enthemata.wordpress.com
της Ιφιγένειας Καμτσίδου
Στα νεωτερικά πολιτεύματα οι θρησκευτικές
πεποιθήσεις προστατεύονται καταρχήν ως στοιχείο του forum internum των
προσώπων, το κράτος δεν επιτρέπεται να διεισδύσει με κανένα τρόπο σε
αυτό, προφανώς δεν θρησκεύεται και, τέλος, υποχρεώνεται να εξασφαλίζει
την ισότιμη μεταχείριση όλων των μελών του κοινωνικού συνόλου ανεξάρτητα
από το θρήσκευμά τους.
Η παραπάνω πρόσληψη της θρησκευτικής
ελευθερίας φέρνει πολύ κοντά τους πιστούς και την Aριστερά, δεδομένου
ότι η κοινή επ’ αυτού στόχευσή τους, η ακώλυτη από την πολιτική εξουσία
ανάπτυξη του θρησκευτικού φρονήματος, επεκτείνεται αναγκαστικά και στην
αρχή της ισότητας: ο σεβασμός της θρησκευτικής συνείδησης καθενός
συνδέεται στενά με την απαγόρευση διακρίσεων, καθώς και με την ρύθμιση
των κοινωνικών σχέσεων με κανόνες, που όντας αδιάφοροι για τη
θρησκευτική ένταξη των υποκειμένων που υπάγονται σε αυτούς, εξασφαλίζουν
σε όλους ίσα δικαιώματα και επιβάλλουν ίσες υποχρεώσεις. Έτσι, η
προάσπιση της ελευθερίας της συνείδησης ανάγεται σε παράμετρο
πραγμάτωσης της αρχής της ισότητας, η οποία, με τη σειρά της, αποτελεί
προϋπόθεση για την απόλαυση της ελευθερίας.
Πρόσφατα, πάντως, διατυπώνεται το αίτημα
να προστατεύονται επίσης η δημόσια έκφραση της θρησκευτικότητας και η
δημόσια χρήση των θρησκευτικών συμβόλων. Αφενός, συγκεκριμένες πολιτικές
δυνάμεις που διαχειρίζονται την εξουσία επιδιώκουν την σύνδεση της
τελευταίας με τη θρησκεία την οποία ασπάζεται η πλειοψηφία του λαού. Η
σύνδεση αυτή σηματοδοτείται και από τη χρήση θρησκευτικών συμβόλων κατά
την άσκηση σημαντικών πολιτειακών λειτουργιών, όπως η νομοθέτηση, η
δικαιοσύνη ή η δημόσια εκπαίδευση. Αφετέρου, μέλη θρησκευτικών
κοινοτήτων διεκδικούν η παρουσία τους στην δημόσια σφαίρα να εκφράζει
την προσήλωσή τους στο θρήσκευμα τους είτε αυτοί λειτουργούν ως ιδιώτες
είτε ως φορείς δημόσιας εξουσίας π.χ. ως δικαστές ή ως δάσκαλοι. Τούτο
γεννά θεσμικά προβλήματα που δεν επιδέχονται ενιαία αντιμετώπιση.Η
πιο εύκολη για τον νομικό περίπτωση είναι αυτή της χρήσης των
θρησκευτικών συμβόλων κατά την άσκηση μιας από τις τρεις κρατικές
εξουσίες. Η ανάρτηση του σταυρού στις δικαστικές αίθουσες ή η έκθεση
άλλων συμβόλων στο δικαστικό μέγαρο αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό
παράδειγμα, για το οποίο φαίνεται να έχει διαμορφωθεί ομοφωνία στον
διεθνή «διάλογο» των ανώτατων δικαστηρίων: οτιδήποτε εκπέμπει μήνυμα που
συνδέει την πολιτεία με μια συγκεκριμένη θρησκεία παραβιάζει την
κρατική ουδετερότητα και είναι αθέμιτο. Η παραπάνω αντίληψη μπορεί να
ανοίξει ένα πεδίο συμπόρευσης της Εκκλησίας με την Αριστερά, ένα πεδίο
κοινών διεκδικήσεων για την κατοχύρωση του ουδετερόθρησκου χαρακτήρα των
κρατικών λειτουργιών, ώστε να εξασφαλίζονται ταυτόχρονα η θρησκευτική
ελευθερία, η αυτονομία της Εκκλησίας αλλά και η πολιτική αυτονομία.
Λιγότερο σαφή είναι τα πράγματα όταν το
αίτημα σεβασμού της θρησκευτικότητας στον δημόσιο χώρο διατυπώνεται από
πρόσωπα που είναι φορείς δημόσιας εξουσίας, χωρίς ωστόσο να ασκούν μια
από τις τρεις κρατικές λειτουργίες ή είναι χρήστες μιας δημόσιας
υπηρεσίας με σταθερό τρόπο, όπως π.χ. οι δασκάλες και οι μαθήτριες που
επιδίωξαν να συμμετέχουν στην εκπαιδευτική διαδικασία φορώντας την
μουσουλμανική μαντίλα. Ανάλογο είναι το παράδειγμα της νεότατης απόφασης
του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), στις
15.1.2013, που έκρινε ότι υπάλληλος αεροπορικής εταιρίας, στην οποία
απαγορεύτηκε να φορά τον σταυρό της, υπέστη αθέμιτο περιορισμό στην
θρησκευτική της ελευθερία.
Και στην περίπτωση αυτή επιβάλλονται
διακρίσεις: όταν κάποιο πρόσωπο επιδιώκει να ενταχθεί στο προσωπικό του
δημόσιου τομέα, όταν δηλαδή αναλαμβάνει να εκπροσωπεί το κράτος, τότε
παράλληλα αναλαμβάνει την υποχρέωση να εξασφαλίζει τον σεβασμό της
θρησκευτικής ελευθερίας όλων των μελών του κοινωνικού συνόλου που
έρχονται σε επαφή μαζί του. Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα, αν για να
εκπληρώσει την παραπάνω υποχρέωσή του οφείλει να εγκαταλείπει τη
θρησκεία στο σπίτι του, ώστε να μη δημιουργεί ούτε αισθήματα καταπίεσης
σε αυτούς με τους οποίους συναλλάσσεται ούτε πολύ περισσότερο να τους
υποβάλλει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Η απάντηση είναι δυσχερής,
καθώς άλλοτε η χρήση του θρησκευτικού συμβόλου καθεαυτή δεν επαρκεί για
την προσβολή της ελευθερίας των τρίτων άλλοτε, παρά το ισχυρό μήνυμα
που εκπέμπει το σύμβολο, η προσωπική στάση του υπαλλήλου μπορεί να
περιορίζει τις τυχόν αρνητικές για την ελευθερία της συνείδησης
συνέπειες. Αντίθετα, περιορισμοί στους χρήστες της δημόσιας υπηρεσίας
δεν μπορεί να επιβληθούν παρά μόνον με τις διαδικαστικές και ουσιαστικές
εγγυήσεις που περιβάλλουν την ελεύθερη απόλαυση της θρησκευτικής
ελευθερίας
Η σχετική νομολογία τόσο των εθνικών
δικαστηρίων όσο και του ΕΔΔΑ προσφέρει χρήσιμα κριτήρια για τις
αναγκαίες κατά περίσταση σταθμίσεις, κυρίως όμως μαρτυρά το ακόλουθο: η
προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας ως προστασία ελεύθερης ατομικής
και συλλογικής έκφρασης εντάσσεται στους στόχους των αγώνων χειραφέτησης
που αναπτύσσει η Αριστερά και αποτελεί όρο για την οικοδόμηση της
πλουραλιστικής δημοκρατικής πολιτείας.
Η Ιφιγένεια Καμτσίδου διδάσκει συνταγματικό δίκαιο στη Νομική του ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου