Μια εκτίμηση του «Βιβλίου των Φανταστικών Όντων» του Μπόρχες.
Προστέθηκε από
24grammata
γράφει ο Απόστολος Θηβαίος
Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ
Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ
«Οι άνθρωποι κάθε μέρα
όλο και μικραίνουν
Όλο και γίνονται πιο αδύναμοι.
Πώς θα κυνηγάνε τις Αντιλόπες;»
όλο και μικραίνουν
Όλο και γίνονται πιο αδύναμοι.
Πώς θα κυνηγάνε τις Αντιλόπες;»
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ΚΟΙΤΙΔΑ ΤΟΥ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟΥ
Μια εκτίμηση του «Βιβλίου των Φανταστικών Όντων» του
Μπόρχες.
Μια εκτίμηση του «Βιβλίου των Φανταστικών Όντων» του
Μπόρχες.
Όταν πια μίλησε για τον κινέζικο φοίνικα, το πλήθος παρασύρθηκε σε
ένα παρατεταμένο χειροκρότημα. Τα πρόσωπά τους έλαμπαν, σαν μόλις να
είχαν αντικρίσει ένα παράξενο, μυστικό θέαμα. Οι φωνές τους αναστάτωσαν
τον τυφλό ομιλητή από την Παταγωνία. Εκείνος έπαψε να μιλά και στύλωσε
το βλέμμα του στο κενό, όπως συνηθίζουν όσοι ελάχιστα γνωρίζουν τα
παράγωγα του φωτός. Στάθηκε στη θέση του άναυδος, γέρνοντας το γηραιό
του πρόσωπο προς όλα τα σκοτάδια. Το πλήθος ημέρεψε και η βαθιά ησυχία
της εποχής που γεννιόταν ο θρυλικός ιχθυοκένταυρος πλανήθηκε στο αίθριο
του ξενοδοχείου Μιραντόρ. Ο τυφλός ομιλητής συνέχισε την ομιλία του,
κρατώντας ακίνητο το πρόσωπό του. Ανάσαινε αργά, ήταν τόσο προσηλωμένος
που θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως μια άγνωστη παρουσία του
υποδείκνυε με ακρίβεια τις περιγραφές. Είναι μέχρι το στήθος άνθρωποι
και έχουν μπροστινά πόδια αλόγου ή λιονταριού. Η θέση τους είναι ανάμεσα
στους θεούς του ωκεανού, κοντά στα θαλάσσια άλογα. Εμείς φανταστήκαμε
τότε τα νερά της μυθικής Αλεξάνδρειας. Το σύμπλεγμα των ξέγνοιαστων
παιδιών που ξεχύνονται όπως δρομείς μέσα από τα νερά, τον Οβίδιο που
επικαλέστηκε την αυτόνομη και ιδεολογική θέση των Κενταύρων στον
ελληνικό μύθο. Ο τυφλός ομιλητής μιλά για ένα αρχαίο ναυάγιο, έξω από τα
Κύθηρα. Το εμπορικό πλοίο είχε αγκιστρωθεί για είκοσι αιώνες πάνω στους
βράχους. Το κατάστρωμά του ήταν διάσπαρτο από υδρίες και σταμνιά με
φυτολογικές αναπαραστάσεις. Ορισμένα όμως έφεραν αποτυπωμένη την όψη
ενός γυμνού άνδρα με πανίσχυρα πόδια και ουρά αλόγου. Το ύφος του ήταν
σατυρικό, είχε δε προτεταμένο το χέρι του, σχεδόν σβησμένο τώρα πια,
προσφέροντας στο νεαρό αγόρι ένα μικρό, πολύ μικρό μαχαίρι. Επισημάνθηκε
πως ανάλογες περιγραφές μπορεί κανείς να δει στη δυτική πρόσοψη του
ναού του Διός στην Ολυμπία. Ύστερα από μια επιβεβλημένη σιωπή,
προκειμένου το πλήθος του Μιραντόρ να πλάσει στο νου του τις υδρίες και
τους ελληνικούς ναούς, ο τυφλός ομιλητής μίλησε για τα μεσαιωνικά έθιμα
και τις αλογίσιες, πριαπικές μορφές που περιφέρονται στις οδούς των
επαρχιών, με το όνομα του Διονύσου στα χείλη τους.
