Αναγνώστες

Τρίτη 27 Μαρτίου 2012

Α.Badiou «Κράτος και Πολιτική»Αναδημοσίευση από το waltendegewalt.wordpress.com και τον ΕΟΣ

Α.Badiou «Κράτος και Πολιτική»





Αναδημοσίευση από το waltendegewalt.wordpress.com


Κράτος και Πολιτική: Ταυτότητα και Γενολογικότητα
(Το ξύπνημα τής Ιστορίας, κεφ. VIΙΙ, σελ.109-123)


Το Κράτος αποτελεί ένα αξιοσημείωτο μηχανισμό για την απεργασία τού μη υπαρκτού. Μέσω τού θανάτου — η ιστορία των Κρατών είναι, ουσιαστικά, ιστορία σφαγών — αλλά όχι αποκλειστικά και μόνο. Το Κράτος έχει την ικανότητα να κατασκευάζει το μη υπαρκτό μέσω τής επιβολής ενός σχήματος ταυτοτικής κανονικότητας «εθνικού» ή άλλου χαρακτήρα. Πράγματι, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, το ταυτοτικό ζήτημα εξακολουθεί να μας στοιχειώνει. Ένα είδος πολιτισμικού ρατσισμού — που μάλιστα αντανακλά τον φόβο των αγανακτισμένων «μεσαίων τάξεων» (εκείνων δηλαδή που έδρεψαν τα οφέλη τής ιμπεριαλιστικής δυναμικής) μήπως και υποβιβαστούν στην κατηγορία των «κατοίκων των υποβαθμισμένων περιοχών» — μολύνει την κατάσταση μέχρι σημείου που να θολώνει το μυαλό ακόμα και κάποιων διανοουμένων που μέχρι πρότινος θεωρούνταν σεβαστοί και θαρραλέοι. Είναι αλήθεια ότι οι κυβερνώντες μας δίνουν πρώτοι το παράδειγμα. Να θυμίσω την πρόσφατη δήλωση ενός εκ των υπουργών: «Στην Γαλλία, υπάρχουν υπερβολικά πολλοί μουσουλμάνοι». «Υπερβολικά πολλοί» δεν σημαίνει παρά το εξής: κάποιοι από αυτούς είναι περιττοί. Ο υπουργός δηλώνει ευθέως ότι το είναι που προσήκει σ’ αυτούς τους ανθρώπους που περισσεύουν — στη χώρα μας, τουλάχιστον, όπου έχουν την ατυχία να βρίσκονται — οφείλει να μετατραπεί σε απλή και καθαρή ανυπαρξία. Περιττό να λεχθεί ότι ο υπουργός προσέθεσε ότι θα λάβει τα αναγκαία προς τούτο μέτρα. Η υπουργική δήλωση αφορά τη σχέση μεταξύ τού είναι και τής ύπαρξης. Πρόκειται, ως εκ τούτου, για οντολογική ρήση και όχι για αντιδραστικό ατόπημα.
Το Κράτος διαθέτει ένα ευρύ φάσμα λύσεων, προκειμένου να μετατρέψει οτιδήποτε βρίσκεται εδώ, μπροστά στα μάτια μας, σε κάτι ανύπαρκτο. Από την άρνηση παροχής νομιμοποιητικών εγγράφων σε μετανάστες, μέχρι τις αστυνομικές ωμότητες και τις δικαστικές απελάσεις, συμπεριλαμβανομένων και τής αδυναμίας περίθαλψης σε δημόσια νοσοκομεία, των επιδρομών στους σταθμούς άφιξης, των συλλήψεων ανηλίκων στις πόρτες τού σχολείου, τής απαγόρευσης στις γυναίκες να ντύνονται όπως θέλουν, των «καταυλισμών» κράτησης … Όλ’ αυτά τα μέτρα παρουσιάζονται ως η οριστική λύση τού «προβλήματος» που έθιξε ο υπουργός τού Σαρκοζί, ότι δηλαδή στη χώρα μας υπάρχουν «περιττοί» άνθρωποι.

Θα ήθελα όμως να υπενθυμίσω στους νεότερους και σ’ όσους έχουν μικρή μνήμη ότι την εποχή τού Μιτεράν ο τότε πρωθυπουργός Φαμπιίς είχε συμφωνήσει με την άποψη τού Λε Πεν ότι η «μετανάστευση» ήταν ένα πραγματικά υπαρκτό «πρόβλημα», διαβεβαιώνοντάς τον μάλιστα ότι ο ίδιος (ο Φαμπιίς — που εδώ θα πρέπει να εκληφθεί ως το όνομα μιας πεποίθησης που μοιράζονται οι κυβερνώντες μας, είτε αυτοί πρόσκεινται στη δεξιά είτε στην αριστερά) θα προσπαθούσε να βρει τα απαραίτητα μέσα για τη ριζική και, ει δυνατόν, οριστική αντιμετώπιση τού προβλήματος. Όπως και πράγματι έκανε: ήταν η κυβερνώσα σοσιαλιστική Αριστερά που προέβλεψε, μεταξύ άλλων, τη δημιουργία των «καταυλισμών» κράτησης και την διενέργεια εξονυχιστικών ελέγχων στα πλαίσια τής άσκησης τού δικαιώματος τής οικογενειακής επανένωσης.

Οι επαναλαμβανόμενες αυτές δηλώσεις τόσο των μεν όσο και των δε δεν θα αποτελούσαν παρά μια ιδεολογική ανοησία, αν δεν στηρίζονταν σ’ έναν μηχανισμό που βρίσκεται σε διαρκή λειτουργία και με τη βοήθεια τού οποίου το Κράτος είναι σε θέση να κατασκευάσει μια φαντασματική «ταυτότητα».

Η λειτουργία αυτού τού μηχανισμού μπορεί να εκφραστεί σχηματικά μέσω ενός απλού και στοιχειώδους λογικού φορμαλισμού.[1] Ισχύει πάντα ότι ένα οποιαδήποτε Κράτος επινοεί την ύπαρξη ενός φαντασιακού αντικειμένου που υποτίθεται ότι ενσαρκώνει έναν ταυτοτικό «μέσο όρο». Για παράδειγμα, ας ονομάσουμε για συντομία Γ («Γάλλος») το σύνολο των γνωρισμάτων που επιτρέπουν στο Κράτος να αναφέρεται διαρκώς στους «Γάλλους» και στις ιδιαιτερότητές τους, καθώς επίσης και στα αποκλειστικά τους δικαιώματα, τα οποία διακρίνονται απόλυτα από τα δικαιώματα όσων «δεν είναι» Γάλλοι — ως εάν να υπήρχε ένα απολύτως διακριτό αντικείμενο με το όνομα «είναι-Γάλλος».

Αυτό το φαντασιακό αντικείμενο αποτελείται από ασυνάρτητα μεταξύ τους κατηγορήματα. Ο «Γάλλος», ο μέσος Γ, είναι λόγου χάριν εκκοσμικευμένος, φεμινιστής, πολιτισμένος, υπάκουος μαθητής τού «σύγχρονου δημοκρατικού σχολείου», λευκός με πολύ καλά γαλλικά, θαρραλέος, μεγαλωμένος με χριστιανικές αρχές, αθεόφοβος, απείθαρχος, υπήκοος τής χώρας των δικαιωμάτων τού Ανθρώπου, λιγότερο ευσυνείδητος από τους Γερμανούς, πιο ανοιχτόμυαλος από τους Ελβετούς, περισσότερο εργατικός από τους Ιταλούς, δημοκράτης, καλός μάγειρας … και ένα σωρό άλλα ετερόκλιτα και αντιφατικά πράγματα, για τα οποία ωρύονται οι εθνικές προπαγάνδες ανάλογα με τις απαιτήσεις των περιστάσεων. Η ουσία όμως είναι ότι έτσι μπορεί κανείς να αναφέρεται στην μυθική αυτή οντότητα, στον μέσο «Γάλλο», σαν να ήταν υπαρκτό πρόσωπο.

Η υπέρμετρη σημασία που δίνεται από πλευράς Κράτους στις δημοσκοπήσεις οφείλεται αποκλειστικά στο ότι ως επιστήμη των στατιστικών μέσων όρων η δημοσκόπηση δίνει στον εικονικό μας Γάλλο αριθμητική ύπαρξη. Για παράδειγμα, σχολιάζοντας μια δημοσκόπηση σύμφωνα με την οποία το 51% των ερωτηθέντων θα προτιμούσε να ψηφίσει τον Ολλάντ παρά την Ομπρί, η κρατική προπαγάνδα δεν θα δίσταζε ούτε λεπτό να χρησιμοποιήσει εκφράσεις τού τύπου «οι Γάλλοι πιστεύουν ότι ο Ολλάντ είναι καλύτερος υποψήφιος έναντι τής Ομπρί». Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η χιμαιρική οντότητα Γ αποκτά σιγά σιγά την ικανότητα να σκέφτεται, να αποφασίζει και να επιλέγει. Ο Γ προτιμά Ολλάντ, ο Γ είναι υπέρ τής γαλλικής επίθεσης εναντίον τής Λιβύης, ο Γ θεωρεί αναπόφευκτη τη μεταρρύθμιση των συντάξεων, ο Γ προτιμά το καμαμπέρ από το ροκφόρ …
Το σημαντικότερο όμως είναι ότι, από τη στιγμή που θα έχει εξασφαλιστεί με βάση κάποια κατάλληλα επιλεγμένα κατηγορήµατα η ύπαρξη τού όρου Γ και κατά συνέπεια και η τρέχουσα ταυτότητα τού «Γάλλου», το Κράτος και οι θιασώτες του θα διαθέτουν μια μέθοδο για την αξιολόγηση και διάκριση τού φυσιολογικού από το παρεκκλίνον.

Για να μην μακρηγορώ, ας υποθέσουμε ότι έχουμε δύο άτομα και ότι ο βαθμός τής μεταξύ τους ομοιότητας υπολογίζεται σε μια κλίμακα με ελάχιστο, για παράδειγμα, το 0 και με μέγιστο το 10, όπως ακριβώς κάναμε στο σχολείο. Στην περίπτωσή μας ο βαθμός ομοιότητας τού x με τον y δηλώνεται με την έκφραση Id(x,y). Εάν Id(x,y)=10, τότε ο x και ο y μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό. Εάν Id(x,y)=0, τότε ουσιαστικά ο x και ο y δεν έχουν τίποτα το κοινό μεταξύ τους. Αν όμως ισχύει Id(x,y)=5, τότε λέμε ότι τα δύο αυτά άτομα είναι αρκετά όμοια και συγχρόνως αρκετά ανόμοια μεταξύ τους.

Το όλο ζήτημα είναι να εφαρμόσουμε τη λογική αυτή πράξη και επί τού όρου Γ, τού οποίου το «πραγματικό» το Κράτος αντιμετωπίζει ως κάτι το δεδομένο, σαν να είχε, δηλαδή, απέναντί του ένα υπαρκτό πρόσωπο, τον μέσο άνθρωπο, τον Γάλλο στην πιο ακραιφνή του μορφή.
Ας εξετάσουμε τώρα μια υποθετική περίπτωση, που απαιτεί ως ένα βαθμό την ενεργοποίηση ορισμένων προπαγανδιστικών μηχανισμών. Ισχύει γενικά ότι οι κύριοι παράμετροι για τη φαντασιακή κατασκευή τού «Γάλλου» αντλούνται από τον ασυνάρτητο κατάλογο των διαθέσιμων χαρακτηριστικών τού όρου Γ. Το Κράτος και οι προπαγανδιστικοί του μηχανισμοί επιλέγουν τα χαρακτηριστικά που θεωρούν κατάλληλα, προκειμένου είτε να ληφθούν κάποια μέτρα που κρίνονται αναγκαία είτε να δυσχερανθεί η θέση των αντιπολιτευόμενων δυνάμεων. Ας υποθέσουμε — πράγμα που δεν απέχει και πολύ από την τωρινή πραγματικότητα — ότι, επιδιώκοντας τη διαίρεση τού λαού (μα μήπως αυτός δεν είναι ο βασικός στόχος κάθε Κράτους;) σε «κανονικούς γάλλους μισθωτούς» και σε «ύποπτους αλλοδαπούς εργάτες», κρίνεται αναγκαίο να δοθεί έμφαση στις υποτιθέμενες «αξίες» τις οποίες ο, μην ξεχνάμε, ανύπαρκτος Γ εκτιμά ως πλέον σημαντικές. Η προπαγάνδα αρχίζει ισχυριζόμενη ότι, όσον αφορά κάποιον εμπειρικά υπαρκτό Γάλλο — ένα «τυχαίο» άτομο που βρίσκεται εδώ και που δεν σκοπεύει να εγκαταλείψει τη χώρα — είναι φυσιολογικό, στην υπό εξέταση περίπτωση, το πρόσωπό του να ταυτίζεται από πλευράς αξιών σε σημαντικό βαθμό με το αντικείμενο Γ. Αυτό μπορεί να εκφραστεί και ως εξής: για κάθε «φυσιολογικό» άτομο x, έχουμε Id(x,Γ)=10 (ο βαθμός ομοιότητας τού x με το Γ βρίσκεται πολύ κοντά στο μέγιστο· ο x είναι ένας καθωσπρέπει μέσος Γάλλος, ο οποίος υπηρετεί έμπρακτα τις γαλλικές αξίες και αρχές). Όποιος παρεκκλίνει από τη συγκεκριμένη οιονεί-μέγιστη ομοιότητα προς το Γ, θα θεωρείται «μη-φυσιολογικός». Από τη σκοπιά όμως τού Κράτους και τής χειραγωγούμενης κοινής γνώμης, ό,τι δεν είναι φυσιολογικό αντιμετωπίζεται ήδη ως ύποπτο. Η φράση που ακούγεται συχνά ότι «αυτός δεν μοιράζεται τις αξίες μας» χρησιμοποιείται συνεπώς για να περιγράψει το άτομο εκείνο τού οποίου το ώδε-είναι, η σχέση του με την κατάσταση, κρίνεται ως μη «φυσιολογική», πράγμα που δεν σημαίνει παρά το εξής: ο βαθμός ομοιότητάς του με το αντικείμενο Γ δεν είναι ικανοποιητικός, υπολείπεται δηλαδή τού μέσου όρου, έχει, για παράδειγμα, τιμή μικρότερη τού 5. Τι άλλη απόδειξη χρειάζεται για να πειστεί κανείς ότι ο συγκεκριμένος είναι ξένος προς τις αξίες μας; Δεν βλέπετε που η ομοιότητά του με τον μέσο Γάλλο δεν φτάνει ούτε στο μισό! Είναι λοιπόν ανάγκη — επί ποινή απέλασης, λόγω διάπραξης εγκλήµατος που στρέφεται κατά τής ταυτότητας — να «ενσωματωθεί» το γρηγορότερο δυνατόν στην τοπική κοινωνία!

Ο φανταστικός όρος Γ, που λειτουργεί ως μέτρο τής κανονικότητας και ως πηγή υποψίας, όπως και κάθε στοιχείο που επιτελεί ανάλογη λειτουργία στα πλαίσια μιας οποιασδήποτε κρατικής δομής, έχει πάντοτε ταυτοτικό χαρακτήρα. Πρέπει, συνεπώς, να αντιληφθούμε ότι πρόκειται εν προκειμένω για το πρωταρχικό και θεμελιωδέστερο αποτέλεσμα τής κρατικής καταπίεσης. Όταν δε το στοιχείο αυτό εκδηλώνεται με ακραίο τρόπο, όταν, με άλλα λόγια, φτάνουμε στο σημείο να πρέπει όλοι να υποβάλλονται σε ατελείωτους «ελέγχους και δοκιμασίες», προκειμένου να διαπιστωθεί ότι η ομοιότητά τους με το φαντασιακό ταυτοτικό αντικείμενο (— με κλασσικό παράδειγμα, τον «άριο», χωρίς όμως να ξεχνάμε ότι, όπως έδειξε ο Πετέν, το ίδιο και χειρότερο συμβαίνει και με τον «γάλλο») είναι μέγιστη ή τουλάχιστον εξαιρετική (ποτέ κατώτερη τού 8…), τότε ερχόμαστε εν γένει αντιμέτωποι με ένα Κράτος που οδεύει στον φασισμό.

Μια σειρά συμπτωμάτων, που αφορούν κατ’ αρχάς το καθεστώς και τη θέση των οικογενειών αλλοδαπής προέλευσης και στα οποία θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και τις μεθοδευμένες κυβερνητικές προσπάθειες για τον «προσδιορισμό και εξειδίκευση» τού εικονικού αντικειμένου Γ με απώτερο σκοπό τη χάραξη μιας άτεγκτης διαχωριστικής γραμμής μεταξύ τού «φυσιολογικού» και τού «υπόπτου», φτάνοντας τελικά μέχρι την παραληρηματική ισλαμοφοβία στην οποία καταφεύγει ένα μεγάλο τμήμα τής ευρωπαϊκής ιντελιγκέντσιας, δείχνουν ότι, στα παλιά και φθαρμένα ιμπεριαλιστικά κράτη μας, τείνουμε αργά αλλά σταθερά να υποκύψουμε σ’ έναν τέτοιο πειρασμό.
Εν πάση περιπτώσει, από τη στιγμή που ο ταυτοτικός πυρετός μετατρέπει σε κοινοτοπία τη μνεία των φαντασιακών αντικειμένων τύπου Γ, αυτό που συμβαίνει είναι η εμφάνιση ονομάτων για τη συλλογική ταυτοποίηση των υπόπτων. Σήμερα στη Γαλλία υπάρχουν πολλά τέτοια ονόματα που όλα τους ενθαρρύνουν τον στιγματισμό ομάδων ανθρώπων με πρόσχημα ότι ο βαθμός ομοιότητάς τους με το κρατικό αντικείμενο Γ αποκλίνει από το «φυσιολογικό». Πρόκειται, λοιπόν, για χαρακτηρισμούς και ονομασίες που χρησιμοποιούνται για την εξειδικευμένη αναφορά σε ομάδες υπόπτων και τις οποίες στο εξής θα αποκαλώ «διαχωριστικά ονόματα».

Ας αναφέρουμε ορισμένα παραδείγματα τέτοιων διαχωριστικών ονομάτων από την παρούσα συγκυρία: «ισλαμιστής», «μπούρκα», «νεαρός από τα υποβαθμισμένα προάστια» ή, ακόμη, — σας θυμίζω την επονείδιστη στάση τού υπουργού τής Κυβέρνησης ή και τις πρόσφατες δηλώσεις τού ίδιου τού Σαρκοζύ — «μουσουλμάνος» και «Ρομά». Επιπλέον, ορισμένα ονόματα λειτουργούν υπογείως, υπό τον μανδύα των επίσημων ονομάτων, ως μυστικά σύμβολα σε αγεφύρωτη απόσταση από το ευπρεπές αντικείμενο Γ και τις αξίες του: πιο συγκεκριμένα, το όνομα «Άραβας» ή «Μαύρος» — το τελευταίο, μάλιστα, υποκαθιστά ή αναπληρώνει το πρωταρχικό απωθημένο, που δεν είναι άλλο από το όνομα «Νέγρος».

Να πούμε λοιπόν ευθέως ότι σήμερα ο όρος «δικαιοσύνη» θα πρέπει να αφορά επίσης ή κυρίως την ολοσχερή κατάργηση των διαχωριστικών όρων. Το ζητούμενο είναι η κατάφαση τής γενολογικότητας ή καθολικότητας κάθε πολιτικής αλήθειας· με άλλα λόγια, η αναγνώριση τού ότι η πολιτική αλήθεια δεν δύναται ποτέ να έχει χαρακτήρα ταυτοτικό. Εκείνο λοιπόν που προέχει είναι η εξάλειψη, μέσω των πραγματικών συνεπειών μιας αληθινής επιλογής, τής εικονικότητας τού ταυτοτικού αντικειμένου, τού «μέσου» κρατικού αντικειμένου, τού ίδιου τού Γ και όλων των ομοίων του. Το στοιχείο αυτό αποτελεί το επισφράγισμα μιας πολιτικής η οποία, σε ανοιχτή ρήξη με κάθε μορφής κρατικής καταπίεσης, επιθυμεί να παραμείνει πιστή στο συμβάν μιας ιστορικής εξέγερσης.
Πράγματι, όταν ένα χειραφετητικό συμβάν απλώνει τις ρίζες του σε μια ιστορική εξέγερση, παρατηρούμε ευθύς εξαρχής την εξάλειψη ή, τουλάχιστον, τη σημαντική αποδυνάμωση τής ισχύος των διαχωριστικών ονομάτων. Ενδεικτικά αναφέρω το πολύ γνωστό παράδειγμα των συνελεύσεων τής Γαλλικής Επανάστασης, στις οποίες αποφασίστηκε ότι οι εβραίοι και οι προτεστάντες θα έχουν τα ίδια πολιτικά δικαιώματα όπως όλοι οι άλλοι πολίτες. Θα ήθελα επίσης να αναφέρω ένα προσφιλές σε μένα απόσπασμα από το Σύνταγμα τού 1793 σύμφωνα με το οποίο: «η άσκηση των δικαιωμάτων τού Γάλλου πολίτη αναγνωρίζεται […] σε κάθε αλλοδαπό που έχει υιοθετήσει τέκνο ή συντηρεί ηλικιωμένο άτομο· και, τέλος, σε κάθε αλλοδαπό που, κατά τη γνώμη τού Νομοθετικού Σώματος, έχει προσφέρει θετική υπηρεσία στην ανθρωπότητα». Βλέπουμε ότι, αντί να είναι ταυτοτικός, ο κανόνας αποκτά γενολογικό χαρακτήρα: όποιος αποδεικνύει εμπράκτως ότι μεριμνά για το ανθρώπινο γένος, θα τυγχάνει ίσης μεταχείρισης, σαν να ήταν ένας από εμάς.

Οι μεγαλειώδεις συγκεντρώσεις στην Αίγυπτο ανακαλούν αναγκαστικά στη μνήμη την αρχή αυτή, προσαρμόζοντάς την στις σημερινές ανάγκες. Κατά την εκτύλιξή τους, οι συναθροίσεις αυτές παρέκαμψαν επιδεικτικά κάθε ταυτοτική διάκριση και επιλογή. Είδαμε μουσουλμάνους να στέκονται ώμο με ώμο με κόπτες, άνδρες μαζί με γυναίκες, γυναίκες με μαντίλα δίπλα σε γυναίκες με ακάλυπτο το κεφάλι, διανοούμενους μαζί με εργάτες, μισθωτούς με ανέργους, νέους με γέρους κ.ο.κ. Αν και ανοιχτό σε όλες τις ταυτότητες, το ίδιο το κίνημα δεν μπορεί να αναχθεί σε μία από αυτές.
Επομένως, αυτό που θα ήθελα να προσθέσω είναι ότι αναγκαία προϋπόθεση για να υπάρξει οργάνωση και, κατά συνέπεια, και πολιτική είναι η διαφύλαξη τής δύναμης τού γενολογικού έξω από τα στενά πλαίσια τού εξεγερσιακού κινήματος. Πράγμα που σημαίνει ότι, όσον αφορά το τάδε ή το δείνα ζήτημα τής συλλογικής ζωής, ο τρόπος με τον οποίο ενεργεί μια οργάνωση πρέπει είναι τέτοιος ώστε, εν ονόματι τού γενολογικού, να μάχεται συνεχώς για την ανατροπή τής ισχύος τού ταυτοτικού μυθεύματος.

Κάθε πολιτική που έρχεται να καλύψει το χάσμα που άφησε πίσω της μια ιστορική εξέγερση θα αποτελεί, παραδόξως, οργάνωση τού γενολογικού. Παραδόξως, διότι θα υπάρχουν πάντα εκείνοι που θα υποστηρίζουν ότι, εφόσον το γενολογικό δεν συνιστά ταυτότητα, άλλα είναι, απεναντίας, το αντίθετό της, δεν χρήζει οργάνωσης, ότι πρέπει να αφεθεί να αναπτυχθεί ελεύθερα, ότι εκατό λουλούδια θα ανθίσουν από μόνα τους, και ούτω καθεξής. Η εμπειρία όμως δείχνει ότι το γενολογικό δεν επιβιώνει πέραν τού χρόνου τής εξέγερσης, ότι κανείς δεν μπορεί να το διαφυλάξει χωρίς την ενεργό συνδρομή μιας Ιδέας. Αν απουσιάζει το παράκαιρο που ενσαρκώνει η οργάνωση, είναι αναπόδραστη η κρατική παλινόρθωση των ταυτοτικών ψευδολογημάτων. Χρειάζεται, λοιπόν, να υπάρχει μια οργανωμένη πολιτική που να εξασφαλίζει τη διαφύλαξη τού γενολογικού.

Για παράδειγμα, η λέξη «προλεταριάτο» ήταν το όνομα που δόθηκε στη δύναμη τού γενολογικού. Με τον όρο αυτό ο Μαρξ εννοούσε τη δυνατότητα χειραφέτησης όλης τής ανθρωπότητας. Ωστόσο, από τη σκοπιά ενός λεγόμενου «αντικειμενικού» μαρξισμού, η συνώνυμη έκφραση «εργατική τάξη» ενείχε επίσης τη δυνατότητα μιας ταυτοτικής επανανοηματοδότησης, καθόσον ο όρος προσδιόριζε μια συνιστώσα τής κοινωνικής ανάλυσης ως την καθοδηγητική δύναμη τού επαναστατικού κινήματος (το κομμουνιστικό κόμμα ως «κόμμα τής εργατικής τάξης»). Οι μεγάλοι επαναστάτες φροντίζουν πάντα να αποτρέψουν την ταυτοτική διολίσθηση τής σημασίας τής λέξης. Στην επιστολή του με τίτλο «Η κρίση ωρίμασε», ο Λένιν υπογραμμίζει ότι, αν συντρέχουν οι συνθήκες τής εξέγερσης, αυτό οφείλεται στο ότι ξεσηκώθηκε μια σημαντική μερίδα τής αγροτιάς. Το επαναστατικό υποκείμενο ταυτίζεται λοιπόν με ολόκληρο τον ρωσικό λαό. Κατά τον ίδιο τρόπο, ο Μάο υπογραμμίζει τη γενολογική διάσταση τού όρου λέγοντας ότι το «προλεταριάτο» παραπέμπει όχι τόσο σε μια σαφώς προσδιορισμένη κοινωνική τάξη αλλά στους «φίλους τής Επανάστασης», δηλαδή σε ένα ιδιαίτερα πολύμορφο και μη αθροίσιμο σύνολο.

Ωστόσο, η παρέμβαση τού Λένιν και τού Μάο γίνεται στο πλαίσιο τής μορφής τού κόμματος. Αν όμως υποτεθεί ότι το οργανωτικό αυτό σχήμα έχει περιέλθει σε α-χρησία, τότε τίθεται το ερώτημα: ποιο είναι το νόημα μιας συστηματικά οργανωμένης διαδικασίας η οποία θα διατηρείται ενεργή συνεχίζοντας να υπηρετεί, με ακεραιότητα και αληθινή αφοσίωση, τον αγώνα τού πολιτικού γενολογικού — που εμφορείται από την αρχή τής ισότητας — ενάντια στους διαχωρισμούς και την καταστολή, που αποτελούν εγγενή στοιχεία τής κρατικής ταυτότητας; Αυτό είναι το κύριο πρόβλημα που μας κληροδότησε ο κρατικός κομμουνισμός τού περασμένου αιώνα. Οι όροι τού προβλήματος γίνονται και πάλι επίκαιροι μέσα από τις — άμεσες, λανθάνουσες ή ιστορικές — εξεγέρσεις που θέτουν ξανά σε κίνηση την Ιστορία. Είναι ένα πρόβλημα εξίσου, αν όχι περισσότερο, δυσεπίλυτο με ένα αφηρημένο μαθηματικό πρόβλημα. Έχουμε ήδη πίσω μας εντυπωσιακά πολιτικά πειράματα και εμπειρίες δύο αιώνων, στα πλαίσια των οποίων επιλύθηκαν πολλά ζητήματα, κυρίως όσον αφορά τη διαλεκτική σχέση μεταξύ εξέγερσης και πολιτικής, τη δύναμη τής Ιδέας, την απόλυτη ανάγκη να υπάρχει πλήρης πολιτική αυτοτέλεια, την κοινοβουλευτική φενάκη, τον διεθνισμό, την αγωνιστική σύνδεση με τις λαϊκές μάζες, την κατασκευή πολιτικών τόπων, την ιδεολογική πάλη … Να όμως που μετά τριάντα χρόνια αντίστασης, τοπικής κατάφασης και εγκαρτέρησης, εντυπωσιακών μεν αλλά περιορισμένης εμβέλειας επινοήσεων, οι ιστορικές εξεγέρσεις — η αφύπνιση τής Ιστορίας — σκιαγραφούν το περίγραμμα τής νέας εποχής που ανοίγεται μπροστά μας. Θα (ξανα)έρθει η ώρα μας. Και τότε το κύριο πρόβλημα για μας θα είναι αυτό τής πολιτικής οργάνωσης: το «παρά-καιρο» τής οργάνωσης θα πρέπει λοιπόν να αποκτήσει και τη σημασία τού «παρά-τῳ-κόμματι»,[2] αν βέβαια αληθεύει ότι η εποχή των κομμάτων — η οποία εγκαινιάστηκε με τη Λέσχη των Ιακωβίνων τής Γαλλικής Επανάστασης στα τέλη τού 18ου αιώνα, σηματοδοτήθηκε από τους αγώνες των «κομμουνιστών» στα πλαίσια τής ιδρυθείσας από τον Μαρξ Διεθνούς στα μέσα τού 19ου αιώνα, αποκρυσταλλώθηκε μέσω τού γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος στη διάρκεια τής δεκαετίας του 1880 και απέκτησε ριζικά νέα χαρακτηριστικά με τη δημοσίευση τής μπροσούρας τού Λένιν «Τι πρέπει να γίνει;» στις απαρχές τού εικοστού αιώνα — ολοκλήρωσε τη δυναμική της, όταν, κατά την δεκαετία τού 1960, η Κινέζικη Πολιτιστική Επανάσταση απέτυχε να ενσαρκώσει το όραμα τού Μάο και των φοιτητών και εργατών επαναστατών για τη μετατροπή τού Κόμματος τής σοσιαλιστικής δικτατορίας σε Κόμμα τού κομμουνιστικού κινήματος.

Μπορούμε, εν πάση περιπτώσει, να διατυπώσουμε έναν ορισμό για το τι είναι μια πολιτική αλήθεια: πολιτική αλήθεια είναι η συστηματική συνέπεια ενός συμβάντος — μιας ιστορικής εξέγερσης — η οποία συντηρεί και ενσωματώνει τα στοιχεία τής επίτασης, τής συστολής και τής εντοπιοποίησης, κατά τρόπο ώστε να είναι δυνατή η υποκατάσταση ενός ταυτοτικού αντικειμένου και των συναφών με αυτό διαχωριστικών όρων από μια πραγματική παρουσίαση και έκθεση τής δύναμης τού γενολογικού, όπως αυτή εκδηλώθηκε και αποτυπώθηκε κατά την έλευση τού συμβάντος.
Λαμβάνοντας υπόψιν ότι το γενολογικό στην πιο ριζοσπαστική του μορφή είναι ασύμβατο με το Κράτος, που συντηρείται στη ζωή μόνο με ταυτοτικά ψευδολογήματα, οφείλουμε να συμπεράνουμε ότι κάθε πολιτική αλήθεια εμφανίζεται ως περιορισμός τής κρατικής ισχύος. Αυτή είναι, άλλωστε, η έννοια τού μαρξιστικού αξιώματος περί τής αναγκαιότητας τού μαρασμού τού Κράτους ως τεκμηρίου τής ισχύος τού κομμουνιστικού κινήματος. Το ίδιο νόημα είχε και το βασικό σύνθημα τής Organisation politique — στη δημιουργία τής οποίας συμμετείχα και εγώ ενεργά, εδώ στη Γαλλία, κατά τη δεκαετία τού ’80 και τού ’90 — σύνθημα που μπορεί να διατυπωθεί συνοπτικά ως εξής: στη θέση τής σχεδόν απελπισμένης έκκλησης που απηύθυνε ο Μάο κατά την πολιτιστική επανάσταση «Να παρέμβετε στις κρατικές υποθέσεις!» πρέπει να βάλουμε την ακόλουθη ντιρεκτίβα: «Αποφασίστε, μόνοι σας, τι θέλετε να κάνει το Κράτος και βρείτε τα μέσα για να αναγκαστεί το Κράτος να συμμορφωθεί προς τις αποφάσεις σας, αποφεύγοντας, σε κάθε περίπτωση, να υποβάλετε τις απόψεις σας στην αυθεντική κρίση των Αρχών, κρατώντας πάντα αποστάσεις από την Κρατική εξουσία και μη υποκύπτοντας στα δόλια καλέσματά της, πρωτίστως όσον αφορά τις εκλογικές διαδικασίες».

Εδώ πρέπει να επισημανθεί ότι, αν συμπεριλάβουμε στην έννοια τού Κράτους, πράγμα επιβεβλημένο, το σύνολο των εκφάνσεων τής κυριαρχίας τού κεφαλαίου στην κοινωνία, τότε η μαρξική θέση περί μαρασμού τού κράτους εμφανίζεται εκ διαμέτρου αντίθετη προς τη φιλελεύθερη αρχή για «λιγότερο κράτος», η οποία αποσκοπεί στην πλήρη κυριαρχία και επικράτηση όχι βέβαια τού κομμουνισμού αλλά μιας, ουσιαστικά, εγκληματικής επιθυμίας, αυτής τού κέρδους — πράγμα που βέβαια συνεπάγεται την επίταση των ανισοτήτων και τη συγκέντρωση τής εξουσίας και τής ιδιοκτησίας στα χέρια μιας ολιγαρχίας πλουσίων που απαλλάσσονται από κάθε έλεγχο, αλλά κυρίως από κάθε φόρο.

Η ανώνυμη γενολογικότητα, που χαρακτηρίζει τον συγκεντρωμένο λαό και κάθε τι που μένει πιστό στη σύναξή του, πρέπει να διαδεχτεί τον μεγαλοϊδιοκτήτη, τον τραπεζίτη, τον «οικονομικά επιτυχημένο», όπως ακριβώς, τουλάχιστον στα μάτια όσων επιθυμούν το αληθινό, το εγχείρημα τής πλατείας Ταχρίρ — όποια έκβαση κι αν έχει — διαδέχτηκε, για λίγο, τη συμμορία τού Μουμπάρακ.
Εν είδει παραδείγματος, ας δούμε το μοτίβο τού Μνημείου τού «Άγνωστου Στρατιώτη». Υπάρχει, αναντίρρητα, εδώ μια κάποια αναγνώριση τής δύναμης τού ανώνυμου, τής δύναμης τής ισότητας και τού γενολογικού. Η δύναμή του αυτή είναι μάλιστα τόσο μεγάλη, βρίσκει τέτοια απήχηση στις καρδιές όλων μας, που ακόμα και οι σφαγείς των λαών αισθάνονται υποχρεωμένοι να του στήσουν μνημείο. Φυσικά, η συγκεκριμένη χρήση τής δύναμης τού εξισωτικού μοτίβου συνιστά σφετερισμό και αντιστροφή τής έννοιάς του. Κι αυτό γιατί ο περίφημος Άγνωστος Στρατιώτης, σκεπασμένος με την τρίχρωμη σημαία, μετατρέπεται σε αντικείμενο εθνικής λατρείας, σε σύμβολο τού ταυτοτικού καθήκοντος για το οποίο κλήθηκε να θυσιαστεί. Δεν πέθανε εμπνεόμενος από το ιδανικό τής κατάφασης τού γενολογικού, αλλά έγινε θυσία στον βωμό τής επίλυσης, με αιματηρά μέσα, των ζοφερών αντιφάσεων μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων τής Γαλλίας, τής Αγγλίας και τής Γερμανίας. Στα πεδία των μαχών έχασαν τη ζωή τους με βάρβαρο τρόπο εκατομμύρια γνωστοί και άγνωστοι στρατιώτες. Ο λόγος για τον οποίον στη Γαλλία ένα μεγάλο μέρος τής αγροτικής νεολαίας πήγε εθελοντικά στη σφαγή ήταν η πεποίθησή τους ότι αγωνίζονταν για το ιδεώδες τής ταυτότητας («Θάνατος στους Γερμαναράδες!»). Ο άγνωστος στρατιώτης προσέφερε τη ζωή του ως θυσία στον ταυτοτικό Μολώχ.

Μήπως κάτι ανάλογο, ένας παρόμοιος σφετερισμός, δεν συμβαίνει και με την προπαγάνδα για τη δημοκρατία στις χώρες μας; Θεωρητικά, ο όρος «δημοκρατία» παραπέμπει στη δύναμη τού ανώνυμου, τού κοινού θνητού, τού πρώτου τυχόντα — τού «χωρίς-μέρος», σύμφωνα με τον όρο τού Ρανσιέρ. Όμως, όπως όλοι γνωρίζουμε, στις κοινωνίες μας ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Δεν θα ’πρεπε τουλάχιστον να στηθεί κι ένα μνημείο προς τιμήν τού άγνωστου ψηφοφόρου, που καθ’ όλη τη διάρκεια τής μακραίωνης ιστορίας τού καπιταλισμού χειραγωγήθηκε και εξαπατήθηκε και που η «φωνή» του έγινε επίσης θυσία στον βωμό μιας «δημοκρατίας», στα πλαίσια τής οποίας απογυμνώνεται από κάθε εξουσία, ακριβώς τη στιγμή που ρίχνει την ψήφο του;
Όσο για τον εργάτη, τον οποιοδήποτε εργάτη, που συχνά η καταγωγή του είναι από το Μαρόκο, το Μάλι ή Ταμίλ, τον εργάτη χωρίς τον οποίο δεν νοείται κέρδος, ποιος θα του φτιάξει το μνημείο; Ποιος θα φροντίσει για τον άγνωστο εργάτη;

Όπως και να ’χει, ο Μπέρτολτ Μπρεχτ μάς δίνει την ευκαιρία να τον θυμηθούμε. Ας παραθέσουμε το ποίημά του «Οδηγία στους ανώτερους»:[3]
Τη μέρα που ο άγνωστος νεκρός στρατιώτης με τιμητικές θάφτηκε ομοβροντίες, την ίδιαν ώρα τού καταμεσήμερου, απ’ το Λονδίνο κι ώς τη Σιγγαπούρη, ανάμεσα δώδεκα και δύο και δώδεκα και τέσσερα, για δύο λεπτά ολόκληρα, κάθε δουλειά σταμάτησε μόνο και μόνο για να τιμηθεί ο νεκρός Άγνωστος Στρατιώτης.
Μα ωστόσο διαταγές θα ’πρεπε ίσως να δοθούν και για μιαν άλλην επιτέλους τελετή που να τιμά τον Άγνωστο Εργάτη απ’ τις κοσμοπλημμυρισμένες πολιτείες των ηπείρων. Κάποιον μέσ’ απ’ τ’ ανθρώπινο το κουρνιαχτό που τη μορφή του κανένας δεν τη πρόσεξε που η μυστική του ύπαρξη πέρασε απαρατήρητη που ποτέ τ’ όνομά του δεν ακούστη καθαρά. Ένας τέτοιος άνθρωπος θα ’πρεπε, για ολονών μας το καλό, να τιμηθεί με σοβαρή μια τελετή, μ’ ένα ραδιοφωνικό μήνυμα «Στον Άγνωστο Εργάτη» και με σταμάτημα κάθε δουλειάς από την ανθρωπότητα όλη πέρα για πέρα στον πλανήτη.
[1] Για την εκτενέστερη ανάπτυξη τής θεωρίας των ταυτοτικών αντικειμένων και των διαχωριστικών ονομάτων χρήσιμη θα ήταν η συστηματική ενασχόληση με το γενικό πλαίσιο τής υπερβατολογικής θεωρίας των κόσμων, όπως εκτίθεται στις «Λογικές των Κόσμων» (Seuil, 2006).
[2] Σημ.Μετ. hors: à l’écart, en marge, à l’extérieur de, εν παραβολή, παραλλήλως προς κ.λπ.
[3] [Μετφρ. Μ.Πλωρίτη]

Δεν υπάρχουν σχόλια: