ΕΝΘΕΜΑΤΑ
18 Σεπτεμβρίου 2011
Ο Ζακ Λακάν, ψυχαναλυτής του 21ου αιώνα
9 Σεπτεμβρίου: 30 χρόνια από τον θάνατό του
του Ρεζινάλντ Μπλανσέ
Επανατοποθετώντας το ασυνείδητο στα σωστά
του τα θεμέλια, δηλαδή στη γλώσσα, ο Ζακ Λακάν μπορεί να θεωρείται
εκείνος που προσέδωσε στην ψυχανάλυση την γνήσια φροϋδική της ταυτότητα.
Πράγματι, το φροϋδικό ασυνείδητο συνιστά μια ιδιότητα της γλώσσας.
Εδράζεται στη πολύσημη δομή της γλώσσας. Αυτό που θέλουμε να πούμε
διαφέρει από αυτό που τελικά λέγεται. Το ασυνείδητο εδράζεται σε αυτή
την παρέκκλιση. Μαρτυρά μια επιθυμία που ενεργεί εν αγνοία του
ομιλούντος, έτσι ώστε, όντας πυρήνας του λόγου, η επιθυμία, και δη η
ασυνείδητη επιθυμία, να αποτελεί την καθαυτό ουσία του ανθρώπου. Η
επιθυμία εκφράζεται μέσα στα συμπτώματα — «κανονικά» (όνειρα, γλωσσικές
παραδρομές, παραπραξίες κλπ.) ή μη (τα «παθολογικά» συμπτώματα που μας
μετατρέπουν σε διαταραγμένους και μας κάνουν τοv βίο αβίωτο). Τα
συμπτώματα, πέρα από μια επιθυμία που απορρίπτεται, αποκρυσταλλώνουν σε
τελευταία ανάλυση την απόρριψη της διάστασης του επιθυμείν καθαυτό.
Μπορεί να συμβεί λοιπόν κάποιοι να
προφυλάσσονται και να μην αναλαμβάνουν την επιθυμία τους οχυρωμένοι πίσω
από την επιθυμία του Άλλου. Ζουν κυριολεκτικά από την δική του
επιθυμία. Αρκεί έτσι ο Άλλος να μην εκδηλώνει ως όφειλε την επιθυμία του
για να χάσουν κάθε λόγο ύπαρξης. Το άγχος αποτελεί το πιο σύνηθες
σύμπτωμα σε αυτές τις περιπτώσεις, το υπαρξιακό άγχος που περιστρέφεται
γύρω από το κενό και το τίποτε. Τουτέστιν, το κενό του αλλοτριωμένου
μέσα στον Άλλο υποκειμένου, το τίποτε ως αντικείμενο ικανοποίησής του.
Παράδειγμα η υστερική ανορεξία.
Τυχαίνει, αντίθετα, άλλοι να οχυρώνονται
μέσα στην απόλαυση μιας εσωστρεφούς σκέψης κλεισμένης στην αυτάρκειά
της. Απέχουν από τον Άλλο, μάχονται την ατίθαση επιθυμία του.
Καταπιάνονται με το να την περιορίζουν. Το πρόγραμμα, η υπακοή στο
αίτημα, ο ναρκισσισμός του πετυχημένου κατορθώματος: ιδού το κλουβί όπου
αυτά τα υποκείμενα κλείνονται, σαν σε τάφο όπου η ζωή θάβεται. Η
απονέκρωση αποτελεί χαρακτηριστικό τους σύμπτωμα, είτε με την μορφή της
κατάθλιψης, της πλήξης ή της ανδρικής ανικανότητας, είτε εν είδει
λίγο-πολύ επώδυνων εμμονών. Παράδειγμα, ο λεγόμενος ψυχαναγκαστικός.
Πέρα από το φροϋδικό υποκείμενο που
δομείται από τη ασυνείδητη σχέση με την επιθυμία –εκεί έγκειται η
ακριβής πραγματικότητα της λεγόμενης «νεύρωσης»–, ο Λακάν δίνει έμφαση
στο υποκείμενο που καθορίζεται από τη σχέση του με την απόλαυση.[1]
Διότι η επιθυμία ριζώνει στη φαντασίωση, δηλαδή στο ενδόμυχο σενάριο
που την υποστηρίζει και προσκομίζει απόλαυση. Ε, λοιπόν, δεν υπάρχει
«κανονική» φαντασίωση. Η φαντασίωση είναι πάντα διεστραμμένη. Δεν
ευχαριστεί, αλλά ικανοποιεί. Αυτό σημαίνει πως επιφέρει μια ασυνείδητη
ικανοποίηση που αντιτίθεται στη συνειδητή βούληση του καθενός για
ευχαρίστηση. Από εκεί πηγάζουν η οδύνη και το αδιέξοδο του υποκειμένου. Η
ασυνείδητη απόλαυσή του το κρατάει όμηρο. Το να κάνει κανείς ψυχανάλυση
συνίσταται στο να αποκτήσει ο ίδιος την εμπειρία του εύρους αυτής της
ανωμαλίας, που βρίσκεται βαθιά στην καρδιά του ανθρώπινου είδους. Ο
αναλυόμενος οδηγείται στην υπέρβασή της, δηλαδή στον αποχωρισμό της,
ώστε να μπορεί να αποκτήσει πρόσβαση σε μια βιώσιμη σχέση με την
επιθυμία και την απόλαυση.
Εδώ αναδεικνύονται οι πολιτικές
επιπτώσεις της ψυχανάλυσης με την λακανική ταυτότητά της. Αφορούν
ιδιαίτερα τον αιώνα που σημαδεύει η λήξη των μεγάλων ουτοπιών της
αλλαγής του κόσμου. Ο Λακάν τονίζει πως ο ψυχαναλυτικός λόγος δεν
μετέχει του επαναστατικού λόγου. Αντίθετα, είναι κατά βάση ανατρεπτικός.
Η επανάσταση, ειρωνεύεται ο Λακάν, σημαίνει κατ’ ουσίαν επιστροφή στο
σημείο αφετηρίας, περιστροφή γύρω από ένα κεντρικό σημείο που είναι το
σημείο ενός αδύνατου, του αδύνατου της απόλαυσης. Από τη φύση της, η
απόλαυση είναι αδύνατη. Δεν είναι ποτέ κατάλληλη, ούτε τέλεια ούτε
οριστική. Αποτυγχάνει πάντα. Επομένως, ο σκοπός της πολιτικής δεν
νοείται ως επίλυση αυτής της ουσιώδους μιζέριας της ανθρώπινης
κατάστασης. Διότι, παραδόξως, αυτή η μιζέρια είναι συνάμα συνώνυμο ζωής.
Μπορεί μεν να αντιμετωπίζεται τρόπον τινά εντός κοινωνίας αλλά
ουσιαστικά αποτελεί ζήτημα του καθενός ξεχωριστά. Αυτή η μιζέρια δεν
συλλογικοποιείται.
Συνεπώς, καλό θα ήταν να αποφεύγει κανείς
να εγείρει σε απόλυτες νόρμες, σε διαδικασίες καθολικής κανονικοποίησης
της απόλαυσης, τις κοινές για όλους λύσεις που πρεσβεύει η δημοκρατική
κοινωνία. Η δημοκρατία κυοφορεί εκ φύσεως τα σπέρμα της μισαλλοδοξίας
ενάντια σε εκείνο που αδυνατεί να εκδημοκρατιστεί. Η επέκταση του
επιστημονικού λόγου, της τεχνοκρατικής εκμετάλλευσής του, οδηγεί, όπως
προειδοποιούσε ο Ζακ Λακάν, στοχαστής του 21ου αιώνα, σε διακρίσεις και
αποκλεισμούς. Επειδή δεν ανταποκρίνονται στους «δικούς μας», ορισμένοι
τρόποι απόλαυσης απομονώνονται, στιγματίζονται και ενίοτε πολεμώνται. Η
ψυχανάλυση όμως αρνείται κάθε κανονιστική στάση. Υποστηρίζει το δικαίωμα
του καθενός να εξαιρείται από τη νόρμα. απαντώντας με τον δικό του
προσωπικό τρόπο στο αδύνατον της απόλαυσης, πληρώνοντας δηλαδή το τίμημα
της επιθυμίας και της ατέρμονης επανάληψής της.
Έτσι, η ψυχανάλυση, ως πρακτική και ως
θεωρία, συνάμα παραμένει άρρηκτα συνδεδεμένη, κατά τον Λακάν, με μια
ηθική. Απαιτεί να αναλαμβάνει ο καθένας την ευθύνη του ασυνειδήτου του,
της ασυνείδητης φαντασίωσης που τον καθορίζει στον τρόπο απόλαυσής του, ο
οποίος είναι πάντα διεστραμμένος και παραβιάζει τον φραγμό της αρχής
της ευχαρίστησης που προφυλάσσει τα συμφέροντα της ζωής. Το ανθρώπινο ον
δεν κατέχεται πάντα από την επιθυμία να ζήσει και η ψυχανάλυση δεν
πρεσβεύει τη ζωή ως ιδανικό. Η ηθική της συνίσταται στο να επιτρέψει σε
όσους απευθύνονται σε αυτή να δώσουν μια άξια απάντηση στο αδύνατον που
εδρεύει στην καρδιά του ανθρώπου και που σχετίζεται με την απόλαυσή του.
Όχι για να την αρνηθούν ούτε για να ενδώσουν σε αυτή βυθισμένοι στην
αισχρότητα και την οδύνη, αλλά για να καταστήσουν το αδύνατο της
απόλαυσης το έρεισμα που υποστηρίζει την ζωή και την κάνει βιώσιμη.
Δηλαδή επιθυμητή.
Ο Ρεζινάλντ Μπλανσέ είναι ψυχαναλυτής, μέλος της Σχολής του Φροϋδικού Αιτίου (Γαλλία) και της Νέας Λακανικής Σχολής (rblanchet@otenet.gr)
[1] Βλ. J. Lacan, «Για το «Trieb» του Φρόυντ και την επιθυμία του ψυχαναλυτή», μτφ. Νασία Λινάρδου-Μλανσέ, περ. Η Ψυχανάλυση, τχ. 7 (άνοιξη 2011), σ. 7-9.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου