Το νέο κοινωνικό ζήτημα
Ημερομηνία δημοσίευσης: 04/07/2010
ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗ*
Ο όρος κοινωνικό ζήτημα εμφανίστηκε τον δέκατο ένατο αιώνα για να
περιγράψει τα προβλήματα των εργαζόμενων τάξεων και το ειδικό βάρος που
αποκτούσαν πλέον οι αγώνες για τα κοινωνικά δικαιώματα.
Εκατόν πενήντα χρόνια αργότερα βρισκόμαστε, άλλη μια φορά, με ένα κοινωνικό
ζήτημα. Οι καπιταλισμοί της ευημερίας και οι μορφές συμβιβασμού που
αντιστοιχούσαν σε αυτά τα θεσμικά συστήματα δίνουν τη θέση τους σε κοινωνίες
δίχως συμβόλαιο, δίχως πειστικό ορίζοντα προσδοκιών και αφήγηση της προόδου. Οι
πολιτικές διαχείρισης αυτών των κοινωνιών στηρίζονται εμφανώς στην κατανομή του
φόβου και της ανασφάλειας. Η αφανής «ρυθμιστική» αρχή τους δεν είναι καν η
επιδίωξη του μικρότερου κακού αλλά η αποτροπή του χειρότερου, η χρονοκαθυστέρηση
του χείριστου. Θα έλεγε κανείς ότι η ουσία των όσων αποκαλύπτει η κρίση
βρίσκεται ακριβώς σε αυτή την πλήρη κυριαρχία του «αρνητικού» πάνω στις
θετικότητες των προηγούμενων περιόδων.
Η φαντασία του χειρότερου προσβάλλει όλες τις μορφές κοινωνικής ελπίδας, όλες
τις εκδοχές ήπιας και ριζοσπαστικής ουτοπίας. Για παράδειγμα, τόσες και τόσες
αναλύσεις και σχεδιασμοί που προανήγγειλαν τη μείωση του χρόνου εργασίας ή τον
διαχωρισμό του εισοδήματος από την εργασία φαίνονται πλέον απελπιστικά «εκτός
πραγματικότητας». Ακόμα και η σοσιαλδημοκρατική εκδοχή των 35 ωρών εργασίας
-όπως είχε θεσπιστεί προ ετών στη Γαλλία- φαντάζει «εξωτική» στις νέες συνθήκες.
Το ίδιο συμβαίνει και με πολλές από τις ιδέες της παλαιότερης πολιτικής
οικολογίας -και αναφέρομαι σε μεταρρυθμιστικές ιδέες- παρά την επιλεκτική
ρητορική προσχώρηση των πάντων στις περιβαλλοντικές ευαισθησίες.
Αν δούμε πιο προσεκτικά το περιεχόμενο των μέτρων στην Ελλάδα, στη Γαλλία,
στη Γερμανία, στην Ισπανία και αλλού η αίσθηση είναι παρόμοια: εικονογραφούν μια
κοινωνία με περισσότερη ανεργία και επαχθέστερες εργασιακές εξαρτήσεις, μια
κοινωνία που καλείται να προσομοιώσει τους κανονισμούς της μεγάλης ιδιωτικής
επιχείρησης. Πριν λίγα χρόνια ακόμα, ο Σαρκοζί καλούσε τους Γάλλους να
«δουλέψουν περισσότερο για να κερδίσουν περισσότερο». Εφεξής το σύνθημα μπορεί
να είναι: «δουλέψτε περισσότερο απλώς διότι είστε τυχεροί που δουλεύετε».
Με αυτή την έννοια, το νέο κοινωνικό ζήτημα δεν προκύπτει κυρίως από τη
μείωση της αγοραστικής δύναμης ευρύτερων μαζών, την πτώση ή τη στασιμότητα των
ρυθμών μεγέθυνσης της οικονομίας. Περιλαμβάνει πολύ περισσότερο τη βίαιη
καταστροφή των αποθεμάτων της υπόσχεσης, τη συρρίκνωση κάθε θετικής βούλησης με
την οποία οι άνθρωποι στην εκάστοτε συγκυρία μπορούν να διαπραγματεύονται τις
πιέσεις της «ωμής πραγματικότητας». Αυτό δεν αφορά μόνο την αριστερά, η οποία
εμφανίζεται ως τόπος αμυντικών αγώνων, ως χώρος που διεκδικεί κυρίως την
αποτροπή ή την αναστολή των «μέτρων». Θίγει, σε έναν άλλον βαθμό, όλες τις
οικογένειες της κανονιστικής πολιτικής, όπως έναν ορισμένο πολιτικό
φιλελευθερισμό. Και αυτός ο φιλελευθερισμός, αν θέλει να είναι στοιχειωδώς
συνεπής με τις ιδρυτικές του ευαισθησίες πρέπει να αναγνωρίσει τη σημασία του
νέου κοινωνικού ζητήματος: να κατανοήσει ότι κοινωνίες της θεσμοποιημένης
ανασφάλειας, δημοκρατίες οι οποίες βασίζονται στην «αρνητική» κινητοποίηση των
ατόμων για την αποφυγή του χειρότερου δυνατού σεναρίου, παράγουν κατάθλιψη και
όχι δημιουργικές και ζωντανές ατομικότητες.
Τα νέα καθεστώτα λιτότητας δεν πολλαπλασιάζουν μόνο τις κοινωνικές
ανισότητες, τις ασυμμετρίες πλούτου και ισχύος, τις μορφές υλικού και
ψυχολογικού εξαναγκασμού. Στρέφονται με απροκάλυπτο τρόπο κατά του εύθραυστου
ατόμου στο όνομα της διά βίου «ανταπόκρισής» του σε νέες γραφειοκρατικές
απαιτήσεις και ρόλους. Ο ατομικισμός που μεταφράζει απλώς τον φόβο της πτώσης
(απόλυση, κοινωνικός υποβιβασμός, συμβολική απόταξη) και οι λογοδοσίες στην
κοινωνία ως αγορά απειλούν εξίσου συλλογικά σώματα και ατομικά σώματα,
εισοδήματα και ελευθερίες, δομές και ευαισθησίες.
Γι' αυτό και το νέο κοινωνικό ζήτημα δεν είναι επινόηση κάποιων κακών
μιζεραμπιλιστών της αριστεράς αλλά ζήτημα δημοκρατίας. Υπό τον όρο βεβαίως ότι
θα πάψουμε να συγχέουμε τη δημοκρατία με τη δημοκρατική ρητορεία και τον
«πολιτισμό» με την υψηλή αδιαφορία για τις ανισότητες.
* Ο Νικόλας Σεβαστάκης διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ
το κειμενο αναδημοσιευεται με την αδεια του συγγραφεα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου