Ζούμε στην εποχή του παροντισμού :αν η νεωτερικότηταέμοιαζε μεένα ορμητικό ποτάμι "που δεν γυρίζειπίσω»» ,η παροντική εποχή μας θυμίζει λίμνηπου ξεχειλίζει και καταπίνει ότι προεξέχει.
Ο Κάστρο ήταν κατάλοιπο μιας
εποχήςηρωισμού, βολονταρισμού, αυτοθυσίας και Θυσίας..Είχετην σχέση με τον λαό που έχουνοι
χαρισματικοί ηγέτες , σχέσησχεδόν
ερωτική , στηριγμένη στους μύθους και στα θαύματα…
Αυτή η σχέση προϋπόθετε
τοΒιβλίο ,την Ρητορικήικανότητα και το ραδιόφωνο ..
Η τηλεόραση την απομυθοποιεί, το ιντερνέτακόμα περισσότερο..
Ο Κάστρουπήρξε το τελευταίο κατάλοιπο της έννοιας
του Χαρακτήρα , δηλαδή της αντοχής- της ‘’αυτουπερβασης –για μιαμεγαλύτερηυπόθεση -
Σήμερα ζούμε στην εποχή
της’’ προσωπικότητας ‘’ και του ‘’ενδιαφέροντος ‘’ της αυτοπραγματωσηςκαι του ατομικισμου...
Ο Κάστρο ήταν κεντρικό σημαίνονγια την εποχήτων ιδεολογιών , σήμεραζούμεστην εποχή των απόψεων
.Σελίγο από
τον Κάστροδεν θα απομείνειπαρά μια θρυμματισμένη εικόνα , όπως και από την
εποχή του…
Περί απόψεων
τι είναι εκείνο που χαρακτηρίζει τον ''θαυμαστο καινούριο κόσμο των απόψεων''; Η αποδοχή μιας
υπορρητης σύμβασης να μην εισδύουμε στο βάθος των πραγμάτων να μην προσπαθούμε
καν να εξηγήσουμε συνολικά τον κόσμο...
-Αντίθετα από τις Ιδεολογίες οι απόψεις και το '' άποψη
μου είναι'' και το 'έχω δικαίωμα στην άποψη μου'' σημαίνουν ότι είμαστε τμήματα
ενός τεράστιου πάζλ η μάλλον ενός ασυμπλήρωτου παιχνιδιού τύπου Λεγκο που
αλλάζει κάθε τόσο μορφή και που καλούμαστε να συμπληρώσουμε .
Βεβαία κάποια κομμάτια κάποιες απόψεις -πάντα περισσεύουν
--Ο φονταμενταλισμός είναι οι απόψεις που γίνονται εμμονές
La psychanalyse à l’envers, αυτός θεώρησα πως έπρεπε να είναι ο τίτλος του παρόντος σεμιναρίου.
Μην νομίζετε πως αυτός ο τίτλος οφείλει οτιδήποτε στην επικαιρότητα που
θα θεωρούσε τον εαυτό της στα πρόθυρα του να φέρει τα πάνω κάτω σ’
έναν ορισμένο αριθμό τόπων. Δεν θα δώσω παρά την ακόλουθη απόδειξη. Σ’
ένα κείμενο του 1966, και συγκεκριμένα σε μια από αυτές τις εισαγωγές
που συνέταξα τη στιγμή της συλλογής των Γραπτών μου, και που το
υπογραμμίζουν ιδιαιτέρως, κείμενο που τιτλοφορείται De nos antécédents,
χαρακτηρίζω στην σελίδα 68 το λόγο μου ως μια επανεξέταση, λέω, του
φροϋδικού σχεδίου από την ανάποδη. Γράφτηκε λοιπόν πολύ πριν τα γεγονότα
– μια επανεξέταση από την ανάποδη (envers).
Τι να πει κανείς γι’ αυτό; Μου συνέβη, την περασμένη χρονιά, να
διακρίνω, με μεγάλη επιμονή, σε τι συνίσταται το καθεστώς του λόγου,
σαν μια αναγκαία δομή που υπερβαίνει κατά πολύ την ομιλία, η οποία
είναι πάντοτε λίγο ως πολύ συνάρτηση των περιστάσεων. Αυτό που προτιμώ,
είπα, και μάλιστα μια μέρα το έγραψα στον πίνακα, είναι ένας λόγος χωρίς λόγια.
Είναι γεγονός ότι κάλλιστα αυτός μπορεί να υφίσταται χωρίς λόγια.
Υφίσταται σε ορισμένες θεμελιώδεις σχέσεις. Αυτές, κυριολεκτικά, δε θα
μπορούσαν να στηριχθούν χωρίς τη γλώσσα. Μέσα από την γλώσσα ως
εργαλείο εγκαθιδρύεται ένας ορισμένος αριθμός σταθερών σχέσεων, στο
εσωτερικό των οποίων μπορεί, βεβαίως, να εγγραφεί κάτι που είναι πολύ
πιο ευρύ, που πάει πολύ πιο μακριά, από τις δυνατές εκφορές. Δεν είναι
διόλου αναγκαίες ώστε η συμπεριφορά μας, οι πράξεις μας να εγγράφονται
ενδεχομένως στο πλαίσιο ορισμένων πρωταρχικών διατυπώσεων. Εάν αυτά τα
πράγματα δεν συνέβαιναν, τι θα γινόταν με ό,τι ξαναβρίσκουμε στην
εμπειρία μας, και ειδικότερα την αναλυτική -παρούσα σ’ αυτό το σημείο
συνάρθρωσης επειδή ακριβώς το υπέδειξε -, τι θα γινόταν λοιπόν με αυτό
που ξαναβρίσκουμε υπό τη μορφή του υπερεγώ;
Υπάρχουν δομές -δε θα μπορούσαμε να τις κατονομάσουμε διαφορετικά- για
να χαρακτηρίσουμε ό,τι μπορεί να αναδειχθεί από αυτό το υπό μορφήν όπου
την τελευταία χρονιά έδωσα έμφαση στο πλαίσιο μιας ιδιαίτερης χρήσης,
–δηλαδή αυτό το οποίο ορίζω διαμέσου της θεμελιώδους σχέσης με βάση τη
σχέση ενός σημαίνοντος με ένα άλλο σημαίνον. Απ’ όπου προκύπτει η
ανάδυση αυτού, που αποκαλούμε το υποκείμενο –μέσω του σημαίνοντος που,
εν προκειμένω, λειτουργεί ως αυτό που αντιπροσωπεύει το υποκείμενο, σε
σχέση με ένα άλλο σημαίνον.
Πώς να διατυπώσουμε αυτόν τον θεμελιώδη τύπο; Αυτόν τον τύπο, αν
θέλετε, χωρίς να χρονοτριβούμε, φέτος θα τον γράψουμε με έναν νέο
τρόπο. Τον είχα διατυπώσει την περασμένη χρονιά με βάση την
εξωτερικότητα του σημαίνοντος S1, εκείνου απ’ όπου αντλεί την καταγωγή
του ο ορισμός του λόγου, έτσι όπως πρόκειται να τον υπογραμμίσουμε σ’
αυτό το πρώτο βήμα, σ’ έναν κύκλο που τον δηλώνουμε με το αρχικό γράμμα
Α, δηλαδή το πεδίο του μεγάλου Άλλου. Όμως, απλοποιώντας, θεωρούμε το
S1 και, κατονομάζουμε με το σημείο S2, την συστοιχία των σημαινόντων.
Πρόκειται γι’ αυτά που είναι ήδη υπάρχοντα, μολονότι στο πρωταρχικό
σημείο στο οποίο εντασσόμαστε για να καθορίσουμε τι συμβαίνει με τον
λόγο, τον λόγο νοούμενο ως καθεστώς του εκφερόμενου, το S1 είναι
εκείνο που πρέπει να εξετάσουμε ως παρεμβαίνοντα. Παρεμβαίνει σε μια
σημαίνουσα μπαταρία, που δεν έχουμε ποτέ κανένα δικαίωμα, σε καμία
περίπτωση να θεωρήσουμε ως αποτελούμενη από διάσπαρτα στοιχεία, ως αυτή
που διαμορφώνει το δίκτυο αυτού που ονομάζεται μια γνώση…..
Απόσπασμα από το Σεμινάριο 17 του Ζακ Λακάν L’envers de la psychanalyse, Paris, Seuil.
Για την ταινία « Ουφονεύσεις» ( «μικρήιστορία
για έναΦόνο»)από τον Δεκάλογο του Κισλόφκσι,
του ΠέτρουΘεοδωρίδη *
Η ταινίατου μεγάλου πολωνού σκηνοθέτη Κισλοφσκι,Ου φονεύσεις , ( αρχικόςτίτλος «Μικρήιστορία για ένα Φόνο», περιέχεται στον γνωστόεργο του «Δεκάλογος», 1988 )ήταν εμπνευσμένη
απότηναληθινήιστορία της δολοφονίας
ενός ταξιτζή της Βαρσοβίας και της εκτέλεσης του νεαρού δολοφόνου του. Πρόκειται
για μια ιστορία για δυο φόνους : στον πρώτο ένας νεαρός 20 χρονών, ο Γιάτσεκ σκοτώνειμεθηλιά- από λεπτό σχοινί - έναν
μεγαλύτερο του ταξιτζή. Στον δεύτεροφόνο , μια πολύ μεγαλύτερη σε μέγεθος και θανατερήπαγερότητα θηλιά, περιμένειτον νεαρό : η θηλιάτου Νόμου.
Ας θυμηθούμε μερικέςσκηνέςκαι το κλίμα της ταινίας :
Τον ταξιτζή ικανοποιημένο με τον εαυτό
του ,κενό, μια παλιά φθαρμένηφωτογραφία
ενόςκοριτσιού ,τον νεαρό δικηγόρο που δίνειεξετάσεις για την άδεια άσκησης επαγγέλματος, το ξαφνικό ξέσπασμα βίας του νεαρού στα ουρητήρια, τον Γιάτσεκνα κοιτά έναναστυνομικό , να ετοιμάζει μια θηλιά,την σκηνή του φόνου ,τον λασπωμένο δρόμος ,το τραίνο που περνά. Πρόκειταιγια ένα μουλωχτό δύσκολο θάνατο για έναέγκλημα σε συνέχειες, απεχθέςκαι μακάβριο: Ο Γιάτσεκ πνίγειτον ταξιτζή μεσχοινί , τον χτυπά, του σπάει το κεφάλι με πέτρα, ακούει την μουσική του
ραδιοφώνου , τρώει το μισοτελειωμένο σάντουιτςπου έχει αρχικάταΐσει έναν σκύλο.
Και γύρωδιάχυτο και υπόκωφο το κλίμα της κακίας και αγένειας ,η
εσωτερικευμένη βία της πόλης: κάτω από τον πάγο βράζειη οργή.
Αςθυμηθούμε τώρα το δεύτερο μέρος :Ο δικηγόροςτου Γιάτσεκ έχασε η μηχανή της δικαιοσύνηςκινείται : Ο δήμιος καιο δικηγόρος μπαίνουν στη φυλακή, η πόρτα της φυλακής κλείνειπίσω τους . Ο Γιατσεκ θέλει να μιλήσει,να εξομολογηθεί να εξηγήσει γιατί το έκανε
στον δικηγόρο .είναι η πρώτη φορά που δείχνει την ανθρωπιά του Η γέννηση του
γιου του Δικηγόρου, αντίστιξη :στο βάθος έχουμε την μητέρα του Γιατσεκ που
κλαίει δεν μιλά, δεν κραυγάζει, κλαίεισιωπηλά.
Ο Γιατσεκ γίνεται τώρα ανθρώπινος ,συμπαθητικός,
γλυκός ,έναπαιδί«θέλω-λέει
- να με θάψουν διπλά στον πατέρα μου, θέλω μια θέση διπλά στον τάφο του και τον
τάφο της αδελφής μου Μαρίας. Είναι μαζί: όταν η Μαρίαήταν12 την παρέσυρε ένα τρακτέρ – ο οδηγός
ήτανμεθυσμένος , αχ !!αν η Μαρία ζούσε»
καταλήγειο Γιατσεκκαι κλαίει και αναδύεται
μια παράξενη θερμότητα σαν αυτή που αφήνουνοι πάγοιόταν λιώνουν .
Έχουμεστην ταινία δυο απεικονίσειςτης βίαςκαι του φόνου: Η πρώτη βία ενέχει κάτι το απάνθρωπα ανθρώπινο. Σχεδόν
γελοίο, τραγικά γελοίο.
Η δεύτερηβίαείναιαπάνθρωπη με την απανθρωπιά της μηχανής: 1987. Το Πολωνικό κράτος,ως υπαρκτός σοσιαλισμός ,πεθαίνει, ξεψυχά. Καιμας παγώνει με την κενή, ανόητη,ψυχρότητα του .
Το τέλος της ταινίας:
η τελευταία επιθυμία του Γιατσεκ , ένα τσιγάρο χωρίς φίλτρο, ο Γιατσεκ
ουρλιάζει, ξεσπά ,αίφνης ο πόνοςαναδύεται , ακούγεται από το τηλέφωνο η απάνθρωπηφωνή του Νόμου: «Εκτελέστε την ποινή» , επικρατεί πανικός ακόμακαι στον δήμιο. Στο τέλοςβλέπουμε
σε μια ερημική περιοχή ,τον δικηγόρομέσα
στο αυτοκίνητο του να κλαίει, και κάπουέξω , έναμικρό έντονο φως να αναδύεται
,έναφως σαν εκείνο
του Αυγερινού.
Ας συνεχίσουμετηνανάλυσητης ταινίας σε δυο επίπεδα :Κατ’αρχάς το κοινωνικό περιβάλλον τηςΠολωνίας, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας
του80 όπως μας τοπαρουσιάζειο Κισσλόφσκι: Το φιλμγυρίστηκεστην Βαρσοβίακαι στα περίχωρα της, παρουσιάζοντας την με
έναν ιδιαίτερα πρασινωπό τρόπο- με ειδικά φίλτρα που έφτιαξεο οπερατέρ της ταινίαςόχι με το πράσινο τηςάνοιξης και της ελπίδαςαλλά με έναπράσινο που έδειχνε τον κόσμο σκληρό , μουντό και άδειο. Το ύφος του
οπερατέρ, οτρόπος που λειτούργει οφακός σε αυτή τηνταινία –,ταιριάζουν απόλυτα με το θέμα :Η
πόλη φαίνεται άδεια ,θλιβερή ,ανόητη ,όλοι οι άνθρωποι είναι ίδιοι. Σιγάσιγά διακρίνουμε κάτω από την επίπεδη επιφάνεια την
παρόρμηση της τυφλής βίας που εκπροσωπείο Γιατσεκ. Κάτιτρίζει, κάτι
υποχθόνια σκάβει από κάτω .Η ταινία καταγράφει έναβουβό κόσμο , όπου τα λόγια δεν έχουν πέραση,
βουβό και άνευ νοήματος , έναν νικημένο – ξέπνοο κόσμο. Τηναναπαράσταση ενός κόσμου πριν από τιςΔέκα εντολές - ενός κόσμου πριν από τον
νόμοδηλαδή τον λόγο, ενός κόσμου
α-λογου, δηλαδή α – νόητου.
Σεμιασυνέντευξη του , αργότερα, ο
Κισσλοφκσι αναφέρεται στους τρεις λογούς για τους οποίουςέκανεαυτή την ταινία .
Ο 1οςγια να καταγγείλει το σύστημα της θανατικής ποινής , ο 2οςγια να δείξει τηνσκληρότητα και το αποτρόπαιο κάθε φόνου
είτεατομικού είτεκρατικού. Ο 3ος – μας λέει ο Κισσλοφσκι -ήτανγια να περιγράψειτον πληκτικό κόσμο της τότε Πολωνίας’’ ενός
κόσμου «πληκτικού και τρομερού» όπου οι άνθρωποι «όχι μόνο δεννιώθουν οίκτο όχιμόνο δεν αλληλοβοηθούνται αλλά κάνουν ότι
μπορούνγια ναφέρνουν εμπόδια ο ένας στον άλλον, έναν κόσμοόπου οι άνθρωποιαπεχθάνονται ο έναςτον άλλον, έναν κόσμο από μοναχικούς
ανθρώπους»
Το 1987 , η λαϊκή
δημοκρατία της Πολωνίας πνέει τα λοίσθια . Ήταν μιαζωντανή νεκρή κοινωνία, μια κοινωνία σε βαθιά
βαρεμάρα. Όμως , ας σκεφτούμε , μήπωςη
ταινία αφορά στην κάθε α-νόητη κοινωνία,
την κάθε κοινωνία σε κρίσηάρα και την
σύγχρονηδική μας κοινωνία;
τοδεύτερο επίπεδοτης ανάλυσης μαςείναι ατομοκεντρικό: θα ήθελα να συγκρίνω τον
Γιατσεκμεέναν πολύ γνωστό μυθιστορηματικό αντιήρωα ,
τον Ξένο του Καμύ ,αλλά και τους
ήρωες του μεγάλου μυθιστοριογράφου τηςαλλοτρίωσηςτου Κάφκα
Κατ’ αρχάς ο Ξένος
(1942)του Καμυ έχειένα
χαρακτηριστικό που τον κάνει αν μοιάζειμε τον αντιήρωατου Κισσολφσκι ,την
απάθεια μπροστάστον θάνατο και τον φόνο :Θυμίζω πως ο Ξένος ξεκινά με την φράση: “ «Σήμερα, η μαμά πέθανε. Ή ίσως χθες, δεν ξέρω »Ο Μερσώ, ένας
αδιάφορος Γάλλο-Αλγερινός, μετά την παρουσία του στην κηδεία της μητέρας
του,(όπου δεν έκλαψε) σκοτώνει απαθώς έναν Άραβα στο Γαλλικό Αλγέρι. Η ιστορία είναι
χωρισμένη σε δύο μέρη: πριν και μετά τον φόνο.(όπως και η ταινία του Κισσλόφκσι
). Ο Μερσώ κάνει έναανεξήγητο έγκλημα
σκοτώνοντας τον Άραβαδεν προσπαθεί
καθόλου να υπερασπιστεί τον εαυτό του, παρακολουθεί με απάθεια την δίκη του .Ο
εισαγγελέας, για να πείσει πως πρόκειται για πράξη απεχθή και προμελετημένη,
στηρίζει την αγόρευσή του στο γεγονός πως δεν δήλωσε ποτέ μετάνοια δεν
έκλαψεστην κηδείατης μάνας του. Όλα αυτά οδηγούν το Μερσώ
στην καταδίκη και στη λαιμητόμο.
Ας συγκρίνουμετώρα τονΓιάτσεκ του Κισσλόφκσι με τον Ξένοτου Καμύ :Αν ο εκτυφλωτικός ήλιος οδηγεί τον Ξένοστο να σκοτώσει, δεν έχουμετην αίσθηση πως το πρασινωπόχρώμα της απέχθειαςκαι της πλήξης , είναι εκείνο που φταίει για
την αντι κοινωνικότητα του Γιατσεκ;
Όμως στον ξένο η
απάθειατου δολοφόνουείναι πλήρης καιφτάνει μέχρι το τέλος ενώ στο «Ου φονεύσεις»
η αδιαφορία σπάει στο δεύτερομέρος
–όπου ο δολοφόνος γίνεται ένασχεδόν
συμπαθητικό παιδί, που η επιθυμία του είναι να τον θάψουν πλάι στον πατερά και
την αδελφή Του.
Η ομοιότητα επίσηςανάμεσα στον ξένο καιστην ταινία του Κισσλόφκσι αφορά επίσηςκαι στην Δικαιοσύνη:και στιςδυο περιπτώσειςκαι στον Ξένοκαι στο Ου φονεύσεις είναι
κυρίως ο μηχανισμόςτης δίκηςπου είναι παράλογααπάνθρωπο.
Οδεύτεροςσυγγραφέας που μπορείνα συσχετιστείμε την ταινίααυτή είναι βέβαια ο Κάφκα ο κατ ’εξοχήν
συγγραφέας που έδειξε το παράλογο, ακατανόητο στοιχείο του σύγχρονου Νόμου, Στη
Δίκη κεντρικό πρόσωπο είναι ο Γιόζεφ Κ. πουη ισορροπία της ζωής του ανατρέπεται όταν δύο
άγνωστοι χτυπούν την πόρτα του και του ανακοινώνουν ότι ήρθαν να τον οδηγήσουν
στον ανακριτή. Σιγά σιγά ανακαλύπτει πωςολόκληρο το περιβάλλον του, ολόκληρος ο κόσμος γίνεται προέκταση του δικαστηρίου
«Ένα βράδυ δύο μαυροντυμένοι
άνδρες του ζητούν να τους ακολουθήσει ως την άκρη της πόλης. Ανίκανος πια να
καταλάβει αλλά και να αντιδράσει, ο Γιόζεφ Κ. τους ακολουθεί σ' ένα έρημο
λατομείο, για να εκτελεστεί σε λίγο ψυχρά και απάνθρωπα με μια μαχαιριά στο
στήθος ’’Σαν το σκυλί’’ σκέφτηκε καθώς
έχανε τη ζωή του ο Γιόζεφ Κ. «λες και η ντροπή θα εξακολουθούσε να υπάρχεικαι μετά το θάνατο του».
Όμωςεκείνοτο έργοτου Καφκα που μου φαίνεται πιο κοντινό με τον
απάνθρωπο μηχανισμό του Νόμου πουδιαφαίνεται στην ταινία του Κισσλόφσκι ,είναι η Σωφρονιστική αποικία
:Σ’ αυτήν ένας ερευνητής επισκέπτεται μια αποικία και ετοιμάζεται να παρακολουθήσει μια δημόσια
εκτέλεση.Υποψήφιο θύμα ένας στρατιώτης, ο οποίος τιμωρήθηκε για απειθαρχία. Ο
στρατιώτης θα υποστεί ένα φριχτό βασανιστήριο. Ένας εγγραφέας θα χαράξει πάνω
στο κορμί του το απόσπασμα του νομικού κώδικα που παρέβη. Υπεύθυνος για τη
σωστή λειτουργία - μηχανήματος είναι ένα αξιωματικός ο οποίος γεμάτος περηφάνια
εξηγεί στον επισκέπτη πώς το μηχάνημα αυτό με τη βοήθεια ειδικών βελόνων και
κατάλληλου προγραμματισμού χαράσσει στο κορμί του τιμωρημένου την εκάστοτε
ποινή. Στη συνέχεια, ο αξιωματικός απελευθερώνει τον κατάδικο και παίρνει αυτός
τη θέση του:εισέρχεται εθελοντικά στο Μηχάνημα -προσπαθώνταςνα απολαύσει την τιμωρία τουκαι ταυτόχρονα να επιβεβαιώσει την λειτουργία
του Νόμου,. Όμως το μηχάνημα υφίσταται μια απροσδόκητη βλάβη,
αποσυντονίζεταικαι –ότι πριν ήταν μια
τελετουργική τιμωρία –καταλήγει σε ένα παράλογο φονικό μακελειό: το μηχάνημα
διαλύεται και τον κάνει κομμάτια.
Θα ήθελα επίσης να θυμίσω μια γνωστή παραβολή πάλι
του Κάφκα, τον μύθο «Ενώπιον
του Νόμου» όπου ο Χωρικός που περίμενε για χρόνια ολόκληρα μπροστά στη Πύλη
του Νόμου λίγο πριν ξεψυχήσει, «γνέφει αδύναμα στο φύλακα, γιατί δεν μπορεί πια
να σαλέψει το σώμα του». Ο φύλακας καταλαβαίνει πως ο άνθρωπος είναι πια στα
τελευταία του, πως η ακοή του σιγά σιγά τον εγκαταλείπει, και γι' αυτό φωνάζει
δυνατά, σκύβοντας κοντά του: "Κανείς
άλλος δεν μπορούσε να περάσει τούτη την πόρτα. Ήταν προορισμένη μόνο για σένα.
Τώρα, θα την κλείσω".
Και θα ήθελανα θυμίσωμια σκηνή ,από το δεύτερο μέρος
της ταινίας ουφονεύσεις ‘’ θυμηθείτετο ξεκίνημα της διαδρομή; με το ταξί,(τηςαμετάκλητη διαδρομή τουκάκου ,δηλαδή του φόνου έχουμε έναντροχονόμο που ίσως είναι ο απεσταλμένους του
θεού , (ή του Μολώχ )που κρατά ένα αριθμημένοπλακάτκαιείναι σανναδίνει το σήμα για να αρχίσει
να μετρά ο χρόνο του φόνου.
Νομίζωπως οΚάφκα όπως βεβαία και ο Καμύμας
δίνουν τα κλειδιά για να καταλάβουμε και τη ταινίατου Κισσλοφκσι: ο νόμος σε μια κοινωνία χωρίς
νόημαγίνεται μηχανή: άτεγκτηα-νόητη , αβαθής, αμετάκλητη παγερή μηχανή.
*Εισήγησητου Πέτρου Θεοδωρίδηγια την
ταινίαΔεκάλογος- 5 «Ου Φονεύσεις» στην
Δημοτική Βιβλιοθήκη Σερρών στον κύκλο εισηγήσεωνκαι διαλόγου ‘ΨηφίδεςΨυχολογίας στις30- 5 -2016(ΕισηγητέςΠέτρος Θεοδωρίδης , ΜιχάληςΣωτηρίου)