Αναγνώστες

Τετάρτη 7 Μαρτίου 2012

Διδάγματα από την άνοδο του ναζισμού, μέρη α' και β' (Cogito ergo sum) αναδημοσιευση απο τοLenin Reloaded και (Cogito ergo sum)

Διδάγματα από την άνοδο του ναζισμού, μέρη α' και β' (Cogito ergo sum)

Μιας και τις τελευταίες μέρες ασχοληθήκαμε σε τούτο το ιστολόγιο με την Γερμανία, ας ξεκινήσουμε σήμερα μια βόλτα στα περασμένα για να δούμε αν και πώς το "φαινόμενο Χίτλερ" και ο ναζιστικός φασισμός έχουν προβολή στην σημερινή πραγματικότητα. Βέβαια, απ' αρχής και χωρίς μελέτη, ο συσχετισμός δείχνει φανερός μιας κι ο ναζισμός θέριεψε μετά την μεγάλη κρίση τού 1929, οπότε γιατί να μην υποθέσουμε ότι και η τωρινή κρίση μπορεί να θρέψει τέτοια φαινόμενα; Αλλά είναι καλύτερα να αποφύγουμε τα τσιτάτα και να δούμε το θέμα με ψυχραιμία και σοβαρότητα.

Ας γυρίσουμε, λοιπόν, στα τέλη τής δεκαετίας τού 1920. Στον απόηχο του μεγάλου κραχ, τα μονοπώλια δεν έχουν να αντιμετωπίσουν μόνο τα ενδογενή αδιέξοδα του καπιταλισμού. Παράλληλα πρέπει να κάνουν κάτι για το αντικαπιταλιστικό κίνημα που δυναμώνει στην δυτική Ευρώπη. Τα επιτεύγματα της σοσιαλιστικής επανάστασης στην Ρωσία έχουν κινήσει το ενδιαφέρον και την συμπάθεια των λαϊκών μαζών της δύσης, οι οποίες υποφέρουν από την ανεργία και την πείνα. Έτσι, η επιρροή των κομμουνιστικών κομμάτων μεγαλώνει ενώ τα αστικά κόμματα αντιμετωπίζουν σοβαρούς τριγμούς.

Εξαίρεση δεν θα μπορούσε να αποτελέσει η Γερμανία. Το γερμανικό Λαϊκό Κόμμα, το ομόλογό του της Βαυαρίας και το δεξιό Δημοκρατικό Κόμμα βρίσκονται σε καθοδική πορεία παρά το γεγονός ότι η δυσαρέσκεια των εργατών απέναντι στο πλειοψηφούν σοσιαλδημοκρατικό κόμμα φουντώνει όλο και περισσότερο λόγω των αντεργατικών νόμων που ψηφίζει. Οι ηγέτες τής δύσης ανησυχούν έντονα για τον κίνδυνο όλη αυτή η συσσωρευμένη δυσαρέσκεια να εκφρασθεί ως ενίσχυση του κομμουνιστικού κόμματος. Έτσι, αναζητούν εναγωνίως την "βαλβίδα ανακούφισης", η οποία θα αποτρέψει την έκρηξη του γερμανικού καζανιού που κοχλάζει. Τον ρόλο αυτής της "βαλβίδας" έπρεπε να τον παίξει ένας άφθαρτος πολιτικός σχηματισμός, ο οποίος να λειτουργήσει ως "τιμωρός" των παλιών, διεφθαρμένων πολιτικών. Και ως τέτοιος σχηματισμός επιλέχθηκε το "Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα", το κόμμα τού Χίτλερ.

Ο τίτλος αυτού του κόμματος τα είχε όλα (και "εθνικό" και "σοσιαλιστικό" και "εργατικό") αλλά ήταν ακριβής, αφού οι εθνικοσοσιαλιστές ανέπτυξαν μια ευρύτατη δημαγωγία σε όλα τα ζητήματα. Όμως, στην διακήρυξη του κόμματος υπήρχε μια σημαντική λεπτομέρεια, η οποία ανακούφιζε τους καπιταλιστές της δύσης: για όλα τα δεινά των γερμανών έφταιγε η συνθήκη των Βερσαλλιών με τους βαρείς για την Γερμανία όρους της. Έτσι, οι εθνικοσοσιαλιστές πρότειναν ως λύση όλων των λαϊκών προβλημάτων την κατάργηση αυτής της συνθήκης και υπόσχονταν ότι θα αγωνιστούν για να πάρει πίσω η χώρα όλα τα χαμένα της εδάφη.

Εκτός από αυτή την γενική κατεύθυνση και προκειμένου να συγκινήσουν τις λαϊκές μάζες, οι εθνικοσοσιαλιστές έταξαν: αύξηση των επιδομάτων για τους άνεργους, δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, βελτίωση των συνθηκών δουλειάς, αύξηση των ημερομισθίων, συγκράτηση του πληθωρισμού, κατάργηση των ενοικίων τα οποία πλήρωναν οι αγρότες για τα χωράφια που καλλιεργούσαν, χορήγηση επιχορηγήσεων στους μικρομεσαίους εμπόρους κι επαγγελματίες, διαγραφή χρεών, μείωση των φόρων, χορήγηση πιστώσεων με ιδιαίτερα χαμηλό επιτόκιο κλπ. Κι ενώ όλα αυτά ηχούσαν ευχάριστα στ' αυτιά των ταλαιπωρημένων λαϊκών στρωμάτων, δεν άφηναν ασυγκίνητη ούτε την πλούσια αστική τάξη, αφού η απαλλαγή από την συμμαχική επιτήρηση και η πρόσκτηση νέων εδαφών θα άνοιγαν καινούργιους κερδοφόρους ορίζοντες για τα κεφάλαιά τους.

Κάπως έτσι, οι γερμανοί έφτασαν στις κάλπες τον Σεπτέμβριο του 1930, όπου έδωσαν στο κόμμα τού Χίτλερ ποσοστό 18,3% με 6,4 εκατομμύρια ψήφους και 107 έδρες στο Ράιχσταγκ (με πρώτο και καλύτερο βουλευτή τον Γκαίρινγκ). Το αποτέλεσμα αυτό προκάλεσε σεισμό, λαμβάνοντας υπ' όψη ότι στις προηγούμενες εκλογές, δυο χρόνια πρωτύτερα, οι εθνικοσοσιαλιστές είχαν συγκεντρώσει μόλις 2,6%.

Ας κάνουμε τώρα δυο παρατηρήσεις σε όσα είπαμε ως τώρα. Πρώτα-πρώτα, η εντυπωσιακή ενίσχυση των εθνικοσοσιαλιστών δεν πρέπει να μας εντυπωσιάζει και τόσο. Είναι συνηθισμένο να κάνουν την εμφάνισή τους τέτοια φαινόμενα κάθε φορά που οι λαϊκές μάζες δείχνουν διάθεση να κινηθούν κόντρα στο οποιοδήποτε αστικό κατεστημένο και απειλούν να το ανατρέψουν. Για παράδειγμα, τέτοιες καταστάσεις έχουμε ζήσει στον τόπο μας τόσο μετά τον εμφύλιο (με τον Νικόλαο Πλαστήρα και την ΕΠΕΚ) όσο και μετά την δικτατορία (με τον Ανδρέα Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ) ενώ ας μη ξεχνάμε ότι πρόσφατα τέθηκε δημοσκοπικά το ερώτημα της δημιουργίας κόμματος Παπαδήμου.

Και μια δεύτερη παρατήρηση για όσους έχουν ασθενή μνήμη: η άνοδος του χιτλερικού κόμματος στην εξουσία δεν έγινε πραξικοπηματικά αλλά μέσα από τις νόμιμες διαδικασίες που προβλέπει η αστική δημοκρατία. Όσοι, λοιπόν, προασπίζονται την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία επιμένουν να αποκρύπτουν μια μεγάλη ιστορική αλήθεια: αυτού του τύπου η "δημοκρατία" είναι δημιούργημα της άρχουσας καπιταλιστικής τάξης και ως τέτοια δεν μπορεί παρά να υπηρετεί τους δημιουργούς της. Έτσι, λοιπόν, όταν ο καπιταλισμός εκτιμήσει ότι η "δημοκρατία" του φτάνει σε αδιέξοδο, δεν έχει κανένα πρόβλημα να την μεταλλάξει σε φασισμό.

Ο Χίτλερ γνώριζε ότι στον δρόμο προς την εξουσία δεν θα συναντούσε αντιδράσεις είτε από το εσωτερικό είτε από το εξωτερικό. Έτσι, αμέσως μετά τις εκλογές τού 1930, οι εθνικοσιαλιστές βάλθηκαν να κάνουν ό,τι μπορούσαν για να εκβιάσουν πρόωρες εκλογές. Με την προοπτική των εκλογών, στις 27 Ιανουαρίου 1932 ο Χίτλερ πραγματοποίησε μια συγκέντρωση στο Ντύσσελντορφ για να αναπτύξει το πρόγραμμά του. Στην συγκέντρωση παραβρέθηκαν πάνω από 300 εκπρόσωποι μονοπωλιακών επιχειρήσεων και χρηματιστηριακού κεφαλαίου. Κεντρικό μοτίβο τού χιτλερικού προγράμματος ήταν το ξερρίζωμα του μαρξισμού. Ο Χίτλερ καταχειροκροτήθηκε.

Στην ενίσχυση των εθνικοσοσιαλιστών έπαιξαν σημαντικό ρόλο τόσο οι κυβερνήσεις όσο και τα μονοπώλια της δύσης, κυρίως της Αγγλίας και των ΗΠΑ. Από την μια, τα καπιταλιστικά κράτη επένδυσαν εκατομμύρια δολλαρίων στην πολεμική βιομηχανία τής Γερμανίας, λογαριάζοντας να την χρησιμοποιήσουν εναντίον τής Σοβιετικής Ένωσης. Από την άλλη, οι μεγάλοι κεφαλαιοκράτες όχι μόνο στήριξαν ανοιχτά τον Χίτλερ και το κόμμα του αλλά προχώρησαν και σε τεράστιες επενδύσεις: Ford, General Motors (μέσω της θυγατρικής της Opel), General Electric, Standard Oil, IBM, ITT, Chase Manhattan κλπ.

Υποτίθεται ότι οι συμφωνίες που ακολούθησαν την συνθήκη των Βερσαλλιών, δεν επέτρεπαν στις εταιρείες τής δύσης να δραστηριοποιούνται στην Γερμανία. Όμως, όταν το κεφάλαιο βλέπει κέρδη, πάντοτε υπάρχουν λύσεις. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Coca Cola, η οποία δεν μπορούσε -επίσημα- να δραστηριοποιηθεί στην Γερμανία, οπότε έφτιαξε μια γερμανική εταιρεία-μαϊμού. Βέβαια, η εταιρεία-μαϊμού δεν θα μπορούσε να παρασκευάσει το πασίγνωστο αναψυκτικό και γι' αυτό έφτιαξε ένα καινούργιο προϊόν. Ήταν η -πασίγνωστη, πλέον- πορτοκαλάδα Fanta, η οποία έμελλε να γίνει το επίσημο αναψυκτικό πρώτα του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος και κατόπιν του γερμανικού στρατού.

Ας επιστρέψουμε, όμως, στην ιστορία. Την άνοιξη του 1932 έγιναν προεδρικές εκλογές. Το επίσημο κατεστημένο υποστήριξε πάλι τον γηραλέο Χίντεμπουργκ, οι εθνικοσοσιαλιστές κατέβασαν τον Χίτλερ, το εθνικό λαϊκό κόμμα τον Ντίστερμπεργκ και οι κομμουνιστές τον Τέλμαν (λεπτομέρεια: ο Τέλμαν χρησιμοποίησε ως σύνθημα το "όποιος ψηφίζει Χίτλερ, ψηφίζει πόλεμο"). Κανείς υποψήφιος δεν συγκέντρωσε απόλυτη πλειοψηφία. Στις επαναληπτικές εκλογές τής 10ης Απριλίου, ο Χίντερμπουργκ κέρδισε τον Χίτλερ.

Οι εξελίξεις που ακολούθησαν ήσαν ραγδαίες. Στις 30 Μαΐου, ο Χίντερμπουργκ κάλεσε την κυβέρνηση Μπρούνινγκ να παραιτηθεί, λόγω αδυναμίας να βρει λύσεις στα οικονομικά προβλήματα. Ο Φραντς φον Πάπεν σχημάτισε καινούργια κυβέρνηση, η οποία προώθησε ως "λύσεις" των οικομικών προβλημάτων τα...γνωστά: αύξηση της φορολογίας των πολιτών, μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων, περικοπή των κονδυλίων για την κοινωνική ασφάλιση, επιχορηγήσεις των μεγάλων επιχειρήσεων, στήριξη του τραπεζικού συστήματος. Για την ολοκλήρωση των "μεταρρυθμίσεων", η κυβέρνηση φον Πάπεν χρειάστηκε μόλις ένα δίμηνο. Τον Ιούλιο, ο φον Πάπεν διέλυσε το Ράιχσταγκ και η χώρα πήγε σε εκλογές.

Οι ομοιότητες εκείνης της εποχής με την σημερινή είναι εντυπωσιακές. Όμως, υπάρχει και συνέχεια. Οι κομμουνιστές, μπροστά στην λαίλαπα που σάρωνε τα λαϊκά δικαιώματα, ζήτησαν την ανατροπή τού αστικού καθεστώτος και πρότειναν στους σοσιαλδημοκράτες απεργία διαρκείας. Οι σοσιαλδημοκράτες απέρριψαν τμετά βδελυγμίας την κομμουνιστική πρόταση και τάχθηκαν με κάθε τρόπο κατά των εκδηλώσεων οποιασδήποτε λαϊκής επαναστατικής πρωτοβουλίας, τονίζοντας ότι "σε συνθήκες κρίσης είναι εγκληματικό να γίνονται απεργίες, γιατί αυτές οδηγούν σε παραπέρα μείωση της παραγωγής".

Πριν κλείσουμε το σημερινό σημείωμα, αξίζει να σημειώσουμε ότι στο συνέδριο των σοσιαλδημοκρατών, το οποίο πραγματοποιήθηκε το 1931 στην Λειψία, ο εκ των ηγετών τους Φ. Τάρνοφ δήλωσε απροκάλυπτα: "Στεκόμαστε δίπλα στο κρεβάτι τού άρρωστου καπιταλισμού, όχι μόνο για να κάνουμε διάγνωση. Είμαστε υποχρεωμένοι να γίνουμε ο γιατρός, που θα θεραπεύσει τον άρρωστο και ωστόσο να διατηρήσουμε το αίσθημα ότι εμείς είμαστε οι κληρονόμοι". Πιο κατηγορηματικός ήταν ο εκπρόσωπος της σοσιαλδημοκρατικής κοινοβουλευτικής ομάδας στο Ράιχσταγκ, Ε. Χάιλμαν: "Είναι αυτονόητο ότι όλη η σοσιαλδημοκρατία εργάζεται για να αποτρέψει την κατάρρευση του καπιταλισμού".

Στην ουσία, οι σοσιαλδημοκράτες εργάζονταν (μαζί με όλους τους άλλους) για να αποτρέψουν την αριστερή στροφή των λαϊκών στρωμάτων. Μπροστά στον κίνδυνο να επικρατήσει ο αριστερός ριζοσπαστισμός, δεν δυσκολεύονταν να επιλέξουν την στήριξη του φασισμού. Ο δρόμος τού Χίτλερ προς την εξουσία ανοιγόταν διάπλατα από όλους, μηδέ των σοσιαλδημοκρατών εξαιρουμένων...

Πηγή: Cogito ergo sum

Δεν υπάρχουν σχόλια: