Άραγε πώς υφαίνεται τ’ ανθρώπου η ευτυχία
μη ταχα με συναίσθημα ,μη ταχα με μαγεία;
η μήπως με ψυχρό το φως του ορθολογισμού;
Η κείνο του Λουκρήτιου και του Ηδονισμού;
Μη τάχα ειν’ οι ηδονές που φέρνουν Ευτυχία;
Η μήπως καταλήγουνε σε κόρον και ανία
Κι αν ισως , καταφύγουμε στην χριστιανών αγάπη
Κι αυτή ,δεν είναι πρόσχημα ,για άλλη μιαν απάτη ;
Η μήπως να προσφύγουμε στην Ιδεολογία
σε κάθε μια μαρξίζουσα η άλλη ουτοπία
ομού δια να παλέψουμε, να βάλουμε τελεία
στην κάθε εκμετάλλευσή και κάθε αδικία
Γι αυτά δεν μας εδιδαξε ,όμως η Ιστορία;
πώς κάθε κόσμο τέλειο και κάθε ουτοπία
πως κάθε όνειρο καλό σ’ εφιάλτη καταλήγει
κι η ουτοπία τελικά μες τα συντρίμμια λήγει;
σε τι άραγε έγκειται του κόσμου η ευτυχία;
μη να πλουταίνεις το μυαλό ,να κυνηγάς σοφία
μα κι αυτή ,εν τελικώς, σε μια αλαζονεία
σ’ ένα στραμπούληγμα του νου δεν οδηγεί;στην ακηδία
Και στην, σοφού, διαδρομή δεν χάνεις την ουσία
όλες τις γεύσεις της ζωής και την χαρά ,στην απουσία
δεν οδηγείς τον εαυτόν και στην ανηδονία…;
Από την άλλη
μες της βλακείας το πλαστό πιθάρι
όταν μένεις χωμένος ,ως ανθρώπινο γομάρι
δήθεν ευτυχής
δεν, μήπως, χάνεις
τις απολαύσεις τ΄ουρανού τη σκέψη ,την φιλοσοφία
χαμένος μες τη γκρίζα σου μονοτονία;
που τάχα βρίσκεται η ευτυχία…
η μήπως είναι στο παρών ;
καθώς μυρίζεσαι το ον ,που γύρω περιρρέει
και σαν ποτάμι ρέει,
και συ ωσάν πλεούμενο που πλέει
ν’ ακολουθείς τον ρουν του ποταμού ;
Μακάρι να τανε τόσο απλό
Φοβάμαι , έχουμε δίλημμα διπλό (ή πολλαπλό)
Γι αυτό κιεγώ
από το δίλημμα αυτό αποχωρώ ταχέως
Καλό (μου) ταξίδι
……………………………………
Κι αυτής της ευχαρίστησης ποια είναι ι η αρχή
Δεν είναι μήπως πλανερή η κάθε ηδονή;
Δεν ειν’ η ευχαρίστηση που τόσο μας πληγώνει;
Όταν για ψύλλου πήδημα το αίμα μας παγώνει
Όταν για κάθε ηδονή πληρώνουμε διπλά
Κι η κάθε ευχαρίστηση με πόνο πάλι ορμά ;
Κι αν μήπως το ιδανικό ειν’ η αταραξία
Να προσπερνάς τις ηδονές χωρίς επιθυμία
Και πάλι καιροφυλακτούν, μένουν απωθημενες
Κι ύστερα γιγαντώνονται και πιο καρδαμωμένες
Αν ,μήπως, πάλι κυνηγάς την κάθε επιθυμία
Κι αυτή, σου ορθανοιγεται χωρίς αιδώ καμία
Και φθάνεις εις την πλήρωση και νιώθεις και χορτάτος
Και γουργουρίζεις στη γωνιά σαν νασουν μαύρος γάτος
Και τότε –μες την πλησμονή –δε νιώθεις αδειοσύνη;
Μια γεύση τη κενότητας και μια αγνωμοσύνη ;
Όσο και να το σκέπτομαι δε βρίσκω καμιά λύση
Μου φαίνεται μας κυνηγά η ίδια μας η φύση
Γιαυτό και τώρα προτιμώ να φύγω σε ταξίδι
Παρά να λύσω αίνιγμα που σέρνεται σαν φίδι …
Εκ της πονεμένης ΧελιδΩνος (μ-λ)
Σχόλιο από Νοσφεράτος | Απρίλιος 10, 2008
Αναγνώστες
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
-
όταν μας επισκέπτεται η Θεια Ακηδία καμιά φορά Βυθίζομαι σε τρυφερή ανία και καταργείται μέσ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου