Αναγνώστες

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2016

tovima.gr - Ο κόσμος μετά τον Ομπάμα Μουζέλης Νίκος

Μουζέλης Νίκος
Ο κόσμος μετά τον Ομπάμα
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο κόσμος που ξέραμε θα αλλάξει ριζικά και ότι η προεδρία του θα επηρεάσει αρνητικά τον κόσμο που έρχεται
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 27/11/2016 05:45
...Συνεχίστε την ανάγνωση

Ποιες θα είναι οι πιθανές επιπτώσεις μετά το πέρασμα από την προεδρία του Ομπάμα σε αυτήν του Τραμπ;

Ο κόσμος μετά τον Ομπάμα

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο κόσμος που ξέραμε θα αλλάξει ριζικά και ότι η προεδρία του θα επηρεάσει αρνητικά τον κόσμο που έρχεται

Κοινή χρήση2
εκτύπωση 
 
Ποιες θα είναι οι πιθανές επιπτώσεις μετά το πέρασμα από την προεδρία του Ομπάμα σε αυτήν του Τραμπ; Θα ξεκινήσω από τη γενική εικόνα, δηλαδή την παγκοσμιοποίηση. Στη συνέχεια θα εστιάσω στους τρεις βασικούς πόλους της: τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό των ΗΠΑ, τον αυταρχικό καπιταλισμό της Κίνας και τον ημισοσιαλδημοκρατικό της Ευρώπης.

Η παγκοσμιοποίηση

Αντίθετα με αυτούς που πιστεύουν στην πιθανότητα μιας μελλοντικής αποπαγκοσμιοποίησης, η παγκοσμιοποίηση θα συνεχίσει με ακόμα πιο ταχείς ρυθμούς. Μπορεί ο σχετικός απομονωτισμός και προστατευτισμός του επερχόμενου αμερικανικού προέδρου να δημιουργήσει προβλήματα στην παραπέρα εξάπλωση του ελεύθερου εμπορίου και στην προστασία μη ανταγωνιστικών αμερικανικών εταιρειών (κυρίως στη λεγόμενη «σκουριασμένη ζώνη» των βορειοδυτικών πολιτειών). Δεν μπορεί όμως να αμβλύνει τη δυναμική μιας παγκοσμιοποίησης που, παρά τα αρνητικά της αποτελέσματα, αυξάνει τον παγκόσμιο πλούτο.

Ο προστατευτισμός, τα δασμολογικά τείχη βοήθησαν τον 19ο αιώνα την ανάπτυξη χωρών όπως η Γαλλία και η Γερμανία που προσπάθησαν να «φθάσουν» την οικονομική πρωτοκαθεδρία της Αγγλίας (A. Gerschenkron, 1962). Αργότερα όμως (στον Μεσοπόλεμο και μετά) διάφορες χώρες, κυρίως στη Λατινική Αμερική, ξεκίνησαν μια πολιτική εκβιομηχάνισης με την αντικατάσταση εισαγωγών (import substitution industrialization) και απέτυχαν. Μετά το άνοιγμα των παγκόσμιων αγορών τη δεκαετία του '70, αυτή η στρατηγική ανάπτυξης συμφέρει ακόμα λιγότερο. Ενας βασικός λόγος για αυτό είναι πως οι τωρινές πολυεθνικές εταιρείες, αντίθετα με ό,τι συνέβαινε στην προηγούμενη παγκοσμιοποίηση (1860-1914), έχουν πολύ πιο γερές ρίζες. Εχουν διεισδύσει στον εθνικό χώρο όλων των χωρών σε βαθμό που ήταν αδιανόητος τον 19ο αιώνα. Για παράδειγμα, μια πολυεθνική όπως η Siemens, μετά την πτώση της Σοβιετικής Ενωσης, έχει παρακλάδια όχι μόνο στην πρωτεύουσα αλλά και σε πολλές πόλεις κάθε χώρας. Αυτού του είδους η παγκόσμια οικονομική οργάνωση ήταν, για τεχνολογικούς λόγους, αδύνατη στο παρελθόν και μη αναστρέψιμη σήμερα - εκτός βέβαια αν έχουμε έναν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο.

Ενας δεύτερος λόγος για τον οποίο ο προστατευτισμός τύπου Τραμπ θα αποτύχει είναι η αναποτελεσματικότητά του. Οχι μόνο δεν θα ανατρέψει τη γενική ροή των πραγμάτων αλλά ούτε και θα βοηθήσει ουσιαστικά τους λευκούς, κυρίως ανειδίκευτους, βιομηχανικούς εργάτες που τον ψήφισαν.

Ο ανερχόμενος λαϊκισμός

Η θεαματική άνοδος του λαϊκισμού στη Δύση συνδέεται κυρίως με τους χαμένους της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Οι πρωτοφανείς ανισότητες, η συγκέντρωση του εθνικού και παγκόσμιου πλούτου στα χέρια μιας μικρής μειοψηφίας, οδηγούν στην περιθωριοποίηση ενός μεγάλου κομματιού της εργατικής τάξης και στις ΗΠΑ και στην ΕΕ. Αυτό, σε συνδυασμό με τον πληγωμένο πατριωτισμό όλων αυτών που βλέπουν τη συρρίκνωση της αυτονομίας του κράτους - έθνους, τον εντεινόμενο κοσμοπολιτισμό των ελίτ και την πολυπολιτισμικότητα που αμβλύνει την «καθαρότητα» της εθνικής κουλτούρας - όλα τα παραπάνω δημιουργούν συνθήκες που ευνοούν τη λαϊκιστική κινητοποίηση. Βέβαια η πρόσφατη εκλογική νίκη του Τραμπ βοήθησε σημαντικά και τους εθνολαϊκιστές τύπου Λεπέν και Φάρατζ σε βαθμό που κινδυνεύει ακόμα περισσότερο το ευρωπαϊκό εγχείρημα της ένωσης. Σε ό,τι αφορά τις ΗΠΑ, οι λαϊκιστικές υποσχέσεις του επερχόμενου αμερικανού προέδρου δεν πρόκειται να εκπληρωθούν. Αν όχι για άλλους λόγους, γιατί η μείωση των φόρων, η παραπέρα εκτίναξη των ανισοτήτων και της συγκέντρωσης πλούτου στην κορυφή, καθώς και η επακόλουθη συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας (σταδιακό ξήλωμα του obamacare) δεν θα βοηθήσει όλους αυτούς που βρίσκονται στο περιθώριο. Ούτε αυτούς που ζητούν νέες θέσεις εργασίας, αφού όλο και περισσότερο στον δυτικό κόσμο παρατηρούμε ένα είδος ανάπτυξης χωρίς σημαντική μείωση της ανεργίας (jobless growth). Η μόνη πολιτική του Τραμπ που μπορεί να οδηγήσει και σε κάτι θετικό είναι η μελλοντική προσέγγιση ΗΠΑ - Ρωσίας. Αν ο 45ος αμερικανός πρόεδρος χειριστεί σωστά αυτή την αλλαγή πολιτικής, μια αμερικανορωσική συνεργασία θα μπορούσε να οδηγήσει και στην άμβλυνση του 2ου ψυχρού πολέμου και να συμβάλει στη λύση του συριακού προβλήματος. Βέβαια κάτι τέτοιο προϋποθέτει ευελιξία, διορατικότητα και διπλωματικές δεξιότητες που δεν είμαι σίγουρος πως ο Τραμπ διαθέτει.

Η σχέση με την Κίνα

Το πρώτο σημείο που πρέπει να τονιστεί εδώ είναι πως οι λεγόμενες αναδυόμενες οικονομίες, και κυρίως η κινεζική, έχουν επιφέρει μια αλλαγή στην παγκόσμια ισορροπία δύναμης μεταξύ καπιταλιστικού κέντρου και ημιπεριφέρειας. Ιδίως ο κινεζικός κολοσσός έχει ήδη καταστεί ο δεύτερος σοβαρός παίκτης στην παγκόσμια οικονομική αρένα. Παρά τις αναπόφευκτες δυσκολίες και απότομες διακυμάνσεις μιας χώρας «αργοπορημένης ανάπτυξης» (late-late development), η ταχεία ανάπτυξή της και η σταθερότητα του αυταρχικού πολιτεύματος οδήγησε σε πρωτοφανή κοινωνική επανάσταση. Μείωσε την απόλυτη φτώχεια σε βαθμό που πάνω από μισό δισεκατομμύριο άνθρωποι ξεπέρασαν την πλήρη εξαθλίωση. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως η παγκοσμιοποίηση δεν οδήγησε και σε τεράστιες ανισότητες, κυρίως στις πόλεις. Αλλά ένα μεγάλο μέρος αυτών που βρίσκονται στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας δεν χάνουν αλλά κερδίζουν από το άνοιγμα των αγορών.

Με τα παραπάνω θέλω να τονίσω πως η Κίνα δεν είναι Μεξικό. Δεν μπορεί εύκολα να «τιμωρηθεί» από τον επόμενο πλανητάρχη. Ας ελπίσουμε πως ο Ντόναλντ Τραμπ ως ρεαλιστής επιχειρηματίας θα πετύχει μια ισορροπημένη συμφωνία αποφεύγοντας έναν εμπορικό πόλεμο που μπορεί να εξελιχθεί και σε γεωπολιτικό. Τέλος, πρέπει να αναφερθεί πως ο αναμενόμενος απομονωτισμός των ΗΠΑ επί Τραμπ θα βοηθήσει σημαντικά την Κίνα που είναι πολλαπλώς κερδισμένη από το άνοιγμα των παγκόσμιων αγορών. Πιο γενικά, θα τη βοηθήσει στην προσπάθειά της να γίνει στο μέλλον η επόμενη ηγέτιδα δύναμη. Αρα ο απομονωτισμός του Τραμπ δεν κάνει «την πατρίδα μεγάλη». Μάλλον το αντίθετο. Στη σημερινή παγκοσμιοποίηση κάθε είδος απομονωτισμού αποδυναμώνει ακόμα και έναν ισχυρό παγκόσμιο παίκτη.

Οι επιπτώσεις στην Ευρώπη

Η Γηραιά Ηπειρος, μετά το σοκ του Brexit, είναι θορυβημένη από την είσοδο του Τραμπ στην παγκόσμια αρένα. Ο λαϊκισμός του, η πλήρης άγνοιά του σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και η απόσταση που παίρνει από τα ευρωπαϊκά προβλήματα και συμφέροντα, όχι μόνο προβληματίζουν αλλά και απειλούν το ευρωπαϊκό κατεστημένο. Αν στα παραπάνω προσθέσουμε τις σαθρές βάσεις της ευρωζώνης, τις μέτριες ικανότητες των πολιτικών αρχηγών και την κοντόφθαλμη γερμανική εμμονή στη λιτότητα, το ευρωπαϊκό οικοδόμημα κινδυνεύει να καταρρεύσει.

Για τον αποτελεσματικό χειρισμό της αβέβαιης, σχεδόν αδιάφορης και πιθανώς επιθετικής πολιτικής του Τραμπ χρειάζεται ένας νέος ευρωπαϊκός προσανατολισμός που να βασίζεται σε δύο πυλώνες: Πρώτον, στον άμεσο τερματισμό της λιτότητας που οδηγεί στον λαϊκισμό, στον αντιευρωπαϊσμό και στην κοινωνική περιθωριοποίηση. Δεύτερον, στην επιτάχυνση της πολιτικής και κοινωνικής ενοποίησης με στόχο μια φεντεραλιστική και συγχρόνως αλληλέγγυα κοινότητα ικανής να καταστεί ο τρίτος μέγας παίκτης στην παγκόσμια οικονομική αρένα. Μόνο με αυτόν τον τρόπο η Ευρωπαϊκή Ενωση θα μπορέσει να αντιμετωπίσει την αοριστία, την αβεβαιότητα και τον πιθανό απομονωτισμό της μελλοντικής διακυβέρνησης Τραμπ. Μόνο με αυτόν τον τρόπο ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, ο ανθρωπισμός και η εξάπλωση των αστικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων (δικαιωμάτων που στην πρώιμη μεταπολεμική περίοδο η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία κατόρθωσε σε έναν βαθμό να πραγματοποιήσει) θα μπορέσουν να αποτελέσουν αντίβαρο στον δημαγωγικό, σοβινιστικό και αντιφεμινιστικό λόγο του Ντόναλντ Τραμπ.

Συμπέρασμα

Οπως έχει ειπωθεί από πολλούς αναλυτές, ο επόμενος πλανητάρχης δεν θα μπορέσει να υλοποιήσει όσα υποσχέθηκε στον προεκλογικό του αγώνα. Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία πως ο κόσμος που ξέραμε θα αλλάξει ριζικά. Από το χτίσιμο του τείχους στα σύνορα με το Μεξικό ως την παραγνώριση των οικολογικών προβλημάτων και την επιπόλαια θέση του μελλοντικού πλανητάρχη σε ό,τι αφορά τη διαχείριση πυρηνικών κινδύνων, η προεδρία του θα επηρεάσει αρνητικά τον κόσμο που έρχεται.

Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στην LSE.

ΒΛ   ΚΑΙ
 

Trump: The Choice We Face

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2016

Πως μας ελέγχουν τελικά; Μέσω του φόβου (Όργουελ) ή μήπως μέσω της αδιάκοπης αναζήτησης ευχαρίστησης (Χάξλεϋ)(του Δ. Τσιριγώτη ..Αναδημοσιευση απο το ΑΛΦΑ ΒΗΤΑ η

Πως μας ελέγχουν τελικά; Μέσω του φόβου (Όργουελ) ή μήπως μέσω της αδιάκοπης αναζήτησης ευχαρίστησης (Χάξλεϋ);


Δημοσιεύτηκε: Σάββατο, 19 Νοέμβριος, 2016 - 13:01 | Στην Κατηγορία:
“Τι είναι χειρότερο άραγε; Να βλέπει κάποιος θεωρίες συνωμοσίας ή να κάνει ότι δεν βλέπει τις πράξεις των συνωμοτών;“
Ο Τζώρτζ Όργουελ στο βιβλίο του «1984», που εκδόθηκε το 1949, προέβλεψε ότι κάποια στιγμή στο μέλλον -συγκεκριμένα το έτος 1984- ο κόσμος θα φτάσει σε ένα σημείο όπου θα υπάρχει ένα και μοναδικό ολοκληρωτικό καθεστώς που θα ασκεί τον απόλυτο έλεγχο στις συνειδήσεις και ως εκ τούτου και στις συμπεριφορές των ανθρώπων. Ότι το Κόμμα θα ασκούσε την εξουσία μέσω της προσωποποίησης του, αυτής του Μεγάλου Αδελφού. Ο στόχος του Μεγάλου Αδελφού θα ήταν ο απόλυτος έλεγχος της σκέψης και της ελευθερίας της έκφρασης που θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσω των απαγορεύσεων και του φόβου, δηλαδή με την τρομοκράτηση και την καταστολή.
Αντιθέτως ο  Άλντους Χάξλεϋ στο βιβλίο του «Brave New World» (Θαυμαστός Καινούριος Κόσμος) που εκδόθηκε το 1932 προέβλεπε ότι στο μέλλον, εν έτει 2495, θα έχει επικρατήσει το Παγκόσμιο Κράτος με τη βοήθεια των Δέκα Μεγάλων Διαχειριστών, δηλαδή δέκα ισχυρότατων αφεντικών που θα έχουν σαν σκοπό να μετατρέψουν τους ανθρώπους σε ευτυχισμένους δούλους, χωρίς τη χρήση βίας ,τρομοκρατίας και καταστολής. Για αυτούς το θέμα θα ήταν ξεκάθαρο. Αν μπορούσαν να εξαλείψουν την Παιδεία, την Ιστορία, την Παράδοση, την Τέχνη, την Πολιτική, τη Θρησκεία, την Πάλη των Τάξεων, τον θεσμό της Οικογένειας, την Αγάπη τότε οι άνθρωποι θα ήταν ευτυχισμένοι. Για να το πετύχουν αυτό αρχικά θα πρέπει να ελέγχουν τις γεννήσεις και την βιολογική ταυτότητα των ανθρώπων μέσω μεθόδων Γενετικής. Έπειτα θα πρέπει να ελέγχουν την ψυχοσύνθεση των παιδιών ωθώντας τα προς τη διαρκή κατανάλωση τεχνητών προϊόντων μη αφήνοντας πολλά περιθώρια για απόκτηση γνώσης και συγκροτημένης σκέψης. Είναι χαρακτηριστική η ερώτηση ενός εκ των Διαχειριστών : «Τι να καταναλώσεις διαβάζοντας ένα βιβλίο καθισμένος σε μια πολυθρόνα;». Η αναζήτηση της ευτυχίας κατά τους Διαχειριστές θα πρέπει να συντελείται μπροστά σε οθόνες όπου οι άνθρωποι θα νιώθουν ότι συμμετέχουν σε όσα διαδραματίζονται σε αισθησιακά θεάματα που προβάλλονται, ένα είδος δηλαδή εικονικής πραγματικότητας. Μάλιστα θα υποβοηθούνται και χημικά με τη χρήση του «σόμα» (είδος ναρκωτικού) ώστε να μην πέφτουν ψυχικά ή σωματικά. Είναι χαρακτηριστικό να πούμε ότι σε έναν τέτοιο κόσμο οι έννοιες του Έρωτα και της Αγάπης θεωρούνται πρωτόγονες. Για τους προηγμένους ανθρώπους υπάρχει μόνο το σεξ και απεριόριστη σεξουαλική ελευθερία. Επικρατεί η άποψη ότι «όλοι ανήκουν σε όλους». Αντίθετα λοιπόν από τον Όργουελ, που πίστευε ότι οι άνθρωποι στο μέλλον θα ελέγχονται μέσω του φόβου, ο Χάξλεϋ πίστευε ότι αυτό θα γινόταν μέσω της πρόκλησης ευχαρίστησης, μέσω της αναζήτησης της τεχνητής ευτυχίας. Μετατρέποντας δηλαδή τους ανθρώπους σε καταναλωτικά όντα χωρίς καμία διάθεση αμφισβήτησης ή δημιουργικότητας αφού όλα θα είναι λυμένα από τους Διαχειριστές.
“Τι είναι χειρότερο άραγε; Να βλέπει κάποιος θεωρίες συνωμοσίας ή να κάνει ότι δεν βλέπει τις πράξεις των συνωμοτών;“
Τι είναι πιο επικίνδυνο; Η στέρηση της πληροφορίας ή η υπερπληροφόρηση; Η απόκρυψη της γνώσης ή ο ευτελισμός της;
Τα σκεπτικά των δύο συγγραφέων είναι σχεδόν σε αντίθεση. Και οι δύο βέβαια θεωρούν ότι  η άρχουσα τάξη στο μέλλον αυτό που θα προσπαθεί να ελέγξει είναι η ελευθερία της σκέψης και της βούλησης. Όμως κατά τον Όργουελ ο τρόπος για να συμβεί κάτι τέτοιο θα ήταν  η απαγόρευση όλων των πηγών πραγματικής γνώσης μέσω της απαγόρευσης της πληροφόρησης ενώ κατά τον  Χάξλεϋ θα αρκούσε ο ευτελισμός και η υποτίμηση της ίδιας της γνώσης μέσω της υπερπληροφόρησης (info overdose). Ο Όργουελ προειδοποιούσε ότι κάποια στιγμή θα επιβληθεί ένας έξωθεν αυταρχισμός. Αντιθέτως για τον Χάξλεϋ, δεν χρειάζεται Μεγάλος Αδερφός για να στερηθεί ο άνθρωπος την αυτονομία, την ωριμότητα και την ιστορική του μνήμη. Εκείνος πίστευε ότι σιγά σιγά οι άνθρωποι θα καταλήξουν να αγαπούν την καταπίεσή τους, να λατρεύουν την τεχνολογία και να αποδομούν οι ίδιοι την ικανότητά τους για σκέψη.
Ο καθηγητής του Τμήματος Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης Νιλ Πόστμαν στο περίφημο βιβλίο του «Διασκεδάζοντας τους εαυτούς μας μέχρι θανάτου» («Amusing ourselves to death») περιγράφει παρακάτω με πολύ σαφή και αιχμηρό τρόπο τις διαφορές των προβλέψεων των δύο σπουδαίων μελλοντολόγων συγγραφέων (του Όργουελ με το «1984» και του Χάξλεϋ με το «Θαυμαστός Καινούριος Κόσμος») :
1)Τον Όργουελ τον φόβιζαν οι άνθρωποι που θα απαγόρευαν τα βιβλία. Τον Χάξλεϋ τον φόβιζε το γεγονός ότι δεν θα υπήρχε λόγος να απαγορευτεί ένα βιβλίο, γιατί δεν θα βρισκόταν άνθρωπος πρόθυμος να διαβάσει.
2)Ο Όργουελ φοβόταν εκείνους που θα μας στερούσαν την πληροφόρηση. Ο Χάξλεϋ φοβόταν εκείνους που θα μας υπερπληροφορούσαν τόσο ώστε να καταντήσουμε πλάσματα παθητικά και εγωιστικά.
3)Ο Όργουελ φοβόταν ότι η αλήθεια θα φυλασσόταν μυστική ενώ ο Χάξλεϋ φοβόταν ότι η αλήθεια θα πνιγόταν σε έναν ωκεανό σύγχυσης και άσχετων πληροφοριών.
4) Ο Όργουελ φοβόταν ότι θα αναπτύσσαμε πολιτισμό υποτέλειας ενώ ο Χάξλεϋ φοβόταν ότι θα αναπτύσσαμε πολιτισμό ασημαντότητας και αφασίας.
5) Ο Όργουελ φοβόταν ότι οι άνθρωποι θα ελέγχονται μέσω της πρόκλησης πόνου ενώ ο Χάξλεϋ φοβόταν ότι θα ελέγχονται μέσω της πρόκλησης ευχαρίστησης.
6)Ο Όργουελ φοβόταν ότι θα μας καταστρέψουν αυτά που μισούμε. Ο Χάξλεϋ φοβόταν ότι θα μας καταστρέψουν αυτά που αγαπάμε.
7) Ο Όργουελ φοβόταν ότι ο πολιτισμός μας θα εξελιχθεί σε φυλακή ενώ ό Χάξλεϋ φοβόταν ότι ο πολιτισμός μας θα εξελιχθεί σε παρωδία.
Διαφορές ευδαιμονικής αποβλάκωσης και ευτυχίας
Να πούμε εδώ ότι ενώ η δημοσίευση του βιβλίου «Brave New World»  έγινε το 1932 , το 1958 ο Χάξλεϋ εξέδωσε μια μελέτη πάνω στο βιβλίο αυτό, εξετάζοντας κατά πόσο οι προβλέψεις του είχαν πέσει μέσα μετά από 26 ολόκληρα χρόνια , με τίτλο «Brave New World Revisited» ( Επανεξετάζοντας τον Θαυμαστό Καινούριο Κόσμο). Από την μελέτη αυτή η πιο χαρακτηριστική φράση είναι η εξής : «Οι υπέρμαχοι της ελευθερίας και ορθολογιστές που θεωρούν ως εχθρό τους την τυραννία απέτυχαν γιατί δεν έλαβαν υπ’ όψιν τους την σχεδόν άπειρη όρεξη του ανθρώπου για περισπασμούς ( ψυχαγωγία-διασκέδαση)».
Κατά τη γνώμη μου με αυτή τη φράση του ο Χάξλεϋ θέλει να τονίσει ότι οι άνθρωποι είναι διατεθειμένοι να ανεχτούν πολλά( ακόμα και την τυραννία) προκειμένου να μην διασαλευτεί η βολή τους και ο υλικός τους παράδεισος. Κυρίως όμως ξεκαθαρίζει τη διαφορά της πραγματικής πληρότητας με την ευδαιμονική νιρβάνα, της ευτυχίας με την αποβλάκωση :
Ευτυχία δεν είναι να αποφεύγεις την πραγματικότητα χώνοντας το κεφάλι στην άμμο. Δεν είναι ευτυχία να αποφεύγεις να αντιμετωπίσεις τις δυσκολίες της ζωής υποκρινόμενος ότι δεν υπάρχουν, δεν είναι το κυνήγι των άκοπων απολαύσεων. Επίσης δεν είναι ευτυχία η ατομιστική στάση απέναντι στη ζωή και η αδιαφορία για το κοινωνικό σύνολο. Τέλος ευτυχία δεν είναι να επιδιώκεις με το ζόρι την ανεμελιά και την μόνιμα ανεβασμένη διάθεση καθώς και η αδιάκοπη αναζήτηση ευχαρίστησης μέσω της εικονικής πραγματικότητας που υποκαθιστά τη ζωντανή κοινότητα και τις διαπροσωπικές σχέσεις.  Ευτυχία είναι εκείνο το συναίσθημα που αφορά την πίστη σε ιδανικά που δίνουν ουσιαστικό νόημα στη ζωή και που εμπνέουν το πάθος για αγώνες. Είναι η χαρά της δημιουργίας, είναι να νοιάζεσαι για τους άλλους, το μοίρασμα. Ευτυχία είναι η βαθιά πεποίθηση ότι όλα μπορούν να αλλάξουν που έρχεται σε σύγκρουση με την κυνική στάση που επικρατεί, την τόσο βολική, ότι όλα είναι μάταια. Ευτυχία είναι η αποδοχή των αδυναμιών μας, της ανθρώπινης μας διάστασης που γεννιέται, μάχεται, φθείρεται και ξαναγεννιέται.   
Οι «Προηγμένοι» του υλικού πολιτισμού και οι «Πρωτόγονοι» του πνευματικού
Θα κλείσω το κείμενο αυτό με μια ακόμα αναφορά στο βιβλίο του Χάξλεϋ. Στον «θαυμαστό καινούργιο κόσμο» λοιπόν  παράλληλα με τον «Παράδεισο» των Προηγμένων υπάρχει και ο «Καταυλισμός» των Πρωτόγονων. Αυτή που δεν ενδίδουν στον τεχνολογικό παράδεισο λέγονται πρωτόγονοι. Ένας από αυτούς είναι και ο Άγριος Τζον που γεννήθηκε και μεγάλωσε μέσα στους πρωτόγονους. Τον Άγριο Τζον η μητέρα του τον έμαθε να διαβάζει και να γνωρίζει απέξω τον Σαίξπηρ. Έχουμε λοιπόν τον Άγριο Τζον που επιλέγει να ζει μια ζωή με δυσκολίες αλλά γεμάτη με ιδανικά εμπνευσμένα από τα σαιξπηρικά έργα ενώ θα μπορούσε κάλλιστα να μετακομίσει στον τεχνολογικό παράδεισο των Προηγμένων κάνοντας την ζωή του πολύ πιο εύκολη. Ουσιαστικά πρόκειται για μια κατά μέτωπο αντιπαράθεση, μεταξύ του πνευματικού πολιτισμού και του υλικού πολιτισμού. Έχει πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον ο διάλογος μεταξύ του Διαχειριστή που προσπαθεί να δελεάσει τον Άγριο Τζον ώστε εκείνος να εγκαταλείψει τον Καταυλισμό των Αγρίων και να περάσει στον παράδεισο των Προηγμένων. Σε κάποιο σημείο του διαλόγου ο Άγριος Τζον λέει:  «Εγώ θέλω το θεό, την ποίηση, το θανάσιμο κίνδυνο, την ελευθερία, την καλοσύνη, την αμαρτία, δεν θέλω την ευκολία» και τότε τον ρωτάει ο Διαχειριστής : «Δηλαδή θέλετε να είστε δυστυχισμένος; Με γηρατειά, με αγιάτρευτες ασθένειες, με ασχήμια, με ανέχεια, με πείνα, με αβεβαιότητα για το αύριο, με πόνο;». Τότε ο Άγριος Τζον χωρίς κανέναν ενδοιασμό του απαντά: «ναι». 
Όχι ότι ο Άγριος Τζον επιδιώκει να υποφέρει βέβαια. Απλά αποδέχεται την ανθρώπινη φύση του και αρνείται να πληρώσει οποιοδήποτε τίμημα για να απαλλαγεί από αυτήν.  
Δημήτρης Τσιριγώτης. Φυσικός

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2016

ζουμε σε εναν διαφανο -σαν οθονη - χρονο

ζουμε σε εναν διαφανο -σαν οθονη - χρονο οπου τα συμβαντα αποσυντιθενται σε εκατομμυρια ψηφιακά πιξελς ωστε να διαλυθουν και να καταποθουν αγογγυστα : εναν χρονο διχως μνημη ουτε πεπρωμενο.
Π. Θ 

Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2016

ειμαστε εμεις τα Ονειρα που βλέπει η Σελήνη




τωρα που ολοι μπηκαμε στη σκοτεινή πλευρά σου
Φεγγαρι που ονειρευεσαι εμάς στα Ονειρά σου

κι ειμαστε εμεις μικρές σκιές και οντα φαντασιας
Αγνωστων κοσμων Φεγγαριων ,μιας μυστικής Ουσίας

που ξεπερνά τον κοσμο μας και καθε αλλο Κόσμο
και αναδυει μυρωδια απο Φεγγαρο Δυόσμο

ειμαστε εμεις τα Ονειρα που βλέπει η Σελήνη
Γιαυτό οταν την βλεπουμε νιωθουμε μια Γαλήνη

Απο την Φεγγαροσκονη πλαθονται τ’ονειρά μας
κτυπα μεσα απ’τα στηθη μας η Φεγγαροκαρδιά μας ..

Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2016

Βόλφγκανγκ Μύνχάου: Η πολιτική της δεξιάς ανταρσίας και πώς μπορεί να καταπνιγεί αναδημοσιευση απο το ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ

 Μετά την κρίση

Δευτέρα, 14 Νοεμβρίου 2016


© The Financial Times - Wolfgang Münchau: How to quell the politics of insurrection, 6.11.2016
  
Ό,τι και να συμβεί στις ΗΠΑ [το άρθρο γράφτηκε δυό μέρες πριν τις εκλογές που ανέδειξαν πρόεδρο τον Ντόναλντ Τραμπ], οι  κατεστημένοι πολιτικοί στις οικονομικά ισχυρές χώρες της Δύσης αναγκαστικά θα έχουν μπροστά τους να ξεδιαλύνουν ένα δύσκολο πρόβλημα: να βρούν  πώς θα αντιδράσουν πιο αποτελεσματικά στην πολιτική της ανταρσίας. Η εκστρατεία της Brexit ήταν ένα καλό παράδειγμα για το πώς να μην το καταφέρουν: αρνήθηκαν ότι υπάρχει πρόβλημα, προσπάθησαν να τρομάξουν τους ψηφοφόρους και έβαλαν μια φούχτα οικονομολόγους να γράφουν επιστολές σε εφημερίδες. 
Το μεγαλύτερο βάρος θα πέσει στα καθιερωμένα κεντρο-αριστερά κόμματα. Στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά και στη Γερμανία και σε άλλες χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης, τα κεντρο-αριστερά κόμματα αγκάλιασαν την οικονομική φιλελευθεροποίηση, εφάρμοσαν ανοιχτή πολιτική για τη μετανάστευση και συντηρητικές μακροοικονομικές στρατηγικές. Αυτό το μείγμα παρήγαγε μεγάλες περιόδους αστάθειας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, στασιμότητα στην πραγματική οικονομία και αύξηση της ανισότητας. Χωρίς αυτές τις τοξικές πολιτικές, ίσως η Βρετανία δεν θα είχε οδεύσει προς την έξοδο από την ΕΕ και ο Ντόναλντ Τραμπ θα έμενε στην κατηγορία εκείνων που είναι διάσημοι απλά και μόνον επειδή είναι «διάσημοι» και δεν θα γινόταν ποτέ σοβαρός υποψήφιος για την προεδρία των ΗΠΑ.
Όταν ξεκίνησε η οικονομική κρίση, οι κεντρο-αριστερές κυβερνήσεις επέλεξαν να διασώσουν τις τράπεζες και τους ομολογιούχους, «έσφιξαν» την δημοσιονομική πολιτική και στήριξαν πιο χαλαρές νομισματικές πολιτικές. Για τη Νότια Ευρώπη, αυτό αποδείχθηκε καταστροφικό. Η Ελλάδα βρίσκεται σε συνεχή ύφεση εδώ και οκτώ χρόνια. Η Ιταλία είχε και έχει αμελητέα οικονομική ανάπτυξη εδώ και 16 χρόνια. Η Ισπανία πάει καλύτερα, αλλά το ένα πέμπτο του εργατικού δυναμικού της εξακολουθεί να παραμένει εκτός εργασίας.
Μεταξύ των λαθών στη μακροοικονομική διαχείριση, το μεγαλύτερο ήταν η πολιτική της λιτότητας. Στη Γερμανία, οι Σοσιαλδημοκράτες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εκπόνηση μιας συνταγματικής τροπολογίας που δεσμεύει τους ηγέτες της χώρας σε ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς. Ο Μάριο Μόντι, ο τεχνοκράτης πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας ο οποίος υποστηρίχτηκε από το κεντρο-αριστερό Δημοκρατικό κόμμα αύξησε τους φόρους στη μέση μιας ύφεσης. Ο Φρανσουά Ολάντ παρέπεμψε στον Νόμο του Σαι (Jean Battiste Say), το μάντρα των δεξιών οικονομολόγων, σύμφωνα με τον οποίο η προσφορά δημιουργεί από μόνη της ζήτηση. Όταν πολιτικοί όπως ο Γάλλος πρόεδρος τάσσονται με την πλευρά της προσφοράς, τι χρειάζονται οι συντηρητικοί;  Στις μέρες μας, τα μόνα κόμματα στην Ευρώπη που υποστηρίζουν Κεϋνσιανές πολιτικές είναι της σκληρής Αριστεράς και της σκληρής Δεξιάς, πράγμα που ωθεί σε παραλληλισμό του σήμερα με τη δεκαετία του 1930. 
Υπερασπιζόμενοι τις πολιτικές λιτότητας, οι κεντρο-αριστεροί πολιτικοί μετέτρεψαν τους εαυτούς τους σε αντιδραστικούς, σε κάτι έντονα αντίθετο με το πώς βλέπουν οι ίδιοι τον εαυτό τους. Ο χλευασμός για τους «ξεδοντιάρηδες φτωχούς» από τον πρόεδρο Ολάντ σε ιδιωτική του συζήτηση - για όσους δεν έχουν τα οικονομικά μέσα για οδοντιατρική φροντίδα - είναι ένα ταιριαστό παράδειγμα για το πόσο απόμακροι και κυνικοί έχουν γίνει οι Σοσιαλιστές της Γαλλίας. Η βαθμολογία αυτού του σοσιαλιστικής έκδοσης πομπώδους Βουρβώνου αντιβασιλέα έχει πέσει στο 4 % του κοινού που απέμεινε να τον επιδοκιμάζει. Το κόμμα του ουσιαστικά έχει από τώρα παραδώσει τα όπλα για τις προεδρικές εκλογές του επόμενου έτους, πράγμα που είναι πρωτοφανές για κυβερνών κόμμα στη Γαλλία.
Ένα άλλο παράδειγμα κεντρο-αριστερού κόμματος που καταρρέει είναι το κάποτε αξιοσέβαστο Ολλανδικό Εργατικό Κόμμα, ο μικρός συνεταίρος στον κυβερνητικό συνασπισμό με το φιλελεύθερο VVD του Μαρκ Ρούτε (Mark Rutte). Στο πιο πρόσφατες εκλογές είχε 38 από τις 150 έδρες της βουλής. Οι δημοσκοπήσεις τους δίνουν τώρα μεταξύ 8 και 11 %. Το γερμανικό SPD δημοσκοπικά βρίσκεται γύρω στο 20 %, δηλαδή στο μισό όσου είχε όταν τελευταία φορά σχημάτισε κυβέρνηση ως πρώτο κόμμα, το 2002.
Τι οδήγησε την Κεντρο-Αριστερά σε μια τέτοια αυτοκαταστροφική πορεία; Η απάντηση είναι ένας συνδυασμός από τα ακόλουθα: Μια ψευδής πεποίθηση ότι οι εκλογές κερδίζονται από το Κέντρο. Το δέλεαρ της υπουργικής λιμουζίνας. Ένα κόμπλεξ κατωτερότητας, εκείνων που κατηγορούνται από τους αντιπάλους τους ότι δεν είναι σε θέση να ασκήσουν «υπεύθυνες δημοσιονομικές πολιτικές». Και μια σφαλερή πεποίθηση, ότι οι ψηφοφόροι της Αριστεράς δεν έχουν πού αλλού να πάνε. 
Έχοντας λοιπόν σφάλλει τόσο φρικτά, τι πρέπει να κάνουν τώρα; Ως πρώτο βήμα, θα πρέπει να σταματήσουν να επιμένουν στά ίδια λάθη. Θα πρέπει να εκλέξουν ηγέτες πρόθυμους να απορρίψουν τις συμφωνίες για το διεθνές εμπόριο. Αν και αυτό,  από μόνο του, δεν θα έλυνε κανένα πρόβλημα, θα ήταν μια συμβολική ρήξη με το παρελθόν. Η μεγάλη ελάφρυνση, πάντως, θα προέλθει από μια αλλαγή στις μακροοικονομικές πολιτικές. Το ελάχιστο που απαιτείται για να κατασταλεί η δεξιά ανταρσία είναι να διορθωθεί το μείγμα στις δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές, μέσω της αύξησης των επενδύσεων του δημόσιου τομέα και μείωσης της φορολογίας για αύξηση της κατανάλωσης.
Αυτή η χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής θα πρέπει να αντισταθμίζεται από μια μετριοπαθή σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής.
Για τα  κεντρο-αριστερά κόμματα στην Ευρώπη, μια τέτοια αλλαγή θα έχει δυσκολίες, επειδή τα κόμματα αυτά περιορίζονται από τους δημοσιονομικούς κανόνες που συναποφασίστηκαν και με δική τους συμμετοχή. Ακόμα κι αν θελήσουν να προχωρήσουν στην αλλαγή αυτή, δεν μπορεί να εξασφαλίσουν τις απαραίτητες πλειοψηφίες, δεδομένου ότι οι εν λόγω κανόνες έχουν ενσωματωθεί σε συνθήκες και σε συντάγματα. Η αίσθησή μου είναι ότι δεν θέλουν καν να το κάνουν. Η σημερινή ρητορική τους τους είναι ότι πρέπει να εξηγήσουν καλύτερα τις ισχύουσες πολιτικές τους.
Το κύριο ζήτημα δεν είναι αν μια απάντηση με Κεϋνσιανές πολιτικές είναι οικονομικά σωστή. Το πιο σημαντικό σημείο είναι το εξής: εάν η Κεντροριστερά δεν την προσφέρει, οι λαϊκιστές θα το κάνουν. Νομίζω ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα η πολιτική της δεξιάς ανταρσίας να επιτύχει το στόχο της, εκτός εάν η Κεντρο-Αριστερά επιστρέψει στις Κεϋνσιανές ρίζες της.

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2016

Ζαν Μπωντριγιάρ – Η κούραση αναδημοσιευση απο www.respublica.gr/

Ζαν Μπωντριγιάρ – Η κούραση 

 το  ειδα   εδω:http://ablogert.blogspot.gr/2015/12/blog-post_26.html


Υπάρχει στο εξής ένα παγκόσμιο πρόβλημα της κούρασης, όπως υπάρχει ένα παγκόσμιο πρόβλημα της πείνας. Παραδόξως, η ύπαρξη του ενός αποκλείει το άλλο: η ενδημική, ανεξέλεγκτη κούραση είναι, μαζί με την ανεξέλεγκτη βία […], χαρακτηριστικό των πλούσιων κοινωνιών, και απορρέει μεταξύ άλλων από το ξεπέρασμα της πείνας και της ενδημικής ένδειας, που παραμένει το μείζον πρόβλημα των προβιομηχανικών κοινωνιών. Η κούραση, ως συλλογικό σύνδρομο των μετα-βιομηχανικών κοινωνιών, επιστρέφει έτσι στο πεδίο των βαθιών ανωμαλιών, των «δυσλειτουργιών» της ευημερίας. Χαρακτηρίστηκε «καινούριο δεινό του αιώνα» και πρέπει να αναλυθεί σε συνδυασμό με τα άλλα φαινόμενα ανομίας, που η αναζωπύρωσή τους σημαδεύει την εποχή μας, ενώ όλα θα έπρεπε να συντελούν στην κατάργησή τους.
Όπως η καινούρια βία είναι «χωρίς αντικείμενο», έτσι και αυτή η κούραση είναι «χωρίς αιτία». Δεν έχει καμία σχέση με την μυική και ενεργειακή κούραση. Δεν προέρχεται από σωματικό ξόδεμα. Μιλούνε βέβαια αυθόρμητα για «νευρικό ξόδεμα», για «κατάθλιψη» και για ψυχοσωματική μεταστροφή. Αυτού του τύπου η εξήγηση αποτελεί τώρα μέρος της μαζικής κουλτούρας: υπάρχει σε όλες τις εφημερίδες (και σε όλα τα συνέδρια). Ο καθένας μπορεί να οχυρωθεί πίσω της σαν πίσω από μια καινούρια προδηλότητα, με την κατήφη χαρά ότι τον πρόδωσαν τα νεύρα του. Βέβαια, αυτή η κούραση σημαίνει τουλάχιστον ένα πράγμα (ίδια λειτουργία αποκαλυπτή όπως η βία και η μη βία): ότι αυτή η κοινωνία που προβάλλεται και βλέπει τον εαυτό της πάντα σε συνεχή πρόοδο προς την κατάργηση της προσπάθειας, τη λύση των εντάσεων, προς μεγαλύτερη ευκολία και αυτοματισμό, είναι στην πραγματικότητα μια κοινωνία του stress, της έντασης, του doping, στην οποία ο συνολικός ισολογισμός ικανοποίησης δίνει ένα ολοένα μεγαλύτερο έλλειμμα, στην οποία η ατομική και συλλογική ισορροπία καταστρέφεται ολοένα περισσότερο όσο πολλαπλασιάζονται οι τεχνικές προϋποθέσεις της πραγματοποίησής της.
Οι ήρωες της κατανάλωσης είναι κουρασμένοι. Μπορούμε να προβάλλουμε διάφορες ερμηνείες στο ψυχο-κοινωνιολογικό επίπεδο. Αντί να εξισώνει τις ευκαιρίες και να ειρηνεύει τον κοινωνικό (οικονομικό, κύρους) ανταγωνισμό, η καταναλωτική διαδικασία κάνει πιο βίαιο, πιο οξύ τον ανταγωνισμό σε όλες του τις μορφές. Με την κατανάλωση, είμαστε επιτέλους μόνο μέσα σε μια κοινωνία γενικευμένου, ολοκληρωτικού ανταγωνισμού, που παίζει σε όλα τα επίπεδα, οικονομικό, γνώση, πόθο, σώμα, σημεία και ενορμήσεις, και όλα τα πράγματα στο εξής παράγονται ως ανταλλακτική αξία σε μιαν ακατάπαυστη διαδικασία διαφοροποίησης και υπερ-διαφοροποίησης.
Μαζί με τον Chobart de Lawe, μπορούμε να δεχτούμε και ότι, αντί να συνταιριάζει, όπως προσποιείται πως κάνει, «τις βλέψεις, τις ανάγκες και τις ικανοποιήσεις», η κοινωνία αυτή δημιουργεί ολοένα μεγαλύτερες διαστρεβλώσεις, στα άτομα καθώς και στις κοινωνικές κατηγορίες, που διαφωνούν με την επιταγή του ανταγωνισμού και της ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας, και συγχρόνως με την στο εξής σφόδρα εσωτερικευμένη επιταγή να μεγιστοποιήσουν τις απολαύσεις. Με τόσους αντίθετους καταναγκασμούς, το άτομο διαλύεται. Η κοινωνική διαστρέβλωση των ανισοτήτων προστίθεται στην εσωτερική διαστρέβλωση ανάμεσα σε ανάγκες και βλέψεις, για να κάνει αυτήν την κοινωνία μια κοινωνία ολοένα περισσότερο ασυμφιλίωτη, αποσυντεθειμένη, σε κατάσταση «δυσφορίας». Η κούραση (ή «ασθένεια») θα ερμηνευτεί τότε σαν απάντηση, με μορφή παθητικής άρνησης, του σύγχρονου ανθρώπου σ’ αυτές τις συνθήκες ύπαρξης. Αλλά θα πρέπει να καταλάβουμε καλά ότι αυτή η «παθητική άρνηση» είναι στην πραγματικότητα λανθάνουσα βία, και ως τέτοια, είναι μια μόνον από τις εφικτές απαντήσεις, που οι άλλες μορφές της είναι της ανοιχτής βίας. Και εδώ πάλι, πρέπει να ανασυστήσουμε την αρχή της αμφισημαντότητας. Κούραση, κατάθλιψη, νεύρωση μπορούν πάντα να μετατραπούν σε ανοιχτή βία, και αντιστρόφως. Η κούραση του πολίτη της μετα-βιομηχανικής κοινωνίας δεν απέχει πολύ από την καλυμμένη απεργία, το φρενάρισμα, το «slowing down» των εργατών στα εργοστάσια, ούτε από την «ανία» του σχολείου. Όλα αυτά είναι μορφές παθητικής αντίστασης, «εσωστρεφούς» με την έννοια που μιλούμε για «εσωστρεφές νύχι», που αναπτύσσεται μέσα στην σάρκα, προς το εσωτερικό.
Πράγματι, θα πρέπει να αντιστρέψουμε όλους τους όρους της αυθόρμητης όρασης: η κούραση δεν είναι η παθητικότητα ως αντίθεση στην εξωτερική κοινωνική υπερκινητικότητα· είναι, απεναντίας, η μοναδική μορφή δραστηριότητας που μπορεί να εναντιωθεί, σε ορισμένες συνθήκες, στον καταναγκασμό της γενικής παθητικότητας που είναι ο καταναγκασμός των παρουσών κοινωνικών σχέσεων. Ο κουρασμένος μαθητής είναι εκείνος που υφίσταται παθητικά τον λόγο του καθηγητή. Ο κουρασμένος εργάτης, ο κουρασμένος γραφειοκράτης είναι εκείνοι που από τη δουλειά τους έχει αφαιρεθεί κάθε υπευθυνότητα. Η πολιτική «αδιαφορία», αυτή η κατατονία του σύγχρονου πολίτη, είναι η αδιαφορία του ανθρώπου που δεν λαμβάνει καμία απόφαση και διατηρεί μόνο την κοροϊδία του καθολικού δικαιώματος ψήφου. Και η αλήθεια είναι ότι αυτό συμβαίνει σήμερα με την σωματική και ψυχική μονοτονία της δουλειάς στον ιμάντα μεταφοράς και στο γραφείο, με την μυική, αγγειακή, φυσιολογική καταληψία των επιβεβλημένων όρθιων ή καθιστών στάσεων, των στερεότυπων κινήσεων, όλης της χρόνιας αδράνειας και υποαπασχόλησης του σώματος στις κοινωνίες μας. Αλλά δεν είναι αυτό η ουσία, γι’ αυτό και ποτέ δεν θα γιατρέψουν την «παθολογική» κούραση με την άθληση και την μυική άσκηση, όπως λένε οι απλοϊκοί ειδήμονες (ούτε με τα ηρεμιστικά ή τα διεγερτικά). Γιατί η κούραση είναι μια καλυμμένη αμφισβήτηση, που στρέφεται εναντίον του εαυτού της και «εσωστρέφεται» στο σώμα της επειδή, σε ορισμένες συνθήκες, είναι το μοναδικό πράγμα που μπορεί να κάνει το στερημένο άτομο. Όπως οι Μαύροι που εξεγείρονται στις πόλεις της Αμερικής ξεκινούν καίγοντας τις δικές τους συνοικίες. Η αληθινή παθητικότητα υπάρχει στη χαρούμενη συμμόρφωση στο σύστημα, στο «δυναμικό» στέλεχος, με το ζωηρό μάτι και τους φαρδιούς ώμους, που είναι τέλεια προσαρμοσμένο στην συνεχή του δραστηριότητα. Η κούραση είναι μια δραστηριότητα, μια λανθάνουσα, ενδημική, χωρίς αυτοσυνειδησία εξέγερση. Έτσι διασαφηνίζεται η λειτουργία της: το «slowing down» σε όλες του τις μορφές είναι (όπως η νεύρωση) η μοναδική διέξοδος για ν’ αποφύγουμε την πλήρη και γνήσια «break down». Και επειδή ακριβώς είναι μια (λανθάνουσα) δραστηριότητα μπορεί ξαφνικά να μετατραπεί σε ανοιχτή εξέγερση, όπως έδειξαν παντού τα γεγονότα του Μάη [του 1968]. Η αυθόρμητη, ολική μόλυνση, η «έκρηξη» του κινήματος του Μάη γίνεται κατανοητή μόνο με την ακόλουθη υπόθεση: αυτό που εκλαμβάναμε για ατονία, για απόλυτη αδράνεια, για γενικευμένη παθητικότητα ήταν στην πραγματικότητα ένα δυναμικό δυνάμεων ενεργών ως και μες στην παραίτησή τους, στην κούρασή τους, στην αμπωτίδα τους και άρα αμέσως διαθέσιμων δυνάμεων. Δεν έγινε θαύμα. Και η αμπωτίδα από τον Μάη και μετά δεν είναι, ούτε αυτή, μια ανεξήγητη «αντιστροφή» της διαδικασίας, είναι η μεταστροφή μιας μορφής ανοιχτής εξέγερσης σ’ έναν τρόπο λανθάνουσας αμφισβήτησης (και άλλωστε ο όρος «αμφισβήτηση» θα ίσχυε αυστηρά μόνο για τούτη την τελευταία μορφή: ορίζει τις πολλαπλές μορφές άρνησης που στιγμιαία διακόπτονται από μια πρακτική ριζικής αλλαγής).
Οπότε, για να συλλάβουμε το νόημα της κούρασης πρέπει, πέρα από τις ψυχο-κοινωνιολογικές ερμηνείες, να την ξανατοποθετήσουμε μέσα στη γενική δομή των καταθλιπτικών καταστάσεων. Αϋπνίες, ημικρανίες, κεφαλαλγίες, παθολογική βουλιμία ή ανορεξία, ατονία ή καταναγκαστική υπερδραστηριότητα: τυπικά διαφορετικά ή αντίθετα, τα συμπτώματα αυτά μπορούν στην πραγματικότητα να εναλλαγούν, να αντικαταστήσουν τα μεν τα δε –καθώς η σωματική «μεταστροφή» συνοδεύεται πάντα, και φτάνει μάλιστα να ορίζεται από την δυνητική «μετατρεψιμότητα» όλων των συμπτωμάτων. Ε λοιπόν –κι αυτό ακριβώς είναι το κεφαλαιώδες– αυτή η λογική της κατάθλιψης (δηλαδή, το ότι τα συμπτώματα «περιφέρονται», καθώς πια δεν συνδέονται με οργανικές βλάβες ή με πραγματικές δυσλειτουργίες) απηχεί τη λογική της κατανάλωσης (δηλαδή, το ότι, καθώς πια δεν συνδέονται με την αντικειμενική λειτουργία των αντικειμένων, ανάγκες και ικανοποιήσεις διαδέχονται άλληλες, παραπέμπουν οι μεν στις δε, αντικαθιστούν οι μεν τις δε σε συνάρτηση με μια θεμελιώδη ανικανοποίηση). Ο ίδιος ασύλληπτος, απεριόριστος χαρακτήρας, η ίδια συστηματική μετατρεψιμότητα διέπει την πλημμυρίδα των αναγκών και την «ρευστότητα» των συμπτωμάτων κατάθλιψης. Θα επανέλθουμε εδώ στην αρχή της αμφισημαντότητας, […], για να συνοψίσουμε την ολική, δομική εμπλοκή του συστήματος της κατανάλωσης και του συστήματος της σωματοποίησης (που μόνο μια πτυχή του αποτελεί η κούραση). Όλες οι διαδικασίες των κοινωνιών μας πηγαίνουν προς την κατεύθυνση μιας αποδόμησης, μιας διάλυσης της αμφισημαντότητας του πόθου. Καθώς ολοκληρώνεται στην ηδονή και στη συμβολική λειτουργία, η αμφισημαντότητα αυτή ξεφορτώνεται, αλλά με την ίδια λογική στις δυο έννοιες: όλη η θετικότητα του πόθου περνά μέσα στην αλυσίδα των αναγκών και των ικανοποιήσεων, όπου μεταβάλλεται σύμφωνα με έναν κατευθυνόμενο στόχο –όλη η αρνητικότητα του πόθου περνά στην ανεξέλεγκτη σωματοποίηση ή στην acting out της βίας. Έτσι φωτίζεται η βαθιά ενότητα όλης της διαδικασίας: καμία άλλη υπόθεση δεν μπορεί να εξηγήσει την πολλαπλότητα ξεκάρφωτων φαινομένων (αφθονία, βία, ευφορία, κατάθλιψη) που χαρακτηρίζουν όλα μαζί την «καταναλωτική κοινωνία» και που τα νιώθουμε πως όλα αναγκαστικά συνδέονται, αλλά που η λογική τους μένει ανεξήγητη στην οπτική μιας κλασικής ανθρωπολογίας.
Θα έπρεπε –αλλά δεν είναι εδώ το κατάλληλο μέρος– να προχωρήσουμε ακόμα περισσότερο την ανάλυση:
1.Της κατανάλωσης ως συνολικής διαδικασίας «μετατροπής», δηλαδή «συμβολικής» μεταβίβασης μιας έλλειψης σε μιαν ολόκληρη αλυσίδα σημαινόντων/αντικειμένων, που επενδύονται διαδοχικά ως επιμέρους αντικείμενα.
2.Να γενικεύσουμε τη θεωρία του επιμέρους αντικειμένου στις διαδικασίες σωματοποίησης –κι εδώ συμβολική μετατόπιση και επένδυση– πάνω στη βάση μιας θεωρίας του σώματος και της θέσης που αυτό κατέχει ως αντικείμενο στο σύστημα της νεοτερικότητας. Έχουμε δει ότι αυτή η θεωρία του σώματος είναι ουσιώδης για τη θεωρία της κατανάλωσης –αφού το σώμα είναι μια συνόψιση όλων αυτών των αμφισήμαντων διαδικασιών: επενδύεται ναρκισσιστικά ως αντικείμενο εξερωτισμένης μέριμνας και συγχρόνως επενδύεται «σωματικά» ως αντικείμενο ανησυχίας και επιθετικότητας.
«Είναι εντελώς κλασικό, σχολιάζει ένας ψυχο-σωματολόγος: βρίσκετε καταφύγιο στην κεφαλαλγία σας. Θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε άλλο: λόγου χάρη μια κολίτιδα, αϋπνίες, διάφορα εξανθήματα ή εκζέματα, σεξουαλικές διαταραχές, βουλιμία, διαταραχές αναπνευστικές, πεπτικές, καρδιοαγγειακές…ή απλούστατα και το πιο συχνό: μια ακαταμάχητη κούραση».
Η κατάθλιψη ξεπροβάλλει, και έχει σημασία αυτό, εκεί που παύουν οι εργασιακοί καταναγκασμοί και αρχίζει (θα έπρεπε να αρχίζει) ο χρόνος της ικανοποίησης (ημικρανίες των γενικών διευθυντών από την Παρασκευή το βράδυ μέχρι τη Δευτέρα το πρωί, αυτοκτονίες ή γρήγορος θάνατος «συνταξιούχων» κτλ.). Είναι διαβοήτο και ότι ο «χρόνος της σχόλης» βλέπει να αναπτύσσεται, πίσω από την θεσμική, τελετουργική σήμερα ζήτηση ελεύθερου χρόνου, μια αύξουσα ζήτηση για εργασία, για δραστηριότητα, μια καταναγκαστική ανάγκη να «κάνουμε», να «πράξουμε», πράγμα που έκαμε τους ευσεβείς ηθικολόγους μας να δουν σ’ αυτό μιαν απόδειξη ότι η εργασία είναι μια «φυσική τάση» του ανθρώπου. Πρέπει μάλλον να πιστέψουμε ότι σ’ αυτήν την μη οικονομική ζήτηση για εργασία εκφράζεται όλη η επιθετικότητα που μένει ανικανοποίητη στην ικανοποίηση και τη σχόλη. Αλλά δεν θα μπορούσε να λυθεί μ’ αυτό, αφού, καθώς έρχεται από το βάθος της αμφισημαντότητας του πόθου, αναδιατυπώνεται μ’ αυτό σε απαίτηση, σε «ανάγκη» για εργασία, και συνεπώς επανολοκληρώνει τον κύκλο των αναγκών, που ως γνωστόν είναι αδιέξοδος για τον πόθο.
Όπως η βία μπορεί να γίνει οικιακής χρήσεως, για να εξυμνήσει την ασφάλεια, έτσι και η κούραση καθώς και η νεύρωση μπορούν να ξαναγίνουν πολιτισμικό γνώρισμα διάκρισης. Κινητοποιείται τότε όλο το τελετουργικό της κούρασης και της ικανοποίησης, κατά προτίμηση στους καλλιεργημένους και τους προνομιούχους (μα η διάχυση αυτού του πολιτισμικού «άλλοθι» γίνεται πολύ γρήγορα). Στο στάδιο αυτό, η κούραση δεν είναι πια καθόλου ανομική, και τίποτε από τα όσα έχουμε πει δεν ισχύει γι’ αυτήν την «υποχρεωτική» κούραση: είναι κούραση «καταναλωνόμενη» και επιστρέφει στο κοινωνικό τελετουργικό ανταλλαγής ή standing.
* Μπωντρυγιάρ Ζαν, «Η κούραση», Η καταναλωτική κοινωνία: οι μύθοι της, οι δομές της, Θεσσαλονίκη, Νησίδες, 2005[2000], σσ. 225-230.

Από το Μοντέρνο στο Μεταμοντερνο -Στη τέχνη και στη Κοινωνία. Πέτρος Θεοδωρίδης

  Πέτρος Θεοδωρίδης (τμήμα κινηματογράφου Α.Π.Θ ) Από το Μοντέρνο στο Μεταμοντερνο Στη τέχνη και στη Κοινωνία   Α. :Μοντερνισμός   ...