Έχω την εντύπωση οτι ακόμα κι αν βγει αυτή η Ρεπούση και
πει οτι η γη είναι στρογγυλή θα βρεθούν κάμποσοι να διαφωνήσουν μαζί της και
μάλιστα θα το κάνουν με τον πρέποντα φανατισμό. Το ακόμα καταπληκτικότερο είναι οτι οι
πρόθυμοι να κατακρεουργήσουν (νοηματικά πάντα) τη Ρεπούση επικαλούνται μονίμως επιχειρήματα
του τύπου:
1.Αυτή είναι βαλτή από ξένα κέντρα.
2.Προσπαθεί να κάνει ντόρο γι΄αυτό υποστηρίζει τέτοιες απόψεις.
3.Έχει κόλλημα με την ελληνικότητα γι΄αυτό και τη
διαβάλλει.
Τέτοια επιχειρήματα είναι, το λιγότερο, βλακώδη εφόσον
δεν ασχολούνται με την ουσία των απόψεων που έχουν εκφραστεί αλλά με την διερεύνηση των προθέσεων και των
σκοπών. Κι όλα αυτά δεν θα με ενοχλούσαν τόσο, αν λειτουργούσαν αμφίπλευρα –αν,
ας πούμε, δεν ψάχναμε μόνο γιατί η Ρεπούση υποστηρίζει το τάδε ή το δείνα αλλά
και γιατί ο χι εθνικόφρονας διαφωνεί μαζί της ή ο ψι πολιτικός προωθεί
νομοθετήματα τα οποία ωθούν την Ρεπούση στη διατύπωση των συγκεκριμένων
απόψεων. Όσο αυτό δεν γίνεται, δικαιούμαι να μιλάω για μονόπλευρο φανατισμό επιπέδου παλαιοημερολογιτών (για να το πω
ευγενικά).
Έχω την εντύπωση οτι η Ρεπούση ενοχλεί (ειδικά αυτή –εφόσον
οι απόψεις που εκφράζει δεν είναι πρωτοφανείς, ούτε καν πρωτότυπες) λόγω της μεθοδολογίας
της στην τεκμηρίωση. Σαν ιστορικός η Ρεπούση έχει εκπαιδευτεί να λειτουργεί
ιατροδικαστικά –ν΄ανοίγει το ψυγείο, να τραβάει έξω το παγωμένο πτώμα και να το
πετσοκόβει. Δεν ασχολείται η επιστήμη της Ιστορίας με ζώσες κοινωνίες, δεν
κάνει δυναμική έρευνα αλλά στατική –και καλά κάνει. Αυτός ο «πάγος» λοιπόν,
αυτή η «ιατροδικαστική» ματιά στην εξέταση των γεγονότων είναι που ενοχλεί το (ας
το πούμε) κοινό αίσθημα. Και για να καταλάβεις καλύτερα τη συγκεκριμένη θέση
μου ψάξε να βρεις δηλώσεις της Ρεπούση για σύγχρονα κοινωνικά ζητήματα
(συλλογικές συμβάσεις, απολύσεις κλπ).
Πέραν όλων αυτών το θέμα που έχει ανοίξει (όχι με
υπαιτιότητα της Ρεπούση, αλλά λόγω του νομοσχεδίου για το νέο Λύκειο) αφορά την
διδασκαλία της Αρχαίας Ελληνικής γλώσσας. Πρόσεξε –όχι τη διδασκαλία των
Αρχαίων Ελληνικών κειμένων την οποία χαρακτήρισε αναγκαία στην ομιλία της η
Ρεπούση αλλά από μετάφραση -τη
διδασκαλία της γλώσσας! Τι θα πει διδασκαλία Αρχαίων Ελληνικών; Αντιγράφω
ενδεικτικά από τα περιεχόμενα του βιβλίου Αρχαίων
Ελληνικών της Α’ Γυμνασίου:
Γ. Γραμματική: 1. Τόνοι και
πνεύματα 2. Μέρη του λόγου 3. Τα παρεπόμενα των πτωτικών 4. Τα παρεπόμενα του ρήματος
Γ. Γραμματική: 1. Οριστική
ενεστώτα ρ. εἰμί
2. Οριστική ενεστώτα και μέλλοντα ε.φ. βαρύτονων ρημάτων 3. Oριστική μέλλοντα ε.φ.
αφωνόληκτων βαρύτονων ρημάτων
Γ. Γραμματική: 1. Η αύξηση 2. Οριστική παρατατικού ρ. εἰμί 3. Οριστική
παρατατικού και αορίστου ε.φ. βαρύτονων ρημάτων 4.
Οριστική αορίστου ε.φ. αφωνόληκτων βαρύτονων ρημάτων
Γ. Γραμματική: 1. Ο αναδιπλασιασμός
2. Οριστική παρακειμένου και
υπερσυντελίκου ε.φ. βαρύτονων ρημάτων 3. Οριστική
παρακειμένου και υπερσυντελίκου ε.φ. αφωνόληκτων βαρύτονων ρημάτων
Γ1. Γραμματική: Γ΄ κλίση ουσιαστικών: α. καταληκτικά διπλόθεμα
φωνηεντόληκτα σε -ις (γεν. -εως) β. καταληκτικά μονόθεμα φωνηεντόληκτα σε -εύς (γεν. -έως) – ουδέτερα ακατάληκτα μονόθεμα
οδοντικόληκτα σε -α (γεν.
-ατος)
Γ. Γραμματική: 1. Γ΄ κλίση
ουσιαστικών: α. ακατάληκτα διπλόθεμα οδοντικόληκτα σε -ων (γεν. -οντος) β. καταληκτικά μονόθεμα οδοντικόληκτα σε -ας (γεν. -αντος) 2. Οριστική
ενεστώτα και μέλλοντα μ.φ. βαρύτονων ρημάτων 3.
Οριστική μέλλοντα ρ. εἰμί
Αυτά για να πάρεις μια πρώτη γεύση περί του τι σημαίνει Αρχαία Ελληνικά
για ένα παιδάκι το οποίο μόλις τελείωσε το Δημοτικό. Α ναι –μήπως θέλεις να
μάθεις πόσες ώρες Φυσική ή Χημεία κάνει αυτό το παιδάκι της Α΄Γυμνασίου το
οποίο μαθαίνει αφωνόληκτα βαρύτονα; 0 ώρες (ολογράφως ζερό μαύρο).
Κι αφού έκανες τον κόπο να τα διαβάσεις
τα παραπάνω –για πες μου (χωρίς να το γκουγκλίσεις) ποιος είναι ο
υπερσυντέλικος του λύω;
Αν δεν είσαι φιλόλογος (ή κολλημένος με τη μελέτη αρχαίων κειμένων) πάω
στοίχημα οτι δεν το ξέρεις. Αλλά το παιδί σου επιμένεις να το μάθει κι ας το ξεχάσει αμέσως όταν αποχωρήσει από
την αίθουσα των εξετάσεων!
Πάμε τώρα και στην
πρόσφατη διαφωνία Ρεπούση-Αρβαντιόπουλου για να εντοπίσουμε κάτι, συνταρακτικά
ενδιαφέρον, κατά την ταπεινή μου γνώμη:
«Νεκρές γλώσσες
λέγονται οι γλώσσες που δεν μιλιούνται και σε αυτές συγκαταλέγονται και τα Αρχαία
Ελληνικά και τα Λατινικά», υποστήριξε η Ρεπούση για να αντιτείνει ο
Αρβανιτόπουλος οτι: «Δεν είναι νεκρή
γλώσσα τα Αρχαία Ελληνικά, ενώ τα Λατινικά πράγματι είναι…. Η αρχαία ελληνική
γλώσσα διδάσκεται, εξελίσσεται και είναι μια γλώσσα διαφορετική από τα λατινικά
όσον αφορά την πορεία της».
Χρειάζεται να επιχειρηματολογήσει κανένας περί της ορθότητας
της άποψης Ρεπούση; Αμφιβάλλει κανένας περί του πώς ορίζεται μια γλώσσα ως
νεκρή; Αμφιβάλλει κανένας οτι τα Αρχαία Ελληνικά δεν μιλιούνται πλέον;
Ας δούμε τώρα και τα επιχειρήματα Αρβανιτόπουλου περί
ζωντανής γλώσσας! Η αρχαία ελληνική
γλώσσα διδάσκεται, λέει ο κύριος αυτός. Μα, και τα λατινικά διδάσκονται και
τα σανσκριτικά και η γραμμική Β’. Είναι αυτό κριτήριο περί της «ζωντανότητας»
μιας γλώσσας; Αν ναι –τότε ούτε τα λατινικά είναι νεκρή γλώσσα!
Η αρχαία ελληνική
γλώσσα εξελίσσεται, λέει ο κύριος αυτός. Αλήθεια; Δηλαδή βγαίνουν
καινούργιες λέξεις στα Αρχαία Ελληνικά; Έχει κανένας υπόψη του έστω και μία τέτοια λέξη; Μήπως τα
Αρχαία Ελληνικά είναι γλώσσα που μιλιέται από κάποιους και δεν το ξέρω;
Είναι μια γλώσσα
διαφορετική από τα λατινικά όσον αφορά την πορεία της, λέει ο κύριος αυτός.
Εδώ έχουμε να κάνουμε με επιχείρημα τύπου «το μπουζούκι είναι όργανο, ο
αστυνομικός είναι όργανο άρα ο αστυνομικός είναι μπουζούκι». Επειδή δηλαδή τα
Αρχαία Ελληνικά είναι διαφορετικά από τα Λατινικά κι εφόσον δεχτήκαμε οτι τα Λατινικά
είναι νεκρή γλώσσα –άρα τα Αρχαία Ελληνικά είναι ζωντανή γλώσσα!!!
Να πω κάτι ακόμα –η γλώσσα των Ρομά είναι ή όχι ζωντανή
γλώσσα; Μιλιέται, εξελίσσεται –άρα, για ζωντανή μού κάνει. Γιατί δεν
διδάσκεται;
Το ενδιαφέρον στην παραπάνω παράγραφο δεν είναι βέβαια η
σαθρή επιχειρηματολογία Αρβαντιτόπουλου. Το ενδιαφέρον είναι η απροθυμία της επικρατούσας
άποψης να δεχτεί οτιδήποτε αρνητικό σε σχέση με την εθνική ταυτότητα. Τα Αρχαία
είναι συστατικό αυτής της (στρεβλής μεν αλλά κυρίαρχης) εθνικής ταυτότητας –άρα
τα Αρχαία δεν μπορεί να είναι νεκρή
γλώσσα. Ο Λεωνίδας είναι ήρωας –άρα απαγορεύεται
να είναι χωλός. Ο Κολοκοτρώνης είναι ήρωας άρα αποκλείεται να έκανε σφαγές. Πάω στοίχημα οτι τους πεις οτι ο
Όμηρος ήταν τυφλός θα σε κοιτάξουν στραβά και θα σε χαρακτηρίσουν εθνομηδενιστή! Αν πάλι τους πεις οτι ο
ήρωας Θεμιστοκλής κατέληξε μισθωτός στην αυλή του Πέρση Αρταξέρξη μπορεί και να
σε καταγγείλουν ως υπάλληλο του Σόρος!
Ας το πούμε απλά: η
κοινωνία η οποία δεν αποδέχεται την ιστορία της αλλά την τροποποιεί,
απαλείφοντας κάθε γεγονός που δεν ταιριάζει στον μεγαλοϊδεατισμό της είναι μια κομπλεξική
κοινωνία, ένα μόρφωμα στο οποίο η έννοια του όχλου έχει αντικαταστήσει την
έννοια του πολίτη.
Κι αφού το θέμα
αφορά την Αρχαία Ελληνική γλώσσα και τις απόψεις αυτών που την θεωρούν τόσο
σημαντική ώστε να καταδικάζουν χωρίς δεύτερη σκέψη τα παιδιά τους στην εκμάθησή
της, ας δούμε κάποιες θέσεις ενός μελετητή και λάτρη της Αρχαίας Ελληνικής σχετικά με τη συνέχεια της γλώσσας και την
μετεξέλιξή της δια μέσου των αιώνων –του Κορνήλιου Καστοριάδη:
«Αφού δημιούργησε –και έδωσε στους άλλους –τη φιλοσοφία (όπως
και την πολιτική και τη δημοκρατία), ο ελληνικός λαός έμεινε, για 15 αιώνες,
χωρίς φιλοσοφία….
…Για τη γλώσσα αυτή, για τον «υλικό»
(λεξιλογικό-σημασιακό) της πλούτο, μετά από τέσσερις, και είκοσι τρεις, αιώνες
φιλολογικής δουλειάς ο μεγάλος Γερμανός φιλόλογος και εκδότης των προσωκρατικών
Ντιλς διαπίστωνε το 1905 οτι ο πλούτος της (που τον υπολόγιζε, σταματώντας στον
5 π.Χ. αιώνα, δεκαπλάσιο της λατινικής) έκανε αδύνατη τη σύνταξη ενός ελληνικού
θησαυρού κι οτι ένας τέτοιος θησαυρός, αν μπορούσε να πραγματοποιηθεί, θα
έφτανε τους 120 τόμους και συνεπώς θα ήταν πρακτικά άχρηστος. Αυτή η γλώσσα,
σαν ζωντανή, ακατάπαυστη, δημιουργία του ελληνικού λαού εξακολούθησε να
πλουτίζεται, να αναπτύσσεται, να αλλοιώνεται, μένοντας ταυτόχρονα, κατά κάποιο
τρόπο, μια και η ίδια γλώσσα.
Και όμως: απ΄τη στιγμή που προσπαθεί κανείς να γράψει ένα
αφηρημένο κείμενο, διαπιστώνει την
τρομερή ένδεια της σύγχρονης ελληνικής γλώσσας, από την άποψη των όρων, του
λεξιλογίου. Αυτή η κατάσταση έχει έναν «εσωτερικό» και έναν «εξωτερικό» λόγο –και
οι δυο είναι προφανείς. Ο εσωτερικός είναι η σχεδόν πλήρης διακοπή, αφάνιση, της
αφηρημένης, φιλοσοφικής σκέψης, από τους τελευταίους νέο-πλατωνικούς του 4-5
αιώνα π.Χ. ως τη σημερινή εποχή. Η κληρονόμηση της ελληνικής φιλοσοφίας απ΄τη
Δύση και κατόπιν, η δυτικο-ευρωπαϊκή φιλοσοφική αναγέννηση και δημιουργία
βάδισαν, όπως είναι αυτονόητο, παράλληλα με τη δημιουργία και όρων και ιδεών,
αδιάκοπα από τον Ντανς Σκοτ μέχρι τον Χάιντεγκερ. Ελάχιστοι απ΄αυτούς τους όρους
μεταφράστηκαν ή αποδόθηκαν στα σύγχρονα ελληνικά –και σχεδόν πάντα από
ανθρώπους που δεν ήταν φιλόσοφοι, δηλαδή δεν σκέφτονταν φιλοσοφικά. Είναι
περιττό να ξαναϋπογραμμίσω οτι σκέψη και γλώσσα είναι αδιάσπαστες και αχώριστες.
Όσο δεν μπορεί να υπάρξει φιλοσοφική σκέψη χωρίς φιλοσοφική γλώσσα, άλλο τόσο
δεν μπορεί να υπάρξει φιλοσοφική γλώσσα χωρίς φιλοσοφική σκέψη –ούτε ανανέωση της
φιλοσοφικής ορολογίας χωρίς ανανέωση της φιλοσοφικής δημιουργίας. Κατά συνέπεια,
ήταν περισσότερο από απίθανο οι καθηγητές της «Φιλοσοφικής» Σχολής του Αθήνησι
Εθνικού και Καποδιστριακού να συντελέσουν στην αναγέννηση μιας σύγχρονης
ελληνικής φιλοσοφικής γλώσσας.
Ο «εξωτερικός» λόγος φαίνεται αμέσως, αν σκεφτούμε τη
μόνη άλλη γλώσσα που υπήρξε όργανο και φορέας μιας φιλοσοφικής δημιουργίας, που
να μπορεί να σταθεί, κατά κάποιο τρόπο, πλάι στην αρχαία Ελληνική: τη
γερμανική. Η γερμανική φιλοσοφική γλώσσα χρησιμοποιεί τρεις γλωσσικούς
θησαυρούς, τον γερμανικό, τον λατινικό και τον ελληνικό. Και γενικότερα: οι
ξένες γλώσσες έχουν πάρει και χρησιμοποιούν περίπου όλες τις (αρχαίες)
ελληνικές ρίζες, πλάι στις δικές τους (κι όσες δεν τις είχαν ήδη πάρει, τις παίρνουν
συνεχώς: κάθε χρόνο δημιουργούνται δεκάδες καινούργιοι, διεθνείς επιστημονικοί
και αφηρημένοι όροι, περίπου όλοι παράγωγα ελληνικών ριζών). Στην Ελλάδα
επικρατεί, για 150 χρόνια, ένας ανόητος πουρισμός, παλιότερα καθαρευουσιάνικος,
που απαγόρευε τη χρησιμοποίηση άλλων ριζών, εκτός από μερικές αρχαίες
ελληνικές, υστερότερα δημοτικιστικός, που απαγόρευε τη χρησιμοποίηση αρχαίων
ελληνικών ριζών. Έτσι γινήκαμε φιλοσοφικά κωφάλαλοι….
…. Λέμε πως είμαστε Έλληνες –και λέμε πώς το Βυζάντιο
είναι μια φάση της ελληνικής ιστορίας. Αν είναι έτσι, τότε και η γλώσσα του
είναι φάση της ελληνικής γλώσσας –ή όχι; Γιατί λοιπόν δεν λέμε ασηκρήτις, φίσκος κλπ; Γιατί πρέπει να
εξομβελισθούν απ΄την ελληνική γλώσσα οι χιλιάδες λατινικές λέξεις, που
πολιτογραφήθηκαν στα βυζαντινά ελληνικά; Και γιατί όχι όλες; Λίγη συνέπεια, Αύγουστε, ετούτο τον Οκτώβριο μήνα. Το σπίτι της λογικής σας μου
φαίνεται μάλλον μπορντέλο.
Και όταν θα πάτε στον
Παράδεισο, ζητήστε απ΄τον Παντοδύναμο να καταργήσει την περσική αυτή λέξη….
… Πότε μια λέξη είναι ελληνική; Όταν τη χρησιμοποιεί ο
ελληνικός λαός. Μα ο λαός δεν κάνει, άμεσα, φιλοσοφία και ούτε, άμεσα ούτε
έμμεσα, πυρηνική φυσική ή μοριακή βιολογία. Έλεγε ο αρχαίος ελληνικός λαός εντελέχεια ή μετακόσμια; Λέει ο ελληνικός λαός σήμερα, πρωτόνιο, θερμοδυναμική, χρωματόσωμα κλπ; -Όχι, αλλά αυτές οι
λέξεις είναι «ελληνικές»- Λάθος, οι λέξεις αυτές είναι φράγκικες. Δεν τις έφτιαξε ο ελληνικός λαός ούτε οι Έλληνες επιστήμονες.
Τις έφτιαξαν Φράγκοι χρησιμοποιώντας ελληνικές ρίζες –και τις ξαναδανειζόμαστε
σήμερα εμείς, δηλαδή οι ειδικοί. Οργανισμός
δεν είναι «ελληνική» λέξη –την έφτιαξαν οι Φράγκοι στον 18ο
αιώνα και την ξαναπήραν οι δικοί μας λόγιοι. Συμπέρασμα: έχουμε το δικαίωμα να
δανειζόμαστε απ΄τους ξένους ξένες λέξεις, με τον όρο να τις έχουν φτιάξει οι
ξένοι από ελληνικές ρίζες. Ειδ΄άλλως, όχι. Αποτέλεσμα: θα μας λείπουν πάντα
όροι. Γιατί βέβαια οι Γερμανοί π.χ. που έχουν ήδη Gestult, Form, Figur κλπ
δεν θα προσφύγουν στο ελληνικό μορφή,
παρά αν πρόκειται να του δώσουν διαφορετική σημασία ή απόχρωση απ΄αυτές τις λέξεις….
… Η «ελληνικότητα» του Ηροδότου βρίσκεται στη συμπάθεια,
στο σεβασμό, στο θαυμασμό που δείχνει για τους ξένους λαούς που περιγράφει,
στην αντικειμενικότητά του απέναντι στα πιο «εξωφρενικά», «τερατώδη», «ιδιόρρυθμα»
έθιμά τους. Δεν φοβάται ο Ηρόδοτος να πει κατηγορηματικά οτι «όλα τα ονόματα
των θεών τα πήραμε απ΄τους βαρβάρους», εννοώντας, όπως φαίνεται αμέσως απ΄τη
συνέχεια του κειμένου: όλα τα ονόματα των θεών και τους θεούς τους ίδιους τους πήραμε απ΄τους βαρβάρους (το αν
κάνει λάθος από φιλολογική και ιστορική άποψη, είναι άλλο θέμα). Γιατί δεν
φοβάται; Γιατί δεν έχει καμιά αμφιβολία για την «ταυτότητά» του την ελληνική.
Θα χρειαστεί να περάσουν 7 αιώνες, για να βρεθεί ένας υπήκοος της Ρώμης που η «ελληνική»
του ταυτότητα είναι κυρίως γραμματολογική –ο Πλούταρχος –να τον κατηγορήσει ως «φιλοβάρβαρο».
Έτσι και τώρα, στο μέτρο που οι σημερινοί γραικύλοι αμφιβάλλουν βαθιά –και δίκαια
–για την «ελληνική» τους ταυτότητα, φοβούνται να ζητήσουν στο καφενείο έναν
τούρκικο καφέ.»
(Η φαντασιακή
θέσμιση της κοινωνίας, Κορνήλιος Καστοριάδης, εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, σελ. 519-524)
Συμπτωματικά (ή μπορεί και νομοτελειακά) η θέση της Ρεπούση
στο θέμα της διδασκαλίας της Αρχαίας Ελληνικής γλώσσας κλείνει με την αναφορά στις Τρωάδες του Ευριπίδη.
Κατάλαβες;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου