Έντυπη Έκδοση Ελευθεροτυπία, Παρασκευή 12 Αυγούστου 2011
Οι μητροπόλεις του μίσους
Στην ιστορία υπάρχουν πάντα οι
«ανεπιθύμητοι». Είναι όσοι δεν μπορούν να συμπεριληφθούν σε κάποια από
τις αποδεκτές κατηγορίες του εκάστοτε κρατούντος συστήματος ταξινόμησης
των ανθρώπων και των μορφών ζωής τους.
Το ανεπιθύμητο της ύπαρξής τους δεν είναι άλλο από μία ηθική
επισφράγιση του ότι δεν είναι κατατάξιμοι στη συνθήκη της οιασδήποτε
συλλογικότητας, του όποιου «εμείς».
Εκείνο, όμως, που διαφέρει στον ιστορικό καμβά των λογιών λογιών
ανεπιθύμητων, είναι ποιος τους ορίζει, πώς τους ορίζει, για ποιους
(άρα, έναντι ποιων) τους ορίζει, ποια μοίρα τους επιφυλάσσεται, ποιο
είναι το όριο ανάμεσα στο μη ταξινομήσιμο, αλλά δυνάμει «αναμορφώσιμο»
και στο περιττό που μέλλει να πάρει το δρόμο του απόβλητου. Είναι άλλο
να «είσαι μάγισσα», άλλο να είσαι Γαλιλαίος, άλλο να είσαι φιγούρα των
«επικίνδυνων τάξεων», άλλο να είσαι πρόσφυγας που ζητεί άσυλο ή
«παράνομος» οικονομικός μετανάστης που φαντασιώνεται μια ζωή αλλιώς. Η
ιστορία προχωρά πάντα στο δρόμο του αποκλεισμού όποιων οι ισχυροί της
τούς εξορίζουν στα καταραμένα της μεράδια. Εκείνο που διαφέρει είναι το
καθεστώς καθήλωσής τους σ' αυτή την εξορία. Ο φερέοικος παρίας ξένος που
κοιμάται στο παγκάκι διαφέρει απ' αυτόν που πνίγεται στη θάλασσα
απελπισμένος για έναν άλλο κόσμο, απ' αυτόν που κοιμάται σ' ένα υπόγειο
μαζί με άλλους 30, απ' αυτόν που δουλεύει μέρα-νύχτα και πυκνώνει τις
επισκέψεις του στους γιατρούς των δημόσιων νοσοκομείων...
Οκόσμος σήμερα είναι ένα αυθεντικό και μαζί θλιβερό εργαστήριο
παραγωγής περιττών υπάρξεων που τους κατατάσσει συλλήβδην στην κατηγορία
των αφόρητων «άλλων». Τους παράγει, αλλά δεν τους αντέχει. Κάποτε στη
γηραιά Αλβιώνα όσοι ξεριζώνονταν απ' τη γη τους ήσαν χρήσιμοι για τη
λυμφατική εργατική τους δύναμη στα εργοστάσια που φύτρωναν σαν μανιτάρια
χρόνο το χρόνο. Δεν «περίσσευαν», αφομοιώνονταν στην αθλιότητα που τους
έλαχε. Ησαν «συμπεριλήψιμοι», κατατάξιμοι στη σκληρή ιεραρχική
ταξινομία της πρώτης βιομηχανικής επανάστασης του κεφαλαίου. Για πολλές
δεκαετίες μετά κανείς δεν περίσσευε, στη μοίρα των πολλών συναιρούνταν η
ανταλλακτική τους αξία με την αξία χρήσης τους (πώς αλλιώς, άραγε,
μπορεί να εξηγηθεί ότι ο Μαρξ είχε τη διανοητική ανάγκη να κάνει τη
διάκριση ανάμεσα σ' αυτά τα δύο, πώς αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί πως
μίλησε για φετιχισμό του εμπορεύματος και για κρυμμένες πτυχές του
κεφαλαίου που πρέπει ν' αποκαλυφθούν απ' τους υποτελείς;). Και στο
«κραχ» του '29, το μέλημα των σοφών εξακολουθούσε να είναι η συμπερίληψη
των αδυνάτων στην κοινότητα, η συνέχιση της αίσθησης του ανήκειν αντί
της επισφαλούς επιδίωξης του έχειν. Και μετά τον πόλεμο, η «ευγενής»
ευρωπαϊκή Δύση συνέχισε να σκέφτεται με το ιδεόγραμμα της «ευημερίας για
το μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ανθρώπων».
Μόνον που προϋπόθεση αυτού του ιδεογράμματος ήταν ότι κάποιοι
άλλοι, αλλού, όσο το δυνατόν πιο μακριά, θα ήσαν τα υποζύγια, η αποθήκη
σώρευσης των πάσης φύσεως απορριμμάτων της ευμάρειας στις ευρωπαϊκές
μητροπόλεις: από τοξικά απόβλητα της «τεχνολογίας της ανάπτυξης», μέχρι
ετεροβαρή ισοζύγια συναλλαγών και φτηνή εργασία από τους νομάδες των
πρώην αποικιών που συνωστίζονταν για μια θέση μεροκάματου κάτω απ' τη
ζωή στις κοινωνίες των αποικιοκρατών τους. Και τότε, όμως, υπήρχε
«διαθέσιμος χώρος». Η ανθρωπολογία της αθλιότητας μετατοπιζόταν, αλλά
δειλά, στο «κέντρο». Δεν ήσαν παραπανίσιοι οι νεοεισερχόμενοι, η δουλειά
έτρεφε την ταυτότητά τους με ισχνή, έστω, περίσσεια. Στο σπιτικό τους
είχαν πάντα ένα τσάι να σου προσφέρουν.
Αυτή η κατάσταση πραγμάτων αποσυντέθηκε από την κυνική
απορρύθμιση τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Γενικευμένη απορρύθμιση,
φάντασμά της μόνον είναι η «οικονομία». Πίσω και πριν απ' αυτό, η
«αρνητική παγκοσμιοποίηση» του Bauman είναι αποχαλίνωση των κτητικών
ενστίκτων, επιστροφή στο λυκάνθρωπο του Χομπς. Ο επανακαθορισμός του
ανθρώπου ως βρώσιμου και, ταυτόχρονα, περιττού είδους. Για όποιους είναι
ανεπιθύμητοι, «δεν χωράνε» σε συντετριμμένα έστω σύνορα, η υπο-εξουσία
της μητρόπολης αναλαμβάνει τη δουλειά. Οπως το Λονδίνο σήμερα, το Παρίσι
χθες, το Λος Αντζελες προχθές, όπου αλλού αύριο. Η παγκοσμιοποιημένη
μητρόπολη δραπετεύει απ' το θάνατο των ανυπόφορων αντιφάσεών της,
σπέρνοντας μίσος για τους περιττούς της. Και ορφανή, ένας μη-τόπος, δεν
θα κάνει πια διάκριση ανάμεσα σε «δικούς» και «ξένους». Είναι εξίσου
ανεπιθύμητοι.
Οι ρακοσυλλέκτες δεν έχουν πατρίδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου