Αναγνώστες

Κυριακή 9 Ιουλίου 2023

Αντεπανάσταση ( Μερικές σελίδες από το βιβλίο ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΝΤΖΟ ΤΡΑΒΕΡΣΟ )



Αντεπανάσταση


Όπως ο Καντ και ο Χέγκελ, οι μεγαλύτεροι στοχαστές της «νομιμοφροσύνης» (legitimisme) αναγνώρισαν κι αυτοί ρητά την ιστορική και οικουμενiκή σπουδαιότητα της Γαλλικής Επανάστασης. Η αντεπανάσταση δεν υπάρχει παρά μόνο μέσω της επανάστασης, με τις δυο τους να συνδέονται ότι να. Οι ιστορικοί διακρίνουν συνήθως δυο κύρια ιδεολογικά ρεύματα στο πλαίσιο της αντεπανάστασης: την αντίδραση και τον συντηρητισμό. 

Η αντίδραση είναι η ριζική απόρριψη της νεοτερικότητας και των αξιών που έφερε ο Διαφωτισμός των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, πρώτα απ' όλα στο όνομα ενός εξιδανικευμένου παρελθόντος ενσαρκωμένου στο Παλαιό Καθεστώς. Αυτή ήταν η θέση του Ζοζέφ ντε Μεστρ και του Λουί ντε Μπονάλντ. 

Ο συντηρητισμός είναι μια υπεράσπιση της παράδοσης και μια απόπειρα προσαρμογής της στις ιστορικές συνθήκες που δημιούργησε η επανάσταση. Το 1814, η Παλινόρθωση δεν ήταν απλή επιστροφή στην απολυταρχία: εγκαινίασε μάλλον την εποχή των συνταγματικών μοναρχιών που αναζητούσαν ένα συμβιβασμό ανάμεσα στη δυναστική τάξη πραγμάτων και τις κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές που είχε φέρει η Γαλλική Επανάσταση. 

Μετά το 1814, το όψιμο καλοκαίρι της αριστοκρατίας συνοδεύτηκε από την άνοδο του βιομηχανικού καπιταλισμού. Στην πορεία του 19ου αιώνα, o συντηρητισμός διατηρούσε μια ισορροπία ανάμεσα στην αριστοκρατία των γαιοκτημόνων και την αστική τάξη. Παρότι απαρχαιωμένη, η πρώτη συντηρούσε την ηγεμονία της σαν πολιτισμικό μοντέλο και διεύθυνε δυναστικά κράτη που αποδεικνύονταν ανθεκτικά (το «επίμονο παλαιό καθεστώς»). Η δεύτερη έλεγχε τη χρηματιστηριακή και βιομηχανική πλευρά της οικονομία ας, σε μια Ευρώπη που παρέμενε ακόμα κατά πολύ αγροτική, αλλά δεν διεθετε ακόμα μια κοσμοθεωρία, ένα στιλ ζωής και δικούς της θεσμούς.189 Ο Ρενe ντε Σατωμπριαν και ο Έντμουντ Μπερκ ήταν οι κυριότεροι εκπρόσωποι αυτού  του συντηρητισμού, στη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλεια αντίστοιχα


Το μισος του  Μπερκ εναντίον του γιακωβινισμού ήταν εξίσου βαθύ με την υποστήριξη του  στην οικονομία της αγοράς. Σε ορισμένες κρίσιμες ιστορικες  στιγμές, ωστόσο, η αντίδραση και ο συντηρητισμός έβρισκαν κοινό έδαφος  στην υποστήριξη της  αντεπανάστασης. Τη δεκαετία του 1790, ο Μπερκ και ο ντε Μεστρ ειχαν σταθει οι εμπνευστές του διεθνούς στρατιωτικού συνασπισμού  ενάντια στην επαναστατική Γαλλία. Μια ανάλογη σύγκλιση εκδηλώθηκε μισό αιώνα αργότερα, όταν ο απολυταρχικός Χουάν Ντονόσο Κορτές και ένας οπαδός του κλασικού φιλελευθερισμού όπως ο Τοκβίλ χαιρέτησαν με τον ίδιο ενθουσιασμό τη σφαγή των παρισινών εργατών τον Ιούνιο  του 1848.


Τη δεκαετία του 1790, το φιλοσοφικό υπόβαθρο της αντεπανάστασης ηταν  ο ανορθολογισμός, που θεωρούσε απλώς παράλογη την ιδέα ενός κοσμου ρυθμισμένου απο τη λογικη. Δημιουργημένος απο τον Θεο  ο κοσμος της "νομιμοφροσυνης» είχε οργανωθεί από τη Θεία Πρόνοια, όχι από τη Λογική. Απορρίπτοντας τη θεωρία του φυσικού δικαίου, ο Έντμουντ Μπερκ αντιπαράθεσε τα «ιστορικά δικαιώματα» της αγγλικής αριστοκρατίας στα δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη της γαλλικης Επανάσταση που ήταν, κατά τη γνώμη του, έκφραση μιας αφηρημένης και τεχνητής ορθολογικότητας. " Ο Μπερκ, ωστόσο, εκπροσωπούσε το πιο μετριοπαθές ρεύμα της αντεπανάστασης. Προσκολλημένος στο νομικό πλαίσιο  της βρεττανικης  μοναρχίας, είχε επιδοκιμάσει την αμερικανική ανεξαρτησία και έβλεπε με θετικό μάτι την ανάπτυξη μιας κοινωνίας της αγοράς.

Στην ηπειρωτική Ευρώπη, απεναντίας, η αντεπανάσταση ήταν πολύ πιο ριζοσπαστική και έπαιρνε μερικές φορές αποκαλυψιακούς τόνους. Οι στοχαστές της πίστευαν ότι οι κοινωνικές και πολιτικές ανισότητες ήταν τόσο φυσικές όσο και η κλίση των ανθρώπων να υπακούν στους ανώτερους τους. Άθλιο και ελεεινό, το ανθρώπινο γένος άξιζε μόνο επιπλήξεις και απέχθεια. Η ιστορία ήταν μια ατέλειωτη αιματοχυσία, μια συνεχής σφαγή, όπου οι άνθρωποι έβρισκαν άξια τιμωρία για τα κρίματά τους. Η αυθεντία, η ιεραρχία, η πειθαρχία, η παράδοση, η υπακοή και η τιμή ήταν οι αγαπημένες της αξίες της αντεπανάστασης.


Στα μάτια του Ζοζέφ ντε Μεστρ, η ανατροπή της απολυταρχίας και η εκτέλεση του Λουδοβίκου ΙΣΤ΄ ήταν γεγονότα τόσο εξωφρενικά όσο η"στιγμιαία καρποφορία ενός δέντρου το Γενάρη». Πιστεύοντας σε μια θεόσταλτη ιστορία, αποδεχόταν ακόμα και την Τρομοκρατία σαν ένα είδος θειικής τιμωρίας ενάντια στην αμαρτωλή ανθρωπότητα και σαν αναγγελία μιας αποκαλυψιακής εκδίκησης. «Αν χρησιμοποιεί τα πιο ποταπά όργανα, είναι επειδή τιμωρεί για να αναζωογονήσει» και συνεπώς, «κάθε σταγόνα από το αίμα του Λουδοβικου ΙΣΤ 27. θα κοστίσει χείμαρρους αίματος στη Γαλλία», Ο ναι Μέστρ είναι μια από τις πιο ζοφερές και ιδιότυπες μορφές της αντεπανάστασης. Ο Εμίλ Φαγκά τον σκιαγραφεί με τούτα τα λόγια: "ανελεητος , απολυταρχικός, παθιασμένος Θεοκράτης, αδιάλλακτος νομιμόφρονας, απόστολος μιας τερατώδους Τριάδας που αποτελείται από τον πάπα, του βασιλιά και του δήμου. Ο ντε Μεστρ κατάγγειλε τη Γαλλική Επαναστάτη σαν ανίερη επίθεση στα μεταφυσικά θεμέλια μιας θεϊκής πολιτικής τάξης πραγμάτων. Σε αντίθεση με τον Μπερκ, που θεωρούσε την αντεπανάσταση μια κοινωνική και πολιτική διαδικασία που θα κορυφωνόταν με τον απαραίτητα πόλεμο ενάντια στη ρεπουμπλικανική Γαλλία, ο ντε Μεστρ την έβλεπε σαν αστάθμητο αποτέλεσμα της ίδιας της Θείας Πρόνοιας. Ενώ ο Μπερκ ασκούσε μια συντηρητική κριτική στο Διαφωτισμό, ο ντε Μεστρ τον απέρριπτε εν ονόματι μιας αποκαλυψιακής μορφής ανορθολογισμού. Αφού η  Γαλλική Επανάσταση ήταν «ριζικά κακή» και είχε «διαβολικό χαραχτήρα», η αντεπανάσταση ήταν κάτι πολύ παραπάνω από πολιτική στρατηγική καταστρωμένη από ανθρώπους: ήταν θεϊκό, θεόσταλτο και σχεδόν μεταφυσι κό έργο. Επομένως, κατ' αυτόν, «η αποκατάσταση της μοναρχίας [...] δεν θα είναι αντεπανάσταση αλλά το αντίθετο της Επανάστασης».

Σύμφωνα με τον Αϊζάια Μπερλίν, ο ντε Μεστρ, κάτω από το αναχρονιστικό και σκοταδιστικό ύφος του, προεικόνιζε τη νεοτερικότητα του φασισμού και του ολοκληρωτισμού. Πρότεινε μια πολιτική τάξη πραγμάτων θεμελιωμένη πάνω στην τρομοκρατία, θεολογικά εμπνευσμένη σαν μορφή απόλυτης κυριαρχίας. 

Σαγηνεμένος στην κυριολεξία από τη βία, ο ντε Μεστρ εξιδανίκευε τον εκτελεστή σαν λειτουργό της θεϊκής τάξης: η βία του δημίου είχε τη σφραγίδα της ιερότητας. Στους Διαλόγους του Σεντ Πετερσμπούρ (1921), που γράφτηκαν επί Παλινόρθωσης, ενώ βρισκόταν στη Ρωσία, παρουσιαζε τον  δήμιο σαν πυλώνα της δικής του πολιτικής θεολογίας. Όλα το μεγαλείο, όλη η ισχύς, όλη η υποταγή», έγραφε, «στηρίζεται πάνω στον  εκτελεστή, που τον ονόμαζε «η φρίκη και ο δεσμός της ανθρώπινης συμβίωσής», «Αφαιρέστε από τον κόσμο αυτόν τον ανεξιχνίαστο λειτουργό και αμέσως η τάξη θα δώσει τη θέση της στο χάος, οι θρόνοι θα καταρρεύσουν και η κοινωνία θα εξαφανιστεί». Και κατέληγε: «Ο Θεός, που είναι ο δημιουργός της κυριαρχίας, είναι επίσης ο δημιουργός της τιμωρίας».


Ο Ντονόσο Κορτές, τον οποίο ο Καρλ Σμιτ αναγνώριζε σαν μία από τις βασικές πηγές της έμπνευσης του, ενσάρκωνε το δεσμό ανάμεσα στην κλασσική αντεπανάσταση και το νεοτερικό φασισμό. Κατά τον Σμιτ, αυτός ο ισπανός φιλόσοφος, δοκιμιογράφος και κρατικός αξιωματούχος ήταν ένας από τους σημαντικότερους πολιτικούς στοχαστές του 19ου αιώνα». Στο πρόσωπο του έβλεπε ένα παράξενο μείγμα «εσχατολογικού προφήτη» και "φιλόδοξου επαγγελματία διπλωμάτη». Την εποχή του κλασικού φιλελευθερισμού, ο Ντονόσο Κορτές είχε κατανοήσει στην εντέλεια το δίλημμα του 1848 μια ιστορική σύγκρουση ανάμεσα στην καθολική απολυταρχία και τον αθεϊστικό σοσιαλισμό- που προεικόνιζε την κρίσιμη εναλλακτική επιλογή του 20ού αιώνα: επανάσταση ή αντεπανάσταση, μπολσεβικισμός ή φασι- σμός, αναρχισμός ή αυταρχισμός. Στο πνεύμα του ντε Μεστρ, ο Ντονόσο Κορτές εμφανιζόταν σαν «ο πιο ριζοσπάστης από τους αντεπαναστάτες, ένας ακραίος αντιδραστικός, ένας συντηρητικός εμψυχωμένος από μεσαιωνικό φανατισμό», γνωρίσματα που γοήτευαν ακαταμάχητα τον ίδιο τον Σμιτ. Τα γραφτά του Ντονόσο, ιδίως ο Λόγος περί καθολικισμού, φιλελευθερισμού και σοσιαλισμού (1851), είχαν βοηθήσει το γερμανό θαυμαστή του να επεξεργαστεί κάποιες από τις βασικές του έννοιες την απόφαση, την κυριαρχία, τη δικτατορία για να τις μετατρέψει από αφηρημένες νομικές νόρμες σε εκκο σμικευμένες πολιτικοθεολογικές έννοιες.(192) Ο Ντονόσο Κορτές ήταν εκείνος. που, έναν αιώνα πρωτύτερα, είχε κατακεραυνώσει τον φιλελευθερισμό σαν  καθρέφτη μιας «συζητήτριας τάξης» (clase discutidora), πάντα πρόθυμος να αναλώνεται σε κοινοβουλευτικές διαμάχες μα ανίκανης να δράσει," και είχε  διεκδικήσει τη νομιμότητα ενός δικτάτορα ενάντια στο απρόσωπο κράτος δικαίου. Όπως κι ο Χομπς, ο Ντονόσο ήξερε ότι το δίκαιο δεν εγκαθιστά και μία τάξη πραγμάτων αλλά ότι μπορεί να γίνει αποτελεσματικό μόνο αν στηρίζεται σε μια συγκεκριμένη εξουσία. Ενσαρκωμένη σε στρατιώτες που προσεύχονταν με κατάνυξη, η καθολική απολυταρχία ήταν μια πνευματική δύναμη ασύγκριτα ανώτερη από τον φιλελευθερισμό, μια νομική και μηχανιστική τάξη βασισμένη στην αγορά και ένα σύστημα κανόνων (εκείνο πουο Χανς Κέλσεν ονόμαζε Gesetzmässigkeit). Το 1849, ο Ντονόσο χαιρέτισε την καταστολή της αποτυχημένης εξέγερσης σε Βαρκελώνη, Σεβίλλη και Βαλένθια με μια παθιασμένη ομιλία που ζητούσε ανοιχτά μια δικτατορία ενάντια στην επανάσταση. «Όταν αρκεί η νομιμότητα για να σωθεί μια κοινωνία, η νομιμότητα. Όταν δεν αρκεί, η δικτατορία». Θεωρούσε ότι, σε ορισμένες περιστάσεις, τη δικτατορία ήταν νόμιμη διακυβέρνηση». Δύο χρόνια αργότερα, εξήγησε ότι οι επαναστάσεις ήταν «ασθένειες» που πλήττουν τις χώρες που είναι ταυτόχρονα πλούσιες και ελεύθερες, το αντίθετο ενός κόσμου σκλάβων, όπου «η θρησκεία διδάσκει την ευσπλαχνία στους πλούσιους και την απαντοχή στους φτωχούς, διδάσκει στους φτωχούς την παραίτηση και στους πλούσιους το έλεος». Ο Σμιτ ήταν γοητευμένος με το αλληγορικό ύφος του Ντονόσο Κορτές, που ονόμαζε την ιστορία άλλοτε γιγάντιο λαβύρινθο στον οποίο πλανιόντουσαν, χαμένες, οι αμαρτωλές ανθρώπινες ψυχές κι άλλοτε με πλοίο μέσα στη θύελλα, κυβερνημένο από μεθυσμένους ναυτικούς. Ο Σμιτ αγαπούσε επίσης την εντελώς αριστοκρατική περιφρόνηση του Ντονόσο απέναντι στο ανθρώπινο γένος, που το παρουσίαζε σαν έναν όχλο διεφθαρμένων αμαρτωλών που άξιζαν μόνο να τους συντρίψει κάποιος (τη περιφρόνησή του απέναντι στους ανθρώπους δεν γνωρίζει όρια»). Θαύμαζε αυτή τη δυναμική φαντασία και προσυπόγραφε πρόθυμα τη συνηγορία του Ντονόσο υπέρ της αυταρχικής διακυβέρνησης: οι άνθρωποι έπρεπε να κυριαρχούνται, αυτή ήταν η μοίρα τους


Η αντιπαράθεση μεταξύ επανάστασης και αντεπανάστασης διάρκεσε ως τον Μεγάλο Πόλεμο, ενισχυμένη και οξυμμένη από την τραυματική εμπειρία της Παρισινής Κομμούνας. Στο Οι ρίζες της σύγχρονης Γαλλίας (1881)ο Ιππολιτ Τεν  ανέλυε τη Γαλλική Επανάσταση με τη βοήθεια των επιστημών που ήταν τότε του συρμού, από τη ζωολογία (τα ζωτικό ένστικτο της συντήρησης») ως τη φυλετική θεωρία (τα επαναστατικά πλήθη συγκρίνονται με ''νεγρους σε δουλεμπορικό καράβι») και ως τις θεωρίες της κληρονομικότητας (η επανάσταση ως αταβικη οπισθοδρόμηση της πολιτισμένης κοινωνίας προς μια αρχέγονη βαρβαρότητα). Κατά τη γνώμη του, οι γιακωβινοι ήταν τρελοί, όπως και οι κομμουνάροι, και στο βάθος των ξεσηκωμών του 1789 και 1991 υπήρχε ένα «παθολογικό μικρόβιο που , αφού εισχώρησε στο αίμα μιας καταπονημένης και βαθιά άρρωστης κοινωνίας, προκάλεσε πυρετό, παραλήρημα και επαναστατικούς σπασμούς». Με ανάλογο τρόπο, ο διάσημος Ιταλός εγκληματολόγος Τσέζαρε Λομπρόζο έκανε διάκριση ανάμεσα στην «επανάσταση» και την «εξέγερσης, θεωρώντας τις δυο βαθιά διαφορετικά κοινωνικά φαινόμενα, το πρώτο «φυσιολογικό», το δεύτερο παθολογικό». Σε πείσμα της ονομασίας της, η Γαλλική Επανάσταση ανήκε στη δεύτερη κατηγορία και πρόσφερε μια ανεξάντλητη δεξαμενή αντικειμένων για μελέτη στις εγκληματολογικές επιστήμες.


Το 1917 θα ξεκινήσει ένα νέο κύκλο στην ιστορία των επαναστάσεων. Για εκατομμύρια ανθρώπους σε ολόκληρο τον κόσμο, ο ρωσικός Οχτώβρης αποτέλεσε, όπως το 1789, έναν οιωνό της μελλοντικής χειραφέτησης της ανθρωπότητας. Οι μπολσεβίκοι αναγνώρισαν τους γιακωβίνους σαν προδρόμους τους, σύμφωνα με μια ιστορική συνέχεια που την υπογράμμισε ο Αλμπέρ Ματιέ το 1920. Αντίθετα με το γαλλικό προηγούμενο, όμως, η Ρωσική Επανάσταση δεν κατάφερε ποτέ να προβληθεί σε όλη την ήπειρο. Όλες οι προσπάθειες για μίμηση του παραδείγματός της απέτυχαν, από τη Γερμανία ως την Ουγγαρία και από τις Βαλτικές Χώρες ως την Ιταλία, όπου το «biennio rosso του 1919-1920 το ακολούθησε η άνοδος του Μουσολίνι στην εξουσία. Αντί να επεκταθεί στη Δύση -σχέδιο για το οποίο οι μπολσεβικοι είχαν δημιουργήσει την Κομμουνιστική Διεθνή το 1919- η Ρωσική Επανάσταση χρειάστηκε να πολεμήσει υποχωρώντας και να παλέψει με νύχια  και με δόντια, σ' έναν αιματηρό εμφύλιο και ενάντια σ' ένα διεθνή συνασπισμό κατά πολύ παρόμοιο με εκείνο του 1792. Αυτή η αναδίπλωση γέννησε το σταλινισμό, όμως η έκκληση για επανάσταση ήταν σθεναρή και η (193)απήχηση της επεκτάθηκε σε όλο τον 20ο αιώνα, στη διάρκεια του οποίου παρά τις εσωτερικές συγκρούσεις και τις ρήξεις, οι λέξεις «επανάσταση» και «κομμουνισμός» έγιναν σχεδόν συνώνυμες. Το 1920, ο Μπέρτραντ Ράσελ όρισε τον μπολσεβικισμό σαν σύνθεση Γαλλικής Επανάστασης και του αρχικού Ισλάμ, θεωρώντας ότι η έλξη που ασκούσε ο μεσσιανισμός του έμοιαζε το ίδιο ακαταμάχητη με την έλξη που είχε εμπνεύσει ο Μωάμεθ στον αραβικό κόσμο του 7ου αιώνα.

Όπως είχε συμβεί και με τη «νομιμοφροσύνη» μετά το 1814, η φυσιογνωμία της αντεπανάστασης άλλαξε κι αυτή μέσα στη δεκαετία του 1920 Η κατάρρευση της ευρωπαϊκής δυναστικής τάξης που είχε καθιερώσει το Συνέδριο της Βιέννης -τάξη που ο Καρλ Πολάνει την ονόμασε «εκατονταετή ειρήνη»- είχε κάνει απαρχαιωμένη τη φιλοσοφία που, στη διάρκεια ενός αιώνα, είχε εμπνεύσει τους οπαδούς της τάξης και είχε βρει τους πυλώνες της στον καθολικισμό, τον αντιρεπουμπλικανισμό και τον συντηρητισμό. Όπως έχουν παρατηρήσει οι Ζέεβ Στέρνχελ και Τζορτζ Λ. Μος, από τα τέλη του 19ου αιώνα η δεξιά έγινε «επαναστατική» και κέρδισε έτσι μαζική υποστήριξη που δεν είχε πετύχει ποτέ στους προηγούμενους αιώνες, ή ίσως μόνο σε πολύ σύντομες στιγμές. Με τον Μεγάλο Πόλεμο, η εθνικοποίηση των μαζών έκανε ένα άλμα μπροστά. Ο εθνικισμός απόχτησε σύμβολα και τελετές δανεισμένα από το γιακωβίνικο πρότυπο του ένοπλου λαού, προ τύπο που προηγουμένως απεχθανόταν. Οι ηγέτες του, συχνά με πληβειακή καταγωγή, είχαν ανακαλύψει την πολιτική στις οδομαχίες και το επανα στατικό λεξιλόγιο τους ταίριαζε περισσότερο από την κοινοβουλευτική ρητορική. Στη Γερμανία είναι που, μετά τον πόλεμο, σχηματοποιήθηκε ένας ιδεολογικός αστερισμός που ονομάστηκε «συντηρητική επανάσταση», με πιο δημοφιλή προσωπικότητα τον συγγραφέα Έρνστ Γιούνγκερ, πλάι σε σεβαστούς δοκιμιογράφους και ερευνητές όπως ο Όσβαλντ Σπένγκλερ ο  Μέλερ φαν ντεν Μπρουκ και ο Βέρνερ Ζόμπαρτ. Όλοι αυτοί δεν νοσταλγούσαν πια το Παλαιό Καθεστώς και είχαν πάψει να στηλιτεύουν τη νεότερικότητα στο όνομα του πολιτισμικού πεσιμισμού. Φιλοδοξούσαν μάλλον να πετύχουν μια σύνθεση ανάμεσα στις κληρονομημένες αξίες του Αντιδι αφωτισμού και την τεχνολογική νεοτερικότητα που τους γοήτευε. Στην πορεία της δεκαετίας του 1920, οι «συντηρητικοί επαναστάτες» έτειναν σταδιακά προς το φασισμό. Ήθελαν να δημιουργήσουν μια νέα τάξη πραγμάτων, ή και ένα νέο πολιτισμό, σε ταυτόχρονη αντίθεση τόσο προς τον φιλελευθερισμό (που τον θεωρούσαν κληρονομιά του 19ου αιώνα) όσο και προς τον κομμουνισμό (τη νέα απειλή του σύγχρονου κόσμου). Αυτή η νέα τάξη πραγμάτων ήταν αποφασιστικά νεοτερική, καθώς η φιλοδοξία του φασισμού ήταν να δημιουργήσει το δικό του «Νέο Άνθρωπο," εκπρόσωπο μιας νέας ανώτερης κυρίαρχης φυλής που είχε σφυρηλατηθεί στα χαρακώματα. Το 1932, ο Μουσολίνι γιόρτασε τη δέκατη επέτειο της «φασιστικής επανάστασης» που, μιμούμενη το γαλλικό προηγούμενο, επινόησε τη δική της κοσμική ιεροτελεστία. Με τα σύμβολά της, τις τελετές της, τις εικόνες της και τα συνθήματά της, δημιούργησε μια λατρεία του "Υπέρτατου Όντος», που τούτη τη φορά ενσαρκωνόταν σ' έναν, πολύ πραγματικό, χαρισματικό ηγέτη. " Ο εθνικοσοσιαλισμός, από τη μεριά του, υιοθέτησε μια εξίσου  επιθετική επαναστατική ρητορική. Αυτή, απεναντίας, απουσίαζε εντελώς σχεδόν στον φρανκισμό, που ανέβηκε στην εξουσία συντρίβοντας την αριστερά σ' έναν αιματηρό εμφύλιο. Στην Ισπανία, είχε υπάρξει ένας «επαναστατικός» λόγος στον πρώιμο φαλαγγιτισμό, που όμως αφομοιώθηκε πολύ γρήγορα στον εθνοκαθολικισμό. Όλα τα φασιστικά κινήματα ή κάθεστώτα είχαν ξεπεράσει την κληρονομιά της «νομιμοφροσύνης».

__----_------:::::-------------------------:--:------::::----::::-------

46. Bertrand Russell, The Practice and Theory of Bolshevism, Νέα Υόρκη, Harcourt, Brace & Howe, 1920, σελ. 3. 47. Zeev Sternhell. La Droite révolutionnaire 1885-1914. Les origines françaises du fascisme


Παρίσι, «Folio», Gallimard, 1997, και George L. Mosse, The Fascist Revolution: Towards


General Theory of Fascism, Νέα Υόρκη, Howard Fertig. 1999. 48. Βλ. Stefan Breuer, Anatomic de la Revolution conservatrice, Παρίσι, Editions de la MSH 1996. Βλ. επίσης Jeffrey Herf, Reactionary Modernism: Technology, Politics, and Culture in Wel mar and the Third Reich, Νέα Υόρκη, Cambridge University Press, 1985 (ελλ. μτφ. Παρασκευ άς Ματάλας, Αντιδραστικός μοντερνισμός: Τεχνολογία, κουλτούρα και πολιτική στη βιταμίνη και στο Τρίτο Ράιχ. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1996).8

43. Hyppolite Taine, Les Origines de la France contemporaine, τόμ. 3.1. Παρίσι, Hachette,


1904, art. 123.


Bolati 1995, σελ. 648-659. Βλ. επίσης Sergio Luzzatto, «Visioni europer della Ka 44. Cesare Lombroso, «Le rivoluzioni e il delitter, Delitto, genio, follia, Scritti scelti, Τορίνο, voluzione francese, Oro Ombre rosse. Il romanzo della Rivoluzione francese nelFOttocento Μπολόνια, 11 Mulino, 2004, κεφ. 1.


45. Albert Mathiez, Le Bolchevisme et le Jacobinisme, Παρίσι, Librairie du Parti socialiste e de l'Humanité, 1920.

40. Danosa Cortes, «Discurso sobre la dictadura» (1849), στο Discursos politices, επιμ Agapito Maestre, Μαδρίτη, Tecnos, 2002, σελ. 6-7. 41. Donoso Cortes, «Discurso sobre la situación general de Europa» (1850), στο Diseases politicas, ό.π., σελ. 38.


42. Carl Schmitt, Théologie politique, ό.π., σελ. 66.

36. Joseph de Maistre, Les Soirées de Saint Petersbourg, Flapion, Librairie de la bibliothèque nationale, 1891, σελ. 87. Το απόσπασμα αυτό παρατίθεται και αναλύεται από τον Αίκαια Μπερλίν στο Isaiah Berlin, «Joseph de Maistre and the Origins of Fascism», ό.π., σελ. 1190 190 Carl Schmitt, «Der unbekannte Donoso Cortés (1929), Donoso Cortés in gesamteur


paischen Interpretation. Vier Aufsätze, Βερολίνο, Danker & Humiblot, 1991, σελ. 78 (γαλλ. μπρ στο La Visibilité de l'Eglise, Catholicisme romain et forme politique. Danese Cartes, Παρίση, Cent 2011). Βλ. επίσης Carl Schmitt, «La philosophie de l'Etat dans la contrerevolution 1o Maistre Bonald, Donoso Cortes)», στο Theologie politique, μτφ. Jean-Louis Schlegel, Παρίσι, Gallimard 1988, σελ. 62-75. (ελλ. μτφ. Παναγιώτης Κονδύλης, «Η αντεπαναστατική φιλοσοφία του κράτ τους (de Maistre, Bonald, Donoso Cortes)», στο Πολιτική θεολογία, Λεβιάθαν, 1994 / Κουκκί δα, 2016).


38. Carl Schmitt, «Der unbekannte Donoso Cortes», ό.π., σελ. 76. staurordischer Interpretation (1944), ό.π., σελ. 82.

32 Joseph de Maistre, Considerations sur la France, Παρίσι, PUF, 1989 (1797), σελ. 94 (ελλ. μτφ. Τάκης Αθανασόπουλος, «Στοχασμοί πάνω στη Γαλλία», στο Κατά της Γαλλικής Επανα- στάσεως. Εκδόσεις Καστανιώτη, 1999). 33. Ό.π., σελ. 98 και 103.


34. Emile Faguet, Politiques et moralistes du XIXe siècle, Παρίσι, Lecène, Oudin et Cle 1891, σελ. 1, αναφέρεται στο Isaiah Berlin, «Joseph de Maistre and the Origins of Fascism (1990). The Crooked Timber of Humanity, επιμ. Henry Hardy, Πρίνστον, Princeton Univer Press, 2013, σελ. 97 (ελλ. μτφρ. Γιώργος Μερτίκας. «Ο Joseph de Maistre και οι απαρχές του


φασισμού». Το σαθρό υλικό του ανθρώπου, Κριτική, 2015). 35. Joseph de Maistre, Considerations sur la France, ό.π., σελ. 201.

32. Joseph de Maistre, Considérations sur la France, Παρίσι, PUF, 1989 (1797), σελ. 94 (ελλ. μτφ. Τάκης Αθανασόπουλος, «Στοχασμοί πάνω στη Γαλλία», στο Κατά της Γαλλικής Επανα- στάσεως, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1999). 13. Ό.π., σελ. 98 και 103.


34. Emile Faguet, Politiques et moralistes du XIXe siècle, Παρίσι, Lecène, Oudine et Cie 1891, σελ. 1, αναφέρεται στο Isaiah Berlin, «Joseph de Maistre and the Origins of Fascism (1990), The Crooked Timber of Humanity, επιμ. Henry Hardy, Πρίνστον, Princeton University Press, 2013, σελ. 97. (ελλ. μτφ. Γιώργος Μερτίκας, «Ο Joseph de Maistre και οι απαρχές του φασισμού». Το σαθρό υλικό του ανθρώπου, Κριτική, 2015). 35. de Maistre, Considerations sur la France, ό.π., σελ. 201.


3. Edmund Burke, Reflections on the Revolution in France, επιμ. L. G. Mitchell, of (ed University Press 1993 (1790) (ελλ. μτφ. Χρήστος Γρηγορίου, Στοχασμό για σταση στη Γαλλία, Σαββάλας, 2010).

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Ευχαριστούμε για τα ωραία κείμενα.

Τα url του θείου Ισιδώρα