Κατά τον δέκατο έκτο χρόνο του πολέμου μεταξύ
Λακεδαίμονος και Αθήνας (416-415), οι Αθηναίοι, υπό τους στρατηγούς
Κλεομήδη και Τισία, οργανώνουν αποστολή στη νήσο Μήλο, αποικία της
Λακεδαίμονος· αλλά, πριν επιτεθούν στην πόλη, οι Αθηναίοι αποφασίζουν να
αποστείλουν στους Μηλίους μία αντιπροσωπεία επιφορτισμένη να κάνει
προτάσεις και ενδεχομένως να συζητήσει τους όρους μίας παράδοσης· προς
τούτο, οι Μήλιοι καλούν τους Αθηναίους αντιπροσώπους να εκθέσουν τις
απόψεις τους ενώπιον των αξιωματούχων και των επιφανέστερων πολιτών της
πόλης.
Η εξιστόρηση του διαλόγου μεταξύ Αθηναίων και Μηλίων μας παραδίδεται, πιστή και πλήρης, από τον Θουκυδίδη στο πέμπτο βιβλίο της Ιστορίας του πελοποννησιακού πολέμου[1], με μια περιγραφή η οποία, διαμέσου των αιώνων, διατηρεί ανέπαφη όλη τη δραματικότητα και το ρεαλισμό της.
Η αντιπροσωπεία των Αθηναίων προτείνει αμέσως στους
Μηλίους να δεχθούν την πλέον εύλογη πρόταση, δηλαδή να γίνουν αποικία
και να καταβάλλουν τακτικά φόρο υποτέλειας στην Αθήνα. Ιδού η απάντηση
των αξιωματούχων της Μήλου.
«Αν πρόκειται να συζητήσουμε γαλήνια για να
διαφωτίσουμε οι μεν τους δε, δεν έχουμε καμία αντίρρηση. Ωστόσο ο
πόλεμος, ο οποίος είναι προ των πυλών και επίκειται, φαίνεται να
διαψεύδει τους ισχυρισμούς σας. Είναι εμφανές ότι αυτοανακηρύσσεσθε
κριτές των λόγων μας· εν τέλει, και κατά πάσαν πιθανότητα, το αποτέλεσμα
αυτής της διάσκεψης, εάν εμμείνουμε στο δικαίωμά μας και αρνηθούμε, θα
είναι ο πόλεμος, εάν δε πεισθούμε από τα λόγια σας, θα είναι η
υποδούλωση».
Οι Μήλιοι επισημαίνουν αμέσως μία αντίφαση στις
πράξεις των Αθηναίων: οι ειρηνευτικές προτάσεις τους δεν αντιστοιχούν
καθόλου προς τις πράξεις τους στο πεδίο της μάχης. Εάν έχουν έρθει για
να διαπραγματευθούν την ειρήνη, γιατί προετοιμάζουν τον πόλεμο; Γιατί
εμφανίζονται με έναν τόσο ισχυρό στρατό, εάν ο σκοπός είναι να
διαφωτισθούμε αμοιβαίως (διδάσκειν κατ’ ησυχίαν αλλήλους); Στην
πραγματικότητα, ισχυρίζονται οι Μήλιοι, οι Αθηναίοι δεν έχουν καθόλου
την πρόθεση να ακούσουν τους συλλογισμούς και τα επιχειρήματά τους, αλλά
μόνο να κρίνουν τα λεγόμενά τους έχοντας ήδη αποφασίσει τον πόλεμο και,
άρα, αρνούμενοι την αναγκαία προϋπόθεση κάθε διαπραγμάτευσης: το
διάλογο μεταξύ ίσων.
Γι’ αυτό ακριβώς, οι Μήλιοι αντιλαμβάνονται ήδη εξ
αρχής το αναπότρεπτο του συμβάντος στο οποίο είναι εμπλεγμένοι παρά τη
θέλησή τους: πόλεμος ή υποδούλωση. Μπροστά σε μια πολιτεία, την Αθήνα,
που χρησιμοποιεί ένα λόγο δίσημο, δεν υπάρχει εναλλακτική λύση: είτε θα υπερασπιστούμε, όπως είναι φυσικό (κατά το εικός),
το δικαίωμά μας να υπάρχουμε, την ελευθερία μας, πολεμώντας με όλες μας
τις δυνάμεις, είτε θα υποταχθούμε στις προτάσεις σας και απαρνηθούμε
την ελευθερία μας, δεχόμενοι να γίνουμε δούλοι σας. Εν πάση περιπτώσει,
όποια κι αν είναι η έκβαση, η επιλογή για τους Μηλίους θα είναι πάντοτε ακραία, ριζική, χωρίς καμία δυνατότητα να γυρίσουν πίσω.
Σε αυτό, οι Αθηναίοι απαντούν: «Αν
συγκεντρωθήκατε για να υπολογίσετε τις αβεβαιότητες του μέλλοντος ή για
οποιονδήποτε άλλο λόγο, αντί να εξετάσετε τις παρούσες περιστάσεις για
να επιτύχετε τη σωτηρία της πατρίδας σας, τότε θα διακόψουμε τη
συνομιλία· εάν όχι, θα μιλήσουμε».
Αυτό που εκπλήσσει περισσότερο στην απάντηση των Αθηναίων είναι ο τόνος: αυστηρός, μετρημένος, σίγουρος και χωρίς περιφράσεις· οι Αθηναίοι μιλούν όπως εκείνοι που όχι μόνο κατέχουν έναν αληθή λόγο, αλλά και διαθέτουν μία απόλυτη πράξη
[praxis], ικανή να αντιμετωπίσει και να υπερνικήσει κάθε είδους
αντίθεση ή αντιξοότητα. Γι’αυτό και καλούν τους Μηλίους να εξετάσουν τις
«παρούσες περιστάσεις» (εκ των παρόντων) και να μην θεωρήσουν τις «αβεβαιότητες του μέλλοντος» : μόνο εκείνος που γνωρίζει τη δύναμή του γνωρίζει το παρόν, και μόνο εκείνος που ξέρει την ισχύ του μπορεί νααποφασίζει
για το μέλλον. Πράγματι, το μέλλον είναι μια εικασία και μια ελπίδα
μόνο για εκείνον που δεν έχει πλήρη έλεγχο του εαυτού του και των μέσων
του· είναι αντιθέτως πραγματικό, δηλαδή ενεργό και εφικτό, για εκείνον
που μπορεί να εμπιστευθεί την ισχύ και τη δύναμή του. Αν λοιπόν οι
Μήλιοι δέχονται να αναγνωρίσουν πραγματικά τις παρούσες περιστάσεις, τότε θα μιλήσουν· διαφορετικά, κάθε λόγος θα είναι μάταιος.
Οι Μήλιοι δέχονται να εξακολουθήσουν τις
διαπραγματεύσεις, διαβεβαιώνοντας πως, με δεδομένη την κρίσιμη
κατάσταση, είναι φυσικό να αφήνονται να παρασυρθούν από τις ελπίδες· θα
συνεχίσουν λοιπόν τη συζήτηση με τους Αθηναίους. Οι τελευταίοι απαντούν
ότι δεν θα εξακολουθήσουν τη διαπραγμάτευση προσθέτοντας «ωραίες
φράσεις» ή επαιρόμενοι ότι κατήγαγαν μεγάλη νίκη κατά των Μήδων· αυτό
που ενδιαφέρει τους Αθηναίους έγκειται αλλού.
«Οφείλουμε, και οι μεν και οι δε, να μην
εξέλθουμε από τα όρια των θετικών πραγμάτων· το γνωρίζουμε, και το
γνωρίζετε κι εσείς εξίσου καλά, το ζήτημα της δικαιοσύνης δεν εισέρχεται
στη σκέψη των ανθρώπων παρά μόνο αν οι δυνάμεις είναι ίσες εκατέρωθεν·
στην αντίθετη περίπτωση, οι ισχυροί ασκούν την εξουσία τους και οι
ανίσχυροι οφείλουν να υποταχθούν».
Εδώ εδράζεται όλη η ισχύς της Αθήνας: στη βεβαιότητα (επισταμένους) ότι
κατέχουν έναν αληθή λόγο. Και η βεβαιότητα εκείνου που ξέρει,
θεμελιώνει μια απόλυτη και ισχυρή πρακτική, η οποία εξ αυτού και μόνο
καθίσταται ασυζητητί ο Νόμος· σε αυτή την πρακτική, οι Μήλιοι δεν
μπορούν να αντιτάξουν τίποτε άλλο παρά τις προφητείες και τους
υπολογισμούς για το μέλλον, τις ελπίδες ότι θα μπορέσουν εν τέλει να
σώσουν τους διαφορετικούς νόμους της δικής τους πολιτείας. Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Ο Νόμος, το δικαίωμα που είναι το δίκαιο*, είναι με τη σειρά του το νήμα μιας ίσης αναγκαιότητας (ίσες ανάγκες),
που καθορίζει ανέκαθεν τους αντιπάλους· εδώ, στη νήσο Μήλο, δεν υπάρχει
δίκαιο, διότι η αναγκαιότητα είναι μία και μόνη, εκείνη της Αθήνας.
Είναι λοιπόν άνευ νοήματος, εξηγούν οι Αθηναίοι, άνευ λογικού νοήματος
να μιλά κανείς για μια δικαιοσύνη όταν απουσιάζει η ισορροπία της εκατέρωθεν ισχύος, η ίση ένταση των δυνάμεων[2].
Μεταξύ Αθήνας και Μήλου, δεν είναι ζήτημα δικαίου, αλλά σχέσης μεταξύ
των ισχυρών και των ανισχύρων. Και αυτό ακριβώς δεν καταφέρνουν να
κατανοήσουν οι Μήλιοι, εφόσον ο λόγος τους, ιδιαίτερος,
περιορισμένος στη δική τους πολιτεία, τους εμποδίζει να συλλάβουν το
νόημα μιας καθολικής αναγκαιότητας, από την οποία δεν μπορούν να
ξεφύγουν ούτε οι Αθηναίοι: όσο μεγαλύτερη η ισχύς, τόσο μεγαλύτερη η
αναγκαιότητα. Δεν είναι μία βούληση ή μία ύβρις που υποχρεώνει τους Αθηναίους να κάνουν πόλεμο στους Μηλίους, είναι η αναγκαιότητα του Νόμου τους. Και ο Νόμος λέει ότι ο ισχυρότερος ασκεί όλη την εξουσία του (δυνατά δε οι προύχοντες πράσσουσι), ενώ ο πιο ανίσχυρος πρέπει να υποχωρεί (οι ασθενείς ξυγχωρούσιν).
Τι απαντούν οι Μήλιοι;
«Κατά τη γνώμη μας –εφόσον μας καλέσατε να
εξετάσουμε μόνο το ωφέλιμο και να αγνοήσουμε το δίκαιο- το συμφέρον σας
απαιτεί να μην αψηφήσετε την κοινή ωφελιμότητα· εκείνος που κινδυνεύει
πρέπει να μπορεί να κάνει τη φωνή της λογικής, αν όχι της δικαιοσύνης,
να ακουστεί, και, έστω και αν τα επιχειρήματα που μπορεί να επικαλεστεί
είναι αδύνατα, θα πρέπει να μπορεί να τα προβάλλει προκειμένου να πείσει».
Απ’ τη στιγμή που δεν είναι δυνατό να μιλάμε για
δίκαιο, λόγω της δυσαναλογίας των δυνάμεων, λένε οι Μήλιοι, ας μας
επιτραπεί τουλάχιστο να μιλήσουμε για την κοινή ωφελιμότητα (κοινόν αγαθόν),
δηλαδή την ωφελιμότητα που μπορεί να προκύψει από μια συμφωνία ειρήνης,
χάρη στην οποία ο καθένας μπορεί να βρει αυτό που του ταιριάζει
περισσότερο. Στο λόγο λοιπόν του ισχυροτέρου, οι Μήλιοι αντιπαραθέτουν
το λόγο της διαφοράς, με σκοπό να δημιουργήσουν, μεταξύ των
αντιπάλων, μία έλλογη μεσολάβηση στη βάση των συμφερόντων: πράγματι,
εκείνος που κινδυνεύει λόγω της αδυναμίας του είναι στον αντίστοιχο
βαθμό υποχρεωμένος να ανακαλύψει και να προτείνει εκ νέου τα περιεχόμενα
και τους όρους της δικής του δικαιοσύνης – της δικής του
σωτηρίας-, έστω με αντίτιμο τα επιχειρήματά του να είναι αδύναμα, μακράν
της αυστηρής ακρίβειας της αλήθειας. Η προσπάθεια των Μηλίων αφορά όχι
την πεποίθηση, όπως των Αθηναίων, αλλά μάλλον την πειθώ· τον πραγματισμό
και όχι την πράξη.
Ακολουθεί ένας πολύ σφιχτός διάλογος μεταξύ των δύο αντιπροσωπειών.
Οι Αθηναίοι: «Είμαστε εδώ, όπως θα σας
αποδείξουμε, για να εδραιώσουμε την αυτοκρατορία μας και για να σώσουμε
την πόλη μας. Θέλουμε να εγκαθιδρύσουμε την κυριαρχία μας πάνω σας χωρίς
αυτό να μας κοστίσει κόπο και να εξασφαλίσουμε τη σωτηρία σας προς το
κοινό μας συμφέρον».
Οι Μήλιοι : «Και πώς θα μπορούσαμε να έχουμε το ίδιο συμφέρον, εμείς να γίνουμε δούλοι και εσείς να είστε οι κύριοι;».
Οι Αθηναίοι: «Θα έχετε κάθε συμφέρον να
υποταχθείτε πριν υποστείτε τις χειρότερες δυστυχίες, ενώ εμείς θα έχουμε
λόγο να μην θέλουμε να σας καταστρέψουμε».
Οι Μήλιοι : «Αν παραμέναμε ήρεμοι και εν ειρήνη με εσάς, ουδέτεροι και όχι εμπόλεμοι, δεν θα το δεχόσαστε;».
Οι Αθηναίοι: «Όχι, η εχθρότητά σας μας βλάπτει
λιγότερο από την ουδετερότητά σας· αυτή, στα μάτια των υπηκόων μας,
είναι απόδειξη της αδυναμίας μας, ενώ εκείνη μαρτυρεί την ισχύ μας …
Έτσι, με την υποταγή σας, θα αυξήσετε την ασφάλειά μας, τόσο μάλλον που
δεν θα μπορεί κανείς να πει ότι εσείς, που είστε νησιώτες και λιγότερο
ισχυροί από άλλους, αντισταθήκατε νικηφόρα στους κυρίους των θαλασσών».
Ακόμη μια φορά βρίσκονται αντιμέτωποι δύο αντιτιθέμενοι και ασυμφιλίωτοι Νόμοι : εκείνος της αυτοκρατορίας και της καθολικής ισχύος (αρχή) και εκείνος της ιδιαίτερης ωφέλειας (χρήσιμον).
οι Αθηναίοι υπακούουν σε ένα νόμο, κατά τον οποίο η ωφέλεια έγκειται
στην ίδια την άσκηση της ισχύος. Ωφέλιμο δεν είναι αυτό που είναι κοινό,
αμοιβαίο και μπορούμε να το μοιραστούμε, αλλά εκείνο που απορρέει από
την υποταγή του ανισχύρου στον δυνατότερο. Για τους Αθηναίους, η ωφέλεια
δεν είναι μια σχέση, αλλά μια εξάρτηση. Ο ανίσχυρος έχει ανάγκη τον
δυνατότερο, και εκεί έγκειται η ωφέλεια και η σωτηρία του. Προς το σκοπό
αυτό, το μίσος είναι προτιμότερο από τη φιλία, διότι εκείνο είναι ένα
πραγματικό σύμβολο της ενεργεία ισχύος, της αυτοκρατορίας εν
κινήσει, ενώ αυτή είναι μάλλον το σύμβολο μιας αδυναμίας, μιας
ανικανότητας του δυνατότερου να επιβάλει το Νόμο του.
Και όντως, όπως επισημαίνουν σαφώς οι Αθηναίοι, «για μας δεν τίθεται ζήτημα μιας
μάχης ίσου προς ίσον, στην οποία να διακυβεύεται η τιμή σας και να
οφείλετε να αποφύγετε την ντροπή μιας ήττας. Διαβουλεύεσθε για την ίδια
τη σωτηρία σας και οφείλετε να αποφύγετε να επιτεθείτε σε αντιπάλους
πολύ ισχυρότερους από σας». Η πραγματική ύβρις δεν
είναι των Αθηνών, αλλά της Μήλου, η οποία αδυνατεί να καταλάβει ότι δεν
είναι δυνατό να εξαιρεθεί κανείς από το νόμο των «αρχόντων της
θάλασσας» (ναυκρατόρων), διότι στη θάλασσα, στο απεριόριστο, αναπτύσσεται και ασκείται η ισχύς της αυτοκρατορίας[3].Η
ίδια η πράξις των Αθηναίων είναι αδιανόητη στην ξηρά· ο νόμος της
πολιτικής ως έκφρασης της ισχύος δεν είναι δυνατός στα στενά όρια μιας
πολιτείας ή ενός εδάφους (εκεί έγκειται η απερίσκεπτη αυταπάτη των
Μηλίων). Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Νόμος των Αθηναίων
δεν γνωρίζει το δίκαιο: «Το δίκαιο ανήκει στη γη και παραπέμπει πάντοτε
στη γη. Αντιθέτως, η θάλασσα δεν γνωρίζει μια τόσο προφανή ενότητα
μεταξύ του χώρου και του δικαίου, μεταξύ της τάξης και του εντοπισμού. Η
θάλασσα δεν έχει χαρακτήρα, με την αρχική σημασία του όρου, ο οποίος
προέρχεται από το ελληνικό χαράσσειν, που θα πει σκάβω, χαράζω, εντυπώνω. Η θάλασσα είναι ελεύθερη»[4].
Και είναι ελεύθερη για όποιον είναι σε θέση να επιβάλει την ισχύ του
και το δικό του νόμο. Στη θάλασσα, δεν υπάρχει παράδοση, δικαιοσύνη ή
θεότητα, υπάρχουν μόνο οι άπειρες γραμμές της ισχύος, χαραγμένες από τα
ταχύτερα και τα τολμηρότερα πλοία, υπάρχουν μόνο οι ιδεατές διαδρομές
που οδηγούν παντού, οι μοναδικές εμπειρίες ανδρών κυνικών και ευφυών
(Θεμιστοκλής, Αλκιβιάδης).
Η
Αθήνα έχτισε την αυτοκρατορία της και όρισε την πολιτική και στρατιωτική
της ταυτότητα πολεμώντας, στη θάλασσα, τον χειρότερο εχθρό της, ο
οποίος ήταν ακίνητος, στατικός, ανίκανος να μετακινηθεί και να
μεταμορφωθεί, αργός και προβλέψιμος στις αντιδράσεις του: την
αυτοκρατορία των Μήδων. Ο πόλεμος μεταξύ Αθηναίων και Μήδων είναι ο
πόλεμος που αντιπαραθέτει τη θάλασσα προς τη γη, την αυτοκρατορία που
βασίζεται στην ταχύτητα των πλοίων προς την αυτοκρατορία που βασίζεται
στη βραδύτητα του πεζικού. Η ισχύς της Αθήνας είναι η ισχύς εκείνου που
κυριαρχεί στη θάλασσα, εκείνου που, στη θάλασσα, δεν μπορεί να δεχτεί
σημεία αντίστασης (τη νήσο Μήλο) και διακοπές στην ανάπτυξη της δύναμής
του· εκείνος που αντιτίθεται στην αυτοκρατορία μπορεί να σωθεί υπό την
προϋπόθεση να γίνει ένας κρίκος στην άπειρη αλυσίδα της ισχύος. Δεν θα υπάρξουν ποτέ σύμμαχοι των Αθηναίων: θα υπάρχουν μόνο εχθροί ή άποικοι.
Οι Αθηναίοι: «Οι
θεοί, κατά τη γνώμη μας, και οι άνθρωποι, κατά τη γνώση μας περί της
πραγματικότητας, τείνουν, κατ’ αναγκαιότητα της φύσης τους, προς την
κυριαρχία παντού όπου οι δυνάμεις τους υπερέχουν. Δεν καθιερώσαμε εμείς
αυτό το νόμο και δεν είμαστε οι πρώτοι που τον εφαρμόζουμε.
Ακολουθούνταν πριν από μας· θα υπάρχει για πάντα μετά από μας. Εμείς
επωφελούμαστε, πεπεισμένοι ότι και εσείς, όπως και άλλοι, αν είχατε τη
δική μας ισχύ, δεν θα ενεργούσατε διαφορετικά».
Η ισχύς, για τους Αθηναίους, είναι η ίδια η προφάνεια, αυτό που είναι
πραγματικό στο υψηλότερο σημείο, και που υπερβαίνει ακόμη και αυτόν που
την ασκεί: πράγματι, η ισχύς δεν ανήκει στους Αθηναίους, αλλά εκείνοι ανήκουν στην ισχύ, οπότε είναι δικό τους
καθήκον να την καθιστούν πάντοτε επίκαιρη. Ο λόγος των Αθηναίων, όπως
όλοι οι μεγάλοι πολιτικοί λόγοι της αυτοκρατορίας, αφορά πάντοτε τη
χρονικότητα της πολιτικής δράσης: η πολιτική –η οποία είναι πράξη
ισχύος- έχει πάντοτε να κάνει με το παρόν, είναι μια απόφαση που
τοποθετείται σε ένα συγκεκριμένο σημείο στο χώρο και στο χρόνο, σε ένα
hic et nunc που δεν επιδέχεται δισταγμό ή αναβολή. Οι Αθηναίοι ξέρουν
καλά ότι, για να διαφυλάξουν την αυτοκρατορία τους, δεν μπορούν να
«υπολογίσουν τις αβεβαιότητες του μέλλοντος», εφόσον το ίδιο το γεγονóς
óτι είναι όλη η ισχύς τούς υποχρεώνει να δρουν μέσα στο χρόνο· οι
«άρχοντες της θάλασσας» έχουν πλήρη συνείδηση ότι το θεμέλιο της
εξουσίας έγκειται στην ταχύτητα με την οποία ασκείται ο Νόμος της ισχύος.
Normal
0
21
MicrosoftInternetExplorer4
Οι Μήλιοι : «Καλώς ! Ξέρουμε ότι η μοίρα των
όπλων εμπεριέχει μεγαλύτερη αβεβαιότητα απ’ ό,τι θα ανέμενε κανείς
διαπιστώνοντας τη δυσαναλογία των δυνάμεων των δύο αντιπάλων. Για μας,
το να παραδοθούμε αμέσως, θα σήμαινε ότι χάνουμε κάθε ελπίδα· με το να
δράσουμε, θα διατηρούσαμε ακόμη κάποια ελπίδα σωτηρίας … Έχουμε
εμπιστοσύνη ότι το θείον δεν θα επιτρέψει να συντριβούμε από τη μοίρα,
διότι, με τη δύναμη που μας δίνει το δίκιο του αγώνα μας, θα
αντισταθούμε στην αδικία».
Οι Αθηναίοι: «Είστε
αδύναμοι, δεν έχετε καμία δυνατότητα να διαφύγετε· μην κάνετε όπως
τόσοι άλλοι οι οποίοι, ενώ είναι ακόμη ανθρωπίνως δυνατό να σωθούν, υπό
το βάρος της δυστυχίας αισθάνονται προδομένοι από ελπίδες που να
βασίζονται σε ορατές πραγματικότητες και αναζητούν αόρατες βοήθειες,
μαντείες, οιωνούς και άλλα ανάλογα, τα οποία τους γεννούν ελπίδες αλλά
τελικά τους οδηγούν στο χαμό».
Ιδού ο διαυγής και τρομερός ρεαλισμός της αθηναϊκής αυτοκρατορίας: είμαστε το παρόν,
πέραν του οποίου υπάρχουν μόνο μαντείες και οιωνοί· και η πολιτική δεν
γίνεται με ελπίδες, η δύναμή μας είναι εδώ για να το αποδεικνύει. Εμείς,
που γνωρίζουμε τους έγχρονους νόμους της πολιτικής δράσης, ξέρουμε ότι
το μόνο πραγματικό πράττειν ανήκει σ’ εκείνον που είναι η ισχύς, σ’ εκείνον που κάνει ό,τι αντιστοιχεί στο ίδιο το είναι της ισχύος. Είστε άφρονες, λένε οι Αθηναίοι στους Μηλίους, εφόσον δεν καταλαβαίνετε ότι το δικό μας πράττειν ουδόλως συγκρίνεται με το δικό σας. Δεν πρόκειται για έναν πόλεμο μεταξύ δύο ίσων πολιτειών, αλλά για έναν πόλεμο μεταξύ της πολιτείας που είναι η ίδια η αρχή της ισχύος (αρχή)
και μιας πολιτείας, η οποία το μόνο που έχει είναι οι ελπίδες της και η
οποία, βάσει φυσικού νόμου, στερείται οποιασδήποτε μορφής πολιτικού
πράττειν.
Οι Αθηναίοι: «Το
σταθερότερο στήριγμά σας συνίσταται μόνο σε μακροπρόθεσμες ελπίδες και
οι δυνάμεις που διαθέτετε επί του παρόντος δεν επαρκούν να σας
εξασφαλίσουν τη νίκη επί των δυνάμεων που είναι ήδη τώρα αντίπαλές σας».
Ο παραλογισμός των Μηλίων (για τους Αθηναίους) έγκειται στην αδυναμία τους να κατανοήσουν την αναγκαιότητα της
αυτοκρατορίας και στην άρνησή τους να δεχθούν μια απόλυτη μορφή δράσης,
ενώπιον της οποίας δεν υπάρχει δυνατότητα εναλλακτικής λύσης. Ο λόγος
της αυτοκρατορίας γίνεται ο μόνος αληθής λόγος και, δι’ αυτού και μόνο,
όποιος τίθεται εκτός της λογικής αυτής καθίσταται, αμέσως,
παράλογος. Η δύναμη της Αθήνας δεν συνίσταται μόνο στα όπλα, αλλά και
στη λογική δύναμη των επιχειρημάτων της. Για τους Αθηναίους, όποιος
αρνείται το λόγο της αυτοκρατορίας δεν είναι δειλός, είναι, απλούστατα,
άλογος, τυφλός, αδύναμος το πνεύμα, έτοιμος να αναζητήσει προβλέψεις και
οιωνούς, δηλαδή ανίκανος να δει την ίδια την προφάνεια της αλήθειας.
Εδώ κατασκευάζεται το μοντέλο της αυτοκρατορίας: στον ορισμό της ταυτότητας, βαθιάς και αδιαμφισβήτητης, ανάμεσα στο να πράττεις και να είσαι αληθής. Πράγματι, ήδη εξ αρχής, ο λόγος των Αθηναίων είναι ένας λόγος αλήθειας,
που προσπαθεί να κάνει τους Μηλίους να καταλάβουν το νόημα ενός
γεγονότος το οποίο συμπίπτει απολύτως με την αλήθεια του. Το σφάλμα των
Μηλίων συνίσταται στη μερική ερμηνεία μιας αλήθειας ήδη
δεδομένης, η οποία απαιτεί απλώς προσχώρηση. Η αλήθεια, η αλήθεια της
Αθήνας, δεν πρέπει να δημιουργηθεί, αλλά απλώς να αποκαλυφθεί, αν κανείς
διαθέτει πνεύμα επαρκώς καθαρό και διαλεκτικό, δηλαδή ικανό να ακολουθήσει, χωρίς σφάλματα, μια διαδρομή ήδη χαραγμένη εκ των προτέρων.
Ο λόγος των Αθηναίων αναπαριστά, in actu, αυτό που ο Πλάτων, στην Πολιτεία του,
θα προαναγγείλει in mente philosophi : την ταυτότητα του επαΐοντος και
του πολιτικού (του φύλακα), την ταυτότητα ανάμεσα στη μορφή της αλήθειας
και το περιεχόμενο της πολιτικής, ανάμεσα στη γνώση και στη δράση. Στο
απόγειο της ισχύος τους, οι Αθηναίοιπραγματοποιούν αυτό το οποίο,
έκτοτε, δεν έπαψε να επερωτά η πολιτική φιλοσοφία: τη σχέση ανάμεσα
στις μορφές της δράσης τις μορφές της σκέψης, ανάμεσα στην πράξη που
θεμελιώνει και το λόγο που νομιμοποιεί. Η αφήγηση του Θουκυδίδη συνιστά
τη βασική παρτιτούρα και σχεδιάζει τις βαθύτερες κινήσεις αυτής της
διερώτησης.
Τον επόμενο χειμώνα … η Μήλος τέθηκε υπό σκληρή πολιορκία· αφού μεσολάβησε και μια προδοσία, οι Μήλιοι
παραδόθηκαν άνευ όρων στους Αθηναίους. Οι τελευταίοι έσφαξαν όλους τους
ενήλικους και έκαναν δούλους τις γυναίκες και τα παιδιά. Εν συνεχεία,
κατέλαβαν τη νήσο όπου αργότερα απέστειλαν πεντακοσίους εποίκους.
Επιμέλεια-μετάφραση: Άκης Γαβριηλίδης
O Saverio Ansaldi διδάσκει φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Μονπελιέ-ΙΙΙ. Έργα του: La tentative schellingienne. Un système de la liberté est-il possible? (L’Harmattan, Paris 1993), και το διδακτορικό του, με τίτλο Spinoza et le baroque. Infini, désir, multitude, που εκδόθηκε το 1995 από τις εκδόσεις Kimé. Έχει επίσης μεταφράσει στα ιταλικά το περίφημο Spinoza et le problème de l’expression
τουGilles Deleuze. Είναι μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού
Multitudes. Το παρόν κείμενό του δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Futur
Antérieur,τεύχος 27 (1995) στο πλαίσιο αφιερώματος με τον γενικό τίτλο
En attendant l’empire [Περιμένοντας την αυτοκρατορία]. Είχε μεταφραστεί
τότε και δημοσιευτεί στην Αυγή. Σκέφτηκα να το ανεβάσω κι εδώ διότι φαίνεται ότι δεν είναι διαθέσιμο ηλεκτρονικά στα αρχεία της εφημερίδας.
[1]Thucydide, Histoire de la guerre du Péloponnèse, vol. 2, pp. 73-81, Paris, GF-Flammarion, 1991.
* Στο πρωτότυπο: «Le Nomos, le droit qui est la loi … ».
[2]Πρβλ. M. Cacciari, Geo-filosofia dell’Europa, Μιλάνο, Adelphi, 1994, σελ. 45. Σχετικά με τους Μηλίους και τους Αθηναίους, πρβλ. επίσης σελ. 42-48.
[3]Σχετικά με τη «θαλασσοκρατία» βλ. επίσης M. Cacciari, ό.π., σελ. 48-69.
[4]C. Schmitt, Der Nomos der Erde, Berlin, Duncker & Humblot, 1974, σελ. 18.
O λόγος της αυτοκρατορίας