Αναγνώστες

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2013

Για τη Ζήλια και τον Φθόνο

 

αποσπασμα απο το 

Δειγματολόγιο συναισθημάτων: Του Πέτρου Θεοδωρίδη

που Δημοσιευτηκε στο περιοδικό  ΕΝΕΚΕΝ


Η ζήλια





''Αυτό το συναντάμε γενικά στον έρωτα για τις γυναίκες. Όποιος φαντάζεται πραγματικά τη γυναίκα που αγαπάει πως παραδίνεται σ’ έναν άλλο θα θλιβεί, όχι μόνο γιατί παρεμποδίζεται η δική του όρεξη, αλλά και γιατί είναι υποχρεωμένος να συνδέει την εικόνα του πράγματος που αγαπάει με τις απεκκρίσεις του άλλου, και για τούτο την αποστρέφεται
Βaruch Spinoza



Συναίσθημα είναι και η ζήλια. Το ρήμα ζηλεύω προέρχεται από το ζήλος και σημαίνει: επιθυμώ έντονα κάτι που στερούμαι, εποφθαλμιώ, φθονώ.

 Ζήλια σημαίνει: δυσαρέσκεια για ξένη ευτυχία. Ζήλος, μας λέει ο Κικέρωνας, σημαίνει ταυτόχρονα «άμιλλα», μίμηση της αρετής, αλλά και «ζήλια», δηλαδή «λύπη, επειδή κάποιος άλλος έχει αποκτήσει αυτό που θα θέλαμε κι εμείς να έχουμε». Ζηλοτυπία σημαίνει επίσης «λύπη, επειδή κάποιος άλλος κατέχει αυτό που επιθυμούσαμε για τον εαυτό μας».


Και η ερωτική ζήλια; Συνήθως συνοδεύεται από μια ενδόμυχη φράση· «δεν μ’ αγαπάει πια ή δεν μ’ αγαπάει αρκετά. Ή δεν μ’ αγαπάει τόσο…». «Αν κάποιος φανταστεί» έλεγε ο Σπινόζα «πως ένας άλλος συνδέεται με το πράγμα που αγαπάει με τον ίδιο φιλικό δεσμό ή με στενότερο από εκείνον με τον οποίο αυτός το είχε στην κατοχή του, θα αισθανθεί μίσος για το πράγμα που αγαπάει και θα φθονήσει τον άλλον. Αυτό το μίσος για ένα πράγμα που αγαπάμε μαζί με τον φθόνο ονομάζεται ζηλοτυπία, κι έτσι η ζηλοτυπία δεν είναι παρά μια ταλάντευση της ψυχής».



Ο Παύλος Αλεξάντροβιτς Φλωρένσκι, ρώσος θεολόγος και φιλόσοφος των αρχών του 20ού αιώνα, αποδίδει στην (ερωτική) ζήλια την κατεξοχήν θετική αξία.


«Η ζήλια είναι αυτή η αγάπη αλλά στο “άλλο είναι” της, στην ετερότητά της· είναι ένα από τα στοιχεία του έρωτα, η βάση του, η ουσία του, η πρώτη νύχτα του κόσμου, απ’ όπου ξεμυτίζει η αχτίδα της αγάπης. Γιατί η αγάπη » συνεχίζει ο Φλωρένσκι «δεν έχει μόνον οικουμενικότητα, αλλά είναι και περιγεγραμμένη, όχι μόνον είναι απεριόριστη αλλά και περίκλειστη».



Γιατί στη ζήλια ενυπάρχει μια εξύψωση του άλλου στο επίπεδο του Εσύ, του προσώπου. «Ο έρως είναι ελεύθερη επιλογή. Το Εγώ διαλέγει ένα μόνο πρόσωπο και μ’ αυτό κτίζει μια σχέση, συνδέεται ψυχικά. Αυτό το συνηθισμένο πρόσωπο το Εγώ θέλει να το βλέπει σαν εξαιρετικό, αυτό που είναι σκιερό το θέλει φωτεινό, το καθημερινό το κάνει γιορτινό».


 Όμως, από την άλλη μεριά, ο Aldo Carotenuto βλέπει την (ερωτική) ζήλια ως παγίδα που μας αιχμαλωτίζει στο αγαπημένο πρόσωπο. Η ζήλια, μας λέει ο Carotenuto, αναπόφευκτα βγαίνει στην πολυτάραχη σκηνή της προδοσίας. Η συμπεριφορά και η ικανότητα του ανθρώπου για τη δημιουργία σχέσεων, που ως εκείνη τη στιγμή δεν γνώριζαν τη ζήλια, ξαφνικά μεταμορφώνονται.



«Ο εραστής νιώθει το κορμί της γυναίκας (του) στα ξένα χέρια ως βιασμό του δικού του κορμιού. Ο ζηλιάρης, δηλαδή ο άνθρωπος του ίμερου, το μόνο που μπορεί να πει στη γυναίκα είναι ένα απλό: “Δώσε μου πίσω την ψυχή μου”». O εραστής λέει: «Την αγαπώ τόσο πολύ, ώστε το θέλω της είναι και δικό μου». Μόλις όμως εμφανισθεί ο κίνδυνος, η πιθανότητα ότι ο εραστής είναι αντικαταστάσιμος, αρχίζει το αληθινό δράμα. Η αρχική φράση τώρα μετατρέπεται: «Ήθελα να μη ποθεί εκείνο που ήθελε να ποθεί».


Είναι η στιγμή που ο εραστής, με τη φαιά στολή του ζηλότυπου, θα μισήσει ό,τι λάτρεψε.



Η διάσταση του φλογερού έρωτα, τόσο τέλειου που φαντάζει εξωπραγματικός, ξαφνικά ανατρέπεται, γίνεται προδοσία και μας παγιδεύει στον πόνο της μοναξιάς μας. Δεν είμαστε σε θέση πλέον να διατηρούμε αντικειμενική σχέση με τα γεγονότα, τα οποία ερμηνεύονται αποκλειστικά και μόνο με βάση μια βασανιστική, καταναγκαστική προοπτική της επιβεβαίωσης των υποψιών μας. «Όταν η ζήλια αντικαταστήσει τον έρωτα, η ανάμνηση των ευτυχισμένων στιγμών που ζήσαμε μαζί μετατρέπονται σε εικόνες που μας παγιδεύουν και μας βασανίζουν».

Δύο μεγάλοι δραματικοί ποιητές των νεότερων χρόνων πήραν δύο φορές για θέμα τους την ανδρική τιμή.
Ο Σαίξπηρ και ο Καλντερόν.

Όμως, όπως παρατηρεί ο Octaviο Paz, οι ήρωες των ισπανικών δραμάτων, και ιδίως του Καλντερόν, δεν είναι (ερωτικά) ζηλότυποι. Εκδικούμενοι, ξεπλένουν μια κηλίδα που αμαύρωνε τη τιμή τους. Δεν είναι ερωτευμένοι, είναι οι φύλακες της υπόληψής τους. Αντιθέτως, στο πρόσωπο του σαιξπηρικού Οθέλου συνυπάρχει μια αυθεντική ερωτική ζήλια και ο θυμός του προσβεβλημένου άνδρα.

Ο Προυστ είναι, σύμφωνα με τον Octaviο Paz, ο μεγάλος σύγχρονος ερευνητής της ζήλιας. Ο Σουάν και η Οντέτ —ήρωες του μεγάλου έργου του Προυστ «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο»— είναι αήθεις. Εκείνη δεν τον αγαπά, τον χρησιμοποιεί. Ούτε κι αυτός την αγαπά, την περιφρονεί. Με την Οντέτ δεν τον δένει μήτε η τυραννία της σεξουαλικής έλξης μήτε εκείνη του πνεύματος. Η Οντέτ τον σαγηνεύει γιατί είναι απροσπέλαστη, όχι το σώμα της, αλλά η συνείδησή της. «Πάντα κάτι από αυτήν θα του διέφευγε, θα ήταν πάντοτε άλλη».



Και δεν μπορεί να την αποχωριστεί, τον δένει μαζί της η ζήλια του. Ύστερα από χρόνια, ενθυμούμενος το πάθος του, εξομολογείται: «Και να σκεφτείς πως άσκοπα ξόδεψα χρόνια από τη ζωή μου, πως θέλησα να πεθάνω, πως είχα τον πιο μεγάλο μου έρωτα, για μια γυναίκα που δεν μου άρεσε, που δεν ήταν ο τύπος μου!».



Για τον φθόνο



''Κάποτε κάθισα για ώρα μονάχος και παρατηρούσα ένα παιδί. Ξεχείλιζε από μοχθηρία. Τι είδους αθωότητα όμως είναι αυτή, να τρέχει πλούσιο και άφθονο το γάλα από τη μητρική πηγή, κι εμείς να μην αντέχουμε να το μοιραστούμε με τον αδελφό που το έχει τόσο ανάγκη, γιατί αυτό είναι η μοναδική τροφή που τον κρατά ζωντανό;



Άγιος Αυγουστίνος



Για τον Λακάν ο φθόνος (invidia) είναι ιδιότητα του βλέμματος. Προέρχεται από το ρήμα videre (βλέπω). «H invidia, η πιο υποδειγματική, είναι αυτή που διαπίστωσα εδώ και πολύ καιρό στον Αυγουστίνο, ο οποίος περιγράφει τον φθόνο του μικρού παιδιού που κοιτάζει τον αδελφό του κρεμασμένο στο στήθος τη μητέρας του». «Εκείνο, παρατηρεί ο Λακάν, που το μικρό παιδί ή οποιοσδήποτε φθονεί, δεν είναι διόλου αναγκαστικά εκείνο που θα μπορούσε να ορέγεται. Το παιδί που κοιτάζει τον μικρό του αδελφό, ποιος μας λέει ότι έχει ακόμη ανάγκη να είναι στο μαστό; Καθένας ξέρει ότι ο φθόνος προκαλείται συνήθως από την κατοχή αγαθών τα οποία σ’ αυτόν που φθονεί δεν θα χρησίμευαν σε τίποτε, και που ούτε καν υποψιάζεται την αληθινή τους φύση. Αυτός είναι ο αληθινός φθόνος. Κάνει το υποκείμενο να χλομιάζει μπροστά σε τι; Μπροστά στην εικόνα μιας πληρότητας που ξανακλείνεται».



Για την Melanie Klein ο φθόνος σχετίζεται με την επιδίωξη του παιδιού για τον μαστό της μητέρας, στον οποίο θα προτιμούσε να είχε μια εφ’ όρου ζωής επικαρπία. «Το πολύ φθονερό πρόσωπο, λέει η Melanie Klein, είναι ακόρεστο, ποτέ δεν μπορεί να ικανοποιηθεί, επειδή ο φθόνος του προέρχεται από μέσα, και επομένως πάντα βρίσκει ένα αντικείμενο να εξουσιάζει».



Στον φθόνο το υποκείμενο φθονεί την απόλαυση του Άλλου ως τέτοια και δεν επιθυμεί το ίδιο το αντικείμενο. Η μόνη του επιθυμία είναι η καταστροφή της απόλαυσης και της ύπαρξης του Άλλου. Ο φθόνος πάντα είναι μειωτικός. Η ζήλια είναι «η λάμια με τα φαρμακερά μάτια», αλλά «ο φθόνος έχει αλλήθωρα, στραβά και κοκκινισμένα από το κλάμα μάτια».



Στη ζήλια ισχύει το «θέλω ό,τι έχει», στον φθόνο το «θέλω να μην έχει ό,τι έχει», γιατί αυτό με κάνει να αισθάνομαι κατώτερος συγκρινόμενος μαζί του.

Ο φθόνος —καθολικό συναίσθημα σε όλους τους πολιτισμούς αλλά κυρίως άθλημα των μικρών πόλεων, όπως παρατήρησε ο Κίρκεγκορ— είναι «το αίσθημα ταπείνωσης και μοχθηρίας που προκαλείται από την παρατήρηση των ανώτερων πλεονεκτημάτων που κατέχει κάποιος άλλος».



Ο φθονών φθονεί τον Άλλο χωρίς να έχει πραγματικά μια σχέση μαζί του. Θέλει μόνο να τον δει να ταπεινώνεται, να απογυμνώνεται, να ζημιώνεται, χωρίς ο ίδιος να έχει ένα πραγματικό όφελος από αυτό. «Όμως σίγουρα έχει ένα φαντασιακό όφελος· θεωρεί τη φαντασιακή εικόνα του εαυτού του εξυψωμένη, μη αμφισβητούμενη από την εικόνα του Άλλου ως ενός ανταγωνιστή». Για το φθονερό πρόσωπο ωστόσο το ερώτημα, όταν βλέπει κάποιον που έχει μεγαλύτερη τύχη, είναι: «Γιατί όχι σ’ εμένα; Γιατί αυτοί έχουν άφθονα φυσικά χαρίσματα που δεν προσφέρονται σε μένα;»



Και βέβαια ο αληθινός φθόνος δεν προορίζεται για τους σπουδαίους ή τους παρά πολύ χαρισματικούς, αλλά για εκείνους που η κατάστασή τους απλώς μοιάζει να είναι λιγάκι καλύτερη από τη δικιά μας. Γιατί σε μια εξισωτική κοινωνία, όπου η ισότητα είναι ο εξαγγελθείς στόχος, ο φθόνος ενδέχεται να είναι ακόμα πιο έντονος. Ο φθόνος προσλαμβάνει τη μορφή ισοπέδωσης κι «ενώ μια παθιασμένη εποχή επιταχύνει, δημιουργεί και ανατρέπει, εξυψώνει και υποτιμά, μια στοχαστικά απαθής εποχή κάνει ακριβώς το αντίθετο: καταστέλλει και παρακωλύει, ισοπεδώνει».



Η «συντριπτική και αδιανόητη ανισότητα, ιδίως όταν έχει ένα στοιχείο του ανέφικτου, προκαλεί πολύ λιγότερο φθόνο από την ελάχιστη ανισότητα, η οποία αναπόφευκτα κάνει τους φθονερούς να σκεφτούν: “Θα μπορούσα να είμαι στη θέση του”».

Δεν υπάρχουν σχόλια: