Αναγνώστες

Σάββατο 29 Ιουλίου 2017

Γιάννη Σταυρακάκη, Η λακανική αριστερά, εκδόσεις Σαβάλλα σε μετάφραση Αλέξανδρου Κιουπκιολή ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ στο περιοδικο ΕΝΕΚΕΝ .

Πέτρος Θεοδωρίδης ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ στο περιοδικο ΕΝΕΚΕΝ .: Γιάννη Σταυρακάκη, Η λακανική αριστερά, εκδόσεις Σαβάλλα σε μετάφραση Αλέξανδρου Κιουπκιολή (1η έκδοση: The Lacanian Left: Psychoanalysis, Theory, Politics, Εδιμβούργο/Albany: Edinburgh University Press/State University of New York Press, 2007).
Η Λακανική αριστερά - Ψυχανάλυση, θεωρία, πολιτική
Το βιβλίο αποτελεί μια σειρά κριτικών αναγνώσεων της πολιτικής θεωρίας και φιλοσοφίας που δίνει την ευκαιρία να εισαχθεί ο αναγνώστης σε μερικές από τις πλέον κεντρικές διαστάσεις της λακανικής θεωρίας . Είναι επίσης, μια συλλογή κειμένων που ενδιατρίβει – στο πρώτο μέρος της – σε επιμέρους σημεία του έργου του Καστοριάδη (τις αμφισημίες της ριζικής δημιουργικότητας και φαντασίας), του Λακλάου (τα συναισθηματικά όρια του λόγου), του Ζίζεκ (το νόημα της πράξης στην ψυχανάλυση και την πολιτική) και του Μπαντιού (τις ηθικές και πολιτικές συνέπειες του συμβάντος). Η κεντρική υπόθεση του Σταυρακακη είναι ότι η λακανική θεωρία, παρέχει μια σειρά πολύτιμων εργαλείων για την ανάλυση της κοινωνικής - πολιτικής πραγματικότητας’ προτείνει επίσης έναν νέο τρόπο θεωρητικής κατανόησης της στιγμής του πολιτικού: ως επαφή με το λακανικό πραγματικό, ως απόλαυση: Ο Σταυρακάκης εξετάζει το πώς εννοιολογούνται το συναίσθημα [[affect]] και η απόλαυση στο φροϊδικό και το λακανικό corpus, καθώς επίσης και τους τρόπους με τους οποίους μπορούν να χρησιμοποιηθούν αυτές οι εννοιολογήσεις σε συγκεκριμένες πολιτικές αναλύσεις, αναπτύσσοντας έτσι, μια τυπολογία της jouissance,
Το εναρκτήριο κεφάλαιο στο πρώτο μέρος του βιβλίου ξεκινά ένα διάλογο ανάμεσα στη λακανική (πολιτική) θεωρία και την κοινωνική και πολιτική θεωρία που ανέπτυξε ο Κορνήλιος Καστοριάδης:ο Καστοριάδης τονίζει τη σημασία της δημιουργικότητας ενώ ο Λακάν υπογραμμίζει την αλλοτριωτική διάσταση κάθε κοινωνικής κατασκευής .Το δεύτερο κεφάλαιο εξετάζει το έργο του Eρνέστο Λακλάου και της Σανταλ Moυφ (ο Eρνέστο Λακλάου, ενσωματώνει την κατηγορία της jouissance στο εννοιολογικό οπλοστάσιο της θεωρίας του λόγου, ενώ η Moυφ εστιάζει στον ρόλο του πάθους στη δημοκρατική πολιτική). Η προσέγγισή του Σταυρακάκη στο έργο του Λακλάου επιδιώκει να συναρθρώσει την επίγνωση της έλλειψης και των ορίων του λόγου με τον άξονα της απόλαυσης. Το κύριο θέμα που εξετάζεται στο τρίτο τρίτο κκεφάλαιο είναι η σχέση ανάμεσα στην αρνητική οντολογία της λακανικής θεωρίας και την πιο θετική πολιτική στάση που εκφράζεται τελευταία από τον Zίζεκ, ενώ μια παρέκβαση που ακολουθεί πραγματεύεται τη στάση του Μπαντιού..Το έργο του Aλέν Μπαντιού (ιδιαίτερα η ιδέα του «συμβάντος» και οι ηθικές της συνέπειες) και οι στοχασμοί του Ζίζεκ για τον καπιταλισμό, τη «ριζοσπαστική πράξη», και το ηθικο-πολιτικό παράδειγμα της Αντιγόνης, παρουσιάζονται συχνά ως αναπόσπαστα μέρη μιας ριζοσπαστικής πολιτικής φιλοσοφίας εμπνευσμένης από τον Λακάν.
Αν το πρώτο (κατεξοχήν θεωρητικό) μέρος οργανώνεται με άξονα τις διαλεκτικές της απάρνησης, το δεύτερο (κατεξοχήν αναλυτικό) μέρος του βιβλίου δομείται με άξονα τις διαλεκτικές της απόλαυσης ..Στο δεύτερο μέρος ο Σταυρακάκης υποστηρίζει ότι ο πιο γόνιμος τρόπος εννοιολόγησης του συναισθήματος, προκύπτει από τη λακανική ερμηνεία της σχέσης ανάμεσα στο συναίσθημα και στον λόγο [[discourse]]. Στην προσπάθεια αυτή, η λακανική έννοια της jouissance παίζει και πάλι καθοριστικό ρόλο:η λακανική θεωρία υπογραμμίζει τον τρόπο με τον οποίο οι συμβολικές και φαντασιακές μας παραστάσεις επενδύονται με τη «φαντασιωτική» και/ή «συμπτωμική» ενέργεια της jouissance. Έτσι, σε αντίθεση με τον μεταδομισμό – ο οποίος επικεντρώνει κυρίως στη ρευστότητα της ταυτότητας, μια προσέγγιση που εμπνέεται από τον Λακάν διαθέτει επαρκέστερα εφόδια για να αναμετρηθεί με αυτό το κρίσιμο πρόβλημα: όταν τα πράγματα κολλάνε και σταθεροποιούνται, αυτό δεν οφείλεται απλώς στο γεγονός ότι προσφέρουν μια ηγεμονική συμβολική αποκρυστάλλωση, αλλά και στο ότι, επίσης, χειραγωγούν αποτελεσματικά μια συναισθηματική, λιμπιντική διάσταση. Το ιδεολογικό capitonnage που πραγματοποιείται μέσω ενός σημειωτικού κομβικού σημείου ,θα πρέπει,για να εδραιωθεί, να υποστηριχθεί από ένα δέσιμο στο συναισθηματικό επίπεδο της jouissance. Η συμβολική εξουσία βρίσκει πραγματικό, έτσι, στήριγμα στις συναισθηματικές δυναμικές της φαντασίωσης και της (μερικής) απόλαυσης. Παρομοίως, καμία κοινωνική και πολιτική αλλαγή δεν είναι δυνατό να θεσμοποιηθεί αποτελεσματικά όταν επιδιώκεται μόνο στο επίπεδο της γνώσης: και πάλι, η διάσταση του συναισθήματος και της λιμπιντικής επένδυσης είναι κρίσιμη.. Ο Σταυρακάκης τονίζει τη σημασία της της διάστασης του συναισθήματος, της λίμπιντο και της jouissance:για παράδειγμα, είναι δυνατόν να εξηγηθεί ο τρόπος με τον οποίο ο ύστερος καπιταλισμός στηρίζεται στην κατανάλωση, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η επιθυμία και η απόλαυση; Και, πίσω από την εθιμική επανάληψη κοινωνικών πράξεων και συμπεριφορών που αναπαράγουν δομές υποταγής και υπακοής δεν βρίσκεται συνήθως μια ασυνείδητη jouissance του (κοινωνικού) συμπτώματος;
Ο Σταυρακάκης ,στα κεφάλαια κεφάλαια 5, 6 και 7 δοκιμάζει όλες αυτές τις υποθέσεις στην ανάλυση τριών συγκεκριμένων ζητημάτων: της εθνικής ταύτισης, της ευρωπαϊκής ταυτότητας, του καταναλωτισμού και της διαφήμισης. Γιατί είναι τόσο δύσκολο, , να μετασχηματιστούν οι εθνικοί δεσμοί πίστης των ευρωπαϊκών λαών και αποτυγχάνει η ταύτιση με την Ευρώπη ως όλον, με την ευρωπαϊκή ταυτότητα; Το ερωτήμα δεν είναι ασύνδετο με την όλη προβληματική της jouissance. Το ευρωπαϊκό σχέδιο έχει αναπτυχθεί ως μια τεχνοκρατική στρατηγική που στερείται οποιασδήποτε συναισθηματικής σαγήνης. Ο εθνικισμός, από την άλλη, έχει ωφεληθεί από την επικέντρωσή του στη συναισθηματική διάσταση του σχηματισμού ταυτότητας: στη jouissance στις πιο σκοτεινές μορφές της:Το γεγονός ότι ο εθνικισμός κατόρθωσε να εγκαθιδρύσει τον δικό του ρηματικό σχηματισμό ως φαντασιακό ορίζοντα της νεωτερικότητας, και η ανικανότητα της ευρωπαϊκής ταυτότητας να ανταγωνιστεί τη δύναμή του και να λειτουργήσει με έναν εξίσου δελεαστικό τρόπο δείχνουν ότι η ηγεμονική επιτυχία ενός λόγου προϋποθέτει τον αποτελεσματικό χειρισμό της απόλαυσης. Όταν αυτός λείπει – όπως στην περίπτωση της ευρωπαϊκής ταυτότητας –, το εκάστοτε ηγεμονικό σχέδιο είναι πιθανό να αποτύχει.Αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, ότι οι μακροχρόνιοι ταυτιστικοί δεσμοί δεν αλλάζουν ποτέ. Στο κεφάλαιο 7 ο Σταυρακάκης υποστηρίζει ότι ο παράγοντας της απόλαυσης εξηγεί επίσης την επιτυχία ορισμένων σχεδίων κοινωνικής αλλαγής. Μια τέτοια χειραγώγηση της απόλαυσης βρίσκεται πίσω από την τεράστια επιτυχία του καταναλωτισμού και την ικανότητα του διαφημιστικού λόγου να ηγεμονεύει τη σύγχρονη κουλτούρα. Είναι κοινός τόπος σήμερα η διαπίστωση ότι η διαφήμιση και η δημιουργία εταιρικής ταυτότητας ([branding]) συνιστούν ηγεμονικούς τροπισμούς του λόγου στην ύστερη νεωτερικότητα, ότι ο λόγος της διαφήμισης και του πολιτικού μάρκετινγκ εποικίζει όλο και περισσότερο τον πολιτικό χώρο, πράγμα που οδηγεί σε μια απο-δημοκρατικοποίηση των θεσμών. Ωστόσο,, είναι προφανές ότι μέχρι τώρα η κριτική του καταναλωτισμού και της διαφήμισης δεν έχει κατακτήσει το επίπεδο εκλέπτυνσης και συστηματικότητας που θα ενίσχυε την κοινωνική της απήχηση. Η επαφή με ορισμένες λακανικές ιδέες – ιδιαίτερα με τη λογική της επιθυμίας και της απόλαυσης που αναπτύσσεται λεπτομερώς στα προηγούμενα κεφάλαια – μπορεί να ωφελήσει ολόκληρο το πεδίο της ανάλυσης και της κριτικής του καταναλωτισμού και της διαφήμισης. Το σημαντικότερο είναι ότι μπορεί να φωτίσει τις βαθιές κοινωνικο-πολιτικές συνέπειες της καταναλωτικής κουλτούρας, η ηγεμονία της οποίας σηματοδοτεί, θα λέγαμε, το πέρασμα από μια κοινωνία της απαγόρευσης σε μια κοινωνία της επιβεβλημένης απόλαυσης.
Στο τελευταίο κεφάλαιο ο Σταυρακάκης σκιαγραφεί μια λακανική απάντηση στις «μετα-δημοκρατικές» τάσεις στις ύστερες καπιταλιστικές κοινωνίες. Μια επανενεργοποίηση της δημοκρατικής επανάστασης που θα αντλεί έμπνευση από τον Λακάν – και θα έχει πάντα συνείδηση της συνεχούς αλληλοδιείσδυσης του αρνητικού και του θετικού, της έλλειψης και της περίσσειας – μπορεί να συνδυάσει τη συνεπή δημοκρατική ηθική του πολιτικού με ένα πάθος για πραγματικό μετασχηματισμό, ικανό να διεγείρει το πολιτικό σώμα χωρίς να αναπαράγει τις ουτοπικές φαντασιώσεις της παλιάς αριστεράςαριστεράς. Ωστόσο, οι προοπτικές ενός τέτοιου σχεδίου εξαρτώνται πάντα από την ικανότητά του να συνυφάνει τη θεσμοποίηση της έλλειψης με μιαν άλλη, μη φαλλική jouissance, η οποία θα μπορέσει να εκτοπίσει σταδιακά ή να περιορίσει τις κυρίαρχες μορφές διαχείρισης της απόλαυσης και να ανοίξει το πεδίο για τη διεκδίκηση ενός καλύτερου μέλλοντος πέρα από ουτοπικές φαντασιώσεις ολότητας και ολοκλήρωσης.

περι Λακανικής αγάπης και περι Θεου . τρια σχόλια για τον Κιρκεργκωρ ,τον Λακαν την αγάπη και την ελλειψη


Søren Kierkegaard - Wikipedia, the free encyclopedia

   σε αυτην εδώ την αναρτηση

ΚΙΡΚΕΓΚΩΡ

--> στον κιρκεργκωρ η αίσθηση της αγωνίας χρησιμεύει ως απόδειξη του θεού. δηλαδή κάτι σαν ''αγωνιώ άρα θεός υπάρχει '' κaτα το σκέπτομαι άρα υπάρχω .
στον λακαν αντίθετα μονό αυτό υπάρχει .



Η έλλειψη - η πηγη της αγωνιας ειναι το μόνο που υπάρχει αν μπορουσαμε να το πουμε ετσι .

Δηλαδή εντελώς αναποδα .

Στον Κιργκεκωρ
αγωνιω αρα Υπάρχεις ( Θεε) και ..μου λειπεις
στον Λακάν

'' Αποδεξου το κενό''

------------------------------
βεβαα καποτε διαβασα πώς η Υπαρξη - κατα Χαιντεγκερ ειναι εν -τω κόσμο
Συνεπώς


η προταση ο Θεος υπάρχει η Δεν υπαρχει ειναι ανευ νοηματος

Ο Θεος η μη Θεος ειναι της ταξης του Ειναι

και οχι της υπαρξης

Υπαρξη ειναι το Ειναι + χρόνος

δηλαδή με τον ανθρωπο το Ειναι χρονουται
ο ανθρωπος ειναι το Ειναι που βιωνει τον χρόνο .
Γι αυτο και αγωνια


Προσπαθει να δώσει νοημα στην αγωνια του ( ο Κιρκεργκωρ)

Ο Λακαν λεει :

αυτή η ελλειψη (τελικου νοηματος ) δηλαδή Ελειψη σκετα . ειναι το νοημα

Νοσταλγουμε .

Αλλά το αντικειμενο της Νοσταλγιας ειναι παντα μια δικής μας επινοηση

Δεν υπάρχει επιστροφή στην μητρα . Δεν

υπαρχει Παραδεισος . Δεν υπηρξε ποτε . Εμεις τον επινοουμε για να αντεχουμε



ας δουμε για παραδειγμα τι πανω κατω λεει ο Λακαν για τη αγάπη
Οταν το παιδι γεννιεται , το μωρο ειναι το πιο αδυνατο πλασμα του κοσμου
ανυπερασπιστο . Μονο . Κρυωνει . Πειναει . Φοβαται . Και κλαιει.
Και η μητερα φροντιζει τις αναγκες τους . Του δινει το Στηθος .
Το παιδι Βυζαινει . χορταινει την πεινα του.
καλυπτει τη ν αναγκη του

Ομως
αυτο δεν του φτανει .
Κλαιει
γιατι μενει πάντα ενα Υπολοιπο .
Κατι του λειπει .


Δεν ειναι πια αναγκη .

Δεν το χρειαζεται . εχει χορτασει
Ομως συνεχιζει η ελλειψη .
και η Μητερα;
Το νανουριζει
. Το παρηγορεί
δηλαδή του δινει Αγάπη
Αγαπη κατα Λακαν ειναι


να Δινεις αυτο που δεν εχεις
σε αυτον που Δεν το χρειαζεται

..
ας το ξαναδουμε

Αγαπη ειναι
να Δινεις αυτο που δεν εχεις

( η μητερα δινει αυτο που δεν εχει

διοτι το βυζι και το γάλα το ειχε
αλλά τωρα του δινει αγαπη .. δεν ειναι κατι υλικο . δεν το εχεις .

Η μητερα ειναι κι αυτή απογοητευμενη θυμωμένη κλπ Ομως του δινει αυτο Που Δεν εχει...

σε αυτον που Δεν το χρειαζεται


το μωρο Δεν χρειαζεται την Αγαπη . Δεν ειναι αναγκη η αγαπη .. Αναγκη ειναι το γαλα , το φαι


ετσι λοιπόν η αγαπη γεννιιεται απο αυτο το διαρκές υπολοιπο που εχει Μόνο το ανθρωπινο πλασμα .

Γιατι μόνο ;
Γιατι ειδικά στον ανθρωπο η ηλικια της απολυτης ανημποριας
-βρεφική και παιδική - ειναι πολύ μακρια
Το ανθρωπινο μωρο ειναι το πιο ανυπερασπιστο πλασμα

Γιαυτο εχει ενα διαρκές υπολοιπο - γιαυτο και αποζητά διαρκώς την αγαπη , γιαυτο
γεννιεται και η επιθυμια - που δεν ειναι Αναγκη
Γιαυτο και η Αγωνια
Γιαυτο και η Αγαπη


Νοσφεράτος είπε...
φυσικά η μητερα ειναι ο πρωτος μεγαλος Αλλος
(μετα γινεται ο Πατερας η μαλλον το ονομα του).
ομως στην αρχή η μητερα
φανταζει για το παιδι -πως αλλιως-
ο παντοδυναμος μεγαλος Αλλος
και θελει να ενωθει μαζι της
για την ακριβεια την θεωρει προεκταση του. νομιζει οτι ειναι ενα,,(σαν τον μυθο του αριστοφανη στο συμποσιο)
νομιζει οτι μετεχει σε μια ΠΛΗΡΟΤΗΤΑ
Πολυ αργοτερα - αποκτα το παιδι μια αισθηση της δικής του ατομικότητας -παλι μεσω αλλου- της εικονας του στον καθρεφτη ..
Αυτή η αρχική φαντασιωση πληροτητας - με την Μητερα - απο την οποια αργοτερα μας χωρισε το Ονομα του Πατερα - ο Τριτος αναμεσα μας .
μας κυνηγά μια ζωή .
και ειναι η πηγη της αγωνιας
και της Νοσταλγιας
(ομως για κατι που δεν υπήρξε ποτε οπως τουλαχιστον το φαντασιωνουμε
Διοτι και η Μητερα - Το Πραγμα -
ηταν και ειναι κι αυτή ενα ανθρωπινο πλασμα
με την Δική της ελλειψη .
Δεν μπορουμε να αποδεχτουμε (ευκολα ) πως πάντα υπάρχει μια Τρυπα - μια ελλειψη στον Αλλον
Ακομα και ο Θεος να υπάρχει εχει κι αυτος την Τρυπα του . Δεν ειναι παντοδυναμος .
Κανεις δεν ειναι...τελειος
Φανταζομαστε τον Αλλον . η και τον Μεγαλο Αλλο χωρις τρυπα
για να αντεξουμε την δική μας ελλειψη
Ενω θα επρεπε να κανουμε ακριβώς το αντιθετο

Ο ΛΑΚΑΝ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ(LACAN AND THE POLITICAL)




.......................................................................................................................

Μας λέει για το Λακανικό συμβολικό: ένα Συμβολικό δίκτυο στο οποίο το νήπιο εντάσσεται από τη στιγμή της γέννησης (και ίσως πριν από αυτήν ) και που κατασκευάζεται από τους γονεις και την ευρύτερη οικογένεια .


Μας υπενθυμίζει τον φορέα του Λακανικου Νόμου που είναι το Όνομα του Πατρός ,ο συμβολικός και όχι ο πραγματικός πατέρας , και που σημαίνει τον Άλλο ,δηλαδή το πεδίο του συμβολικού ,την ταξη του Κυρίου και Εγγυητή.
Μας προσφερει τον Λακανικό ορισμό για το πραγματικό ,δηλαδή αυτό που αντιστέκεται στην συμβολοποιηση, δηλαδή το αδύνατον .



Μας μιλά για την αδύνατη ‘’πληρότητα της ταυτότητας που επιζητά το υποκείμενο : το υποκείμενο είναι καταδικασμένο να συμβολοποιεί για να συγκροτηθεί ως τέτοιο ,αλλά η συμβολοποιηση δεν μπορεί να συλλάβει την ολότητα και την μοναδικότητα τού πραγματικού σώματος .


Ο Σταυρακακης μας θυμίζει την (σκληρή) Λακανική αλήθεια: Η Ταυτότητα μπορεί να υπάρξει μόνο ως αποτυχημένη ταυτότητα και παραμένει επιθυμητή ακριβώς επειδή είναι κατ ‘ ουσίαν αδύνατη .


Έτσι, αντί για πολιτική της ταυτότητας (identity politics )Θα έπρεπε να μιλάμε για πολιτική της ταύτισης(identification politics)





O Σταυρακακης επίσης μας αποκαλύπτει ξανά, το μεγάλο μυστικό της ψυχανάλυσης όπως το αποκαλεί ο Λακαν, ήδη από το σεμινάριο του 1958-9: Κατι λείπει στον Άλλο-δεν υπάρχει Άλλος του Άλλου,η δομή του Άλλου είναι ένα κενό, το κενό της έλλειψης εγγυήσεων για τη δομή αυτή στο πραγματικό: Το νόημα βασίζεται πάντα σε μια ομοίωση ακριβώς επειδή ‘’δεν υπάρχει πουθενά τελευταία λέξη’’ :το νόημα δείχνει πάντοτε προς την κατεύθυνση της αποτυχίας του να αγκιστρωθεί στο πραγματικό.



Αυτό εκφράζεται στην πραξη με τον διχασμένο χαρακτήρα όλων των αντικειμένων ταύτισης- με την τελική ”αδυνατότητα της κοινωνίας’’ όπως το θέτει ο Λακλάου. Έτσι το κοινωνικό πεδιο αποκαλύπτεται ως ένα ρηματικό πεδίο αναπαράστασης που αρθρώνεται στη βάση της απώθησης , της εξαίρεσης , της αναγωγής ενός πραγματικού που είναι εν τέλει αδύνατον να αναπαρασταθεί , ενός πραγματικού που έρχεται όμως ξανά και ξανά την επιφάνεια, φανερώνοντας έτσι την αμετάκλητη αποτυχία που εγγράφεται στη καρδιά του Άλλου, του νοήματος: «Υπάρχει-έλεγε ο Λακάν- μια τρύπα , μια απώλεια εκεί μέσα [ στον Αλλο]




Έτσι,όπως μας λέει ο Σταυρακάκης, για την Λακανική σκέψη ‘’το αντικειμενικό είναι και αυτό ελλειπτικό’’(σ 95)



Το υποκείμενο ταυτίζεται με τον Άλλο , αλλά ο Άλλος είναι ελλειπτικός ,δεν μπορεί να μας προσφέρει σταθερή ταυτότητα και , συνεπώς , δεν μπορεί από μόνος του να συντηρήσει την επιθυμία της ταύτισης :Όταν λοιπόν το υποκείμενο ‘’σβηνει’’, ‘’εξασθενεί ‘’ διαπιστώνοντας την έλλειψη του σημαίνοντος στη θέση που του αντιστοιχεί μέσα στον μεγάλο Άλλο αναζητεί έρεισμα στο αντικείμενο,στον πυρήνα της φαντασίωσης.



Οδηγούμαστε έτσι στο να εισάγουμε κάτι από μια άλλη τάξη , το οιονεί φαντασιακό αντικείμενο άλφα μικρό (Objet petit a) .



Έτσι, η φαντασίωση’’ είναι μια κατασκευή που διεγείρει ,που προκαλεί την επιθυμία , ακριβώς επειδή υπόσχεται να καλύψει την έλλειψη στον Άλλον και που λειτουργεί επίσης ως άμυνα απέναντι στον ευνουχισμό’’ .


Στον Λακάν η δομή της φαντασίωσης συνιστάται πάντοτε σε αυτή τη σχέση ανάμεσα στο διχασμένο υποκείμενο , και την υπόσχεση εξάλειψης της έλλειψης, η εξασφάλιση ενός αντισταθμίσματος που θα την εξουδετερώνει :



Η Φαντασίωση προσπαθεί να καταστήσει υποφερτή την έλλειψη στον Άλλο ,προσπαθεί να πετύχει ‘’μια λήθη των απαρχών ‘’ της πραγματικότητας και να παγιώσει μια αντικειμενικότητα που συρράπτει την ‘’απόσταση ανάμεσα στο πραγματικό και την πραγματικότητα ‘’.



Η υπόσχεση αυτή όμως προϋποθέτει τη διαρκή αναβολή της πραγμάτωσης της: Η πραγματοποίηση της ,είναι πάντοτε απούσα .



Έτσι το αντικείμενο συνδέεται άρρηκτα με την έλλειψη: εμφανίζεται πάντα ως ελλείπον Συνεπώς , το αντικείμενο μπορεί να λειτουργήσει ως αντικείμενο της επιθυμίας μόνον όταν είναι απόν ,μπορεί να προκαλέσει και να διατηρήσει την επιθυμία μόνο εφόσον λείπει, καθιστώντας έτσι αδύνατη την ικανοποίηση της



Με άλλα λόγια το αντικείμενο- αυτό που ενσαρκώνει την έλλειψη του Άλλου μαζί με την υπόσχεση της κάλυψης της διασφαλίζοντας έτσι μια απατηλή συνοχή στον κόσμο μας – είναι εκείνο ακριβώς το στοιχείο που συνδέει την επιθυμία με την απόλαυση:


Η επιθυμία προκαλείται από την έλλειψη και δεν μπορεί ποτέ να ικανοποιηθεί: μας κρατά μακριά από την απόλαυση. Η απόλαυση από την άλλη είναι κάτι πλήρες , αλλά Αδύνατο και η επιθυμία δεν μπορεί να τη φτάσει.


Το αντικείμενο είναι το στοιχείο ακριβώς που ενώνει αυτές τις δυο διαστάσεις . Ενσαρκώνει την αδύνατη απόλαυση ως απαγορευμένη πληρότητα και με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζει μια ορισμένη συνοχή στην επιθυμία


Ο Σταυρακακης υπογραμμίζει το παράδοξο της ανθρώπινης κατάστασης κατά Λακάν : Το πεδίο της ρηματικής αναπαράστασης ,παίζει καταστατικό ρόλο σε όλες τις καταδικασμένες προσπάθειες να πετύχουμε την τέλεια ταυτότητα με τον εαυτό μας .



Αλλά το κεντρικό χαρακτηριστικό της γλώσσας , του συμβολικού είναι η ασυνέχεια : κάτι λείπει πάντοτε στη γλώσσα , το ίδιο το συμβολικό είναι ελλειπτικό. Η γλώσσα –όπως έχει πει ο Λακάν – Δεν μπορεί να πει Όλη την Αλήθεια ,μας λείπουν οι απαραίτητες λέξεις , είναι Υλικά αδύνατον να πει όλη την αλήθεια και αυτό είναι μια πηγή αλλοτρίωσης .


Γι αυτό ακριβώς αν και η είσοδος μας στο πεδίο της γλωσσικής αναπαράστασης επιτρέπει την ανάπτυξη της επιθυμίας μας και μια σχετική δόμηση της ταυτότητας μας επιβάλλει συγχρόνως το ότι η ταυτότητα αυτή δεν μπορεί να είναι ποτέ πλήρης, γιατί το ίδιο το συμβολικό δεν είναι πλήρες. Η είσοδος μας στη γλώσσα συνεπάγεται μια απώλεια της αμεσότητας , τον συμβολικό ευνουχισμό.




«Ο Λακάν και το πολιτικό» αναδεικνύει τη ριζοσπαστική οπτική του Γάλλου στοχαστή πάνω στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο. Παράλληλα, οριοθετεί τη συμβολή του σ’ ένα θεωρητικό στερέωμα που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την αποδόμηση, τη θεωρία του λόγου, την κοινωνιολογία του ρίσκου και τις ουτοπικές σπουδές. Όπως μας λέει ο ίδιος ο συγγραφέας στην εισαγωγή του‘’ ο τίτλος οφείλει να διαβαστεί ως ‘’ Ο Λακαν και το πολιτικό ‘’ Ακριβώς επειδή ο Λακαν δεν είναι πολιτικός στοχαστής και τα μονοπάτια της πολιτικής δεν οδηγούν κατ’ ανάγκη σε ψυχαναλυτικά σταυροδρόμια, αυτό το ‘’και ‘’έχει πρωταρχική σημασία . Παραπέμπει στο έργο μιας πληθώρας μελετητών ,οι παρεμβάσεις των οποιων ανοίγουν τον δρόμο για την σύνδεση του Λακάν με το πολιτικό και αποκαλύπτει την φύση ενός δύσβατου πεδίου που παραμένει , εν πολλοίς , no man’s land ‘’
Ο Γιαννης Σταυρακάκης
ειναι Αν. καθηγητης ‘’Αναλυσης Πολιτικου Λόγου’’στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης , visiting fellow στο Κέντρο Θεωρητικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Έσεξ. Συμμετέχει στις συντακτικές επιτροπές των περιοδικών Σύγχρονα Θέματα, Journal for Lacanian Studies, Τοπικά, και α: αθηναϊκή επιθεώρηση σύγχρονης τέχνης. Στις κυριότερες δημοσιεύσεις του περιλαμβάνονται οι μονογραφίες Lacan and the Political (1999)(μεταφραση του οποιου είναι το παρουσιαζομενο βιβλιο) και The Lacanian Left ενώ έχει (συν)επιμεληθεί τους συλλογικούς τόμους Φύση, κοινωνία και πολιτική (1997), Discourse Theory and Political Analysis (2000) και Lacan & Science (2002) και το βιβλιο που παρουσιαζουμε . Είναι επίσης εκ των συγγραφέων της μελέτης Φύση, κοινωνία, επιστήμη στην εποχή των «τρελών αγελάδων»: διακινδύνευση και αβεβαιότητα (1999).

Η Βιβλιοπαρουσιαση του Πετρου ΘεοδωριδηΔημοσιευτηκε στο περιοδικό ΕΝΕΚΕΝ τευχος 11:

Περι Φαντασιωσης ,Πραγματικου και Απολαυσης





Η φαντασιωση ως αμυνα υποδηλώνει κάτι άλλο:το ότι προφυλάσσει από το να ελθει, το υποκείμενο «πολύ κοντά» στο Πραγμα, την πρωταρχική μητέρα, πού αποτελεί το κατεξοχήν απαγορευμένο αντικείμενο και για τα δυο φύλλα.
Και αυτό γιαι η φαντασιωση λειτουργεί μόνο με υποκαταστατα του Πραγματος, αλλιως το υποκείμενο «πνίγεται».

Η επιθυμία πνιγεται όταν το υποκείμενο φτασει «πολύ κοντά » στο Πραγμα: αυτό σημαίνει κάθε ολοκληρωτική και τελειωτική εκπλήρωση επιθυμίας,όπου εκλειπει ακριβώς η ελλειψη,η διαφορά και η απουσία.
μια ''τέλεια{ ερωτική σχεση και μια «τέλεια » κοινωνία αυτό ακριβώς σημαίνουν .
Αλλα ειναι δομικά αδύνατες και πρακτικά καταστροφικές γιατι το Πραγμα(το «Πραγματικό»)ειναι εξορισμου το Ανεφικτο.
Όμως δεν ειναι μόνο ανέφικτο, αλλά παραδόξως ειναι και απαγορευμένο

Το Κενό του Πραγματος υποδηλώνει πολύ συγκεκριμμένα την υπερτατη απολαυση…

Η απολαυση που μπορεί να εχει κανεις ως «κοινός θνητός» εινια δυνατή μόνο επειδή η υπερτατη απολαυση του Πραγματος ειναι το Αδυνατο.
Το υποκείμενο γυρίζει συνέχεια γυρω από το σημείο του Αδυνάτου βρίσκοντας και εφευρίσκοντας υποκαταστατά του.




Τα διαφορα φετίχ της εξουσίας και της θρησκείας η της οικονομιας προσπαθουν να εκβιασουν και να αποσπάσουν ένα κομμάτι του Πραγματος ,μεσω της (διαστροφικής)απάρνησης της ελλειψης..






Από την άλλη η νευρωση, η απώθηση των ιδιων τους των επιθυμιων και η μερική επαναφορά τους μέσω των συμπτωμάτων υποδηλώνει κατι:ότι για τα περισσοτερα ατομα τα σμπτώματα (και οι φαντασιώσεις που τα συνοδευυν )λειτουργουν ως «δικλείδα ασφαλείας»δεδομένου ότι η πρασπάθεια απάλειψης τους οδηγεί πάντα τα υποκείμενα σε αγχώδεις καταστασεις,εφοσον αντιμετωπίζουν τότε αμεσα την ορμή του θανατου με την μορφή του μηδενός
Η απόλαυση είναι η έννοια κλειδί που ολοκληρώνει τις μέχρι τούδε αναλύσεις περί της ταύτισης και της επιθυμίας. Η απόλαυση πoυ μπορεί να έχει κανείς ως «κοινός θνητός» είναι δυνατή μόνο επειδή η υπέρτατη απόλαυση του Πράγματος είναι το Αδύνατο.
Αυτό δεν είναι αυτονόητο, το υποκείμενο γυρίζει συνέχεια γύρω από το σημείο του Αδυνατου βρίσκοντας και εφευρίσκοντας υποκατάστατα του.

Τα διάφορα φετίχ της εξουσίας και της θρησκείας . η της οικονομίας, προσπαθούν να εκβιάσουν και να αποσπάσουν ένα κομμάτι του Πράγματος, μέσω της (διατροφικής) απάρνησης της έλλειψης .

Από την άλλη, στη νεύρωση , η απώθηση των ίδιων των επιθυμιών και η μερική επαναφορά τους μέσω των συμπτωμάτων υποδηλώνει οτι

για τα περισσότερα άτομα τα συμπτώματα ( και οι φαντασιώσεις που τα συνοδεύουν ) λειτουργούν ως «δικλείδα ασφαλείας» δεδομένου ότι η προσπάθεια απάλειψης τους οδηγεί όντα τα υποκείμενα σε αγχώδεις κατάστασης, εφόσον αντιμετωπίζουν τότε άμεσα την ορμή του θανάτου με τη μορφή του μηδενός




Απο το:



----------------------------------------------------------------------------------------------



Θ.Λιποβατς ΄Ν. Δεμερτζης Δοκιμιο για την ιδεολογία, Ενας διαλογος της Κοινωνικής θεωρίας με την Ψυχανάλυση , Εκδόσεις Οδυσσεας , 1994 σ 113

(Λιγα λογια για τη φραση "Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΤΟΥ ΑΛΛΟΥ" Απο το βιβλιο του Ντυλαν Εβανς, ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΛΑΚΑΝΙΚΗΣ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗΣ. Εκδοσεις:Ελληνικα Γραμματα, μεταφραση: Γιαννης Σταυρακακης. Αναδημοσιευση αποσπασματος αποτο ιστολογιο του Celin .

πηγη 

Η ΠΑΡΕΛΑΣΗ ΑΠΟ ΝΕΚΡΟΥΣ ΕΑΥΤΟΥΣ ΚΑΙ Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΤΟΥ ΑΛΛΟΥ.


(Λιγα λογια για τη φραση "Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΤΟΥ ΑΛΛΟΥ"
Απο το βιβλιο του Ντυλαν Εβανς, ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΛΑΚΑΝΙΚΗΣ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗΣ.
Εκδοσεις:Ελληνικα Γραμματα, μεταφραση: Γιαννης Σταυρακακης

Μια απο τις διατυπωσεις που επαναλαμβανει συχνα ο Λακαν ειναι η εξης

"Η επιθυμια του ανθρωπου ειναι η επιθυμια του Αλλου"
Αυτη η φραση ειναι δυνατον να γινει κατανοητη με πολλους συμπληρωματικους τροπους,
απο τους οποιους οι ακολουθοι ειναι οι πιο σημαντικοι.

1. Η επιθυμια ειναι κατ'ουσιαν "η επιθυμια της επιθυμιας του Αλλου", πραγμα που σημαινει

οτι η επιθυμια ειναι συγχρονως επιθυμια να ειναι κανεις το αντικειμενο της επιθυμιας καποιου αλλου,
και επιθυμια για αναγνωριση απο καποιον αλλον. Ο Lacan υιοθετει την ιδεα αυτη απο τον
Hegel ,μεσω του Kojeve , ο οποιος δηλωνει
                            Η επιθυμια ειναι ανθρωπινη, οταν κανεις δεν επιθυμει το σωμα
.αλλα την Επιθυμια του αλλου....δηλαδη οταν θελει να" ειναι επιθυμητος", να "αγαπιεται"
η μαλλον να "αναγνωριζεται" στη ανθρωπινη αξια του.... Με αλλα λογια, καθε
ανθρωπινη, ανθρωπογεννητικη Επιθυμια.... ειναι, εντελει, μια λειτουργια της επιθυμιας για "αναγνωριση" (Kojeve, 1947:6)

Ο Kojeve φτανει στο σημειο να υποστηριξει (στα χναρια και παλι του Hegel) οτι για την επιτευξη της επιθυμητης αναγνωρισης, το υποκειμενο πρεπει να διακινδυνευσει την ιδια του τη ζωη σε εναν αγωνα για καθαρο γοητρο . Η επιθυμια αυτη, που συνιστα κατ'ουσιαν επιθυμια να γινει κανεις το αντικειμενο της επιθυμιας του Αλλου, εικονογραφειται καθαρα στον πρωτο "χρονο" του συμπλεγματος του Οιδιποδα, οταν το υποκειμενο επιθυμει να ειναι ο φαλλος για τη μητερα.


2.Το υποκειμενο επιθυμει qua Αλλος (Ε, 312): Με αλλα λογια, το υποκειμενο επιθυμει απο τη σκοπια ενος αλλου. Η συνεπεια ειναι οτι "το αντικειμενο της επιθυμιας του ανθρωπου.... ειναι ουσιαστικα ενα αντικειμενο που επιθυμειται απο καποιον αλλο" (Lacan, 1951bQ12).

Eκεινο που καθιστα επιθυμητο ενα αντικειμενο δεν ειναι καποια εγγενης ποιοτητα του πραγματος καθεαυτο, αλλα απλως το γεγονος οτι επιθυμειται απο καποιον αλλο. Η επιθυμια του Αλλου ειναι επομενως εκεινο που κανει τα αντικειμενα ισοδυναμα και εναλλαξιμα. Αυτο
"τεινει να μειωνει την ιδιαιτερη σημασια οποιουδηποτε συγκεκριμενου αντικειμενου, αλλα την ιδια στιγμη φερνει στο προσκηνιο την υπαρξη αναριθμητων αντικειμενων" (Lacan, 1951b12)
 Η ιδεα αυτη προερχεται επισης απο την κοζεβιανη αναγνωση του Hegel. O Kojeve υποστηριζει οτι
"η Επιθυμια που κατευθυνει προς ενα φυσικο αντικειμενο ειναι ανθρωπινη μονο στον βαθμο που διαμεσολαβειται απο την Επιθυμια ενος αλλου που κατευθυνεται προς το ιδιο αντικειμενο:Ειναι
ανθρωπινο να επιθυμει κανεις ο,τι επιθυμουν και οι αλλοι, ακριβως επειδη το επιθυμουν"
(Kojeve, 1947:6) Ο λογος που εξηγει τα παραπανω εχει να κανει με οσα αναφεραμε προηγουμενως για την ανθρωπινη επιθυμια ως επιθυμια για αναγνωριση. Επιθυμωντας εκεινο που επιθυμει καποιος αλλος, μπορω να κανω τον αλλο να αναγνωρισει το δικαιωμα μου να κατεχω το αντικειμενο αυτο, κι ετσι να κανω τον αλλο να αναγνωρισει την υπεροχη μου εις βαρος του (Kojeve, 1947:40)

Αυτο το καθολικο γνωρισμα της επιθυμιας ειναι ιδιαιτερα προφανες στην υστερια. Υστερικη ειναι εκεινη που συντηρει την επιθυμια ενος αλλου, που μετατρεπει την επιθυμια καποιου αλλου σε δικη της......Εκεινο επομενως που εχει σημασια στην αναλυση μιας υστερικης δεν ειναι ο εντοπισμος του αντικειμενου της επιθυμιας της αλλα η ανακαλυψη του τοπου απο τον οποιο επιθυμει

(του υποκειμενου με το οποιο ταυτιζεται)

3. Η επιθυμια ειναι επιθυμια για τον Αλλο (η φραση αυτη βασιζεται στην αμφισημια του γαλλικου de)

H θεμελιακη επιθυμια ειναι η αιμομικτικη επιθυμια για τη μητερα, τον πρωταρχικο Αλλο

4. Η επιθυμια ειναι παντοτε "η επιθυμια για κατι αλλο" αφου ειναι αδυνατον να επιθυμει κανεις κατι που ηδη κατεχει. Το αντικειμενο της επιθυμιας μετατιθεται διαρκως, πραγμα που εξηγει γιατι η Επιθυμια συνιστα ΜΕΤΩΝΥΜΙΑ.


5. Η επιθυμια ανακυπτει αρχικα στο πεδιο του Αλλου, δηλαδη του ασυνειδητου.


Το πιο σημαντικο σημειο που προκυπτει απο τη φραση του Lacan ειναι οτι η επιθυμια παραγεται κοινωνικα. Η επιθυμια δεν συνιστα, οπως φαινεται αρχικα, ιδιωτικη υποθεση, γιατι συγκροτειται παντοτε σε διαλεκτικη σχεση με τις επιθυμιες των αλλων υποκειμενων οπως τις αντιλαμβανομαστε...)



Τετάρτη 12 Ιουλίου 2017

φωνολογικά ορυκτά

file:///C:/Users/Admin/AppData/Local/Temp/φωνολογικά-ορυκτά.pdf

jouissance/∞ Α π ε ι ρ 8

jouissance



Gianlorenzo Bernini.-Apollo and Daphne
Η γαλλική λέξη  jouissance σημαίνει βασικά " απόλαυση ",αλλά διαθέτει σεξουαλικές συνεκδηλώσεις  (παραπέμπει ,για παράδειγμα,στον "οργασμό") που λείπουν από την αγγλική λέξη "απόλαυση",γι'αυτό και αφήνεται αμετάφραστη στις περισσότερες μεταφράσεις του Lacan τα αγγλικά (αν και πρόσφατα έγινε γνωστό ότι η λέξη "jouissance" περιλαμβάνεται όντως στο Shorter English Dictionary, βλ. Macay,1988 : 288,σημείωση 129).Όπως παρατηρεί η Jane Gallop,ενώ ο οργασμός είναι ένα ουσιαστικό που έχει πληθυντικό αριθμό,ο όρος jouissance χρησιμοποιείται πάντοτε στον ενικό από τον Lacan, και ακολουθεί πάντοτε ένα οριστικό άρθρο (Gallop,1982 :30).
Ο όρος δεν εμφανίζεται στο έργο του Lacan παρά μόνο μετά το 1953,αλλά και τότε δεν καταλαμβάνει περίοπτη θέση (Ε,42,87).Στα σεμινάρια του 1953-4 και του 1954-5 ο Lacan χρησιμοποιεί περιστασιακά τον όρο,συνήθως στο πλαίσιο της εγελιανής διαλεκτικής του ΚΥΡΙΟΥ και του σκλάβου : ο σκλάβος αναγκάζεται να δουλέψει για να προμηθεύσει τα αντικείμενα της απόλαυσής (jouissance) του κυρίου (Σ1,223'Σ2,269).Μέχρι το 1957 επομένως ο όρος δεν φαίνεται να σημαίνει τίποτε παραπάνω από την απολαυστική αίσθηση που συνοδεύει την ικανοποοήση μιας βιολογικής ανάγκης όπως η πείνα(Σ4,125).Αμέσως μετά οι σεξουαλικές συνδηλώσεις άρχισαν να γίνονται πιο εμφανείς : το 1957 ο Lacan χρησιμοποιεί τον όρο για να αναφερθεί στην απόλαυση ενός σεξουαλικού αντικειμένου (Εc,453) και στις ηδονές του αυνανισμού (Σ4,241),ενώ το 1958 καθιστά ξεκάθαρη τη σημασία της jouissance ως όργασμού (Εc,727). (Για μια πληρέστερη περιγραφή της εξέλιξης του όρου στο έργο του Lacan βλ.Macey,1988 :200-5). 27*

Μόνο το 1960 ο Lacan αναπτύσσει την κλασσική αντίθεση που εισήγαγε ανάμεσα στη jouissance και την ηδονή - μια διάκριση που παραπέμπει στην εγελιανοκοζεβιανή διάκριση μεταξύ Genub (απόλαυσης)και Lust (βλ.Kojeve,1947Q46).Η αρχή της ηδονής λειτουργεί ως όριο στην απόλαυση.Πρόκειται για έναν νόμο που προστάζει το υποκείμενο"να απολαμβάνει όσο το δυνατόν λιγότερο"Την ίδια στιγμή,το υποκείμενο προσπαθεί συνεχώς να υπερβεί τις απαγορεύσεις που επιβάλλονται στην απόλαυσή του,να προχωρήσει "πέρα από την αρχή της ηδονής". Εντούτοις,το αποτέλεσμα της υπέρβασης της αρχής της ηδονής δεν είναι περισσότερη ηδονή αλλά πόνος,αφού το υποκείμενο μπορεί να αντέξει μόνο μια συγκεκριμένη ποσότητα ηδονής.Πέρα από αυτό το όριο,η ηδονή γίνεται οδύνη.Αυτή ακριβώς η "οδυνηρή ηδονή"ονομάζεται από τον Lacan jouissance" : " η jouissance είναι οδύνη" (Σ7,184).Ο όρος jouissance εκφράζει επομένως με επιτυχία την παράδοξη ικανοποίηση που αποκομίζει το υποκείμενο από το σύμπτωμά του,ή ,για να το θέσουμε διαφορετικά,την οδύνη που αποκομίζει από την ίδια του την ικανοποίηση.

Η απαγόρευση της jouissance (η αρχή της ηδονής) είναι εγγενής στη συμβολική δομή της γλώσσας,κι αυτό εξηγεί γιατί "η jouissance είναι απαγορευμένη για εκείνον που μιλά,καθεαυτή"(Ε,319).Η είσοδος του υποκειμένου στο συμβολικό εξαρτάται από μια ορισμένη αρχική αποκήρυξη της jouissance που λαμβάνει χώρα στο πλάισιο του συμπλέγματος ευνουχισμού,όταν το υποκείμενο παραιτείται από τις προσπάθειές του να γίνει ο φανταστικός φαλλός για τη μητέρα : " ευνουχισμός σημαίνει ότι η jouissance πρέπει να γίνει αντικείμενο άρνησης για να γίνει προσιτή στην αντεστραμμένη κλίμακα (l'echelle renversee)του Νόμου της επιθυμίας".(Ε4,324).Η συμβολική απαγόρευση της απόλαυσης στο οιδιπόδειο σύπλεγμα (το ταμπού της αιμομιξίας) είναι επομένως,και κατά παράδοξο τρόπο,μια απαγόρευση για κάτι που είναι εκ των προτέρων αδύνατο : η λειτουργία της δεν είναι λοιπόν παρά να συντηρεί τη νευρωτική αυταπάτη ότι η απόλαυση θα ήταν δυνατή αν δεν ήταν απαγορευμένη.Η ίδια η απαγόρευση δημιουργεί την επιθυμία για την υπέρβαση ή την ανατροπή της,και η jouissance είναι,επομένως,θεμελιωδώς αναπρεπτική (βλ.Σ7,κεφ 17).

ΟΡΜΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
είναι το όνομα που αποδίδεται σε αυτή την αδιάλειπτη επιθυμία του υποκειμένου να σπάσει το γράγμα της αρχής της ηδονής στην κατεύθυνση του ΠΡΑΓΜΑΤΟΣ και μιας ορισμένης περίσσειας jouissance.Επομένως η jouissance είναι "το μονοπάτι προς το θάνατο" (Σ17,17).Στον βαθμό που οι ορμές συνιστούν προσπάθειες υπέρβασης της αρχής της ηδονής στην κατεύθυνση ανεύρεσης της jouissance,κάθε ορμή είναι μια ορμή θανάτου.

Υπάρχουν ισχυρές συγγένειες ανάμεσα στη λακανική έννοια της jouissance και στη φροϋδική έννοια της LIBIDO,όπως γίνεται ξεκάθαρο από τον τρόπο με τον οποίο περιγράφει ο Lacan τη jouissance,δηλαδή ως μια "σωματική ουσία".(Σ20,26).Σε συμφωνία με τη θέση του Freud ότι υπάρχει μία μόνο libido,που είναι ανδρική,ο Lacan ισχυρίζεται ότι η jouissance είναι κατ' ουσίαν φαλλική:"Η jouissance στον βαθμό που είναι σεξουαλική,είναι φαλλική,κάτι που σημαίνει ότι δεν σχετίζεται με τον Άλλο καθεαυτόν"(Σ20,14).Ωστόσο,το 1973 ο Lacan παραδέχεται ότι υφίσταται και μια ιδιαίτερη γυναικεία jouissance,μια "συμπληρωματική jouissance"(Σ20,58), η οποία βρίσκεται "πέρα από τον φαλλό" (Σ20,69),μια jouissance του Άλλου.Αυτή η γυναικεία jouissance είναι ανείπωτη,μια και οι γυναίκες τη βιώνουν αλλά δεν γνωρίζουν τίποτε για αυτή (Σ20,71).Προκειμένου να διακρίνει τις δύο αυτές μορφές jouissance ο Lacan εισάγει διαφορετικά αλγεβρικά σύμβολα για την καθεμιά: Το σύμβολο Jφ αναφέρεται στην φαλλική jouissance ενώ το σύμβολο JA αναφέρεται στην jouissance του Άλλου.

27*. Επισημαίνουμε ότι ο συγγραφέας του λεξικού έχει δημοσιεύσει μια ενδιαφέρουσα εργασία για την έννοια της jouissance στην οποία επίσης θα μπορούσε να ανατρέξει ο αναγνώστης.Βλ.Evans,Dylan,"From Kantian Ethics to Mystical Experience : an Exploration of jouissance" στο Nobus,Dany(επιμ.) Key Concepts of Lacanian Psychoanalysis,Λονδίνο: Rebus Press,1998.Ελληνική απόδοση: Evans , Dylan, "Από την καντιανή ηθική στην μυστική εμπειρία: Μια ανίχνευση της jouissance και των κοινωνικών και πολιτισμικών συνεπειών της ", μτφρ.Γιάννης Σταυρακάκης,Σύγχρονα Θέματα,τ.73,2000(Σ.τ.Μ.)
________________________________________

πηγή
DYLAN EVANS
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΛΑΚΑΝΙΚΗς ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗΣ
μετάφραση
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΥΡΑΚΑΚΗΣ

Ελληνικά γράμματα

Πέτρος Θεοδωρίδης .Ιστορίες για τον Χρόνο 4. Μνήμη και αναμνήσεις I.



Ιστορίες για τον Χρόνο   4.  Μνήμη και αναμνήσεις  I
  Πέτρος Θεοδωρίδης
Υπάρχει η Μνήμη: σαν το ατελείωτο πάντα παζλ, θαμπή και απροσδιόριστη, άλλοτε φωτεινή και ολόασπρη, άλλοτε μισοσκότεινη, άλλοτε διάτρητη από μαύρες τρύπες, από τις δίνες τραυμάτων και  απωθήσεων. Και υπάρχουν και οι Μνήμες -ή μάλλον οι ενθυμήσεις- πάντα στον πληθυντικό: Μνήμες αφής, ερωτικών αγγιγμάτων, μνήμες συνάντησης με άλλα σώματα, όπως το δείχνει το ποίημα Επέστρεφε του Καβάφη : «Επέστρεφε συχνά και παίρνε με, / αγαπημένη αίσθησις/ επέστρεφε και παίρνε με — όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,/ κι επιθυμία παλιά ξαναπερνά στο αίμα· / όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται, κι αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι./ Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,/ όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται».
Μνήμες έντασης, μνήμες  χαλάρωσης: ενθυμήσεις  γεύσεων -άλλοτε πικρών,  άλλοτε στιφών,  άλλοτε γλυκύτατων- μνήμες που αναδύονται  αίφνης σαν μέσα από Ρωσικές  κούκλες, ή σύμφωνα με την μεταφορά του Προυστ (στο Αναζητώντας   τον χαμένο χρόνο):  «σαν το παιχνίδι που διασκεδάζει τους Ιάπωνες, όταν μουσκεύουν σε μια κούπα πορσελάνης γεμάτη νερά μικρά κομμάτια  χαρτί, αξεχώριστα ως τότε, μα που μόλις βραχούν τεντώνονται, στρίβουν, χρωματίζονται, διαφοροποιούνται, γίνονται  λουλούδια , σπίτια, πρόσωπα  στέρεα  και που αναγνωρίζεις». Μνήμες συνοδευόμενες από  ανεξιχνίαστα  αισθήματα  ευδαιμονίας, πλήρωσης  σαν κι αυτή που ο Προυστ περιγράφει να  αναδύεται μέσα από τη γεύση της Μαντλέν, ενός  μπισκότου  με γεύση  λεμονιού και σχήμα αχιβάδας :«Αλλά  τη στιγμή που η γουλιά, ανακατεμένη με τα ψίχουλα του γλυκού άγγιξε τον ουρανίσκο μου, σκίρτησα, προσέχοντας κάτι καταπληκτικό που συνέβαινε μέσα μου. Μια γλυκιά απόλαυση με είχε κυριεύσει, απομονωμένη, χωρίς να ξέρω την  αιτία της. Μου είχε κάνει  ξαφνικά τις περιπέτειες της ζωής αδιάφορες,  ακίνδυνες τις καταστροφές της,  ανύπαρκτη τη συντομία της,[….]: ή μάλλον η ουσία αυτή   δεν ήταν μέσα μου, ήμουν  εγώ». Μνήμες  όσφρησης, μνήμες γεύσης : «Όταν όμως από ένα μακρινό παρελθόν τίποτα  δεν επιζεί, αφού πεθάνουν οι άνθρωποι,  αφού καταστραφούν τα άψυχα, μόνες, πιο φθαρτές , αλλά πιο μακρόβιες , πιο άυλες, πιο επίμονες, πιο πιστές , η όσφρηση και η γεύση ζουν για καιρό ακόμα  σαν τις ψυχές , για να θυμούνται, να περιμένουν, να ελπίζουν, πάνω σ’ όλα αυτά  τα ερείπια, να βαστούν  χωρίς να λυγίζουν, πάνω στην μικρή  σχεδόν άυλη σταγόνα τους , το τεράστιο οικοδόμημα της ανάμνησης» (Προυστ).
Ενθυμήσεις σκέψεων που τις θυμόμαστε πλέον αμυδρά, που όταν τις κάναμε, φάνταζαν ακλόνητες, ορθολογικές  και  στέρεες. Αναμνήσεις  πραγματικές  ή αναμνήσεις-προκάλυμμα, δηλαδή παιδικές αναμνήσεις  που χαρακτηρίζονται ταυτόχρονα από την ιδιαίτερη  καθαρότητα τους και από την φαινομενική ασημαντότητα του περιεχομένου τους – και που  ο Φρόυντ ονομάζει προκαλύμματα με την έννοια ότι επικαλούνται απωθημένες  σεξουαλικές  εμπειρίες ή φαντασιώσεις – ασήμαντες λεπτομέρειες που θυμόμαστε  για να κρύψουμε κάτι  άλλο, κάτι τραυματικό που απωθήσαμε, κάτι που ίσως ποθήσαμε και δεν αποκτήσαμε.
Αναμνήσεις ονείρων. Αναμνήσεις  πραγματικές  και αναμνήσεις φανταστικές, μνήμες πραγμάτων που ζήσαμε και πραγμάτων που επινοήσαμε, αναμνήσεις τραυμάτων επίσης, ουλών που μόλις που τολμάμε να αγγίζουμε  κι όμως και πάλι ψαχουλεύουμε· ο νους μας γυρνά  και γέρνει εκεί, όπως η γλώσσα  στη ουλή  ενός βγαλμένου  δοντιού– μνήμες απώλειας· αυτές, ίσως,   είναι οι πιο οδυνηρά ηδονικές μνήμες. Και τι άλλο είναι οι μνήμες (ως αναμνήσεις/ ξανα-κοιτάγματα) παρά προσπάθεια να δώσουμε μορφή και σχήμα στα  εκάστοτε σπαράγματα  του χρόνου, στα ίχνη από το πέρασμα του πραγματικού, στο αδιάκοπο  διάβα του παρόντος  που γίνεται παρελθόν και παρέρχεται μόλις το ακουμπάμε και που μπορεί να γίνει υποφερτό μόνο μέσα από επεξεργασίες νοήματος; Όπως τα όνειρα υφίστανται πάντα μια πρωτογενή και δευτερογενή επεξεργασία -τις στιγμές που ξυπνάμε -έτσι και τα αδιάκοπα παρόντα αποκτούν  νόημα   μέσα  από την  ακατάπαυστη, αξεδιάλυτη συγχώνευση τους με τις δικές μας προβολές και εκλογικεύσεις.
Μνήμη  και αναμνήσεις: Είναι διαφορετική η μνήμη από την ανάμνηση, μας λέει ο Αριστοτέλης: «όχι μόνο σχετικά με το χρόνο αλλά και γιατί, ενώ μνήμη έχουν πολλά  κι από τα αλλά ζώα, ανάμνηση δεν έχουν κανένα ας πούμε  από τα γνωστά ζώα, εκτός από τον άνθρωπο. Αιτία δε είναι ότι η ανάμνηση είναι σαν συλλογισμός· γιατί αυτός που αναθυμάται, συλλογίζεται  ό,τι  προηγουμένως  είδε   ή  άκουσε ή  έπαθε  κάτι  τέτοιο και είναι σαν κάποια αναζήτηση. Και αυτό  είναι  φυσικό να συμβαίνει μόνο στα όντα  που σκέπτονται για ν’ αποφασίσουν · γιατί η διάσκεψη  αυτή  είναι ένα είδος συλλογισμού».
Και είναι οι Μνήμες μας πάντα  επιλεκτικές και πάντα συνυφαίνονται  με την λησμονιά ,την Λήθη , όπως η Μέρα με την νύχτα ή, όπως ο θάνατος υποβαστάζει και (περι)ορίζει τη ζωή μας, αλλιώς θα χανόμασταν στην απειρία των πραγμάτων, καταστάσεων και συναισθημάτων που νιώσαμε, αντιληφθήκαμε, είδαμε, πονέσαμε, φανταστήκαμε, σαν τον  Ιρενέο Φούνες (ήρωα ιστορίας του Χ. Λ. Μπόρχες) που όταν ήταν παιδί, έπεσε από το άλογο και έμεινε ανάπηρος και «σχεδόν ανίκανος να συλλάβει καθολικές, πλατωνικές ιδέες», δηλαδή τη διαδικασία της αφαίρεσης: να εστιάζει σε συγκεκριμένες όψεις των όσων έβλεπε με το να παραβλέπει τα υπόλοιπα. Αντίθετα μπορούσε να βλέπει «το κάθε σταφύλι που είχε πατηθεί για να γίνει το κρασί και όλους τους μίσχους και τα ακροβλάσταρα του αμπελιού», εκεί που εσείς κι εγώ «με μια γρήγορη ματιά θα βλέπαμε τρία ποτήρια  με κρασί πάνω στο τραπέζι». Δυο – τρεις φορές ο Φούνες, «ανασυγκρότησε στη μνήμη του μια μέρα ολόκληρη» χωρίς κανένα δισταγμό και κανένα λάθος, «αλλά η ίδια η ανασυγκρότηση του είχε πάρει μια ολόκληρη μέρα». Στην πραγματικότητα, ο Φούνες όχι μόνο θυμόταν κάθε φύλλο κάθε δέντρου, κάθε δάσους αλλά και καθεμιά από τις φορές που το είχε δει ή το είχε φανταστεί. Έχοντας ανακαλύψει πως όχι μόνο το έργο που είχε αναθέσει στον εαυτό του δεν είχε τελειωμό, αλλά και πως η όλη ιδέα ενός τέτοιου έργου ήταν άσκοπη, ο Φουνες παραπονιόταν :«η μνήμη μου κύριε είναι ένας σωρός από σκουπίδια».
Έτσι οι μνήμες δεν μπορούν αν επιβιώσουν χωρίς την εναλλαγή τους με την λήθη: η Λήθη είναι αναπόσπαστο κομμάτι της Μνήμης. Έτσι οι αναμνήσεις είναι πάντα επιλεκτικές: άλλοτε σκόπιμα επιλεκτικές  αλλά τις περισσότερες  φορές αθέλητα. Φανερώνουμε πράγματα  σκεπάζοντας, αλλά και σε κάθε ηλικία,  ξεσκεπάζουμε καλά φυλαγμένα ακόμη κι από μας  μυστικά  που κρύβει η κουβέρτα της Λήθης. Γιατί δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε το παρόν  χωρίς το προστατευτικό κέλυφος του παρελθόντος μας: χωρίς το παρελθόν μας που να ερμηνεύει το παρόν, το τελευταίο θα έμοιαζε  με βύθισμα στη κόλαση  που το μαρτύριο της  θα στάλαζε μέσα μας σαν ένα  επαναλαμβανόμενο αγωνιώδες ερώτημα : Τι έγινε πριν;
 ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ . 3 Η στιγμή ως αιωνιότητα του Πέτρου Θεοδωρίδη
Ιστορίες για τον Χρόνο 2. Παρελθόν και Παρόν . του Πέτρου Θεοδωρίδη

Ιστοριες για τον Χρονο. #1 η Στιγμη, η Διαρκεια, η Βαρεμαρα.

Από το Μοντέρνο στο Μεταμοντερνο -Στη τέχνη και στη Κοινωνία. Πέτρος Θεοδωρίδης

  Πέτρος Θεοδωρίδης (τμήμα κινηματογράφου Α.Π.Θ ) Από το Μοντέρνο στο Μεταμοντερνο Στη τέχνη και στη Κοινωνία   Α. :Μοντερνισμός   ...