ενα εξαιρετικά ενδιαφερον και επικαιρο αρθρο:
αποσπασμα:''
Στο καταπληκτικό μικρό του κείμενο ‘Σημειώσεις ενός Αρθρογράφου’ –γραμμένου τον Φλεβάρη του 1922, όταν οι Μπολσεβίκοι μετά τη νίκη τους στον Εμφύλιο Πόλεμο, παρά όλες τις αντιξοότητες, είχαν υποχρεωθεί να υποχωρήσουν στο πλαίσιο της Νέας Οικονομικής Πολιτικής, επιτρέποντας ένα πολύ ευρύτερο πεδίο αποδοχής της οικονομίας της αγοράς και της ιδιωτικής περιουσίας– ο Λένιν χρησιμοποιεί το μεταφορικό σχήμα του αναρριχητή, ο οποίος πρέπει να υποχωρήσει μετά την πρώτη του προσπάθεια να φθάσει στην κορυφή ενός νέου βουνού, για να περιγράψει τη σημαίνει η υπαναχώρηση στην επαναστατική διαδικασία και πώς μπορεί να υλοποιηθεί χωρίς την οπορτουνιστική εγκατάλειψη της υπόθεσης:
Ας φαντασθούμε έναν άνθρωπο, που αναρριχάται πάνω σ’ ένα ψηλό, απότομο κι ως τότε άβατο βουνό. Ας υποθέσουμε ότι έχει ξεπεράσει πρωτόγνωρες δυσκολίες και κίνδυνους κι ότι έχει πετύχει να φθάσει ψηλότερα από όσο οποιοσδήποτε άλλος ως τότε, αλλά ακόμη δεν έχει φθάσει στην κορυφή. Βρίσκεται σε μια θέση, που όχι μόνο είναι δύσκολο κι επικίνδυνο να προχωρήσει στην κατεύθυνση και κατά μήκος της διαδρομής που επέλεξε, αλλά χωρίς αμφιβολία είναι κι αδύνατο.
Κάτω απ’ αυτές τις περιπτώσεις, γράφει ο Λένιν:
Ο αναρριχητής αναγκάζεται να γυρίσει πίσω, να κατέβει προς τα κάτω, να αναζητήσει έναν άλλο δρόμο, ίσως μακρύτερο, αλλά ένα δρόμο που θα του επιτρέψει να φθάσει στην κορυφή. Η κάθοδος από τα ύψη, όπου δεν έχει φθάσει κανείς άλλος πιο πριν, ίσως να αποδεικνύεται πιο επικίνδυνη και δύσκολη από την άνοδο, για τον φανταστικό ορειβάτη μας –τώρα είναι πιο εύκολο να γλιστρήσει, δεν είναι καθόλου εύκολο να βρει τα πατήματα, δεν υπάρχει εκείνος ο ενθουσιασμός, που αισθάνεται κανείς, όταν πρωτο-ανεβαίνει προς τα πάνω, καθώς κατευθύνεται απευθείας προς το στόχο κ.λπ. Πρέπει να τυλιχθεί στο σχοινί, να ξοδέψει χρόνο σκάβοντας με την ορειβατική σκαπάνη, για να ανοίξει πατήματα ή για να βρει προεξοχές, όπου θα δέσει στέρεα το σχοινί, πρέπει να κινείται στο ρυθμό του σαλιγκαριού, προχωρώντας προς τα κάτω, μακριά από το σκοπό του, χωρίς να γνωρίζει πού αυτή η εξαιρετικά επικίνδυνη κι επώδυνη κατάβαση θα τελειώσει ή κι αν τυχόν υπάρχει μια κάπως ασφαλέστερη παράκαμψη, από την οποία θα μπορούσε στη συνέχεια να ανέβει πιο θαρραλέα, πιο γρήγορα, πιο απευθείας στην κορυφή.Το μόνο φυσιολογικό για τον αναρριχητή, που θα βρισκόταν σε μια τέτοια κατάσταση, θα ήταν να βιώσει ‘στιγμές απελπισίας.’
Ο αναρριχητής αναγκάζεται να γυρίσει πίσω, να κατέβει προς τα κάτω, να αναζητήσει έναν άλλο δρόμο, ίσως μακρύτερο, αλλά ένα δρόμο που θα του επιτρέψει να φθάσει στην κορυφή. Η κάθοδος από τα ύψη, όπου δεν έχει φθάσει κανείς άλλος πιο πριν, ίσως να αποδεικνύεται πιο επικίνδυνη και δύσκολη από την άνοδο, για τον φανταστικό ορειβάτη μας –τώρα είναι πιο εύκολο να γλιστρήσει, δεν είναι καθόλου εύκολο να βρει τα πατήματα, δεν υπάρχει εκείνος ο ενθουσιασμός, που αισθάνεται κανείς, όταν πρωτο-ανεβαίνει προς τα πάνω, καθώς κατευθύνεται απευθείας προς το στόχο κ.λπ. Πρέπει να τυλιχθεί στο σχοινί, να ξοδέψει χρόνο σκάβοντας με την ορειβατική σκαπάνη, για να ανοίξει πατήματα ή για να βρει προεξοχές, όπου θα δέσει στέρεα το σχοινί, πρέπει να κινείται στο ρυθμό του σαλιγκαριού, προχωρώντας προς τα κάτω, μακριά από το σκοπό του, χωρίς να γνωρίζει πού αυτή η εξαιρετικά επικίνδυνη κι επώδυνη κατάβαση θα τελειώσει ή κι αν τυχόν υπάρχει μια κάπως ασφαλέστερη παράκαμψη, από την οποία θα μπορούσε στη συνέχεια να ανέβει πιο θαρραλέα, πιο γρήγορα, πιο απευθείας στην κορυφή.Το μόνο φυσιολογικό για τον αναρριχητή, που θα βρισκόταν σε μια τέτοια κατάσταση, θα ήταν να βιώσει ‘στιγμές απελπισίας.’
Το πιθανότερο, οι στιγμές αυτές θα ήταν περισσότερες και πιο ανυπόφορες, αν θα μπορούσε να ακούσει της φωνές εκείνων από κάτω, που ‘παρακολουθούν την επικίνδυνη κατάβαση με τηλεσκόπιο κι από μια ασφαλή απόσταση’:
Οι φωνές από κάτω αντηχούν με μια μοχθηρή χαρά. Δεν την κρύβουν. Κρυφογελούν χαιρέκακα και φωνάζουν: “Θα πέσει σ’ ένα λεπτό! Περιποιηθείτε τον καλά, τον τρελό!”.’ Άλλοι προσπαθούν να κρύψουν τη μοχθηρή χαιρεκακία τους, συμπεριφερόμενοι ‘περισσότερο σαν τον Ιούδα Γκολόβλυοφ,’ τον διαβόητο υποκριτή γαιοκτήμονα στο μυθιστόρημα του Σάλτυκοφ-Σέντριν, Η Οικογένεια Γκολόβλυοφ:
Στενάζουν κι υψώνουν με λύπη τα μάτια τους στον ουρανό, σαν να έλεγαν: “Μας θλίβει και μόνο το γεγονός να βλέπουμε ότι οι φόβοι μας δικαιολογούνται! .....''
Στενάζουν κι υψώνουν με λύπη τα μάτια τους στον ουρανό, σαν να έλεγαν: “Μας θλίβει και μόνο το γεγονός να βλέπουμε ότι οι φόβοι μας δικαιολογούνται! .....''
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου