«Κυρίαρχος είναι όποιος αποφασίζει για την κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Μονάχα αυτός ο ορισμός είναι σε θέση ν’ ανταποκριθεί ικανοποιητικά στην
έννοια της κυριαρχίας ως έννοιας οριακή. Γιατί «οριακή έννοια» δεν
σημαίνει έννοια συγκεχυμένη, σαν κι αυτές που συναντάμε στη θολή
ορολογία της εκλαϊκευτικής φιλολογίας, παρά σημαίνει έννοια κινούμενη
στην απώτατη σφαίρα. Αντίστοιχα, ο ορισμός της δεν μπορεί να ερείδεται
στην κανονική περίπτωση, παρά σε μια οριακή περίπτωση… Το γεγονός ότι η
κατάσταση έκτακτης ανάγκης προσφέρεται κατ’ εξοχήν για τον νομικό ορισμό
της κυριαρχίας, οφείλεται σ΄ έναν λόγο συστηματικό, συμφυή με τη λογική
του δικαίου. Η απόφαση που αναφέρεται στην εξαίρεση συνιστά απόφαση
κατ’ εξοχήν» (σελ.17).
Ο Κ. Σμιτ αντλεί σκέψεις από τον Μποντέν, πολιτειολόγο του Μεσαίωνα, και
αντιπαρατίθεται στον νομικό θετικισμό του Kέλσεν και στον
φιλελευθερισμό του Kράμπε, περιγράφει δε την κατάσταση έκτακτης ανάγκης
ως την περίπτωση «όπου το δίκαιο από μόνο του αναστέλλει την ισχύ του». Η
αντιπαράθεσή του προς τον Kέλσεν εξαντλεί το δεύτερο κεφάλαιο υπό τον
τίτλο «Το πρόβλημα της κυριαρχίας ως πρόβλημα του νομικού τύπου και ως
πρόβλημα της απόφασης».
Στο τρίτο μέρος, με τον τίτλο «Πολιτική Θεολογία», συναντούμε ορισμένες
σημαντικές σκέψεις: «Όλες οι μεστές έννοιες της σύγχρονης πολιτειολογίας
είναι εκκοσμικευμένες θεολογικές έννοιες. Όχι μόνον ως προς την
ιστορική τους εξέλιξη (εφ’ όσον μεταφέρθηκαν από τη θεολογία στην
πολιτειολογία και ο παντοδύναμος Θεός λ.χ. έγινε ο παντοδύναμος
νομοθέτης), αλλά και ως προς τη συστηματική τους δομή, της οποίας η
γνώση είναι απαραίτητη για μια κοινωνιολογική θεώρηση αυτών των εννοιών.
Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης έχει για τη νομική επιστήμη ανάλογη
σημασία όπως το θαύμα για τη θεολογία. Μονάχα αν συνειδητοποιήσουμε
τέτοιες αναλογίες μπορούμε να γνωρίσουμε την εξέλιξη των ιδεών πάνω στη
φιλοσοφία του κράτους κατά τους τελευταίους αιώνες. Γιατί η ιδέα του
σύγχρονου κράτους δικαίου επικρατεί με τον δεϊσμό, δηλαδή με μια
θεολογία και μεταφυσική που εκδιώκει το θαύμα από τον κόσμο και αρνείται
την παραβίαση των φυσικών νόμων (όπως αυτή εμπεριέχεται στην έννοια του
θαύματος, επιβάλλοντας μιαν εξαίρεση μέσω μιας άμεσης επέμβασης) το
ίδιο όπως αρνείται και την άμεση επέμβαση του κυρίαρχου στην κρατούσα
έννομη τάξη» (σελ.65,66).
Ο Κ. Σμιτ ομολογεί ότι στη σκέψη του χρησιμοποιεί αναλογικά απόψεις που
διατύπωσαν κατ’ αρχήν οι λεγόμενοι αντιδραστικοί καθολικοί
πολιτειολόγοι: ο Μπoνάλντ, ο Ντε Μέστρ και ο Ντονόσκο Κόρτες. Σ’ αυτούς
θα αφιερώσει το τελευταίο κεφάλαιο του έργου του, με τον τίτλο, «Η
Αντεπαναστατική Φιλοσοφία του Κράτους», το οποίο ξεκινά με την
παρατήρηση ότι «στους Γερμανούς ρομαντικούς προσιδιάζει μια πρωτότυπη
ιδέα: η αιώνια συζήτηση» (σελ.89). Αντίθετα, οι αντιδραστικοί φιλόσοφοι
του κράτους «θα θεωρούσαν ασφαλώς μιαν αιώνια συζήτηση μάλλον για
ιλαροτραγικό προϊόν της φαντασίας. Γιατί την αντεπαναστατική τους
φιλοσοφία για το κράτος τη χαρακτηρίζει η συνείδηση ότι η εποχή απαιτεί
μιαν απόφαση, και η έννοια της απόφασης μπαίνει στο επίκεντρο της σκέψης
τους με μιαν ορμή που φτάνει στα απόλυτα άκρα ανάμεσα στις δύο
Επαναστάσεις του 1789 και του 1848» (σελ.90).
Ο Κ. Σμιτ θεωρεί την υποχώρηση του πολιτικού στοιχείου από την κυριαρχία
του οικονομικού ως ένα σύνθετο φαινόμενο, που απηχεί τη ζοφερή
κατάσταση που περιγράφει ο Μαξ Βέμπερ ως μετατροπή του σύγχρονου κράτους
σε μια μεγάλη επιχείρηση:
«Σήμερα, τίποτε δεν είναι πιο μοντέρνο από τον αγώνα ενάντια στο
πολιτικό στοιχείο. Αμερικανοί κεφαλαιούχοι, τεχνικοί της βιομηχανίας,
μαρξιστές, σοσιαλιστές και αναρχοσυνδικαλιστές επαναστάτες συνενώνονται
στην απαίτηση να παραμεριστεί η υποκειμενική–φατριαστική κυριαρχία της
πολιτικής με τον απροσωπόληπτο πραγματισμό της οικονομικής ζωής. Στο
εξής, όπως λέγεται, θα πρέπει να υπάρχουν μόνο οργανωτικά –τεχνικά και
οικονομικά– κοινωνιολογικά καθήκοντα, όχι όμως πολιτικά προβλήματα. Το
κυρίαρχο σήμερα είδος οικονομικής–τεχνικής σκέψης δεν είναι πλέον καν σε
θέση να αντιληφθεί μιαν πολιτική ιδέα. Το σύγχρονο κράτος φαίνεται να
έγινε πράγματι ό,τι βλέπει σ’ αυτό ο Μαξ Βέμπερ: μια μεγάλη επιχείρηση»
(σελ.105).
Η κριτική αυτή αντιστοιχεί απόλυτα και σήμερα τόσο στη χυδαία οικονομίστικη εκδοχή του μαρξισμού όσο και στον νεοφιλελευθερισμό.
Όμως το έργο του Κ. Σμιτ περιέχει και άλλες άξιες προβληματισμού
σκέψεις, σαν κι αυτές που αναφέρονται στον Μπακούνιν: «Στον μεγαλύτερο
αναρχικό του 19ου αι., στον Μπακούνιν, εμφανίζεται το παράδοξο ότι
αναγκάστηκε να γίνει στη θεωρία ο θεολόγος της αντιθεολογίας και στην
πράξη ο δικτάτορας μιας αντιδικτατορίας» (σελ.105).
Τα σχόλια του Π. Κονδύλη περιέχουν σπουδαίες και εύστοχες παρατηρήσεις,
θετικές αλλά και αρνητικές αποτιμήσεις του δοκιμίου της Πολιτικής
Θεολογίας.
Σημειώνει λοιπόν: «Ο Κ. Σμιτ μας υπενθυμίζει – και η υπόμνησή του έχει,
το 1994, βάρος όχι μικρότερο απ’ όσο το 1922– πως, κάτω από την κρούστα
κάθε ομαλότητας, ακόμα και της δημοκρατικής, σιγοκαίνε ή κοχλάζουν
δυνάμεις στοιχειακές, που κάποτε εκρήγνυνται, καταπίνοντας όσους
επαίρονταν για τον ρεαλισμό τους. Πως όποιος θέλει να κατανοήσει
βαθύτερα τους κοινωνικούς μηχανισμούς δεν πρέπει να στέκεται στο
φυσιολογικό, αλλά να διαγνώθει σε πόση έκταση και ένταση ο κανόνας
κατασκευάζεται εν όψει της εξαίρεσης, υπό το κράτος της προσδοκίας της
και του φόβου της και πως οι νομικές κατασκευές των φιλελεύθερων
συνταγματολόγων μάταια προσπαθούν να προεκτείνουν τον κανόνα μέσα στην
εξαίρεση και μαζί να θάψουν το ποιοτικό στοιχείο της κυριαρχίας κάτω από
την ποσότητα της “θεσμικής ομαλότητας”. Βεβαίως, τέτοιες και παρόμοιες
θέσεις δεν πρωτοδιατυπώθηκαν από τον ΣΜΙΤ ούτε η αποδοχή τους
περιοριζόταν στους οικειότερους σ’ εκείνον κοσμοθεωρητικούς και
πολιτικούς χώρους. Ήσαν π.χ. πάντοτε αυτονόητες και για τους επαναστάτες
μαρξιστές – πράγμα που σήμερα ξεχνιέται όλο και περισσότερο, καθώς τα
ψοφοδεή κατάλοιπα της Αριστεράς εξωραΐζουν την πολιτική τους χρεοκοπία
(και παράλληλα την κοινοβουλευτική και υπουργική θεσιθηρία των στελεχών
τους) με κωμικοτραγικές εκδηλώσεις προσήλωσης προς τους «θεσμούς» και
ζήλου για την «απρόσκοπτη λειτουργία» τους. Πράγματι, αφού ναυάγησε η
ουτοπία της Ανατολής, η Αριστερά δείχνει τώρα διατεθειμένη να
ενστερνισθεί την ουτοπία της Δύσης, δηλ. την ουτοπία του «κράτους
δικαίου» και της ευθύγραμμης οικουμενικής προόδου πάνω σε βάση πάγιας
θεσμικής ομαλότητας» (σελ.126,127).
Ο Κονδύλης αξιολογεί πως η «μόνιμη αξία της πραγματείας του ΣΜΙΤ
έγκειται στον ριζοσπαστικό τρόπο με τον οποίο θέτει το ζήτημα της
κυριαρχίας» (σελ. 128), καθώς και ότι «αντλεί τη ζωντάνια της από την
προγραμματική θεωρητική σύνδεση των προβλημάτων της κυριαρχίας με το
ανθρωπολογικό πρόβλημα» (σελ.127), ώστε πίσω από κάθε θεώρηση για την
κυριαρχία να προβάλλει το ερώτημα για το τι είναι ο άνθρωπος.
Ο νηπιακός εν μέρει και εν μέρει ελεγχόμενος χαρακτήρας του πνευματικού
διαλόγου στη χώρα μας δεν επέτρεψε να διατυπωθεί ένας θετικός ή
αρνητικός προβληματισμός όταν πρωτοεκδόθηκε, το 1994, στην Ελλάδα, η
Πολιτική Θεολογία. Κυριαρχεί η κενότητα του νεοφιλελευθερισμού και μιας
ενσωματωμένης Αριστεράς που, ακόμη και κάτω από επαναστατικές ιαχές,
αναπαράγει τις ίδιες χυδαίες οικονομίστικες ιδεοληψίες με τον
νεοφιλελευθερισμό.
Τελικά, οι αδυναμίες του δοκιμίου του Σμιτ, κατά
τον Κονδύλη, εντοπίζονται στο γεγονός ότι, ενώ θέτει «ζητήματα
επιστημολογίας και μεθόδου, ζητήματα ιστορικής και πολιτικής
πραγματολογίας και επίσης ζητήματα ιστορίας και κοινωνιολογίας των
ιδεών», όμως και «στους τρεις αυτούς τομείς η επιχειρηματολογία του
χωλαίνει σοβαρά, ήτοι χαρακτηρίζεται από εννοιολογικές ασάφειες ή από
ανακρίβειες αναφερόμενες στα realia, μολονότι οι συχνές και
δυσπαρακολούθητες κυμάνσεις της σκέψης του και η γοητευτική στιλπνότητα
του ύφους του τις κρύβουν ακόμα και από τα μάτια του έμπειρου αναγνώστη»
(σελ.130,131).
ΠΗΓΗ: περιοδικό Άρδην τ. 70. Ηλεκτρονική πηγή
Βλ. επίσης για τη σχέση Κονδύλη και C. Schmitt: εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου