Αναγνώστες

Κυριακή 14 Μαρτίου 2010

«Τα μέσα ενημέρωσης και η Ακρα Δεξιά στη Δυτική Ευρώπη. Παίζοντας το χαρτί του εθνικισμού», ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΟ

 http://www.enet.gr/?i=news.el.politikh&id=141086

Η μελέτη αυτή, που ονομάζεται «Τα μέσα ενημέρωσης και η Ακρα Δεξιά στη Δυτική Ευρώπη. Παίζοντας το χαρτί του εθνικισμού», έχει ειδικό ελληνικό ενδιαφέρον. Πρώτα πρώτα, επειδή ο συγγραφέας της είναι ελληνοαμερικανός ακαδημαϊκός. Πρόκειται για τον Αντώνη Ελληνα, καθηγητή στο College of the Holy Cross, ο οποίος ειδικεύεται στη μελέτη του φαινομένου της ακροδεξιάς στην Ευρώπη. Αλλά το ελληνικό ενδιαφέρον της μελέτης δεν περιορίζεται στην καταγωγή του συγγραφέα της


. Ο Αν. Ελληνας έχει επιλέξει να μελετήσει το φαινόμενο της ακροδεξιάς σε τέσσερις ευρωπαϊκές χώρες, ανάμεσα στις οποίες και Ελλάδα (οι άλλες είναι η Αυστρία, η Γερμανία και η Γαλλία). Σ' αυτές τις τέσσερις χώρες δοκιμάζει ο συγγραφέας τη βασιμότητα της πρωτότυπης πολιτικής του θεωρίας.
Η διεθνής βιβλιογραφία περί ακροδεξιάς, που εκτινάχθηκε τα τελευταία χρόνια, ακολουθώντας το ρυθμό της σύγχρονης αναβίωσης του πολιτικού αυτού φαινομένου, δεν έχει μέχρι σήμερα ασχοληθεί με την ελληνική περίπτωση, ενώ συνήθως οι ερευνητές περιορίζονταν στην κοινή διαπίστωση ότι στην Ελλάδα -όπως και στην Ισπανία και την Πορτογαλία- δεν υπάρχει εύφορο έδαφος για την ακροδεξιά, εξαιτίας της κοινής εμπειρίας των τριών χωρών από δικτατορική διακυβέρνηση.
Η τελευταία αυτή μελέτη έχει πίσω της πολύχρονη έρευνα πεδίου, την οποία διεξήγαγε με επιμονή ο Αν. Ελληνας. Εχουμε προσωπική εμπειρία από την πολύμηνη έρευνά του στην Ελλάδα. Είχε τότε ζητήσει και τη δική μας συμβολή, όπως και άλλων δημοσιογράφων, ενώ είχε συνομιλήσει με στελέχη του χώρου της ακροδεξιάς (στελέχη του ΛΑΟΣ, τον Μάκη Βορίδη, που ήταν ακόμη εκτός, τον Σωτήρη Σοφιανόπουλο κ.ά.). Αλλωστε αυτό είναι και ένα από τα προτερήματα της επιστημονικής μεθοδολογίας του συγγραφέα. Ο Αν. Ελληνας δεν αρκέστηκε, όπως συμβαίνει συνήθως, στην ανάλυση των προγραμμάτων των κομμάτων, αλλά συγκέντρωσε στοιχεία και από κομματικές εκδηλώσεις και προσωπική επαφή με εκπροσώπους των πολιτικών αυτών σχηματισμών.
Αυτό που ίσως ξενίσει τον αναγνώστη είναι η ένταξη από τον συγγραφέα του κόμματος της Πολιτικής Ανοιξης στην κατηγορία των κομμάτων που εξετάζει. Βέβαια ο Αν. Ελληνας, ενώ επισημαίνει ότι τα δύο κόμματα (ΛΑΟΣ και ΠΟΛ.ΑΝ.) συγκέντρωσαν τα εκλογικά τους οφέλη «σείοντας ελληνικές σημαίες», δεν αποφεύγει να σημειώσει ότι διαφέρουν στο ρητορικό στιλ, στη σχέση τους με τους παλιούς ακροδεξιούς (που η Πολιτική Ανοιξη την απέφευγε) και στον ιδεολογικό τους πυρήνα.
Ο ΛΑΟΣ φιλτράρει τις προγραμματικές του θέσεις μέσω μιας ολοκληρωμένης εθνικιστικής κοσμοθεωρίας, με αποτέλεσμα να καταφεύγει σε «αντιμεταναστευτική και αντισημιτική ρητορεία». Οσο για την Πολιτική Ανοιξη, «ενώ φλερτάρισε με την ιδέα να μεταβληθεί σε μια ελληνική μετενσάρκωση του γαλλικού Εθνικού Μετώπου, αυτή η άποψη παρέμεινε μειοψηφική στο εσωτερικό της».
Για το κόμμα Καρατζαφέρη ο Αν. Ελληνας υποστηρίζει ότι, παρά το γεγονός ότι ο αρχηγός του ΛΑΟΣ απορρίπτει την ετικέτα του ακροδεξιού, «η εθνοκρατική του ρητορική παρουσιάζει μεγαλύτερες ομοιότητες με τους γερμανούς Ρεπουμπλικάνερ και το αυστριακό FPO παρά με τη λαϊκή Δεξιά, στην οποία ο ίδιος ισχυρίζεται καμιά φορά ότι ανήκει». Ο ΛΑΟΣ «είναι η νέα όψη της ελληνικής Ακροδεξιάς, η οποία έχει αγκαλιάσει εξ ολοκλήρου τον εθνικισμό στην αναζήτησή της για ιδεολογική διαφοροποίηση και προκειμένου να αποτινάξει τις ξεθωριασμένες εκκλήσεις των μεταδικτατορικών προκατόχων της».
Παρά το γεγονός ότι οι περιπτώσεις που εξετάζει έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά, το ενδιαφέρον συμπέρασμα του συγγραφέα είναι ότι η επιτυχία των κομμάτων της ακροδεξιάς προϋποθέτει να έχει τεθεί ήδη στη δημόσια συζήτηση από τα μεγάλα «κατεστημένα» κόμματα το πρόβλημα της εθνικής ταυτότητας.
Στην Αυστρία το θέμα της εθνικής ταυτότητας ετέθη με αφορμή τις υποθέσεις Ρέντερ και Βάλντχαϊμ τη δεκαετία του 1980. Ο πρώτος πέρασε τριάντα χρόνια στη φυλακή ως εγκληματίας πολέμου, ενώ ο δεύτερος κατηγορήθηκε για τη δράση του στα Βαλκάνια στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Με αφορμή τις δύο αυτές υποθέσεις αναζωπυρώθηκε στην Αυστρία η συζήτηση για το παρελθόν-ταμπού της χώρας. Το αποτέλεσμα ήταν να ξεπηδήσει πανίσχυρο το κόμμα του Χάιντερ (FPO).
Στη Γερμανία, η τραυματική μεταπολεμική περίοδος δεν επέτρεψε την ενίσχυση των κομμάτων που νοσταλγούσαν το ναζιστικό παρελθόν. Χρειάστηκε να συμπέσει η απόφαση των Χριστιανοδημοκρατών του Κολ για μια σκλήρυνση στο μεταναστευτικό ζήτημα με την ημιεπίσημη επιχείρηση αναθεώρησης του εγκληματικού ναζιστικού παρελθόντος (τη γνωστή «διαμάχη των ιστορικών») για να δοθεί το πράσινο φως στους Ρεπουμπλικάνερ του Σενχούμπερ να διεκδικήσουν μια έντονη πολιτική παρουσία. Βέβαια, στη Γερμανία δεν σταμάτησε ποτέ ο ουσιαστικός αποκλεισμός της ακροδεξιάς από τα μέσα ενημέρωσης.
Οσο για τη Γαλλία, το κόμμα του Λεπέν φυτοζωούσε έως ότου ετέθη από τα μεγάλα κόμματα, με «εθνικούς» όρους, το ζήτημα της μετανάστευσης. Και το παράξενο ήταν ότι το έθεσε πρώτο το Κομμουνιστικό Κόμμα, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν με επικεφαλής τον Ζορζ Μαρσέ διοργάνωσε πορείες κατά των μεταναστών, κατηγορώντας τους για την ανεργία και την εγκληματικότητα, ενώ ο κομματικός δήμαρχος του Βιτρί γκρέμισε με μπουλντόζες έναν ξενώνα μεταναστών, διευκολύνοντας χωρίς να το θέλει την άνοδο της ακροδεξιάς και καταδικάζοντας το δικό του κόμμα στην περιθωριοποίηση.
Ο Αν. Ελληνας διαπιστώνει, δηλαδή, ότι δεν αρκεί η κλασική ερμηνεία που αποδίδει την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη στην όξυνση κοινωνικών προβλημάτων όπως η ανεργία ή η μετανάστευση, δεν είναι παρά μόνο η μισή αλήθεια. Η ανάδυση της ακροδεξιάς από το πολιτικό περιθώριο στην κεντρική σκηνή προϋποθέτει την υιοθέτηση της ατζέντας της από τα μεγάλα κόμματα.
Ειδικά για την Ελλάδα, η θέση αυτή του Αν. Ελληνα επιβεβαιώνεται με την επιλογή της Ν.Δ. να παίξει το χαρτί του εθνικισμού σε δύο διαδοχικές περιπτώσεις: το 1992 με το Μακεδονικό και το 2000 με την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Η επιλογή αυτή της Ν.Δ. προκάλεσε στην πρώτη περίπτωση την εκρηκτική άνοδο της Πολιτικής Ανοιξης και στη δεύτερη επέτρεψε την ανάδυση του ΛΑΟΣ και την εντυπωσιακή παρουσία του Γ. Καρατζαφέρη στις νομαρχιακές εκλογές του 2002. Η μελέτη επίσης επισημαίνει ότι μετά την πρώτη αποτυχία του ΛΑΟΣ να περάσει το όριο του 3% και να εκλέξει βουλευτές την άνοιξη του 2004, το κόμμα του Γ. Καρατζαφέρη προκειμένου να φτάσει στον στόχο του, το φθινόπωρο του 2007, εκμεταλλεύθηκε την ανάδειξη δύο ακόμα «εθνικών ζητημάτων», δηλαδή την επαναφορά στην επικαιρότητα του Μακεδονικού ζητήματος και κυρίως την εκστρατεία για το βιβλίο Ιστορίας της Στ' Δημοτικού.
Ενδιαφέρον έχει και η κατάληξη του συγγραφέα στο κεφάλαιο που αφιερώνει στην Ελλάδα. Εκεί διατυπώνεται η πρόβλεψη ότι οι δεξιόστροφες μεταλλάξεις της Ν.Δ. στον άξονα της εθνικής ταυτότητας δεν πρόκειται να βοηθήσουν την κυβέρνηση Καραμανλή, αλλά θα νομιμοποιήσουν και άλλο την εθνικιστική ατζέντα του ΛΑΟΣ.
Γραμμένη βέβαια πριν από τις τελευταίες εκλογές, η πρόβλεψη του Αν. Ελληνα έχει ήδη επιβεβαιωθεί. Ισως θα ήταν χρήσιμη αυτή η παρατήρηση και για τη σημερινή κυβέρνηση.

Τα εθνικά χρώματα του φόβου

Το δεύτερο βασικό συμπέρασμα της μελέτης του Αντώνη Ελληνα για την ακροδεξιά είναι ότι η προβολή από τα μέσα ενημέρωσης, η οποία είναι κρίσιμη για όλα τα νεοπαγή κόμματα, έχει ξεχωριστή σημασία για τα κόμματα της ακροδεξιάς.
Ο συγγραφέας διαπιστώνει, μάλιστα, ότι η προβολή της ακροδεξιάς από τα μέσα ενημέρωσης συχνά υπερβαίνει κατά πολύ την εκλογική της δύναμη. Εν μέρει αυτό συμβαίνει επειδή τα κόμματα της ακροδεξιάς εμφανίζονται ως προστάτες των συμφερόντων του «μέσου ανθρώπου» απέναντι σε μια πολιτική ελίτ που διαρκώς «συνωμοτεί εναντίον του». Ασφαλώς αυτές οι παρατηρήσεις ισχύουν ιδιαίτερα στη Ελλάδα, όπου είναι δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ πολιτικών εκπομπών λόγου και τηλεοπτικών σόου συνωμοτικής παραφιλολογίας.
«Για να κατανοήσει κανείς εντελώς τους λόγους που τα ΜΜΕ προβάλλουν τους ακροδεξιούς», προσθέτει ο Αν. Ελληνας, «είναι ωστόσο σημαντικό να συνυπολογίσει την εθνικιστική φύση του λόγου τους. Τα μέσα ενημέρωσης, και ιδιαίτερα όσα επιδιώκουν μεγάλη ακροαματικότητα, αξιοποιούν την υψηλή δημόσια απήχηση και τη συναισθηματική φύση του πολιτισμικού πλαισίου που χρησιμοποιούν οι ακροδεξιοί, μαζί με την απλουστευτική αναπαράσταση του πολιτικού κόσμου. Οπως το έθεσε ένας βετεράνος έλληνας ρεπόρτερ: "Ο φόβος, η ανασφάλεια και η μισαλλοδοξία πουλάνε καλά! Προσωποποιώντας το φόβο και ενοχοποιώντας συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, τα ακραία επιχειρήματα αποκτούν πλατιά απήχηση. Η πλατιά απήχηση αυτών των επιχειρημάτων τους δίνει χώρο στα βραδινά δελτία... Η άκρα Αριστερά είναι διαφορετική. Μιλάει για φόβο, αλλά δεν τον προσωποποιεί. Και οπωσδήποτε δεν τον βάφει με τα εθνικά χρώματα"».
Η μελέτη του Αν. Ελληνα καταλήγει με ορισμένες εξαιρετικά επίκαιρες σκέψεις για την επίδραση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης στην παραπέρα εξέλιξη του πολιτικού φαινομένου της σύγχρονης ευρωπαϊκής ακροδεξιάς. Ο συγγραφέας δεν συμμερίζεται την καθησυχαστική άποψη ότι η κρίση θα στρέψει τους πολίτες σε αναζήτηση άμεσων και παραδοσιακών στόχων, όπως η απασχόληση, η ανάπτυξη και η αναδιανομή του εισοδήματος. Βέβαια παραδέχεται ότι ακόμα και οι πιο ακραίες κριτικές φωνές κατά των κυβερνήσεων δύσκολα θα συμβιβάζονταν με την ιδέα να ανατεθεί στον Λεπέν, τον Βίλντερς, τον Καρατζαφέρη ή τον Ντεβίντερ η διαχείριση της κρίσης. Αλλά κατά την άποψή του η οικονομική κρίση θέτει ορισμένους ευρωπαίους πολιτικούς ενώπιον του πειρασμού να επαναφέρουν το αίτημα του εθνικού προστατευτισμού της οικονομίας.
Το επόμενο βήμα είναι να χρησιμοποιηθεί η κρίση για να δικαιολογήσει την υιοθέτηση σκληρότερων μέτρων κατά της μετανάστευσης και του πολιτικού ασύλου. Τέτοιου είδους μέτρα υιοθέτησαν παλιότερα ο Κολ και πρόσφατα ο Σαρκοζί για να κερδίσουν έδαφος από τα ακροδεξιά κόμματα.
Αλλά το σοβαρότερο για τον συγγραφέα είναι ότι αυτή η πολιτική έχει επικίνδυνες συνέπειες στην κοινωνική συνοχή: «Η πολιτικοποίηση των ζητημάτων εθνικής ταυτότητας υπονομεύει την κοινωνική ανεκτικότητα και συνοχή υποδεικνύοντας τους αλλοδαπούς ως την πηγή της κοινωνικοοικονομικής δυσανεξίας». Το αποτέλεσμα είναι να διευρύνεται το κοινωνικό χάσμα μεταξύ ημεδαπών και αλλοδαπών.
Και ταυτόχρονα, «η δημόσια ανακίνηση ζητημάτων εθνικής ταυτότητας νομιμοποιεί τους ακραίους ισχυρισμούς», ενώ «στα ζητήματα εθνικής ταυτότητας η διαφορά μεταξύ εθνικιστικών και πιο μετριοπαθών θέσεων είναι εύκολο να περάσουν απαρατήρητες», όπως συνέβη με το σύνθημα «βρετανικές δουλειές για Βρετανούς εργάτες» του Γκόρντον Μπράουν, που το υιοθέτησαν ασμένως οι ρατσιστές του British National Party.
Ο συγγραφέας υποδεικνύει και την πιθανή λύση στο πρόβλημα, προτείνοντας να αναζητηθεί για τους πολίτες της Δυτικής Ευρώπης μια νέα ταυτότητα, η οποία θα λαμβάνει υπόψη τις νέες δημογραφικές πραγματικότητες που έχουν δημιουργηθεί. Κι αυτή η νέα ταυτότητα, όπως εισηγήθηκε ο Χάμπερμας, θα στηρίζεται στην πίστη σε θεσμούς και αρχές της συνταγματικής δημοκρατίας και όχι, όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα, στην ιδιαίτερη εθνική και ιστορική καταβολή καθενός.
Φυσικά η πρώτη προϋπόθεση για να υιοθετηθεί μια παρόμοια κατεύθυνση είναι να αφαιρεθεί από την ακροδεξιά η αμέριστη στήριξη των μαζικών μέσων ενημέρωσης που παίζουν για τους δικούς τους λόγους το ίδιο χαρτί του εθνικισμού και της μισαλλοδοξίας. Ούτε σ' αυτό το σημείο είναι ιδιαίτερα αισιόδοξος ο Αν. Ελληνας, αν δεν κινητοποιηθούν οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι και η κοινωνία των πολιτών απέναντι στην τάση της διαρκώς επιταχυνόμενης εμπορευματοποίησης και συγκεντροποίησης του κλάδου.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ

Antonis Α. Ellinas
«The Media and the Far Right in Western Europe. Playing the Nationalistic Card» (Cambridge University Press, Νέα Υόρκη)
Απόσταγμα επιτόπιας έρευνας σε τέσσερις χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, η μελέτη αυτή εισάγει νέα δεδομένα στην ανάλυση των κομμάτων της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς. Την εισαγωγή του βιβλίου, όπου συνοψίζονται τα βασικά στοιχεία της προβληματικής, μπορεί κανείς να διαβάσει στον ιστότοπο του εκδότη (http://www.cambridge.org)
«Chaotic but Popular? Extreme-Right Organisation and Performance in the Age of Media Communication»(Journal of Contemporary European Studies, Vol. 17, Νο 2, Αύγουστος 2009)
Οι επιδόσεις των κομμάτων της ακροδεξιάς σε σχέση με την οργανωτική τους συγκρότηση και τον βαθμό στήριξης από τα μέσα ενημέρωσης.
«Parties after Success: Why some radical right parties persist and others collapse» (Ανέκδοτη μελέτη, για την ετήσια συνάντηση της American Political Science Association, Βοστόνη, 28-31 Αυγούστου 2008)
Συγκριτική μελέτη της πορείας των κομμάτων της ακροδεξιάς σε σχέση με το πολιτικό κλίμα που διαμορφώνεται σε κάθε πολιτική συγκυρία.
«Phased out: Far right parties in Western Europe» (Comparative Politics, vol. 39, n. 3, Απρίλιος 2007)
Βιβλιοκριτική ορισμένων βασικών μελετών για την ακροδεξιά, όπου εκτίθεται η ιδιαίτερη προβληματική του συγγραφέα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Τα url του θείου Ισιδώρα