Ο κινέζικος δράκοντας συνηθίζεται στα στίγματα των ναυτικών. Κοσμεί με χρώμα το στήθος ενός άνδρα που φωτογραφήθηκε στο λιμάνι του Μπουένος Άιρες. Το ωραίο, φωτεινό πράσινο χρώμα, η ράχη του δράκοντα με τις δειλινές αποχρώσεις, τα κάτωχρα μάτια του και οι κόκκινες σημάνσεις στο ρύγχος είχαν εντυπωσιάσει τον τυφλό ομιλητή. Τη σχεδιαστική αυτή πρωτοτυπία την είχε επισημάνει στον ίδιο ένας νεαρός ανθρωπολόγος με ζωηρή εμμονή στα φλαμανδικά τοπία και τις βαθιές λεπτομέρειες των χρωστήρων. Ο ναυτικός των καλών ανέμων δεν γνώριζε πως ο δράκοντας του στήθους του μοιάζει στα αλήθεια με λιοντάρι και άγγελο μαζί και ακόμα πως σπάνια σέρνεται στη γη ή πετά στον ουρανό. Ετούτο το πλάσμα κατοικεί μες στα ανάκτορα, στις μεγάλες αίθουσες του πρεσβυτέριου, αλυσοδεμένος ανάμεσα στους κορινθιακούς κίονες. Όλο λέπια ο κινέζικος δράκοντας, νύχια και κέρατα, με ένα ολόλαμπρο μαργαριτάρι μες στο στόμα που είναι η κοιτίδα της δύναμής του.
Ο τυφλός ομιλητής μιλά αργά, καθώς οι πολύ γέροι άνθρωποι που σκοτώνονται κάτω από τον ήλιο. Ή εκείνοι που μυρίζουν το βρεγμένο χώμα, εκατοντάδες μίλια μακριά. Ο τυφλός ομιλητής είναι θύελλα, στο αίθριο του Μιραντόρ ακούγονται που χτυπούν οι άνεμοι πάνω στις πέτρες και τα αετώματα. Οι υπάλληλοι της υποδοχής κλείνουν τις βαριές θύρες και χαμηλώνουν τους φωτισμούς. Ακροβολίζονται στα τέσσερα σημεία της σάλας, έτσι που καθώς στέκουν ακίνητοι μοιάζουν με τους αμίλητους φρουρούς των σταυροφορικών κρυπτών. Το Μιραντόρ φλέγεται σαν ένα τεράστιο πλοίο στα νεκροταφεία των ναυπηγείων. Οι πυρσοί στους τοίχους προσδίδουν μια ατμόσφαιρα μυστικιστική στο χώρο, ενώ ο τυφλός ομιλητής απομακρύνεται τρεμάμενος, βαθαίνοντας ολοένα μες στην προοπτική. Στα έλη της Λέρνης ζούσε το πιο φοβερό από όλα τα τέρατα. Έφερε πλήθος δαιμονικών κεφαλών που χόρευαν μυώδη πάνω στο βραχώδες σώμα. Ήταν μάταιο να δοκιμάσει κεφάλι, μοχθηρότερο και νεανικό άνθιζε πάνω στους αιμάτινους ιστούς. Σε όλες τις αποστάσεις η γη έμοιαζε καμένη, δίχως καρπούς ή σπορές. Η ανάσα της Λερναίας Ύδρας δηλητηρίασε τα νερά και τα χώματα.Οσμή θειαφιού γύρω από το κουφάρι της τις μεγάλες νύχτες. Η Λερναία ύδρα προοριζόταν για την αιωνιότητα, η θέση της θα ήταν πάντα τρομερή ανάμεσα στους ανθρώπους. Όμως ο νεαρός Ηρακλής και ο Ιόλαος έκοψαν τα κεφάλια και καυτηρίασαν τις πληγές, θάβοντας το τρομερό τέρας κάτω από το βάρος του βράχου. Εκείνο το πρόσωπο ακόμη μισεί και ονειρεύεται. Στερεύει τα νερά και αγριεύει τους αγρούς και τα ζωντανά.
Έπειτα ο τυφλός ομιλητής μίλησε για την ανθρώπινη κραυγή του Μανδραγόρα που τρελαίνει το νου της Ιουλιέτας, πως ανθίζει κάτω από τις αγχόνες. Είπε για τις μαύρες μάγισσες που γεννώνται από τα σπέρματα των κρεμασμένων και έχουν το σώμα και τη μοίρα του Μανδραγόρα. Αναφέρθηκε και σε άλλα παρόμοια όντα ο τυφλός ομιλητής. Σχολίασε το μύθο γύρω από το Κράκεν, ανέσυρε τις περιγραφές του Πλινίου για το τέρας Μαντιχώρα που έχει φωνή σάλπιγγας και ποιμενικής φλογέρας και ορέγεται τη σάρκα του ανθρώπου. Μίλησε για τις ατέλειωτες σειρές των επτά παρθένων στα χέρια του Μινώταυρου, τον κινέζικο Μονόκερο, τους σιβυλλικούς Πέριτονς που έμελε να συντρίψουν τη Ρώμη, τη ράχη του Ζαρατάν που είναι στο μέγεθος ενός νησιού και υπομονετικά προσμένει τα κουρασμένα σώματα των ναυτικών. Επικαλέστηκε τους οραματισμούς του Σουηδού Σβέντενμποργκ γύρω από τους δαίμονες. Είπε πως ζουν έκτπωτοι σε τρώγλες και άθλια πορνεία, δεν έχουν πρόσωπα και ζουν μες στην ένοπλη βία και το μίσος. Μοιάζουν αρκετά με τους ταλμουδικούς δαίμονες της σεληνιακής παλίρροιας και των καυτών καλοκαιριών που σκοτώνουν πάντα τα ανυποψίαστα παιδιά. Έπειτα οι γρύπες , μισοί αετοί και μισοί λιοντάρια που κατοικούν στη Βακτρία και μπορούν να αρπάξουν με τα νύχια τους ένα ζευγάρι βόδια ή τον αναβάτη με τον ίππο του. Τρυφερότερα και ανθρωπόμορφα περιέγραψε του Γνώμους , που είναι γέρικα παιδιά με καφετιά νυχτικά και κουκούλες καλογέρων. Αυτοί γνωρίζουν, λένε, ολόκληρη τη λαϊκή σοφία, τις απαιτήσεις μιας καλής σοδειάς, τα έθιμα του γάμου και του θανάτου. Ακόμη, σύμφωνα με τον Παράκελσο, οι Γνώμοι γνωρίζουν τα μυστικά μονοπάτια και φυλάνε κρυμμένους θησαυρούς ή πολύτιμα μέταλλα. Ο τυφλός ομιλητής παρέμεινε σιωπηλός στην έδρα του. Άγγιξε το πρόσωπό του με δισταγμό, αναλογιζόμενος την όψη του και την ακραία δυνατότητα των μύθων. Το έργο του παρέμεινε ακλόνητο και πρωτότυπο. Συστάθηκε σε εγχειρίδια και ονομάστηκε «Βιβλίο των φανταστικών όντων»
Ο Γιώργος Αριστηνός στην εξαιρετική προσέγγιση του έργου του Γ. Χειμωνά, τονίζει την αισθητική της τερατογονίας. Μια ιδεολογική, κυρίως αισθητική που εμπεριέχει διαυγή τα στοιχεία της επιθετικότητας, της έκπληξης και της παραμόρφωσης. Η τοποθέτηση του Αριστηνού θα μπορούσε να αποτελέσει ένα επιχείρημα, προκειμένου να εκτιμηθεί το περιεχόμενο και η στόχευση του έργου του Μπόρχες. «Το βιβλίο των Φανταστικών Όντων», πέρα από την ακαδημαϊκή του αξία ως εργογραφική πηγή, αποτυπώνει ξεκάθαρα ένα καίριο χαρακτηριστικό του μύθου. Οι τερατόμορφες, οι σχεδόν φανταστικές όψεις των όντων προσωποποιούν το φόβο απέναντι στο μεταφυσικό, την έννοια της τιμωρίας, της γνώσης, της δύναμης και του μίσους. Στις γλαφυρά, περιγραφόμενες μορφές του Μπόρχες διαφαίνεται η δάνεια χρήση ετούτων των μορφωμάτων, επιβεβαιώνοντας με τον καλύτερο τρόπο τις κοινές δεξαμενές άντλησης του μυθολογικού περιεχομένου, για κάθε ιστορική εποχή. Η ραγδαία επιθετικότητα των ελληνικών μύθων, η αντίστοιχη της μεσαιωνικής βιβλιογραφίας, η ισχύς του συμβολισμού και η ροπή προς το μεταφυσικό καθιέρωσαν τις μορφές που περιγράψει ο Αργεντίνος. Σε κάθε μία από αυτές, η λαϊκή και άλλοτε η καλλιτεχνική βούληση απέδωσαν ψυχολογικά χαρακτηριστικά, διατηρώντας ακόμη και στις πιο ακραίες εκφάνσεις τους, ένα βασικό δεσμό με τα ανθρώπινα, ψυχικά μαρτύρια. Το θαύμα,η έκπληξη και η ταραχή των υπερρεαλιστών, βρίσκουν εδώ μια απόλυτη εφαρμογή, οδηγώντας τη λογοτεχνία σε μια περιγραφική λειτουργία που στέκει κοντύτερα στη σύζευξη με τέχνες, όπως εκείνη του χρωστήρα.
Ο ίδιος ο Μπόρχες μας πληροφορεί στον πρόλογο του 1957 για τη διάθεσή του να ευθυγραμμιστεί με τη φανταστική οντολογία, αναθέτοντας σε εκείνη τις γεωμετρίες και τους υπερόγκους της πραγματικότητας, τον ίδιο τον θεό. Ο συγγραφέας επισημαίνει την άπειρη δυναμική της ανθρώπινης μυθολογίας, εξειδικεύοντας την στη γενετική, κατά κάποιον τρόπο δημιουργικότητα των εκφραστών της. Παρακινημένος ίσως από τον Φλωμπέρ και τους «Πειρασμούς του Αγίου Αντωνίου», ο Μπόρχες προβαίνει στην υπεράσπιση των καίριων θέσεών του. Αναγνωρίζει την πραγματικότητα, ως το διαμορφωμένο από κατώτερους θεούς σώμα. Και διαβλέπει σε τούτη την παρατήρησή του τις αιτίες για την κατάπτωσή της. Μια εξίσωση, ίσως θεού και χριστιανικού ομοιώματος, μια λυτρωτική παραδοχή ακόμα. Ο Μπόρχες, με το απύθμενο βάθος της τυφλότητάς του, αποδίδεται πλήρης στη φαντασμαγορία, μελετώντας τον κόσμο και τα όντα της. Το κοινό στοιχείο του εξανθρωπισμού των φανταστικών αυτών όντων, άλλο σκοπό δεν έχει παρά αψηφώντας την πραγματικότητα να προβεί στην παραδοχή για την αδιαπραγμάτευτη, ανθρώπινη καταγωγή του κόσμου.
Ο κινέζικος δράκοντας συνηθίζεται στα στίγματα των ναυτικών. Κοσμεί με χρώμα το στήθος ενός άνδρα που φωτογραφήθηκε στο λιμάνι του Μπουένος Άιρες. Το ωραίο, φωτεινό πράσινο χρώμα, η ράχη του δράκοντα με τις δειλινές αποχρώσεις, τα κάτωχρα μάτια του και οι κόκκινες σημάνσεις στο ρύγχος είχαν εντυπωσιάσει τον τυφλό ομιλητή. Τη σχεδιαστική αυτή πρωτοτυπία την είχε επισημάνει στον ίδιο ένας νεαρός ανθρωπολόγος με ζωηρή εμμονή στα φλαμανδικά τοπία και τις βαθιές λεπτομέρειες των χρωστήρων. Ο ναυτικός των καλών ανέμων δεν γνώριζε πως ο δράκοντας του στήθους του μοιάζει στα αλήθεια με λιοντάρι και άγγελο μαζί και ακόμα πως σπάνια σέρνεται στη γη ή πετά στον ουρανό. Ετούτο το πλάσμα κατοικεί μες στα ανάκτορα, στις μεγάλες αίθουσες του πρεσβυτέριου, αλυσοδεμένος ανάμεσα στους κορινθιακούς κίονες. Όλο λέπια ο κινέζικος δράκοντας, νύχια και κέρατα, με ένα ολόλαμπρο μαργαριτάρι μες στο στόμα που είναι η κοιτίδα της δύναμής του.
Ο τυφλός ομιλητής μιλά αργά, καθώς οι πολύ γέροι άνθρωποι που σκοτώνονται κάτω από τον ήλιο. Ή εκείνοι που μυρίζουν το βρεγμένο χώμα, εκατοντάδες μίλια μακριά. Ο τυφλός ομιλητής είναι θύελλα, στο αίθριο του Μιραντόρ ακούγονται που χτυπούν οι άνεμοι πάνω στις πέτρες και τα αετώματα. Οι υπάλληλοι της υποδοχής κλείνουν τις βαριές θύρες και χαμηλώνουν τους φωτισμούς. Ακροβολίζονται στα τέσσερα σημεία της σάλας, έτσι που καθώς στέκουν ακίνητοι μοιάζουν με τους αμίλητους φρουρούς των σταυροφορικών κρυπτών. Το Μιραντόρ φλέγεται σαν ένα τεράστιο πλοίο στα νεκροταφεία των ναυπηγείων. Οι πυρσοί στους τοίχους προσδίδουν μια ατμόσφαιρα μυστικιστική στο χώρο, ενώ ο τυφλός ομιλητής απομακρύνεται τρεμάμενος, βαθαίνοντας ολοένα μες στην προοπτική. Στα έλη της Λέρνης ζούσε το πιο φοβερό από όλα τα τέρατα. Έφερε πλήθος δαιμονικών κεφαλών που χόρευαν μυώδη πάνω στο βραχώδες σώμα. Ήταν μάταιο να δοκιμάσει κεφάλι, μοχθηρότερο και νεανικό άνθιζε πάνω στους αιμάτινους ιστούς. Σε όλες τις αποστάσεις η γη έμοιαζε καμένη, δίχως καρπούς ή σπορές. Η ανάσα της Λερναίας Ύδρας δηλητηρίασε τα νερά και τα χώματα.Οσμή θειαφιού γύρω από το κουφάρι της τις μεγάλες νύχτες. Η Λερναία ύδρα προοριζόταν για την αιωνιότητα, η θέση της θα ήταν πάντα τρομερή ανάμεσα στους ανθρώπους. Όμως ο νεαρός Ηρακλής και ο Ιόλαος έκοψαν τα κεφάλια και καυτηρίασαν τις πληγές, θάβοντας το τρομερό τέρας κάτω από το βάρος του βράχου. Εκείνο το πρόσωπο ακόμη μισεί και ονειρεύεται. Στερεύει τα νερά και αγριεύει τους αγρούς και τα ζωντανά.
Έπειτα ο τυφλός ομιλητής μίλησε για την ανθρώπινη κραυγή του Μανδραγόρα που τρελαίνει το νου της Ιουλιέτας, πως ανθίζει κάτω από τις αγχόνες. Είπε για τις μαύρες μάγισσες που γεννώνται από τα σπέρματα των κρεμασμένων και έχουν το σώμα και τη μοίρα του Μανδραγόρα. Αναφέρθηκε και σε άλλα παρόμοια όντα ο τυφλός ομιλητής. Σχολίασε το μύθο γύρω από το Κράκεν, ανέσυρε τις περιγραφές του Πλινίου για το τέρας Μαντιχώρα που έχει φωνή σάλπιγγας και ποιμενικής φλογέρας και ορέγεται τη σάρκα του ανθρώπου. Μίλησε για τις ατέλειωτες σειρές των επτά παρθένων στα χέρια του Μινώταυρου, τον κινέζικο Μονόκερο, τους σιβυλλικούς Πέριτονς που έμελε να συντρίψουν τη Ρώμη, τη ράχη του Ζαρατάν που είναι στο μέγεθος ενός νησιού και υπομονετικά προσμένει τα κουρασμένα σώματα των ναυτικών. Επικαλέστηκε τους οραματισμούς του Σουηδού Σβέντενμποργκ γύρω από τους δαίμονες. Είπε πως ζουν έκτπωτοι σε τρώγλες και άθλια πορνεία, δεν έχουν πρόσωπα και ζουν μες στην ένοπλη βία και το μίσος. Μοιάζουν αρκετά με τους ταλμουδικούς δαίμονες της σεληνιακής παλίρροιας και των καυτών καλοκαιριών που σκοτώνουν πάντα τα ανυποψίαστα παιδιά. Έπειτα οι γρύπες , μισοί αετοί και μισοί λιοντάρια που κατοικούν στη Βακτρία και μπορούν να αρπάξουν με τα νύχια τους ένα ζευγάρι βόδια ή τον αναβάτη με τον ίππο του. Τρυφερότερα και ανθρωπόμορφα περιέγραψε του Γνώμους , που είναι γέρικα παιδιά με καφετιά νυχτικά και κουκούλες καλογέρων. Αυτοί γνωρίζουν, λένε, ολόκληρη τη λαϊκή σοφία, τις απαιτήσεις μιας καλής σοδειάς, τα έθιμα του γάμου και του θανάτου. Ακόμη, σύμφωνα με τον Παράκελσο, οι Γνώμοι γνωρίζουν τα μυστικά μονοπάτια και φυλάνε κρυμμένους θησαυρούς ή πολύτιμα μέταλλα. Ο τυφλός ομιλητής παρέμεινε σιωπηλός στην έδρα του. Άγγιξε το πρόσωπό του με δισταγμό, αναλογιζόμενος την όψη του και την ακραία δυνατότητα των μύθων. Το έργο του παρέμεινε ακλόνητο και πρωτότυπο. Συστάθηκε σε εγχειρίδια και ονομάστηκε «Βιβλίο των φανταστικών όντων»
Ο Γιώργος Αριστηνός στην εξαιρετική προσέγγιση του έργου του Γ. Χειμωνά, τονίζει την αισθητική της τερατογονίας. Μια ιδεολογική, κυρίως αισθητική που εμπεριέχει διαυγή τα στοιχεία της επιθετικότητας, της έκπληξης και της παραμόρφωσης. Η τοποθέτηση του Αριστηνού θα μπορούσε να αποτελέσει ένα επιχείρημα, προκειμένου να εκτιμηθεί το περιεχόμενο και η στόχευση του έργου του Μπόρχες. «Το βιβλίο των Φανταστικών Όντων», πέρα από την ακαδημαϊκή του αξία ως εργογραφική πηγή, αποτυπώνει ξεκάθαρα ένα καίριο χαρακτηριστικό του μύθου. Οι τερατόμορφες, οι σχεδόν φανταστικές όψεις των όντων προσωποποιούν το φόβο απέναντι στο μεταφυσικό, την έννοια της τιμωρίας, της γνώσης, της δύναμης και του μίσους. Στις γλαφυρά, περιγραφόμενες μορφές του Μπόρχες διαφαίνεται η δάνεια χρήση ετούτων των μορφωμάτων, επιβεβαιώνοντας με τον καλύτερο τρόπο τις κοινές δεξαμενές άντλησης του μυθολογικού περιεχομένου, για κάθε ιστορική εποχή. Η ραγδαία επιθετικότητα των ελληνικών μύθων, η αντίστοιχη της μεσαιωνικής βιβλιογραφίας, η ισχύς του συμβολισμού και η ροπή προς το μεταφυσικό καθιέρωσαν τις μορφές που περιγράψει ο Αργεντίνος. Σε κάθε μία από αυτές, η λαϊκή και άλλοτε η καλλιτεχνική βούληση απέδωσαν ψυχολογικά χαρακτηριστικά, διατηρώντας ακόμη και στις πιο ακραίες εκφάνσεις τους, ένα βασικό δεσμό με τα ανθρώπινα, ψυχικά μαρτύρια. Το θαύμα,η έκπληξη και η ταραχή των υπερρεαλιστών, βρίσκουν εδώ μια απόλυτη εφαρμογή, οδηγώντας τη λογοτεχνία σε μια περιγραφική λειτουργία που στέκει κοντύτερα στη σύζευξη με τέχνες, όπως εκείνη του χρωστήρα.
Ο ίδιος ο Μπόρχες μας πληροφορεί στον πρόλογο του 1957 για τη διάθεσή του να ευθυγραμμιστεί με τη φανταστική οντολογία, αναθέτοντας σε εκείνη τις γεωμετρίες και τους υπερόγκους της πραγματικότητας, τον ίδιο τον θεό. Ο συγγραφέας επισημαίνει την άπειρη δυναμική της ανθρώπινης μυθολογίας, εξειδικεύοντας την στη γενετική, κατά κάποιον τρόπο δημιουργικότητα των εκφραστών της. Παρακινημένος ίσως από τον Φλωμπέρ και τους «Πειρασμούς του Αγίου Αντωνίου», ο Μπόρχες προβαίνει στην υπεράσπιση των καίριων θέσεών του. Αναγνωρίζει την πραγματικότητα, ως το διαμορφωμένο από κατώτερους θεούς σώμα. Και διαβλέπει σε τούτη την παρατήρησή του τις αιτίες για την κατάπτωσή της. Μια εξίσωση, ίσως θεού και χριστιανικού ομοιώματος, μια λυτρωτική παραδοχή ακόμα. Ο Μπόρχες, με το απύθμενο βάθος της τυφλότητάς του, αποδίδεται πλήρης στη φαντασμαγορία, μελετώντας τον κόσμο και τα όντα της. Το κοινό στοιχείο του εξανθρωπισμού των φανταστικών αυτών όντων, άλλο σκοπό δεν έχει παρά αψηφώντας την πραγματικότητα να προβεί στην παραδοχή για την αδιαπραγμάτευτη, ανθρώπινη καταγωγή του κόσμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου