αποσπασμα: ΒιογραφίαΓεννήθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 1922 στο χωριό Απείρανθος Νάξου, γιος της Μάχης Ναυπλιώτου και του Νίκου Γλέζου.[1] Το 1935 μετοίκησε στην Αθήνα μαζί με την οικογένειά του, όπου και τελείωσε το γυμνάσιο. Κατά τη διάρκεια της φοίτησής του στο γυμνάσιο, στην Αθήνα, εργάστηκε και ως υπάλληλος φαρμακείου. Το 1939 δημιούργησε μια αντί-φασιστική ομάδα νεολαίας ενάντια στην ιταλική κατοχή της Δωδεκανήσου και τη δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά.
Στην αρχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ζήτησε να ενταχθεί στον ελληνικό στρατό στο αλβανικό μέτωπο, αλλά απορρίφθηκε επειδή ήταν κάτω από το όριο ηλικίας. Aντ’ αυτού, εργάστηκε ως εθελοντής για το ελληνικό Υπουργείο Oικονομικών και από το 1941 ξεκίνησε να σπουδάζει στην ΑΣΟΕΕ. Κατά τη διάρκεια της κατοχής εργάζεται στον δήμο της Αθήνας, ενώ παράλληλα συμμετέχει ενεργά στην αντίσταση. Στις 30 Μαΐου 1941, αυτός και ο Απόστολος Σάντας υπέστειλαν τη γερμανική σημαία με τον φερόμενο αγκυλωτό σταυρό (του Γ' Ράιχ) που βρισκόταν στην Ακρόπολη, κυριολεκτικά κάτω από τα μάτια της εκεί φρουράς.
Το τολμηρό εκείνο επιχείρημα προκάλεσε κύμα ενθουσιασμού τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό που μεταδόθηκε η είδηση. Η πράξη τους ενέπνευσε τους Έλληνες που αντιστέκονταν ενάντια στον κατακτητή που καθιέρωσε και τους δύο ως σύμβολα αντίστασης κατά της χιτλερικής κατοχής. Μάλιστα ο Γάλλος στρατηγός Ντε Γκωλ χαρακτήρισε τον Μανώλη Γλέζο ως "Πρώτο παρτιζάνο της Ευρώπης". Βέβαια το ναζιστικό καθεστώς αποκρίθηκε με την αναζήτηση και καταδίκη των υπευθύνων (του Γλέζου και του Σάντα) σε ερήμην θάνατο. Έτσι ξεκίνησε μια εκτεταμένη αναζήτηση όπου και τελικά, σχεδόν ένα χρόνο μετά, στις 24 Μαρτίου του 1942 ο Μ. Γλέζος και ο συνεργός του συλλαμβάνονται από γερμανικό κλιμάκιο και φυλακίζονται στις φυλακές Αβέρωφ. Εκεί ο Γλέζος μετά από απάνθρωπους βασανισμούς προσβλήθηκε από φυματίωση βαριάς μορφής όπου και αφέθη ελεύθερος.
Στις 21 Απριλίου του 1943 συλλαμβάνεται και πάλι αυτή τη φορά από τους Ιταλούς κατακτητές για ενάντια δράση του, όπου και παρέμεινε στη φυλακή για τρεις μήνες. Έξι μόλις μήνες μετά την απελευθέρωσή του από τους Ιταλούς, στις 7 Φεβρουαρίου του 1944 ξανασυλλαμβάνεται, αυτή τη φορά από συνεργάτες των κατακτητών, για επικίνδυνη αντεθνική δράση όπου και φυλακίζεται για 7,5 μήνες, όταν τελικά κατάφερε να δραπετεύσει στις 21 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους.
Μετά την απελευθέρωση ο Μανώλης Γλέζος ανέλαβε συντάκτης στην εφημερίδα "Ριζοσπάστης" μέχρι τις 10 Αυγούστου του 1947, οπότε και ανέλαβε αρχισυντάκτης και υπεύθυνος της έκδοσης της εφημερίδας[2] μέχρι το κλείσιμό της από τις ελληνικές Αρχές.Στις 3 Μαρτίου 1948 συνελήφθη για τις πολιτικές του πεποιθήσεις του και καταδικάστηκε αρκετές φορές με διάφορες ποινές και μια φορά σε θάνατο (Οκτώβριος 1948) για "αδικήματα τύπου" και μια φορά ακόμη σε θάνατο για παράβαση του Γ' Ψηφίσματος στις 21 Μαρτίου 1949. Εντούτοις, οι ποινές θανάτου του δεν εκτελέσθηκαν, λόγω της δημόσιας κατακραυγής. Οι ποινές του θανάτου του μετατράπηκαν σε μια καταδίκη σε "ισόβια δεσμά" το 1950 όπου τελικά ούτε και αυτή η ποινή εκτελέστηκε αποφυλακισθείς στις 26 Ιουλίου 1954.Αν και φυλακισμένος, ο Μανώλης Γλέζος συμμετείχε στις εκλογές της 9ης Σεπτεμβρίου 1951 όπου και εκλέχτηκε βουλευτής Αθηνών, υπό τη σημαία της Ενωμένης Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ). Με την εκλογή του, πραγματοποίησε 12ήμερη απεργία πείνας με κύριο αίτημα την απελευθέρωση των 10 βουλευτών της ΕΔΑ που βρίσκονταν εξόριστοι. Τελικά το αίτημά του έγινε μερικώς δεκτό απελευθερώθηκαν οι 7 από τους 10 και εκείνος διέκοψε την απεργία.
[Επεξεργασία] 1958 – Η δίκη του Γλέζου και των συνεργατών του
Ο Μανώλης Γλέζος, ήδη λίγο πριν την είσοδο της Ελλάδας στο πόλεμο, ήταν γνωστός για των αριστερών απόψεων τάσεις του. Το 1958, ο Γλέζος μαζί με μερικούς άλλους συνεργάτες του, συλλαμβάνεται στο σπίτι της αδερφής του με τη κατηγορία της κατασκοπείας υπέρ της ΕΣΣΔ.
Κατά σύμπτωση, λίγο πριν τη δίκη του Γλέζου και των συγκατηγορούμενών του, ξεσπά αντιδικία ανάμεσα στις δικαστικές και αστυνομικές αρχές γύρω από τη φυγάδευση του Γερμανού ναζί εγκληματία πολέμου Γκούντερ Κόλβες. Πιστεύοντας ότι με βάση το τότε νομοσχέδιο που μόλις είχε ψηφιστεί από την Ελληνική Βουλή μπορούσε να μετακινείται ανενόχλητος στην Ελληνική Επικράτεια, συμμετείχε στο ράλι Ακρόπολις. Με τη λήξη του ράλι, κατέβηκε στο λιμάνι του Πειραιά για να επιβιβαστεί σε πλοίο για την Ιταλία. Εκεί συλλαμβάνεται από αστυνομικά όργανα, αλλά λίγες ώρες αργότερα αφήνεται ελεύθερος, παρ’ολο που δεν υπήρχε δήλωση της δυτικογερμανικής κυβέρνησης για τους εγκληματίες πολέμου, που να αναφέρεται στον Κόλβες. Άμεση συνέπεια ήταν το ξέσπασμα ενός σκανδάλου με άμεσες συνέπειες στη δίκη του Γλέζου.
Η ένταση ανάμεσα στην Αριστερά και τη Κυβέρνηση Καραμανλή ενισχύεται αν και η Κυβέρνηση έχει αναλάβει την ευθύνη διαφυγής του Κόλβες. Πιο συγκεκριμένα η Αριστερά κατηγορεί τη Κυβέρνηση για προπηλακισμό και βάναυσο παραγκωνισμό της Ελληνικής Δικαιοσύνης και για την ακρίβεια αναφέρει τα εξής: Στη μια περίπτωση, η τακτική δικαιοσύνη παραμερίζεται για να δικαστεί ο Γλέζος από Στρατοδικείο, στην άλλη το Γραφείο Εγκληματιών αγνοείται και παραμερίζεται για να φυγαδευτεί ένας εγκληματίας πολέμου.
Διεθνής κινητοποίηση για το Γλέζο.
----------------------------------------------
Στην αρχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ζήτησε να ενταχθεί στον ελληνικό στρατό στο αλβανικό μέτωπο, αλλά απορρίφθηκε επειδή ήταν κάτω από το όριο ηλικίας. Aντ’ αυτού, εργάστηκε ως εθελοντής για το ελληνικό Υπουργείο Oικονομικών και από το 1941 ξεκίνησε να σπουδάζει στην ΑΣΟΕΕ. Κατά τη διάρκεια της κατοχής εργάζεται στον δήμο της Αθήνας, ενώ παράλληλα συμμετέχει ενεργά στην αντίσταση. Στις 30 Μαΐου 1941, αυτός και ο Απόστολος Σάντας υπέστειλαν τη γερμανική σημαία με τον φερόμενο αγκυλωτό σταυρό (του Γ' Ράιχ) που βρισκόταν στην Ακρόπολη, κυριολεκτικά κάτω από τα μάτια της εκεί φρουράς.
Το τολμηρό εκείνο επιχείρημα προκάλεσε κύμα ενθουσιασμού τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό που μεταδόθηκε η είδηση. Η πράξη τους ενέπνευσε τους Έλληνες που αντιστέκονταν ενάντια στον κατακτητή που καθιέρωσε και τους δύο ως σύμβολα αντίστασης κατά της χιτλερικής κατοχής. Μάλιστα ο Γάλλος στρατηγός Ντε Γκωλ χαρακτήρισε τον Μανώλη Γλέζο ως "Πρώτο παρτιζάνο της Ευρώπης". Βέβαια το ναζιστικό καθεστώς αποκρίθηκε με την αναζήτηση και καταδίκη των υπευθύνων (του Γλέζου και του Σάντα) σε ερήμην θάνατο. Έτσι ξεκίνησε μια εκτεταμένη αναζήτηση όπου και τελικά, σχεδόν ένα χρόνο μετά, στις 24 Μαρτίου του 1942 ο Μ. Γλέζος και ο συνεργός του συλλαμβάνονται από γερμανικό κλιμάκιο και φυλακίζονται στις φυλακές Αβέρωφ. Εκεί ο Γλέζος μετά από απάνθρωπους βασανισμούς προσβλήθηκε από φυματίωση βαριάς μορφής όπου και αφέθη ελεύθερος.
Στις 21 Απριλίου του 1943 συλλαμβάνεται και πάλι αυτή τη φορά από τους Ιταλούς κατακτητές για ενάντια δράση του, όπου και παρέμεινε στη φυλακή για τρεις μήνες. Έξι μόλις μήνες μετά την απελευθέρωσή του από τους Ιταλούς, στις 7 Φεβρουαρίου του 1944 ξανασυλλαμβάνεται, αυτή τη φορά από συνεργάτες των κατακτητών, για επικίνδυνη αντεθνική δράση όπου και φυλακίζεται για 7,5 μήνες, όταν τελικά κατάφερε να δραπετεύσει στις 21 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους.
Μετά την απελευθέρωση ο Μανώλης Γλέζος ανέλαβε συντάκτης στην εφημερίδα "Ριζοσπάστης" μέχρι τις 10 Αυγούστου του 1947, οπότε και ανέλαβε αρχισυντάκτης και υπεύθυνος της έκδοσης της εφημερίδας[2] μέχρι το κλείσιμό της από τις ελληνικές Αρχές.Στις 3 Μαρτίου 1948 συνελήφθη για τις πολιτικές του πεποιθήσεις του και καταδικάστηκε αρκετές φορές με διάφορες ποινές και μια φορά σε θάνατο (Οκτώβριος 1948) για "αδικήματα τύπου" και μια φορά ακόμη σε θάνατο για παράβαση του Γ' Ψηφίσματος στις 21 Μαρτίου 1949. Εντούτοις, οι ποινές θανάτου του δεν εκτελέσθηκαν, λόγω της δημόσιας κατακραυγής. Οι ποινές του θανάτου του μετατράπηκαν σε μια καταδίκη σε "ισόβια δεσμά" το 1950 όπου τελικά ούτε και αυτή η ποινή εκτελέστηκε αποφυλακισθείς στις 26 Ιουλίου 1954.Αν και φυλακισμένος, ο Μανώλης Γλέζος συμμετείχε στις εκλογές της 9ης Σεπτεμβρίου 1951 όπου και εκλέχτηκε βουλευτής Αθηνών, υπό τη σημαία της Ενωμένης Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ). Με την εκλογή του, πραγματοποίησε 12ήμερη απεργία πείνας με κύριο αίτημα την απελευθέρωση των 10 βουλευτών της ΕΔΑ που βρίσκονταν εξόριστοι. Τελικά το αίτημά του έγινε μερικώς δεκτό απελευθερώθηκαν οι 7 από τους 10 και εκείνος διέκοψε την απεργία.
[Επεξεργασία] 1958 – Η δίκη του Γλέζου και των συνεργατών του
Ο Μανώλης Γλέζος, ήδη λίγο πριν την είσοδο της Ελλάδας στο πόλεμο, ήταν γνωστός για των αριστερών απόψεων τάσεις του. Το 1958, ο Γλέζος μαζί με μερικούς άλλους συνεργάτες του, συλλαμβάνεται στο σπίτι της αδερφής του με τη κατηγορία της κατασκοπείας υπέρ της ΕΣΣΔ.
Κατά σύμπτωση, λίγο πριν τη δίκη του Γλέζου και των συγκατηγορούμενών του, ξεσπά αντιδικία ανάμεσα στις δικαστικές και αστυνομικές αρχές γύρω από τη φυγάδευση του Γερμανού ναζί εγκληματία πολέμου Γκούντερ Κόλβες. Πιστεύοντας ότι με βάση το τότε νομοσχέδιο που μόλις είχε ψηφιστεί από την Ελληνική Βουλή μπορούσε να μετακινείται ανενόχλητος στην Ελληνική Επικράτεια, συμμετείχε στο ράλι Ακρόπολις. Με τη λήξη του ράλι, κατέβηκε στο λιμάνι του Πειραιά για να επιβιβαστεί σε πλοίο για την Ιταλία. Εκεί συλλαμβάνεται από αστυνομικά όργανα, αλλά λίγες ώρες αργότερα αφήνεται ελεύθερος, παρ’ολο που δεν υπήρχε δήλωση της δυτικογερμανικής κυβέρνησης για τους εγκληματίες πολέμου, που να αναφέρεται στον Κόλβες. Άμεση συνέπεια ήταν το ξέσπασμα ενός σκανδάλου με άμεσες συνέπειες στη δίκη του Γλέζου.
Η ένταση ανάμεσα στην Αριστερά και τη Κυβέρνηση Καραμανλή ενισχύεται αν και η Κυβέρνηση έχει αναλάβει την ευθύνη διαφυγής του Κόλβες. Πιο συγκεκριμένα η Αριστερά κατηγορεί τη Κυβέρνηση για προπηλακισμό και βάναυσο παραγκωνισμό της Ελληνικής Δικαιοσύνης και για την ακρίβεια αναφέρει τα εξής: Στη μια περίπτωση, η τακτική δικαιοσύνη παραμερίζεται για να δικαστεί ο Γλέζος από Στρατοδικείο, στην άλλη το Γραφείο Εγκληματιών αγνοείται και παραμερίζεται για να φυγαδευτεί ένας εγκληματίας πολέμου.
Διεθνής κινητοποίηση για το Γλέζο.
----------------------------------------------
Παράλληλα με το θέμα της αντιδικίας στο εσωτερικό, έχει ξεσπάσει και αντιδικία με τη Σοβιετική Ένωση και με το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης να αυξάνει. Από τα τέλη Απριλίου αρχίζουν να φτάνουν στην Αθήνα αντιπρόσωποι διεθνών οργανώσεων, οι οποίοι είτε ερευνούν το θέμα είτε προβαίνουν σε αιτήματα για παραπομπή της υπόθεσης σε τακτικά δικαστήρια. Στις αρχές Μαΐου ανακοινώθηκε η ίδρυση Διεθνούς Επιτροπής για την υπεράσπιση του Γλέζου και των συνεργατών του, με έδρα το Παρίσι. Πρόεδρος είναι ο παλαιός Γάλλος πολιτικός Πωλ Μπονκούρ. Ανάμεσα στα ιδρυτικά μέλη ήταν και ο Γάλλος Ζαν-Πωλ Σαρτρ.
Η υπόθεση έτσι πήρε διεθνείς προεκτάσεις. Την περίοδο εκείνη παρατηρούνταν ένα είδος κινητοποίησης η οποία προερχόταν τόσο από τα κομμουνιστικά κόμματα, τα οποία αποτελούσαν το κύριο μοχλό κινητοποίησης, όσο και από τα αντίθετα πολιτικά τους ρεύματα όπως οι φιλελεύθεροι, σοσιαλιστές, συντηρητικοί και ριζοσπάστες. Μέσα από το είδος της κινητοποίησης όλες αυτές οι πολιτικές ομάδες συνεργάστηκαν πιστεύοντας ότι οι πολιτικοί διωγμοί και τα στρατοδικεία υπονομεύουν τη δημοκρατία. Όσο προχωρούσε ο καιρός της ενάρξεως της δίκης – 9 Ιουλίου 1959 – τόσο πιο πολύ εντεινόταν οι κινητοποιήσεις και οι πιέσεις από το εξωτερικό.
Δίκη Γλέζου και στελεχών ΚΚΕ στο Στρατοδικείο
Η δίκη του Γλέζου και άλλων στελεχών του ΚΚΕ αρχίζει στις 9 Ιουλίου 1959, στο Τακτικό Στρατοδικείο Αθηνών. Στο μεταξύ, όλα τα κόμματα της Αντιπολιτεύσεως έχουν ταχθεί εναντίον της παραπομπής πολιτικών υποθέσεων στα στρατοδικεία. Παράλληλα στην Αθήνα αφικνούνται ξένοι νομικοί, εκπρόσωποι οργανώσεων και δημοσιογράφοι.
Σύμφωνα με το βούλευμα, οι πέντε από τους παρόντες κατηγορούμενους και πιο συγκεκριμένα οι: Τρικαλινός, Βουτσάς, Ευθημιάδης, Συγγελάκης και Καρκαγιάνης παραπέμπονται «δια προσφοράν εις κατασκοπείαν», σύμφωνα με το Α.Ν. 375/1936 άρθρο 9ο. Οι υπόλοιποι, ανάμεσα στους οποίους και ο Γλέζος, για παροχή βοήθειας στους προσφερθέντες σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 1 του ιδίου Νόμου.Τα αστυνομικά μέτρα που έχουν παρθεί από τη πρώτη μέρα είναι ιδιαιτέρως εμφανή γύρω από το δικαστήριο, το παλαιό κτήριο του Στρατοδικείου επί της οδού Ακαδημίας. Οι κατηγορούμενοι καταφθάνουν στο στρατιωτικό δικαστήριο με περασμένες τις χειροπέδες στα χέρια τους και ορισμένοι χειροκροτούν με αποτέλεσμα την άμεση σύλληψή τους.
Οι συνήγοροι υπερασπίσεως υποβάλλουν από τη πρώτη στιγμή ενστάσεις αναρμοδιότητας του δικαστηρίου με το δικαιολογητικό ότι ο νόμος Α.Ν. 375 έχει καταργηθεί και ότι το κατηγορητήριο είναι αόριστο, αλλά το δικαστήριο τις απορρίπτει.
Η διάρκεια της δίκης είναι 14 ημέρες. Μέσα στο δικαστήριο παρευρίσκοντο μόνο δημοσιογράφοι, μάρτυρες κατηγορίας, συγγενείς, συνήγοροι και τα αστυνομικά όργανα. Οι μάρτυρες κατηγορίας είναι ανώτατα στελέχη της Ελληνικής Αστυνομίας των οποίων η κύρια ενασχόληση τους είναι η μελέτη της ιστορικής εξέλιξης και των σκοπών του ΚΚΕ, υπό το πρίσμα της Δεξιάς. Ο βασικός μάρτυρας κατηγορίας αστυνόμος Παπασπυρόπουλος καταθέτει , ότι είδε ο ίδιος τον Κολιγιάννη να μπαίνει στο σπίτι της αδερφής του Γλέζου.Από τη παραμονή της δίκης σημειώνεται η πρώτη παρέμβαση της Σοβιετικής Ενώσεως. Ο πρόεδρος του Ανωτάτου Σοβιέτ στρατάρχης Βοροσίλωφ με μήνυμά του στο βασιλιά Παύλο εκφράζει την ανησυχία του για τη τύχη του Γλέζου. Ο υφυπουργός Εξωτερικών Σκεφέρης σε συνάντηση του με το Σοβιετικό Πρεσβευτή δηλώνει ότι ο βασιλιάς δε μπορεί να επέμβει και τούτο διότι το Δημοκρατικό Σύνταγμα της Ελλάδος απαγορεύει την ανάμειξή του στις αποφάσεις της Δικαιοσύνης. Παράλληλα την ίδια ημέρα ο Πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής δηλώνει την έκπληξη του για την κινητοποίηση του Κομμουνισμού για την εν λόγω δίκη κατασκοπίας και καθώς επίσης ότι η Ελληνική Δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητη, αμερόληπτη και δε δέχεται καμία εξωτερική επέμβαση.
Οι περισσότεροι κατηγορούμενοι αναιρούν τις ομολογίες τους και υπερασπίζονται τη πολιτική του ΚΚΕ και ο Μανόλης Γλέζος υπερασπίζει ότι η κατηγορία εναντίον του είναι συκοφαντική και σκοπός της είναι να πληγεί η ΕΔΑ και το δημοσιογραφικό της όργανο η Αυγή. Στην αγόρευσή του ο Βασιλικός Επίτροπος καταφέρθηκε κατά των κομμουνιστικών καθεστώτων, του διεθνούς κομμουνισμού καθώς επίσης και του ΕΑΜ, ΕΛΑΣ και ΚΚΕ. Στην αναφορά του στο πρόσωπο του Γλέζου, ζητά να μη καταδικαστεί για την υπόθεση της κατασκοπείας αλλά διότι γνώριζε και δεν ανέφερε.
Οι ποινές
Στις 22 Ιουλίου το Στρατοδικείο ανακοινώνει την απόφασή του για τις ποινές των κατηγορουμένων. Συγκεκριμένα:
Ο Βουτσάς και ο Τρικαλινός σε ισόβια δεσμά για κατασκοπεία
Ο Συγγελάκης και ο Καρκαγιάννης σε 11 χρόνια κάθειρξη και 5 χρόνια εκτόπιση
Ο Ραγουζαρίδης και ο Μανόλης Γλέζος σε 5 χρόνια φυλάκιση, 4 χρόνια εκτόπιση και 8 χρόνια στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων.
Οι υπόλοιποι 9 απαλλάσσονται των κατηγοριών.
Απελευθερώθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1962 ως αποτέλεσμα της δημόσιας κατακραυγής στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Η Σοβιετική Ταχυδρομική Υπηρεσία εξέδωσε το Δεκέμβριο του 1959 την αναμνηστική σειρά με ένα μόνο γραμματόσημο με τη φιγούρα του Μανόλη Γλέζου.
Ως αντίδραση της συγκεκριμένης έκδοσης, η Ελληνική Κυβέρνηση εξέδωσε σειρά δύο γραμματοσήμων με τη φιγούρα του Ίμρε Νάγκι. Και οι δύο χώρες απέσυραν τις σειρές αμέσως. .......................................
[ Μετά την δίκη
Κατά τη διάρκεια της φυλάκισης του, Γλέζος επανεκλέχθηκε βουλευτής με το ψηφοδέλτιο της ΕΔΑ 1961. Στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, ο Γλέζος συνελήφθη στις 2 τα ξημερώματα, μαζί με το υπόλοιπο των πολιτικών ηγετών. Κατά τη διάρκεια του καθεστώτος των συνταγματαρχών υπέστη ακόμα τέσσερα έτη φυλάκισης και εξορίας μέχρι την απελευθέρωσή του το 1971.
Ο συνολικός χρόνος παραμονής του Μανόλη Γλέζου στις φυλακές είναι 11 έτη και 4 μήνες, ενώ 4 έτη και 6 μήνες συμπλήρωσε στην εξορία. Ο Μανόλης αναλώθηκε σε μια ανεπιτυχή προσπάθεια να αναβιωθεί η ΕΔΑ (στην οποία ήταν γραμματέας έως το 1985 και Πρόεδρος από το 1985 έως το 1989). Για ένα χρονικό διάστημα στην κοινότητα Απειράνθου προσπάθησε να εφαρμόσει ένα τοπικό πείραμα δημοκρατίας σε επίπεδο βάσης. Κατόπιν, κατάργησε ουσιαστικά τα προνόμια του συμβουλίου και εισήγαγε ένα σύστημα με ένα «σύνταγμα» και μια τοπική συνέλευση που είχε το συνολικό έλεγχο της κοινοτικής διοίκησης.
Αυτό το πρότυπο λειτούργησε για αρκετά έτη, αλλά μακροπρόθεσμα το ενδιαφέρον των συγχωριανών του μειώθηκε και η συνέλευση εγκαταλείφθηκε. Στις βουλευτικές εκλογές του 1981 και του 1985, ο Γλέζος εκλέχτηκε μέλος του ελληνικού Κοινοβουλίου, αυτή τη φορά με το ψηφοδέλτιο του ΠΑΣΟΚ. Το 1984 έγινε μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Στις βουλευτικές εκλογές του 2000 εκλέχτηκε με το ψηφοδέλτιο του Συνασπισμού.
Το 2002, διαμόρφωσε την πολιτική ομάδα Ενεργοί Πολίτες. Η πολιτική αυτή ομάδα σε συνεργασία με τον Συνασπισμό και άλλα μικρότερα κόμματα της Αριστεράς, μέσω του ΣΥΡΙΖΑ συμμετείχε στις βουλευτικές εκλογές του 2004.
Επίσης συχνά γράφει άρθρα σε ελληνικές εφημερίδες από το 1942, και έχει δημοσιεύσει πέντε βιβλία στα ελληνικά:
Η ιστορία του βιβλίου (1974)
Από τη δικτατορία στη δημοκρατία (1974)
Το φαινόμενο της αλλοτρίωσης στη γλώσσα (1977)
Η συνείδηση της πετραίας γης (1997)
Εθνική αντίσταση 1940-1945 (2006)
Η υπόθεση έτσι πήρε διεθνείς προεκτάσεις. Την περίοδο εκείνη παρατηρούνταν ένα είδος κινητοποίησης η οποία προερχόταν τόσο από τα κομμουνιστικά κόμματα, τα οποία αποτελούσαν το κύριο μοχλό κινητοποίησης, όσο και από τα αντίθετα πολιτικά τους ρεύματα όπως οι φιλελεύθεροι, σοσιαλιστές, συντηρητικοί και ριζοσπάστες. Μέσα από το είδος της κινητοποίησης όλες αυτές οι πολιτικές ομάδες συνεργάστηκαν πιστεύοντας ότι οι πολιτικοί διωγμοί και τα στρατοδικεία υπονομεύουν τη δημοκρατία. Όσο προχωρούσε ο καιρός της ενάρξεως της δίκης – 9 Ιουλίου 1959 – τόσο πιο πολύ εντεινόταν οι κινητοποιήσεις και οι πιέσεις από το εξωτερικό.
Δίκη Γλέζου και στελεχών ΚΚΕ στο Στρατοδικείο
Η δίκη του Γλέζου και άλλων στελεχών του ΚΚΕ αρχίζει στις 9 Ιουλίου 1959, στο Τακτικό Στρατοδικείο Αθηνών. Στο μεταξύ, όλα τα κόμματα της Αντιπολιτεύσεως έχουν ταχθεί εναντίον της παραπομπής πολιτικών υποθέσεων στα στρατοδικεία. Παράλληλα στην Αθήνα αφικνούνται ξένοι νομικοί, εκπρόσωποι οργανώσεων και δημοσιογράφοι.
Σύμφωνα με το βούλευμα, οι πέντε από τους παρόντες κατηγορούμενους και πιο συγκεκριμένα οι: Τρικαλινός, Βουτσάς, Ευθημιάδης, Συγγελάκης και Καρκαγιάνης παραπέμπονται «δια προσφοράν εις κατασκοπείαν», σύμφωνα με το Α.Ν. 375/1936 άρθρο 9ο. Οι υπόλοιποι, ανάμεσα στους οποίους και ο Γλέζος, για παροχή βοήθειας στους προσφερθέντες σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 1 του ιδίου Νόμου.Τα αστυνομικά μέτρα που έχουν παρθεί από τη πρώτη μέρα είναι ιδιαιτέρως εμφανή γύρω από το δικαστήριο, το παλαιό κτήριο του Στρατοδικείου επί της οδού Ακαδημίας. Οι κατηγορούμενοι καταφθάνουν στο στρατιωτικό δικαστήριο με περασμένες τις χειροπέδες στα χέρια τους και ορισμένοι χειροκροτούν με αποτέλεσμα την άμεση σύλληψή τους.
Οι συνήγοροι υπερασπίσεως υποβάλλουν από τη πρώτη στιγμή ενστάσεις αναρμοδιότητας του δικαστηρίου με το δικαιολογητικό ότι ο νόμος Α.Ν. 375 έχει καταργηθεί και ότι το κατηγορητήριο είναι αόριστο, αλλά το δικαστήριο τις απορρίπτει.
Η διάρκεια της δίκης είναι 14 ημέρες. Μέσα στο δικαστήριο παρευρίσκοντο μόνο δημοσιογράφοι, μάρτυρες κατηγορίας, συγγενείς, συνήγοροι και τα αστυνομικά όργανα. Οι μάρτυρες κατηγορίας είναι ανώτατα στελέχη της Ελληνικής Αστυνομίας των οποίων η κύρια ενασχόληση τους είναι η μελέτη της ιστορικής εξέλιξης και των σκοπών του ΚΚΕ, υπό το πρίσμα της Δεξιάς. Ο βασικός μάρτυρας κατηγορίας αστυνόμος Παπασπυρόπουλος καταθέτει , ότι είδε ο ίδιος τον Κολιγιάννη να μπαίνει στο σπίτι της αδερφής του Γλέζου.Από τη παραμονή της δίκης σημειώνεται η πρώτη παρέμβαση της Σοβιετικής Ενώσεως. Ο πρόεδρος του Ανωτάτου Σοβιέτ στρατάρχης Βοροσίλωφ με μήνυμά του στο βασιλιά Παύλο εκφράζει την ανησυχία του για τη τύχη του Γλέζου. Ο υφυπουργός Εξωτερικών Σκεφέρης σε συνάντηση του με το Σοβιετικό Πρεσβευτή δηλώνει ότι ο βασιλιάς δε μπορεί να επέμβει και τούτο διότι το Δημοκρατικό Σύνταγμα της Ελλάδος απαγορεύει την ανάμειξή του στις αποφάσεις της Δικαιοσύνης. Παράλληλα την ίδια ημέρα ο Πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής δηλώνει την έκπληξη του για την κινητοποίηση του Κομμουνισμού για την εν λόγω δίκη κατασκοπίας και καθώς επίσης ότι η Ελληνική Δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητη, αμερόληπτη και δε δέχεται καμία εξωτερική επέμβαση.
Οι περισσότεροι κατηγορούμενοι αναιρούν τις ομολογίες τους και υπερασπίζονται τη πολιτική του ΚΚΕ και ο Μανόλης Γλέζος υπερασπίζει ότι η κατηγορία εναντίον του είναι συκοφαντική και σκοπός της είναι να πληγεί η ΕΔΑ και το δημοσιογραφικό της όργανο η Αυγή. Στην αγόρευσή του ο Βασιλικός Επίτροπος καταφέρθηκε κατά των κομμουνιστικών καθεστώτων, του διεθνούς κομμουνισμού καθώς επίσης και του ΕΑΜ, ΕΛΑΣ και ΚΚΕ. Στην αναφορά του στο πρόσωπο του Γλέζου, ζητά να μη καταδικαστεί για την υπόθεση της κατασκοπείας αλλά διότι γνώριζε και δεν ανέφερε.
Οι ποινές
Στις 22 Ιουλίου το Στρατοδικείο ανακοινώνει την απόφασή του για τις ποινές των κατηγορουμένων. Συγκεκριμένα:
Ο Βουτσάς και ο Τρικαλινός σε ισόβια δεσμά για κατασκοπεία
Ο Συγγελάκης και ο Καρκαγιάννης σε 11 χρόνια κάθειρξη και 5 χρόνια εκτόπιση
Ο Ραγουζαρίδης και ο Μανόλης Γλέζος σε 5 χρόνια φυλάκιση, 4 χρόνια εκτόπιση και 8 χρόνια στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων.
Οι υπόλοιποι 9 απαλλάσσονται των κατηγοριών.
Απελευθερώθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1962 ως αποτέλεσμα της δημόσιας κατακραυγής στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Η Σοβιετική Ταχυδρομική Υπηρεσία εξέδωσε το Δεκέμβριο του 1959 την αναμνηστική σειρά με ένα μόνο γραμματόσημο με τη φιγούρα του Μανόλη Γλέζου.
Ως αντίδραση της συγκεκριμένης έκδοσης, η Ελληνική Κυβέρνηση εξέδωσε σειρά δύο γραμματοσήμων με τη φιγούρα του Ίμρε Νάγκι. Και οι δύο χώρες απέσυραν τις σειρές αμέσως. .......................................
[ Μετά την δίκη
Κατά τη διάρκεια της φυλάκισης του, Γλέζος επανεκλέχθηκε βουλευτής με το ψηφοδέλτιο της ΕΔΑ 1961. Στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, ο Γλέζος συνελήφθη στις 2 τα ξημερώματα, μαζί με το υπόλοιπο των πολιτικών ηγετών. Κατά τη διάρκεια του καθεστώτος των συνταγματαρχών υπέστη ακόμα τέσσερα έτη φυλάκισης και εξορίας μέχρι την απελευθέρωσή του το 1971.
Ο συνολικός χρόνος παραμονής του Μανόλη Γλέζου στις φυλακές είναι 11 έτη και 4 μήνες, ενώ 4 έτη και 6 μήνες συμπλήρωσε στην εξορία. Ο Μανόλης αναλώθηκε σε μια ανεπιτυχή προσπάθεια να αναβιωθεί η ΕΔΑ (στην οποία ήταν γραμματέας έως το 1985 και Πρόεδρος από το 1985 έως το 1989). Για ένα χρονικό διάστημα στην κοινότητα Απειράνθου προσπάθησε να εφαρμόσει ένα τοπικό πείραμα δημοκρατίας σε επίπεδο βάσης. Κατόπιν, κατάργησε ουσιαστικά τα προνόμια του συμβουλίου και εισήγαγε ένα σύστημα με ένα «σύνταγμα» και μια τοπική συνέλευση που είχε το συνολικό έλεγχο της κοινοτικής διοίκησης.
Αυτό το πρότυπο λειτούργησε για αρκετά έτη, αλλά μακροπρόθεσμα το ενδιαφέρον των συγχωριανών του μειώθηκε και η συνέλευση εγκαταλείφθηκε. Στις βουλευτικές εκλογές του 1981 και του 1985, ο Γλέζος εκλέχτηκε μέλος του ελληνικού Κοινοβουλίου, αυτή τη φορά με το ψηφοδέλτιο του ΠΑΣΟΚ. Το 1984 έγινε μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Στις βουλευτικές εκλογές του 2000 εκλέχτηκε με το ψηφοδέλτιο του Συνασπισμού.
Το 2002, διαμόρφωσε την πολιτική ομάδα Ενεργοί Πολίτες. Η πολιτική αυτή ομάδα σε συνεργασία με τον Συνασπισμό και άλλα μικρότερα κόμματα της Αριστεράς, μέσω του ΣΥΡΙΖΑ συμμετείχε στις βουλευτικές εκλογές του 2004.
Επίσης συχνά γράφει άρθρα σε ελληνικές εφημερίδες από το 1942, και έχει δημοσιεύσει πέντε βιβλία στα ελληνικά:
Η ιστορία του βιβλίου (1974)
Από τη δικτατορία στη δημοκρατία (1974)
Το φαινόμενο της αλλοτρίωσης στη γλώσσα (1977)
Η συνείδηση της πετραίας γης (1997)
Εθνική αντίσταση 1940-1945 (2006)
Λάκης Σάντας
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Λάκης (Απόστολος) Σάντας γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου 1922 στην Πάτρα, όπου τότε υπηρετούσε ο πατέρας του ως δημόσιος υπάλληλος. Οι γονείς του ήταν Λευκαδίτες. Λίγον καιρό μετά η οικογένεια Σάντα εγκαθίσταται στην Αθήνα. Τελειώνει το γυμνάσιο το 1940 και αμέσως μετά εισάγεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Θα αποφοιτήσει μετά την απελευθέρωση. Τη νύχτα της 30ής προς 31η Μαΐου 1941, θα κατεβάσει, μαζί με το φίλο του Μανόλη Γλέζο τη χιτλερική σημαία από το βράχο της Ακρόπολης. Το 1942 εντάσσεται στο ΕΑΜ και λίγο αργότερα στην ΕΠΟΝ. Το 1943 βγαίνει στο βουνό με τον ΕΛΑΣ. Πήρε μέρος σε αρκετές μάχες στην Αιτωλοακαρνανία, τη Φθιώτιδα και την Αττικοβοιωτία και το 1944 τραυματίστηκε. Το 1946 εξορίζεται στην Ικαρία. Το 1947 φυλακίζεται στην Ψυττάλεια απ’ όπου το 1948 στέλνεται στην Μακρόνησο. Θα διαφύγει στην Ιταλία και θα ζητήσει πολιτικό άσυλο στον Καναδά, όπου θα ζήσει μέχρι το 1962. Το 1963 επιστρέφει στην Ελλάδα όπου έκτοτε ζει μόνιμα.
Ο ίδιος εξιστόρησε το εγχείρημα υποστολής της σημαίας και ορισμένα περιστατικά από τη δράση του στην Εθνική Αντίσταση, στον Ηλία Πετρόπουλο.
Η αφήγησή του
Όταν το Μέτωπο της Μακεδονίας έσπασε και η Μπότα των Ναζί κατέβαινε και μας πλάκωνε στο στήθος, η πρώτη μου σκέψη ήταν να φύγω με τα υποχωρούντα στρατεύματα για την Αίγυπτο για να συνεχίσω εκεί τον πόλεμο. Λογάριασα, όμως, χωρίς τα Στούκας, τα οποία δεν άφησαν ούτε καρυδότσουφλο στον Σαρωνικό κόλπο. Κι έτσι, ανάμεσα στις φλόγες και στις βόμβες των Στούκας, είδα να βυθίζονται οι ελπίδες μου για την Αίγυπτο, κι έμεινα.Μπήκαν στην Αθήνα μας μια Κυριακή κι έστησαν αμέσως την πολεμική τους σημαία σ' έναν ψηλό κοντό, πάνω στα αθάνατα μάρμαρα της Ακρόπολης. [[Κατηγορία:]]Άπειρα μάτια ελληνικά εδάκρυσαν το πρωινό εκείνο, βλέποντας το σύμβο- λο των Ούννων να λερώνει το μοναδικό μνημείο του πολιτισμού και της λευτεριάς, τον Παρθενώνα.Έτσι εδάκρυσαν και τα δικά μου. Μα... ύστερα τα βλέφαρά μου σφίχτηκαν κι άστραψαν από μια φλόγα που θα μπορούσε να λιώσει και ατσάλι ακόμη, κι ήταν αυτή, η φλόγα της συγκρατημένης λύσσας εναντίον τους.Ήταν η φλόγα που μου έλεγε ότι κάτι πρέπει να τους κάνω. Κάτι μεγάλο, κάτι που να τους μαστιγώσει σε εκείνα τα αγέρωχα γουρουνίσια μούτρα τους, κάτι προσβλητικό, κάτι που να τους κάνει να κατεβάσουν εκείνα τα κρύα γαλανά, χωρίς οίκτο κτηνώδη μάτια τους. Κάτι συμβολικό που να τους χτυπήσει όλους μαζί σαν χώρα, σαν λαό, και προ παντός, σαν στρατό.Την ίδια φλόγα είδα τότε στα μάτια πολλών φίλων μου, αλλά προ παντός τη διέκρινα και την γνώρισα στα μάτια του Μανώλη του Γλέζου, του συμμαθητή μου. Κυτταχτήκαμε στα μάτια και χωρίς κουβέντες συνεννοηθήκαμε. Αρχίσαμε να σκεφτόμαστε τι θα κάνομε. Εν τω μεταξύ, οι Ναζίδες είχαν αρχίσει επιχειρήσεις εναντίον της Κρήτης. Πηγαίναμε στο Φάληρο μόνοι μας και μπρος στα αφρισμένα κύματα σκεφτόμαστε τι να τους κάνομε ακούγοντας από πάνω μας τη Λουφτβάφε να μεταφέρει αλεξιπτωτιστές για την Κρήτη.Οι μέρες περνούσαν... Είχε περάσει ένας μήνας που κατέλαβαν την Αθήνα και η Κρήτη είχε λυγίσει. Πολεμούσαν ακόμη τα παλικάρια μας μαζί με τους Εγγλέζους σε μερικά σημεία.Κι έξαφνα ένα δειλινό που ήμαστε στο Ζάππειο και ο ήλιος έγερνε λούζοντας τον ορίζοντα με εκείνα τα χρώματα που μόνο ο αττικός ουρανός έχει, τα μάτια μας γύρισαν στον βράχο της Ακροπόλεως. Μέσα στο υπέροχο φόντο της δύσης σταθήκαμε και κυττούσαμε. Και τότε... το βλέμμα μας έπεσε πάνω στη σημαία τους που υπερήφανα κυμάτιζε ψηλά-ψηλά και η βαριά σκιά της πλάκωνε καταθλιπτικά όλη την Αθήνα, όλη την αττική γη.Να τι πρέπει να τους κάνομε! Ήρθε η σκέψη σαν σπίθα. Να τους την πάρομε. Να την γκρεμίσομε και να την ξεσχίσομε και να πλύνομε έτσι τη βρωμιά από τον Ιερό Βράχο. Την είχαν στήσει αυτήν την ίδια την πολεμική τους σημαία οι Ναζί θριαμβευτικά ως τότε στη Βαρσοβία, στη Βιέννη, στην Αμβέρσα, στη Νορβηγία, στο Παρίσι και στο Βελιγράδι και απειλούσαν να τη στήσουν σε όλο τον κόσμο τότε. Μα εδώ είναι Ελλάδα. Είναι η μικρή χώρα που απ' αυτή ξεπετάχτηκε η φλόγα του Πολιτισμού. Είναι η χώρα που δίνει το παράδειγμα πάντα στις κρίσιμες στιγμές της Ιστορίας.Ήταν πολύ απλό μα και πολύ Μεγάλο. Μια σημαία σήκωσε στις 25 Μαρτίου 1821 ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, μια σημαία θα κατεβάζαμε και μεις στις 31 Μαϊου 1941. Συμβολικό το πρώτο, συμβολικό και το δεύτερο. Μια φούχτα άνθρωποι τότε απειλούσαν την Πανίσχυρη Τουρκική Αυτοκρατορία. Δυο παιδιά εμείς, θα προσβάλλαμε το φοβερό τότε Γ΄ Ράιχ. Και βάλαμε σ' ενέργεια αμέσως το σχέδιο.Πήραμε απ' την Εθνική Βιβλιοθήκη τη Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια και διαβάσαμε στη λέξη Ακρόπολις. Εκεί είδαμε όλες τις σπηλιές ή τρύπες που έχει ο βράχος της Ακροπόλεως από την εποχή εκείνη και καταλάβαμε ότι μόνον από ένα σπήλαιο -που είναι στο εσωτερικό του βράχου της Ακροπόλεως και λέγεται Πανδρόσειον άντρον" και στο οποίο κατά τη Μυθολογία εκατοικούσε ο ιερός όφις της θεάς Αθηνάς και του πήγαιναν οι ιέρειες του ναού του Παρθενώνα και έτρωγε μηλόπιττες στις εορτές των Παναθηναίων- ότι μόνον απ' αυτήν την τρύπα, που έβγαινε σε ένα βάθρο δίπλα στο Ερεχθείο, θα μπορούσαμε να ανεβούμε στην Ακρόπολη χωρίς να μας δουν οι Γερμανοί φρουροί. Την άλλη μέρα κιόλας πήγαμε και ανεβήκαμε σαν επισκέπτες στην Ακρόπολη και είδαμε πού ακριβώς είναι αυτή η σπηλιά από την οποία θα ανεβαίναμε την νύκτα. Πέρασε κι αυτή η ημέρα και ήλθε η επομένη, η 30ή Μαϊου 1941. Είχαμε ακούσει το βράδυ από το ραδιόφωνο το Λονδίνο που μας είπε ότι η Κρήτη εγκατελείφθη πια.Πρωί πρωί οι Ούννοι με τις εφημερίδες τους και με προκηρύξεις μας ανήγγειλαν γεμάτοι κομπασμό και υπερηφάνεια ότι κατέλαβαν και την τελευταία γωνιά της Ελλάδας, την ηρωική Κρήτη.Δεν ξέρω τι ήταν εκείνο που ένιωθα, μα μου φαίνεται πως ήταν ένα παράπονο μαζί με δυνατό πυρετό. Περίμενα μ' αγωνία να βραδιάσει. Επιτέλους βράδιασε. Συναντηθήκαμε με τον Μανώλη και ξεκινήσαμε. Όπλα δεν είχαμε τότε. Είχα πάρει μαζί μου μόνον ένα φαναράκι ηλεκτρικό κι ένα μαχαιράκι. Φτάσαμε. Κάναμε μια βόλτα στα Προπύλαια μέχρι να φτάσει η ώρα 9:30 μ.μ. Τότε είδαμε τους Γερμαναράδες να είναι μαζεμένοι μέσα στο δωμάτιο της εισόδου και να πίνουν κρασί και μπίρες, έχοντας και μερικές κακές Ελληνίδες, απ' αυτές που πουλάν τον έρωτά τους στα Προπύλαια που είχαν το Φρουραρχείο. Ακούγαμε απόμακριά τα κτηνώδη χάχανά τους και τα τραγούδια τους και σφίγγαμε ακόμη περισσότερο τα δόντια μας. Όταν έφτασε η ώρα, κυτταχθήκαμε. Ίσως να μην ξαναβλέπαμε τον ήλιο ν' ανατέλλει. Είναι αλήθεια ότι νιώθαμε ένα δυνατό χτυποκάρδι μα αυτό δεν ακουγόταν παραέξω. Τα στήθη μας τα ελληνικά το πνίγανε. Είναι γλυκός ο θάνατος όταν πεθαίνεις για τα ιδανικά σου. Σ' αυτές τις στιγμές δεν έχεις παρά να θυμηθείς την Ιστορία. Να θυμηθείς τον Λεωνίδα στις Θερμοπύλες, να θυμηθείς τον Αθανάσιο Διάκο ή το Μεσολόγγι ή τον πόλεμο της Αλβανίας κι είσαι εντάξει. Σφίξαμε τα χέρια, πηδήξαμε τα σύρματα, μπήκαμε ανάμεσα στα δέντρα. Συρθήκαμε με την κοιλιά και φτάσαμε στη σπηλιά. Μπήκαμε μέσα ψηλαφητά κρατώντας και την αναπνοή μας ακόμη. Αρχίσαμε να σκαρφαλώνομε ως τα μαδέρια της σκαλωσιάς που είχαν φτιάξει οι αρχαιολόγοι για ανασκαφές.Κάτω μας το βάραθρο άνοιγε το μαύρο του στόμα να μας καταπιεί στο πρώτο ξεγλίστρημα. 40 μέτρα κάτω κατέβαινε η σπηλιά και κατόπιν ανοιγότανε το χείλος ενός ξεροπήγαδου, άλλα καμιά δεκαριά μέτρα. Σιγά-σιγά σκαρφαλώσαμε και κάνοντας μια τελευταία έλξη βγήκαμε στο επάνω βάθρο. Ανεβήκαμε μερικά μαρμάρινα σκαλιά και σηκώσαμε τα κεφάλια μας να δούμε.Ήταν ένα τέταρτο το φεγγάρι. Και καθώς το ασημένιο του φως έλουζε τα ιερά εκείνα μνημεία του άπαντου της Τέχνης και της Ομορφιάς, νιώσαμε μέσα μας ν' ατσαλώνομε. Είδαμε με τα μάτια της ψυχής μας τους αθάνατους προγόνους μας να στέκονται σιωπηλοί και μεγαλοπρεπείς μες στις χλαμύδες τους τριγύρω μας και να μας κυττάνε ερωτηματικά αν θα κάνομε το καθήκον μας ή όχι. Αν και δεν πολυπιστεύω στο μοιραίο, εν τούτοις εκείνες τις στιγμές νομίζω ότι το μοιραίο της φυλής μας έριξε τον κλήρο σε μας...Προχωρήσαμε συρτά με την κοιλιά. Μας χώριζαν περίπου 50-60 μέτρα απ' τον κοντό που είχαν τη σημαία τους. Χωριστήκαμε και πηγαίναμε ανάμεσα στα μάρμαρα, πετώντας κάθε τόσο πέτρες μήπως ήταν κανένας Γερμανός σκοπός κρυμμένος. Όταν φτάσαμε κοντά στον κοντό είδαμε την ξύλινη σκοπιά τους. Πετάξαμε πάλι κάνα-δυο πέτρες κι όταν είδαμε ότι ήταν ησυχία σηκωθήκαμε όρθιοι και προχωρήσαμε θαρρετά. Φτάσαμε στον κοντό.Ψηλά κυμάτιζε η σημαία τους. Λύσαμε το συρματόσχοινο και τραβήξαμε για να την κατεβάσομε. Μα την είχαν μπλέξει στην κάτω άκρη της με τα τρία συρματόσχοινα που στήριζαν τον κοντό. Κρεμόμαστε κι οι δυο για να την κατεβάσομε μα δεν κατέβαινε. Αρχίσαμε τότε με τη σειρά να σκαρφα- λώνομε στον σιδερένιο κοντό για να την φτάσομε και να την κόψομε. Μα ήταν 20 μέτρα ο κοντός και λείος κι ήταν αδύνατο να την φτάσομε. Κουρασμένοι σταθήκαμε για λίγο κι απογοητευτήκαμε, σκεφτόμαστε τι να κάνομε.Να φύγομε χωρίς την σημαία τους λάφυρο, δεν το σκεφτήκαμε ούτε μια στιγμή. Και μέσα στην ένταση της σκέψης μας, σκεφτήκαμε ότι πρέπει να σπάσομε τα τρία συρματόσχοινα για να μπορέσομε να την κατεβάσομε.Αρχίσαμε τότε με τα χέρια μας, με τα δόντια μας, με ό,τι μπορούσαμε να προσπαθούμε να ξεκολλήσομε τα συρματόσχοινα απ' τους σκουρασμένους χαλκάδες με τους οποίους κρατιότανε στα γύρω μάρμαρα. Κραυγή ενθουσιασμού μου ξέφυγε όταν έσπασε το πρώτο. Κατόπιν έσπασε και το δεύτερο και μετά το τρίτο. Αμέσως ξεμπλέξαμε τα συρματόσχοινα και τότε το μισητό σύμβολο του φασισμού κατέβηκε. Ήταν μια τεράστια σημαία 4 μ. μήκος και 2 μ. πλάτος. Στη μέση είχε τον αγκυλωτό σταυρό και στην απάνω άκρη τον γοτθικό πολεμικό σταυρό του Κάιζερ.Με λύσσα την κόψαμε απ' το συρματόσχοινο και την μαζέψαμε. Σχίσαμε από ένα κομμάτι απ' τον αγκυλωτό σταυρό. Την υπόλοιπη την κάναμε ρολό και την πήραμε. Είχαν περάσει τρεις ώρες περίπου απ' την ώρα που είχαμε ξεκινήσει. Το φεγγάρι είχε χαθεί και μαζί μ' αυτό και οι οπτασίες των προγόνων μας ευχαριστημένες. Ο αέρας μας δρόσιζε τα φλογισμένα πρόσωπά μας και μας έφερνε από μακριά τα χάχανα των Γερμαναράδων."Α! τώρα γελάστε και τραγουδείστε όσο θέλετε, αύριο το πρωί θα τα πούμε", σκέφτηκα.Κατεβήκαμε απ' το ίδιο μέρος. Για να την πάρομε μαζί μας ήταν αδύνατο γιατί η ώρα της κυκλοφορίας είχε περάσει. Τότε αποφασίσαμε να την κρύψομε μέσα στην ίδια τη σπηλιά, κάτω στο ξεροπήγαδο. Κατεβήκαμε σιγά σιγά μέχρι κάτω, φτάσαμε στο χείλος του ξεροπήγαδου και την πετάξαμε όπως ήταν, τυλιγμένη σε μπόγο, μέσα. Ακούσαμε τον γδούπο της και ησυχάσαμε.Ανεβήκαμε πάλι και φύγαμε σιγά σιγά, πηγαίνοντας σύρριζα στον τοίχο και προσέχοντας μην συναντήσομε καμιά γερμανική περίπολο. Όταν βρισκόμαστε στη μέση του δρόμου περίπου για το σπίτι μας, μας σταμάτησε ξαφνικά με το πιστόλι στο χέρι ένας Έλληνας αστυνομικός που φύλαγε σκοπός σ' ένα δημόσιο ταμείο.Στην αρχή σκέφτηκα να του επιτεθώ με το μαχαίρι. Αλλά κατόπιν του μιλήσαμε ευγενικά και θαρρετά και του δώσαμε να καταλάβει ότι πρέπει να μας αφήσει να πάμε στα σπίτια μας χωρίς βέβαια να του πούμε τίποτε για το ζήτημα της σημαίας. Μας άφησε και φύγαμε. Φτάσαμε στα σπίτια μας, καθησυχάσαμε τους δικούς μας που μας περίμεναν γεμάτοι αγωνία μη ξέροντας πού είμαστε. Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα. Και το πρωί ήρθε ο Μανώλης και ανεβήκαμε στην ταράτσα του σπιτιού μου και κυττούσαμε την Ακρόπολη. Μέχρι τις 11 π.μ. της 31ης δεν υπήρχε σημαία στην Ακρόπολη, όπως έλεγαν τώρα τελευταία μετά την απελευθέρωση οι Έλληνες φύλακες της Ακροπόλεως. Η γερμανική φρουρά, η οποία απετελείτο από 20 περίπου άνδρες τα είχε χάσει. Πανικός στο γερμανικό στρατηγείο. Οι κούρσες πήγαιναν κι έρχονταν. Τι έγινε η πολεμική τους σημαία; Ποιος τόλμησε να την πειράξει; Κατά τις 11 η ώρα πήγαν και βάλαν μιαν άλλη στη θέση της πιο μικρή. Με τις απογευματινές εφημερίδες βροντοφωνήσανε οι Γερμανοί τις κυρώσεις τους. Επήραν τα δακτυλικά μας αποτυπώματα απ' το σιδερένιο κοντό και μας κατεδίκασαν ερήμην σε θάνατο (γιατί δεν μας ήξεραν). Επίσης όλους τους τυχόν συνενόχους μας. Μας επικήρυξαν και με χρηματικό ποσόν. Περιόρισαν τις ώρες κυκλοφορίας των πολιτών και απέλυσαν τον αρχηγό της Αστυνομίας και τους διοικητές των αστυνομικών τμημάτων της περιφερείας της Ακροπόλεως.Επίσης, συνέλαβαν όλους τους Έλληνες φύλακες της Ακροπόλεως, τους οποίους όμως άφησαν ελευθέρους, αφού εξήτασαν τα αποτυπώματά τους και τους ανέκριναν, τη δε φρουρά τους την κατεδίκασαν εις θάνατον και την εξετέλεσαν. Μου φαίνεται πως βγήκαν λίγο ξινά τα γλέντια των Γερμαναράδων για τον θρίαμβο της Κρήτης... Αμέσως το νέο διαδόθηκε σαν αστραπή στην Αθήνα και στον Πειραιά και στα περίχωρα και κατόπιν σ' ολόκληρη την Ελλάδα. Το Λονδίνο και το Κάιρο την άλλη νύχτα έπλεξαν εγκώμια γι' αυτό.Θα νιώσω άραγε άλλη φορά τα συναισθήματα που ένιωθα εκείνες τις ημέρες όταν άκουγα γύρω μου παντού τους Έλληνες με υπερηφάνεια και ειρωνεία για τους Γερμανούς να μιλούν για το γεγονός αυτό και να το χαρακτηρίζουν παίρνοντας κουράγιο για την αρχή του καινούργιου πολέμου της Αντίστασης. Έβλεπες παντού τον κόσμο να έχει αναθαρρήσει, να περπατάει με ψηλά το κεφάλι, ξέροντας καλά ότι το καζάνι άρχισε να βράζει πάλι...Κι έτσι αρχίσαμε...Έπειτα από 8 μήνες επεχείρησα να φύγω για την Αίγυπτο για να πάω στο στρατό να πολεμήσω πιο ενεργά μαζί με τον Μανώλη κι έναν άλλο φίλο μου. Μα, ύστερα από προδοσία, μας έπιασαν οι Γερμανοί. Μας κλείσανε στις φυλακές. Τότε σκέφτηκα ότι αν είχαν την εξυπνάδα να παραβάλουν τα δακτυλικά μας αποτυπώματα, όλα θα τελείωναν. Αλλά δεν την είχαν, ευτυχώς.Καθίσαμε λίγο καιρό στις φυλακές, όπου περάσαμε του κόσμου τα μαρτύρια (ξύλο ανηλεές, σχεδόν καθημερινό ντους με κρύο νερό έξω στο κρύο κ.λπ.) αποτέλεσμα των οποίων ήταν, όταν βγήκαμε, τον Απρίλιο του 1942, ύστερα από μια αμνηστία που μας συμπεριέλαβε, να κάνει ο Μανώλης αιμοπτύσεις.Μόλις βγήκα απ' τη φυλακή, οργανώθηκα για καλά (είχε φουντώσει εν τω μεταξύ το κίνημα της Αντίστασης) κι άρχισα να κάνω χίλιες δουλειές, από κόλλημα προκηρύξεων και γράψιμο στον τοίχο μέχρι μεταφορά όπλων και κρύψιμο, κ.λπ.Το καλοκαίρι του 1943 ένας χαφιές των SS με γνώρισε και κουβάλησε αρκετούς από δαύτους να με πιάσουν. Τους ξέφυγα, πηδώντας από παράθυρο σε παράθυρο κι από ταράτσα σε ταράτσα και βγήκα στο Αντάρτικο. Κατατάχθηκα στον ΕΛΑΣ και τοποθετήθηκα στην περιοχή Στερεάς Ελλάδας.Έλαβα μέρος σε αρκετές μάχες παρατάξεως με τους Ναζίδες και σε πολλές επικίνδυνες αποστολές και κανόνισα αρκετούς Γερμαναράδες, τραυματίσθηκα δε στο στήθος (αριστερό ημιθωράκιο) πάνω απ' την καρδιά από τυφλό τραύμα βλήματος. Αυτή είναι η ιστορία της συμβολής μου στην Αντίσταση του λαού μας, εν ολίγοις. Αλλά τι είναι αυτά μπροστά στις υπέροχες σελίδες που έχει γράψει ο ελληνικός λαός στα τέσσερα αυτά χρόνια της πιο σκληρής και ανελέητης σκλαβιάς που είδαμε ποτέ στην ιστορία μας; Κάθε πέτρα και κάθε αγκωνάρι, κάθε δρόμος και κάθε πεζοδρόμιο έχει γραμμένη απάνω μιαν ολόκληρη ιστορία ηρωισμού και θυσίας για τη λευτεριά, από γνωστούς και άγνωστους μάρτυρες, ήρωες, ατσάλινες ψυχές που ξεψυχάγανε προφέροντας το όνομα της Ελλάδας μας και φωνάζοντας "Θάνατος στο φασισμό!!!". Οι βουνοκορφές πάλι κι οι ράχες αχολογούν ακόμα απ' τις κλαγγές των όπλων κι απ' τα κλέφτικα τραγούδια των λεβεντόκορμων ανταρτών και κάθε στενό και κάθε ρέμα μυρίζει μπαρούτι ακόμη, απ' αυτό που έπεφτε καυτό απάνω στις γερμανικές φάλαγγες κάθε λεπτό και τους έκανε, αλαφιασμένοι να μην ξέρουν από πού να φυλαχτούν, νομίζοντας ότι κάθε πεύκο και κάθε έλατο ζωντανεύει κι είναι αντάρτης, εκδικητής!!!Θα μπορούσα να λέω ολόκληρα μερόνυχτα, είναι τόσα πολλά.
Πηγές
(Πηγή: εφημερίδα «Ελευθεροτυπία»)
Ανακτήθηκε από "http://el.wikipedia.org/wiki/Λάκης_Σάντας"
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Λάκης (Απόστολος) Σάντας γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου 1922 στην Πάτρα, όπου τότε υπηρετούσε ο πατέρας του ως δημόσιος υπάλληλος. Οι γονείς του ήταν Λευκαδίτες. Λίγον καιρό μετά η οικογένεια Σάντα εγκαθίσταται στην Αθήνα. Τελειώνει το γυμνάσιο το 1940 και αμέσως μετά εισάγεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Θα αποφοιτήσει μετά την απελευθέρωση. Τη νύχτα της 30ής προς 31η Μαΐου 1941, θα κατεβάσει, μαζί με το φίλο του Μανόλη Γλέζο τη χιτλερική σημαία από το βράχο της Ακρόπολης. Το 1942 εντάσσεται στο ΕΑΜ και λίγο αργότερα στην ΕΠΟΝ. Το 1943 βγαίνει στο βουνό με τον ΕΛΑΣ. Πήρε μέρος σε αρκετές μάχες στην Αιτωλοακαρνανία, τη Φθιώτιδα και την Αττικοβοιωτία και το 1944 τραυματίστηκε. Το 1946 εξορίζεται στην Ικαρία. Το 1947 φυλακίζεται στην Ψυττάλεια απ’ όπου το 1948 στέλνεται στην Μακρόνησο. Θα διαφύγει στην Ιταλία και θα ζητήσει πολιτικό άσυλο στον Καναδά, όπου θα ζήσει μέχρι το 1962. Το 1963 επιστρέφει στην Ελλάδα όπου έκτοτε ζει μόνιμα.
Ο ίδιος εξιστόρησε το εγχείρημα υποστολής της σημαίας και ορισμένα περιστατικά από τη δράση του στην Εθνική Αντίσταση, στον Ηλία Πετρόπουλο.
Η αφήγησή του
Όταν το Μέτωπο της Μακεδονίας έσπασε και η Μπότα των Ναζί κατέβαινε και μας πλάκωνε στο στήθος, η πρώτη μου σκέψη ήταν να φύγω με τα υποχωρούντα στρατεύματα για την Αίγυπτο για να συνεχίσω εκεί τον πόλεμο. Λογάριασα, όμως, χωρίς τα Στούκας, τα οποία δεν άφησαν ούτε καρυδότσουφλο στον Σαρωνικό κόλπο. Κι έτσι, ανάμεσα στις φλόγες και στις βόμβες των Στούκας, είδα να βυθίζονται οι ελπίδες μου για την Αίγυπτο, κι έμεινα.Μπήκαν στην Αθήνα μας μια Κυριακή κι έστησαν αμέσως την πολεμική τους σημαία σ' έναν ψηλό κοντό, πάνω στα αθάνατα μάρμαρα της Ακρόπολης. [[Κατηγορία:]]Άπειρα μάτια ελληνικά εδάκρυσαν το πρωινό εκείνο, βλέποντας το σύμβο- λο των Ούννων να λερώνει το μοναδικό μνημείο του πολιτισμού και της λευτεριάς, τον Παρθενώνα.Έτσι εδάκρυσαν και τα δικά μου. Μα... ύστερα τα βλέφαρά μου σφίχτηκαν κι άστραψαν από μια φλόγα που θα μπορούσε να λιώσει και ατσάλι ακόμη, κι ήταν αυτή, η φλόγα της συγκρατημένης λύσσας εναντίον τους.Ήταν η φλόγα που μου έλεγε ότι κάτι πρέπει να τους κάνω. Κάτι μεγάλο, κάτι που να τους μαστιγώσει σε εκείνα τα αγέρωχα γουρουνίσια μούτρα τους, κάτι προσβλητικό, κάτι που να τους κάνει να κατεβάσουν εκείνα τα κρύα γαλανά, χωρίς οίκτο κτηνώδη μάτια τους. Κάτι συμβολικό που να τους χτυπήσει όλους μαζί σαν χώρα, σαν λαό, και προ παντός, σαν στρατό.Την ίδια φλόγα είδα τότε στα μάτια πολλών φίλων μου, αλλά προ παντός τη διέκρινα και την γνώρισα στα μάτια του Μανώλη του Γλέζου, του συμμαθητή μου. Κυτταχτήκαμε στα μάτια και χωρίς κουβέντες συνεννοηθήκαμε. Αρχίσαμε να σκεφτόμαστε τι θα κάνομε. Εν τω μεταξύ, οι Ναζίδες είχαν αρχίσει επιχειρήσεις εναντίον της Κρήτης. Πηγαίναμε στο Φάληρο μόνοι μας και μπρος στα αφρισμένα κύματα σκεφτόμαστε τι να τους κάνομε ακούγοντας από πάνω μας τη Λουφτβάφε να μεταφέρει αλεξιπτωτιστές για την Κρήτη.Οι μέρες περνούσαν... Είχε περάσει ένας μήνας που κατέλαβαν την Αθήνα και η Κρήτη είχε λυγίσει. Πολεμούσαν ακόμη τα παλικάρια μας μαζί με τους Εγγλέζους σε μερικά σημεία.Κι έξαφνα ένα δειλινό που ήμαστε στο Ζάππειο και ο ήλιος έγερνε λούζοντας τον ορίζοντα με εκείνα τα χρώματα που μόνο ο αττικός ουρανός έχει, τα μάτια μας γύρισαν στον βράχο της Ακροπόλεως. Μέσα στο υπέροχο φόντο της δύσης σταθήκαμε και κυττούσαμε. Και τότε... το βλέμμα μας έπεσε πάνω στη σημαία τους που υπερήφανα κυμάτιζε ψηλά-ψηλά και η βαριά σκιά της πλάκωνε καταθλιπτικά όλη την Αθήνα, όλη την αττική γη.Να τι πρέπει να τους κάνομε! Ήρθε η σκέψη σαν σπίθα. Να τους την πάρομε. Να την γκρεμίσομε και να την ξεσχίσομε και να πλύνομε έτσι τη βρωμιά από τον Ιερό Βράχο. Την είχαν στήσει αυτήν την ίδια την πολεμική τους σημαία οι Ναζί θριαμβευτικά ως τότε στη Βαρσοβία, στη Βιέννη, στην Αμβέρσα, στη Νορβηγία, στο Παρίσι και στο Βελιγράδι και απειλούσαν να τη στήσουν σε όλο τον κόσμο τότε. Μα εδώ είναι Ελλάδα. Είναι η μικρή χώρα που απ' αυτή ξεπετάχτηκε η φλόγα του Πολιτισμού. Είναι η χώρα που δίνει το παράδειγμα πάντα στις κρίσιμες στιγμές της Ιστορίας.Ήταν πολύ απλό μα και πολύ Μεγάλο. Μια σημαία σήκωσε στις 25 Μαρτίου 1821 ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, μια σημαία θα κατεβάζαμε και μεις στις 31 Μαϊου 1941. Συμβολικό το πρώτο, συμβολικό και το δεύτερο. Μια φούχτα άνθρωποι τότε απειλούσαν την Πανίσχυρη Τουρκική Αυτοκρατορία. Δυο παιδιά εμείς, θα προσβάλλαμε το φοβερό τότε Γ΄ Ράιχ. Και βάλαμε σ' ενέργεια αμέσως το σχέδιο.Πήραμε απ' την Εθνική Βιβλιοθήκη τη Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια και διαβάσαμε στη λέξη Ακρόπολις. Εκεί είδαμε όλες τις σπηλιές ή τρύπες που έχει ο βράχος της Ακροπόλεως από την εποχή εκείνη και καταλάβαμε ότι μόνον από ένα σπήλαιο -που είναι στο εσωτερικό του βράχου της Ακροπόλεως και λέγεται Πανδρόσειον άντρον" και στο οποίο κατά τη Μυθολογία εκατοικούσε ο ιερός όφις της θεάς Αθηνάς και του πήγαιναν οι ιέρειες του ναού του Παρθενώνα και έτρωγε μηλόπιττες στις εορτές των Παναθηναίων- ότι μόνον απ' αυτήν την τρύπα, που έβγαινε σε ένα βάθρο δίπλα στο Ερεχθείο, θα μπορούσαμε να ανεβούμε στην Ακρόπολη χωρίς να μας δουν οι Γερμανοί φρουροί. Την άλλη μέρα κιόλας πήγαμε και ανεβήκαμε σαν επισκέπτες στην Ακρόπολη και είδαμε πού ακριβώς είναι αυτή η σπηλιά από την οποία θα ανεβαίναμε την νύκτα. Πέρασε κι αυτή η ημέρα και ήλθε η επομένη, η 30ή Μαϊου 1941. Είχαμε ακούσει το βράδυ από το ραδιόφωνο το Λονδίνο που μας είπε ότι η Κρήτη εγκατελείφθη πια.Πρωί πρωί οι Ούννοι με τις εφημερίδες τους και με προκηρύξεις μας ανήγγειλαν γεμάτοι κομπασμό και υπερηφάνεια ότι κατέλαβαν και την τελευταία γωνιά της Ελλάδας, την ηρωική Κρήτη.Δεν ξέρω τι ήταν εκείνο που ένιωθα, μα μου φαίνεται πως ήταν ένα παράπονο μαζί με δυνατό πυρετό. Περίμενα μ' αγωνία να βραδιάσει. Επιτέλους βράδιασε. Συναντηθήκαμε με τον Μανώλη και ξεκινήσαμε. Όπλα δεν είχαμε τότε. Είχα πάρει μαζί μου μόνον ένα φαναράκι ηλεκτρικό κι ένα μαχαιράκι. Φτάσαμε. Κάναμε μια βόλτα στα Προπύλαια μέχρι να φτάσει η ώρα 9:30 μ.μ. Τότε είδαμε τους Γερμαναράδες να είναι μαζεμένοι μέσα στο δωμάτιο της εισόδου και να πίνουν κρασί και μπίρες, έχοντας και μερικές κακές Ελληνίδες, απ' αυτές που πουλάν τον έρωτά τους στα Προπύλαια που είχαν το Φρουραρχείο. Ακούγαμε απόμακριά τα κτηνώδη χάχανά τους και τα τραγούδια τους και σφίγγαμε ακόμη περισσότερο τα δόντια μας. Όταν έφτασε η ώρα, κυτταχθήκαμε. Ίσως να μην ξαναβλέπαμε τον ήλιο ν' ανατέλλει. Είναι αλήθεια ότι νιώθαμε ένα δυνατό χτυποκάρδι μα αυτό δεν ακουγόταν παραέξω. Τα στήθη μας τα ελληνικά το πνίγανε. Είναι γλυκός ο θάνατος όταν πεθαίνεις για τα ιδανικά σου. Σ' αυτές τις στιγμές δεν έχεις παρά να θυμηθείς την Ιστορία. Να θυμηθείς τον Λεωνίδα στις Θερμοπύλες, να θυμηθείς τον Αθανάσιο Διάκο ή το Μεσολόγγι ή τον πόλεμο της Αλβανίας κι είσαι εντάξει. Σφίξαμε τα χέρια, πηδήξαμε τα σύρματα, μπήκαμε ανάμεσα στα δέντρα. Συρθήκαμε με την κοιλιά και φτάσαμε στη σπηλιά. Μπήκαμε μέσα ψηλαφητά κρατώντας και την αναπνοή μας ακόμη. Αρχίσαμε να σκαρφαλώνομε ως τα μαδέρια της σκαλωσιάς που είχαν φτιάξει οι αρχαιολόγοι για ανασκαφές.Κάτω μας το βάραθρο άνοιγε το μαύρο του στόμα να μας καταπιεί στο πρώτο ξεγλίστρημα. 40 μέτρα κάτω κατέβαινε η σπηλιά και κατόπιν ανοιγότανε το χείλος ενός ξεροπήγαδου, άλλα καμιά δεκαριά μέτρα. Σιγά-σιγά σκαρφαλώσαμε και κάνοντας μια τελευταία έλξη βγήκαμε στο επάνω βάθρο. Ανεβήκαμε μερικά μαρμάρινα σκαλιά και σηκώσαμε τα κεφάλια μας να δούμε.Ήταν ένα τέταρτο το φεγγάρι. Και καθώς το ασημένιο του φως έλουζε τα ιερά εκείνα μνημεία του άπαντου της Τέχνης και της Ομορφιάς, νιώσαμε μέσα μας ν' ατσαλώνομε. Είδαμε με τα μάτια της ψυχής μας τους αθάνατους προγόνους μας να στέκονται σιωπηλοί και μεγαλοπρεπείς μες στις χλαμύδες τους τριγύρω μας και να μας κυττάνε ερωτηματικά αν θα κάνομε το καθήκον μας ή όχι. Αν και δεν πολυπιστεύω στο μοιραίο, εν τούτοις εκείνες τις στιγμές νομίζω ότι το μοιραίο της φυλής μας έριξε τον κλήρο σε μας...Προχωρήσαμε συρτά με την κοιλιά. Μας χώριζαν περίπου 50-60 μέτρα απ' τον κοντό που είχαν τη σημαία τους. Χωριστήκαμε και πηγαίναμε ανάμεσα στα μάρμαρα, πετώντας κάθε τόσο πέτρες μήπως ήταν κανένας Γερμανός σκοπός κρυμμένος. Όταν φτάσαμε κοντά στον κοντό είδαμε την ξύλινη σκοπιά τους. Πετάξαμε πάλι κάνα-δυο πέτρες κι όταν είδαμε ότι ήταν ησυχία σηκωθήκαμε όρθιοι και προχωρήσαμε θαρρετά. Φτάσαμε στον κοντό.Ψηλά κυμάτιζε η σημαία τους. Λύσαμε το συρματόσχοινο και τραβήξαμε για να την κατεβάσομε. Μα την είχαν μπλέξει στην κάτω άκρη της με τα τρία συρματόσχοινα που στήριζαν τον κοντό. Κρεμόμαστε κι οι δυο για να την κατεβάσομε μα δεν κατέβαινε. Αρχίσαμε τότε με τη σειρά να σκαρφα- λώνομε στον σιδερένιο κοντό για να την φτάσομε και να την κόψομε. Μα ήταν 20 μέτρα ο κοντός και λείος κι ήταν αδύνατο να την φτάσομε. Κουρασμένοι σταθήκαμε για λίγο κι απογοητευτήκαμε, σκεφτόμαστε τι να κάνομε.Να φύγομε χωρίς την σημαία τους λάφυρο, δεν το σκεφτήκαμε ούτε μια στιγμή. Και μέσα στην ένταση της σκέψης μας, σκεφτήκαμε ότι πρέπει να σπάσομε τα τρία συρματόσχοινα για να μπορέσομε να την κατεβάσομε.Αρχίσαμε τότε με τα χέρια μας, με τα δόντια μας, με ό,τι μπορούσαμε να προσπαθούμε να ξεκολλήσομε τα συρματόσχοινα απ' τους σκουρασμένους χαλκάδες με τους οποίους κρατιότανε στα γύρω μάρμαρα. Κραυγή ενθουσιασμού μου ξέφυγε όταν έσπασε το πρώτο. Κατόπιν έσπασε και το δεύτερο και μετά το τρίτο. Αμέσως ξεμπλέξαμε τα συρματόσχοινα και τότε το μισητό σύμβολο του φασισμού κατέβηκε. Ήταν μια τεράστια σημαία 4 μ. μήκος και 2 μ. πλάτος. Στη μέση είχε τον αγκυλωτό σταυρό και στην απάνω άκρη τον γοτθικό πολεμικό σταυρό του Κάιζερ.Με λύσσα την κόψαμε απ' το συρματόσχοινο και την μαζέψαμε. Σχίσαμε από ένα κομμάτι απ' τον αγκυλωτό σταυρό. Την υπόλοιπη την κάναμε ρολό και την πήραμε. Είχαν περάσει τρεις ώρες περίπου απ' την ώρα που είχαμε ξεκινήσει. Το φεγγάρι είχε χαθεί και μαζί μ' αυτό και οι οπτασίες των προγόνων μας ευχαριστημένες. Ο αέρας μας δρόσιζε τα φλογισμένα πρόσωπά μας και μας έφερνε από μακριά τα χάχανα των Γερμαναράδων."Α! τώρα γελάστε και τραγουδείστε όσο θέλετε, αύριο το πρωί θα τα πούμε", σκέφτηκα.Κατεβήκαμε απ' το ίδιο μέρος. Για να την πάρομε μαζί μας ήταν αδύνατο γιατί η ώρα της κυκλοφορίας είχε περάσει. Τότε αποφασίσαμε να την κρύψομε μέσα στην ίδια τη σπηλιά, κάτω στο ξεροπήγαδο. Κατεβήκαμε σιγά σιγά μέχρι κάτω, φτάσαμε στο χείλος του ξεροπήγαδου και την πετάξαμε όπως ήταν, τυλιγμένη σε μπόγο, μέσα. Ακούσαμε τον γδούπο της και ησυχάσαμε.Ανεβήκαμε πάλι και φύγαμε σιγά σιγά, πηγαίνοντας σύρριζα στον τοίχο και προσέχοντας μην συναντήσομε καμιά γερμανική περίπολο. Όταν βρισκόμαστε στη μέση του δρόμου περίπου για το σπίτι μας, μας σταμάτησε ξαφνικά με το πιστόλι στο χέρι ένας Έλληνας αστυνομικός που φύλαγε σκοπός σ' ένα δημόσιο ταμείο.Στην αρχή σκέφτηκα να του επιτεθώ με το μαχαίρι. Αλλά κατόπιν του μιλήσαμε ευγενικά και θαρρετά και του δώσαμε να καταλάβει ότι πρέπει να μας αφήσει να πάμε στα σπίτια μας χωρίς βέβαια να του πούμε τίποτε για το ζήτημα της σημαίας. Μας άφησε και φύγαμε. Φτάσαμε στα σπίτια μας, καθησυχάσαμε τους δικούς μας που μας περίμεναν γεμάτοι αγωνία μη ξέροντας πού είμαστε. Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα. Και το πρωί ήρθε ο Μανώλης και ανεβήκαμε στην ταράτσα του σπιτιού μου και κυττούσαμε την Ακρόπολη. Μέχρι τις 11 π.μ. της 31ης δεν υπήρχε σημαία στην Ακρόπολη, όπως έλεγαν τώρα τελευταία μετά την απελευθέρωση οι Έλληνες φύλακες της Ακροπόλεως. Η γερμανική φρουρά, η οποία απετελείτο από 20 περίπου άνδρες τα είχε χάσει. Πανικός στο γερμανικό στρατηγείο. Οι κούρσες πήγαιναν κι έρχονταν. Τι έγινε η πολεμική τους σημαία; Ποιος τόλμησε να την πειράξει; Κατά τις 11 η ώρα πήγαν και βάλαν μιαν άλλη στη θέση της πιο μικρή. Με τις απογευματινές εφημερίδες βροντοφωνήσανε οι Γερμανοί τις κυρώσεις τους. Επήραν τα δακτυλικά μας αποτυπώματα απ' το σιδερένιο κοντό και μας κατεδίκασαν ερήμην σε θάνατο (γιατί δεν μας ήξεραν). Επίσης όλους τους τυχόν συνενόχους μας. Μας επικήρυξαν και με χρηματικό ποσόν. Περιόρισαν τις ώρες κυκλοφορίας των πολιτών και απέλυσαν τον αρχηγό της Αστυνομίας και τους διοικητές των αστυνομικών τμημάτων της περιφερείας της Ακροπόλεως.Επίσης, συνέλαβαν όλους τους Έλληνες φύλακες της Ακροπόλεως, τους οποίους όμως άφησαν ελευθέρους, αφού εξήτασαν τα αποτυπώματά τους και τους ανέκριναν, τη δε φρουρά τους την κατεδίκασαν εις θάνατον και την εξετέλεσαν. Μου φαίνεται πως βγήκαν λίγο ξινά τα γλέντια των Γερμαναράδων για τον θρίαμβο της Κρήτης... Αμέσως το νέο διαδόθηκε σαν αστραπή στην Αθήνα και στον Πειραιά και στα περίχωρα και κατόπιν σ' ολόκληρη την Ελλάδα. Το Λονδίνο και το Κάιρο την άλλη νύχτα έπλεξαν εγκώμια γι' αυτό.Θα νιώσω άραγε άλλη φορά τα συναισθήματα που ένιωθα εκείνες τις ημέρες όταν άκουγα γύρω μου παντού τους Έλληνες με υπερηφάνεια και ειρωνεία για τους Γερμανούς να μιλούν για το γεγονός αυτό και να το χαρακτηρίζουν παίρνοντας κουράγιο για την αρχή του καινούργιου πολέμου της Αντίστασης. Έβλεπες παντού τον κόσμο να έχει αναθαρρήσει, να περπατάει με ψηλά το κεφάλι, ξέροντας καλά ότι το καζάνι άρχισε να βράζει πάλι...Κι έτσι αρχίσαμε...Έπειτα από 8 μήνες επεχείρησα να φύγω για την Αίγυπτο για να πάω στο στρατό να πολεμήσω πιο ενεργά μαζί με τον Μανώλη κι έναν άλλο φίλο μου. Μα, ύστερα από προδοσία, μας έπιασαν οι Γερμανοί. Μας κλείσανε στις φυλακές. Τότε σκέφτηκα ότι αν είχαν την εξυπνάδα να παραβάλουν τα δακτυλικά μας αποτυπώματα, όλα θα τελείωναν. Αλλά δεν την είχαν, ευτυχώς.Καθίσαμε λίγο καιρό στις φυλακές, όπου περάσαμε του κόσμου τα μαρτύρια (ξύλο ανηλεές, σχεδόν καθημερινό ντους με κρύο νερό έξω στο κρύο κ.λπ.) αποτέλεσμα των οποίων ήταν, όταν βγήκαμε, τον Απρίλιο του 1942, ύστερα από μια αμνηστία που μας συμπεριέλαβε, να κάνει ο Μανώλης αιμοπτύσεις.Μόλις βγήκα απ' τη φυλακή, οργανώθηκα για καλά (είχε φουντώσει εν τω μεταξύ το κίνημα της Αντίστασης) κι άρχισα να κάνω χίλιες δουλειές, από κόλλημα προκηρύξεων και γράψιμο στον τοίχο μέχρι μεταφορά όπλων και κρύψιμο, κ.λπ.Το καλοκαίρι του 1943 ένας χαφιές των SS με γνώρισε και κουβάλησε αρκετούς από δαύτους να με πιάσουν. Τους ξέφυγα, πηδώντας από παράθυρο σε παράθυρο κι από ταράτσα σε ταράτσα και βγήκα στο Αντάρτικο. Κατατάχθηκα στον ΕΛΑΣ και τοποθετήθηκα στην περιοχή Στερεάς Ελλάδας.Έλαβα μέρος σε αρκετές μάχες παρατάξεως με τους Ναζίδες και σε πολλές επικίνδυνες αποστολές και κανόνισα αρκετούς Γερμαναράδες, τραυματίσθηκα δε στο στήθος (αριστερό ημιθωράκιο) πάνω απ' την καρδιά από τυφλό τραύμα βλήματος. Αυτή είναι η ιστορία της συμβολής μου στην Αντίσταση του λαού μας, εν ολίγοις. Αλλά τι είναι αυτά μπροστά στις υπέροχες σελίδες που έχει γράψει ο ελληνικός λαός στα τέσσερα αυτά χρόνια της πιο σκληρής και ανελέητης σκλαβιάς που είδαμε ποτέ στην ιστορία μας; Κάθε πέτρα και κάθε αγκωνάρι, κάθε δρόμος και κάθε πεζοδρόμιο έχει γραμμένη απάνω μιαν ολόκληρη ιστορία ηρωισμού και θυσίας για τη λευτεριά, από γνωστούς και άγνωστους μάρτυρες, ήρωες, ατσάλινες ψυχές που ξεψυχάγανε προφέροντας το όνομα της Ελλάδας μας και φωνάζοντας "Θάνατος στο φασισμό!!!". Οι βουνοκορφές πάλι κι οι ράχες αχολογούν ακόμα απ' τις κλαγγές των όπλων κι απ' τα κλέφτικα τραγούδια των λεβεντόκορμων ανταρτών και κάθε στενό και κάθε ρέμα μυρίζει μπαρούτι ακόμη, απ' αυτό που έπεφτε καυτό απάνω στις γερμανικές φάλαγγες κάθε λεπτό και τους έκανε, αλαφιασμένοι να μην ξέρουν από πού να φυλαχτούν, νομίζοντας ότι κάθε πεύκο και κάθε έλατο ζωντανεύει κι είναι αντάρτης, εκδικητής!!!Θα μπορούσα να λέω ολόκληρα μερόνυχτα, είναι τόσα πολλά.
Πηγές
(Πηγή: εφημερίδα «Ελευθεροτυπία»)
Ανακτήθηκε από "http://el.wikipedia.org/wiki/Λάκης_Σάντας"
7 σχόλια:
..και να μη ξεχασω ..
Γιαννη -2
Οταν θα πάς στο ιδιο ποστ για να ζητησεις συγνώμμη για τις Βρωμιες και συκοφαντιες που διεσπειρες για τους Ηρωες της εθνικής μας Αντιστασης (δεν φταις εσύ ο ...''στρατηγος'' σε παρεσυρε και μετά σ'αφησε εκθετο , ξερω)
να μη ξεχασεις να ζητησεις συγνώμη και γιαυτήν την Βρωμια που ειπες για τον ηρωα Μ Γλέζο :
http://panosz.wordpress.com/2009/02/14/chaves-2/#comment-55444
''Γιάννης-2
Μαρία,
Ο Γλέζος μόνο κανένα ….κλεμμένο κοτόπουλο θα μπορούσε να καταχεριάσει''
Αντε αγορι μου ..Κιαλλη φορά οταν πιανεις τετοια ονοματα να πλενεις καλά το στοματακι σου ..Και μην ακους τους...'' στρατηγους'' ..στο τελος θα σ'αφησουν να καθαρισεις μονος σου ..
γεια σου Νοσφεράτε. Πολύ καλά έκανες και τ' ανέβασες αυτά για τον Γλέζο και τον Σάντα - φαντάζομαι τα διδάσκουνε και στα δημοτικά, ε;
Και να μην ξεχνάμε ότι ο Σάντας αποσιωπούνταν συστηματικά, μετά τη μεταπολίτευση έγινε πλατύτερα γνωστό το όνομά του. Όχι ότι έφταιγε ο Γλέζος γι' αυτό, αλλά οι συνθήκες βλέπεις...
χαρα καλωσηρθες..νλεπω οτι αρχισες να εξοικειώνεσαι με τα σχολια
Καλώς σε βρήκα, ναι άρχισα!
Βλέπω ανέβασες σήμερα κι ένα για την πόλη σου: εγώ να ξέρεις στη Θεσσαλονίκη, παρόλο που έρχομαι από μικρή και τήν αγαπώ απίστευτα, μπουγάτσα δεν έφαγα ποτέ - θυμάμαι μόνο που μέ πηγαίνανε για μύδια "στου Στρατή" (καλά το λέω;)
μια χαρούλα τα λές Χάρη.Και δε μου λές; που μενεις τωρα ;
(αν δεις διπλα στην καθετη στηλη εχω ετικετες -θεματικές ..
εκει υπάρχει και η ετικέτα Θεσσαλονικη..με πολλλές αναρτησεις για την πολη μας..)
(χαμουτζήδες δεν μάς λέτε εμάς τούς τής αθήνας; Ε, κάπως έτσι!)
(παρεμπ.: καλό θα'ταν να μάς έλεγαν οι ειδικοί στα ετυμολογικά, από πότε υπάρχει (γραμμένη) η λέξη...)
καλό σαββατοκύριακο!
Νάναι σιδερένιος και να γυρίσει γρήγορα στ' Απειράθου, όπου είναι η ψυχή του!
Δημοσίευση σχολίου