Αναγνώστες

Σάββατο 1 Ιανουαρίου 2022

Ω!!! Φιλτάτη Τζουμαγια..

Ω!!! Φιλτάτη Τζουμαγια.. Ω!!! Φιλτάτη Τζουμαγιά.. Γεννήθηκα σε μια κωμόπολη , την Ηράκλεια Σερρών. Το παλιό της όνομα ήταν Τζουμαγιά. Οι κάτοικοι της λέγονταν και Τζουμαιλήδες . Το επίσημο όνομα, Ηράκλεια αντανακλούσε το κύρος της μικρής μας πόλης και την κοινωνική θεση της στα πλαίσια του εθνικού κράτους. Όμως η ψυχή της πόλης ακουμπούσε στο παλιό της όνομα :Τζουμαγια , όνομα γεματο μεράκι. Οι Ηρακλειώτες γίνονταν Τζουμαιλήδες οπως οταν ενας σφιγμένος στο κοστούμι του κύριος χαλαρώνει σπίτι του φορώντας τις πιτζάμες του. Ηράκλεια λοιπόν / και Τζουμαγια : Κατι σαν διπλή ταυτότητα , η μια επίσημη η άλλη ανεπίσημη, μια προς τα έξω ή άλλη προς τα μέσα. Η Τζουμαγια ήταν περήφανη για το πανηγύρι της και το παζάρι της . Το παζάρι γίνονταν Παρασκευή ,στην αγορά, θυμάμαι ακόμα τη μυρωδιά του. Θυμάμαι που είχα αγοράσει από το παζάρι ένα κοτοπουλάκι που ‘κανα δυο μέρες μετα πέθανέ και λυπήθηκα πολύ. Θυμάμαι τον εαυτό μου ως εικόνα στην αγορά ,να σέρνει πάγο για την παγωνιέρα , να πηγαίνει να φέρει νερό από μια βρύση στην άκρη ενός πλουσιοσπιτου .... να κάνει βουτιές με τους φίλους του σε ένα βουνό από βαμβάκια σε μια αποθήκη και σε ένα βουνό σιτάρι... ( μ έπιασε φαγούρα μετα ) Το πανηγύρι γινόταν της Παναγίας τον Δεκαπενταύγουστο. Έχω έντονες αναμνήσεις από το πανηγύρι ακουστικές οπτικές αλλά και από μυρωδιές . Οι μνήμες μου είναι γεμάτες μουσικές , Γύφτικες μουσικές. Κλαρίνα. . Πρέπει να πω εδώ ότι ένα κομμάτι της ψυχής μου είναι Γύφτικο . Στο σπίτι μικρό με πειράζανε , με λέγανε γυφτάκι, " εσένα σε πήραμε από τους Γύφτους " . .Και το μισοπιστευα.. Όμως , επιπλέον , ο πατέρας μου λάτρευε τον Παλαμά ιδίως τον Δωδεκάλογό του Γύφτου.. Θυμάμαι ως απόηχο των παιδικών μου χρόνων το " Γυφτε λαέ ακουσε με " . Έτσι η λέξη " Γύφτος" είχε για μένα παράξενες αποχρώσεις : λίγο τρόμο , λίγο γοητεία, λίγο αγάπη . Ακουμπάμε στις λέξεις που ακούγαμε συχνά παιδιά όπως το κεφάλι στο μαξιλάρι μας , και υφίσταται μια αντιστοιχία ανάμεσα στο Ηράκλεια/ Τζουμαγιά και Γύφτοι / Ρομά : Επίσημο / ανεπίσημο: Η καρδιά μου είναι Γύφτισσα! Οι Γύφτοι της Ηράκλειας - μικροί τους ξεχωριζαμε απο τους Τσιγγάνους που ήταν νομάδες - ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι σε σπιτάκια που ήταν πολύ κοντά στο πατρικό μου . Παίζαμε πετροπόλεμο με τα γυφτάκια , αληθινές μάχες με θύματα εκατέρωθεν και..... Αχ ! θυμάμαι μια πολύ οδυνηρή μάχη που είχα τραυματίσει μια μικρούλα γυφτοπούλα. Ήταν πολύ μικρή ίσως τριών ή τεσσάρων τη θυμάμαι . Οι Γύφτοι επέδραμαν εν χορώ στο σπίτι μας να με ..λυντσάρουν , ο πατέρας μου τους συγκρατούσε με το ζόρι στην εξώπορτα , εμένα με έκρυψαν στο κατωι , μπήκε ένας και άρχισε να με χτυπάει και ... ( Η ανάμνηση σβήνει ) ... Από τότε Δεν μπορώ να ρίξω πέτρα σε άνθρωπο ή να φερθώ βίαια - επιθετικά ,,κάτι με συγκρατά.... Και μου μεινε κι ένα αίσθημα ενοχής και επανόρθωσης για τους Φτωχούληδες του Θεού αυτού του κόσμου. ... Αργότερα είχα την ευκαιρία να αγαπήσω πολύ τους Γύφτους όταν , 15 χρονών με έβαλε ο πατέρας μου να δουλέψω μαζί τους σε ένα εργοστάσιο ζωοτροφών : ήταν υπέροχα... ( θυμάμαι που κυνηγούσαν να πιάσουμε ένα ποντίκι μη τρυπώσει στις ζωοτροφές και εγώ , προσπαθώντας να κάνω τον μάγκα το έπιασα από την ουρά και καμάρωνα μέχρι που με ..δάγκωσε: Ένας Γύφτος μου καυτηρίασε το δάχτυλο με τσιγάρο ) Η Μικρή μας πόλη είχε αυστηρή κοινωνική διάρθρωση Η Ηράκλεια ήταν μια πόλη Βλάχων και γύφτων. Οι Βλάχοι της Τζουμαγιας δεν είχαν πρόβατα , ήταν κυρίως έμποροι, μαγαζάτορες ..Πολύ αργότερα όταν άρχισα να επισκέπτομαι την Βωβούσα της Πίνδου έμαθα από μια γιαγιά ότι ίσως οι πρόγονοί των Τζουμαιλήδων κατάγονταν από εκεί. Πάντως οι Τζουμαιλήδες βλάχοι είχαν μια ... κοινωνική " επιφάνεια " και επαγγέλματα που τους ξεχώριζαν τόσο από τους κατοίκους των γύρω χωριών - που έρχονταν στο παζάρι κάθε Παρασκευή αν θυμάμαι καλά για να ψωνίσουν ή να πουλήσουν- όσο και από τους Γύφτους από τους οποίους υπήρχε αυστηρός διαχωρισμός , περίπου απαρτχάιντ , Θυμάμαι τον Γύφτικο τον Μαχαλά , το δέος με το οποίο το διέσχιζαν μικρά , κάποιες φορές με τα ποδήλατα : Η Ηράκλεια ήταν πολύ απλωμένη κωμόπολη , μικρός όταν ήμουν μου φαινόταν τεράστια αλλά το περίεργο είναι ότι και τώρα , πρόσφατα που πέρασα από εκεί πάλι τεράστια μου φάνηκε... Διέσχιζα καμμιά φορά τον Μαχαλά και η εικόνα που είχα ήταν να με κοιτάνε οι Γύφτοι μαζεμένοι - όπως περίπου σε περιοχές και πόλεις του Αμερικάνικου Νότου με μαύρους και λευκούς , και διασχίζοντας κάποιες φορές τον Μαχαλά ένιωθα ανάμεικτα συναισθήματα που θα προσπαθήσω να περιγράψω αργότερα.. Τώρα , αίφνης μου ήρθε μια ανάμνηση έντονα ερωτική : Η Τζουμαγια είχε πολλούς Κινηματογράφους νομίζω 6 , τρεις χειμερινούς και τρεις θερινούς και , 13 χρόνος περίπου σε έναν από αυτούς θυμάμαι που χάιδεψα τα μαλλιά μιας γυφτοπούλας ίσως μικρότερης που κάθονταν με τις φίλες της σε μπροστινά καθίσματα : Γύρισε και με κοίταξε και χαμογέλασε και το θυμάμαι ακόμα το χαμόγελο της , σα σκίρτημα πρωίμου ερωτισμού σαν σε ταινία. Έχω μνήμες από ταινίες όπως από τον Κινγκ Κογκ , ασπρόμαυρο , που με είχε πάει η μεγάλη Ξαδέλφη μου πολύ μικρό- 5 ή 6 χρονών , και μου κλεινέ τα μάτια γιατί ήταν τρομαχτικό αλλά εγώ μισοεβλεπα ανάμεσα στα δάχτυλα και , θυμάμαι τον Κίνγκ Κονγκ να ανεβαίνει σε έναν ουρανοξύστη . Αχ η παιδική ηλικία είναι γεμάτη μυστικά και μυστήρια: θυμαμαι τους Πελαργούς , πελώρια πουλιά πάνω από το κεφάλι μου , σαν όνειρο , θυμάμαι τα σμήνη από κάργιες να σηκώνονται αίφνης ' τα απογεύματα- είχαν παράξενο ρόδινο χρώμα τα απογεύματα της Τζουμαγιας ., ο δρόμος με τις λάσπες , άδειος σαν πίνακας του Ντε κιρικο κι εγώ μοναχός εκει να εξερευνώ περιδεής τον Χώρο και τον Χρόνο, γεμάτος ερωτηματικά και deja vu ... Όταν ήμασταν μικρά όλα φαίνονταν πολύ μεγάλα , και τα πράγματα και οι άλλοι άνθρωποι και ο χρόνος : οι μέρες ,οι ώρες τα απογεύματα τα βράδια: Τότε δεν υπήρχε τηλεόραση ,υπήρχε Ραδιόφωνο , σιγαλιά τα βράδια και γαυγίσματα από σκυλιά , άγρια πολλές φορές.. Υπήρχε ακόμα η λύσσα, θυμάμαι που είχαν επιτεθεί κάτι σκυλιά στη μικρή μου ξαδέλφη, νομίζω το είχα δει. Φοβόμουν τα σκυλιά . Η Ηράκλεια είχε τότε έντονες οσμές και όμορφες και άσχημες : τις θυμάμαι όλες με αγάπη καθώς τις συγκρίνω με την αποστειρωμένη , άοσμη εποχή μας . Εκείνη η εποχή μύριζε ακόμα και , υπήρχε στη μυρωδιά της κάτι από την αποφορά του Τρόμου , του Κακού που είχε βιώσει. Δεν μας είχε πει φυσικά κανείς για τον εμφύλιο - για πολλά χρονιά αργότερα - αλλά , τότε, στις αρχές της δεκαετίας του 60 ήταν πολύ πρόσφατος ακόμα : θαμμένος , απωθημένο ς . Ήταν μια εποχή σε κατάψυξη. Ακόμα μολυβένια χρόνια. Όμως , εμείς, τα παιδιά , δεν ξέραμε τίποτε , ψηλαφούσαμε στα τυφλά τα Μυστήρια της Ηράκλειας .... Και Ο πατέρας μου μου φέρνε πουλιά και ζωάκια που τρύπωναν στο γραφείο του και μου τα δείχνε : πότε έναν Κορυδαλλό, ποτέ μια Νυχτερίδα και πότε μια κουκουβάγια : τη θυμάμαι την κουκουβάγια που άρχισε να κουτουλάει στον τοίχο τυφλωμένη , αργότερα την σκεφτόμουνα ως εσωτερική μεταφορά για τη ζωή μου: έτσι κι εγώ δεν κουτουλούσα εδώ κι εκεί ψάχνοντας να βρω διέξοδο ; . Εκείνη η εποχή, αρχές δεκαετίας του 60 πρέπει να είχε πολύ φόβο ακόμα , πάντως θυμάμαι που έτρεμα τους χωροφυλάκους , όσο για τους παπάδες έτρεχα να τους φιλήσω το χέρι .. Η μάνα βλαχα αλλά ο πατέρας μου πόντιος.. Δεν είχε πολλούς Πόντιους η Τζουμαγια Ο Πατέρας μου ήταν απο ενα χωριό των Σερρών που λέγεται Δ όμηρος ( ή Βουλτσιστα ) Μικρο χωριο , καπνοχωρι . Θυμάμαι που τα καλοκαίρια παστελιαζαμε καπνά και είχε κάτι το ομαδικό και γλυκό αυτή η διαδικασία .Με στέλνανε τα καλοκαίρια στο χωριό και θυμάμαι σα σε όνειρο που με ανέβαζαν στο γαϊδουράκι .. Και την πολλαπλή βρύση για ανθρώπους και ζώα τον Ντρεμκα - τότε μου φαίνονταν τεράστια .. Στο χωριό του πατερά μου ήρθε και η πρώτη γνωριμία μου με τον Θάνατο - με έναν παράξενο αλλά και όμορφο τρόπο : στο απέναντι σπίτι από της γιαγιάς και του θείου μου , όπου εμένα , κάποιος πέθανε : και θυμάμαι τις μοιρολογίστρες μια εδώ μια εκεί ,να στήνουν μακρόσυρτο μοιρολόι.. Όλη τη μέρα .. Μ ‘άρεσε , πολύ το μοιρολόι ... Θα μιλήσω αργότερα για τον Όμηρο , κυρίως για το παλλαϊκό σπίτι του θείου μου Κώστα και της γιαγιάς Μυρίκας ( Μυροφόρας) , με τα παστελιασμένα καπνά και το ξημέρωμα, το ξύπνημα του κόκορα που πηγαίναμε για καπνά , εγώ πολύ μικρός και μου έδειχναν με αγάπη πως να κόβω τα φύλλα και τα βραδεία με το αμυδρό φως της λάμπας πετρελαίου ...Εκεί στο χωριό , μαζί με άλλα παιδιά παίζοντας με σφεντόνα, τσαταλες τις λέγαμε , -σκότωσα και το μοναδικό σπουργίτι της Ζωής μου.Θυμαμαι το συναίσθημα που ένιωσα , Παράξενα ανάμεικτα. Από τη μια περηφάνεια , το πέτυχα με την πρώτη. Όμως ήταν πολύ μικρό: σπουργίτακι , χωρούσε στη παλάμη μου , νεκρό σπουργίτι, εγω το σκότωσα, άλλη μια ενοχή που φώλιασε μες τη καρδιά μου Αργότερα ανακάλυψα εκεί τους θησαυρούς μου: Μια - σαν αποθήκη , την χώριζε ένα μπλε παραβάν με άπειρα περιοδικά και βιβλία , ποιος ξέρει ποιων γενεών ..Αφού είχε και τη Διάπλαση των Παίδων .σειρές ολόκληρες που καταβρόχθισα μανιωδώς, ιδίως τους διαλόγους . Αλλά και κλασσικά εικονογραφημένα , θυμάμαι το "σπίτι με τα επτά αετώματα " που αρχικά το φοβόμουνα ... Αργότερα γύρω στα δώδεκα , δεκατρία ,άρχισα να διαβάζω Εκεί την Αμερική του Κάφκα , με φως της λάμπας πετρελαίου να τρεμοπαίζει .. Θυμάμαι που σταμάτησα σε κάποιο σημείο που τον ήρωα τον πειράζανε δυο αλάνια ,τσατίστηκα.... Το περίεργο είναι που μετρά 40 χρόνια δοκίμασα να ξαναδιαβάσω τη Αμερική και ..ξανασταμάτησα πάλι στο ίδιο σημείο... Εκεί στο χωριό διάβασα και το Εάν Παιδί μετράει τ Άστρα του Λουντεμη : Θυμάμαι σχεδόν απέξω πολλές σελίδες από εκείνο το βιβλίο , την πίκρα που έβγαζε, που πουλούσε κουλούρια, τους .Πέρσες ( περσινοί μαθητές που είχαν μείνει στην ίδια τάξη ) ..Εκεί διάβαζα και Διαπλανητικα κόμικς φαντασίας που λάτρευα: ήμουν ονειροπόλος και - σύμφωνα με τους συγγενείς - Φαντασιόπληκτος. Και διάβαζα πολύ από μικρός... Θυμάμαι το πρώτο άρθρο ή μάλλον Τίτλο άρθρου που διάβασα συλλαβίζοντάς .Λεγόταν: ΤΑ ΑΝΕΞΕΡΕΎΝΗΤΑ ΑΔΥΤΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ . Στο περιοδικό Ρομάντζο. Στην τουαλέτα. Μέχει στοιχειώσει μέχρι τώρα εκείνο το άρθρο.... ..Αχ είναι σπαρακτική καμμιά φορά η μνήμη.. Και όμορφη .. Και ξέρετε ποια είναι πιο όμορφη ; Είναι η μνήμη των μικρών πραγμάτων των μαγικών μας βιωμάτων : Σαν τότε που ήμουνα 7 .. περίπου και περιπλανήθηκα μόνος μου στο Τζουμαγιωτικο Πανηγύρι: Ολομόναχος, απόγευμα και πήγα κι έπαιξα ένα δίφραγκο στα τυχερά παιχνίδια - ήταν ένα ξύλινο τρίγωνο με μια σχισμή στη μέση το κέρμα κατρακύλησε σε μια επιφάνεια με τετραγωνάκια με νούμερα Και ....κέρδισα !!! Κέρδισα το μεγαλύτερο νούμερο 70 ; Ίσως ή 7 ..Πάντως αφού εισέπραξα τα δίφραγκα συνέχισα περιχαρής την εξερεύνηση στην Αυλή τω θαυμάτων : Μπαίνω σε μια σκηνή όπου ένα κεφάλι Γύφτου - σκέτο κεφάλι σα του Ιωάννη του Βαπτιστή σε ένα πιάτο , έλεγε την μοίρα " Τι θες " με ρώτησε αγριεμένο το Κεφάλι " Θέλω να με πεις τη μοίρα μου " απάντησα ψιθυριστά.... Χωρίς πολλά πολλά δαγκώνει το κεφάλι ένα από τα χαρτάκια που είχε μπροστά του και μου το έδωσε με το στόμα: το χαρτάκι έλεγε τη μοίρα μου .Δε θυμάμαι τι έλεγε αλλά έπεσε διάνα... Μετά μπήκα σε μια σκηνή να δω το ερωτικό σουξέ της εποχής : χορό της κοιλιάς ..Ήμουν μικρός αλλά αφήσανε χάρη στα δίφραγκα. Η Σκηνή ήταν γεμάτη αναμμένα αρσενικά , 18αρηδες και άνω αγριεμένους εντελώς. Βγαίνει ο Γύφτος την αναγγέλλει, βγαίνει η χορεύτρια μισόγυμνη και...βάζει τα κλάματα, ...Ντράπηκε το κορίτσι. Το Ξαναμμένο κοινό διχάστηκε άλλοι την λυπήθηκαν , άλλοι όμως φώναζαν" έλα μωρέ Γιουφτσα είναι " Η διαφωνείς αφορούσε το αν ήταν Γύφτισσα η όχι , ήταν αρκετά άσπρη και το κοινό μπερδεύτηκε .....Αν ήταν γυφτσα επιτρεπόταν ο σεξισμός...... ... ... Συνεχίζεται ( - Η Τζουμαγια βρέθηκε καταμεσής της Δινης του Α Παγκοσμίου Πολέμου και του Εθνικού διχασμού. Το 1916 την κατέχουν οι Βούλγαροι ενώ οι Αγγλογαλλοι προελαύνουν. Η κωμόπολη εκκενώνεται από κατοίκους που μεταφέρονται από τους Βουλγάρους σε μια βόρεια περιοχή της Βουλγαρίας κοντά στη Σερβία και Αυστρία- εξού και το τραγούδι "Ω ! Φιλτάτη Τζουμαγια " .

Δεν υπάρχουν σχόλια: