Π.Γ.Μαντζούφα
επικ.καθηγητης Νομικής στο Α.Π.Θ
I. Εισαγωγή
Ξεκινάμε
από μια βασική διαπίστωση, η οποία
αναδεικνύει ταυτόχρονα μια εγγενή αντίφαση της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ενοποίησης: Με την συνθήκη του Μάαστριχτ θεσπίζεται για πρώτη φορά η
ευρωπαϊκή ιθαγένεια[2] και η ρύθμιση αυτή διατηρείται σε όλες τις μεταγενέστερες
συνθήκες, ενώ
αποτυπώνεται και στο σχέδιο της Συνθήκης για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα[3]. Ο τρόπος με τον οποίο ορίζεται η ιδιότητα του Ευρωπαίου
πολίτη στο άρθρο 17 της ΣυνθΕΕ, ως μια δευτερογενής ιθαγένεια[4] εξαρτημένη απ’ αυτές των κρατών μελών, αποδεικνύει ότι δεν αντικαθίστανται τα παραδοσιακά κριτήρια, με τα οποία το κάθε κράτος-μέλος
προσδιορίζει την εθνική του ιθαγένεια, αλλά
τα κριτήρια αυτά αναπαράγονται και ενισχύονται σε ένα επίπεδο ευρύτερο του
εθνικού.
Η επιλογή
αυτή συνδέεται πρωτίστως με δύο βασικά ζητήματα: η
πρώτη δέσμη προβλημάτων αφορά στην αργόσυρτη και συχνά επώδυνη -δηλαδή αιματηρή και βίαια- διαδικασία
δημιουργίας των εθνών κρατών που παρήγαγαν εθνικούς πολιτισμούς και
σφυρηλάτησαν εθνικές συνειδήσεις και φρόνημα[5]. Η επιτυχημένη αυτή -σε
γενικές γραμμές- ιστορική
πορεία, που χαρακτηριζόταν κυρίως από το
στοιχείο της πολιτιστικής ισχύος το οποίο ηγεμόνευε στις φυλετικές, γλωσσικές και εν γένει πολιτιστικές διαφορές, επιδιώκοντας να
τις εξαλείψει δια της αφομοίωσης, έχει
φτάσει στα όρια της. Το
φαινόμενο αυτό σήμερα γίνεται αντιληπτό ως κρίση της εθνικής ταυτότητας και
αποτελεί την υποκειμενική διάσταση της αδυναμίας του εθνικού κράτους να
επιβάλλει την κυριαρχία του, όχι τόσο
ως κατασταλτικός μηχανισμός επιβολής στο
εσωτερικό, αλλά
πρωτίστως ως παραγωγός νομιμοποίησης και ως ιδεολογικός μηχανισμός που
συγκροτεί την εθνική ταυτότητα[6].
Με άλλα
λόγια, αν σήμερα η εθνική ταυτότητα αδυνατεί να λειτουργήσει ενοποιητικά και τα
έθνη δυσκολεύονται να παράγουν σημασίες και συμβολικές αναπαραστάσεις με τις οποίες οι πολίτες να μπορούν να
ταυτιστούν, όπως στο παρελθόν, τότε αυτές
οι αδυναμίες αναπόφευκτα μεταφέρονται και στο πεδίο της ευρωπαϊκής ενοποίησης
και στον τρόπο με τον οποίο μπορεί να διαμορφωθεί αυτό που ονομάζουμε ευρωπαϊκή
ταυτότητα.
Αυτός ο
αρχικός προβληματισμός ο οποίος συνδέεται με τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς
που συνεπάγεται η κρίση της νεωτερικότητας
και ο κατακερματισμού του ανθρώπου, ως ενιαίου υποκειμένου[7], μας οδηγεί στην δεύτερη δέσμη
προβλημάτων.
Αν
συμφωνήσουμε ότι η ιδιότητα του ευρωπαίου πολίτη δεν εξαντλείται και πάντως δεν
μπορεί να περιορίζεται, στον νομικό δεσμό -και
στα αντίστοιχα δικαιώματα- που συνδέει
το πρόσωπο με ένα ιδιαίτερο υπερεθνικό
πολιτικό μόρφωμα, όπως είναι η Ευρωπαϊκή
Ένωση (εφεξής ΕΕ), αλλά συνεπάγεται και ένα είδος συμμετοχής σε μια συμβολική
κοινότητα που την συγκροτούν κοινές αξιακές παραδοχές, δηλαδή μια ξεχωριστή ταυτότητα, τότε
θα πρέπει να αναζητήσουμε τη βάση πάνω στην οποία θα οικοδομηθεί αυτή η νέα
ταυτότητα[8]. Είναι προφανές ότι τα ζητήματα που τίθενται εδώ είναι
υπαρξιακά, αν τα αντιμετωπίσουμε ως αναγκαία στάδια της πολιτικής εμβάθυνσης
της ΕΕ, ενώ
παραμένουν θεωρητικές προσομοιώσεις προς το πρότυπο του έθνους κράτους, αν εγκαταλείψουμε την προοπτική αυτή. Δηλαδή το ερώτημα της ταυτότητας τίθεται στο κοινωνικό και
πολιτικό πεδίο, μόνο όταν
επιδιώκουμε δια της ταυτότητας να διαμορφώσουμε έναν ιδιαίτερο τύπο πολιτικής
συνείδησης που ζητά απ’ το υποκείμενο πίστη σε μια πολιτική κοινότητα που του
διασφαλίζει ισότιμη συμμετοχή και κοινωνική αλληλεγγύη[9].
Συνεπώς
εφόσον η ευρωπαϊκή ταυτότητα -με βάση την
πρώτη δέσμη προβλημάτων- δεν μπορεί -για λόγους που αφορούν την κρίση της εθνικής ταυτότητας και
που θα εξηγηθούν παρακάτω- να
αξιοποιήσει πλήρως την ιστορική εμπειρία και τα συμβολικά χαρακτηριστικά της
εθνογένεσης, είναι
αναγκασμένη να αναζητήσει ότι είναι ζωντανό και αξιοποιήσιμο απ’ τα παλιά υλικά
του έθνους-κράτους[10]. Αυτά τα στοιχεία είναι δύο κυρίως: η πολιτική
συμμετοχή[11] ως έκφραση του δημοκρατικού πάθους[12]και
η κοινωνική αλληλεγγύη ως συνειδητοποίηση της κοινής μοίρας απέναντι στους
κοινούς κινδύνους[13](κοινωνική ανισότητα, αποκλεισμός, περιβαντολογικές απειλές, τρομοκρατία). Τις παραπάνω σχηματικές και αξιωματικά διατυπωμένες
διαπιστώσεις, θα
προσπαθήσω να τεκμηριώσω στην συνέχεια, όχι
μέσω μιας αναλυτικής επιχειρηματολογίας, αλλά με την προσφυγή σε ορισμένες
βασικές θέσεις.
Κατά πρώτον
θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε τι συνεισέφερε η εθνική ταυτότητα στο έθνος
κράτος, και για ποιους λόγους αυτή η ταυτότητα βρίσκεται σήμερα σε κρίση. Δεύτερον θα αναζητήσουμε στην ιστορική πορεία του έθνους
κράτους, εκείνα τα στοιχεία τα οποία μπορούν να αποτελέσουν την βάση για μια μεταεθνική συγκρότηση της
ευρωπαϊκής ταυτότητας. Και τρίτον θα καταλήξουμε σε ένα στοιχειώδη σχολιασμό των
δικαιωμάτων που συνοδεύουν την ευρωπαϊκή ιθαγένεια, υπό το φως των προηγούμενων θεωρητικών θέσεων.
II. Οι ταυτότητες σε κρίση: ο
κλονισμός της εθνικής ταυτότητας σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον που
διαπερνάται από τοπικές εντάσεις.
1.
Αν ως ταυτότητα εννοούμε τον τρόπο
με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε το εαυτό μας σε σχέση με το περιβάλλον, αλλά και την επιδίωξη να
θεμελιώσουμε αυτό τον τρόπο, όσο το δυνατόν σταθερότερα στον κοινωνικό μας περίγυρο, τότε η προσπάθεια αυτή
συναντά μεγάλες δυσκολίες[14]. Δεν ήταν πάντα έτσι. Με την δημιουργία των
κρατών[15], όλες οι παραδοσιακές
μορφές ταυτίσεων των προνεωτερικών
κοινωνιών -όπως
η φυλή, η
θρησκεία, ο
γενέθλιος τόπος- σταδιακά εντάχθηκαν στην πολιτική σκέπη του έθνους-κράτους[16]. Στο πλαίσιο του κράτους, ο εθνικός πολιτισμός
μέσα στον οποίο γεννιόμαστε και τον οποίο αντιλαμβανόμαστε ως εγγενές στοιχείο
της ανθρώπινης ιδιότητας, αποτελεί την κυριότερη πηγή της πολιτιστικής μας ταυτότητας. Ανήκουμε σε ένα έθνος , όπως έχουμε μια μύτη και
δύο πόδια και χωρίς αυτή την έννοια της εθνικής ταύτισης, το νεωτερικό υποκείμενο
θα βίωνε μια βαθιά αίσθηση υποκειμενικής απώλειας[17].
2.
Το έθνος δεν είναι απλώς μια
πολιτική οντότητα, αλλά κάτι που παράγει σημασίες, δηλαδή ένα σύστημα πολιτιστικής αναπαράστασης το
οποίο κατασκευάζεται με τρόπο συστηματικό κυρίως μέσω του, ενιαίου για κάθε κράτος, εκπαιδευτικού συστήματος[18]. Ο εθνικός πολιτισμός, καταρχήν συγκροτεί μια
αφήγηση που αναλαμβάνει να περιγράψει την ιστορική πορεία του έθνους, δίνοντας έμφαση σε
εκείνα τα ιστορικά στοιχεία που τονίζουν την κοινή καταγωγή, γλώσσα και παράδοση,
αποκλείοντας ή αποσιωπώντας εκείνα τα
στοιχεία, που δεν ταιριάζουν στο μύθο του έθνους[19]. Εφόσον λοιπόν η παράδοση
σε μεγάλο βαθμό επινοείται, το έθνος είναι
περισσότερο μια συμβολική κοινότητα και αυτό το στοιχείο εξηγεί την δύναμή του
να δημιουργεί μια αίσθηση ταυτότητας,
πίστης και υποταγής[20]. Αυτό το κυρίαρχο
συναίσθημα του ανήκειν σε μια ευρύτερη κοινότητα ανθρώπων που μας κάνει να
αισθανόμαστε ως δικούς μας, ανθρώπους που δεν γνωρίζουμε και ενδεχομένως δεν θα γνωρίσουμε ποτέ, μόνο και μόνο επειδή
ανήκουμε στο ίδιο έθνος, αποτελεί το θεμέλιο της εθνικής συνείδησης και κατ’
επέκταση της ταυτότητας[21].
3.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η
ιστορική διαδικασία διαμόρφωσης της εθνικής ταυτότητας και των εθνικών
πολιτισμών -στις
περισσότερες των περιπτώσεων- οικοδομήθηκε μέσα από μια μακροχρόνια διαδικασία βίαιων κατακτήσεων που
συχνά είχε ως αποτέλεσμα την εξάλειψη των πολιτιστικών διαφορών όσων ζούσαν
μέσα στα εδαφικά όρια του κράτους. Στην δυτική Ευρώπη
τουλάχιστον, δεν υπάρχει έθνος-κράτος που να αποτελείται αμιγώς από ένα μόνο λαό, ένα μόνο πολιτισμό, ή μία μόνο εθνότητα. Τα σύγχρονα έθνη-κράτη είναι όλα τους
πολιτιστικά υβρίδια[22].
4.
Σήμερα ωστόσο παρατηρούνται δύο
αντίρροπες τάσεις: οι εθνικές ταυτότητες, ενώ παραμένουν ισχυρές στο νομικό επίπεδο, διότι το κράτος
παραμένει ο φυσικός χώρος νομιμοποίησης και εφαρμογής των δικαιωμάτων, ταυτόχρονα οι ίδιες
κλονίζονται, διότι δημιουργούνται παγκόσμιες ταυτίσεις -παγκόσμια καταναλωτικά
πρότυπα, υπερεθνικά
ΜΜΕ, παγκόσμιοι
περιβαλλοντικοί κίνδυνοι- που σταδιακά αρχίζουν να εκτοπίζουν ή και να υπερισχύουν των εθνικών
ταυτίσεων[23]. Από την άλλη πλευρά,
αναδεικνύονται τοπικές, περιφερειακές και κοινοτικές ταυτίσεις που επανεφευρίσκουν τις διαφορές
τους, ως μια αυτόματη ψυχολογική διαδικασία αναδίπλωσης προς το οικείο, το καθημερινό, το απτό[24]. Με άλλα λόγια,
δημιουργείται μια ισχυρή αμυντική αντίδραση των πολιτών, υπό την αίσθηση της
απειλής από άλλους πολιτισμούς. Αυτή η ένταση ανάμεσα στο παγκόσμιο και το τοπικό, στο οικουμενικό και στο
οικείο, σταδιακά υπονομεύει την εθνική ταυτότητα.
Όμως η
συγκεκριμένη επίδραση είναι αντιφατική και παραμένει ιστορικά εκκρεμής, διότι, ενώ σε ορισμένες
περιπτώσεις παρατηρείται μια αναζωπύρωση ενός εθνικισμού παλαιάς κοπής, που παρουσιάζεται με
βελούδινο (Τσεχία) ή με βίαιο τρόπο(Σοβιετική Ένωση, Γιουγκοσλαβία), σε άλλες, εμφανίζεται,
ως έξαρση του θρησκευτικού φονταμεταλισμού (Ισλάμ),
με στοιχεία έκδηλου αντιδυτικισμού, όχι στην βάση εθνικών,
αλλά θρησκευτικών ταυτίσεων. Επιπλέον στο εσωτερικό των δυτικών δημοκρατιών, παρατηρείται μια
ενίσχυση των μειονοτικών διεκδικήσεων στην βάση πολιτιστικών ιδιαιτεροτήτων(όπως για παράδειγμα το
κίνημα της πολιτικής ορθότητας στην Αμερική την δεκαετία του 1990), μέσω των οποίων
επιδιώκεται η διαμόρφωση νέων υβριδικών ταυτοτήτων[25]. Σε κάθε περίπτωση, με τα παραπάνω σύγχρονα
κοινωνικά φαινόμενα -τα οποία προφανώς δεν μπορούν να αναλυθούν εδώ- αμφισβητείται πέραν των άλλων, και ο κυρίαρχος τρόπος ταυτίσεων μέσα σε ένα κράτος, που είναι η εθνική
ταυτότητα. Απ’ την παραπάνω
παρουσίαση ανακύπτει εύλογα το ερώτημα: ποια είναι εκείνα τα στοιχεία της εθνικής
ταυτότητας -που
ήδη αμφισβητείται και κλονίζεται- τα οποία θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν από μια διαδικασία πολιτικής
ενοποίησης, όπως αυτή της ΕΕ, η οποία μοιραία συνδέεται με την διαμόρφωση μιας
νέας ταυτότητας, της ευρωπαϊκής.
III. Η ιδιότητα του πολίτη
ως στοιχείο της εθνικής ταυτότητας. Αποτελεί η
δημοκρατική συμμετοχή βάση για μια μεταεθνική-ευρωπαϊκή
ταυτότητα;
1.
Από την παραπάνω παρουσίαση
εσκεμμένα παραλείψαμε να εκθέσουμε εκείνο το στοιχείο της εθνικής ταυτότητας
που εξασφαλίζει την συμμετοχή στο ίδιο συμβολικό πεδίο πολιτιστικών αξιών και
διατηρεί την κοινωνική συνοχή. Το στοιχείο αυτό είναι το δημοκρατικό δικαίωμα της πολιτικής συμμετοχής. Η πολιτική συμμετοχή
μαζί με τα ατομικά και αργότερα τα κοινωνικά δικαιώματα, συμπυκνώνεται σε αυτό
που ονομάζουμε ιδιότητα του πολίτη.
Η ιδιότητα του πολίτη ενός έθνους-κράτους, λειτούργησε
ενοποιητικά, υποβαθμίζοντας
όλους τους άλλους δεσμούς και ρόλους που αναπτύσσουν τα άτομα στο κοινωνικό
πεδίο(συγγένεια, κοινωνική θέση, εργασία) και που συμπροσδιορίζουν
την ταυτότητά του. Με την ιδιότητα του πολίτη, όλοι οι επιμέρους προσδιορισμοί του ατόμου, υποτάσσονται στο
θεμελιώδη προσδιορισμό που είναι αυτός του μέλους ενός έθνους[26]. Η ιδιότητα του πολίτη
είναι έννοια ενεργητική, διότι ανάγει το άτομο σε υποκείμενο της πολιτικής, όπου μέσω της συμμετοχής
-στο σχήμα
της λαϊκής κυριαρχίας- γίνεται πολιτικά κυρίαρχος.
Έτσι η ιδιότητα του πολίτη, συνδέεται με την επίσης
νεωτερική έννοια της κυριαρχίας και αποτελεί ατομική έκφρασή της[27].
2.
Δεν έχουν όλα τα κράτη δημοκρατικό
πολίτευμα, αλλά όπου δημιουργήθηκαν δημοκρατίες δυτικού τύπου, έλαβαν την μορφή
εθνικών-κρατών[28]. Τα έθνη-κράτη εκπληρώνουν
σημαντικές προϋποθέσεις για την δημοκρατική οργάνωση μιας κοινωνίας, διότι μέσα στο πλαίσιο
τους, μια
εδαφική επικράτεια με κυριαρχία, μπόρεσε να εξελιχθεί σε δημοκρατικό κράτος
δικαίου και σε κοινωνικό κράτος[29]. Αυτό συνέβη διότι τα
δημοκρατικά κράτη καλλιέργησαν συστηματικά την συλλογική εθνική ταυτότητα, που
μετατρέπει τους κατοίκους μιας επικράτειας σε πιστούς πολίτες ενός κράτους, συνδέοντας έτσι την
κρατική κυριαρχία με την κοινωνία των πολιτών, μέσω της συμμετοχής. Οι δεσμοί μεταξύ των
πολιτών δεν βασίζονται στις διαπροσωπικές σχέσεις που σχηματίζονται σε τοπικό ή
κοινωνικό επίπεδο αλλά σε μια αφηρημένη μορφή αλληλεγγύης που μετατρέπει το
«λαό» σε έθνος πολιτών[30]. Σύμφωνα με αυτό το
θεωρητικό σχήμα, το έθνος ολοκληρώνει την κοινωνία, διότι την ενώνει με το
κράτος, καθώς
επιτρέπει στον πολίτη την υπαρξιακή του ταύτιση με την απρόσωπη κρατική
κυριαρχία. Συνεπώς,
η ένωση των ανθρώπων που είναι ελεύθεροι και ίσοι και έχουν κοινή εθνική
συνείδηση, ολοκληρώνεται μόνο με το δημοκρατικό τρόπο νομιμοποίησης της
κυριαρχίας[31] στο πλαίσιο της οποίας
πρέπει να εκπληρώνονται και οι κοινωνικές προϋποθέσεις της ιδιωτικής
αυτονομίας, δηλαδή τα δικαιώματα.
3.
Η παραπάνω διαδικασία που
περιγράφει, εντελώς σχηματικά, την πορεία του δημοκρατικού έθνους-κράτους τους δύο
τελευταίους αιώνες, δέχεται όπως είδαμε στις προηγούμενες αναπτύξεις, την
αυξανόμενη πίεση τόσο της παγκοσμιοποίησης -ως ανοιχτής οικονομικής διαδικασίας αλληλεξάρτησης
που προωθεί μεταεθνικές ταυτίσεις-
όσο και του φονταμεταλισμού και της «πολιτικής της
αναγνώρισης»(κοινοτισμός) που προάγουν υβριδικές θρησκευτικές και πολιτιστικές ταυτίσεις. Το ερώτημα είναι, αν
αυτές οι αντίρροπες διαδικασίες, επηρεάζουν το πολιτιστικό υπόστρωμα -που μετασχηματίστηκε σε
πολιτικό φρόνημα- αλληλεγγύης μεταξύ των πολιτών, το οποίο όπως είδαμε, έχει σχηματισθεί στο
πλαίσιο των εθνικών κρατών. Αν αυτό συμβαίνει -όπως ήδη διαπιστώσαμε- τότε αναδεικνύεται το
πρόσθετο ερώτημα, αν το δημοκρατικό κράτος έχει την ικανότητα να «κλείνει» τα
κενά της κοινωνικής ενοποίησης, μέσω της πολιτικής συμμετοχής. Το βασικό αυτό ερώτημα περισσότερο εμπλουτισμένο, μπορεί να τεθεί και ως
εξής: μπορεί
η ίδια η δημοκρατική διαδικασία να αναλάβει να παράσχει ένα είδος εγγύησης για
την συνοχή μιας λειτουργικά διαφοροποιημένης κοινωνίας, όταν η ποικιλία των
συμφερόντων, των
πολιτιστικών τρόπων ζωής ή των κοσμοθεωριών, ξεπερνά τις δυνατότητες του
φυσικού υποστρώματος της κοινής καταγωγής[32]; Με άλλα λόγια, αυτή η
αφηρημένη μορφή αλληλεγγύης που συνδέει τους πολίτες ενός έθνους- κράτους μπορεί πλέον να
αναπαραχθεί, μέσω της πολιτικής συμμετοχής, σε ένα ευρύτερο χώρο απ’ αυτό του
κράτους, όπως είναι η ΕΕ; Μπορεί να υπάρξει στο επίπεδο της ΕΕ μιας μορφής δημοκρατία που
ταυτόχρονα θα διασώζει ή αν θέλετε θα επαναδιατυπώνει το αίτημα της αφηρημένης
αλληλεγγύης όχι στη βάση της πολιτιστικής ομοιογένειας ενός έθνους, αλλά στη βάση
μιας νέας πολιτικής ενότητας, η οποία θα βασίζεται στην πολιτική συμμετοχή,
δηλαδή μιας μεταεθνικής δημοκρατίας ευρωπαϊκής εμβέλειας[33]; Είναι σε θέση οι νέες
πολιτικές κοινότητες να σχηματίσουν μια συλλογική ταυτότητα πέρα από τα όρια
του έθνους και έτσι να εκπληρώσουν τους όρους νομιμοποίησης για μια μεταεθνική
δημοκρατία[34];
Πιστεύουμε ότι,
υπό τις κατάλληλες συνθήκες, μπορούμε να απαντήσουμε καταφατικά στα παραπάνω
ερωτήματα.
IV. Οι εγγενείς αντιφάσεις
της ευρωπαϊκής ταυτότητας και οι δυνατότητες υπέρβασής τους.
Όλα τα παραπάνω ερωτήματα και οι
προβληματισμοί που οδήγησαν σε αυτά,
επανατίθενται στο νέο πλαίσιο που διαμορφώνεται ενόψει της
ψήφισης του Ευρωπαϊκού Συντάγματος[35]
και ιδίως των ρυθμίσεων που αφορούν στην ευρωπαϊκή Ιθαγένεια[36]. Καταρχήν το αρχικό
κείμενο χρησιμοποιεί το όρο citoyonete(citizenschip)
ο οποίος αποδόθηκε στα ελληνικά ως ιθαγένεια. Ο αμετάφραστος αγγλικός
όρος προσλαμβάνει ένα ευρύτερο φιλοσοφικό και πολιτικό νόημα απ’ ότι η
ιθαγένεια(nationalite) η οποία αποδίδει τον δημοσίου δικαίου νομικό δεσμό του ατόμου με ένα
κράτος[37]. Η ιθαγένεια προϋποθέτει
κυρίαρχο κράτος το οποίο την απονέμει κατ’ αποκλειστικότητα ή να την αφαιρεί
υπό προϋποθέσεις, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο περί ιθαγένειας. Στο βαθμό που η Ευρώπη
δεν έχει τα χαρακτηριστικά του κυρίαρχου
κράτους, δεν
μπορεί και να υπάρχει ευρωπαϊκή ιθαγένεια, ανεξάρτητη απ’ την ιθαγένεια των κρατών μελών[38]. Συνεπώς ορθώς
χρησιμοποιείται ο όρος Ευρωπαίος πολίτης στο αρχικό κείμενο προκειμένου να
διαχωριστεί από την nationalite[39].
Βέβαια η νομολογία του ΔΕΚ αναγνώρισε ορισμένα απώτατα
όρια, στην αρμοδιότητα των κρατών μελών να καθορίζουν τις προϋποθέσεις κτήσης
και απώλειας της εθνικής ιθαγένειας, με βασικό κριτήριο το σεβασμό της
κοινοτικής αλληλεγγύης[40].
Στο σημείο αυτό μπορούμε να προβούμε σε
ορισμένες διαπιστώσεις σε σχέση με τα δύο βασικότερα δικαιώματα, που συνοδεύουν
την ιδιότητα του ευρωπαίου πολίτη, δηλαδή την ελευθερία κυκλοφορίας και
διαμονής και το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις ευρωεκλογές και στις
δημοτικές εκλογές, με βάση τον τόπο κατοικίας των πολιτών των κρατών μελών[41].
1.
Το δικαίωμα της ελεύθερης
κυκλοφορίας και διαμονής (άρθρου 18 ΣΕΚ) στο
έδαφος των κρατών μελών, ανεξάρτητα απ’ την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας
είναι σημαντικό, διότι αναγνωρίζει τον πολίτη και όχι τον εργαζόμενο, ως
υποκείμενο της κοινοτικής δραστηριότητας[42]. Ήδη το ΔΕΚ[43], είχε αναγνωρίζει αυτό το δικαίωμα σε αρκετές κατηγορίες πολιτών οι
οποίοι χαρακτηρίζονται ως παθητικά οικονομικά υποκείμενα(καταναλωτές υπηρεσιών και
αγαθών, φοιτητές, μέλη οικογενειών) πριν την ρητή κατοχύρωση[44]. Μετά την κατοχύρωση και
σε συνδυασμό με την απαγόρευση διακρίσεων λόγω ιθαγένειας(άρθρο 12), το ΔΕΚ συνάγει μια
γενική επιταγή ίσης μεταχείρισης όλων των υπηκόων των κρατών μελών που
βρίσκονται νόμιμα στο έδαφος άλλου κράτους μέλους με τους ημεδαπούς[45]. Πέραν του ότι το
δικαίωμα αυτό αποτυπώνει ένα προφανή και ισχυρό πολιτικό συμβολισμό, αποκτά και μια απτή νομική διάσταση, διότι σύμφωνα με
πρόσφατη απόφαση του δικαστηρίου[46], μπορεί ο κοινοτικός πολίτης να το επικαλεστεί άμεσα, εκτός βέβαια αν ασκεί
οικονομικές δραστηριότητες οπότε ισχύουν οι ειδικότερες ρυθμίσεις και
επιφυλάξεις του πρωτογενούς και παράγωγου κοινοτικού δικαίου που αφορούν στις
κοινοτικές ελευθερίες[47]. Βέβαια στην πράξη έχουν
παρατηρηθεί έμμεσες διακρίσεις, οι οποίες καταλήγουν σε μια διαφοροποιημένη
μεταχείριση των προσώπων, ως προς την
ελεύθερη κυκλοφορία και διαμονή[48].
2.
Τα πολιτικά δικαιώματα του πολίτη
της Ένωσης, ανήκουν στον πυρήνα της ιδιότητας του πολίτη, καθιστώντας τον
ενεργό υποκείμενο της κοινοτικής ενοποίησης[49]. Και αυτό το δικαίωμα
αποτελεί έκφραση της αρχής της μη διάκρισης μεταξύ ημεδαπών και αλλοδαπών-κοινοτικών στις δημοτικές
και κοινοτικές εκλογές, δηλαδή της ίσης μεταχείρισης, με κριτήριο τον τόπο
κατοικίας[50], υπό την επιφύλαξη των
ιδιαιτεροτήτων της εκλογικής νομοθεσίας του κάθε κράτους μέλους[51] που μπορεί να επιβάλλει
πρόσθετες διαδικαστικές υποχρεώσεις στους κοινοτικούς εκλογείς(π.χ υπεύθυνες δηλώσεις, προσκόμιση
πιστοποιητικών). Ωστόσο οι μέχρι τώρα
στατιστικές των εκλογικών αναμετρήσεων αφενός δείχνουν, ότι το επίπεδο
συμμετοχής των πολιτών στις ευρωεκλογές στην χώρα κατοικίας, ως εκλόγιμων,
είναι αμελητέο, ενώ εξαιρετικά χαμηλό είναι και το ποσοστό όσων μετέχουν (περίπου 9%) ως εκλογείς[52]. Επιπλέον, ο κοινοτικός
μέσος όρος συμμετοχής στις ευρωεκλογές έχει έντονα φθίνουσα πορεία από την
πρώτη εκλογή(63% το 1979) μέχρι την τελευταία εκλογή(49%
το 1999)[53].
Αντίστοιχα χαμηλά είναι και τα ποσοστά των διασυνοριακά
κινούμενων πολιτών στις δημοτικές εκλογές του κράτους κατοικίας[54]. Είναι σαφές ότι τα δύο
αυτά βασικά δικαιώματα μολονότι ενδυναμώνουν το αίσθημα αλληλεγγύης των πολιτών
της Ένωσης, δεν
είναι αρκετά.
3.
Η ΕΕ δεν συνοδεύει τα παραπάνω
δικαιώματα με υποχρεώσεις αντίστοιχες με αυτές που θεσπίζουν τα εθνικά
συντάγματα. Η
απουσία π.χ
φορολογικών[55] και στρατιωτικών
υποχρεώσεων προς την ΕΕ ή ενός δικαιώματος αντίστασης έναντι απειλών βίαιας
κατάλυσης του ενωσιακού οικοδομήματος, αντίστοιχου προς το άρθρο 120 παρ. 4 του ελληνικού Συντάγματος, είναι
ενδεικτική της αδυναμίας της να ωθήσει τους πολίτες προς μια κοινή συλλογική
αίσθηση του ανήκειν, η οποία να
θεμελιώνεται και πάνω στις κοινές υποχρεώσεις.
4.
Το γεγονός ότι η ευρωπαϊκή
ιθαγένεια είναι εξαρτημένη από τις εθνικές ιθαγένειες, αφαιρεί από την ΕΕ την
δυνατότητα να αναγνωρίσει σε πολίτες τρίτων χωρών, κατοίκων της κοινότητας[56], τόσο το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής όσο και πολιτικά
δικαιώματα, όταν
σήμερα οι νόμιμοι μη κοινοτικοί μετανάστες είναι διπλάσιοι από τους κοινοτικούς[57].
5.
Στοιχείο της ιδιότητας του πολίτη
των κρατών μελών είναι η κοινωνική διάσταση, χωρίς την οποία η πολιτική συμμετοχή μένει ισχνή. Ο εμπλουτισμός επομένως
της ευρωπαϊκής ιδιότητας του πολίτη με θεσμούς κοινωνικής προστασίας και
αντίστοιχα δικαιώματα, κρίνεται αναγκαίος[58].
6.
Τέλος δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο
συλλογικός αυτοκαθορισμός σε μια
δημοκρατική κοινότητα, προϋποθέτει την διάκριση των πολιτών από τους μη
πολίτες, και εν προκειμένω των κοινοτικών πολιτών από τους μη κοινοτικούς. Αυτός ο κλασσικός
διαχωρισμός φέρνει αντιμέτωπη την ΕΕ με το πρόβλημα των μεταναστών[59]. Μήπως είναι καιρός να
υιοθετηθεί μια πιο διευρυμένη έννοια του ευρωπαίου πολίτη που να αυτονομείται
απ’ την ιδιότητα του εθνικού-πολίτη με κριτήρια πιο ελαστικά τα οποία να βασίζονται σε αντικειμενικά
στοιχεία, όπως
η κατοικία[60] και η οικονομική
δραστηριότητα;
Είναι αλήθεια ότι στις παραπάνω διαπιστώσεις
αποτυπώνεται η αδυναμία της ευρωπαϊκής ιδιότητας του πολίτη να αποκτήσει ένα
περισσότερο απτό περιεχόμενο. Ωστόσο η δυσκολία αυτή είναι τόσο αναμενόμενη, όσο και ευεξήγητη, ενώ
δείχνει την αντιφατικότητα και τις δυσχέρειες της πορείας ευρωπαϊκής
ολοκλήρωσης.
Από τις αναπτύξεις του πρώτου μέρους
διαπιστώσαμε ότι η εθνική ταυτότητα είναι ένας δεσμός που σφυρηλατείται
σταδιακά μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος[61], των δικτύων επικοινωνίας
και κυρίως των δημοκρατικών δικαιωμάτων συμμετοχής και δεν εξαρτάται
αποκλειστικά από την κοινή καταγωγή και την κοινή γλώσσα[62]. Είναι σαφές ότι μια
ευρωπαϊκή ταυτότητα δεν μπορεί να οικοδομηθεί στην κοινή πολιτιστική, ιστορική και γλωσσική
ομοιογένεια, δηλαδή
σε ένα μοντέλο πολιτιστικής ομογενοποίησης[63], ούτε στην αναγωγή σε
γεωγραφικές, φυλετικές
ή εθνικοαπελευθερωτικές μνήμες, ούτε καν σε μια αναγεννημένη έννοια εθνικισμού την στιγμή που αυτός
γίνεται εσωστρεφής και διχαστικός[64]. Αντιθέτως μιας μορφής
αλληλεγγύη των πολιτών που είναι ξένοι μεταξύ τους, μπορεί να οικοδομηθεί
έξω και πέρα από την καταγωγή και τα όρια του έθνους[65]. Αυτό όμως προϋποθέτει να
μπούμε σε μια εντατική μαθησιακή
διαδικασία που να περιλαμβάνει συντονισμένες δράσεις στο θεσμικό επίπεδο(Σύνταγμα, δεσμευτικός χάρτης
δικαιωμάτων, αναπτυγμένο
δικαιοδοτικό σύστημα) στο πολιτικό(κοινά πολιτικά κόμματα, συνδικαλισμός, ομάδες συμφερόντων σε ευρωπαϊκό επίπεδο)ως στοιχεία ενός υπερεθνικού πολιτικού συστήματος, στο επικοινωνιακό[66](τηλεόραση, τύπος, εκπαίδευση, ανάπτυξη πολυγλωσσίας) ως στοιχεία ενός
ευρωπαϊκού δημόσιου χώρου και στο πολιτιστικό επίπεδο, ως στοιχεία μιας
πολιτιστικής συγκατοίκησης[67], στο βαθμό που το σχέδιο
Συντάγματος (άρθρο
6) εγγυάται
το σεβασμό της εθνικής ταυτότητας των κρατών μελών.
Αν η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης
πιστεύουμε ότι θα προχωρήσει, όταν το εθνικό παραχωρήσει πλήρως τη θέση του στο παγκόσμιο, αν ακόμα θεωρούμε ότι η
αφοσίωση σε εθνικά σύμβολα θα σαρωθεί απ’ την ορμή της παγκοσμιοποίησης, τότε έχουμε την αίσθηση
ότι θα διαψευσθούμε. Αν όμως πιστεύουμε, ότι η σφυρηλάτηση της ευρωπαϊκής ταυτότητας θα είναι μια διαδικασία αργή, περιπετειώδης που θα αξιοποιήσει
εκείνα τα στοιχεία της εθνικής παράδοσης που είναι ακόμα ενεργά και που πιθανόν
να μας εγκαταστήσει εντός μιας φαντασιακής Ευρωπαϊκής Κοινότητας, τότε νομίζω ότι
δικαιούμαστε να αισιοδοξούμε για το αποτέλεσμα[68].
[1] Το
κείμενο αυτό είναι δημοσιευμένο και στο τόμο Διοικητικό δίκαιο-Συνταγματικό
δίκαιο, πρόσφατες εξελίξεις στον Ευρωπαϊκό χώρο, Π.Νάσκου-Περράκη (επιμ.),
Αντ.Ν.Σάκκουλας, Αθήνα, 2005, σ. 143 επ. Στην παρούσα μορφή του έχει
εμπλουτισθεί με ορισμένες βιβλιογραφικές αναφορές.
[2] Βλ. Θ.Αντωνίου
Νεώτερες εξελίξεις στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων : Προς μια Ευρωπαϊκή
ιθαγένεια , ΕΕΕυρΔ, 1992, σ. 202 επ., Ε.Βενιζέλου, Η ευρωπαϊκή Ιθαγένεια και το
ελληνικό Σύνταγμα, ΕΕΕυρΔ, 1993, 271 επ., Κ.Γώγου, Προς την νομική χειραφέτηση
της ιδιότητας του πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΕΕΕυρΔ, 2003, 115 επ., Χ.
Γιαννούλη, Ο Ευρωπαίος πολίτης. Διαστάσεις της «ευρωπαϊκής ιθαγένειας» και
εμβέλεια της Ευρώπης των πολιτών, ΤοΣ 1996, 347 επ. Π.Θεοδωρίδη/Π.Μαντζούφα,
Έθνος και Ευρωπαϊκή Ιθαγένεια. Οι μεταμορφώσεις της ιδιότητας του πολίτη, ΤοΣ
1998, 271 επ., Ζ.Παπασιώπη-Πασιά, Ιθαγένεια-Υπηκοότητα. Δύο όροι με μονοσήμαντο
περιεχόμενο; Η ελληνική Ιθαγένεια. Η ευρωπαϊκή ιθαγένεια, Επετ.Αρμεν. 1992, 35
επ. Π.Στάγκου, Προς ένα Ευρωπαϊκό Σύνταγμα: Κράτος δικαίου, θεμελιώδη
δικαιώματα, ιδιότητα του «πολίτη της Ένωσης», στον τόμο
Κ.Στεφάνου-Αρ.Φατούρος-Θ.Χριστοδουλίδης(επιμ.) Εισαγωγή στις Ευρωπαϊκές
σπουδές, εκδ. Ι.Σιδέρη, σ. 423 επ. του ιδίου, Η δικαστική προστασία των
θεμελιωδών δικαιωμάτων στην κοινοτική έννομη τάξη, Σάκκουλα, Αθήνα
–Θεσσαλονίκη, 2004, σ. 429 επ. Κ.Στεφάνου, Ιθαγένεια και θεμελιώδη δικαιώματα
στην Ευρωπαϊκή Ένωση στον τόμο Θ.Χριστοδουλίδη/Κ.Στεφάνου (επιμ.), Η συνθήκη
του Μάαστριχτ. Συνθετική Θεώρηση, 1993, σ. 95 επ., του ίδιου, Η Ευρωπαϊκή
«Ιθαγένεια» και οι επιπτώσεις στην πολιτειακή υπόσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
ΕΠΕΕΣ ερευνητικά δοκίμια 3, 1992, σ. 30 επ., C.Closa, Citizenship
of the Union and Nationality of Member
States, CML Rev., 1995, σ. 487 επ. P.Solbes
Mira, La citoyennete europe¢ene,
RMC, 1991, 30 επ., C.Wihtol de Wenden, La citoyennete Europe¢enne,
1997, J.Weiler, European Citizenship-Identity and Differentity σε La
Torre (ed.), European Citizenschip. An Institutional Challenge, 1998, σ.
115.
[3] Βλ. άρθρο 8 παρ.1 του
σχεδίου της Ευρωπαϊκής Συνέλευσης για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα που ορίζει: «Πολίτης της Ένωσης είναι κάθε πρόσωπο που
έχει ιθαγένεια κράτους μέλους. Η ιθαγένεια της Ένωσης προστίθεται στην εθνική
ιθαγένεια και δεν την αντικαθιστά»
[4] Για αυτό άλλωστε
έγινε λόγος και για «ιθαγένεια δευτέρου βαθμού» ή και για «ιθαγένεια δορυφόρου»
βλ. M.Telo, Democratie internationale et democratie supranationale en Europe
στον
τόμο M.Telo,(επιμ.), Democratie et construction europeenne, Editions de l’
Universite de Bruxelles, 1995, σ. 48.
[5] Για τις διαδικασίες
σχηματισμού εθνικής ταυτότητας βλ. ενδεικτικά Α.D.Smith, National
Identity, Penguin, London, 1991, σ. 71 επ. και για μια συνολική αξιολόγηση του
σχετικού προβληματισμού βλ. αντί άλλων, την συνθετική μελέτη του Ν.Δεμερτζή, Ο
λόγος του εθνικισμού, αμφίσημο σημασιολογικό πεδίο και σύγχρονες τάσεις, εκδ.
Αντ.Σάκκουλα, 1996, σ. 100 επ.. Η σχετική συζήτηση έχει αναζωπυρωθεί και στη
χώρα μας με αφορμή την επανέκδοση του δοκιμίου του Ν. Σβορώνου, Το
Ελληνικό Έθνος, Γένεση και Διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού, ΠΟΛΙΣ, 2004 καθώς
και την σχετική αρθρογραφία στην εφ. ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, με κείμενα των
Ν.Βαγενά και Σ.Ασδραχά(23-1-2005), Α.Λιάκου, Ν.Δεμερτζή(6-2-2005) και συνέχεια
από Α.Λιάκο, Γ.Βελουδή και ξανά Ν.Βαγενά(6-3-2005) καθώς και την
μελέτη του Α.Λιάκου, Πως στοχάστηκαν το έθνος αυτοί που ήθελαν να
αλλάξουν την Ελλάδα, ΠΟΛΙΣ, 2005.
[6] Για το τεράστιο
αυτό θέμα που συνδέει την έννοια της ταυτότητας με την κρίση του εθνικού
κράτους βλ. S.Hall, Το ζήτημα της πολιτιστικής ταυτότητας στον τόμο S.Hall/D.Held/A.McGrew,(επιμ.) H
νεωτερικότητας σήμερα, Σαββάλας, 2003, σ. 401 επ.
[7] Βλ. την σημαντική
μελέτη του A.Giddens, Modernity and Self-Identity. Self and
Society in the Late Modern Age, Polity Press, 1991.
[8] Βλ. J.Habermas,
Citizenship and National Identity: Some reflexions on the Future of Europe, στον τόμο
O.Dahbour/I.Micheline (επιμ.), The Nationalism Reader,
Humanities Press, New Jersey, 1995, σ. 333-343.
[9] Άλλωστε το έντονο
θεωρητικό ενδιαφέρον για την έννοια του citizenschip που παρατηρείται
μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, βασίστηκε στον εμπλουτισμό του νομικού δεσμού
με στοιχεία κοινωνικής προστασίας. Βλ. το θεμελιώδες κείμενο του T.H.Marshall,
Citizenschip and Social Class, στον τόμο T.H.Marshall/T.Bottomore(επιμ.),
Citizenship and Social class, Pluto Press, London, 1992, σ. 3-49 και σε ελληνική μετάφραση και εισαγωγή της Ο.
Στασινοπούλου, Ιδιότητα του πολίτη και κοινωνική τάξη, Gutenberg,
1995. Επιπλέον
ενδεικτικά από την αχανή -κυρίως αγγλόφωνη- βιβλιογραφία βλ. Μ.Μitchell
and D.Russel, Nationalism, National Identity and Citizenship in the New Europe,
University of Portsmouth, 1995, T.Bringes, The Culture of Citizenship, New York
Press, 1994, F.Twine, Citizenship and Social Rights, Sage, London, 1994,
M.Waters, Citizenship and the Constitution of Structured Social Inequality,
International Journal of Comperative Sociology, 1989, σ. 159 επ.
[10] Για την σχέση του
έθνους με το κράτος, Βλ.ενδεικτικά, Ν.Δεμερτζή, ό.π, σ. 168 επ.
[11] Για την έννοια της
πολιτικής συμμετοχής ως πυρήνα της δημοκρατίας βλ. την πανοραμική παρουσίαση
των σχετικών θεωριών σε Manfrend G.Schmidt, Θεωρίες της δημοκρατίας,
Σαββάλας, 2004 (ιδιαίτερα τις θεωρίες για την συμμετοχική δημοκρατία, σ. 279
επ.).
[12] Βλ. Chantal
Mouffe, Politics and Passions: The stakes of
Democracy, Perspectives, 2002 σ. 6, όπου αναδεικνύει το
πάθος ως βασική συνιστώσα της πολιτικής δραστηριότητας καθώς και C.Mouffe, Το δημοκρατικό
παράδοξο, εκδ. ΠΟΛΙΣ, 2004, σ. 160 επ. , 217 επ.
[13] Μια παρόμοια ιδέα
προσπαθεί να υπερασπιστεί ο Πιέρ Ροζανβαλόν, Το νέο κοινωνικό ζήτημα,
επανεξετάζοντας το κράτος πρόνοιας, Μεταίχμιο, 2001, σ. 69 επ., όπου αναφέρεται
στην κοινωνική ιδιότητα του πολίτη, και επικρίνει την σύγχρονη φιλελεύθερη
σκέψη που θεωρεί ότι «καλή κοινωνία» είναι αυτή που επιτρέπει την ειρηνική
συνύπαρξη των διαφορών και όχι πια η κοινωνία που εξασφαλίζει την ένταξη.
Κύριες κοινωνικές αξίες για τους φιλελεύθερους, είναι μάλλον η ανοχή παρά η
αλληλεγγύη, η αμεροληψία παρά η ισότητα. Θεωρεί ότι σήμερα για να διαφυλάξουμε
το κράτος πρόνοιας θα πρέπει να ξαναφτιάξουμε το έθνος, δηλαδή να αναγνωρίσουμε
ότι στην βάση της κοινής συλλογικής ταυτότητας βρίσκεται η αναγνώριση ενός
αμοιβαίου κοινωνικού χρέους μεταξύ των πολιτών (σ. 92-94).
[14] Αυτό σημαίνει ότι
στις προνεοτερικές κοινωνίες οι άνθρωποι βίωναν την ατομικότητα τους εντελώς
διαφορετικά απ’ ότι σήμερα, με την έννοια ότι η υπόσταση, η θέση και οι δεσμοί
ενός ανθρώπου μέσα στην κοινωνία, θεωρούνταν
προκαθορισμένες από το θεό και αναιρούσαν κάθε ιδέα ότι πρόκειται για κυρίαρχο
άτομο, Βλ. γενικά για τους
μετασχηματισμούς που αποτέλεσαν τις απαρχές της νεωτερικότητας στον συλλογικό
τόμο S.Hall/D.Gieben, Η διαμόρφωση της νεωτερικότητας, Σαββάλας, 2003.
[15] Για μια περιγραφή
της εξέλιξης των παραδοσιακών κρατών σε σύγχρονα βλ. εντελώς ενδεικτικά A.Giddens,
The Nation-State and Violence, Polity Press, 1989.
[16] Την προνεοτερική
κοινωνία την χαρακτηρίζει η έννοια του υποτελούς o οποίος συνδέεται με τον
κυρίαρχο με όρκο υποταγής. Η ιδέα ότι τα ανθρώπινα όντα μπορούσαν να είναι
ενεργοί πολίτες αυτής της πολιτικής οργάνωσης ήταν απλώς αδιανόητη. Βλ. D.Held, Political Theory and
the modern state, Polity press, Cambridge, 1989, σ.
10.
[17] Αυτή είναι μία από
τις βασικές ιδέες που επεξεργάζεται ο E.Gellner, Έθνοι και
εθνικισμός, Αλεξάνδρεια, 1992.
[18] Για τον ρόλο του
σχολείου στην συγκρότηση της εθνικής ταυτότητας στην ελληνική περίπτωση, βλ.
Ε.Αβδελά, Η συγκρότηση της εθνικής ταυτότητας στο ελληνικό σχολείο, «εμείς» και
οι «άλλοι», στον τόμο Α.Φραγκουδάκη/Θ.Δραγώνα, «Τι ειν’ η πατρίδα μας».
Εθνοκεντρισμός στην εκπαίδευση, Αλεξάνδρεια, 1997, σ. 22 επ.
[19] Έτσι η παράδοση
είναι σε μεγάλο βαθμό επινοημένη, βλ. E.Hobsbawn/T.Ranger (επιμ.),
The invention of tradition, Cambrindge, Cambridge University Press, 1983 και Π.Θεοδωρίδης, Οι μεταμορφώσεις της ταυτότητας,
έθνος, νεωτερικότητα και εθνικιστικός λόγος, Αντιγόνη, 2004, σ. 110 επ.
[20] Βλ. B.Schwartz,
Conservatism, nationalism, and imperialism,
στον
τόμο J.Donald/S.Hall, Politics and Ideology, Milton Keyns, Open University
Press, σ.
106 επ.
[21] Σύμφωνα με την
γνωστή κατασκευή του B.Anderson, η εθνική ταυτότητα είναι μια
«φαντασιακή κοινότητα» στην οποία οι πολίτες ενός έθνους εντάσσονται,
συνδέοντας την καθημερινή τους ζωή με το πεπρωμένο του έθνους. Έτσι δίνεται
έμφαση σε στοιχεία όπως η καταγωγή, η παράδοση και στα θεμελιώδη χαρακτηριστικά
του εθνικού χαρακτήρα όπως είναι η συνέχεια, το ενιαίο και το αιώνιο. Βλ. Μπ.
Άντερσον, Φαντασιακές κοινότητες, Νεφέλη, 1997.
[23] Βλ. K.Thompson,
Κοινωνικός
πλουραλισμός και μετανεωτερικότητα, στον τόμο Hall/Herd/McGrew, ό.π, σ. 325 επ.
(ιδίως 357 επ.)
[24] Βλ. K.Robins,
Tradition and translation: national culture in its global context στον τόμο J.Corner/S.Harvey(επιμ.)Enterprise
and Heritage: Crosscurrents of National Culture, London, Routledge, σ. 41 επ.
[25] Αυτό παρατηρείται
ιδιαίτερα σε μετανάστες που αισθάνονται ότι ανήκουν ταυτόχρονα σε δύο κόσμους,
και έτσι αναγκάζονται να συμβιώσουν με δύο ταυτότητες ή να δημιουργήσουν μία
νέα υβριδική ταυτότητα. Για τους «πολιτισμούς της διασποράς» βλ. ενδεικτικά S.Rushdie,
Imaginary Homelands, London, Granda Books, σ. 394.
[26] Βλ. R.Beiner,
Why Citizenship constitutes a Theoretical Problem in the Last Decade of the
Twentieth century, στον τόμο R.Beiner, Theorising Citizenship, NewYork, 1995, σ.
1-29
[27] Βλ. Π.Θεοδωρίδη
/Π.Μαντζούφα, ό.π, σ. 280-283.
[28] Για την σχέση της
δημοκρατίας με τον εθνικισμό βλ.G.Nodia, Nationalism and
Democracy στον
τόμο L.Diamond-M.F.Plattner, Nationalism, Ethnic Conflict and Democracy, John
Hopkins, Baltimore and London, 1994, σ. 3-23.
[29] Βλ. J.Habermas,
Der europaische Nationalstaat, στην συλλογή μελετών
του ιδίου Die Einbeziehung des Anderen, Frankfurt, 1996 σ. 128 επ.
[31] Την έννοια της
κυριαρχίας θεωρεί ο Α.Μανιτάκης ως βασική έννοια-κλειδί -αλλά και κριτήριο-μέσα
από το πρίσμα της οποίας προτείνει να ερμηνεύσουμε την προσπάθεια μετατροπής
της ΕΕ σε πολιτικό φορέα με κυριαρχία και Σύνταγμα, βλ. Α.Μανιτάκη, Το
«Σύνταγμα» της Ευρώπης αντιμέτωπο με την εθνική και λαϊκή κυριαρχία, Παπαζήσης,
2004, ιδίως σ. 26 επ.
[32] Ο J.Habermas
θέτει
αυτόν τον προβληματισμό και σημειώνει χαρακτηριστικά «Σε πολυπολιτιστικές
κοινωνίες είναι απαραίτητη μια πολιτική της αναγνώρισης, διότι η ταυτότητα κάθε
πολίτη είναι συνυφασμένη με συλλογικές ταυτότητες και πρέπει οπωσδήποτε να
είναι σταθεροποιημένη μέσα σε ένα δίκτυο αμοιβαίας αναγνώρισης» και παρακάτω «
Μια πολιτική που αποβλέπει στην ισότιμη συνύπαρξη των τρόπων ζωής διαφόρων εθνοτικών
κοινοτήτων, γλωσσικών ομάδων, θρησκευμάτων κλπ κινεί ασφαλώς μια επισφαλή και
οδυνηρή διαδικασία σε εθνικά κράτη που αναπτύχθηκαν ιστορικά. Ο πολιτισμός της
πλειοψηφίας, που εμφανίζεται ως εθνικός πολιτισμός, πρέπει να αποσπασθεί από
την ιστορική συγχώνευση με την γενική πολιτική κουλτούρα για να μπορούν όλοι οι
πολίτες να ταυτίζονται ομοιόμορφα με την πολιτική κουλτούρα της χώρας τους. Στο
βαθμό που επιτυγχάνεται αυτή η διαδικασία αποδέσμευσης της πολιτικής κουλτούρας
από την κουλτούρα της πλειοψηφίας, η αλληλεγγύη των πολιτών αναπροσανατολίζεται στηριζόμενη πλέον στην πιο αφηρημένη βάση ενός «συνταγματικού
πατριωτισμού». Αν αυτή η διαδικασία αποτύχει,
η πολιτική κοινότητα διασπάται σε υποπολιτισμούς, που ο καθένας
απομονώνεται από τον άλλο. Σε κάθε περίπτωση
όμως υπονομεύει τα ουσιώδη σημεία ενός έθνους ως κοινότητας βασιζόμενης
στην κοινή καταγωγή» σε Μεταεθνικό αστερισμό, ό.π, σ. 110-111.
[33] Βλ. D.Curtin,
Postnational democracy: The European Union in Search of a Political Philosophy.
The Hague, Kluver Law, 1997.
[34] Αυτά τα ερωτήματα
θεωρεί καθοριστικά ο J.Habermas προκειμένου η ΕΕ να
αποκτήσει τα χαρακτηριστικά μιας πολιτικής ενότητας, βλ. στο Μεταεθνικό
Αστερισμό, ό.π, σ. 130 επ.
[35] Από
τις σχετικά πρόσφατες συμβολές για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα στη χώρα μας βλ.
ενδεικτικά Ε.Βενιζέλου, Η πρόκληση του Ευρωπαϊκού Συντάγματος, Σάκκουλας, 2003,
Π.Κ.Ιωακειμίδη, Ευρωπαϊκό Σύνταγμα και Ευρωπαϊκή Ενοποίηση, Θεμέλιο, 2005,
Α.Μανιτάκη, Το «Σύνταγμα» της Ευρώπης…, ο.π, Α,Μανιτάκη/Λ.Παπαδοπούλου(επιμ.)Η
προοπτική ενός Συντάγματος για την Ευρώπη, Σάκκουλας, 2003, Γ.Παπαδημητρίου, Η
συνταγματοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Παπαζήσης, 2002, Λ.Τσούκαλης, Ποια
Ευρώπη;, Ποταμός, 2004, Δ.Τσάτσου, Το
αξιακό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Παπαζήσης, 2005, Κ.Χρυσόγονου, Το μετέωρο
βήμα της Ευρώπης, Παπαζήσης, 2005.
[36] Μάλιστα έγινε λόγος
και για ένα status europeus στο οποίο αποτυπώνεται -κυρίως με την
αναγνώριση πολιτικών δικαιωμάτων- η νομική σχέση μεταξύ της Ένωσης και των
πολιτών των κρατών μελών, βλ. Δ.Τσάτσου, Οι επίμαχες έννοιες της ευρωπαϊκής
ενωσιακής τάξης, Αντ.Σάκκουλα, 1997, σ. 17 επ.
[37] Βλ.
Ζ.Παπασιώπη-Πασιά, Δίκαιο Ιθαγένειας, Σάκκουλας, 1999, σ.1, Π.Δαγτόγλου, Βασικά
σημεία της συνθήκης του Μααστριχτ, 1993, σ. 40
[38] Βλ. Κ.Στεφάνου,
Ιθαγένεια και θεμελιώδη δικαιώματα…, ό.π, σ. 98, Χ.Γιαννούλη, ό.π, σ. 366.
[39] Είναι προφανές ότι
στην συγκεκριμένη ορολογική σύγχυση δεν αποτυπώνονται απλώς αδυναμίες
μετάφρασης από την μια γλώσσα στην άλλη, αλλά υποκρύπτονται ζητήματα που
αγγίζουν τον πυρήνα της πολιτειακής φύσης της ΕΕ. Βλ. από την σχετική διεθνή
βιβλιογραφία P.Magnette, La citoyennete europeenne. Droits,
politigues, institutions, Editions de l’ Universite de Bruxelles, 1999.,
A.Rosas/E.Antolas(επιμ.), A Citizen’s Europe. In search of a New Order, Sage
Publications, 1995. Ch.Philip/P.Soldatos, (επιμ.), La
citoyennete europeenne, Lyon/Montreal, 2000.
[40] Βλ. ΔΕΚ C-369/90,
Micheletti, συλλογή 1992, Ι-4239, ΔΕΚ C-192/99, Kaur, συλλογή 2001, Ι-1237
και G.-R. De Groot, The Relationship between the Nationality Legislation of
the Member States of the European Union and European Citizenship στον τόμο M.
La Tore(επιμ.),
European Citizenship, An Institutional Challenge, 1998, σ.
135.
[41] Η ιδιότητα του
Πολίτη της Ένωσης συνδέεται με επτά δικαιώματα που περιλαμβάνονται στα άρθρα
18- 21 ΣΕΚ: Το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής(άρθρο
18), το εκλογικό δικαίωμα στις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές του κράτους
μέλους κατοικίας(άρθρο 19)και στις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο(άρθρο
19 παρ.2), το δικαίωμα διπλωματικής και προξενικής προστασίας σε τρίτες
χώρες(άρθρο 20), το δικαίωμα αναφοράς στο ΕυρΚοιν(άρθρο 21 εδ..1) και προσφυγής
στο μεσολαβητή(άρθρο 21 εδ. 2) και το δικαίωμα έγγραφης επικοινωνίας του πολίτη
με την κοινοτική διοίκηση(άρθρο 21 εδ. 3). Βλ. την ολοκληρωμένη κατά άρθρο
ερμηνεία των άρθρων 17-21 ΣΕΚ από τον Κ.Γώγο σε Β.Σκουρή (επιμ.), Ερμηνεία
Συνθηκών, άρθρα 17-21, αρ. περ.5, Αντ.Σάκκουλας, 2004. Τα συγκεκριμένα
δικαιώματα περιλαμβάνονται και στο Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων της
Νίκαιας(πέμπτο κεφάλαιο, άρθρα 39-46), ενώ ενσωματώνονται και στο σχέδιο του
Ευρωπαϊκού Συντάγματος της Ευρωπαϊκής
Συνέλευσης(άρθρα 7 και 8).
[42] Βλ. Δ.Παπαγιάννη,
Από την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, στην ελεύθερη κυκλοφορία και
διαμονή των πολιτών, ΕΕΕυρΔ, 2002 ,σ. 227 επ., A.Castro Oliveira,
Workers and Other Persons: Step by Step from Movement to citizenship, CMLrEV.
2002, σ.
77 επ.
[43] ΔΕΚ C-
413/99, Baumbast, συλλ. 2002, I-7091 και το εύστοχο σχόλιο του Κ.Γώγου, Προς μια
νομική χειραφέτηση…, ό.π, σ.115-120.
[44] Βέβαια είχαν
προηγηθεί για την ελεύθερη κυκλοφορία οι Οδηγίες 90/364, 90/365 και 93/96.
[45] Βλ. ΔΕΚ C-85/96,
Martinez Sala, συλλογή 1998, I-2691 με δημοσίευσή της και στην ΕΔΔΔ 1998, με
σχόλιο της Ε.Πρεβεδούρου, και την νεώτερη ΔΕΚ C-184/99, Crzelczyl, συλλογή 2001,
I-6193.
[47] Ο κοινοτικός
πολίτης που μεταβαίνει σε κράτος μέλος για να ασκήσει οικονομική δραστηριότητα
διέπεται από τις ρυθμίσεις του κοινοτικού δικαίου που την καλύπτουν, με τις
αντίστοιχες προϋποθέσεις και περιορισμούς. Επιπλέον στις περιπτώσεις που
απουσιάζει το στοιχείο της αλλοδαπότητα και αναφερόμαστε σε κυκλοφορία και
διαμονή αμιγώς στο εσωτερικό του κράτους μέλους δεν υπάρχει έδαφος εφαρμογής
του 18 ΣΕΚ.
[48] Βλ. τις
παρατηρήσεις του Π.Στάγκου, Η δικαστική προστασία…,ό.π, σ. 437-443.
[49] Βλ. Ν.Χλέπας, Η
τοπική αυτοδιοίκηση, η συνθήκη του Μάαστριχτ και η ευρωπαϊκή ενοποίηση, ΤοΣ
1993, σ. 89 επ.(ιδίως σ.120)
[50] Το συγκεκριμένο
δικαίωμα ανακίνησε προβληματισμούς ως προς την συνταγματικότητά του σε αρκετές
χώρες (Γαλλία, Γερμανία, Ισπανία), γεγονός που οδήγησε στην αναθεώρηση των
συνταγμάτων τους, προκειμένου να γίνουν οι αναγκαίες προσαρμογές στην Συνθήκη
του Μάαστριχτ. Στην χώρα μας το θέμα τέθηκε από την θεωρία σε σχέση με τα άρθρα
102 παρ. 2, 51 παρ. 3 και 1 παρ. 3 Συντάγματος, χωρίς όμως να οδηγήσει σε
άρνηση κύρωσης της Συνθήκης . Βλ. Θ.Αντωνίου, ό.π, σ. 216, Ε.Βενιζέλος, ό.π, σ.
285, Τζ.Ηλιοπούλου-Στράγκα, Συνταγματικό Δίκαιο και Ευρωπαϊκή Ενοποίηση,
Αντ.Σάκκουλας, 1996, σ. 111 επ. Θ.Ξηρός, Το εκλογικό δικαίωμα των πολιτών της
Ευρωπαϊκής Ένωσης στις δημοτικές-κοινοτικές εκλογές, ΤοΣ, 1998, 853 επ.(ιδίως
858-867).
[51] Βλ. την οδηγία
94/80 και το Π.Δ 133/1997 καθώς και αναλυτική παρουσίαση των σχετικών ρυθμίσεων
σε Θ.Ξηρό, ό.π, σ. 867 επ. Είναι προφανές ότι δεν έχουν εξομοιωθεί οι
προϋποθέσεις άσκησης του εκλογικού δικαιώματος σε όλα τα κράτη μέλη. Απλώς
απαγορεύονται διακρίσεις με κριτήριο την ιθαγένεια
[52] Βλ. τις σχετικές
αναφορές σε εκθέσεις που παρουσιάζουν τα στατιστικά στοιχεία σε Π.Στάγκο, Η
δικαστική προστασία…, ό.π, σ. 433.
[53] Για τις εκλογές του
2004 δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία.
[54] Βλ. έκθεση του
πορτογάλου Ευρωβουλευτή C.Coelho σε Bulletin Quotidien Europe, (ν. 8289) 2002, σ.
17-18.
[55] Η συζήτηση για την
καθιέρωση μιας ευρωπαϊκής φορολογικής υποχρέωσης διεξάγεται εδώ και αρκετό καιρό χωρίς όμως
συγκεκριμένα αποτελέσματα Βλ. Π.Σταγκου, Η δικαστική προστασία, …ό.π, σ. 431.
[56] Αν εξαιρέσουμε τις
ρυθμίσεις των άρθρων 62 παρ.1 και 3, και 63 παρ. 4, καθώς και την νομολογία του
ΔΕΚ που διεύρυνε το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας των μεταναστών τρίτων χωρών,
βλ. αναλυτικά για την σχετική νομολογία σε Π.Στάγκο, ό.π, σ. 122 επ.
[57] Βλ. S.Srtudel,
Poluruthmie europeenne: Le droit de suffrage municipal des etrangeres au sein
de l’Union, une regle electorale entre detournements et retarnements, RFSP,
2003, σ.
26.
[58] Για την κοινωνική
διάσταση της ιδιότητας του ευρωπαίου πολίτη βλ. εντελώς ενδεικτικά
Γ.Κραβαρίτου, Η ευρωπαϊκή ιδιότητα του πολίτη :Κοινωνικές
διαστάσεις, ΕΕΕυρΔ, 1997, σ. 165 επ. και για το κοινωνικό έλλειμμα της ΕΕ
Γ.Παπαδημητρίου, Η αργόσυρτη πορεία προς την ευρωπαϊκή ομοσπονδίωση, επίκαιροι
προβληματισμοί, Αντ.Σάκκουλας, 1997, σ. 37 επ.
[59] Η θέση αυτή βρίσκεται
στον αντίποδα όσων θεωρούν ότι η Ευρώπη πρέπει να μετατραπεί σε φρούριο,
αποκλείοντας όσους δεν είναι κοινοτικοί πολίτες. Αντίθετα θεωρεί ότι η
ρυθμισμένη εισροή μεταναστών με τους κατάλληλους θεσμούς υποδοχής και
ενσωμάτωσης, θα ανανεώσει το γερασμένο πληθυσμό των δυτικών χωρών και θα
συμβάλλει αποφασιστικά στην οικονομική ανάπτυξη και την γενικότερη ευημερία.
Βλ. σχετικά J.-Y.Charlier, Vers une citoyennete europeenne
ouverte, Annuaire de Etat Europeenne de l’Univ. Catholique de Louvaine, 1997, 119-134, E.Bribosia,
Les discriminations fondees sur la nationalite dans l’ Union europeenne a la
lumiere de la protection des droits fondamenteux, στον τόμο E.Bribosia,
(επιμ.),
Union europeenne et nationalites. Le principe de nondiscrimination et
ses limites, Bruyard, 1999, σ. 189-238.
[60] Βλ. T.Kostakopoulos,
Towards a Theory of Constructive Citizenship in Europe, The Journal of
Political Philosophy, τ. 4, σ. 337 επ.
[61] Για το ρόλο του
εκπαιδευτικού συστήματος στην πολιτιστική προσέγγιση των λαών της Ευρώπη βλ. C.Demesmay,
Enjeux et obstacles d’ une citοyennete europeenne, Cahiers fr.(316), 2003, σ. 50-56.
[62] Μια προσπάθεια
θεμελίωσης της ευρωπαϊκής ταυτότητας στο έργο του J.Rawls σε Χ.Λάζο, Πολίτες και ιθαγενείς στην Ενωμένη
Ευρώπη, Σύγχρονα θέματα, (τ. 60-61), 1996, σ. 57 επ. ιδίως 69-71.
[63] Για αυτή την πλευρά
του θέματος σε σχέση με τις πολιτικές της αναγνώρισης βλ. J.E.Fossum,
Identy-politics in the European Union, στο δικτυακό τόπο www.
arena.uio.no/publications/wp01/17, όπου και περαιτέρω αναλυτικές βιβλιογραφικές
παραπομπές
[65] Προς αυτή την
κατεύθυνση βλ. U.K.Preuss, Problems of the Concept of European
Citizenship, European Law Journal, 1995, σ. 267 επ. (ιδίως 280)
[66] Ο D.Grimm
θεωρεί
ότι η ανυπαρξία ενιαίων συστημάτων επικοινωνίας και η έλλειψη κοινής γλώσσας
αποτελούν ανυπέρβλητα εμπόδια για την διαμόρφωση ευρωπαϊκής συνείδησης, βλ. D.Grimm,
Does Europe needs a Constitution?, European Law Journal, 1995, σ. 282 επ.(ιδίως
292-297).
[67] Βλ. τις μελέτες του
τόμου, Bo Strath(επιμ.), Europe and the Other and
Europe as the Other, PIE-Peter Lang, Brussels, 2000.
[68] Αυτό το αίσθημα
αισιοδοξίας εκφράζουν και οι Ζακ Ντεριντά-Γ.Χάμπερμας, Η ώρα της αναγέννησης
της Ευρώπης, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 8-6-2003.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου