όπως και πάλι μετά την 11η Σεπτεμβρίου), οι κυβερνητικοί οργανισμοί προώθησαν την Αμερικανικού τύπου ελευθερία, ως το πρότυπο στο οποίο το υπόλοιπο του κόσμου έμελλε να συμμορφωθεί. Όπως ερμηνεύεται από την Ουάσιγκτον, αυτή ήταν η θέληση της Θείας Πρόνοιας.  
Ωστόσο, κατά τον Lasch, όλα αυτά ήταν ψεύτικα. Τους Αμερικανούς τους εξαπάτησαν. Ορίζοντας την πρόοδο ως απόκτηση περισσότερων υλικών πραγμάτων, σε συνδυασμό με την κατεδάφιση της αυτοσυγκράτησης και εγκράτειας, δεν επρόκειτο ν' αποκτήσουν μεγαλύτερη ελευθερία. Αντ 'αυτού, είχαν φορέσει έναν στενό κορσέ. «Κάτω από την εμφάνιση της συμβατικής ελευθερίας, της αυτονομίας και του rule of reason [νομικός όρος που αφορά θέματα οικονομικού περιεχομένου]», τόνισε επίμονα ο Lasch, «η κυριαρχία εξακολούθησε να αποτελεί τον κινητήρα της ιστορίας, η ταξική εξουσία την βάση του πλούτου και της οικονομικής ισχύος, και η δύναμη τη βάση της δικαιοσύνης»
Οι Αμερικανοί ως άτομα, έχαναν τον έλεγχο πάνω στις τύχες τους. Ο Lasch καταφέρθηκε εναντίον της "παθολογίας της κυριαρχίας, της αυξανόμενης επιρροής των οργανισμών (τόσο των οικονομικών όσο και των στρατιωτικών), που λειτουργούν χωρίς να λαμβάνουν υπόψη οποιουσδήποτε ορθολογικούς αντικειμενικούς στόχους, εκτός από την δική τους μεγιστοποίηση". Επέκρινε "την αδυναμία των ατόμων για την αντιμετώπιση αυτών των γιγαντιαίων συσσωματώσεων και την αλαζονεία εκείνων που δήθεν έχουν την ευθύνη να τις επιβλέπουν και να τις ελέγχουν". 
Η αναταραχή της δεκαετίας του 1960 έπεισε για λίγο καιρό τον Lasch ότι μια Νέα Αριστερά θα μπορούσε να αποτελέσει το αντίβαρο που χρειάζεται για την αντιστροφή αυτών των τάσεων. Ωστόσο, oι γελοιότητες της αντικουλτούρας διέλυσαν σύντομα αυτή την απατηλή προσδοκία του. «Ο ηδονισμός, η έκφραση του εαυτού, το να κάνεις το δικό σου, το να χορεύεις στους δρόμους, τα ναρκωτικά και το σεξ είναι μια συνταγή για πολιτική ανικανότητα και για ένα νέο δεσποτισμό», έγραψε με χαρακτηριστική σοβαρότητα. Η Νέα Αριστερά περιείχε μέσα της τις δικές της ελιτίστικες και αυταρχικές τάσεις. «Η κυριαρχία επί των τεχνολογικών μυστικών σε μια σύγχρονη κοινωνία», πίστευε ο Lasch, θα επέτρεπε στους λίγους που κατείχαν την επιδεξιότητα και τεχνογνωσία να «εξουσιάζουν έναν νωχελικό πληθυσμό, που έχει ανταλλάξει την αυτο-κυβέρνηση με την αυτο-έκφραση» - μια πρόβλεψη που τελικά εκπληρώθηκε (με έναν τρόπο) μέσα στην μονοτονία και αδιαφορία της κοινωνικής δικτύωσης και στην βιομηχανικά κατασκευασμένη διασημότητα. 
Έτσι, οι δυνάμεις της επανάστασης, τέτοιες που ήταν, αποδείχθηκε ότι ήταν απατηλές και δόλιες. Ο Lasch σύντομα απαρνήθηκε την περαιτέρω πολιτική δραστηριότητα και στη συνέχεια παρέμεινε στην άκρη, εξαπολύοντας τους κεραυνούς του, σύμφωνα με τα λόγια του Miller, "από μια θέση που βρίσκεται πολύ ψηλότερα, ή πολύ χαμηλότερα, τη συνήθη θέση όπου κουρνιάζουν οι ιδεολόγοι". Ο Lasch αψήφησε και αντιστάθηκε στην κατάταξή του σε κάποια κατηγορία. Κατά συνέπεια, παρόλο που τα βιβλία του και τα άλλα γραπτά τράβηξαν την προσοχή και προσέλκυσαν θαυμαστές, είχε λίγους πραγματικούς συμμάχους. Ο Lasch επέμενε να προβάλλει τη γνώμη του χωρίς να περιμένει τη συμφωνία των άλλων. Ήταν ένα μοναχικό κίνημα του ενός ατόμου.
Ο Μiller περιγράφει την αναζήτηση του Lasch ως έρευνα για να βρεθεί "ένας άλλος τρόπος για την επιτυχία της Αμερικής".  Με τις αποδείξεις πνευματικής αταξίας να συσσωρεύονται, η αναζήτηση αυτή είχε ως στόχο να διασώσει και να διατηρήσει, αλλά και να δημιουργήσει κάτι νέο. «Η ανάπτυξη της πολιτικής ελευθερίας», έγραψε ο Lasch το 1973, είχε προχωρήσει «χέρι-χέρι με την ανάπτυξη ενός συστήματος ιδιωτικής επιχειρηματικότητας που ρήμαξε τη γη, εξάλειψε το παρελθόν, κατέστρεψε παλαιότερες παραδόσεις της οικονομικής ζωής και όξυνε την ταξική σύγκρουση». Πώς να ανακοπεί αυτή η κακοήθης παλίρροια, αυτό αποτελεί το κεντρικό πρόβλημα της εποχής. Έτσι ο Lasch, σύμφωνα με τα λόγια του Μiller, άρχισε να αρθρώνει έναν εντελώς διαφορετικό όραμα της προόδου ή της ελευθερίας, "θεμελιωμένο όχι στην προσωπική απελευθέρωση, αλλά και στην αξιοπρέπεια της ιδιωτικής ζωής, στους δεσμούς συγγένειας, ηθικής τάξης και δημοκρατικού καθήκοντος του πολίτη". Ερεύνησε πως μπορεί να αποκατασταθεί η "χαρά στην εργασία, οι σταθεροί δεσμοί, η οικογενειακή ζωή, μια αίσθηση του τόπου, και μια αίσθηση της ιστορικής συνέχειας"
Φυσικά, στα πλαίσια της Αμερικανικής πολιτικής, λέξεις όπως συγγένεια, καθήκον, οικογένεια και τόπος φέρουν βαθιά συντηρητική χροιά. Πράγματι, κατά τη διάρκεια της πνευματικής διαδρομής του, ο Lasch μετακινήθηκε προς ένα πολιτισμικό συντηρητισμό, ο οποίος βασίστηκε σε παλαιότερες παραδόσεις, Τζεφερσονιανές, αγροτικές, και - πάνω από όλα - λαϊκές [λαϊκιστικές, αλλά με την αμερικανική σημασία της λέξης]. Συντηρητισμός μ' αυτή την έννοια, ήταν λιγότερο ιδεολογία και πιό πολύ ένας προσανατολισμός, που αναγνωρίζει, αξιολογεί, και προσπαθεί να υπερασπισθεί μια κληρονομιά που δέχεται επίθεση από τους υποστηρικτές της προόδου. Άν αυτή η κληρονομιά σπαταληθεί και ερημωθεί, ο Lasch πίστευε ότι αυτή η απώλεια ίσως αποδειχθεί ανεπανόρθωτη. 
(Μια σημείωση, για εκείνους, στους οποίους η λέξη «συντηρητικός» φέρνει στο νου εικόνες του Karl Rove ή του Newt Gingrich: Μη συγχέουμε το συντηρητισμό κατ' επίφαση του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, με τον αυθεντικό όρο. Ο Lasch εξέφρασε την απόλυτη περιφρόνησή του προς όσους προσαγορεύουν τους εαυτούς τους ως συντηρητικούς, ενώ προσφέρουν θυσίες λατρείας στον βωμό του καπιταλισμού, και μεταχειρίζονται ρητορικές αλληγορίες που ηχούν συντηρητικές για να νομιμοποιήσουν μια κοσμοθεωρία βαθιά ανταγωνιστική πρός τις συντηρητικές αξίες. Για να κατανοήσουμε αυτό το σημείο, αν μη τι άλλο, αναρωτηθείτε λόγου χάρη, τι κατάφερε να «διατηρήσει» κατά τη διάρκεια των οχτώ χρόνων στο Λευκό Οίκο ο George W. Bush, ένας προσχηματικός συντηρητικός).  
Για τον Lasch, μόνον ένας αυθεντικός συντηρητικός προσανατολισμός θα ήταν εντελώς συνεπής με τo ριζοσπαστικό αυτο-προσδιορισμό της ταυτότητάς του. Πράγματι, στα τέλη της Αμερικής του 20ού αιώνα, μόνον μια αντι-προοδευτική ευαισθησία θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση ενός σοβαρού  ριζοσπαστισμού.  
Πίστευε ότι εδώ υπάρχει η βάση για την κατασκευή μιας πραγματικής αντικουλτούρας. Αυτής που αντιτίθεται στην υπερβολική συγκέντρωση του πλούτου και της εξουσίας, που απορρίπτει την ιδέα ότι η απεριόριστη οικονομική ανάπτυξη αποτελεί το κλειδί για την ανθρώπινη ευτυχία. Που είναι υπέρμαχος της πολιτικής αποκέντρωσης, της αυτάρκειας, της εργασίας με νόημα, μάχεται για να κλείσει το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών, σέβεται έντιμα την κληρονομημένη σοφία, με σεμνότητα και μετριοφροσύνη αρκετή ώστε να μη διεκδικεί να ερμηνεύει το θέλημα του Θεού ή το σκοπό της Ιστορίας. 
Αυτός ο ριζοσπαστισμός τύπου Tory, όπως ο Μίλερ τον αποκαλεί, έφερε τον Lasch σε αντίθεση με άλλους επίδοξους ριζοσπάστες της εποχής του. Πουθενά δεν ήταν αυτό πιο εμφανές, από ό,τι σε θέματα σχετικά με το φύλο. Στα μάτια του Lasch, το κορυφαίο επίτευγμα του σύγχρονου φεμινισμού, με την έμφαση στην αυτο-πραγμάτωση και ενδυνάμωση, ήταν να παραδώσει τις γυναίκες στο στομάχι της αγοράς. Κατά κύριο λόγο, το κίνημα των γυναικών υπηρέτησε ως συμπλήρωμα στην «κυρίαρχη κουλτούρα του άπληστου ατομικισμού», αντί να προσφέρει μια ουσιαστική εναλλακτική λύση. Ως αποτέλεσμα, μόνον ένα μικρό ποσοστό των γυναικών ωφελήθηκε. Η συντριπτική πλειοψηφία τους όχι.  
Αν και ο Lasch αφιέρωσε το σημαντικότερο μέρος της προσοχής του σε εσωτερικά θέματα των ΗΠΑ, η κριτική του έχει σημαντικές συνέπειες για την εξωτερική πολιτική. Η προοδευτική ώθηση για να κατασκευασθεί μια κοσμική παραδείσια ουτοπία μέσα στη χώρα, βρίσκει το αντίστοιχό της σε όνειρα να κάνει το ίδιο και στον μεγάλο, ευρύ κόσμο του εξωτερικού: Αυτό έχει γίνει ένα διαρκές θέμα της Αμερικανικής τέχνης του πολιτεύεσθαι. Μην το παρερμηνεύετε αυτό, ως σπουδή να προστρέχουν οι Αμερικανοί σε βοήθεια των άλλων - των Κουβανών το 1898 [το 1895 η Κουβανική επανάσταση του José Martí εναντίον των Ισπανών αποίκων κατέληξε στον πόλεμο Ισπανίας - ΗΠΑ και μετά την ήττα της, η Ισπανία υποχρεώθηκε να πουλήσει στις ΗΠΑ το Πουέρτο Ρίκο, τις Φιλιππίνες και το νησί του Ειρηνικού Γκουάμ, ενώ η Κούβα έγινε τυπικά ανεξάρτητο κράτος], των Αφγανών το 2010 - εξαιτίας αλτρουισμού, πάντως. Η ώθηση να κάνουμε το καλό παραμένει συνδεδεμένη άρρηκτα με την αποφασιστικότητα να το κάνουμε καλά. Είτε αναγνωρίζεται είτε όχι, η άσκηση αυτή έχει ως στόχο να διατηρήσει τον υφιστάμενο Αμερικανικό τρόπο ζωής, ή, όπως ο Lasch το έθεσε, «να διατηρήσει το άκρως σπάταλο, προκλητικό  βιοτικό μας επίπεδο, όπως έχει διατηρηθεί κατά το παρελθόν, σε βάρος του υπόλοιπου  κόσμου». 
Ο Lasch δήλωσε ότι ο προοδευτισμός, ειδικά στην νοσογόνο εκδοχή του [28ου προέδρου των ΗΠΑ] Woodrow Wilson, είναι «μια μεσσιανική πίστη». Στη διεθνή πολιτική, οι μεσσιανικές τάσεις τροφοδοτούν αυταπάτες παντογνωσίας και παντοδυναμίας. Επίσης, τείνουν αναπόφευκτα προς μεγάλες σταυροφορίες, δεδομένου ότι αυτοί που στέκονται ως εμπόδια στο δρόμο της δικαιοσύνης, υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύουν απαραίτητα τις δυνάμεις του σκότους και τοποθετούν τον εαυτό τους πέρα ​​από τα όρια. 
Ο συνδυασμός της πεποίθησης και της δύναμης συνεπάγεται πομπώδη μεγαλοπρέπεια ενισχυμένη από μεγάλη αυτοπεποίθηση, εμφανείς στον «πόλεμο που θα τελειώσει όλους τους πολέμους» του Woodrow Wilson και στη νεότερη επιμονή του Bush ότι είχε έρθει η ώρα για τους απανταχού μουσουλμάνους να αγκαλιάσουν την δημοκρατία αμερικανικού τύπου και τον Αμερικανικό ορισμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Για όσους συμμερίζονται μια μεσσιανική κλίση, αδράνεια σημαίνει συνενοχή με το κακό. Με δεδομένη μια τέτοια νοοτροπία, το να ξανασκέφτεσαι με σύνεση δεν είναι αναγκαίο: Αυτό που θα έπρεπε να γίνει, πρέπει να γίνει. 
«Η δίψα για δράση, ο πόθος για ανάμειξη, η λαχτάρα να αφιερωθούν στην πορεία των γεγονότων προς τα εμπρός, αυτά τα πράγματα υπαγόρευσαν πόλεμο». Ο Lasch αναφέρεται εδώ στους προοδευτικούς που έδωσαν την υποστήριξή τους και ακολούθησαν την εκστρατεία του Wilson να κάνει τον κόσμο ασφαλή για τη δημοκρατία. Ωστόσο, το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί για τους νεοσυντηρητικούς [neocons της εποχής Μπούς], τους συντηρητικoύς "μαϊμού" και τους μαχητικούς φιλελεύθερους, που σχημάτισαν την χωρωδία και επευφημούσαν τον παράλογo «παγκόσμιο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» του Μπους. Το πιο σημαντικό πράγμα ήταν να μη μείνουν απέξω ή να μη μείνουν πίσω. «Συνεπώς, πήγαν στον πόλεμο και εφηύραν τους λόγους γι' αυτόν αργότερα». Γραμμένη σε σχέση με την πολεμική ανάμειξη των ΗΠΑ το 1917 στην Ευρώπη, η κρίση του Lasch ισχύει εξίσου καλά για την περίοδο μετά την 11η Σεπτεμβρίου. 
Η προοδευτική νοοτροπία που διεισδύει και στα δύο μεγάλα Αμερικανικά πολιτικά κόμματα, αρνείται ν' αναγνωρίσει την ύπαρξη ορίων. Η αναγνώριση και εκτίμηση των ορίων - όχι μόνο της εξουσίας, αλλά και της κατανόησης των πραγμάτων - εμποτίζει και καθιστά διακριτή την αυθεντική συντηρητική ευαισθησία. 
Γράφοντας το 1983, ο Lasch εντόπισε «την πραγματική υπόσχεση της αμερικανικής ζωής» στην «ελπίδα ότι μια αυτοδιοικούμενη δημοκρατία μπορεί να χρησιμεύσει ως πηγή ηθικής και πολιτικής έμπνευσης για τον υπόλοιπο κόσμο, όχι ως το κέντρο μιας νέας παγκόσμιας αυτοκρατορίας». Η παρατήρηση δείχνει ότι αντί να οικοδομήσουν μια αυτοκρατορία - ή να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις που είναι συναφείς με την παγκόσμια ηγεσία, όπως ορισμένοι θα την ήθελαν - οι Ηνωμένες Πολιτείες θα χρησιμεύσουν ως ηθικό και πολιτικό υπόδειγμα μόνον άν διατηρήσουν την πίστη στις προσδοκίες που εκφράσθηκαν στα ντοκουμέντα της ίδρυσης του Αμερικανικού έθνους και κράτους. Σ' αυτό το θέμα, έχουμε πολύ δρόμο να διανύσουμε.
Τουλάχιστον ίσης σημασίας: Ενώ οι υποστηρικτές της προόδου πιστεύουν ότι το κλειδί της επιτυχίας είναι να ανατεθεί εξουσία σ' ένα σώμα εμπειρογνωμόνων - μια ελίτ της εξουσίας, για να χρησιμοποιήσουμε την κλασική διατύπωση που επινοήθηκε από τον C. Wright Mills - κάθε σοβαρός συντηρητικός, με το δίκιο του, το βλέπει αυτό κυρίως ως ανοησία. Οι στρατηγοί τεσσάρων αστέρων, οι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι της κυβέρνησης, οι δημοσιογράφοι με πρόσβαση σε εμπιστευτικές πληροφορίες, τα στελέχη επιχειρήσεων και οι χρηματοπιστωτικοί παράγοντες της Wall Street, διαθέτουν πράγματι μιαν αποδεδειγμένα ανώτερη κατανόηση του τρόπου που λειτουργεί ο κόσμος; Είναι κάποιοι ή κάποιες απο αυτούς πιο έξυπνοι, πιο εξελιγμένοι, ή με καλύτερες προθέσεις, σε σύγκριση με την θεία σας την Μπέττυ Λού ή τον θείο σας τον Φρέντ; Ερευνήστε για τις διάφορες και ποικίλες πανωλεθρίες της τελευταίας δεκαετίας μόνον - οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, η εισβολή στο Ιράκ, η κατάρρευση της εταιρείας Enron, ο τυφώνας Κατρίνα, το σκάνδαλο Madoff, η χρεωκοπία της Lehman Brothers (και ο κατάλογος συνεχίζεται), και η ερώτηση απαντά μόνη της στον εαυτό της. 
«Η Αμερική που απωθεί και αρνείται την πραγματικότητα», γράφει ο Eric Miller, ήταν η «πολύχρονη αφήγηση του Lasch». Στις δικές μας ημέρες - ακόμη είμαστε σε εποχή πολύ μεγάλου διασκορπισμού - η απώθηση επιμένει, πάρα πολλή, ενισχυμένη από μια κυβερνώσα τάξη που ρίχνει χρήματα πάνω στα προβλήματα με την ελπίδα να τα αποκρύψει και από έναν μηχανισμό εθνικής ασφαλείας που προωθεί μια ατμόσφαιρα διαρκούς κρίσης προκειμένου να δικαιολογήσει την ύπαρξή του. Η Ουάσιγκτον επιχειρεί με το ένα χέρι για να εξαγοράζει τους ανθρώπους και με το άλλο να τους φοβίζει, προκειμένου να αποσπά τη συναίνεση. 
Το 1962 ο νεαρός Lasch παρατήρησε ότι «η πρόοδος δεν αρκεί». Μερικές φορές η πρόοδος δεν είναι καθόλου πρόοδος, και ιδιαίτερα στις πολιτισμικές και πνευματικές σφαίρες. Αντ' αυτής, υπάρχει πισωγύρισμα. 
H παρατήρηση αυτή υπονοεί το εξής: Το να υπολογίζουμε ότι μεγάλοι, απομακρυσμένοι, απρόσωποι και ως επί το πλείστον απρόσιτοι οργανισμοί θα κάνουν καλό στην υπόσχεση της Αμερικής, είναι λανθασμένo. Αυτή είναι η ιδέα, στην οποία οι [Αμερικανικής εκδοχής δημοκρατικοί] λαϊκιστές, από την εποχή του William Jennings Bryan μέχρι την τωρινή, επιστρέφουν ξανά και ξανά. Η αποδείξιμη αλήθεια αυτής της ιδέας, εξηγεί γιατί η πολιτική της λαϊκότητας δεν θα χαθεί σύντομα. Εξηγεί επίσης, γιατί ο Christopher Lasch, ο μεγάλος εκφραστής της δημοκρατικής λαϊκότητας, αξίζει τον σεβασμό και την προσοχή μας σήμερα. 
 
O Andrew J. Bacevich είναι καθηγητής της ιστορίας και διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης. Το 2008 υποστήριξε την εκλογή του προέδρου Ομπάμα ως "την καλύτερη, ακόμη και για τους συντηρητικούς πολίτες στις ΗΠΑ". Αλλά τον Οκτώβριο του 2009 επέκρινε την απόφαση του Ομπάμα να στείλει περισσότερους στρατιώτες στο Αφγανιστάν ως "μοιραία όπως η εμπλοκή στο Βιετνάμ για τον Τζόνσον και στην Κορέα για τον Τρούμαν".
Ανάμεσα στα βιβλία του περιλαμβάνονται: "Washington Rules: America's Path to Permanent War" (Στο Μονοπάτι της Αμερικής για Διαρκή Πόλεμο, 2010) και "Breach of Trust: How Americans Failed Their Soldiers and Their Country" (Πώς οι Αμερικανοί έχασαν τους στρατιώτες τους και τη χώρα τους, 2012).

Ten years after the invasion, did we win the Iraq war? - του Andrew J. Bacevich, στην εφημερίδα Washington Post , 8 Μαρτίου 2013.


* Σημείωση: Απέφυγα να μεταφράσω τον όρο populist / populism με το συνηθισμένο λαϊκιστής / λαϊκισμός, και προτίμησα τον πολιτικό / πολιτική της λαϊκότητας. Στην πολιτική συζήτηση των ΗΠΑ, ο όρος λαϊκισμός συνήθως δεν χρησιμοποιείται με την αρνητική χροιά που έχει στην Ευρώπη, όταν αποδίδεται σε ρεύματα πολιτικά της δεξιάς συνήθως, και σπανιότερα σε ρευματα "αριστερής - αντισυστημικής" διαμαρτυρίας. Στις ΗΠΑ, λαϊκισμός συχνά σημαίνει το αντίθετο στην ολιγαρχία ρεύμα σκέψης και πολιτικής, την πολιτική που αντιτίθεται στην παντοδυναμία των ελίτ της οικονομίας και της εξουσίας. Ασκεί κριτική στην επιρροή του εταιρικού κόσμου και των μεγάλων κεντρικών οργανισμών της ιδιωτικής οικονομίας ή του κράτους (π.χ. στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα), πάντοτε από τη σκοπιά του "μικρού και αδύνατου" πολίτη. Αντιμάχεται επίσης την πελατειακή πολιτική που ασκούν τα δύο μεγάλα κόμματα των ΗΠΑ (ακόμη και η πιό "φιλελεύθερη - αριστερή" πτέρυγα του Δημοκρατικού κόμματος), προκειμένου να προελκύσουν επι μέρους κοινωνικές ομάδες, οικονομικές, πολιτισμικές κτλ. Σ' αυτή την εκδοχή, είναι ένα ρεύμα δημοκρατικό, ειλικρινά αντιολιγαρχικό και εξισωτικό. 
Ο συντηρητισμός του είναι συντηρητισμός ως προς τις αξίες, όχι πολιτικός συντηρητισμός. Μ' αυτή την έννοια είναι μάλλον συγγενικός με πολιτικά ρεύματα όπως οι Πράσινοι της Κεντρικής Ευρώπης, και δεν έχει καμμιά σχέση με τους δεξιούς λαϊκιστές - Ευρωσκεπτικιστές στην Ευρωπαική ήπειρο και στην Βρετανία, ούτε με τον Λατινοαμερικανικό λαϊκισμό Περονικής ή "αριστερής" (τύπου Τσάβες) απόχρωσης. Ιδιαίτερα, στέκεται στον αντίποδα των σκληρών ταξικών και ολιγαρχικών Αμερικανικών πολιτικών ρευμάτων τύπου Tea Party, που μεταμφιέζονται σε υποστηρικτή του απλού πολίτη ενώ υπερασπίζονται τα συμφέροντα μιας υπερπλούσιας ολιγαρχίας. 

The Gift of Christopher Lasch, του James Seaton (First Things) 
  
Βιβλία του Κρίστοφερ Λάς σε Ελληνική μετάφραση
 

Από το Μοντέρνο στο Μεταμοντερνο -Στη τέχνη και στη Κοινωνία. Πέτρος Θεοδωρίδης

  Πέτρος Θεοδωρίδης (τμήμα κινηματογράφου Α.Π.Θ ) Από το Μοντέρνο στο Μεταμοντερνο Στη τέχνη και στη Κοινωνία   Α. :Μοντερνισμός   ...