ή, Στοχασμός, Φιλοσοφία
Από τον Χάνα Άρεντ και την Σιμόν Βέιλ
στον Ερνέστο Τσε Γκεβάρα και τον Αντρέ Γκορζ, από τους Αντόνιο Γκράμσι,
Ρόζα Λούξεμπουργκ και Λέον Τρότσκι ως τον Τζορτζ Όργουελ και τον Νίκο
Πουλαντζά, από τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και τον Μάλκολμ Εξ στον Ζαν Πολ
Σαρτρ και τον Μορίς Μερλό Ποντί, από τους Ζακ Ντεριντά και Ζαν –
Φρανσουά Λιοτάρ στους Μισέλ Φουκό και Νόαμ Τσόμσκι, από τους Ερνστ
Μπλοχ, Γκιόργκι Λούκατς και Ερρίκο Μαλατέστα στους Μιχαήλο Μάρκοβιτς,
Φραντς Φανόν, Μάρτιν Χάιντεγκερ, Γιούργκεν Χάμπερμας, Μαξ Χορκχάιμερ και
σε πλήθος άλλους στοχαστές λιγότερο γνωστούς σ’ εμάς, από κάθε σημείο
του κόσμου, τα εκατόν εβδομήντα πέντε λήμματα της παρούσας έκδοσης
καλύπτουν ένα μεγάλο μέρος της σκέψης που αναπτύχθηκε στον προηγούμενο
αιώνα, αποτέλεσε οδηγό στη δράση και στο όνειρο, περιέγραψε κόσμους
εφικτούς ή ανέφικτους, καθόρισε πολιτικές και διαδραμάτισε σημαίνοντα
ρόλο στις πνευματικές, κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις.
Ανοίγοντας
βουλιμικά τον τόμο, μετά τον Λουί Αλτουσέρ και τον Μαξ Άντλερ, σταματώ
στον Τέοντορ Αντόρνο που, σε μία από τις πρώτες προσπάθειες δημιουργίας
μαρξιστικής κριτικής της μαζικής κουλτούρας, διέκρινε, μαζί με τους
συνεργάτες του στο Ινστιτούτο για την Κοινωνική Έρευνα της Φρανκφούρτης
πως πρόκειται για ένα σημαντικό εργαλείο ιδεολογικής χειραγώγησης και
κοινωνικού ελέγχου στις καπιταλιστικές δημοκρατίες αλλά και σε φασιστικά
και κομμουνιστικά καθεστώτα. Ο Αντόρνο πρώτος ανέπτυξε την κριτική αυτή
σε μελέτη για τη λαϊκή μουσική, τονίζοντας ότι θα έπρεπε να αναλύεται
ως εμπόρευμα που παράγεται κυρίως για την ανταλλακτική του αξία, ενώ
λίγα χρόνια μετά πάλι από τους πρώτους ανέπτυξε μια κριτική ανάλυση της
τηλεόρασης (1932 και 1954 αντίστοιχα). Ολοένα και περισσότερο κριτικός
απέναντι στα κυρίαρχα πολιτικά ρεύματα και σκεπτικιστής απέναντι στον
μαρξισμό ο Αντόρνο υπερασπίστηκε την ατομική εξέγερση και αντίσταση, ενώ
πριν το τέλος του πληγώθηκε βαθιά από την οξεία κριτική των φοιτητικών
κινημάτων και των ακτιβιστών στα τέλη της δεκαετίας του ’60.
Η
μαρξιστική θεωρία υπήρξε η βάση και για τον «πατέρα της Νέας Αριστεράς»
και θεωρητικό της επαναστατικής αλλαγής Χέρμπερτ Μαρκούζε, που
περιέγραψε, μεταξύ άλλων, το πλαίσιο ενός πολιτισμού που θα περιελάμβανε
μη αλλοτριωτική και λιμπιντική εργασία, παιχνίδι και ελεύθερη
σεξουαλικότητα· ένα όραμά του που προδιέγραψε πολλές από τις αξίες της
αντι-κουλτούρας της δεκαετίας του 1960. Ο Μαρκούζε υποστήριζε ότι η
ανεπτυγμένη βιομηχανική κοινωνία δημιουργούσε επίπλαστες ανάγκες που
ενσωματώνουν τα άτομα σ’ ένα παραγωγικό και καταναλωτικό σύστημα, που
αναπαράγεται από τα μαζικά μέσα επικοινωνίας, την κουλτούρα, τη
διαφήμιση και τους σύγχρονου τρόπους σκέψης και προσπαθεί να εξαλείψει
την αρνητική διάθεση και την κριτική. Το αποτέλεσμα είναι ένα
μονοδιάστατο σύμπαν σκέψης και συμπεριφοράς όπου η ικανότητα κριτικής
σκέψης και αντίστασης φθίνουν αδιάκοπα. Έτσι έσπασε το ταμπού στο κύκλο
του σε ό,τι αφορά την άσκηση κριτικής στην ΕΣΣΔ καθώς αμφισβήτησε δύο
από τα θεμελιώδη αξιώματα του ορθόδοξου μαρξισμού: την επαναστατικότητα
του προλεταριάτου και τον αναπόφευκτο χαρακτήρα της καπιταλιστικής
κρίσης.
Ακόμα
περισσότερο κυνικός απέναντι στην πολιτική του Κομμουνιστικού Κόμματος,
ο Αλμπέρ Καμύ ταυτίστηκε με την έννοια του παραλόγου, ως έννοιας που
εκφράζει την κατάσταση των ανθρώπων, οι οποίοι επιθυμούν τη ζωή τους να
έχει έναν υπερβατικό σκοπό αλλά ευρίσκονται σ’ ένα σύμπαν αδιάφορο για
το μέλημά τους. Για τον Καμύ η μεταφυσική αυτή μοναξιά δεν αποτελούσε
κατάληξη αλλά σημείο αφετηρίας και η πρόκληση ήταν να δει κανείς αν οι
άνθρωποι μπορούν να ζήσουν και να δημιουργήσουν χωρίς την βοήθεια
αιώνιων αξιών και έτσι ανέπτυξε ένα ηθικό και πολιτικό πλαίσιο
συμπεριφοράς σ’ έναν κόσμο χωρίς «ηθικά απόλυτα». Η κριτική του
αυτοκαταστροφικού μεσσιανισμού που διατρέχει τη σύγχρονη επαναστατική
θεωρία αποτέλεσε μια από τις κυριότερες θεωρητικές συνεισφορές του στη
δυτική πολιτική σκέψη· αλλά και εδώ οι απόψεις του οδήγησαν στην
απομόνωση από το κύκλο του διανοούμενων του Παρισιού και τον έριξαν σε
προσωπική και πολιτική ερημιά.
Διακεκριμένος
μεταπολεμικός πολιτικός στοχαστής της Ιταλίας και εκφραστής της ηθικής
της συνείδησης ο Νορμπέρτο Μπόμπιο υποστήριζε πως η δημοκρατία είναι «η
καλύτερη μέθοδος που ανακαλύφθηκε ποτέ, για το έλεγχο της ατέλειωτης
αλαζονείας και ηλιθιότητας εκείνων που κυβερνούν», καθώς παρέχει τη
δυνατότητα στους κυβερνώμενους να ελέγχουν, να εναλλάσσουν και να
απολύουν τους κυβερνώντες. Η δημοκρατία καθιστά την άσκηση εξουσίας
ορατή, ενάντια στην τάση όλων εκείνων που κατέχουν εξουσία να είναι
αόρατοι, όπως ο Θεός. Ο Μπόμπιο θεωρούσε ανεδαφικό το ρουσοϊκό όνειρο
για μικρές αυτοδιοικούμενες δημοκρατίες και τεχνικώς αδύνατη την άμεση
συμμετοχική δημοκρατία, προτείνοντας μια μεταφιλελεύθερη δημοκρατία που
θα παρέχει τη δυνατότητα στους πολίτες να ψηφίζουν για πολλά περισσότερα
θέματα απ’ ότι τώρα.
Από
τις πιο χαρισματικές και αμφιλεγόμενες προσωπικότητες του διεθνούς
αναρχικού κινήματος, η Έμμα Γκόλντμαν υπήρξε εξαιρετικά επικριτική
απέναντι στην παραδοσιακή ηθικότητα, κατήγγειλε τον γάμο, την μονογαμία
και τα δυο μέτρα και τα δυο σταθμά στην ανδρική και γυναικεία
σεξουαλικότητα, αποδοκίμασε την πατριαρχική οικογένεια ως πηγή της
γυναικείας εξάρτησης και ανισότητας και υποστήριξε τις ελεύθερες σχέσεις
ανάμεσα στα δυο φύλα και τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων. Η φλογερή της
κριτική στον κομμουνισμό και η παράλληλη αδιαφορία γα τον καπιταλισμό
την αποξένωσαν από δυνητικές συμμαχίες· σε κάθε περίπτωση προανήγγειλε
τα αιτήματα του φεμινισμού και υπήρξε η περιεκτικότερη αναρχική κριτική
της γενιάς της.
Λιγότερο γνωστή αλλά εξίσου μαχητική στα ίδια πεδία η Κέιτ Μίλλετ, η Σεξουαλική πολιτική [Sexual Politics]
της oποίας αποτελεί βασικό κείμενο του σύγχρονου φεμινισμού, όρισε τη
σχέση μεταξύ των δυο φύλων ως στηριζόμενη στην ισχύ και συντηρούμενη από
μια ιδεολογία, είναι δηλαδή μια σχέση πολιτική. Στις «ελεύθερες»
σύγχρονες κοινωνίες οι γυναίκες υποτάσσονται λόγω κοινωνικού εθισμού
καθώς εκπαιδεύονται από τη νηπιακή ηλικία και αργότερα με τους θεσμούς
στην υποτέλεια, μπροστά και στο φόβο να θεωρηθούν «αφύσικες». Η μελέτη
της για τους D.H. Lawrence, Henry
Miller, Norman Mailer και Jean Genet αποκάλυψε ότι η ισχύς και όχι ο
ερωτισμός ή το ερωτικό πάθος ήταν το πραγματικό τους θέμα, ενώ η έντονη
επιθυμία της κυριαρχίας ήταν το διακύβευμα κάθε ερωτικής εμπλοκής που
υπήρχε στα γραπτά τους.
Τα λήμματα είναι στο κατάλληλο μέγεθος
(από μισή μέχρι πέντε σελίδες) και υπογράφονται από δεκάδες ερευνητές,
ειδικούς, μελετητές, πανεπιστημιακούς κλπ. Στο τέλος κάθε λήμματος
παρατίθεται βιβλιογραφία του εκάστοτε στοχαστή σε τρία μέρη: πρώτα τα
βασικά του έργα, μετά οι εκδόσεις στην ελληνική γλώσσα και, τέλος, άλλα
σχετικά έργα, ολοκληρώνοντας την ιδιότητα του τόμου ως μιας πλήρους
εισαγωγής στον βαθύτερο έργο τους.
Εκδ. Σαββάλας, 2011, μτφ. Λεωνίδας
Βατικιώτης – Διονύσης Γράβαρης, σελ. 538, με ευρετήριο [The Routledge
Dictionary of Twentieth – Century Political Thinkers, 1998].
Στις εικόνες: Theodor W. Adorno, Herbert Marcuse, Albert Camus, Norberto Bobbio, Emma Goldman, Kate Millet.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου