ΠΕΤΡΟΣ ΘΕΟΔΩΡΙΔΗΣ
ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΕΣ ΚΑΙ
ΜΕΤΑΜΑΡΞΙΣΤΙΚΕΣ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ ΚΑΙ
ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΥ: βιβλιογραφικό δοκίμιο
\
Πολλαπλές σχολές και τάσεις στο μαρξιστικό κίνημα ανάπτυξαν
μια πλούσια συζήτηση για το έθνος και τον εθνικισμό. Πάντως ένας κοινός
παρονομαστής των προσεγγίσεων αυτών φαίνεται να είναι η απόπειρα υλιστικής
ερμηνείας του εθνικισμού και του έθνους μέσα από την αντιπαράθεση των
κοινωνικών τάξεων .Ο εθνικισμός θεωρείται ένα σύγχρονο φαινόμενο ,έκφραση της αστικής
κατά κύριο λόγο ιδεολογίας, πού εξυπηρέτησε τα ταξικά συμφέροντα της
ανερχόμενης αστικής τάξης στην αντίθεση της προς την παραδοσιακή αριστοκρατία.
Σε αυτή την οπτική η άνοδος του εθνο-κράτους θεωρείται στενά συνδεδεμένη με τις
οικονομικές αναγκαιότητες του πρώιμου καπιταλισμό. Καθώς το ''αστικό'' έθνος
κράτος δεν αντιπροσωπεύει ως την καλλίτερη ενοποιητική ιδεολογική λύση.
Ήδη στο Μανιφέστο και σε άλλα κείμενα του ο Μαρξ
αντιλαμβάνεται την ιστορικότητα του εθνικιστικού φαινομένου και ανατρέχει στις
ιστορικές συνθήκες προκειμένου να το κατανοήσει αλλά και να διατυπώσει μια
θεωρία υπέρβασης του. Σε ένα άρθρο του 1845 ο Μαρξ γράφει:«Η εθνικότητα του εργάτη δεν είναι γαλλική, ούτε αγγλική, ούτε
γερμανική, είναι η ελεύθερη σκλαβιά, το ξεπούλημα του εαυτού του. Η κυβέρνηση
του δεν είναι ούτε γαλλικη,ουτε αγγλικη,ουτε γερμανικη,ειναι το κεφαλαιο.Ο
πάτριος αέρας του δεν είναι ούτε γαλλικός, ούτε γερμανικός ούτε αγγλικός, είναι
ο αέρας του εργοστάσιου. Η γη που του ανήκει δεν είναι ούτε γαλλική, ούτε
αγγλική ούτε γερμανική, είναι λίγα πόδια κάτω από το χώμα» .(Μichael
Lowy: 85)
Η μαρξιστική προσέγγιση επικεντρώνεται στην εσωτερική
ταξική σύγκρουση σε κάθε συγκεκριμένη κοινωνία . Έτσι ορίζεται ο εθνικισμός
είτε ως έργο και έκφραση μιας μόνο τάξης ή και μιας ταξικής συμμαχίας μέσα στον
οποίο είτε η κάθε τάξη διατηρεί τα δικά της συμφέροντα, είτε ως έργο μια
ιδιαίτερης τάξη (συνήθως τη αστικής) προωθεί
τα δικά της μόνο συμφέροντα και
οδηγεί τις άλλες τάξεις να τον ακολουθήσουν (
J. Breuillly :21)
Ένα σημαντικό μέρος της Μαρξιστικής συζήτησης περιστράφηκε
γύρω από το μέλλον των εθνών και
εθνοτήτων στον καπιταλισμό και στην μελλοντική σοσιαλιστική κοινωνία. Οι πρώτες
μαρξιστικές προσεγγίσεις γίνονται από τους
ίδιους τους Μαρξ- Έγκελς, περισσότερο όμως σε μια μάλλον αποσπασματική
μορφή παρά ως μια ολοκληρωμένη θεωρία για το εθνος και τον εθνικισμό.Στο
Κομμουνιστικό μανιφέστο(1848) διατυπώνουν την θέση ότι '«Οι εθνικοί χωρισμοί και οι
εθνικές αντιθέσεις ανάμεσα στους λαούς εξαφανίζονται όλο και περισσότερο
με την ανάπτυξη της αστικής τάξης , με την ελευθέρια του εμπορίου, με την
παγκόσμια αγορά, με την ομοιομορφία της βιομηχανικής παραγωγής και
των συνθηκών ζωής πού αντιστοιχούν σε αυτήν Η κυριαρχία του προλεταριάτου
θα τους εξαφανίσει ακόμα πιο γρήγορα»'
(Mαρξ
Εγκελς : 41) θέση πού-όπως παρατηρεί ο Μισέλ Λεβί προέρχεται από μια εκπληκτική αισιοδοξία.(Μichael Lowy: 20)
Κεντρική θέση των Μαρξ –Εγκελς ήταν η διάκριση σε ''
προοδευτικά'' και'' αντιδραστικά' έθνη , ''ιστορικά και μη ιστορικά»( 'Μichael Lowy :
43) Στον Έγκελς ο όρος
«μη ιστορικά έθνη» προσδιόριζε εκείνα πού δεν διέθεταν τις «ιστορικές,
γεωγραφικές, πολιτικές και βιομηχανικές προϋποθέσεις ανεξαρτησίας και
ζωτικότητας». Αυτή η διάκριση βέβαια όπως δείχνει ο E Hobsbawm συνδεόταν με μια
γενικότεροι πεποίθηση πού επικρατούσε στην Ευρώπη μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα,
ότι ορισμένες μικρές εθνότητες δεν είχαν μέλλον σαν ανεξάρτητες κρατικές
οντότητες ( Hobsbawm
Eric:37,38) Οι
προσεγγίσεις αυτές συνδέονται και με μια γενικότερη αίσθηση ''οικονομίας '' του
χώρου που ενυπήρχε μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα στην Ευρώπη. Κυριαρχούσε η ρασιοναλιστική ιδέα της
αρμονίας, της προόδου, της σύνθεσης των
εθνών σε μια νέα παγκόσμια ορθολογική κοινότητα. Ως κριτήρια πού επέτρεπαν σε ένα λαό να
θεωρηθεί έθνος θεωρούνταν ή σύνδεση με
ένα ήδη υπάρχον κράτος, ή η ύπαρξη μιας πολιτικής ελίτ με μακρόχρονη γραπτή
λογοτεχνική -διοικητική παράδοση, ή με μια αποδεδειγμένη ικανότητα για
κατάκτηση. (E. Hobsbawm:37) . Τα ''μη ιστορικά έθνη'' θεωρούντο
πολύ μικρά για να προσαρμοσθούν στις
οικονομικές και κοινωνικές δυνάμεις της ιστορία.
Η θέση για τα ιστορικά και μη ιστορικά έθνη –γράφει ο
ιστορικός Αντώνης Λιάκος ΄-ανταποκρίνεται επιπλέον και σε ένα σχήμα που εξηγείται από την αντίληψη που
είχαν οι Μαρξ και Έγκελς για την ιστορία
ως νομοτέλεια. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή
η ιστορία διευκολύνει την πρόοδο, απομακρύνοντας αμείλικτα τα εμπόδια που συναντά απ τα κατώτερα στα ανώτερα πεδία ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Ιστορικά έθνη , θεωρούνταν εκείνα τα οποία συνδύαζαν μεγάλο πληθυσμό ,
ικανό για τον καταμερισμό της εργασίας οποίος
ήταν απαραίτητος για την ανάπτυξη
του καπιταλιστικού συστήματος , με
μεγάλη και συνεκτική εδαφική έκταση για την ανάπτυξη βιώσιμου κράτους (Αντώνης
Λιάκος :16)
Ο Α.Λιάκος επικαλείται και τον Τσέχο ιστορικό του
εθνικισμού Μιροσλάβ Χροχ ο οποίος έχει υποδείξει τρεις βασικούς λόγους της αδυναμίας των δυο φίλων του Μαρξ και του
Έγκελς να δουν τη εξέλιξη των εθνών και να
σταθμίσουν το βάρος τους
στην ιστορική πορεία
της Ευρώπης .Ο πρώτος λόγος ήταν ότι στο ζήτημα αυτό σκέπτονταν με
ιστορικές αναλογίες. Θεωρούσαν δηλαδή
ότι η μοίρα τω λαών όπως oι
Προβηγκιανοί , οι Ουαλλοί και οι Βρετόννοι, οι οποίοι εξαφανίστηκαν μέσα στα
μεγάλα δυναστικά κράτη ,προοιώνιζε και τη μοίρα και των μικρών λαών της Κέντρο ανατολικής και νοτιανατολικής
Ευρώπης. Ο δεύτερος ήταν ότι θεωρούσαν
πως , αν το έθνος ήταν υπόθεση
της αστικής τάξης άρα οι κοινωνίες χωρίς
αστική τάξη δεν είχαν καμία πιθανότητα να δημιουργήσουν έθνη. Και ο τρίτος ότι πίστευαν
πως ο καπιταλισμός θα κατέστρεφε τους μικροαστούς και θα τους
προλεταριοποιούσε ( Αντώνης Λιάκος: 22)
Ο Βαuer υποστήριξε ότι το εθνικό μίσος δεν ήταν παρά
μετασχηματισμένο ταξικό-μίσος: ερευνώντας την αναπτυσσόμενη αντιπαλότητα μεταξύ
των εθνικών ομάδων στην Αυτοκρατορία
των Αψβούργων, εστίασε την προσοχή του
στα οικονομικά συμφέροντα πού υπέβοσκαν
πίσω από τις εθνικές αντιθέσεις ,όπως τα ανεδείκνυε ο ανταγωνισμός
μεταξύ Γερμανών και μη Γερμανών εργατών στην αυτοκρατορία. Οι Γερμανοί εργάτες
ήσαν ευνοημένοι σε σχέση με τους άλλους εργάτες, τοποθετημένοι σε
εξειδικευμένες και εποπτικές θέσεις έτσι
ώστε η συλλογικότητα των Γερμανών ως εθνική ομάδα να επιδεικνύει υψηλότερα
πολιτιστικά επιτεύγματα .Τα μη Γερμανικά
εργατικά κινήματα συμπέραναν ότι τα πολιτισμικά επιτεύγματα είναι
παράλληλα με τα οικονομικά αποτελέσματα, ανέπτυξαν συνεπώς προγράμματα
προσανατολισμένα στην ανάπτυξη των δικών τους
εθνικών πολιτισμών. Αποτέλεσμα: η εθνοτική αντιπαλότητα, πού ξεκίνησε από την πλευρά
των Γερμανών για να αφυπνίσει το μίσος
των μη Γερμανικών μειονοτήτων
Στην τελευταία δεκαετία του 19ου
αιώνα και στις πρώτες του 2οου αιώνα διεξάγεται στην Β Σοσιαλιστική Διεθνή μια μεγάλη θεωρητική
συζήτηση για το έθνος , συζήτηση στην
οποία συμμετέχουν Οι Κ. Κάουτσκι, Οττο
Μπαουερ, Ροζα Λουξεμπουργκ κ.α. Προέκταση της συζήτησης αυτής είναι και οι θέσεις για το εθνικό ζήτημα πού
διατυπώνονται από τον Λένιν ( Το δικαίωμα των εθνών για
αυτοδιάθεση 1910 ) και του Ι.
Στάλιν (Ο Μαρξισμός και το εθνικό ζήτημα 1913)) Αυτή η συζήτηση αξίζει την προσοχή μας, σε ότι αφορά κυρίως στις
απόψεις των δυο αντίθετων ''πόλων'' του
''ορθόδοξου ''Κ.Καουτσκι και του αυστρομαρξιστή Οττο Μπάουερ : O K.Kαουτσκι καθορίζει τα έθνη με
βάση το κριτήριο της γλώσσας πού
συμπληρώνεται από το τόπο εγκατάστασης
Το έθνος συνδέεται με το αστικό κράτος το οποίο τείνει να συγκροτηθεί ως εθνικό,
επιβάλλοντας στο εσωτερικό του μια ενιαία γλώσσα για να επιτύχει την
δημιουργία ενιαίας αγοράς ( Δημήτρη Γιαννούλη
, -Χριστίνα Γιαννούλη , :30.κ.ε) H συζήτηση ξεκίνησε με ένα άρθρο του Καουτσκι
( Charles Herod:
42)πού αφορούσε στα εθνοτικά προβλήματα
της αυτοκρατορίας των Αψβούργων, όπου
επισημαίνονταν ότι ο Τσεχικός λαός δεν
είχε ελπίδα προόδου και υψηλότερων οικονομικών επιτευγμάτων χωρίς την αφομοίωση
της γερμανικής γλώσσας και ίσως και την εξαφάνιση της Τσεχικής γλώσσας. Το
1898 πρότεινε μια ομοσπονδιακή λύση πού
θα έλυνε το πρόβλημα των μικρών εθνικών ομάδων στην Αυτοκρατορία των Αψβούργων,
μια ομοσπονδία βασισμένη στη γλώσσα.
O Otto Bauer συμφώνησε με την ομοσπονδιακή
λύση αλλά διαφωνησε με την βασική θέση του Κάουτσκι σε ότι αφορά τη μοίρα των μικρών εθνικών ομάδων.
Υποστήριξε ότι με την ανάπτυξη του καπιταλισμού τα μικρά έθνη δεν τείνουν να
εξαφανισθούν αλλά αντίθετα να αφυπνισθούν και νέα σχηματίσουν βιώσιμα έθνη
κράτη και ανέπτυξε τρεις νέες έννοιες για το έθνος: το έθνος ως μια κοινότητα
προορισμού, την αφύπνιση των εθνών χωρίς ιστορία, και την
θεώρηση του εθνικού μίσους ως
αντανάκλαση του ταξικού μίσος ( Charles
Herod: 43-46 )
Το βιβλίο του Otto Bauer « το εθνικό
ζήτημα και η Σοσιαλδημοκρατία ( 1907) )αποτέλεσε
την πρώτη συστηματική θεωρητική
διαπραγμάτευση του εθνικού ζητήματος εντός της μαρξιστικής παράδοση
. Ο σύντομος ορισμός του έθνους
του έδωσε ήταν « το έθνος είναι
το συνοδό των ανθρώπων οι οποίοι συνδέονται με μια κοινή μοίρα σε μια
κοινότητα χαρακτήρα «Για μένα η ιστορία δεν αντανακλά την πάλη ανάμεσα στα
έθνη , αλλά το ίδιο το έθνος εμφανίζεται ως αντανάκλαση της ιστορικής πάλης. Γιατί το έθνος εκδηλώνεται στον εθνικό
χαρακτήρα , στην εθνικότητα του ατόμου. Και η εθνικότητα του ατόμου είναι μόνο
μια πλευρά του προσδιορισμού του από την ιστορία της κοινωνίας , από την ανάπτυξη των συνθηκών
και της τεχνικής τα εργασίας» (Αντωνης Λιακος :29-30)
Ο
Otto Bauerτο δεν όριζε το έθνος
με εξωτερικά εμπειρικά στοιχεία (
λ.χ γλώσσα , όπως ο Κ Καουτσκι ) αλλά με στοιχεία εσωτερικευμένα στα άτομα που αποτελούν ένα έθνος
.Τα στοιχεία αυτά αποτελούν την
«κοινότητα χαρακτήρα». Τα μέλη , δηλαδή
,ενός έθνους ξεχωρίζουν από τα μέλη άλλων εθνών
γιατί διαθέτουν ένα διαφορετικό χαρακτήρα . Πως αποκτάται
αυτός ο χαρακτήρας; Μέσα από τις κοινές εμπειρίες τις οποίες έχουν βιώσει οι οποίες
ξεπερνάν τον ορίζοντα της κάθε γενιάς. .Αυτή είναι
«η κοινότητα της κοινής ιστορικής
μοίρας» που στα αγγλικά έχει αποδοθεί ως community of destiny. Οι
ιστορικές συλλογικές εμπειρίες
αποτυπώνονται στην κουλτούρα των ανθρώπων και στους τρόπους με τους οποίους προσλαμβάνουν την πραγματικότητα και τις νέες εξελίξεις έτσι ώστε άνθρωποι από διαφορετικά έθνη να
διαθέτουν διαφορετικούς προληπτικούς
τρόπους και επομένως να αντιδρούν σε κοινά ερεθίσματα με
διαφορετικό τρόπο( Αντωνης Λιακος:29-30)
Το έθνος, για τον Otto Bauer, είναι
ένα σύνολο ανθρώπων πού συνδέονται
μεταξύ τους στη βάση της ταυτότητα των
χαρακτήρων τους. Αυτή η κοινότητα είναι το αποτέλεσμα συγκεκριμένων συνθηκών της
κοινωνικής ζωής, μια ιδιαίτερη ιστορική
κατηγορία πολιτιστικής τάξης πού στηρίζεται στην ύπαρξη ενός διαμορφωμένου
εθνικού χαρακτήρα'' πού δημιουργείται
μέσα από την ιστορική επανάληψη της σχέσης της ομάδας με τις συνθήκες ύπαρξης
της '' Το έθνος είναι το σύνολο των
ανθρώπων πού συνδέονται μεταξύ τους μέσω
ενός κοινού προορισμού σε μια κοινότητα χαρακτήρα»(Tom Bottomore :107)
Η
αφύπνιση-κατά Bauer- των εθνών «χωρίς ιστορία»
αφορούσε σε εκείνα ακριβώς τα έθνη πού ο
Εγκελς θεωρούσε ανίκανα να αποκτήσουν ιστορική ζωή (Charles Herod: 48)O Bauer αντίθετα ισχυριζόταν ότι
« Ο καπιταλισμός και ο ακόλουθος του, το σύγχρονο κράτος
ενεργοποίησαν παντού μια διεύρυνση της πολιτιστικής κοινότητας προσκαλώντας τις
μάζες να συμμετάσχουν στην
αναγέννηση μιας εθνικής
κουλτούρας ».Ετσι ο Bauer ταυτιζει σχεδον την τάση εθνικοποίησης του κόσμου με την
αφύπνιση των εθνών πού θα ζητήσουν την ανεξαρτησία τους. Το βασικό
συμπέρασμα του ήταν ότι ο καπιταλισμός όχι μόνο δεν οδήγησε στην
δημιουργία ενός μη-εθνικού ταξικά συνειδητού προλεταριάτου αλλά αντίθετα σε ένα εθνικά -ταξικά-συνειδητό
προλεταριάτο πού αξιολογούσε πάνω από
όλα την εθνική αποκλειστικότητα (Charles Herod: 52,53)
Καθήκον της Σοσιαλδημοκρατίας –κατά Bauer
-ήταν να επανασυνδέσει το προλεταριάτο με την εθνική κουλτούρα, καθώς, η
πρόοδος στο δρόμο του σοσιαλισμού, συμβαδίζει με την ανάπτυξη της πολιτιστικής
διαφοροποίησης ανάμεσα στα έθνη και «αναγκαστικά »οδηγεί στην πραγματοποίηση
της αρχής της εθνότητας. Η σοσιαλιστική κοινωνία βαθμιαία
θα κατασκεύαζε πάνω από την
εθνική κοινότητα ένα ομοσπονδιακό κράτος
στο οποίο οι κοινότητες των ιδιαίτερων εθνών θα ενσωματώνονται ξανά. Έτσι η αρχή της εθνότητας μεταλλάσσεται
σε εκείνη της εθνικής αυτονομίας, από έναν κανόνα για τον σχηματισμό των
εθνών σε ένα κανόνα για το κρατικό
σύνταγμα. Η σοσιαλιστική αρχή της εθνότητας θα συμβάδιζε με την ανάπτυξη
της πολιτιστικής διαφοροποίησης την
υψηλότερη ενότητα της αρχής της εθνότητας και της εθνικής αυτονομίας( Οtto Bauer ,στο
Tom Bottomore: 115,116)'' Εν τέλει ο Οtto Bauer διέβλεπε την δυνατότητα μιας εξελικτικής σοσιαλιστικής
εξέλιξης πού θα οδηγούσε στην ολοκλήρωση κάθε έθνους με την σταδιακή πρόσβαση
στον ιδιαίτερο εθνικό πολιτισμό του
Ο Κ. Κάουτσκι ασκώντας κριτική στον
ορισμό του Βauer για το έθνος (Charles Herod :54 ) υποστήριξε ότι ο ορισμός του
έθνους ως «κοινότητα προορισμού «
είναι πολύ ασαφής –καθώς «κάθε κοινωνική ομάδα αποτελεί μια'' κοινότητα
προορισμού''»- και ότι ο Bauer δεν κατενόησε την λειτουργία της γλώσσας ως την πρωταρχική
σταθερά στην ιστορική ανάπτυξη του
έθνους .
Διαφώνησε με την θέση του Bauer για την ανάπτυξη της
αρχής της εθνότητας
στον σοσιαλισμό ,υποστηρίζοντας ότι η εξάπλωση του διεθνούς εμπορίου
θα οδηγούσε αναπόφευκτα στην ανάπτυξη
μιας παγκόσμιας γλώσσας ,ιδιαίτερα μεταξύ των εμπορικών κοινοτήτων,
πού θα οδηγούσε στο σμίξιμο των εθνών σε μια διεθνή πολιτιστική κοινότητα .
Σύμφωνα με τον Κάουτσκι ''Ποτέ μια καθαρά εθνική κουλτούρα δεν ήταν τόσο λίγο πιθανή όσο σήμερα'' (Charles Herod:59 )To
προλεταριάτο είναι σε κυρίαρχο βαθμό διεθνές
στον προσανατολισμό του. Όταν η
Σοσιαλδημοκρατία θα κυριαρχούσε μεταξύ των εθνών της Ευρώπης, η εκπαίδευση πού
θα παρεχόταν στις λαϊκές μάζες θα τους προσέφερε την πιθανότητα να κατέχουν περισσότερες
γλώσσες και έτσι να συμμετέχουν στην Διεθνή κουλτούρα και όχι μόνο σε μια
ειδική εθνική κουλτούρα μια ιδιαίτερης κοινότητας και γλώσσας.
γ) Στη συζήτηση για την τύχη της
Ρωσικής Αυτοκρατορίας διασταυρώθηκαν τα πυρά ανάμεσα στον Λένιν και στην Ρόζα
Λούξεμπουργκ. Η κριτική της Ρόζας Λούξεμπουργκ στο πρόγραμμα της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας (μενσεβίκοι και μπολσεβίκοι
μαζί) ότι τα έθνη που αποτελούσαν τον Ρωσική Αυτοκρατορία θα είχαν
το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης έως και του αποχωρισμού από το κράτος,
κινήθηκε σε τρία επίπεδα .Το πρώτο αφορούσε την κριτική της αρχής ότι κάθε
έθνος έχει το δικαίωμα να καθορίζει το ίδιο την τύχη του . Υποστήριζε ότι παρόμοιες αρχές ,όπως το δικαίωμα στην
εργασία αποτελούσαν φράσεις χωρίς
περιεχόμενο .
Το δεύτερο αφορούσε τον ουτοπικά χαρακτήρα της εθνικής
αυτοδιάθεσης και μάλιστα μικρών λαών , εφόσον η ιστορική τάση ήταν η δημιουργία μεγάλων κρατικών οντοτήτων .Ακόμη και η ύπαρξη μικρών κρατών όπως ήταν η Ελλάδα και τα
υπόλοιπα βαλκανικά κράτη , θεωρούνταν
αποτέλεσμα προσωρινής διεθνούς συγκυρίας .
Το τρίτο αφορούσε στην κριτική της
έννοιας του έθνους ως οντότητας Θεωρούσε τις ταξικές διάφορες ισχυρότερες
από την εθνική ενότητα και τα
εθνικά κινήματα ως αστικά κινήματα.
. Τέλος θεωρούσε , αναφερόμενη στην
Πολωνία , ότι η οικονομία της ήταν
τόσο στενά δεμένη με την Ρωσική , εφόσον η Ρωσία α αποτελούσε την αγορά
της πολωνικής βιομηχανίας , ώστε
κάθε σκέψη πολωνικής ανεξαρτησίας να αποδείχνεται ανεδαφική. (Αντώνης Λιακος:
26 ,27)
Ο Λένιν στην κριτική του στην Λούξεμπουργκ υποστήριξε
ότι η φάση της τελικής νίκης του καπιταλισμού επί του φεουδαλισμού συνδέεται με
τα εθνικά κινήματα .Η υλική βάση αυτών των κινημάτων συνίστατο στο γεγονός ότι
για να αποκτήσει η αστική τάξη πλήρη έλεγχο επί της αγοράς έπρεπε να
εξασφαλίσει την πολιτική ένωση εδαφών στα οποία ο πληθυσμός θα επικοινωνούσε, δηλαδή θα ήταν ομόγλωσσος. Επομένως η τάση κάθε εθνικού κινήματος ήταν ο σχηματισμός εθνικού
κράτους το οποίο ανταποκρινόταν στις ανάγκες
της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Άρα η δημιουργία εθνικών κρατών στην
Δυτική Ευρώπη αποτελούσε πρότυπο για όλο τον κόσμο. Το εθνικό κράτος ήταν για τον Λένιν ο τύπος του κράτους που
ανταποκρινόταν στην εποχή του καπιταλισμού γιατί εξασφάλιζε την ανάπτυξη του. Ο
Λένιν σκεπτόταν την επανάσταση κατά στάδια. Πρώτα η ολοκλήρωση του
καπιταλισμού και μετά ο σοσιαλισμός ,ο
οποίος θα στηριζόταν στην κοινωνική δυναμική που θα είχε απελευθερώσει ο καπιταλισμός. Η διαδικασία
αυτή δεν θεωρούσε ότι θα συνέβαινε
διαφορετικά στην Ασία και στα Βαλκάνια
από ο,τι στην Δυτική Ευρώπη (Αντωνης
Λιακος:27,28)
Ενδιαφέρον έχει και ο ορισμός του Στάλιν για
το έθνος : «το έθνος είναι μια ιστορικά
διαμορφωμένη σταθερή κοινότητα γλώσσας , εδάφους οικονομικής ζωής
ψυχοσύνθεσης που η τελευταία
εκδηλώνεται στην κοινότητα κουλτούρας» (Αντωνης
Λιακος :37) Η σημασία αυτού του ορισμού του Στάλιν ήταν η αναζήτηση
και η διατύπωση αντικειμενικών κριτηρίων
για να οριστεί μια συλλογικότητα ως έθνος η όχι. Με βάση τα κριτήρια αυτά λ.χ
ονομάζει τους Εβραίους « χάρτινο
έθνος » γιατί δεν περνούν το κριτήριο της γλώσσας και του κοινού εδάφους. Ο Στάλιν επέμενε ότι
το έδαφος ήταν αποφασιστικό κριτήριο για
ένα έθνος , και σε αυτό το σημείο εξέφραζε την αντίθεση του στη θεωρία της εξω-εδαφικής οργάνωσης των
αυστρομαρξιστών. Η διασπορά (
αναφερόταν στην αρμένικη και την
εβραίικη) δεν συγκροτούσε έθνος.
Το έργο του Στάλιν –σύμφωνα με τον
Α.Λιάκο -θα πρέπει να το διαβάσουμε στα συμφραζόμενα της εποχής του .Το ερώτημα
που απασχολούσε τους Μπολσεβίκους και
στο οποίο επιχειρεί να απαντήσει είναι
ποιες από τις εθνικού τύπου
συλλογικότητες της αχανούς Ρωσικής Αυτοκρατορίας ( πάνω από 100) έπρεπε να αποκτήσουν το στάτους του έθνους μ ώστε να υποστηριχτεί το δικαίωμα του αποχωρισμού από το κράτος , και ποιες
όχι,. (Αντωνης Λιακος: 38)
Μια ενδιαφέρουσα παραλλαγή των μαρξιστικών θεωριών για το έθνος ήταν
αυτή που αναπτύχτηκε στα αντιαποικιακά
κινήματα Μετά την Ρωσική επανάσταση και έως την
επανάσταση των ισλαμιστών στο
Ιρανή , για 60 περίπου χρόνια , εκτός
από λίγες αποκλίσεις
η πολιτική γλώσσα μέσω της οποίας
αρθρώθηκαν τα εθνικά και κοινωνικά
αιτήματα των αποικιοκρατούμενων
εθνών ήταν ο μαρξισμός . Αυτή η γλώσσα εξασφάλιζε την επικοινωνία αλλά και την μετάφραση το τοπικού στο εθνικό και του εθνικού στο καθολικό , Αυτή η μετάφραση την οποία εξασφάλισε ο μαρξισμός είχε μεγάλη
σημασία ., Στο βαθμό που ο μαρξισμός ως
γλώσσα εξέφραζε αιτήματα στον ίδιο βαθμό σύσταινε , δημιουργούσε ,
κατασκεύαζε τα υποκείμενα που άρθρωναν αιτήματα (Αντωνης Λιακος: 42)
Η συνεισφορά του Γκράμσι :Ο Γκράμσι δεν έγραψε συστηματικά μια θεωρία του εθνικισμού όπως ο Μπάουερ . Η συνεισφορά
του είναι έμμεση και προκύπτει αφενός
από τη ανάλυση της ιδεολογίας και την επεξεργασία της έννοιας της ηγεμονίας » αφετέρου από την
ερμηνεία του Risorgimento ως « λειψής
επανάστασης » ως «revoluzione mancata ». Η θεωρία του για την ιδεολογία βρισκόταν σε αντίθεση τόσο
με τη
αντιπαράθεση ιδεολογία θεωρίας
(Μαρξ) οσο και με τις σύγχρονες του
θεωρίες της « ιδεολογίας ως ψευδούς
συνείδησης » ( Λουκατς ) και της ιδεολογίας ως εποικοδομήματος ( Στάλιν )( Αντωνης Λιάκος
:51)
Ο Γκράμσι ανέπτυξε μια θεωρία της ιδεολογίας
ως συστήματος ιδεών το οποίο διαστρωματώνεται σε μια κλίμακα από το φολκλόρ, έως την
φιλοσοφία και την υψηλή λογοτεχνία . Η
ιδεολογία γίνεται ηγεμονική όταν μπορεί να μεταφράσει τις επιθυμίες των
μαζών σε ιδέες , άξιες και συγκεκριμένες
κατευθύνσεις δράσης. Ο όρος «εθνική
ιδεολογία» αποκτά στον Γκράμσι μια ποιοτική σημασία , γιατί δείχνει την
ικανότητα να μεταφραστεί το λαϊκό ,το πληβειακό, το επιμέρους κι ανεπεξέργαστο
σε όρους λογοτεχνίας. Για τον λόγοι αυτόν προβάλλει το έργο ων ελλήνων τραγικών ποιητών και του Σαίξπηρ ως πρότυπα αυτής της συνάρθρωσης , της επεξεργασίας και της μετατροπής της λαϊκής κουλτούρας σε εθνική. Επομένως ο όρος εθνικός αποκτά την έννοια του ηγεμονικού. Αυτό είναι το νόημα της φράσης του ότι το προλεταριάτο πρέπει να γίνει μια εθνική
τάξη . Αυτό που προκύπτει από το έργο του Γκραμσι είναι ότι το έθνος δεν είναι μια κοινότητα που σχηματίζεται
αυθόρμητα πάνω στη βάση της
σύμπτωσης ορισμένων χαρακτηριστικών,
αλλά μια κοινότητα η οποία δομείται συνειδητά πάνω στην ικανότητα
ορισμένων τάξεων να υποδυθούν
ηγεμονικούς ρόλους,επομένως να
μετασχηματίσουν σε εθνικά τα διάσπαρτα
λαϊκά στοιχεία αλλά όχι μόνο : ο Γκραμσι
γράφει και για τον εθνικό
μετασχηματισμό και των στοιχείων της
κοσμοπολίτικης κουλτούρας , όπως είναι η καθολική αλλά και οι κληρονομιές της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας και του αναγεννησιακού ουμανισμού. (Αντωνης Λιακος: 52) Το έθνος δημιουργείται
χτίζεται, κατασκευάζεται από κοινωνικές τάξεις οι οποίες επιδιώκουν την
κοινωνική και επομένως και την
πολιτισμική ηγεμονία . Βέβαια, γράφοντας
γι αυτή την διαδικασία ο Γκράμσι, εννοεί την αναγκαιότητα μιας ριζοσπαστικής – γιακωβινικης φάσης στη δημιουργία του έθνους , δηλαδή μιας πολιτικής κινητοποίησης η οποία θα
ολοκληρώσει τον αστικό μετασχηματισμό των θεσμών και των νοοτροπιών με αποτέλεσμα να ομοιογεειοποιησε το έθνος .. Δεν
αποκλείει όμως ότι το έθνος μπορεί να
προέλθει και ως αποτέλεσμα μεγάλων
εξωτερικών μεταβολών όπως στην
συγκεκριμένοι περίπτωση της Ιταλίας ήταν οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι. Την διαδικασία
αυτή την περιέγραψε ως «παθητική επανάσταση ». (Αντωνης
Λιακος: 53 )
Αξίζει εδώ να αναφερθεί και μια
παρατήρηση του Λιάκου που βρίσκει
στην θεώρηση του Γκρασμι μια εφαρμογή και για το ελληνικά έθνος: αντί να βλέπουμε το ελληνικό
έθνος- παρατηρεί ο Λιάκος - ως εξέλιξη
του Ελληνισμός της αρχαιότητας και στην
συνεχεία του εκχριστιανισμένου ελληνισμού θα άξιζε να αλλάξουμε την οπτική
μας και να δούμε με ποιον τρόπο τα στοιχεία αυτά τα οποία ανήκουν ήδη σε μια
παράδοση γραπτής κουλτούρας και υψηλού πολιτισμού , εθνικοποιήθηκαν για να μετατραπούν σ στοιχεία της νεοελληνικής εθνικότητας .
Ένα διακριτό στοιχείο στις νεώτερες κυρίως Μαρξιστικές αναλύσεις για το έθνος και
τον εθνικισμό είναι εκείνο πού τον
συνδέει με την άνιση ανάπτυξη του
καπιταλισμού σε παγκόσμια κλίμακα. Η άνιση ανάπτυξη προκαλεί βαθύτατες
περιφερειακές ανισορροπίες ώστε οι περιφέρειες να οδηγούνται σε μια εθνικιστική
πολιτική ώστε να διασφαλίσουν μια περισσότερο ίση διανομή του παγκόσμιου
πλούτου .‘Αυτό το πρίσμα ερμηνείας πού ξεκινά με την ανάλυση του Λένιν για τον Ιμπεριαλισμό ( Ο
Ιμπεριαλισμός ως ανώτατο στάδιο του
καπιταλισμού) φθάνει και σε σύγχρονους μαρξιστές όπως τον Tom Nairn αλλά
και τον Ι. Βαλλερσταιν. Ο πρώτος Τom Nairn , βλέπει τον εθνικισμό ως την πολιτική απάντηση των εκμεταλλευομένων
κοινωνιών στην ''υπανάπτυξη ''πού σημαίνει γι αυτές η ανάπτυξη μια παγκόσμιας
καπιταλιστικής οικονομίας, πού στην
πραγματικότητα ''υποαναπτύσσει'' τις ήδη υποανάπτυκτες κοινωνίες. Καθώς
η οικονομική εκμετάλλευση συνήθως συμπίπτει με τις διαφοροποιήσεις της γλώσσας,
κουλτούρας, φυλής ή θρησκείας, αντίστροφα οι τελευταίες μπορούν να
χρησιμοποιηθούν για να παράγουν την κοινή ταυτότητα στον αγώνα κατά της
εκμετάλλευσης .Ο εθνικισμός θεωρείται
έτσι ότι αποτελεί ένα μέσο πολιτικής αντίστασης των πληθυσμών αυτών στην οικονομική εκμετάλλευση από τον
ιμπεριαλισμό .
Ο Wallerstain υποστηρίζει ότι η οικονομική
οργάνωση του σύγχρονου καπιταλισμού εκτείνεται σε παγκόσμια και όχι μόνο εθνική κλίμακα, αποτελεί ένα σύστημα
κοσμοοικονομίας ,πού αποτελείται από κεντρικές ,εξαρτημένες περιφερειακές και
ημιπεριφερειακές περιοχές, και ότι '' η κατηγορία έθνος υπήρξε αρχικά ένα μέσο
για να εκφρασθεί ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα κράτη, στη διάρκεια αυτής της αργής
αλλά κανονικής μεταβολής της ιεραρχικής τάξης: η φυλή και ο ρατσισμός ενοποιούν
ενδοπεριφερειακά τις περιοχές του κέντρου και τις περιοχές της περιφέρειας ενώ
το έθνος και ο εθνικισμός διαιρούν ενδοπεριφερειακά τις περιοχές του κέντρου
και εκείνες της περιφέρειας μέσα στον
ανταγωνισμό για την βελτίωση της
ιδιαίτερης θέσης στην ιεραρχική τάξη. Και οι δυο κατηγορίες εκφράζουν την απόπειρα
βελτίωσης μιας θέσης στο πλαίσιο της καπιταλιστικής κοσμοοικονομιας'' (Ιμμανουέλ Βαλλερστάιν :83.84)
Στη κοινό βιβλίο του Ετιεν Μπαλιμπάρ
και Ιμμανουελ Βαλλερστάιν «Φυλή Έθνος Τάξη, οι διφορούμενες ταυτότητες» ο Μπαλιμπάρ ενσωματώσει τις απόψεις του στην αλτουσεριανή αντίληψη ότι η βασική λειτουργία
κάθε ιδεολογίας είναι η έγκληση ,
δηλαδή η συγκρότηση και η
διάπλαση των ατόμων ως υποκείμενων .Το
εθνικό κράτος συγκροτεί το έθνος είτε μέσα από ήδη υπάρχοντες θεσμούς των οποίων την λειτουργία και τη σημασία παραλαμβάνει και μεταβάλλει , είτε από
θεσμούς που δημιουργεί εκ νέου. Μέσα από
αυτή η διαδικασία τα άτομα συγκροτούνται ως
εθνικά άτομα. Το έθνος κράτος « παράγει» τον λαό που επικαλείται
και νομιμοποιεί το έθνος.
Ο Μπαλιμπαρ θέτει επίσης το διεθνές
στοιχείο στη συγκρότηση του
έθνους . Διαμορφώθηκε δηλαδή-σύμφωνα με
τον Μπαλιμπαρ- ένα σύστημα κυρίαρχων κρατών το οποίο επέβαλε τη μορφή του έθνους –κράτους σε
όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες. Στην
άποψη αυτή ,μέσα από την μακρό ιστορική προοπτική της συγκροτείς
του κοσμοσυστήματος από τον 16
αιώνα και εξής , συγκλίνει και ο
Βαλλερστάιν. (Αντωνης Λιακκος
:63,64,65)
Ο Νίκος Πουλαντζάς στο βιβλίο του Το Κράτος η
εξουσία ο σοσιαλισμός , που το
δημοσίευσε στο Παρίσι το 1978 αφιερώνει ένα μεγάλο κεφάλαιο στο έθνος .. η κεντρική του ιδέα είναι ότι :«Το
καπιταλιστικό Κράτος δεν περιορίζεται
στο να ολοκληρώσει την εθνική ενότητα
συγκροτείται χτίζοντας αυτήν την ενότητα , δηλαδή το έθνος με την σύγχρονη έννοια ». και ότι « Το καπιταλιστικό
Κράτος θέτει τα σύνορα συγκροτώντας αυτό που είναι μέσα , το λαό –έθνος , διότι
ομογενοποιεί το πριν και το μετά του περιεχομένου αυτού του περιφράγματος . Η εθνική ενότητα το σύγχρονο έθνος γίνεται έτσι ιστορικότητα
ενός εδάφους και εδαφικοποηση μιας ιστορίας, κοντολογίς εθνική παράδοση ενός εδάφους
υλοποιημένη στο Κράτος έθνος » ( Αντώνης Λιάκος
: 57)
Κλείνοντας αυτό το βιβλιογραφικό σημείωμα δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στο κλασσικό
πια βιβλίο του μετα –μαρξιστή Β.
Anderson:που αντιμετωπίζει το εθνος ως φαντασιακά
βιωμένη κοινότητα. Ο Μπένεντικτ Άντερσον ανήκει σε μια γενιά διανοητών οι
οποίοι από τα τέλη της δεκαετίας του 60 εγκαινιάζουν μια γόνιμη και
πολυδιάστατη ανάλυση στη μελέτη πάνω στο φαινόμενο του εθνικισμου. Ενδεικτικά
ως τους κυριότερους εκπροσώπους αυτής της περιόδου μπορούμε να αναφέρουμε
,εκτός από τον Άντερσον, τους Έρνεστ Γκἐλνερ,Έρικ Χόμπσμπαουμ,Ετιέν
Μπαλιμπάρ,Έλι Κεντούρι,Ιμμάνουελ Βάλλερσταιν και Άντονυ Γκίντενς. Κοινός τόπος
σε όλους αυτούς τους στοχαστές είναι η πεποίθηση ότι ο εθνικισμός είναι μια
νεωτερική πολιτική ιδεολογία που αναδύεται ως "το αυθόρμητο απόσταγμα μιας
σύνθετης συνάντησης διαφορετικών ιστορικών δυνάμεων" και επιτυγχάνει σε
διάστημα τριών περίπου αιώνων να γίνει το βασικό νομιμοποιητικό θεμέλιο των
σύγχρονων οργανωμένων κοινωνιων. Παρατηρείται δηλαδή μια μετατόπιση της
θεώρησης των εθνών, αφού πια δεν επιχειρείται ο προσδιορισμός τους με καθαρά αντικειμενικά κριτήρια (έδαφος,
γλώσσα, οικονομική ενότητα κλπ),αλλά κατανοούνται πλέον ως «φαντασιακες
κοινότητες» ('Αντερσον),ως «πολιτισμικά δημιουργήματα» (Hobsbawm) και αναζητούνται οι ιστορικές οικονομικές, πολιτικές και
πολιτισμικές συνθήκες ανάδυσης τους. (Παντελής
Θεοδωρίδης,: 96,97)
Ο B. Anderson υποστηρίζει ότι η εθνικότητα καθώς και ο
εθνικισμός είναι πολιτιστικά κατασκευάσματα ενός ιδιαίτερου τύπου και ότι η
δημιουργία αυτών των κατασκευασμάτων προς το τέλος του δέκατου όγδοου αιώνα
,αποτέλεσε ένα « απόσταγμα ενός συμπλέγματος διακριτών ιστορικών δυνάμεων.»
Το έθνος αποτελεί ‘’μια φαντασιακή (η ακριβέστερα
φαντασιωμένη ή φαντασιακά βιωμένη (immagined) πολιτική κοινότητα’’ φαντασιωμένη
ως περιορισμένη και κυρίαρχη η οποία: α) είναι φαντασιωμένη γιατί τα μέλη και
του πιο μικρού έθνους δεν πρόκειται ποτέ να γνωρίσουν τα άλλα μέλη της
κοινότητας αν και τα φαντάζονται να συμμετέχουν σε αυτήν. β) το έθνος
φαντασιώνεται ως περιορισμένο, επειδή και το πιο μεγάλο από αυτά έχει ορισμένα
σύνορα γ) φαντασιώνεται ως κυρίαρχο, επειδή η έννοια γεννήθηκε σε μια εποχή,
στην οποία ο Διαφωτισμός και η Γαλλική
Επανάσταση κατέστρεψαν την νομιμότητα ενός ιερού δυναστικού Βασιλείου.
δ) φαντασιώνεται ως κοινότητα, επειδή το έθνος γίνεται αντιληπτό ως βαθιά,
οριζόντια συντροφικότητα(. Β Anderson:5, 6, 7) (Παντελής Θεοδωρίδης:98)
Ο Αnderson παραλληλίζει τη βιογραφία του έθνους με την
βιογραφία ενός προσώπου. Η ταυτότητα του προσώπου δεν μπορεί να‘’ενθυμηθεί’’
και πρέπει να ’’διηγηθεί‘’, η ‘’βιογραφία του’’ έχει συνεπώς ανάγκη από
ντοκουμέντα, [πιστοποιητικά γέννησης, ημερολόγια, γράμματα] που καταγράφουν την
συνέχεια της ιστορίας του και αντικαθιστούν την μνήμη του. Με ανάλογο τρόπο,
γεννιέται κατά τον ύστερο 18ο αιώνα η
ανάγκη της εξιστόρησης μιας ’’ταυτότητας’’ του έθνους, ως ιστορικής’’ συνέχειας’
(Β. Anderson:204.)
Η κεντρική θέση του. Anderson είναι ότι: ‘’η τυπωμένη
γλώσσα είναι πού εφευρίσκει τον εθνικισμό, και όχι κάποια ιδιαίτερη γλώσσα per
se..[…]. Οι μηχανικά αναπαραγόμενες έντυπες γλώσσες ενοποιούν πεδία γλωσσικής
ανταλλαγής, και παράγουν νέες γλώσσες, πού αντικαθιστούν τις παλαιότερες ιερές
οικουμενικές γλώσσες‘’.Στην Ευρώπη ο ‘’έντυπος καπιταλισμός’’ (print
capitalism) ανέδειξε τις τοπικές
διαλέκτους, τις τυποποίησε και τις αναμετάδωσε μέσω της αγοράς. Αυτή η
διαδικασία παρείχε τις συνθήκες για την δημιουργία εθνικής συνείδησης. Οι τυπωμένες γλώσσες παρήγαγαν
ενοποιημένα πεδία ανταλλαγής και επικοινωνίας, πέρα από τα λατινικά και τις
ομιλούμενες τοπικές διαλέκτους. Έτσι
’’Οι συν-αναγνώστες, συνδεδεμένοι μέσω του τύπου σχηματίζουν το έμβρυο μιας
εθνικής, φαντασιακά βιωμένης, κοινότητας. Ο έντυπος καπιταλισμός, προσδίδει μια
νέα σταθερότητα στην γλώσσα, απαραίτητη για την ιδέα της αρχαιότητας, την τόσο
κεντρικά ενσωματωμένη στην ιδέα του έθνους. Δημιούργησε γλώσσες με δύναμη
διαφορετική από τα παλιά διοικητικά
ιδιώματα ώστε, κάποιες τοπικές διάλεκτοι πού ήσαν πιο κοντινές στην κάθε
τυπωμένη γλώσσα, να κυριαρχήσουν στην τελική τους μορφή (Β Anderson, :43,.44,.45)
Ο Αnderson αποδίδει τον σχηματισμό των πρώτων εθνικών
κρατών, στην Λατινική Αμερική, στις διοικητικές ενότητες πού είχαν σχηματισθεί
εκεί από την εποχή της αποικιοκρατίας, στον ρόλο των κρατικών λειτουργών, των
επισκόπων καθώς και στον ρόλο των τοπικών εφημερίδων. Οι εθνικισμοί πού
αναδύονται από το 1820 στην Ευρώπη ήταν έντονα ’’λαικίστικοι’’ Β Anderson
Imagined communities, ibid,1991, σ.67 και σε αντίθεση με τους εθνικισμούς της
Αμερικής, απέδιδαν τεράστια σημασία, στην ‘’εθνική έντυπη-γλώσσα’’ καθώς και σε
πρότυπα πού αφορούσαν σε μακρινούς προγόνους. Στην Ευρώπη οι νέοι εθνικισμοί
στις αρχές του 19ου αιώνα- άρχισαν να φαντάζονται την επανεμφάνιση του έθνους
τους ως ’’αφύπνιση από βαθύ ύπνο‘’( Β Anderson :195) μια αντίληψη ολοκληρωτικά
ξένη προς αυτή της Αμερικανικής εμπειρίας.
Μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, κανείς δεν φανταζόταν τις
εθνικές γλώσσες σαν να ανήκουν σε κάποιο γεωγραφικά προσδιορισμένη ομάδα.
Αργότερα οι εθνικές γλώσσες άρχισαν να λειτουργούν πολιτικά ώστε να διαχωρίζουν
τις εθνικές κοινότητες από τα αρχικά δυναστικά βασίλεια. Tο ιδεολόγημα της
‘’αφύπνισης’’ του έθνους επέτρεπε στους διανοούμενους και αστούς να διακρίνουν
στην μελέτη π.χ των Τσέχικων-Μαγυάρικων γλωσσών και παραδόσεων ‘’την
επανανακάλυψη, κάποιου, βαθιά κρυμμένου, αιώνιου πράγματος’’ (Β Anderson:196)
Την επανάσταση στις Ευρωπαικές ιδέες για την
Γλώσσα προκάλεσαν α) Τα Λεξικά β) η επιστημονική συγκριτική σπουδή της
γλώσσαςγ) Η ανάπτυξη της φιλολογίας και της συγκριτικής γραμματικής
Παράλληλα εμφανίζεται άνοδος της εμπορικής και βιομηχανικής
αστικής τάξης. Η αστική τάξη πού δεν μπορούσε να υπάρξει χωρίς τον έντυπο λόγο,
ήταν η πρώτη πού πέτυχε την ταξική αλληλεγγύη της, σε μια ‘’φαντασιωτική‘’ βάση.
Αυτή η διαδικασία καθιέρωσης των εθνικών γλωσσών, σε χώρες
σαν την Αγγλία και την Γαλλία, δεν συναντούσε πολλά προβλήματα, καθώς εκεί οι εθνικές γλώσσες συνέπιπταν με την γλώσσα
που μιλούσε το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού. Αλλά σε αλλά βασίλεια, όπως π.χ
την Αυστρο Ουγγαρία, η διαδικασία αυτή προκάλεσε εκρηκτικές συνέπειες. Εκεί η
αντικατάσταση των Λατινικών από εθνικές γλώσσες στα μέσα του 19ου αιώνα δημιουργούσε πλεονεκτήματα σε εκείνους
που ήδη χρησιμοποιούσαν την έντυπη-γλώσσα και τους εμφάνιζε να απειλούν
εκείνους που δεν τις χρησιμοποιούσαν. Γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα αναπτύχθηκαν
στην Ευρώπη αυτοί που ο Anderson ονόμασε
«επίσημους εθνικισμούς» (Β Anderson:83) Αυτοί οι εθνικισμοί, αποτελούσαν
αντίδραση δυναστικών και αριστοκρατικών ομάδων εξουσίας, πού απειλούνταν από
περιθωριοποίηση μέσα στις ’’λαϊκές φαντασιακά βιωμένες κοινότητες’’. Το
τελευταίο κύμα του εθνικισμών, κυρίως στις χώρες της Ασίας και Αφρικής,
αποτέλεσε κατά τον Αnderson, μια απάντηση στο παγκόσμιο ιμπεριαλισμό πού έγινε
δυνατός από τα αποτελέσματα του βιομηχανικού καπιταλισμού. Οι ύστερες
αποικιακές αυτοκρατορίες του 19ου αιώνα πού ήσαν πολύ μεγάλες για να
κυβερνηθούν από μια μικρή ομάδα εθνών, πολλαπλασίασαν τις λειτουργίες του
κράτους στις μητροπόλεις αλλά και στις αποικίες. Ετσι, εκτεταμένα σχολικά
συστήματα παρήχθησαν στις τελευταίες, με σκοπό να παράγουν εν μέρει, τα
απαιτούμενα πλαίσια για τις αποικίες και να ενσωματώσουν τις γραφειοκρατίες.
Αυτά τα σχολικά συστήματα, συγκεντρωτικά καθώς ήσαν, δημιούργησαν νέα
‘’προσκυνήματα’’, πού είχαν την ‘’Ρώμη’’ τους, (δηλαδή το κέντρο τους) σε
διάφορες αποικιακές πρωτεύουσες. Παράλληλα, αυτά τα εκπαιδευτικά ‘’προσκυνήματα’’
αντανακλώνται και στην σφαίρα της διοίκησης. Η εξάπλωση του αποικιακού κράτους,
το οποίο προσκαλούσε τους ιθαγενείς στα σχολεία και στα γραφεία, η διασταύρωση
εκπαιδευτικών και διοικητικών’’ προσκυνημάτων’’ παρείχε την εδαφική βάση για τις
νέες’’ φαντασιωμένες κοινότητες’’, μέσα από τις οποίες, οι ιθαγενείς μπορούσαν
να δουν τον εαυτό τους ως έθνος (B Anderson:113κ.ε)