Αναγνώστες

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2015

Κρίστοφερ Λας, Λιμάνι σ΄έναν άκαρδο κόσμο, Η οικογένεια υπό πολιορκίαν, Βιβλιοπαρουσιαση απο τον Πέτρο Θεοδωρίδη . αποσπασμα



Κρίστοφερ Λας, Λιμάνι σ΄έναν άκαρδο κόσμο, Η οικογένεια υπό πολιορκίαν, Μτφ Βασίλης Τομανάς ,Εκδοσεις Νησιδες ,(1979), 2007 
  Πέτρου  Θεοδωρίδη Η αγία οικογένεια [Κρίστοφερ Λας, Λιμάνι σ' έναν άκαρδο κόσμο], Περιοδικό "Ένεκεν", τχ. 13, Μάιος 2009

·       Ο Κρίστοφερ Λας (αμερικανός ιστορικός και κοινωνιολόγος )(1932-1994) στο βιβλιο του αυτό ερευνά σε βάθος τα αίτια της κρίσης στην Οικογενειακή ζωή στην Αμερική και κατ’ επέκταση σε όλο τον Δυτικό Κοσμο
Γιατί έχει γίνει η οικογενειακή ζωή τόσο οδυνηρή, ο γάμος τόσο εύθραυστος, οι σχέσεις γονέων και παιδιών τόσο δύσκολες;. Μακριά από κοινότοπες διαπιστώσεις ο Λας προωθεί την κριτική του βαθύτερα :είναι οι ίδιες οι δυνάμεις που έχουν πτωχύνει την εργασία και τη ζωή του πολίτη,  που εισβάλλουν στην ιδιωτική σφαίρα και στο τελευταίο  της προπύργιο την οικογένεια . Η ένταση ανάμεσα στην οικογένεια και στην οικονομική και πολιτική τάξη πραγμάτων που σε ένα προγενέστερο στάδιο της αστικής κοινωνίας  προστάτευε τα παιδιά και τους εφήβους από την πλήρη  επίδραση της αγοράς , σταδιακά μειώνεται. Η οικογένεια, αποστεγνωμένη από την συναισθηματική ένταση που χαρακτήριζε  παλιότερα τις οικιακές σχέσεις, εκκοινωνίζει τους  νέους στις χαλαρές, μη απαιτητικές συναντήσεις που κυριαρχούν  και στον εξωτερικό κόσμο . Ενώ παλιότερα η οικογένεια μεταβίβαζε τις δεσπόζουσες αξίες  αλλά έδινε και στο παιδί την εικόνα ενός κόσμου που τις υπερέβαινε , αποκρυσταλλωμένη στην πλούσια εικονοποιια της μητρικής Αγάπης , ο καπιταλισμός  στα πιο πρόσφατα  στάδια του έχει εξαλείψει ή τουλάχιστον μετριάσει την αντίφαση αυτή.. Έχει περιστείλει στο ελάχιστο τη σύγκρουση ανάμεσα  στην κοινωνία και στην οικογένεια . Συγχρόνως , έχει εντείνει σχεδόν όλες τις άλλες μορφές σύγκρουσης . Όσο ο κόσμος γίνεται πιο απειλητικός  και ανασφαλής και η οικογένεια αδυνατεί να προστατεύσει από τους εξωτερικούς κινδύνους, όλες οι μορφές νομιμοφροσύνης  εξασθενουν ολοένα . Η εργασιακή ηθική που την έτρεφε η πυρηνική οικογένεια , παραχωρεί τη θέση της  σε μια ηθική της επιβίωσης  και της άμεσης εκπλήρωσης των επιθυμιών . Καθώς ο ανταγωνισμός εστιάζεται πιο πολύ στην επιβίωση παρά στην επίτευξη, ο ναρκισσιστής αντικαθιστά τον κυνηγό της επιτυχίας  και του κοινωνικού κύρους .
·       Ο Λας εξετάζει κριτικά αυτό το φαινόμενο της εισβολής στην αμερικάνικη οικογένεια των ειδικών της κοινωνικής και ψυχικής παθολογίας. Επικαλείται μάλιστα τον Φρόυντ, ο οποίος υποστήριζε ότι η αυτονομία εδράζεται στην έντονη συναισθηματική ταύτιση με τους γονείς και έρχεται έπειτα από τρομερούς αγώνες για να ξεπεράσουμε την κατωτερότητα και την εξάρτηση. Η ένωση αγάπης και πειθαρχίας στα ίδια πρόσωπα, μητέρα και πατέρα  δημιουργεί ένα πολύ φορτισμένο περιβάλλον στο οποίο το παιδί παίρνει μαθήματα που ποτέ δεν θα ξεπεράσει. Αναπτύσσει μια ασυνείδητη προδιάθεση να ενεργεί με ορισμένους τρόπους και να αναδημιουργεί τις πιο πρώιμες  εμπειρίες του στη μετέπειτα ζωή του, στις σχέσεις  του με ερωτικούς συντρόφους και εξουσίες   Η εξασθένηση της οικογενειακής  φροντίδας, συμπεραίνει ο Λας, ακριβώς επειδή έχει αμβλύνει τη σύγκρουση πατέρων και γιων, καθιστά πολύ πιο δύσκολο για το παιδί να γίνει αυτόνομος ενήλικος. Αν η αναπαραγωγή της κουλτούρας ήταν απλώς  ζήτημα τυπικής εκπαίδευσης και πειθαρχίας  θα είχε ανατεθεί στα σχολεία . Αλλά απαιτεί να και να μπολιάζεται, να μπήγεται  η κουλτούρα στην προσωπικότητα . Η οικογένεια είναι ο παράγοντας  στον οποίο η κοινωνία  εμπιστεύεται αυτό το περίπλοκο έργο . 
·        Ο Λας μας θυμίζει ότι ο νεωτερικός πολιτισμός απαιτούσε μεταξύ άλλων και έναν βαθύ μετασχηματισμό της προσωπικότητας. Η αποκήρυξη  των μοναστικών αρετών της φτώχειας και της αγνείας  από την προτεσταντική ηθική συμβάδισαν με την αξία που αποδόθηκε στην συσσώρευση του κεφαλαίου . Το αστικό μυαλό είδε τα παιδιά ως ομήρους του μέλλοντος  και αφιερώθηκε με πρωτοφανή επιμέλεια στην ανατροφή τους . Το νέο στυλ οικιακής ζωής δημιούργησε ψυχολογικές  συνθήκες ευνοϊκές για την ανάδυση ενός νέου τύπου ενδοστρεφους αυταρκους προσωπικότητας – την βαθύτερη συνεισφορά της οικογένειας  στις ανάγκες μιας κοινωνίας της αγοράς που εδράζεται στον ανταγωνισμό, στον ατομικισμό, στην αναβολή της ικανοποίησης , στην ορθολογική προνοητικότητα και στη συσσώρευση εγκοσμίων αγαθών
·       Περί τα τέλη του 18ου αιώνα τα κυρία χαρακτηριστικά του αστικού οικογενειακού συστήματος είχαν στέρεα  εδραιωθεί στην Δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ : Ο γάμος γινόταν σε σχετικά μεγάλη ηλικία και πολλοί άνθρωποι έμεναν άγαμοι. Ο γάμος έτεινε να κανονίζ εται από τους μέλλοντες συζύγους και όχι από τους  γονείς και τους πρεσβυτερους..Οι πρεσβύτεροι  επέτρεπαν στα νεαρά ζευγάρια να φλερτάρουν καταλαβαίνοντας ότι η  αυτοσυγκράτηση των νέων θα έπαιρνε τη θέση της επιτήρησης  από τους ενηλίκους. (σ 24)Συγχρόνως άνδρες και γυναίκες δεν εγκατέλειπαν εύκολα στο γάμο τις συνήθειες της επιφυλακτικότητας που είχαν αποκτήσει κατά τη περίοδο του φλερτ . Εν τελει το Δυτικό σύστημα γάμου γέννησε μεγάλη σεξουαλική ένταση και κακή προσαρμογή,που έγινε πιο έντονα αισθητή από όσο θα γινόταν αλλού επειδή ο γάμος  , ιδεατά , βασιζόταν στην οικειότητα και στην αγάπη. Η ανατροπή του γάμου του προσχεδιασμένου από άλλους επηλθε στο όνομα της ρομαντικής αγάπης και μιας νέας σύλληψης της οικογένειας  ως καταφύγιου από τον πολύ ανταγωνιστικό κόσμο της αγοράς . : Οι δυο σύζυγοι έμελλε να βρουν παρηγοριά και πνευματική ανανέωση ο ένας στη συντροφιά του άλλου. Ειδικότερα η γυναίκα  έμελλε να χρησιμεύσει, σύμφωνα με μία διάσημη ρήση του 19ου αιώνα ως ‘’Άγγελος της παρηγοριάς’’ 
·       Το παιδί ,που δεν το έβλεπαν πια απλώς ως  μικρό ενήλικο έφτασε να θεωρείται πρόσωπο με δικα του χαρακτηριστικά –ευάλωτα αθωότητα- που απαιτούσε μια θερμή , προστατευμένη και παρατεταμένη περίοδο ανατροφής . Ενώ παλαιοτέρα τα παιδιά μπλέκονταν  ελεύθερα με τις συντροφιές  των ενηλίκων οι γονείς τώρα επιδίωκαν να τα κρατήσουν μακριά από την πρόωρη επαφή με διαφθειρουσες επιρροές . Εκπαιδευτικοί και ηθικολόγοι άρχισαν να τονίζουν την ανάγκη του παιδιού για παιχνίδι, για αγάπη για κατανόηση και για το σταδιακό , άπιαστο ξεδίπλωμα της φύσης του. Αποτέλεσμα είναι ότι η ανατροφή των παιδιών έγινε πιο απαιτητική και οι συναισθηματικοί δεσμοί μεταξύ γονέων και παιδιών έγιναν πιο έντονοι, ενώ συγχρόνως  οι δεσμοί με συγγενείς έξω  από την στενή οικογένεια  ασθένησαν . . Εδώ ήταν μια άλλη πηγή μόνιμης έντασης  στην οικογένεια της μεσαίας τάξης , η συναισθηματική υπερφόρτιση της σχέσης γονέα και παιδιού .
·       Μια άλλη πηγή έντασης  ήταν η αλλαγή της καταστατικής θέσης των γυναικών : Η αστική οικογένεια συγχρόνως  υποτίμησε και εξύψωσε τις γυναίκες . Από τη μια τους αναίρεσε πολλές παραδοσιακές τους ασχολίες καθώς το σπίτι έπαψε να είναι κέντρο παραγωγής  και αφιερώθηκε στην ανατροφή των παιδιών .  . Από την άλλη , οι νέες απαιτήσεις της ανατροφής των παιδιών κατέστησαν αναγκαίο το να εκπαιδευτούν οι γυναίκες για τα νέα τους οικιακά καθήκοντα .: Έτσι οι γυναίκες έπρεπε  να γίνουν πιο πολύ Χρήσιμες παρά διακοσμητικές . Στις κοινωνικές κατηγορίες  που αποθανάτισε η Τζεην Ωστιν  οι γυναίκες έπρεπε να παραιτηθούν από την ευαισθησία προς όφελος της Λογικής . 
·        Το σύστημα της αστικής οικογένειας  έφτασε στην πλήρη άνθιση του τον 19ο αιώνα: Βασίστηκε στον συντροφικό γάμο, στο σπιτικό που έχει ως επίκεντρο το παιδί, στην χειραφέτηση η στην οιωνει χειραφέτηση των γυναικών και στη δομική απομόνωση της πυρηνικής οικογένειας από το σύστημα των συγγενών και από την κοινωνία εν γένει . Η οικογένεια  βρήκε  ιδεολογική στήριξη και δικαιολόγηση στη σύλληψη της οικιακής ζωής  ως συναισθηματικού  καταφύγιου σε μια ψυχρή και ανταγωνιστική κοινωνία . Η έννοια της οικογένειας  ως λιμανιού σε έναν άκαρπο κόσμο θεώρησε δεδομένο τον ριζικό διαχωρισμό ανάμεσα σε εργασία  και σε ελεύθερο χρόνο και ανάμεσα σε δημόσια και ιδιωτική ζωή . Η ανάδυση της πυρηνικής οικογένειας  αντανακλούσε τη μεγάλη αξία που έδινε η νεωτερική κοινωνία στην ιδιωτικοτητα και με τη σειρά της  η εξύμνηση της ιδιωτικότητας αντανακλούσε την απαξίωση της εργασίας.Γιατί όσο η παραγωγή γινόταν πιο περίπλοκη και αποδοτική η εργασία γινόταν ολοένα πιο εξειδικευμένη , κατακερματισμένη και ρουτινιέρικη. Έτσι η εργασία που πια δεν θεωρείται ικανοποιητική ασχολία από μόνη της , έπρεπε να ανα-οριστεί ως τρόπος επίτευξης ικανοποιήσεων και παρηγοριάς εξ από την εργασία Έτσι και κατά βάθος , η εξύμνηση της ιδιωτικής ζωής και της οικογένειας  αντιπροσώπευε την άλλη πλευρά της αστικής αντίληψης  της κοινωνίας  ως ξένου πράγματος, απρόσωπου, απόμακρου και αφηγημένου- ενός κόσμου από όπου είχαν φύγει περίτρομα ο οίκτος και η τρυφερότητα . Οι στερήσεις που βίωναν οι άνθρωποι  στο δημόσιο κόσμο έπρεπε να αντισταθμίζονται στη σφαίρα της ιδιωτικότητας .
·       Όμως περί τα τέλη του 19ου αιώνα οι αμερικανικές εφημερίδες γέμισαν με σκέψεις για τη κρίση του γάμου και της οικογένειας . Τέσσερις εξελίξεις προκάλεσαν μια σταθερά αυξανομένη αίσθηση συναγερμού: Η αύξηση του ποσοστού των διαζυγίων , η πτώση του ρυθμού των γεννήσεων στους κόλπους  των ‘’καλύτερων ανθρώπων ‘(δηλαδή της ανώτερης τάξης) , η μεταβληθείσα θέση των γυναικών και η λεγομένη επανάσταση στα ήθη : Μεταξύ 1870 και 1920 τα διαζύγια δεκαπενταπλασσιαστηκαν . Στο μεταξύ ‘’η μείωση του ρυθμού των γεννήσεων στις ανώτερες φυλές ‘’ όπως το διατύπωσε ο Τεοντορ Ρουσβελτ το 1897 γέννησε το φόβο μήπως σύντομα οι ανώτερες φυλές ξεπεραστούν  αριθμητικά από τους κατωτέρους , πουλεγοταν ότι πολλαπλασιαζονταν  αδιαφορώντας  τελείως  για το αν είχαν την δυνατότητα να μεγαλώσουν τα παιδιά τους .Κατά τους συντηρητικούς  επίσης  η μεσαία τάξη είχε  γίνει μαλθακή και εγωιστική  ιδίως οι γυναίκες της  που προτιμούσαν την κοινωνική τύρβη από τις πιο σοβαρές απολαύσεις της μητρότητας.
Η μεταβαλλόμενη καταστατική θέση των γυναικών ήταν ένα από τα πιο έκδηλα  σημεία της εποχής : Όλο και περισσότερες γυναίκες  φοιτούσαν σε κολεγιά  και εισέρχονταν στην εργασιακή δύναμη .Οι συντηρητικοί επιτίθενται στον φεμινισμό με τον ισχυρισμό ότι η εργασία της γυναικάς είναι αυτοεκπλρωτική ακριβώς  χάρη στα ιερά της καθήκοντα ως συζύγου και μητέρας . Όμως σιγά η συντηρητική ρητορεία  για αυτά τα ιερά καθήκοντα άρχισε να φαίνεται παρωχημένη : Οι επικριτές του φεμινισμού άρχισαν να υποστηρίζουν ότι η μητρότητα και η δουλειά της νοικοκυράς  αποτελούσαν ικανοποιητικές καριέρες που απαιτούσαν  ειδική εκπαίδευση στη ‘’δημιουργία σπιτικού’’, την οικιακή επιστήμη’’ και στην οικονομία του σπιτιού’’ ως μια απόπειρα να υψώσουν την δουλειά του νοικοκυριού στο επίπεδο ενός επαγγέλματος .
·        Παράλληλα η κίνηση  για απελευθέρωση της ‘’σεξουαλικότητας  ενόχλησε πολύ περισσότερο τους συντηρητικούς . Η ‘’νέα ηθική ‘’ κήρυξε τις απολαύσεις του σώματος , υποστήριξε το διαζύγιο και τον έλεγχο των γεννήσεων  αμφισβήτησε τη μονογαμία και καταδίκασε την παρέμβαση του κράτους  στη σεξουαλική ζωή. 
·       Όμως οι υποστηρικτές της οικογένειας  αντί να προσπαθήσουν να εκμηδενίσουν την νέα ηθική αρκεστηκαν στο να την εξημερώσουν : αφαιρεσαν  από την ιδεολογία της σεξουαλικής χειραφέτησης  ο, τι απειλούσε την μονογαμία , ενώ εξύμνησαν  μια πιο ελεύθερη και πεφωτισμένη σεξουαλικότητα μέσα στο γάμο . Υποστήριξαν ότι οι Αμερικανοί είχαν απορρίψει όχι τον γάμο  αλλά απλώς το ιδεώδες  του σεξουαλικού μονοπωλίου’ με το οποίο ο γάμος  είχε μάλλον περιττά συνδεθεί . Αφού η έμφαση την αποκλειστική σεξουαλική κατοχή’’ είχε  γίνει επικίνδυνη , μπορούσε να εγκαταλειφθεί . Κάθε συζυγικό ζεύγος  επέτρεπε να αποφασίζει μόνο του αν θα θεωρούσε την συζυγική απιστία ένδειξη μη πίστης … Παράλληλα  οι υποστηρικτές της οικογένειας προπασπθουν να απαλλάξουν από την άποψη ότι γάμος δεν  έπρεπε να έχει συγκρούσεις και εντάσεις : Οι συζυγικοί καβγάδες  έπρεπε να θεωρούνται φυσιολογικά σύμβαντα που αντιμετωπίζονται με άνεση  και να χρησιμοποιούνται για παραγωγικούς σκοπούς . Οι καβγάδες  θα μπορούσαν  μάλιστα να έχουν και ευεργετικό  αντίκτυπο αν ‘’σκηνοθετουνταν ‘’ σωστά  και ολοκληρώνονταν ‘’καλλιτεχνικά’’ .
·       Την ιδία  εποχή έχουμε και μια  άγρια επίθεση  στην ρομαντική αγάπη              Θεωρήθηκε ότι η ρομαντική αγάπη έθετε ανέφικτα υψηλούς γνώμονες αφοσίωσης και συζυγικής πίστης που ο γάμος αδυνατούσε πια να καλύψει.Στο μυαλό των ριζοσπαστών αλλά και των συντηρητικών  η ρομαντική αγάπη συνδεόταν με ψευδαισθήσεις , επικίνδυνες φαντασιώσεις και αρρώστια , απειλούσε την ψυχική ηρεμία . Οι ειδικοί σε θέματα γάμου είπαν ότι ο γάμος αντιπροσώπευε την τέχνη της προσωπικής ‘’αλληλεπίδρασης : ο γάμος όπως και όλα τα άλλα εδραζόταν σε καθαρή τεχνική : στη τεχνική της σκηνοθετησης  των καβγάδων , της αμοιβαίας συμφωνίας  για το πόση μοιχεία  μπορούσαν να ανεχτούν , στη τεχνική του τι να κάνουμε στο κρεβάτι και πώς να το κάνουμε . Οι ειδικοί θεωρούσαν ότι η ‘’ψευδαίσθηση ‘’ η φαντασίωση , η εσωτερική ζωή αποτελούσαν  απειλές για τη σταθερότητα και ισορροπία . Το πρόγραμμα τους διάβρωσε  τη διάκριση ανάμεσα στην ιδιωτική ζωή και στην εργασία μετατρέποντας  όλες τις μορφές παιχνιδιού , ακόμα και το σεξ σε εργασία . Έτσι η επίτευξη ‘’ του οργασμού, συμφωνά με τους γιατρούς  και ψυχιάτρους , απαιτούσε  όχι μόνο σωστή τεχνική αλλά και προσπάθεια , αποφασιστικότητα και συναισθηματικό έλεγχο .
·       O Λας θεωρεί πως η οικογένεια δεν εξελίχθηκε απλώς αλλά μετασχηματίστηκε εσκεμμένα  με την παρέμβαση εκπαιδευτικών και μεταρρυθμιστών  και σχεδιαστών κοινωνικής πολιτικής’’. Οι μεταρρυθμιστές επιδίωξαν να αποσπάσουν τα παιδιά από την επιρροή της οικογένειας τους, που την κατηγορούσαν και ότι εκμεταλευονταν την παιδική εργασία και να θέσουν τους νέους  υπό την ευεργετική επίδραση  του κράτους και του σχολείου . Η πιστ ότι η οικογένεια δεν κάλυπτε πια τις αναγκες της δικαιολογούσε την επέκταση του σχολείου και των υπηρεσιών  κοινωνικής προνοίας . Για να δικαιολογήσουν την απαλλοτρίωση των γονεικών λειτουργιών τα επαγγελαματ υποβοήθησης  χρησιμοποίησαν τον παραλληλισμό με την προληπτική ιατρική και τη δημόσια υγεία . Εκπαιδευτικοί Ψυχίατροι  κοινωνικοί λειτουργοί , Εγκληματολόγοι θεώρησαν πως ήταν γιατροί μιας άρρωστης κοινωνίας  και αξίωσαν την ευρύτερη δυνατή παραχώρηση  ιατρικής εξουσίας για να τη θεραπεύσουν( σ 35 . Τα ψυχιατρικά ιδρύματα που παλιότερα ήταν ιδρύματα φύλαξης, τόνιζαν τώρα την πρόληψη και θεραπεία . Η κοινωνική εργασία είχε εγκαταλείψει την μέθοδο των ‘’περιστατικών’’ προς όφελος των κινήσεων ‘’μαζικής πρόληψης .Η εγκληματολογία δεν τιμωρούσε πια τον εγκληματία αλλά αφοσιωνοταν στην πρόληψη του εγκλήματος . Η μεταρρύθμιση των δικαστηρίων ανηλίκων κατά την ‘’προοδευτική περιοδο’δειχνει με τον καλύτερο τρόπο τις συνδέσεις ανάμεσα στις θεραπευτικές  συλλήψεις της κοινωνίας , στην άνοδο της κοινωνικής παθολογίας ως επαγγέλματος και στην οικειοποίηση των λειτουργιών της οικογένειας από κρατικές υπηρεσίες . Το κίνημα αναμόρφωσης των δικαστηρίων ανηλίκων  βασίστηκε στην πίστη  ότι η νεανική  παραβατικοτητα προερχόταν από προβληματικά σπίτια . Συνακόλουθα ο νεαρός παραβατικός έπρεπε να αντιμετωπίζεται όχι ως εγκληματίας αλλά ως θύμα των  περιστάσεων .Οι μεταρρυθμιστές  ήθελαν το κράτος να έχει τις ευρύτατες εξουσίες ενός Υποκατάστατου γονέα. Έτσι ο Jenkin Lloyd Jonew  έλεγε ‘’όλα τα παιδιά είναι παιδιά του κράτους ‘’.  
·        Στην πραγματικότητα η δικαστική μεταρρύθμιση  έδωσε την δυνατότητα να καταδικάζεται ο νεαρός παρατατικός  χωρίς δίκη , σε επιτήρηση, ‘’από τον ίδιο αξιωματούχο που η μαρτυρία του είχε παραπέμψει τον νεαρό στο δικαστήριο’’ Δεν είναι να απορούμε που η νεανική παραβατικοτητα αυξήθηκε με την επέκταση της δικαστικής επιτήρησης.
 Όμως οι μεταρρυθμιστές απέδωσαν την αύξηση της νεανικής παραβατικοτητας  στην απροθυμία του κόσμου να παραχωρήσει στα δικαστήρια τις εξουσίες της γονεικότητας

Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2015

Π.Κονδύλης: Συγκρούσεις ερήμην του πολιτισμού... Η «σύγκρουση των πολιτισμών» και οι απόψεις του./απο bestimmung.blogspot.com





Οταν ο Samuel Huntington, υιοθετώντας μιαν έκφραση του Bernard Lewis, ανακήρυξε τη «σύγκρουση των πολιτισμών» ως το αποφασιστικό φαινόμενο της αρχόμενης κοσμοϊστορικής εποχής, ένα ρίγος διαπέρασε ευρείς κύκλους στη Δύση. Οχι μόνον επειδή ένας ακόμη μελετητής, κοντά σε πολλούς άλλους, αμφέβαλλε ότι θα επέλθει το τέλος της Ιστορίας χάρη στον οικουμενισμό του οικονομιστικού φιλελευθερισμού και των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», αλλά μάλλον λόγω της υποψίας ότι μια σύγκρουση ανάμεσα σε πολιτισμούς αναγκαστικά θα είναι σκληρότερη από άλλες συγκρούσεις, δηλαδή ένα είδος πολέμου ανάμεσα σε ράτσες, και επομένως πιο επικίνδυνη για την ανθρωπότητα από κάθε απλώς οικονομικό ή πολιτικό ανταγωνισμό. Ετσι, στον προφήτη των νέων δεινών αντιτάχθηκαν άλλοτε απλώς ανθρωπιστικές κενολογίες και άλλοτε η πεποίθηση ότι οι πολιτισμικές αντιθέσεις θα εξασθενίσουν λόγω των πνευματικών επιδράσεων της ενιαίας παγκόσμιας οικονομίας. Αλλά με αυτόν τον τρόπο η θέση του Huntington απλώς εξορκίζεται με ευχολόγια. Η ευθεία αντίκρουσή της δεν είναι δυνατή παρά μόνο αν δεχθεί κανείς ότι στο μέλλον θα γίνουν πράγματι συγκρούσεις και συνάμα αν μπορεί να αποδείξει ότι ακριβώς εξαιτίας του χαρακτήρα αυτών των συγκρούσεων δεν είναι δυνατόν να δεσπόζει ο πολιτισμικός παράγοντας ­ ότι δηλαδή ακριβώς ο χαρακτήρας των συγκρούσεων καθορίζει το ειδικό βάρος του πολιτισμικού παράγοντα και της πολιτισμικής συνείδησης των υποκειμένων, όχι αντίστροφα.
Οποιος θεωρεί τις πολιτισμικές διαφορές ως τις βαθύτερες αιτίες συγκρούσεων οφείλει να καταδείξει ποια χαρακτηριστικά στοιχεία του εκάστοτε πολιτισμού ωθούν σε σύγκρουση και γιατί αυτά δρουν ειδικά σήμερα με τέτοιαν ένταση(υπογρ. Ταξικές Μηχανές). Αν αυτό δεν καταδειχθεί, τότε η αιτία της σύγκρουσης δεν είναι αναγκαστικά πολιτισμική, ακόμα και αν οι συγκρουόμενοι εκπροσωπούν διαφορετικούς πολιτισμούς. Ωστόσο ο Huntington δεν μεθόδευσε την ανάλυσή του με τόση επιστημονική αυστηρότητα. Μιλά σαν οι πολιτισμοί να ήσαν κατά βάση πάγιες ουσίες, οι οποίες γεννούν συγκρούσεις επειδή δεν επιδέχονται αλλοίωση. Ασφαλώς, και μόνη η ύπαρξη ενός ξένου πολιτισμού μπορεί να γίνεται αισθητή ως πρόκληση, αφού καθ' εαυτήν διαψεύδει την πεποίθηση ότι οι δικές μας αξίες είναι αυτονόητες και γενικά δεσμευτικές. Τούτο όμως δεν αποτελεί αναγκαία ή επαρκή αιτία σύγκρουσης. Γιατί αφενός γνωρίζουμε ακραίες συγκρούσεις που αναφέρονται σε κοινό πολιτισμικό έδαφος (π.χ. εμφυλίους πολέμους), αφετέρου η δυσφορία που δοκιμάζει κάποιος όταν οι ξένες αξίες σχετικοποιούν τις δικές του μεταβάλλεται σε αίσθηση υπαρξιακής απειλής και σε έχθρα μόνον όταν μια πολιτισμική κοινότητα αντιλαμβάνεται τούτη τη σχετικοποίηση ως συμβολική πράξη, την οποία αργά ή γρήγορα θα ακολουθήσουν χειροπιαστές ενέργειες ενάντια σε χειροπιαστά αγαθά. Καμία κοινότητα δεν ζει από αξίες και μόνο, γι' αυτό και καμία δεν θα 'θελε να πεθάνει σε έναν πόλεμο προς χάρη αξιών δίχως συγκεκριμένη υπαρξιακή αναφορά.
Αν οι πολιτισμοί ήταν αναλλοίωτες ουσίες και οι συγκρούσεις το αναπόδραστο αποτέλεσμά τους, τότε οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στους πολιτισμούς θα παρέμεναν αμετακίνητες, ήτοι οι φιλίες και οι έχθρες θα ζούσαν αιώνια· επίσης θα έπρεπε η αυτοσυνειδησία τους να επιβιώνει κάθε εσωτερικής και εξωτερικής αλλαγής. Αλλά η ιστορική εμπειρία μάς διδάσκει κάτι πολύ διαφορετικό. Η τοποθέτηση ενός πολιτισμού απέναντι στους άλλους και στον εαυτό του μπορεί να αλλάξει αργότερα ή ταχύτερα. Τούτη η διπλή αλλαγή επιτελείται λόγω ανατροπών στη διάταξη των ιστορικών υποκειμένων. Η λογική όμως της διάταξης αυτής είναι από την ουσία της πολιτική, επομένως η πολιτική λογική καθορίζει τελικά τις ιστορικά βαρύνουσες ερμηνείες των πολιτισμών. Οι πολιτισμικές διαφορές δεν είναι καν δυνατόν να καταλήξουν σε συγκρούσεις αν τα πολιτισμικά υποκείμενα δεν έχουν συγκροτηθεί ως πολιτικές ομάδες, οι οποίες από την πλευρά τους ερμηνεύουν την έννοια του πολιτισμού σύμφωνα με τους σκοπούς τους. Οι πολιτικοί σκοποί ­ προπαντός όσοι συνάπτονται με αγώνες αυτοσυντήρησης ­ επικρατούν κανονικά απέναντι στη φωνή του πολιτισμού (και της φυλής). Μια συγκροτημένη ομάδα μπορεί να επισείει τη σημαία του πολιτισμού της όποτε αυτό της φαίνεται πολιτικά σκόπιμο, οι καθαυτό πολιτισμικές μέριμνες όμως διόλου δεν καθορίζουν τις συγκεκριμένες πράξεις της, και μάλιστα παραμερίζονται μόλις βρεθούν σε αντίθεση με ζωτικούς σκοπούς. Θα ήταν ανόητο να υποθέσουμε ότι οι Ιάπωνες (ή έστω και οι Κινέζοι της Ταϊβάν) θα ρυθμίσουν στο μέλλον τις σχέσεις τους με τις Ηνωμένες Πολιτείες, από τη μια, και την Κίνα, από την άλλη, με κριτήριο την πολιτισμική συγγένεια. Επίσης θα πλανιόταν οικτρά όποιος θα έθετε υπό αφόρητη πολιτική και στρατιωτική πίεση τη Ρωσία πιστεύοντας ότι ανήκει έτσι κι αλλιώς στον χριστιανικό πολιτισμικό κύκλο και επομένως δεν θα μπορούσε να συμμαχήσει ποτέ με την Κίνα εναντίον της «Δύσης». Οι Ηνωμένες Πολιτείες προτιμούν τους Τούρκους από τους Ρώσους ως τοποτηρητές στον Καύκασο. Και πολλοί Αραβες συνεργάζονται με «απίστους» εναντίον των «φονταμενταλιστών» ομοθρήσκων και ομοεθνών τους.
Ο Huntington έθεσε στο επίκεντρο την έννοια του πολιτισμού για να υπογραμμίσει το γεγονός ότι τα όρια του εθνικού κράτους έχουν πλέον διαρραγεί. Η ταύτιση όμως της πλανητικής - υπερεθνικής διάστασης με την πολιτισμική διόλου δεν συνιστά λογική αναγκαιότητα. Ο «πολιτισμός» δεν αποτελεί λογικά ή ιστορικά την αμέσως υπερκείμενη έννοια του «έθνους», γι' αυτό και μετά την (υποθετική) υπέρβαση του «έθνους» ο «πολιτισμός» δεν είναι οπωσδήποτε το επόμενο κριτήριο πολιτικής συνομάδωσης. Αλλά η θεωρία της σύγκρουσης των πολιτισμών δεν σφάλλει μόνο επειδή υποτιμά τον εθνικό παράγοντα. Ακόμα περισσότερο σφάλλει επειδή υπερτιμά τον πολιτισμικό παράγοντα στην πολιτική ­ και αυτό σε μιαν ιστορική στιγμή όπου οι τρόποι ζωής σε παγκόσμια κλίμακα έχουν τόσο συμπλησιάσει και οι πολιτισμικές διαφορές τόσο μικρύνει όσο ποτέ άλλοτε, έστω κι αν παραμένουν σημαντικές. Πώς μπορεί να εξηγηθεί το παράδοξο ότι ορισμένα πολιτικά υποκείμενα ειδικά τώρα τονίζουν τις πολιτισμικές διαφορές, παραπλανώντας έτσι ορισμένους πολιτικούς παρατηρητές; Γιατί μπορεί το ειδικό βάρος της πραγματικής ή επινοημένης πολιτισμικής ιδιομορφίας να μεγαλώνει υποκειμενικά, ενώ μειώνεται αντικειμενικά; Ο τονισμός αυτής της ιδιομορφίας εξυπηρετεί την περιχαράκωση, στον σημερινό όμως κόσμο περιχαράκωση δεν μπορεί να σημαίνει στεγανή απομόνωση, που θα ισοδυναμούσε με ιστορική αυτοκτονία, παρά διαμόρφωση μιας όσο γίνεται ευνοϊκότερης αφετηρίας μπροστά σε έναν αγώνα κατανομής πλανητικών διαστάσεων. Οτι αυτό είναι το κρίσιμο σημείο κι όχι ο «πολιτισμός» καθ' αυτόν προκύπτει από ένα απλό και θεμελιώδες γεγονός. Κανένα πολιτικό κίνημα, από όσα υπερασπίζουν δικές τους πολιτισμικές αξίες ενάντια στις «δυτικές», δεν παρέλειψε ίσαμε σήμερα να υιοθετήσει κατά το δυνατόν ταχύτερα και ευρύτερα «δυτικές» τεχνολογίες και οργανωτικές μορφές στον στρατιωτικό και πολιτικό τομέα προκειμένου να επαυξήσει την ισχύ του ­ ανεξάρτητα από τις όποιες συνέπειες για την εγχώρια παράδοση. Οι πολιτισμικές διαφορές επιστρατεύονται όταν ο εξωτερικός εχθρός ανήκει σε άλλον πολιτισμό ή όταν φαίνεται σκόπιμο να στηλιτευθεί ο εσωτερικός εχθρός ως πιόνι ενός τέτοιου εξωτερικού εχθρού. Κοινωνιολογικές έρευνες έδειξαν ότι η «φονταμενταλιστική» πρωτοπορία στις μουσουλμανικές χώρες στρατολογείται κατά μέγιστο μέρος από τη διανόηση (και τη διανόηση των τεχνικών)· προσθέτουμε εδώ ότι για να κινητοποιήσει τις μάζες χρησιμοποιεί τα συνθήματα της πολιτισμικής πάλης παρόμοια όπως άλλοτε η λενινιστική πρωτοπορία χρησιμοποιούσε τα συνθήματα της ταξικής πάλης. Ασιατικές ελίτ, οι οποίες ήδη κατέχουν την εξουσία και κηρύσσουν τις «ασιατικές αξίες» (π.χ. Σιγκαπούρη), το κάνουν αυτό έχοντας ως έρεισμα μια θέση ισχύος την οποία εξασφάλισαν μέσω της ουσιαστικά επαναστατικής μετατροπής των αντίστοιχων κοινωνιών. Αν δεν είχαν επιτύχει στο πεδίο αυτό, τότε η επίκληση των δικών τους πολιτισμικών αξιών μάλλον θα έμοιαζε αξιοθρήνητη υπεραναπλήρωση, όπως συχνότατα είναι για τους αποτυχημένους ­ ο έλληνας αναγνώστης δεν χρειάζεται να ψάξει μακριά για να βρει παραδείγματα. Αν προϋποτεθεί η επιτυχία, τότε η επίκληση του ντόπιου πολιτισμού ισοδυναμεί με την αξίωση να αναγνωρισθεί κάποιος ως αυτόνομο υποκείμενο και όχι πλέον ως (αποικιακό) αντικείμενο.
Ο αγώνας κατανομής μέσα σε ορισμένες καταστάσεις μεταμφιέζεται αναγκαστικά σε σύγκρουση πολιτισμών από τότε που εξέλειψαν δύο άλλα καίρια επίμαχα σημεία. Αφού, όπως είπαμε, ακόμα και ο φανατικότερος παραδοσιολάτρης δεν μπορεί να παρακάμψει την αναγκαιότητα σύγχρονου τεχνικού εξοπλισμού, το ενάλλαγμα «ή παράδοση ή σύγχρονη τεχνική και οικονομία» ξεπεράστηκε. Επίσης όμως ξεπεράστηκε, τουλάχιστον μετά την κατάρρευση του ανατολικού στρατοπέδου, το ερώτημα αν οι αναπτυσσόμενες χώρες οφείλουν να ταχθούν υπέρ του «δυτικού» ή του «σοβιετικού» κοινωνικού μοντέλου. Γενικά, η εξαφάνιση του μαρξιστικού - λενινιστικού λεξιλογίου από τη ρητορική της παγκόσμιας πολιτικής συνεπέφερε μια μετατόπιση του κέντρου βάρους της πολιτικής επιχειρηματολογίας. Οι αντιθέσεις δεν αρθρώνονται πια στη γλώσσα αναλύσεων περί τάξεων και ιμπεριαλισμού, αλλά όλο και περισσότερο στη γλώσσα πολιτισμικών αξιών (π.χ. «ανθρώπινα δικαιώματα»), από την οποία βέβαια δεν λείπουν άμεσες ή έμμεσες αναφορές στο παρελθόν και στο παρόν της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού. Ενώ η τεχνική, όντας κοσμοθεωρητικά άχρωμη, παγκοσμιοποιείται και με τους εξαναγκασμούς της ενοποιεί τη μορφή της οικονομικής οργάνωσης, η έννοια του πολιτισμού γίνεται μέσο περιχαράκωσης στον αγώνα κατανομής, ο οποίος οξύνεται ακριβώς λόγω της παραπάνω παγκοσμιοποίησης και ενοποίησης. Και μόλις οι αγώνες οξύνονται, κάθε υφιστάμενη διαφορά εξογκώνεται και πολιτικοποιείται, αρκεί να έχει αξία συμβόλου και μέσου κινητοποίησης μαζών. Ακόμα κι όταν οι συγκρουόμενοι ανήκουν σε διαφορετικούς πολιτισμούς και επικαλούνται την πολιτισμική τους ταυτότητα, αυτό δεν αποδεικνύει την πολιτισμική αιτία της σύγκρουσης. Αν δούμε έτσι τα πράγματα, τότε βέβαια δεν αποκλείεται αυτό που σήμερα ονομάζεται «αντίθεση Βορρά - Νότου» αύριο να προβάλει ως αντίθεση μεταξύ «δυτικού - χριστιανικού» και «μουσουλμανικού» ή «κομφουκιανού» πολιτισμού. Αλλά ακόμα και στην περίπτωση αυτή θα υπήρχαν σημαντικές εθνικές εξαιρέσεις.
Ωστε η θεωρία περί συγκρούσεως των πολιτισμών περιέχει το πολύ - πολύ μια διαστρεβλωμένη και κακοδιατυπωμένη αλήθεια. Εν τούτοις θα μπορούσε ­ και νομίζω ότι αυτή είναι η πρόθεση του Huntington ­ να χρησιμεύσει ως ιδεολογικός πόλος έλξεως της «Δύσης» (υπό αμερικανική ηγεσία), αν τυχόν αυτή, για οικονομικούς και στρατιωτικούς λόγους, ερχόταν σε σφοδρή σύγκρουση με μη δυτικές Δυνάμεις. Τότε το πνευματικό κλίμα στη Δύση θα άλλαζε ακαριαία και ενάντια στην αλλαγή αυτή μάταια θα αμύνονταν (αν καθόλου αμύνονταν) όσοι σήμερα κυνηγούν τη δημοσιότητα κηρύσσοντας τη «συνεννόηση μεταξύ των πολιτισμών» ή πραγματώνοντάς την σε εξωτικά «πολυ-πολιτισμικά» συνέδρια με πληρωμένη τη συμμετοχή. Μια λεκτική συνεννόηση στο στρογγυλό τραπέζι πριν από τη λύση υλικών επίμαχων ζητημάτων δεν στοιχίζει τίποτε και γι' αυτό δεν επιφέρει και τίποτε. Τη λύση των επίμαχων ζητημάτων δεν την καθιστά δυνατή η «αμοιβαία κατανόηση» καθ' αυτήν, παρά αντίθετα: η (διαφαινόμενη, έστω) λύση γεννά την προθυμία για κατανόηση του άλλου. Ο τρόπος με τον οποίο ένας πολιτισμός ­ μέσω των σημαινόντων εκπροσώπων του ­ κατανοεί έναν άλλον αποτελεί συνάρτηση των πραγματικών σχέσεων ανάμεσα στους πολιτισμούς και αντίστοιχα μεταβάλλεται. Το ίδιο ισχύει και για την ίδια τη διακήρυξη ότι ο ένας θέλει να κατανοήσει τον άλλον ως «ίσος προς ίσον». Αν οι ίδιες εκείνες Δυτικές Δυνάμεις, οι οποίες το 1919 απέρριψαν το αίτημα της Ιαπωνίας και αρνήθηκαν να κατοχυρώσουν την ισότητα των φυλών στη Συνθήκη των Βερσαλλιών, εν έτει 1997 πασχίζουν επισήμως για την κατανόηση των ξένων πολιτισμών, αυτό δεν αποτελεί οπωσδήποτε πρόοδο της κατανόησης. Αποτελεί όμως ένδειξη μιας δραματικής μεταβολής στον παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων.

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2015

τωρα στις Γιορτες καντε στους διαδικτυακους (και οχι μονο)φιλους σας δωρο-Δωρεαν - ενα διαδικτυακο Βιβλιο Πέτρος Θεοδωρίδης, Από την Ουτοπία στη Νοσταλγία και αλλα μικρά δοκίμια.

 τωρα στις Γιορτες
καντε στους διαδικτυακους (και οχι μονο)φιλους σας δωρο-Δωρεαν - ενα διαδικτυακο Βιβλιο
η Σπηλιά του Μοντεχρήστου: Πέτρος Θεοδωρίδης, Από την Ουτοπία στη Νοσταλγία και αλλα μικρά δοκίμια.

Πέτρος Θεοδωρίδης, Από την Ουτοπία στη Νοσταλγία και αλλα μικρά δοκίμια.




Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2015

death drive :Freud - Lacan




"To ignore the death instinct in his [Freud's] doctrine is to misunderstand that doctrine entirely."Lacan


Sigmund Freud
Freud introduced the concept of the death drive in Beyond the Pleasure Principle (1920).
Here he established a fundamental opposition between life drives (
eros), conceived of as a tendency towards cohesion and unity, and the death drives, which operate in the opposite direction, undoing connections and destroying things.
The concept of the death drive was one of the most controversial
concepts introduced by Freud, and many of his disciples rejected it, but Freud continued to reaffirm the concept for the rest of his life.
-->

In Lacan's first remarks on the death drive, in 1938, he describes it as a nostalgia for a lost harmony, a desire to return to the preoedipal fusion with the mother's breast, the loss of which is marked on the psyche in the weaning complex.

Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2015

ΧΑΡΗ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗ «Τα αποσυρθέντα βιβλία. Έθνος και σχολική ιστορία στην Ελλάδα, 1858 – 2008» | Βιβλιοπαρουσίαση: Γιάννης Παπαδημητρίου/αναδημοσιευση απο το rosetabooks.wordpress.com



2
Για ποιους λόγους και υπό ποιες συνθήκες ένα σχολικό εγχειρίδιο γίνεται αντικείμενο δημόσιας διαμάχης; Και γιατί κάθε φορά που ξεσπά μια τέτοια διαμάχη καταλήγει σε απόσυρση του επίμαχου εγχειριδίου;
Με αφετηρία την ιδεολογική και πολιτική αντιπαράθεση για το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού (2006-2008), τούτη η μελέτη ανατέμνει τέσσερις συμβολικούς πολέμους για ισάριθμα «αιρετικά» εγχειρίδια. Η αφήγηση ξετυλίγεται ανάστροφα, από το παρόν στο παρελθόν, αποτυπώνοντας την πορεία που ακολούθησε η ιστορική έρευνα. Κάθε διαμάχη και ένα βήμα, κάθε βήμα και ένα κεφάλαιο, ωσότου από την Ελλάδα της παγκοσμιοποίησης επιστρέψουμε στις αρχές του 20ού αιώνα στην Ελλάδα του μαχητικού εθνικισμού. Σε όλες τις περιπτώσεις, το κεντρικό διακύβευμα ήταν ο εθνοποιητικός ρόλος της σχολικής μας Ιστορίας – το περιεχόμενο, εντέλει, της εθνικής μας ταυτότητας. Σε όλες τις περιπτώσεις, τα «αιρετικά» (και τελικώς αποσυρθέντα) βιβλία απέκλιναν ουσιωδώς από τον ιστορικό κανόνα όπως αυτός είχε διαμορφωθεί και εμπεδωθεί στα τέλη του 19ου αιώνα. Ξεχώρισαν και προκάλεσαν διότι ήταν κάτι περισσότερο ή κάτι διαφορετικό από ένα άσμα ηρωϊκό και πένθιμο για το αρχέγονο, ανάδελφο ελληνικό έθνος.
Η μελέτη ολοκληρώνεται με μια αντίστιξη: αναλύεται το δημοφιλέστερο και μακροβιότερο αναγνωστικό του 19ου αιώνα ως ιστορικό αφήγημα που αποκλίνει σημαντικά από τον κανόνα, ακριβώς επειδή γράφτηκε και διδάχτηκε πριν αυτός κατισχύσει ολοκληρωτικά. Καταδεικνύεται έτσι πως η σχολική μας Ιστορία έχει κι αυτή την ιστορία της.
Περισσότερα ΕΔΩ.
———————————–

ΧΑΡΗ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗ «Τα αποσυρθέντα βιβλία. Έθνος και σχολική ιστορία στην Ελλάδα, 1858 – 2008» | Βιβλιοπαρουσίαση: Γιάννης Παπαδημητρίου

2
Για ποιους λόγους και υπό ποιες συνθήκες ένα σχολικό εγχειρίδιο γίνεται αντικείμενο δημόσιας διαμάχης; Και γιατί κάθε φορά που ξεσπά μια τέτοια διαμάχη καταλήγει σε απόσυρση του επίμαχου εγχειριδίου;
Με αφετηρία την ιδεολογική και πολιτική αντιπαράθεση για το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού (2006-2008), τούτη η μελέτη ανατέμνει τέσσερις συμβολικούς πολέμους για ισάριθμα «αιρετικά» εγχειρίδια. Η αφήγηση ξετυλίγεται ανάστροφα, από το παρόν στο παρελθόν, αποτυπώνοντας την πορεία που ακολούθησε η ιστορική έρευνα. Κάθε διαμάχη και ένα βήμα, κάθε βήμα και ένα κεφάλαιο, ωσότου από την Ελλάδα της παγκοσμιοποίησης επιστρέψουμε στις αρχές του 20ού αιώνα στην Ελλάδα του μαχητικού εθνικισμού. Σε όλες τις περιπτώσεις, το κεντρικό διακύβευμα ήταν ο εθνοποιητικός ρόλος της σχολικής μας Ιστορίας – το περιεχόμενο, εντέλει, της εθνικής μας ταυτότητας. Σε όλες τις περιπτώσεις, τα «αιρετικά» (και τελικώς αποσυρθέντα) βιβλία απέκλιναν ουσιωδώς από τον ιστορικό κανόνα όπως αυτός είχε διαμορφωθεί και εμπεδωθεί στα τέλη του 19ου αιώνα. Ξεχώρισαν και προκάλεσαν διότι ήταν κάτι περισσότερο ή κάτι διαφορετικό από ένα άσμα ηρωϊκό και πένθιμο για το αρχέγονο, ανάδελφο ελληνικό έθνος.
Η μελέτη ολοκληρώνεται με μια αντίστιξη: αναλύεται το δημοφιλέστερο και μακροβιότερο αναγνωστικό του 19ου αιώνα ως ιστορικό αφήγημα που αποκλίνει σημαντικά από τον κανόνα, ακριβώς επειδή γράφτηκε και διδάχτηκε πριν αυτός κατισχύσει ολοκληρωτικά. Καταδεικνύεται έτσι πως η σχολική μας Ιστορία έχει κι αυτή την ιστορία της.
Περισσότερα ΕΔΩ.
———————————–
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ: ΧΑΡΗ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗ «Τα αποσυρθέντα βιβλία. Έθνος και σχολική ιστορία στην Ελλάδα, 1858 – 2008»
ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
Σπεύδω εξαρχής να εστιάσω στο πιο εντυπωσιακό κατά τη γνώμη μου εύρημα της έρευνας του συγγραφέα, παρόλο που δεν αφορά το βασικό του αντικείμενο, τα σχολικά εγχειρίδια που αποσύρθηκαν σχεδόν άμεσα υπό το βάρος πολιτικών πιέσεων, αλλά ένα αναγνωστικό που διδασκόταν χωρίς πρόβλημα επί 40 χρόνια, από το 1862 μέχρι το 1901, στους μαθητές των ελληνικών δημοτικών σχολείων και του Βασιλείου της Ελλάδας αλλά και της διασποράς. Το βιβλίο αυτό σκόπιμα το παραθέτει και το αναλύει αντιστικτικά ο συγγραφέας, γιατί επαληθεύει το βασικό ερμηνευτικό του σχήμα για τα αποσυρθέντα βιβλία.
Το βιβλίο είναι ο «Γεροστάθης» του Λέοντα Μελά, ενός διακεκριμένου μέλους της ελληνικής διανόησης στα χρόνια του Όθωνα, Καθηγητή Ποινικού Δικαίου και εισηγητή του Συντάγματος του 1844, αφού προηγουμένως είχε πάρει ενεργό μέρος στην εξέγερση του Σεπτέμβρη του 1843. Υπόψη ότι ο Λέων Μελάς έγραψε τον «Γεροστάθη» πολύ αργότερα, αφού είχε αποσυρθεί από το δημόσιο βίο και είχε μετακομίσει στη Μασσαλία. Ο χώρος και ο χρόνος της δράσης του βιβλίου είναι μια μικρή κωμόπολη κοντά στα Γιάννενα, θα μπορούσε λ.χ. να είναι η Ζίτσα, στη διάρκεια των χρόνων 1819 και 1820, στα τελευταία δηλαδή χρόνια της κυριαρχίας του Αλή Πασά. Η δομή του βιβλίου αποτελείται από καθημερινές ιστορίες, που αφηγείται ο ίδιος ο Γεροστάθης σε μαθητές του Δημοτικού Σχολείου με στόχο τη διαπαιδαγώγησή τους και τις αντλεί κυρίως από την αρχαία ελληνική Ιστορία.
Με τα σημερινά δεδομένα είναι ειλικρινά απίστευτο, τί διδάσκονταν οι μαθητές της παλιάς Ελλάδας, που υπενθυμίζω ότι έφτανε μέχρι τον Άραχθο και τον Πηνειό, για την σχέση της αρχαίας Μακεδονίας με τις ελληνικές πόλεις. Αν έγραφε τα ίδια ένα σημερινό σχολικό βιβλίο, θα είχε αναμφίβολα καεί στην πυρά μαζί με τον συγγραφέα του. Και για να μη σας κρατάω σε αγωνία, σας διαβάζω το σχετικό απόσπασμα της πρώτης έκδοσης του «Γεροστάθη» : «Εις την μάχην της Χαιρωνείας ετάφη ζώσα η αυτονομία της Ελλάδος και αυτή ταπεινωθείσα κατέστη Μακεδονική επαρχία». Δηλαδή η σχολική Ιστορία, που ασφαλώς αντανακλούσε την επίσημη κρατική άποψη της εποχής, θεωρούσε τους Μακεδόνες κατακτητές όπως και τους Ρωμαίους και σε κάθε περίπτωση όχι Έλληνες. Βλέπετε δεν είχε αρχίσει ακόμα η διεκδίκηση της Οθωμανικής Μακεδονίας από το Ελληνικό Βασίλειο ούτε είχε επικρατήσει το ιστορικό σχήμα του Παπαρρηγόπουλου, για το οποίο θα μιλήσουμε και στη συνέχεια.
Στο εύρημα του Αθανασιάδη προσθέτω ότι, όπως έχει τεκμηριώσει η ιστορική έρευνα (ενδεικτικάhttp://www.iospress.gr/ios2005/ios20050605.htm), αρχικά η ελληνική προπαγάνδα προς τη σλαβόφωνη πλειοψηφία της Οθωμανικής Μακεδονίας, προκειμένου να αντιμετωπίσει το γλωσσικό πλεονέκτημα της αντίπαλης βουλγαρικής, είχε συμπυκνωθεί στη γραμμή «Εσείς δεν είστε Βούλγαροι, είστε κάτι άλλο, είστε Μακεδόνες»! Δηλαδή, όσο κατασκευασμένη είναι η επίσημη Ιστορία της γειτονικής μας Δημοκρατίας, και μάλιστα με την ελληνική συμβολή στα πρώϊμα στάδια, άλλο τόσο είναι και η ελληνική. Προσέξτε, δεν αναφέρομαι στην ουσία του προβλήματος, για την οποία ο καθένας μπορεί να έχει την άποψή του, αναφέρομαι σ’ αυτό που ονομάζεται «ιδεολογική χρήση της Ιστορίας» ανάλογα με τις εποχές και τις επιδιώξεις του εκάστοτε παρόντος. Το προφανές πολιτικό συμπέρασμα βεβαίως είναι ότι, αν η ελληνική κοινωνία ήταν λίγο περισσότερο υποψιασμένη, λίγο περισσότερο κοινωνός των δεδομένων της ιστορικής έρευνας, ίσως να ήταν και πολιτικά πιο ψύχραιμη, λιγότερο απόλυτη, λιγότερο πρόθυμη να παραδοθεί στην εθνικιστική δημαγωγία.
Αυτή είναι μια βασική χρησιμότητα του βιβλίου του Χάρη Αθανασιάδη. Όπως και ο ίδιος επισημαίνει, ενώ στο επίπεδο της ακαδημαϊκής ιστορικής έρευνας οι Έλληνες ιστορικοί τις τελευταίες δεκαετίες έχουν κάνει άλματα στην ανασύνθεση του παρελθόντος με νέους όρους  και εργαλεία, η δημόσια Ιστορία, δηλ. οι κυρίαρχες αφηγήσεις για το παρελθόν, και, κάτω από το βάρος της δημόσιας, και η σχολική Ιστορία αδυνατούν να αφομοιώσουν τις κατακτήσεις αυτές, γιατί προσκρούουν σε λογικές και νοοτροπίες παγιωμένες επί δεκαετίες και στους πολίτες αλλά κυρίως στους ιδεολογικούς μηχανισμούς, που διαμορφώνουν τις νοοτροπίες. Όπως το είχε θέσει με ακρίβεια και ο προσωπικός σύμβουλος του πρώην Πρωθυπουργού Α. Σαμαρά και πάλαι ποτέ αριστερός Χρύσανθος Λαζαρίδης «στα πανεπιστήμια η έρευνα της Ιστορίας έχει στόχο την ανακάλυψη της αλήθειας, στα σχολεία όμως η διδασκαλία της έχει άλλο στόχο : να δημιουργήσει φρόνημα». Φρόνημα εναντίον αλήθειας λοιπόν. Κι ας έχει πει ο Διονύσιος Σολωμός, ένας κατ’ εξοχήν εκφραστής της εθνικής ιδέας πως «εθνικό είναι ό,τι είναι αληθινό» – ας υπενθυμίσω ότι και ένας κορυφαίος μαρξιστής διανοητής, ο Γκράμσι, τον οποίο θα θυμηθούμε και στη συνέχεια, έχει υποστηρίξει ότι «η αλήθεια είναι πάντα επαναστατική».
Και πώς διαμορφώνεται λοιπόν το εθνικό φρόνημα ; Κατά πρώτο και κύριο λόγο με τη θεωρία του Παπαρρηγόπουλου, το ιστορικό σχήμα της αδιάσπαστης και ηρωϊκής συνέχειας του ελληνικού έθνους επί 3.000 χρόνια και της άρνησης σύνδεσης του εθνικού φαινομένου με την άνοδο της αστικής τάξης. Είναι μάλιστα ενδιαφέρον ότι ο ίδιος ο Παπαρρηγόπουλος είχε απόλυτη συνείδηση του χαρακτήρα του εγχειρήματός του και το 1886 γράφει ότι «τα έθνη δημιουργούσι την Ιστορίαν ουχί η Ιστορία τα έθνη». Φυσικά, εκτός από τη βασική θεωρία το φρόνημα απαιτεί και τα απαραίτητα συμπληρώματα, την ενότητα Ελληνισμού & Ορθοδοξίας, το σχήμα «Πατρίς – Θρησκεία – οικογένεια» κλπ.
Επιστρέφω για λίγο στον «Γεροστάθη», για να επισημάνω ότι ο ίδιος ο συγγραφέας του ήδη «είχε βάλει νερό στο κρασί του», λ.χ. ενώ αντιμετώπιζε τον Φίλιππο ως μη Έλληνα, ο γυιός του ο Αλέξανδρος αίφνης παρουσιαζόταν ως ο αρχηγός των Ελλήνων. Με τη σταδιακή ωστόσο επικράτηση της θεωρίας του Παπαρρηγόπουλου στη δημόσια ιστορία, ο Λέων Μελάς έκανε και ορισμένες άλλες προσθήκες, ώστε να καλυφθούν τα κενά της «συνέχειας». Βεβαίως εξακολούθησε να απουσιάζει από το βιβλίο ο ρόλος της εκκλησίας, τα κρυφά σχολειά κλπ. – θυμίζω ότι το βιβλίο γράφτηκε πριν από την αποκατάσταση των σχέσεων μεταξύ ελληνικού κράτους και ελλαδικής εκκλησίας. Ο «Γεροστάθης», μεταγλωττισμένος στη δημοτική αλλά και ιδεολογικά «διορθωμένος», συνέχισε να κυκλοφορεί ως τις μέρες μας, έχω μάλιστα μαζί μου την έκδοση του 1951 και πιστεύω ότι θα παρουσίαζε ενδιαφέρον για τον Αθανασιάδη η σύγκρισή της με τις εκδόσεις του 19ου αιώνα.
Συνεχίζω με το κύριο αντικείμενο του βιβλίου, τα 4 διδακτικά βιβλία, που αποσύρθηκαν από τα σχολεία, αφού προκάλεσαν έντονες εκπαιδευτικές και κυρίως πολιτικές διαμάχες. Θα τα παρουσιάσω με χρονολογική σειρά και όχι με την αντίστροφη σειρά του συγγραφέα, καθώς εκκινεί από την επικαιρότητα, από την πρόσφατη διαμάχη για το βιβλίο Ιστορίας, σχηματικά το βιβλίο «Ρεπούση», και πηγαίνει ψάχνοντας προς τα πίσω, μας μπάζει δηλαδή στην «κουζίνα του ιστορικού», στον τρόπο με τον οποίο δέχτηκε το πρώτο ερέθισμα και στη συνέχεια μαγείρεψε, οργάνωσε δηλ. και συστηματοποίησε την έρευνά του.
Τα αποσυρθέντα βιβλία κατά χρονολογική σειρά είναι :
– Τα «Ψηλά Βουνά», το αναγνωστικό της Γ’ Δημοτικού, που γράφτηκε από τον λογοτέχνη Ζαχαρία Παπαντωνίου και αφηγούταν τα συλλογικά βιώματα μιάς ομάδας παιδιών της πόλης, που είχαν πάει κατασκήνωση στο βουνό. Επρόκειτο για το αναγνωστικό – σύμβολο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης της κυβέρνησης Βενιζέλου στο γλωσσικό και στο παιδαγωγικό και στο ιδεολογικό επίπεδο, κυκλοφόρησε στα σχολεία τον Ιανουάριο του 1919, ύστερα από την επίθεση που δέχτηκε, τροποποιήθηκε σε κάποια κρίσιμα σημεία τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου και αποσύρθηκε οριστικά το Νοέμβριο του 1920. Η έντονη πολεμική εναντίον του το χαρακτήρισε «μπολσεβικικό» και «άθεο», επειδή δεν δίδασκε στους μαθητές ούτε πατρίδα ούτε θρησκεία ούτε οικογένεια. Σήμερα ίσως αυτή η πολεμική να μας φαίνεται ανόητη και ξεπερασμένη, ακούω μάλιστα καθημερινά στην τηλεόραση τη διαφήμιση μιας θεατρικής παράστασης, που έχει διασκευάσει το βιβλίο, και το παρουσιάζει ως «το βιβλίο που αγαπήθηκε από όλους τους Έλληνες», η αλήθεια όμως είναι ότι στην εποχή του μισήθηκε από ένα μεγάλο κομμάτι εξίσου πολύ, όπως εξάλλου και οι υπόλοιπες προσπάθειες εκπαιδευτικής τομής.
– Το δεύτερο βιβλίο είναι το εγχειρίδιο για τους μαθητές της Β΄Γυμνασίου με τίτλο «Ρωμαϊκή και Μεσαιωνική Ιστορία», που έγραψε ο φιλόλογος Κώστας Καλοκαιρινός στα πλαίσια της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης της κυβέρνησης της Ένωσης Κέντρου υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου, διανεμήθηκε στα σχολεία τον Σεπτέμβριο του 1965 και αποσύρθηκε δύο μήνες αργότερα. Στην περίπτωση αυτή η διαμάχη εστιάσθηκε στο ότι ο συγγραφέας προσπάθησε να υπονομεύσει «έμμεσα» τη συνέχεια του Ελληνισμού, αντιμετώπισε με θετικό τρόπο τους προαιώνιους εχθρούς του και κυρίως τους βαλκάνιους γείτονες, όπως το μεσαιωνικό σερβικό κράτος του Στέφανου Ντουσάν και το βουλγαρικό βασίλειο και κυρίως υπονόμευσε την ενότητα του έθνους, επειδή εισήγαγε το μαρξιστικό σχήμα της «πάλης των τάξεων» στην ερμηνεία των κοινωνικών σχέσεων στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ένα μεγάλο μέρος της επίθεσης αφιερώθηκε στη χρήση του όρου «ρωμαϊκή», αντί «βυζαντινής», στον τίτλο, θεωρώντας άνευ σημασίας βεβαίως ότι στην εποχή τους οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες χρησιμοποιούσαν για τον εαυτό τους τον τίτλο «Ρωμαίοι».
– Το τρίτο βιβλίο είναι η «Ιστορία του νεότερου και σύγχρονου κόσμου», που συνέγραψε, ως εγχειρίδιο για την Γ΄ Λυκείου, ομάδα 12 ιστορικών υπό την εποπτεία του Πανεπιστημιακού Γιώργου Κόκκινου και συμπεριλάμβανε αρκετές καινοτομίες συμβατές με τις σύγχρονες ιστορικές τάσεις (σύνδεση της ελληνικής Ιστορίας με την ευρύτερη ευρωπαϊκή, άνοιγμα στην Κοινωνική Ιστορία και την Ιστορία των Ιδεών). Το βιβλίο είχε εγκριθεί από το 1999, είχε μόλις τυπωθεί τον Απρίλιο του 2002, επρόκειτο να διανεμηθεί στα σχολεία τον Σεπτέμβριο, αυτή όμως η διανομή δεν έγινε ποτέ, καθώς ο τότε Υπουργός Παιδείας της κυβέρνησης Σημίτη, ο Πέτρος Ευθυμίου, διέταξε την απόσυρση του βιβλίου και μάλιστα τηλεφωνικά από την Κίνα, όπου βρισκόταν για επίσημη επίσκεψη. Η αιτία της σπουδής του Υπουργού ήταν η έκφραση δυσαρέσκειας από τον Κύπριο συνάδελφό του επειδή στο εγχειρίδιο αναγραφόταν ότι «η ΕΟΚΑ του Στρατηγού Γρίβα πρόβαλλε έναν κοινωνικά υπερσυντηρητικό εθνικισμό». Η «δυσαρέσκεια» αυτή διαπέρασε και το δημόσιο διάλογο στην Ελλάδα, που επακολούθησε με ένταση για το βιβλίο, οι επικριτές του επικέντρωσαν τα βέλη τους στο ότι δυσφημείται το «αντιστασιακό πνεύμα» του ελληνικού έθνους ενώ δεν έλειψαν και οι συσχετισμοί με το υπό εκκόλαψη τότε Σχέδιο Ανάν. Βεβαίως, όπως εκτιμάει και ο Χάρης, υπήρχαν και άλλα «ολισθηρά» σημεία, όπως η χρήση του όρου «δωσίλογοι» για πρώτη φορά σε ελληνικό σχολικό βιβλίο, που μάλλον βάρυναν στην τελική απόφαση του Υπουργού.
– Και τέλος το πιο πρόσφατο κρούσμα αφορά το βιβλίο της Ιστορίας της ΣΤ΄Δημοτικού «Στα νεότερα και σύγχρονα χρόνια», το γνωστό και ως «βιβλίο Ρεπούση», αν και στην πραγματικότητα η Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Μαρία Ρεπούση ήταν η συντονίστρια μιας 4μελούς ομάδας ιστορικών, το πόνημα των οποίων είχε προκριθεί από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, τον αρμόδιο κρατικό φορέα για την επιλογή των σχολικών βιβλίων, ύστερα από προκήρυξη που έγινε το 2003, επί κυβερνήσεως Σημίτη. Το βιβλίο διανεμήθηκε το 2006, επί κυβερνήσεως Καραμανλή, και αποσύρθηκε αμέσως μετά από τις εκλογές του 2007 από την ίδια κυβέρνηση, αφού προηγουμένως είχε προκαλέσει την πολιτική καταβαράθρωση και της ίδιας της Υπουργού Παιδείας Μαριέττας Γιαννάκου αλλά και την εκτόξευση του κόμματος ΛΑΟΣ του Καρατζαφέρη στο πολιτικό προσκήνιο. Ουδείς εκ των πολεμίων ασχολήθηκε με τις παιδαγωγικές καινοτομίες του βιβλίου, δηλ. τη συγκριτική παράθεση ενός σύντομου ιστορικού πλαισίου και πολλών και διαφορετικών πηγών, αλλά αφιέρωσαν όλη την προσπάθειά τους εναντίον του βιβλίου σε 3 βασικά σημεία α) ότι περιορίζει σε όγκο την εξιστόρηση των ηρωϊκών στιγμών του ελληνισμού από τη μια και από την άλλη αποκρύπτει τις διώξεις και τα βάσανα που υπέστη (με κορυφαίο ασφαλώς παράδειγμα τον περιβόητο «συνωστισμό στο λιμάνι της Σμύρνης»), δηλ. αφήνει αναξιοποίητα τα πιο χρήσιμα εργαλεία για την εθνική συσπείρωση, τη «δόξα» και το «πένθος», όπως επισημαίνει ο συγγραφέας β) ότι αποδομεί τη σχέση ελληνισμού και ορθοδοξίας, αγνοώντας λ.χ. το «Κρυφό Σχολειό», το οποίο παρεμπιπτόντως έχει τεκμηριωθεί, από τον Άλκη Αγγέλου και άλλους, ότι δεν υπήρξε ποτέ, και βεβαίως γ) ότι υπονομεύει την εθνική ταυτότητα, την ιδιοπροσωπία και το αντιστασιακό πνεύμα του ελληνικού έθνους και ευθυγραμμίζεται με τη «νέα τάξη» και την «παγκοσμιοποίηση».
Θέλω να σταθώ λίγο περισσότερο σ’ αυτή την τελευταία διαμάχη, μιας και είναι ακόμα νωπή στη μνήμη μας, και να προσθέσω δύο ακόμη επισημάνσεις του συγγραφέα : Η πρώτη είναι ότι η πνευματική ιδιοκτησία της έκφρασης «συνωστισμός» δεν ανήκει στην ομάδα Ρεπούση. Πρόκειται για αυτούσια μεταφορά από το βιβλίο του Ρίτσαρντ Κλογκ «Συνοπτική Ιστορία της Ελλάδας 1770 – 1990», το οποίο ουδέποτε προκάλεσε την παραμικρή αντίδραση, όταν κυκλοφόρησε το 1995 στην Ελλάδα. Και εάν η έκφραση αυτή συνιστούσε υποτίμηση της βίας, που υπέστη ο ελληνικός πληθυσμός της Σμύρνης, που όντως συνιστούσε, θα είχε άραγε πιθανότητα να γίνει δεκτό ένα εγχειρίδιο, που θα αποκαθιστούσε μεν αυτή τη διάσταση δεν θα παρέλειπε όμως να αναφερθεί στις ανάλογες βιαιότητες, που διέπραξε ο ελληνικός στρατός στη Μικρά Ασία ;
Ακόμα όμως και αν οι επικρίσεις βρήκαν ερείσματα στο περιεχόμενο του βιβλίου, παρατηρεί ο Αθανασιάδης, η ένταση της πολεμικής ήταν ασύμμετρα έντονη και δεν μπορούσε να αφορά το παρελθόν αλλά το παρόν. Πράγματι, οι συσχετισμοί που έκαναν οι αντίπαλοι του βιβλίου με την εξωτερική πολιτική της χώρας, με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και με την προσπάθεια αποδόμησης των εθνικών ταυτοτήτων χάριν της αμερικανικής ηγεμονίας πείθουν ότι το βιβλίο δεν πολεμήθηκε τόσο το περιεχόμενό του αλλά για το συνωμοτικό σχέδιο, που θεωρήθηκε ότι υπηρετεί.
Η τρίτη επισήμανση είναι δική μου : Είχα και εξακολουθώ να έχω πολλές αντιρρήσεις για τις τοποθετήσεις της κ. Ρεπούση, όπως και πολλών άλλων, στη διαμάχη της τελευταίας 5ετίας για τα ελληνικά Πανεπιστήμια. Όμως ο δημόσιος επικριτικός λόγος εναντίον της σχεδόν ποτέ δεν εστίασε στις τοποθετήσεις αυτές αλλά στο «ανθελληνικό» βιβλίο. Θεωρώ επομένως ζήτημα στοιχειώδους εντιμότητας, όταν κάποιος χρησιμοποιεί υποτιμητικά το όνομα «Ρεπούση», παράλληλα να εξηγεί τί ακριβώς της καταλογίζει.
Συνοψίζοντας όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, η βασική ερμηνευτική θέση του Αθανασιάδη, την οποία και υποστηρίζει κατά την άποψή μου πειστικά, είναι ότι το σχήμα του Παπαρρηγόπουλου, δηλ. για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους το σχήμα της εθνικιστικής αντίληψης για την ελληνική Ιστορία, από το 1894, οπότε και επικράτησε στην εκπαίδευση, μέχρι και σήμερα αποτελεί τον ιερό κανόνα της σχολικής Ιστορίας. Κάθε απόκλιση από τον κανόνα αυτό, μικρή ή μεγάλη, οδήγησε τους τολμηρούς συγγραφείς σε ναρκοπέδιο, προκάλεσε την έντονη αντίδραση του ελληνικού εθνικισμού, γέννησε ανελέητους συμβολικούς πολέμους, που όλοι ανεξαιρέτως είχαν το ίδιο αποτέλεσμα, τη συντριπτική ήττα των αναθεωρητικών εγχειρημάτων. Ασφαλώς κάθε διαμάχη έχει τις δικές της ιδιομορφίες ανάλογα με την περίοδο, στην οποία εκτυλίχθηκε, εμφανίζει και διάφορα συμπληρωματικά επίδικα (λ.χ. στις δύο πρώτες περιπτώσεις απόσυρσης, εκτός από το εθνικό, υπήρχε η παράλληλη διαμάχη για το γλωσσικό ζήτημα, που έθεσαν οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις), παρουσιάζει μετακινήσεις των στρατοπέδων, όμως η κυρίαρχη αντίθεση, αυτή η οποία και έκρινε τελικά την έκβαση ΟΛΩΝ αυτών των αντιπαραθέσεων, ήταν η παρέκκλιση από τον βαθειά ενσωματωμένο και παγιωμένο κανόνα του Παπαρρηγόπουλου.
Πέρα όμως από το κεντρικό διακύβευμα, τίθεται το ερώτημα αν εντοπίζονται και άλλα κοινά σημεία σ’ αυτές τις διαμάχες. Ίσως να είναι κάπως αυθαίρετο να υποστηρίξουμε μια τυπολογία της απόσυρσης σχολικών εγχειριδίων στη νεότερη Ελλάδα, οι αναλογίες ωστόσο μεταξύ των περιπτώσεων, που έχει μελετήσει ο συγγραφέας, είναι αρκετές και σημαντικές :
Το πρώτο σημείο, που παρουσιάζει ενδιαφέρον, είναι οι πολιτικές συγκυρίες της κυκλοφορίας των αποσυρθέντων βιβλίων. Ενώ κατά κανόνα αποφασίστηκαν, ανατέθηκαν και γράφτηκαν σε περιόδους πολιτικών τομών, όταν τα εκπαιδευτικά διακυβεύματα συναντήθηκαν με γενικότερα προοδευτικά πολιτικά αιτήματα (υπενθυμίζω τις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, που επιχείρησαν οι κυβερνήσεις Βενιζέλου και Γ. Παπανδρέου, και τα οπωσδήποτε πιο περιορισμένα ανοίγματα της κυβέρνησης Σημίτη λ.χ. στο ζήτημα των ταυτοτήτων), στην πραγματικότητα διανεμήθηκαν ή εκτυπώθηκαν για διανομή στα σχολεία υπό διαφορετικό κυβερνητικό καθεστώς (από φιλοβασιλική κυβέρνηση τα «Ψηλά Βουνά», από κυβέρνηση αποστατών το βιβλίο του Καλοκαιρινού, από την ίδια κυβέρνηση Σημίτη αλλά με διαφορετικό Υπουργό Παιδείας η Ιστορία του Κόκκινου και από κυβέρνηση ΝΔ το βιβλίο της Ρεπούση). Συνεπώς ένα πρώτο κοινό στοιχείο που αναδεικνύεται, είναι οι επελθούσες στο μεταξύ αλλαγές των πολιτικών συσχετισμών, ως ένα βαθμό και ως αποτέλεσμα αυτής καθεαυτής της διαμάχης για τα βιβλία, και η αντίστοιχη επιδείνωση του πολιτικού κλίματος για τους συγγραφείς και τους υποστηρικτές των βιβλίων.
Το δεύτερο σημείο, που πρέπει να προσέξουμε, είναι η σύνθεση και η δυναμική των αντίπαλων στρατοπέδων σε κάθε διαμάχη. Ενώ, σε όλες τις περιπτώσεις, το στρατόπεδο των υποστηρικτών των βιβλίων περιλάμβανε διανοούμενους υψηλού κύρους (τα «Ψηλά Βουνά» τον Γληνό, τον Δελμούζο, τον Παλαμά, το μετέπειτα στέλεχος του ΚΚΕ Δημητράτο και πολλούς ακόμα, η Ιστορία του Καλοκαιρινού τον Παπανούτσο και τον Κακριδή, το βιβλίο του Κόκκινου την συντριπτική πλειοψηφία των διανοούμενων της Κυπριακής Αριστεράς και η Ιστορία της Ρεπούση τη μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων ιστορικών επιστημόνων) εν τούτοις το στρατόπεδο των αντιπάλων εκτός από την υποστήριξη των εκάστοτε δεξιών πολιτικών κομμάτων ή συντηρητικών θεσμών, όπως η Εκκλησία και η Ακαδημία Αθηνών, κέρδισε κάτι ακόμα πιο σημαντικό : τη μάχη της Κοινής Γνώμης. Η Κοινή Γνώμη, όπως διαμορφώνεται από πολιτικές και πολιτιστικές ηγεσίες, από τοπικούς θεσμούς, από τα Μέσα Ενημέρωσης και πλέον και το Διαδίκτυο, όλα αυτά χωρίς κατά κανόνα επιστημονικές αξιώσεις αλλά με λαϊκή διεισδυτικότητα και ικανότητα να κινητοποιούν το συναίσθημα υπέρ των ήδη διαμορφωμένων κοινών τόπων.
Και τα κοινά στοιχεία συνεχίζονται : Ενώ η πλευρά των πολεμίων ήταν κατά κανόνα αρραγής και στις 4 περιπτώσεις και συσπείρωσε, με ελάχιστες εξαιρέσεις, το σύνολο του συντηρητικού κόσμου, στον αντίποδα το προοδευτικό (με ή χωρίς εισαγωγικά) στρατόπεδο παρουσίασε κρίσιμες διαρροές, που προσχώρησαν στο αντίπαλο. Στα «Ψηλά Βουνά» ήταν η Γαλάτεια Καζαντζάκη και η Πηνελόπη Δέλτα, στην Ιστορία του Καλοκαιρινού οι πρώην μαρξιστές Σάββας Κωνσταντόπουλος και Θεοφύλακτος Παπακωνσταντίνου – στη συνέχεια σταδιοδρόμησαν και οι δύο ως οργανικοί διανοούμενοι και στελέχη της χούντας-, στο βιβλίο του Κόκκινου ο επίσης προερχόμενος από την Αριστερά Καραμπελιάς και το περιοδικό «Άρδην» ενώ σ’ αυτή την περίπτωση κρίσιμη ήταν και η δημόσια σιωπή του ΚΚΕ και τέλος στην περίπτωση Ρεπούση εναντίον του βιβλίου τάχθηκε και το ΚΚΕ και το «πατριωτικό» ΠΑΣΟΚ και επίσης ένα μικρό μέρος του τότε ΣΥΡΙΖΑ αλλά από την άλλη η πλειοψηφία των οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς.
Τέλος αυτοί οι συγκεκριμένοι συσχετισμοί, που ήταν σαφώς δυσμενέστεροι από τους γενικούς πολιτικούς, ανάγκασαν τους υποστηρικτές των βιβλίων σε αμυντική στάση, μερικές φορές ακόμα και σε δημόσια ουδετερότητα, και συχνά σε τακτικές απάντησης όχι στο κύριο αλλά στα δευτερεύοντα, δηλ. «πέταγμα της μπάλας στην εξέδρα». Λ.χ. στην επίθεση της Γαλάτειας Καζαντζάκη οι υποστηρικτές απέδωσαν ιδιοτέλεια επειδή είχαν απορριφθεί τα δικά της βιβλία, και ο Δελμούζος το 1919 και ο Παπανούτσος το 1965 ισχυρίστηκαν ότι ο πραγματικός στόχος της επίθεσης είναι η δημοτική γλώσσα, στις σύγχρονες διαμάχες προβλήθηκαν οι παιδαγωγικές αρετές των βιβλίων κλπ. Εν ολίγοις λίγες ήταν οι φορές, που οι υποστηρικτές των βιβλίων τόλμησαν να αντιπαρατεθούν ευθέως στον κανόνα του Παπαρρηγόπουλου. Αυτή η τελευταία διαπίστωση μας οδηγεί πίσω στον Αντόνιο Γκράμσι και στην έννοια της «ηγεμονίας». Όπως συνοψίζει ο συγγραφέας, το στρατόπεδο των πολεμίων κέρδισε σε όλες τις περιπτώσεις την ιδεολογική ηγεμονία στη δημόσια σφαίρα, πράγμα που οδήγησε και στην επικράτηση στο επίπεδο των διοικητικών αποφάσεων αλλά και στην εμπέδωση του κανόνα στα βιβλία, που αντικατέστησαν τα αποσυρθέντα.
Το ερευνητικό υπόβαθρο του βιβλίου, που κινείται στο πεδίο των επιστημονικών εξειδικεύσεων του συγγραφέα, είναι αυτό που θα περιμέναμε, όσοι γνωρίζουμε καλά τον Χάρη Αθανασιάδη : Εξαντλητική τεκμηρίωση με έντυπα και βιβλία της εποχής, διανοητικός κάματος πίσω από κάθε έννοια και διασταύρωση πίσω από κάθε στοιχείο και ακόμα προσπάθεια εξήγησης και έντιμης παρουσίασης των επιχειρημάτων και των δύο πλευρών της κάθε διαμάχης. Ο ίδιος προσωπικά δεν είναι ουδέτερος ακολουθεί όμως ευλαβικά τον κανόνα του αείμνηστου Φίλιππου Ηλιού ότι «τον ιστορικό τον θέλει η επιστήμη του «άπολι», νηφάλιο και απροκατάληπτο μελετητή των πραγματικοτήτων», που οφείλει επαγγελματισμό, επιστημονική αυστηρότητα και στάση κριτικού παρατηρητή. Θα πιστώσω όμως στο βιβλίο ακόμα μια ευχάριστη έκπληξη : το άμεσο και κατανοητό γράψιμο (θα τολμούσα να το χαρακτηρίσω «δημοσιογραφικό» από την άποψη της γενικής απεύθυνσης), τις δόσεις χιούμορ, όπου χρειάζονται, και γενικά την αφομοίωση της αρχής ότι ο καλός ιστορικός είναι πάντα και καλός παραμυθάς, γνωρίζει δηλαδή και πώς να αφηγηθεί μια ιστορία (εν προκειμένω με ι μικρό).
Οι τελευταίες μου σκέψεις εκτείνονται πέραν του βιβλίου και αφορούν το χάσμα μεταξύ ακαδημαϊκής και δημόσιας – και επομένως και σχολικής – Ιστορίας στη σημερινή Ελλάδα. Την απάντηση δηλαδή στο ερώτημα, πώς δηλαδή οι σύγχρονες κατακτήσεις της ιστορικής επιστήμης θα βγουν από το στενό κλοιό των Πανεπιστημίων και των επιστημονικών συνεδρίων, πώς η Ιστορία ως ανοιχτή «γνώση» και όχι ως κλειστή «ταυτότητα» θα γίνει κτήμα της ελληνικής κοινωνίας, πώς θα αντιστραφεί η σημερινή εικόνα της άγνοιας και της δημαγωγίας. Και δεν εννοώ μόνο τη μεγάλη εμβέλεια των ακροδεξιών τηλε-πλασιέ τύπου Λιακόπουλου και Άδωνι Γεωργιάδη αλλά και στην επιρροή των λεγόμενων «σοβαρών» εθνικιστών (δανείζομαι τον χαρακτηρισμό από τη «σοβαρή» Χρυσή Αυγή), ένα ζήτημα, που δεν αφορά μόνο το παρελθόν αλλά, κατά τα προεκτεθέντα, εξίσου το παρόν και το μέλλον.
Ίσως εδώ να μας είναι ακόμη πιο χρήσιμη η κληρονομιά του Φίλιππου Ηλιού. Σας υπενθυμίζω ότι ο Ηλιού ήταν από τους πρώτους, που διέγνωσε το 1992 πως η ελληνική στάση απέναντι στη Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας δεν ήταν ένα απλό ζήτημα εξωτερικής πολιτικής αλλά κάτι πολύ πιο βαθύ, που θα επιδρούσε στις αξίες, στον ιδεολογικό προσανατολισμό και στον χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνίας, που άλλαξε τελικά σε μεγάλο βαθμό την βασική πηγή αναφοράς και νομιμοποίησης της μεταπολίτευσης, αντικαθιστώντας τον «λαό» με το «έθνος», που έφτασε στο σημείο όχι μόνο να διασύρει αλλά ακόμα και να ποινικοποιήσει την αντίθετη άποψη. Ο Ηλιού, συνδυάζοντας ιδανικά την επιστημονική αμεροληψία με την πολιτική μεροληψία και στράτευση και ακολουθώντας πιστά το πρόταγμα «όποιος θέλει να είναι αντι-εθνικιστής αντιπαλεύει πρώτα τον εθνικισμό της δικής του χώρας και όχι των γειτονικών», πρωτοστάτησε στην υπογραφή του περίφημου κειμένου των «169» διανοουμένων, που αποτέλεσε το πρώτο ανάχωμα στην εθνικιστική υστερία της εποχής εκείνης.
Οι πιο πολλοί/ές σ’ αυτή την αίθουσα δεν γνωρίζετε ίσως ότι το κείμενο αυτό το έχουμε υπογράψει και οι δύο σημερινοί παρουσιαστές του βιβλίου, ότι στα Γιάννενα διοργανώθηκε μια από τις πρώτες, ίσως και η πρώτη δημόσια αντι-εθνικιστική εκδήλωση τον Απρίλιο του 1992, ότι όσοι το υπογράψαμε πληρώσαμε το τίμημα των προσωπικών επιθέσεων και ότι στα Γιάννενα διευρύναμε τον κύκλο των υποστηρικτών του κειμένου με ένα δεύτερο κύμα δημόσιων υπογραφών.
Νομίζω ότι αυτό το προηγούμενο δείχνει το δρόμο για την κοινωνική ευθύνη των επιστημόνων, των ιστορικών – αλλά όχι μόνο αυτών. Στις μέρες μας, που η αντιρατσιστική νομοθεσία χρησιμοποιείται για να διωχθεί ποινικά ο Καθηγητής Ρίχτερ για τις απόψεις του, ανεξάρτητα αν κάποιος συμφωνεί ή διαφωνεί μαζί του, αλλά όχι και ο Αμβρόσιος Καλαβρύτων για τις δημόσιες ύβρεις του, που το «εθνικό σπορ του διασυρμού» γνωρίζει νέες μέρες δόξας, που η κατασκευή της σύγχρονης εθνικοφροσύνης περνάει μέσα από τον απαξιωτικό χαρακτηρισμό «εθνομηδενιστές» (ή μήπως τελικά αυτός ο χαρακτηρισμός δεν είναι και τόσο νέος αλλά έρχεται από το σκοτεινό παρελθόν της παλιάς εθνικοφροσύνης ;), η μόνη απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι η τεκμηριωμένη κατάρριψη ανορθολογικών μύθων και στερεοτύπων, η εκλαϊκευση της ιστορικής γνώσης ακόμα και με δημόσια μαθήματα εκτός Πανεπιστημίου, και εν κατακλείδι η διεκδίκηση δημόσιας φωνής και δημόσιου ρόλου από τους Έλληνες ιστορικούς. Το βιβλίο του Χάρη Αθανασιάδη ανταποκρίνεται, και με το παραπάνω, στις ανάγκες αυτές !
Γιάννενα 14-12-2015
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Σπεύδω εξαρχής να εστιάσω στο πιο εντυπωσιακό κατά τη γνώμη μου εύρημα της έρευνας του συγγραφέα, παρόλο που δεν αφορά το βασικό του αντικείμενο, τα σχολικά εγχειρίδια που αποσύρθηκαν σχεδόν άμεσα υπό το βάρος πολιτικών πιέσεων, αλλά ένα αναγνωστικό που διδασκόταν χωρίς πρόβλημα επί 40 χρόνια, από το 1862 μέχρι το 1901, στους μαθητές των ελληνικών δημοτικών σχολείων και του Βασιλείου της Ελλάδας αλλά και της διασποράς. Το βιβλίο αυτό σκόπιμα το παραθέτει και το αναλύει αντιστικτικά ο συγγραφέας, γιατί επαληθεύει το βασικό ερμηνευτικό του σχήμα για τα αποσυρθέντα βιβλία.
Το βιβλίο είναι ο «Γεροστάθης» του Λέοντα Μελά, ενός διακεκριμένου μέλους της ελληνικής διανόησης στα χρόνια του Όθωνα, Καθηγητή Ποινικού Δικαίου και εισηγητή του Συντάγματος του 1844, αφού προηγουμένως είχε πάρει ενεργό μέρος στην εξέγερση του Σεπτέμβρη του 1843. Υπόψη ότι ο Λέων Μελάς έγραψε τον «Γεροστάθη» πολύ αργότερα, αφού είχε αποσυρθεί από το δημόσιο βίο και είχε μετακομίσει στη Μασσαλία. Ο χώρος και ο χρόνος της δράσης του βιβλίου είναι μια μικρή κωμόπολη κοντά στα Γιάννενα, θα μπορούσε λ.χ. να είναι η Ζίτσα, στη διάρκεια των χρόνων 1819 και 1820, στα τελευταία δηλαδή χρόνια της κυριαρχίας του Αλή Πασά. Η δομή του βιβλίου αποτελείται από καθημερινές ιστορίες, που αφηγείται ο ίδιος ο Γεροστάθης σε μαθητές του Δημοτικού Σχολείου με στόχο τη διαπαιδαγώγησή τους και τις αντλεί κυρίως από την αρχαία ελληνική Ιστορία.
Με τα σημερινά δεδομένα είναι ειλικρινά απίστευτο, τί διδάσκονταν οι μαθητές της παλιάς Ελλάδας, που υπενθυμίζω ότι έφτανε μέχρι τον Άραχθο και τον Πηνειό, για την σχέση της αρχαίας Μακεδονίας με τις ελληνικές πόλεις. Αν έγραφε τα ίδια ένα σημερινό σχολικό βιβλίο, θα είχε αναμφίβολα καεί στην πυρά μαζί με τον συγγραφέα του. Και για να μη σας κρατάω σε αγωνία, σας διαβάζω το σχετικό απόσπασμα της πρώτης έκδοσης του «Γεροστάθη» : «Εις την μάχην της Χαιρωνείας ετάφη ζώσα η αυτονομία της Ελλάδος και αυτή ταπεινωθείσα κατέστη Μακεδονική επαρχία». Δηλαδή η σχολική Ιστορία, που ασφαλώς αντανακλούσε την επίσημη κρατική άποψη της εποχής, θεωρούσε τους Μακεδόνες κατακτητές όπως και τους Ρωμαίους και σε κάθε περίπτωση όχι Έλληνες. Βλέπετε δεν είχε αρχίσει ακόμα η διεκδίκηση της Οθωμανικής Μακεδονίας από το Ελληνικό Βασίλειο ούτε είχε επικρατήσει το ιστορικό σχήμα του Παπαρρηγόπουλου, για το οποίο θα μιλήσουμε και στη συνέχεια.
Στο εύρημα του Αθανασιάδη προσθέτω ότι, όπως έχει τεκμηριώσει η ιστορική έρευνα (ενδεικτικάhttp://www.iospress.gr/ios2005/ios20050605.htm), αρχικά η ελληνική προπαγάνδα προς τη σλαβόφωνη πλειοψηφία της Οθωμανικής Μακεδονίας, προκειμένου να αντιμετωπίσει το γλωσσικό πλεονέκτημα της αντίπαλης βουλγαρικής, είχε συμπυκνωθεί στη γραμμή «Εσείς δεν είστε Βούλγαροι, είστε κάτι άλλο, είστε Μακεδόνες»! Δηλαδή, όσο κατασκευασμένη είναι η επίσημη Ιστορία της γειτονικής μας Δημοκρατίας, και μάλιστα με την ελληνική συμβολή στα πρώϊμα στάδια, άλλο τόσο είναι και η ελληνική. Προσέξτε, δεν αναφέρομαι στην ουσία του προβλήματος, για την οποία ο καθένας μπορεί να έχει την άποψή του, αναφέρομαι σ’ αυτό που ονομάζεται «ιδεολογική χρήση της Ιστορίας» ανάλογα με τις εποχές και τις επιδιώξεις του εκάστοτε παρόντος. Το προφανές πολιτικό συμπέρασμα βεβαίως είναι ότι, αν η ελληνική κοινωνία ήταν λίγο περισσότερο υποψιασμένη, λίγο περισσότερο κοινωνός των δεδομένων της ιστορικής έρευνας, ίσως να ήταν και πολιτικά πιο ψύχραιμη, λιγότερο απόλυτη, λιγότερο πρόθυμη να παραδοθεί στην εθνικιστική δημαγωγία.
Αυτή είναι μια βασική χρησιμότητα του βιβλίου του Χάρη Αθανασιάδη. Όπως και ο ίδιος επισημαίνει, ενώ στο επίπεδο της ακαδημαϊκής ιστορικής έρευνας οι Έλληνες ιστορικοί τις τελευταίες δεκαετίες έχουν κάνει άλματα στην ανασύνθεση του παρελθόντος με νέους όρους  και εργαλεία, η δημόσια Ιστορία, δηλ. οι κυρίαρχες αφηγήσεις για το παρελθόν, και, κάτω από το βάρος της δημόσιας, και η σχολική Ιστορία αδυνατούν να αφομοιώσουν τις κατακτήσεις αυτές, γιατί προσκρούουν σε λογικές και νοοτροπίες παγιωμένες επί δεκαετίες και στους πολίτες αλλά κυρίως στους ιδεολογικούς μηχανισμούς, που διαμορφώνουν τις νοοτροπίες. Όπως το είχε θέσει με ακρίβεια και ο προσωπικός σύμβουλος του πρώην Πρωθυπουργού Α. Σαμαρά και πάλαι ποτέ αριστερός Χρύσανθος Λαζαρίδης «στα πανεπιστήμια η έρευνα της Ιστορίας έχει στόχο την ανακάλυψη της αλήθειας, στα σχολεία όμως η διδασκαλία της έχει άλλο στόχο : να δημιουργήσει φρόνημα». Φρόνημα εναντίον αλήθειας λοιπόν. Κι ας έχει πει ο Διονύσιος Σολωμός, ένας κατ’ εξοχήν εκφραστής της εθνικής ιδέας πως «εθνικό είναι ό,τι είναι αληθινό» – ας υπενθυμίσω ότι και ένας κορυφαίος μαρξιστής διανοητής, ο Γκράμσι, τον οποίο θα θυμηθούμε και στη συνέχεια, έχει υποστηρίξει ότι «η αλήθεια είναι πάντα επαναστατική».
Και πώς διαμορφώνεται λοιπόν το εθνικό φρόνημα ; Κατά πρώτο και κύριο λόγο με τη θεωρία του Παπαρρηγόπουλου, το ιστορικό σχήμα της αδιάσπαστης και ηρωϊκής συνέχειας του ελληνικού έθνους επί 3.000 χρόνια και της άρνησης σύνδεσης του εθνικού φαινομένου με την άνοδο της αστικής τάξης. Είναι μάλιστα ενδιαφέρον ότι ο ίδιος ο Παπαρρηγόπουλος είχε απόλυτη συνείδηση του χαρακτήρα του εγχειρήματός του και το 1886 γράφει ότι «τα έθνη δημιουργούσι την Ιστορίαν ουχί η Ιστορία τα έθνη». Φυσικά, εκτός από τη βασική θεωρία το φρόνημα απαιτεί και τα απαραίτητα συμπληρώματα, την ενότητα Ελληνισμού & Ορθοδοξίας, το σχήμα «Πατρίς – Θρησκεία – οικογένεια» κλπ.
Επιστρέφω για λίγο στον «Γεροστάθη», για να επισημάνω ότι ο ίδιος ο συγγραφέας του ήδη «είχε βάλει νερό στο κρασί του», λ.χ. ενώ αντιμετώπιζε τον Φίλιππο ως μη Έλληνα, ο γυιός του ο Αλέξανδρος αίφνης παρουσιαζόταν ως ο αρχηγός των Ελλήνων. Με τη σταδιακή ωστόσο επικράτηση της θεωρίας του Παπαρρηγόπουλου στη δημόσια ιστορία, ο Λέων Μελάς έκανε και ορισμένες άλλες προσθήκες, ώστε να καλυφθούν τα κενά της «συνέχειας». Βεβαίως εξακολούθησε να απουσιάζει από το βιβλίο ο ρόλος της εκκλησίας, τα κρυφά σχολειά κλπ. – θυμίζω ότι το βιβλίο γράφτηκε πριν από την αποκατάσταση των σχέσεων μεταξύ ελληνικού κράτους και ελλαδικής εκκλησίας. Ο «Γεροστάθης», μεταγλωττισμένος στη δημοτική αλλά και ιδεολογικά «διορθωμένος», συνέχισε να κυκλοφορεί ως τις μέρες μας, έχω μάλιστα μαζί μου την έκδοση του 1951 και πιστεύω ότι θα παρουσίαζε ενδιαφέρον για τον Αθανασιάδη η σύγκρισή της με τις εκδόσεις του 19ου αιώνα.
Συνεχίζω με το κύριο αντικείμενο του βιβλίου, τα 4 διδακτικά βιβλία, που αποσύρθηκαν από τα σχολεία, αφού προκάλεσαν έντονες εκπαιδευτικές και κυρίως πολιτικές διαμάχες. Θα τα παρουσιάσω με χρονολογική σειρά και όχι με την αντίστροφη σειρά του συγγραφέα, καθώς εκκινεί από την επικαιρότητα, από την πρόσφατη διαμάχη για το βιβλίο Ιστορίας, σχηματικά το βιβλίο «Ρεπούση», και πηγαίνει ψάχνοντας προς τα πίσω, μας μπάζει δηλαδή στην «κουζίνα του ιστορικού», στον τρόπο με τον οποίο δέχτηκε το πρώτο ερέθισμα και στη συνέχεια μαγείρεψε, οργάνωσε δηλ. και συστηματοποίησε την έρευνά του.
Τα αποσυρθέντα βιβλία κατά χρονολογική σειρά είναι :
– Τα «Ψηλά Βουνά», το αναγνωστικό της Γ’ Δημοτικού, που γράφτηκε από τον λογοτέχνη Ζαχαρία Παπαντωνίου και αφηγούταν τα συλλογικά βιώματα μιάς ομάδας παιδιών της πόλης, που είχαν πάει κατασκήνωση στο βουνό. Επρόκειτο για το αναγνωστικό – σύμβολο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης της κυβέρνησης Βενιζέλου στο γλωσσικό και στο παιδαγωγικό και στο ιδεολογικό επίπεδο, κυκλοφόρησε στα σχολεία τον Ιανουάριο του 1919, ύστερα από την επίθεση που δέχτηκε, τροποποιήθηκε σε κάποια κρίσιμα σημεία τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου και αποσύρθηκε οριστικά το Νοέμβριο του 1920. Η έντονη πολεμική εναντίον του το χαρακτήρισε «μπολσεβικικό» και «άθεο», επειδή δεν δίδασκε στους μαθητές ούτε πατρίδα ούτε θρησκεία ούτε οικογένεια. Σήμερα ίσως αυτή η πολεμική να μας φαίνεται ανόητη και ξεπερασμένη, ακούω μάλιστα καθημερινά στην τηλεόραση τη διαφήμιση μιας θεατρικής παράστασης, που έχει διασκευάσει το βιβλίο, και το παρουσιάζει ως «το βιβλίο που αγαπήθηκε από όλους τους Έλληνες», η αλήθεια όμως είναι ότι στην εποχή του μισήθηκε από ένα μεγάλο κομμάτι εξίσου πολύ, όπως εξάλλου και οι υπόλοιπες προσπάθειες εκπαιδευτικής τομής.
– Το δεύτερο βιβλίο είναι το εγχειρίδιο για τους μαθητές της Β΄Γυμνασίου με τίτλο «Ρωμαϊκή και Μεσαιωνική Ιστορία», που έγραψε ο φιλόλογος Κώστας Καλοκαιρινός στα πλαίσια της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης της κυβέρνησης της Ένωσης Κέντρου υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου, διανεμήθηκε στα σχολεία τον Σεπτέμβριο του 1965 και αποσύρθηκε δύο μήνες αργότερα. Στην περίπτωση αυτή η διαμάχη εστιάσθηκε στο ότι ο συγγραφέας προσπάθησε να υπονομεύσει «έμμεσα» τη συνέχεια του Ελληνισμού, αντιμετώπισε με θετικό τρόπο τους προαιώνιους εχθρούς του και κυρίως τους βαλκάνιους γείτονες, όπως το μεσαιωνικό σερβικό κράτος του Στέφανου Ντουσάν και το βουλγαρικό βασίλειο και κυρίως υπονόμευσε την ενότητα του έθνους, επειδή εισήγαγε το μαρξιστικό σχήμα της «πάλης των τάξεων» στην ερμηνεία των κοινωνικών σχέσεων στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ένα μεγάλο μέρος της επίθεσης αφιερώθηκε στη χρήση του όρου «ρωμαϊκή», αντί «βυζαντινής», στον τίτλο, θεωρώντας άνευ σημασίας βεβαίως ότι στην εποχή τους οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες χρησιμοποιούσαν για τον εαυτό τους τον τίτλο «Ρωμαίοι».
– Το τρίτο βιβλίο είναι η «Ιστορία του νεότερου και σύγχρονου κόσμου», που συνέγραψε, ως εγχειρίδιο για την Γ΄ Λυκείου, ομάδα 12 ιστορικών υπό την εποπτεία του Πανεπιστημιακού Γιώργου Κόκκινου και συμπεριλάμβανε αρκετές καινοτομίες συμβατές με τις σύγχρονες ιστορικές τάσεις (σύνδεση της ελληνικής Ιστορίας με την ευρύτερη ευρωπαϊκή, άνοιγμα στην Κοινωνική Ιστορία και την Ιστορία των Ιδεών). Το βιβλίο είχε εγκριθεί από το 1999, είχε μόλις τυπωθεί τον Απρίλιο του 2002, επρόκειτο να διανεμηθεί στα σχολεία τον Σεπτέμβριο, αυτή όμως η διανομή δεν έγινε ποτέ, καθώς ο τότε Υπουργός Παιδείας της κυβέρνησης Σημίτη, ο Πέτρος Ευθυμίου, διέταξε την απόσυρση του βιβλίου και μάλιστα τηλεφωνικά από την Κίνα, όπου βρισκόταν για επίσημη επίσκεψη. Η αιτία της σπουδής του Υπουργού ήταν η έκφραση δυσαρέσκειας από τον Κύπριο συνάδελφό του επειδή στο εγχειρίδιο αναγραφόταν ότι «η ΕΟΚΑ του Στρατηγού Γρίβα πρόβαλλε έναν κοινωνικά υπερσυντηρητικό εθνικισμό». Η «δυσαρέσκεια» αυτή διαπέρασε και το δημόσιο διάλογο στην Ελλάδα, που επακολούθησε με ένταση για το βιβλίο, οι επικριτές του επικέντρωσαν τα βέλη τους στο ότι δυσφημείται το «αντιστασιακό πνεύμα» του ελληνικού έθνους ενώ δεν έλειψαν και οι συσχετισμοί με το υπό εκκόλαψη τότε Σχέδιο Ανάν. Βεβαίως, όπως εκτιμάει και ο Χάρης, υπήρχαν και άλλα «ολισθηρά» σημεία, όπως η χρήση του όρου «δωσίλογοι» για πρώτη φορά σε ελληνικό σχολικό βιβλίο, που μάλλον βάρυναν στην τελική απόφαση του Υπουργού.
– Και τέλος το πιο πρόσφατο κρούσμα αφορά το βιβλίο της Ιστορίας της ΣΤ΄Δημοτικού «Στα νεότερα και σύγχρονα χρόνια», το γνωστό και ως «βιβλίο Ρεπούση», αν και στην πραγματικότητα η Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Μαρία Ρεπούση ήταν η συντονίστρια μιας 4μελούς ομάδας ιστορικών, το πόνημα των οποίων είχε προκριθεί από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, τον αρμόδιο κρατικό φορέα για την επιλογή των σχολικών βιβλίων, ύστερα από προκήρυξη που έγινε το 2003, επί κυβερνήσεως Σημίτη. Το βιβλίο διανεμήθηκε το 2006, επί κυβερνήσεως Καραμανλή, και αποσύρθηκε αμέσως μετά από τις εκλογές του 2007 από την ίδια κυβέρνηση, αφού προηγουμένως είχε προκαλέσει την πολιτική καταβαράθρωση και της ίδιας της Υπουργού Παιδείας Μαριέττας Γιαννάκου αλλά και την εκτόξευση του κόμματος ΛΑΟΣ του Καρατζαφέρη στο πολιτικό προσκήνιο. Ουδείς εκ των πολεμίων ασχολήθηκε με τις παιδαγωγικές καινοτομίες του βιβλίου, δηλ. τη συγκριτική παράθεση ενός σύντομου ιστορικού πλαισίου και πολλών και διαφορετικών πηγών, αλλά αφιέρωσαν όλη την προσπάθειά τους εναντίον του βιβλίου σε 3 βασικά σημεία α) ότι περιορίζει σε όγκο την εξιστόρηση των ηρωϊκών στιγμών του ελληνισμού από τη μια και από την άλλη αποκρύπτει τις διώξεις και τα βάσανα που υπέστη (με κορυφαίο ασφαλώς παράδειγμα τον περιβόητο «συνωστισμό στο λιμάνι της Σμύρνης»), δηλ. αφήνει αναξιοποίητα τα πιο χρήσιμα εργαλεία για την εθνική συσπείρωση, τη «δόξα» και το «πένθος», όπως επισημαίνει ο συγγραφέας β) ότι αποδομεί τη σχέση ελληνισμού και ορθοδοξίας, αγνοώντας λ.χ. το «Κρυφό Σχολειό», το οποίο παρεμπιπτόντως έχει τεκμηριωθεί, από τον Άλκη Αγγέλου και άλλους, ότι δεν υπήρξε ποτέ, και βεβαίως γ) ότι υπονομεύει την εθνική ταυτότητα, την ιδιοπροσωπία και το αντιστασιακό πνεύμα του ελληνικού έθνους και ευθυγραμμίζεται με τη «νέα τάξη» και την «παγκοσμιοποίηση».
Θέλω να σταθώ λίγο περισσότερο σ’ αυτή την τελευταία διαμάχη, μιας και είναι ακόμα νωπή στη μνήμη μας, και να προσθέσω δύο ακόμη επισημάνσεις του συγγραφέα : Η πρώτη είναι ότι η πνευματική ιδιοκτησία της έκφρασης «συνωστισμός» δεν ανήκει στην ομάδα Ρεπούση. Πρόκειται για αυτούσια μεταφορά από το βιβλίο του Ρίτσαρντ Κλογκ «Συνοπτική Ιστορία της Ελλάδας 1770 – 1990», το οποίο ουδέποτε προκάλεσε την παραμικρή αντίδραση, όταν κυκλοφόρησε το 1995 στην Ελλάδα. Και εάν η έκφραση αυτή συνιστούσε υποτίμηση της βίας, που υπέστη ο ελληνικός πληθυσμός της Σμύρνης, που όντως συνιστούσε, θα είχε άραγε πιθανότητα να γίνει δεκτό ένα εγχειρίδιο, που θα αποκαθιστούσε μεν αυτή τη διάσταση δεν θα παρέλειπε όμως να αναφερθεί στις ανάλογες βιαιότητες, που διέπραξε ο ελληνικός στρατός στη Μικρά Ασία ;
Ακόμα όμως και αν οι επικρίσεις βρήκαν ερείσματα στο περιεχόμενο του βιβλίου, παρατηρεί ο Αθανασιάδης, η ένταση της πολεμικής ήταν ασύμμετρα έντονη και δεν μπορούσε να αφορά το παρελθόν αλλά το παρόν. Πράγματι, οι συσχετισμοί που έκαναν οι αντίπαλοι του βιβλίου με την εξωτερική πολιτική της χώρας, με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και με την προσπάθεια αποδόμησης των εθνικών ταυτοτήτων χάριν της αμερικανικής ηγεμονίας πείθουν ότι το βιβλίο δεν πολεμήθηκε τόσο το περιεχόμενό του αλλά για το συνωμοτικό σχέδιο, που θεωρήθηκε ότι υπηρετεί.
Η τρίτη επισήμανση είναι δική μου : Είχα και εξακολουθώ να έχω πολλές αντιρρήσεις για τις τοποθετήσεις της κ. Ρεπούση, όπως και πολλών άλλων, στη διαμάχη της τελευταίας 5ετίας για τα ελληνικά Πανεπιστήμια. Όμως ο δημόσιος επικριτικός λόγος εναντίον της σχεδόν ποτέ δεν εστίασε στις τοποθετήσεις αυτές αλλά στο «ανθελληνικό» βιβλίο. Θεωρώ επομένως ζήτημα στοιχειώδους εντιμότητας, όταν κάποιος χρησιμοποιεί υποτιμητικά το όνομα «Ρεπούση», παράλληλα να εξηγεί τί ακριβώς της καταλογίζει.
Συνοψίζοντας όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, η βασική ερμηνευτική θέση του Αθανασιάδη, την οποία και υποστηρίζει κατά την άποψή μου πειστικά, είναι ότι το σχήμα του Παπαρρηγόπουλου, δηλ. για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους το σχήμα της εθνικιστικής αντίληψης για την ελληνική Ιστορία, από το 1894, οπότε και επικράτησε στην εκπαίδευση, μέχρι και σήμερα αποτελεί τον ιερό κανόνα της σχολικής Ιστορίας. Κάθε απόκλιση από τον κανόνα αυτό, μικρή ή μεγάλη, οδήγησε τους τολμηρούς συγγραφείς σε ναρκοπέδιο, προκάλεσε την έντονη αντίδραση του ελληνικού εθνικισμού, γέννησε ανελέητους συμβολικούς πολέμους, που όλοι ανεξαιρέτως είχαν το ίδιο αποτέλεσμα, τη συντριπτική ήττα των αναθεωρητικών εγχειρημάτων. Ασφαλώς κάθε διαμάχη έχει τις δικές της ιδιομορφίες ανάλογα με την περίοδο, στην οποία εκτυλίχθηκε, εμφανίζει και διάφορα συμπληρωματικά επίδικα (λ.χ. στις δύο πρώτες περιπτώσεις απόσυρσης, εκτός από το εθνικό, υπήρχε η παράλληλη διαμάχη για το γλωσσικό ζήτημα, που έθεσαν οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις), παρουσιάζει μετακινήσεις των στρατοπέδων, όμως η κυρίαρχη αντίθεση, αυτή η οποία και έκρινε τελικά την έκβαση ΟΛΩΝ αυτών των αντιπαραθέσεων, ήταν η παρέκκλιση από τον βαθειά ενσωματωμένο και παγιωμένο κανόνα του Παπαρρηγόπουλου.
Πέρα όμως από το κεντρικό διακύβευμα, τίθεται το ερώτημα αν εντοπίζονται και άλλα κοινά σημεία σ’ αυτές τις διαμάχες. Ίσως να είναι κάπως αυθαίρετο να υποστηρίξουμε μια τυπολογία της απόσυρσης σχολικών εγχειριδίων στη νεότερη Ελλάδα, οι αναλογίες ωστόσο μεταξύ των περιπτώσεων, που έχει μελετήσει ο συγγραφέας, είναι αρκετές και σημαντικές :
Το πρώτο σημείο, που παρουσιάζει ενδιαφέρον, είναι οι πολιτικές συγκυρίες της κυκλοφορίας των αποσυρθέντων βιβλίων. Ενώ κατά κανόνα αποφασίστηκαν, ανατέθηκαν και γράφτηκαν σε περιόδους πολιτικών τομών, όταν τα εκπαιδευτικά διακυβεύματα συναντήθηκαν με γενικότερα προοδευτικά πολιτικά αιτήματα (υπενθυμίζω τις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, που επιχείρησαν οι κυβερνήσεις Βενιζέλου και Γ. Παπανδρέου, και τα οπωσδήποτε πιο περιορισμένα ανοίγματα της κυβέρνησης Σημίτη λ.χ. στο ζήτημα των ταυτοτήτων), στην πραγματικότητα διανεμήθηκαν ή εκτυπώθηκαν για διανομή στα σχολεία υπό διαφορετικό κυβερνητικό καθεστώς (από φιλοβασιλική κυβέρνηση τα «Ψηλά Βουνά», από κυβέρνηση αποστατών το βιβλίο του Καλοκαιρινού, από την ίδια κυβέρνηση Σημίτη αλλά με διαφορετικό Υπουργό Παιδείας η Ιστορία του Κόκκινου και από κυβέρνηση ΝΔ το βιβλίο της Ρεπούση). Συνεπώς ένα πρώτο κοινό στοιχείο που αναδεικνύεται, είναι οι επελθούσες στο μεταξύ αλλαγές των πολιτικών συσχετισμών, ως ένα βαθμό και ως αποτέλεσμα αυτής καθεαυτής της διαμάχης για τα βιβλία, και η αντίστοιχη επιδείνωση του πολιτικού κλίματος για τους συγγραφείς και τους υποστηρικτές των βιβλίων.
Το δεύτερο σημείο, που πρέπει να προσέξουμε, είναι η σύνθεση και η δυναμική των αντίπαλων στρατοπέδων σε κάθε διαμάχη. Ενώ, σε όλες τις περιπτώσεις, το στρατόπεδο των υποστηρικτών των βιβλίων περιλάμβανε διανοούμενους υψηλού κύρους (τα «Ψηλά Βουνά» τον Γληνό, τον Δελμούζο, τον Παλαμά, το μετέπειτα στέλεχος του ΚΚΕ Δημητράτο και πολλούς ακόμα, η Ιστορία του Καλοκαιρινού τον Παπανούτσο και τον Κακριδή, το βιβλίο του Κόκκινου την συντριπτική πλειοψηφία των διανοούμενων της Κυπριακής Αριστεράς και η Ιστορία της Ρεπούση τη μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων ιστορικών επιστημόνων) εν τούτοις το στρατόπεδο των αντιπάλων εκτός από την υποστήριξη των εκάστοτε δεξιών πολιτικών κομμάτων ή συντηρητικών θεσμών, όπως η Εκκλησία και η Ακαδημία Αθηνών, κέρδισε κάτι ακόμα πιο σημαντικό : τη μάχη της Κοινής Γνώμης. Η Κοινή Γνώμη, όπως διαμορφώνεται από πολιτικές και πολιτιστικές ηγεσίες, από τοπικούς θεσμούς, από τα Μέσα Ενημέρωσης και πλέον και το Διαδίκτυο, όλα αυτά χωρίς κατά κανόνα επιστημονικές αξιώσεις αλλά με λαϊκή διεισδυτικότητα και ικανότητα να κινητοποιούν το συναίσθημα υπέρ των ήδη διαμορφωμένων κοινών τόπων.
Και τα κοινά στοιχεία συνεχίζονται : Ενώ η πλευρά των πολεμίων ήταν κατά κανόνα αρραγής και στις 4 περιπτώσεις και συσπείρωσε, με ελάχιστες εξαιρέσεις, το σύνολο του συντηρητικού κόσμου, στον αντίποδα το προοδευτικό (με ή χωρίς εισαγωγικά) στρατόπεδο παρουσίασε κρίσιμες διαρροές, που προσχώρησαν στο αντίπαλο. Στα «Ψηλά Βουνά» ήταν η Γαλάτεια Καζαντζάκη και η Πηνελόπη Δέλτα, στην Ιστορία του Καλοκαιρινού οι πρώην μαρξιστές Σάββας Κωνσταντόπουλος και Θεοφύλακτος Παπακωνσταντίνου – στη συνέχεια σταδιοδρόμησαν και οι δύο ως οργανικοί διανοούμενοι και στελέχη της χούντας-, στο βιβλίο του Κόκκινου ο επίσης προερχόμενος από την Αριστερά Καραμπελιάς και το περιοδικό «Άρδην» ενώ σ’ αυτή την περίπτωση κρίσιμη ήταν και η δημόσια σιωπή του ΚΚΕ και τέλος στην περίπτωση Ρεπούση εναντίον του βιβλίου τάχθηκε και το ΚΚΕ και το «πατριωτικό» ΠΑΣΟΚ και επίσης ένα μικρό μέρος του τότε ΣΥΡΙΖΑ αλλά από την άλλη η πλειοψηφία των οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς.
Τέλος αυτοί οι συγκεκριμένοι συσχετισμοί, που ήταν σαφώς δυσμενέστεροι από τους γενικούς πολιτικούς, ανάγκασαν τους υποστηρικτές των βιβλίων σε αμυντική στάση, μερικές φορές ακόμα και σε δημόσια ουδετερότητα, και συχνά σε τακτικές απάντησης όχι στο κύριο αλλά στα δευτερεύοντα, δηλ. «πέταγμα της μπάλας στην εξέδρα». Λ.χ. στην επίθεση της Γαλάτειας Καζαντζάκη οι υποστηρικτές απέδωσαν ιδιοτέλεια επειδή είχαν απορριφθεί τα δικά της βιβλία, και ο Δελμούζος το 1919 και ο Παπανούτσος το 1965 ισχυρίστηκαν ότι ο πραγματικός στόχος της επίθεσης είναι η δημοτική γλώσσα, στις σύγχρονες διαμάχες προβλήθηκαν οι παιδαγωγικές αρετές των βιβλίων κλπ. Εν ολίγοις λίγες ήταν οι φορές, που οι υποστηρικτές των βιβλίων τόλμησαν να αντιπαρατεθούν ευθέως στον κανόνα του Παπαρρηγόπουλου. Αυτή η τελευταία διαπίστωση μας οδηγεί πίσω στον Αντόνιο Γκράμσι και στην έννοια της «ηγεμονίας». Όπως συνοψίζει ο συγγραφέας, το στρατόπεδο των πολεμίων κέρδισε σε όλες τις περιπτώσεις την ιδεολογική ηγεμονία στη δημόσια σφαίρα, πράγμα που οδήγησε και στην επικράτηση στο επίπεδο των διοικητικών αποφάσεων αλλά και στην εμπέδωση του κανόνα στα βιβλία, που αντικατέστησαν τα αποσυρθέντα.
Το ερευνητικό υπόβαθρο του βιβλίου, που κινείται στο πεδίο των επιστημονικών εξειδικεύσεων του συγγραφέα, είναι αυτό που θα περιμέναμε, όσοι γνωρίζουμε καλά τον Χάρη Αθανασιάδη : Εξαντλητική τεκμηρίωση με έντυπα και βιβλία της εποχής, διανοητικός κάματος πίσω από κάθε έννοια και διασταύρωση πίσω από κάθε στοιχείο και ακόμα προσπάθεια εξήγησης και έντιμης παρουσίασης των επιχειρημάτων και των δύο πλευρών της κάθε διαμάχης. Ο ίδιος προσωπικά δεν είναι ουδέτερος ακολουθεί όμως ευλαβικά τον κανόνα του αείμνηστου Φίλιππου Ηλιού ότι «τον ιστορικό τον θέλει η επιστήμη του «άπολι», νηφάλιο και απροκατάληπτο μελετητή των πραγματικοτήτων», που οφείλει επαγγελματισμό, επιστημονική αυστηρότητα και στάση κριτικού παρατηρητή. Θα πιστώσω όμως στο βιβλίο ακόμα μια ευχάριστη έκπληξη : το άμεσο και κατανοητό γράψιμο (θα τολμούσα να το χαρακτηρίσω «δημοσιογραφικό» από την άποψη της γενικής απεύθυνσης), τις δόσεις χιούμορ, όπου χρειάζονται, και γενικά την αφομοίωση της αρχής ότι ο καλός ιστορικός είναι πάντα και καλός παραμυθάς, γνωρίζει δηλαδή και πώς να αφηγηθεί μια ιστορία (εν προκειμένω με ι μικρό).
Οι τελευταίες μου σκέψεις εκτείνονται πέραν του βιβλίου και αφορούν το χάσμα μεταξύ ακαδημαϊκής και δημόσιας – και επομένως και σχολικής – Ιστορίας στη σημερινή Ελλάδα. Την απάντηση δηλαδή στο ερώτημα, πώς δηλαδή οι σύγχρονες κατακτήσεις της ιστορικής επιστήμης θα βγουν από το στενό κλοιό των Πανεπιστημίων και των επιστημονικών συνεδρίων, πώς η Ιστορία ως ανοιχτή «γνώση» και όχι ως κλειστή «ταυτότητα» θα γίνει κτήμα της ελληνικής κοινωνίας, πώς θα αντιστραφεί η σημερινή εικόνα της άγνοιας και της δημαγωγίας. Και δεν εννοώ μόνο τη μεγάλη εμβέλεια των ακροδεξιών τηλε-πλασιέ τύπου Λιακόπουλου και Άδωνι Γεωργιάδη αλλά και στην επιρροή των λεγόμενων «σοβαρών» εθνικιστών (δανείζομαι τον χαρακτηρισμό από τη «σοβαρή» Χρυσή Αυγή), ένα ζήτημα, που δεν αφορά μόνο το παρελθόν αλλά, κατά τα προεκτεθέντα, εξίσου το παρόν και το μέλλον.
Ίσως εδώ να μας είναι ακόμη πιο χρήσιμη η κληρονομιά του Φίλιππου Ηλιού. Σας υπενθυμίζω ότι ο Ηλιού ήταν από τους πρώτους, που διέγνωσε το 1992 πως η ελληνική στάση απέναντι στη Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας δεν ήταν ένα απλό ζήτημα εξωτερικής πολιτικής αλλά κάτι πολύ πιο βαθύ, που θα επιδρούσε στις αξίες, στον ιδεολογικό προσανατολισμό και στον χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνίας, που άλλαξε τελικά σε μεγάλο βαθμό την βασική πηγή αναφοράς και νομιμοποίησης της μεταπολίτευσης, αντικαθιστώντας τον «λαό» με το «έθνος», που έφτασε στο σημείο όχι μόνο να διασύρει αλλά ακόμα και να ποινικοποιήσει την αντίθετη άποψη. Ο Ηλιού, συνδυάζοντας ιδανικά την επιστημονική αμεροληψία με την πολιτική μεροληψία και στράτευση και ακολουθώντας πιστά το πρόταγμα «όποιος θέλει να είναι αντι-εθνικιστής αντιπαλεύει πρώτα τον εθνικισμό της δικής του χώρας και όχι των γειτονικών», πρωτοστάτησε στην υπογραφή του περίφημου κειμένου των «169» διανοουμένων, που αποτέλεσε το πρώτο ανάχωμα στην εθνικιστική υστερία της εποχής εκείνης.
Οι πιο πολλοί/ές σ’ αυτή την αίθουσα δεν γνωρίζετε ίσως ότι το κείμενο αυτό το έχουμε υπογράψει και οι δύο σημερινοί παρουσιαστές του βιβλίου, ότι στα Γιάννενα διοργανώθηκε μια από τις πρώτες, ίσως και η πρώτη δημόσια αντι-εθνικιστική εκδήλωση τον Απρίλιο του 1992, ότι όσοι το υπογράψαμε πληρώσαμε το τίμημα των προσωπικών επιθέσεων και ότι στα Γιάννενα διευρύναμε τον κύκλο των υποστηρικτών του κειμένου με ένα δεύτερο κύμα δημόσιων υπογραφών.
Νομίζω ότι αυτό το προηγούμενο δείχνει το δρόμο για την κοινωνική ευθύνη των επιστημόνων, των ιστορικών – αλλά όχι μόνο αυτών. Στις μέρες μας, που η αντιρατσιστική νομοθεσία χρησιμοποιείται για να διωχθεί ποινικά ο Καθηγητής Ρίχτερ για τις απόψεις του, ανεξάρτητα αν κάποιος συμφωνεί ή διαφωνεί μαζί του, αλλά όχι και ο Αμβρόσιος Καλαβρύτων για τις δημόσιες ύβρεις του, που το «εθνικό σπορ του διασυρμού» γνωρίζει νέες μέρες δόξας, που η κατασκευή της σύγχρονης εθνικοφροσύνης περνάει μέσα από τον απαξιωτικό χαρακτηρισμό «εθνομηδενιστές» (ή μήπως τελικά αυτός ο χαρακτηρισμός δεν είναι και τόσο νέος αλλά έρχεται από το σκοτεινό παρελθόν της παλιάς εθνικοφροσύνης ;), η μόνη απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι η τεκμηριωμένη κατάρριψη ανορθολογικών μύθων και στερεοτύπων, η εκλαϊκευση της ιστορικής γνώσης ακόμα και με δημόσια μαθήματα εκτός Πανεπιστημίου, και εν κατακλείδι η διεκδίκηση δημόσιας φωνής και δημόσιου ρόλου από τους Έλληνες ιστορικούς. Το βιβλίο του Χάρη Αθανασιάδη ανταποκρίνεται, και με το παραπάνω, στις ανάγκες αυτές !
Γιάννενα 14-12-2015
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Από το Μοντέρνο στο Μεταμοντερνο -Στη τέχνη και στη Κοινωνία. Πέτρος Θεοδωρίδης

  Πέτρος Θεοδωρίδης (τμήμα κινηματογράφου Α.Π.Θ ) Από το Μοντέρνο στο Μεταμοντερνο Στη τέχνη και στη Κοινωνία   Α. :Μοντερνισμός   ...