Αναγνώστες

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2009

Ελενα Χουζούρη, «Πατρίδα από βαμβάκι»

πηγη

http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=101613

Οταν όλα διαλύονται

Ενας γιατρός του Δημοκρατικού Στρατού ζει την κατάρρευση κάθε πολιτικής πίστης, καταλήγοντας διπλά εξόριστος: από την πατρίδα του και από το Κόμμα. Ελενα Χουζούρη, «Πατρίδα από βαμβάκι»



Από τον ΒΑΓΓΕΛΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Εξήντα χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου, οι σύγχρονες γενιές, που έμαθαν να τον σκέφτονται όχι ως ζωντανό αίμα, αλλά ως αρχειακή και μνημειωμένη ιστορία, επιστρέφουν στη σκοτεινή εποχή του, για να ανακινήσουν άγνωστες, μονόδρομα φωτισμένες ή και εντελώς αποσιωπημένες πλευρές του.

Το μυθιστόρημα της Ελενας Χουζούρη «Πατρίδα από βαμβάκι» (εκδόσεις «Κέδρος») ξετυλίγεται στην πρωτεύουσα του Ουζμπεκιστάν, την Τασκένδη, καλύπτοντας την περίοδο 1949-1967.



Πρωταγωνιστής στην «Πατρίδα από βαμβάκι» είναι ένας γιατρός του Δημοκρατικού Στρατού, που εγκαταλείπει την οικογένειά του στην Ελλάδα στο χάος και φτάνει με τους υπόλοιπους μαχητές το 1949 στο Ουζμπεκιστάν, όπου θα αρχίσει να διδάσκει στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Τασκένδης και να περιθάλπει παιδιά σε ολόκληρη τη χώρα.



Σύντομα, ωστόσο, ο γιατρός θα αναγκαστεί να παρακολουθήσει ανήμπορος τη διάλυση των πάντων: οι παλαιοί αντάρτες θα αλληλοφαγωθούν έως θανάτου, ενώ οι υπερασπιστές της κομματικής ορθοδοξίας θα αποδειχτούν εγκληματικοί τυχοδιώκτες.



Βαθιά απογοητευμένος, ερωτικά ακυρωμένος (το Κόμμα θα του απαγορεύσει την ερωμένη του) και διπλά ηττημένος, ο γιατρός θα ανέβει με σύζυγο και τέκνα το 1967 στο τρένο και θα ταξιδέψει διαμέσου Μόσχας για τα Σκόπια, προσπαθώντας να φτάσει σε απόσταση αναπνοής από την Ελλάδα της χούντας. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής προς τη Μόσχα, ο γιατρός θα ανακαλέσει μιαν άλλη διαδρομή: τη διαδρομή από την Αλβανία προς την Τασκένδη το 1949, που θα εγκαινιάσει τη δεκαοχτάχρονη οδυνηρή παραμονή του στο Ουζμπεκιστάν.



Η διπλή διαδρομή του γιατρού, καθώς και η διπλή του εξορία, εγεγγραμένες σ' έναν ασφυχτικό χώρο και χρόνο, αποτελούν τον βασικό άξονα της αφήγησης στο μυθιστόρημα της Χουζούρη, που βασίζεται σε ένα συνεχές πίσω-μπρος: από το παρελθόν προς το παρόν και από τον τόπο του ξενιτεμού προς τη γενέθλια γη.



Οπως και στο πρώτο της μυθιστόρημα («Σκοτεινός Βαρδάρης», 2005), η Χουζούρη δουλεύει το ιστορικό της υλικό με μια καθαρώς μεταμοντέρνα μέθοδο: ανακατεύοντας το ιστορικό και το πολιτικό μυθιστόρημα με την επιστολική και την ημερολογιακή αφήγηση και ενισχύοντας τον λόγο της με ένα εμφανώς ονειρικό στοιχείο (οι εφιάλτες και οι πανικοί του γιατρού), καθώς και με ποικίλες στρώσεις λογοτεχνικών και ιστοριογραφικών αναφορών (από Πούσκιν και Σελίν μέχρι Μεγαλέξανδρο και Ταμερλάνο), συνθέτει έναν ευθύς εξαρχής αποσπασματικό και συμπιληματικό μυθοπλαστικό ιστό, που τονίζει ακατάπαυστα στον αναγνώστη τη διαδικασία της κατασκευής του.



Εκείνο που έχει τη μεγαλύτερη σημασία στο μυθιστόρημα της Χουζούρη είναι το σκάλισμα της πληγής ώς το μεδούλι τώρα που ο κύκλος έχει κλείσει οριστικά και η εμπειρία των παλαιότερων μπορεί να γίνει πηγή αναστοχασμού για τους νεότερους, σε μιαν εποχή όπου οι εξόριστοι (πολιτικοί, φυλετικοί και κοινωνικοί εξόριστοι) βρίσκονται και πάλι, έστω και μέσα από εντελώς διαφορετικούς δρόμους, στο προσκήνιο.


Δεν υπάρχουν σχόλια: