Ιουλιέτα ή Διαφωτισμός και ηθική (ΙΙΙ)
Στη Διαλεκτική
του Διαφωτισμού η έννοια της ενόρμησης θανάτου σχετίζεται με την μίμηση. Ωστόσο
αυτό δεν πρέπει να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι Α/Χ την αποδέχονται. Η καταστροφικότητα είναι το
τίμημα που πληρώνει κανείς όταν παραιτείται από την ικανοποίηση των ενορμήσεών
του(Ιακώβου,2007:184) και δεν προέρχεται από μια εγγενή τάση. Το Αυτό μειώνει
τις απαιτήσεις του κάτω από την πίεση του υπερεγώ. Σε αντίθεση με το Ζίζεκ οι πράξεις της σαδικής
Ιουλιέτας όπως υποστηρίζουν οι Α/Χ δεν αποτελούν έκφραση της ενόρμησης θανάτου
την ύπαρξη της οποίας δεν αποδέχονται,
αλλά αποτυπώνουν την συγκρότηση ενός
ισχυρού Εγώ όπου έχει συντελεστεί η απώθηση με συγκεκριμένο τίμημα.
Θεωρούμε ότι η
ανάλυση της σαδικής Ιουλιέτας από τους Α/Χ μπορεί να παραβληθεί με αυτή του
Ζίζεκ και να χαρακτηριστεί ως διαμετρικά αντίθετη ενώ εκκινεί από κοινές
παραδοχές, δηλαδή την ταυτότητα της καντιανής κατηγορικής προσταγής με την
επιθυμία της Ιουλιέτας ή την ταυτότητα του Λόγου με την κυριαρχία. Ο Ζίζεκ όπως
και ο Α/Χ δέχεται την στενή σχέση της καντιανής κατηγορικής προσταγής με το
πρόταγμα της Ιουλιέτας ωστόσο αποδίδει θετικό περιεχόμενο σε αυτή τη συσχέτιση.
Ο Ζίζεκ υποστηρίζει ότι η εγκληματική πράξη της Ιουλιέτας, αποτελεί μια πράξη
χειραφέτησης, συνιστά διέλευση της θεμελιώδους φαντασίωσης. Η Ιουλιέτα
καταστρέφει τη συμβολική τάξη, οδηγούμενη από την ενόρμηση θανάτου και
δημιουργεί τον κενό χώρο ώστε μια νέα συμβολική τάξη να εδραιωθεί. Η συναισθηματική
απάθεια με την οποία τελεί τα εγκλήματά της επιβεβαιώνουν ότι η πράξη της
εκτείνεται πέραν της αρχής της ευχαρίστησης. Η Ιουλιέτα αποτελεί ένα τυπικό
επαναστατικό πρότυπο κοινωνικού μετασχηματισμού για τον Ζίζεκ το οποίο
εμφορείται από μια ψυχαναλυτική ηθική που δεν θεμελιώνεται στην έννοια του
Αγαθού.
Οι Α/Χ αντιθέτως
θεωρούν ότι η σαδική Ιουλιέτα αποτελεί προάγγελο και προτύπωση του
ολοκληρωτισμού είτε με τη μορφή του ναζισμού/φασισμού είτε με τη μορφή του
κρατικού σοσιαλισμού. Ο Διαφωτισμός είχε και μια σκοτεινή όψη η οποία
εκφράστηκε παραστατικά μέσα από την Ιουλιέτα. Η συναισθηματική απάθειά της και
οι εγκληματικές πράξεις της δεν δείχνουν τίποτα παρά μια επίθεση του Λόγου στον
εαυτό του, φανερώνουν αντίφαση στον πυρήνα του διαφωτιστικού προτάγματος για
αυτονομία. Η Ιουλιέτα δεν εκφράζει τίποτα άλλο παρά το αστικό υποκείμενο που
είναι ικανό για κάθε είδους θηριωδία εκτελεσμένη με απόλυτα ορθολογικό τρόπο. Η
σαδική Ιουλιέτα αποτελεί την ανάδυση ενός ισχυρού Εγώ όπου οι ενορμήσεις έχουν
περισταλεί κάτω από τον έλεγχο που επιβάλλει η αρχή της πραγματικότητας. Βέβαια
αυτή η περιστολή των ενορμήσεων οδηγεί στην συναισθηματική απάθεια, στην
ανηδονία, στον συνεχή υπολογισμό και αυτοέλεγχο της συμπεριφοράς.
Τέλος η
διαφορετική ψυχαναλυτική ερμηνεία αποτελεί τη βαθύτερη διαφορά μεταξύ του Ζίζεκ
και των Α/Χ στην διάσταση που δίνουν στη σαδική Ιουλιέτα. Ο Ζίζεκ ερμηνεύει τη
συμπεριφορά της μέσα από ένα καθαρά λακανικό πλαίσιο όπου δίνεται έμφαση στην
πρώτη τοπική του Φρόιντ αλλά ταυτόχρονα υιοθετείται η ενόρμηση θανάτου από τη
δεύτερη τοπική. Βέβαια στη λακανική ψυχανάλυση επικρατεί ένας μονισμός της
ενόρμησης, κάθε ενόρμηση σεξουαλική ή άλλη αποτελεί έκφραση της ενόρμησης
θανάτου. Αντιθέτως οι Α/Χ αποδέχονται
την δεύτερη τοπική αλλά επηρεασμένοι από την Εγώ-ψυχολογία απορρίπτουν την
ενόρμηση θανάτου.
Ιουλιέτα ή Διαφωτισμός και ηθική (ΙΙ)
Η απάθεια
σύμφωνα με τους Α/Χ γίνεται χαρακτηριστικό της αυθεντικής αστικής ύπαρξης. Πρόκειται για την απόσυρση του ατομικού
αυθορμητισμού στην ιδιωτική σφαίρα. Η ευαισθησία, η συναισθηματική εμπλοκή
αποτελεί μια κατάσταση μη επιθυμητή, επικίνδυνη. Όπως λέει η φίλη της Ιουλιέτας,
Κλαιρβίλ : «η ψυχή μου είναι σκληρή, διότι δεν θα προτιμούσα την ευαισθησία από
την ευτυχή απάθεια που απολαμβάνω. Ω, Ιουλιέτα… απατάσαι ίσως ως προς την επικίνδυνη ευαισθησία, για
την οποία τόσοι μωροί καμαρώνουν». Η απάθεια αποτελεί μια στρατηγική αντιμετώπισης
των συναισθημάτων κάποιου. Η ιδιωτικότητα είναι η αναγνώριση της επισφάλειας
και της αδυναμίας της αστικής τάξης μπροστά στον κίνδυνο της συναισθηματικής
έκθεσης .
Έτσι σύμφωνα με
τους Α/Χ η συναισθηματική απάθεια η οποία θεωρείται σημαντική τόσο από τον Καντ
για την υπηρέτηση του καλού όσο και στο Σαντ για την εκπλήρωση του κακού,
αποτελεί γνώρισμα της αστικής κοινωνίας και βασική συνιστώσα του εργαλειακού
λόγου. Η απάθεια θεωρήθηκε ένα καθήκον απαραίτητο τόσο στην άσκηση της αρετής
όσο και στην διάπραξη του εγκλήματος. Ο
Λόγος κατέστη αδύνατος να παράγει επιχειρήματα ενάντια στο φόνο και το έγκλημα
όπως σημειώνουν οι Α/Χ. Έτσι ο χαρακτήρας του Διαφωτισμού είναι αντιφατικός όσο
και αν οι απολογητές του επιδιώκουν να καλύψουν αυτό το γεγονός μέσα από
αρμονιστικές διδασκαλίες (σελ 197).
Η περιγραφή των
ιδιωτικών αμαρτωλών παθών του Σαντ δεν αποτελεί παρά προκαταβολική
ιστοριογραφία των δημόσιων αρετών της εποχής του ολοκληρωτισμού (σελ 198). Η
απαθής Ιουλιέτα αποτελεί μια έκφραση της φασιστικής βίας αλλά και του σοσιαλισμού όπως υποστηρίζουν οι Α/Χ: «ο Σαντ
φαντάστηκε όλη την πορεία του κρατικού σοσιαλισμού, στα πρώτα βήματα του οποίου
ναυάγησαν ο Σαιν Ζυστ και ο Ροβεσπιέρος….
Η ιστορία της Ιουλιέτας και της Ιουστίνης αποτελεί την ιστορία της σκέψης ως
οργάνου της κυριαρχίας» (σελ 196). Η Ιουλιέτα και η Ιουστίνη αποτελούν την νεωτερική αποτύπωση αυτής της
κυριαρχίας που αποτινάζει το μυθικό επικάλυμμα κάτω από το οποίο αυτή
εκφράζεται στην ομηρική Οδύσσεια. Οι Α/Χ
αναλύουν στο παράρτημα Ι με τίτλο Οδυσσέας ή Μύθος και διαφωτισμός την
προαπεικόνιση του αστικού υποκειμένου στο ομηρικό έργο. Θα αναφερθούμε εν
συντομία σε αυτό επικεντρώνοντας στα κοινά χαρακτηριστικά που αποδίδονται στον
Οδυσσέα και τη σαδική Ιουλιέτα. Ο Οδυσσέας σε διάφορες περιπέτειές του
βρίσκεται απέναντι σε πειρασμούς τους οποίους τελικά αρνείται.
Ο Οδυσσέας δεν
αφήνεται στο τραγούδι των σειρήνων άνευ όρων, δεν παραδίδεται στην λήθη που
προτείνουν οι Λωτοφάγοι βρισκόμενος σε μια κατάσταση όπου δεν γνωρίζει εργασία
και αγώνα. Τέλος ο Οδυσσέας αρνείται την ερωτική ευτυχία που του υπόσχεται η
Κίρκη. Ο Οδυσσέας λοιπόν δεν ενδίδει στις αρχαϊκές τάσεις του, τις επιθυμίες
του, στην ηδονή. Αντιθέτως χαρακτηρίζεται από αυτοέλεγχο και πειθαρχία,
περιστέλλει την προσωπική του ευχαρίστησή του προκειμένου να επιτύχει κάποιους
σκοπούς. Η συμπεριφορά του χαρακτηρίζεται από την θυσία της ευχαρίστησής του,
έχει ως κόστος την απομάκρυνση από την εσωτερική του φύση, από την αρχαϊκή
οικονομία της επιθυμίας. Ο Οδυσσέας μέσα από την απάρνηση της προσωπικής
ευτυχίας του φαίνεται να κινείται όπως και η Ιουλιέτα πέρα από την αρχή της
ευχαρίστησης. Η αυτοπειθαρχία, ο έλεγχος πάνω στον εαυτό του μπορεί να
συσχετιστεί με τη συναισθηματική απάθεια με την οποία η Ιουλιέτα εκτελεί τις
εγκληματικές της πράξεις.
Ενδιαφέρον
παρουσιάζει η φροϋδική ερμηνεία του Οδυσσέα μέσα από την οποία μπορούμε να
κατανοήσουμε και την συμπεριφορά της σαδικής Ιουλιέτας. Ο Οδυσσέας εκφράζει μια
διαδικασία εκπολιτισμού, περιστολής των ενορμητικών απαιτήσεων και την ανάδυση του Εγώ. Ο Οδυσσέας για τους
Α/Χ όπως και η σαδική Ιουλιέτα εκφράζουν το αυτόνομο Εγώ της νεωτερικότητας που
διέπεται από την αρχή της πραγματικότητας.
Για να
μελετήσουμε καλύτερα την ερμηνεία της σαδικής Ιουλιέτας και του Οδυσσέα πρέπει
να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο η Κριτική θεωρία οικειοποιείται την
φροϋδική ψυχανάλυση.Η Κριτική θεωρία εστίασε στην πρώτη τοπική του Φρόυντ και
όχι στη δεύτερη. Έτσι κυριαρχεί η δεύτερη τοπική της διάκρισης του ψυχικού
οργάνου σε αυτό, εγώ και υπερεγώ (Ιακώβου,2007:182) και όχι η διάκριση
συνειδητού, προσυνειδητού και ασυνείδητου της πρώτης τοπικής. Ωστόσο φαίνεται
ότι δεν ακολουθούν τον Φρόιντ στην δεύτερη εννοιολόγηση των ενορμήσεων.
Υποστηρίζουν την διάκριση των ορμών σε σεξουαλικές και αυτοσυντήρησης
αρνούμενοι να αποδεχτούν την διάκριση σε ενορμήσεις του Έρωτα και του Θανάτου.
Μάλιστα ο Χόρκαχάιμερ και ο Φρομ κατά τη δεκαετία του 40 ασκούν κριτική στις
ενορμήσεις θανάτου με το επιχείρημα ότι αυτές συνιστούν παλινδρόμηση στο
βιολογισμό και οδηγούν στην αποδοχή των υφιστάμενων κοινωνικών σχέσεων
(Ιακώβου,2007:183). Οι Α/Χ στρέφονται σε μια παρέκκλιση από την κλασσική
ψυχανάλυση, στην Εγώ-ψυχολογία για να ερμηνεύσουν τη σαδική Ιουλιέτα. Η
Εγώ-ψυχολογία παραβλέπει την πρώτη τοπική του Φρόιντ και δίνει έμφαση στη
δεύτερη τοπική την οποία όμως διαστρέφει. Ενώ δέχεται τον διαχωρισμό του
ψυχικού οργάνου σε Εγώ, Υπερεγώ και Αυτό , απορρίπτει την ενόρμηση θανάτου και
επικεντρώνεται στην ενίσχυση του Εγώ ως βασικό στόχο της ανάλυσης
(Μιλέρ,2003:80).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου