Αναγνώστες

Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 2022

Ο κύριος του Χρόνου: Μια όψη του Moishe Postone (1942-2018) ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ Shades Magazine https://theshadesmag.wordpress.com/2019/09/08

  πηγη 

https://theshadesmag.wordpress.com/2019/09/08/the-master-of-time-a-semblance-of-moishe-postone-1942-2018-2/?fbclid=IwAR1FaxGlu7JojxoRYsrgtvgUxRzq_QaYXe7bcaY6CNYTA6ntENZ58VSRPA4 

 

Ο κύριος του Χρόνου: Μια όψη του Moishe Postone (1942-2018)

Γελοιογραφία του Juan Diego González Rúa και του Facundo Nahuel Martín που δημοσιεύθηκε στο Krisis.

Το κείμενο μεταφράσαν από την αγγλική γλώσσα οι becoming minority. Συγγεγραμένο από τους Juan Diego González Rúa και Facundo Nahuel Martín το 2019, το πρωτότυπο βρίσκεται στο περιοδικό Krisis: http://www.krisis.org/2019/the-master-of-time/. Συνεχίζουμε τη σειρά με μεταφράσεις από το χώρο της “κριτικής της αξίας” γιατί όπως έχουμε επισημάνει και παλιότερα, πιστεύουμε ότι μπορούν να συμβάλουν στην ριζοσπαστική μαρξική κριτική στον 21αι. Οι υπογραμμίσεις με μαύρα γράμματα είναι της μετάφρασης. 

Εισαγωγή

Ο Moishe Postone πέθανε τον περασμένο χρόνο. Το άρθρο αυτό γράφτηκε εις μνήμην αυτού του ασυμβίβαστου και ριζοσπαστικού διανοούμενου, από τους πιο σημαντικούς που ασχολήθηκαν με τον μαρξισμό εδώ και δεκαετίες. Ο Postone ήταν ένας αδιάλλακτος αναγνώστης του Μάρξ. Οι απόψεις του ήρθαν σε σύγκρουση με τη κυρίαρχη και κοινή λογική της εποχής μας. Το κύριο βιβλίο του «Χρόνος, Εργασία και Κοινωνική Κυριαρχία» δημοσιεύθηκε το 1993, τη περίοδο που οι αλαζονικοί άνεμοι του «τέλους της ιστορίας» θέλησαν να σαρώσουν τη ριζοσπαστική κριτική του καπιταλισμού από τον ορίζοντα του σκεπτόμενου ανθρώπου. Ο αφηρημένος και πολλές φορές δύσκολος τρόπος γραφής του, ελάχιστα ενδοτικός προς τον αναγνώστη, αποτελεί από μόνος του μια πολιτική χειρονομία. Ο Postone μας διδάσκει την υπέρβαση της ανιαρής αμεσότητας που χαρακτηρίζει τη καθημερινότητα προκειμένου να επικεντρωθούμε κριτικά στις αντικειμενοποιημένες (objectified) κοινωνικές κατηγορίες που οργανώνουν τη ζωή μας ξεκινώντας από την αξία, την εργασία και το εμπόρευμα (commodity). Μετά τον Postone, δεν διανοούμαστε τη κοινωνία χωρίς την απαραίτητη προϋπόθεση ριζοσπαστικής κριτικής του κεφαλαίου και των μεσολαβούντων κοινωνικών κατηγοριών του, δομημένων από – και που δομούν σήμερα τη ζωή των ανθρώπων. Πολλοί προσεχείς αναγνώστες, καλούνται να αναπτύξουν τις πολλαπλές νύξεις της κατηγορικής (categorical) ανάγνωσης του Μαρξ και της ιστορικά καθορισμένης κριτικής του κεφαλαίου.

Ο Postone γεννήθηκε το 1942 από εβραϊκή οικογένεια στον Καναδά. Το 1983 πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα από στο Πανεπιστήμιο Goethe της Φρανκφούρτης και αργότερα έγινε καθηγητής στο Σικάγο. Η ακαδημαϊκή του δραστηριότητα κινήθηκε γύρω από τα ζητήματα της ευρωπαϊκής πνευματικής ιστορίας δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην κριτική θεωρία της κοινωνίας. Σημαντική είναι η συμβολή του στην κατανόηση και την κριτική του σύγχρονου αντισημιτισμού. Στη συνέχεια, θα προσπαθήσουμε να ανακατασκευάσουμε ορισμένα σημαντικά σημεία της σκέψης του και να τονίσουμε τη σημασία τους στη ζωή μας σήμερα.

Το θεωρητικό του έργο δεν υπερασπίζεται τη παραδοσιακή ερμηνεία του μαρξισμού. Αντιθέτως, μας κληροδοτεί μια ριζοσπαστική και καινοτόμα ερμηνεία της σκέψης του Μαρξ. Η σύγχρονη «κρίση του μαρξισμού» είναι πολυδιάστατη και εμφανίζεται, μεταξύ άλλων, μέσω: της ανάδυσης (ή της ανανεωμένης προσοχής που δίνεται) «νέων κοινωνικών κινημάτων» και της αποκέντρωσης της εργατικής τάξης ως προνομιούχου υποκειμένου κοινωνικών συγκρούσεων και αλλαγών, της κριτικής του ολοκληρωτισμού στο πλαίσιο πολιτικών εμπειριών οι οποίες περιγράφουν τον εαυτό τους ως κομμουνιστικές (κριτική που υπονοεί ότι ίσως ο ολοκληρωτισμός είναι εγγενής στον μαρξισμό), της αμφισβήτησης του μαρξισμού ως τελεολογική και προοδευτική μορφή ευρωκεντρισμού, της κριτικής του μαρξισμού ως αναπαραγωγική και τεχνοκρατική φιλοσοφία ανίκανη να ξεπεράσει την αρπακτική σχέση του καπιταλιστικού νεοτερισμού με τη φύση. Ο Postone, αντιμετωπίζοντας αυτές τις θεωρητικές προκλήσεις, προσφέρει σημαντικές ιδέες και αναδιατυπώσεις εμφανίζοντας τον μαρξιστικό τρόπο σκέψης σα ζωτικό παράδειγμα στην κριτική ερμηνεία της εποχής μας. Διαβάζοντας τα κείμενα του Postone φαίνεται πως η σκέψη του Μάρξ αποτελεί μια εμμενής και ιστορικά καθορισμένη κριτική της καπιταλιστικής κοινωνικής κυριαρχίας. Αυτή η κριτική δεν επικεντρώνεται μονομερώς στην οικονομία ή στον ταξικό αγώνα, αλλά αναλύει τις μορφές κοινωνικής διαμεσολάβησης που χαρακτηρίζουν την νεοτερικότητα. Δεν είναι μια κριτική της εκμετάλλευσης από την σκοπιά της εργατικής τάξης που βασίζεται σε μια οντολογική αντίληψη της εργασίας αλλά αντίθετα, μια κριτική της καπιταλιστικής εργασίας ως τέτοια. Εν συντομία, η σκέψη του Postone είναι μια σοβαρή και συστηματική πνευματική προσπάθεια για τη διαμόρφωση μιας παγκόσμιας θεωρίας της σύγχρονης κοινωνίας και της χρονικής της μορφής, ικανή να λογαριάσει τόσο τις καταπιεστικές μορφές όσο και τις απελευθερωτικές της δυνατότητες.

Κρίση της εργασίας, μορφές κοινωνικής διαμεσολάβησης και το πρόβλημα του υποκειμένου

Ένα μεγάλο παράδοξο φαίνεται να επηρεάζει τις συζητήσεις σχετικά με το ρόλο της εργασίας στον σύγχρονο καπιταλισμό. Φαίνεται πως η εργασία εξακολουθεί να είναι ο κύριος κοινωνικός διαμεσολαβητής. Η άσκηση της μισθωτής εργασίας σημαίνει ταυτόχρονα πλήρη συμμετοχή κάποιου στην κοινωνία, την ενσωμάτωσή του στη συλλογική ζωή. Η αγορά εργασίας (και των προϊόντων της) οργανώνει και κινητοποιεί τον γιγάντιο καπιταλιστικό κοινωνικό μηχανισμό. Υπό αυτή την έννοια, ο καπιταλισμός παραμένει αναπόφευκτα μια κοινωνία που βασίζεται στην εργασία. Πάντως, ο ρόλος της εργασίας ως κοινωνικός διαρθρωτής και άξονας των κοινωνικών συγκρούσεων φαίνεται να βρίσκεται σε κρίση. Τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1960, τα θεωρητικά και πολιτικά προοδευτικά προγράμματα δεν μπορούν να θεωρηθούν ως εργατοκεντρικά, ούτε έχουν ως το μοναδικό ή προνομιούχο υποκείμενό τους την παραδοσιακή εργατική τάξη. Νέα κοινωνικά κινήματα, όπως ο φεμινισμός, το LGBTIQ κίνημα, ο περιβαλλοντισμός, οι αντιρατσιστικοί και αντι-αποικιακοί αγώνες, οι μετακινήσεις των ανέργων, έχουν φτάσει ή και ξεπερνάνε στη βαρύτητά τους τα κινήματα των μισθωτών εργατών. Οι ανησυχίες των ανθρώπων δεν καθορίζονται αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο γύρω από την εργασία και τις συνθήκες της. Υπό αυτή την έννοια, υπάρχει μια κρίση του ρόλου της εργασίας ως διαρθρωτής των κοινωνικών απαιτήσεων και συγκρούσεων. Σε ένα δεύτερο επίπεδο ανάλυσης, η κρίση της εργασίας σχετίζεται με την αυξανόμενη ανικανότητα του καπιταλισμού να αναπαράγει τις κοινωνικές του προϋποθέσεις. Η εργατική κοινότητα βρίσκεται εξαρθρωμένη όταν η τεχνολογική αλλαγή, καθοδηγούμενη από την ίδια τη δυναμική του κεφαλαίου, καθιστά την άμεση ανθρώπινη εργασία λιγότερο αναγκαία για την παραγωγή του υλικού πλούτου. Από πολλές απόψεις λοιπόν, βιώνουμε μια κρίση της εργατικής κοινότητας: λόγω της εμφάνισης αγώνων και υποκειμενικών απαιτήσεων προς άλλες κατευθύνσεις, λόγω της μείωσης του ανθρώπινου δυναμικού και την αντικατάστασή του με μηχανήματα και λόγω δυσκολιών που αντιμετωπίζει ο καπιταλισμός στην αυτοσυντήρησή του.

Αντιμέτωπος με τα προβλήματα που περιγράφονται παραπάνω, ο Postone προτείνει μια πολύπλοκη θεωρητική παράκαμψη χωρίς να απομακρυνθεί από τα πολλαπλά και ποικίλα υποκείμενα (προσκολλημένος στο δίλημμα που επιβάλλει: είτε να δεχθεί την προνομιακή θέση των αγώνων της εργατικής τάξης είτε να επιχειρήσει κάποια σύνθεση μεταξύ των διαφόρων πολιτικών προγραμμάτων και των αιτημάτων τους). Αντ ‘αυτού, ξεκινάει με την ανακατασκευή του σύγχρονου κοινωνικού υποκειμένου: το κεφάλαιο. Η σκέψη του κινείται προς μια κριτική θεωρία του κεφαλαίου. Όχι όμως προς μια «οικονομιστική» θεωρία που επιβεβαιώνει ότι οι σχέσεις παραγωγής καθορίζουν την πολιτική. Ούτε προς έναν τεχνολογικό ντετερμινισμό που εστιάζει στην υποτιθέμενη ανεξάρτητη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Ο Postone διατυπώνει μια θεωρία του κεφαλαίου ως κοινωνικό υποκείμενο εμφανίζοντας ταυτόχρονα σύγχρονες μορφές κοινωνικής διαμεσολάβησης. Το κεντρικό μέλημά του είναι η ιστορική ιδιαιτερότητα της καπιταλιστικής νεωτερικότητας.

Οι κοινωνικές σχέσεις στον καπιταλισμό παίρνουν τη μορφή ανώνυμων, αφηρημένων και αντικειμενοποιημένων (objectified) καταναγκασμών. Οι μη καπιταλιστικές κοινωνίες έχουν δομηθεί από «εμφανείς» κοινωνικές σχέσεις εντός των οποίων οι σχέσεις εξάρτησης μεταξύ ατόμων ή ομάδων εκδηλώνεται φανερά, ξεκάθαρα. Σε αυτού του είδους τις κοινωνίες, οι κοινωνικοί δεσμοί δομούνται με βάση τη παράδοση ή άλλους παράγοντες που νομιμοποιούν με φανερό τρόπο δεσμούς προσωπικής εξάρτησης. Αντιθέτως, ο καπιταλισμός χαρακτηρίζεται από μια γενική απόσυρση των προσωπικών δεσμών, τη θέση των οποίων παίρνουν ανώνυμες, αφηρημένες και συγκεκριμένες κοινωνικές μορφές. Οι άνθρωποι που ζουν εντός της καπιταλιστικής κοινωνίας, συνδέονται μέσω της απρόσωπης διαμεσολάβησης που παρέχει η εργασία. Σύμφωνα με τον Postone, η ώριμη κριτική θεωρία του Μαρξ, δεν είναι μια οικονομική θεωρία με τη περιορισμένη έννοια. Αντίθετα, είναι μια γενική θεωρία της σύγχρονης κοινωνίας, επικεντρωμένη στις μορφές κοινωνικής διαμεσολάβησης που χαρακτηρίζουν τον καπιταλισμό.

Η εργασία εντός του καπιταλισμού έχει ένα διπλό χαρακτήρα που σχετίζεται με τη διττή φύση των εμπορευμάτων. Η εργασία αναπαράγει μια διπλή μορφή αντικειμενοποίησης (objectification), δημιουργώντας ταυτόχρονα συγκεκριμένες και αφηρημένες κοινωνικές μορφές. Η καπιταλιστική εργασία είναι ταυτόχρονα ατομική και κοινωνική. Αυτή η δυαδικότητα εκφράζεται μέσα από την ανάγκη του κάθε παραγωγού, όχι μόνο να παράγει, αλλά και να συνδέεται με τις παραγωγικές δραστηριότητες άλλων ατόμων. Η εργασία κάθε ατόμου συνίσταται στην αναπόφευκτη και αμοιβαία διαμεσολάβηση ενός, αδιαφοροποίητου από το ίδιο, «κοινωνικού άλλου» (που παράγεται κοινωνικά και όχι από ένα συγκεκριμένο άτομο). Η παραγωγή του κάθε ατόμου εξαρτάται κατ’ ανάγκη από τη διαμεσολάβηση της παραγωγής που συντελούν οι υπόλοιποι. Μέσω της μορφής που λαμβάνει η εργασία ως διαμεσολαβητής, τα άτομα παράγουν σε ιδιωτικό ή αυτόνομο επίπεδο και δεν λαμβάνουν επιβεβαίωση για την κοινωνική χρησιμότητα των αντίστοιχων προϊόντων τους χώρια από την συναλλαγή εντός της αγοράς. Κατά αυτό τον τρόπο, η εργασία που δημιουργεί αξία εμφανίζεται ως μια ιστορικά ειδική μορφή κοινωνικής διαμεσολάβησης, ιστορικά οριοθετημένη στον καπιταλισμό. «Η κοινωνική κριτική στον ειδικό χαρακτήρα της εργασίας εντός του καπιταλισμού, είναι μια θεωρία που αφορά τις υπάρχουσες μορφές κοινωνικής πρακτικής και της ανάπτυξής τους, συνιστώντας την ίδια τη σύγχρονη κοινωνία» (Postone, 1993: 67).

Αυτή η προσέγγιση μας επιτρέπει να ξεπεράσουμε τους περιορισμούς του παραδοσιακού μαρξισμού. Περιορισμοί που, κατά τον Postone, φανερώνουν την ανικανότητα για κοινωνική κριτική εν όψει πιο πολιτικά ελεγχόμενων μορφών, όπως ο καπιταλισμός του κράτους πρόνοιας. Κατά την γνώμη μας, η θεωρία του Μαρξ έχει μια ακόμη βαθύτερη έννοια. Ξαναδιαβάζοντας τα ώριμα γραπτά του και αντιμετωπίζοντάς τα ως γενικές αναλύσεις των μορφών κοινωνικής διαμεσολάβησης, καθίσταται δυνατή η αποσαφήνιση των πολλαπλών συγκρούσεων της σύγχρονης κοινωνίας από την θέση της κριτικής θεωρίας του κεφαλαίου. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, ο καπιταλιστικός νεωτερισμός διαπερνάται από μια εγγενής δυαδικότητα. Από τη μία, το κεφάλαιο υπονομεύει τους δεσμούς προσωπικής κυριαρχίας και ηγεμονίας, οδηγώντας στην αποσυντηρηκοποίηση και τον πλουραλισμό των μορφών κοινωνικής και ατομικής δραστηριότητας ενώ απ’ την άλλη, η καπιταλιστική κοινωνία τείνει σε μια άνευ προηγουμένου ομοιογένεια. Το κεφάλαιο στέκεται εκεί ως παγκόσμιο υποκείμενο της κοινωνικής ζωής, επιβάλλοντας τη δική του τυφλή, αυτόνομη και αυτοδιαμεσολαβούμενη δυναμική (μέσω της παραγωγής αξίας από αξία/valorization of value) στις αποφάσεις και στις ενδεχόμενες συγκρούσεις των ατόμων. Το κεφάλαιο συνίσταται σε μια μορφή κυριαρχίας που μέσω της τυφλής αυτοδιαμεσολαβούμενης λογικής του, κινείται ανεξάρτητα από τα άτομα.

Ο καπιταλισμός, για τον Postone, δεν μπορεί να οριστεί υπό την περιορισμένη έννοια της «οικονομικής» πραγματικότητας, η οποία ακολούθως θα έπρεπε να συσχετισθεί με τον πολιτισμό ή την ιδεολογία. Ο Postone προσεγγίζει τον καπιταλισμό μέσα από την μετάλλαξη των κοινωνικών μορφών διαμεσολάβησης. Αυτές, εμφανίζουν τάσεις γενίκευσης (ύφεση της προσωπικής ηγεμονίας) και ομοιογενοποίησης (άνοδος του κεφαλαίου ως κοινωνικό υποκείμενο) των ανθρώπινων σχέσεων, πολλαπλασιάζοντας τις δυνατότητες του ατόμου και της αυτονομίας του, ταυτόχρονα όμως υποβάλλοντάς τον πάντα στην αυτοδιαμεσολαβούμενη κίνηση ενός τυφλού και φετιχοποιημένου υποκειμένου. Η προσέγγιση του Postone μας επιτρέπει να εντοπίσουμε μια θεωρία νέων κοινωνικών αντιθέσεων εμπνευσμένων από τον Μαρξ.

Μαρξισμός, ολοκληρωτισμός και δημοκρατία

Ας εξετάσουμε τώρα μια άλλη σημαντική πτυχή της σκέψης του Postone: την αναδόμηση του κεφαλαίου ως υποκείμενο κοινωνικής ολότητας (totality) εντός του νεωτερισμού. Για μερικές δεκαετίες τώρα, υπάρχει η υποψία ότι ίσως ο μαρξισμός είναι από μόνη της μια ολοκληρωτική (totalitarian) μορφή σκέψης. Εδώ, θεωρητικές και πολιτικές εξελίξεις, συμπορεύουν. Η συσχέτιση του μαρξισμού με τον ολοκληρωτισμό έχει προφανή προέλευση στις ιστορικές καταστροφές των «κομμουνιστικών εμπειριών» του εικοστού αιώνα. Αυτές οι εμπειρίες, όπως και η Σοβιετική Ένωση, όχι μόνο δεν κατάφεραν να υπερισχύσουν στην αντιπαράθεση για τη παγκόσμια εξουσία έναντι των ανοικτά καπιταλιστικών χωρών, αλλά κατέστησαν σαφές ότι από κοινωνική και πολιτική άποψη, δεν προσφέρουν τις καλύτερες εναλλακτικές λύσεις. Και πάλι, η σκέψη του Postone προσφέρει μερικές σημαντικές ιδέες για την αντιμετώπιση της ιστορικής πληγής που υπέστη η μαρξιστική σκέψη του 20ου αίωνα.

Ο παραδοσιακός μαρξισμός έχασε την κριτική και επεξηγηματική ικανότητά του ερχόμενος αντιμέτωπος με φαινόμενα όπως ο κυβερνητικός καπιταλισμός του κεϋνσιανικού κοινωνικού συμφώνου ή τον σοβιετικό κρατικό ολοκληρωτισμό. Και στις δύο περιπτώσεις, σύμφωνα με τον Postone, παρατηρείται η τάση να ρυθμίζονται πολιτικά οι ανάγκες της καπιταλιστικής κοινωνικής παραγωγής. Η παραδοσιακή μαρξιστική κριτική έχει μια μονομερώς θετική σχέση με τη σύγχρονη βιομηχανική παραγωγή και την προλεταριακή εργασία, που περιορίζεται στην αμφισβήτηση της άνισης κατανομής των προϊόντων υπό την αναρχική συμπεριφορά της αγοράς. Σύμφωνα με αυτή την κριτική, η υπέρβαση του καπιταλισμού είναι η συνειδητοποίηση του σύγχρονου προλεταριάτου, το οποίο στη συνέχεια θα αναλάβει τον έλεγχο της κοινωνικής διανομής – παραγκωνίζοντας την αγορά και ανατρέποντας την εκμετάλλευσή του από την αστική τάξη. Αυτός ο τρόπος κατανόησης του καπιταλισμού (που τον αμφισβητεί από τη σκοπιά του συσταθέντος προλεταριάτου) οδηγεί, σύμφωνα με τον Postone, στα αδιέξοδα του παραδοσιακού μεταπολεμικού μαρξισμού, και αποδεικνύεται ανίκανος να σχηματίσει μια ιστορικώς επαρκή κριτική του καπιταλισμού υπό κρατική ρύθμιση. Προσπαθώντας να ξεπεράσει αυτές τις δυσκολίες, ο Postone προσφέρει μια ανάγνωση του Μαρξ βασισμένη στη κριτική της εργασίας εντός του καπιταλισμού, που σημαίνει ότι η εργασία είναι το αντικείμενο και όχι το υποκείμενο της ριζοσπαστικής κοινωνικής κριτικής. Αυτό υπονοεί την αμφισβήτηση της καπιταλιστικής μορφής κοινωνικής παραγωγής και όχι μόνο της διανομής προϊόντων ή της εκμετάλλευσης. Αυτή η κριτική είναι επαρκής για τον καπιταλισμό ως τέτοια, περιλαμβάνοντας τόσο τη φάση του ελεύθερου εμπορίου όσο και τις διάφορες φάσεις κρατικής ρύθμισης. Ολοκληρωτικές εμπειρίες που καταστέλλουν ή ρυθμίζουν την αγορά μέσα σε ένα εθνικό πλαίσιο διατηρώντας τη συνέχεια της προλεταριακής εργασίας και τη σύγχρονη μορφή παραγωγής, όπως η Σοβιετική Ένωση, υπόκεινται επομένως στην κοινωνική κριτική της καπιταλιστικής νεωτερικότητας. Σε αντίστοιχη κριτική υπόκεινται και τα κράτη των οποίων διατηρείται η ισχύς της αγοράς και της ιδιωτικής ιδιοκτησίας.

Ωστόσο, όσον αφορά το πρόβλημα του ολοκληρωτισμού, πιστεύουμε ότι η σκέψη του Postone είναι (και πάλι) πιο σημαντική στους υπαινιγμούς της παρά στο σαφές της περιεχόμενο. Ο Postone όχι μόνο παράγει μια τρομερή κριτική των επονομαζόμενων «κομμουνιστικών» ολοκληρωτικών κρατών αλλά αναπτύσσει μια φιλοσοφική αναδιατύπωση της έννοιας του ολοκληρωτισμού που είναι σημαντική για τις βαθύτερες προϋποθέσεις της συζήτησης σχετικά με το δημοκρατικό ερώτημα στον μαρξισμό. Ειδικά μεταξύ μετα-δομιστών και μετα-μαρξιστών, ξεκίνησε ένας λίβελος ενάντια στον ολοκληρωτικό προσανατολισμό του μαρξισμού. Αυτό το ρεύμα σκέψης (ο Claude Lefort μπορεί να θεωρηθεί ως υπόδειγμα αυτού του τύπου κριτικής) υποστηρίζει ότι ο μαρξισμός είναι ολοκληρωτικός στον πυρήνα της κοινωνικής του οντολογίας – και συνιστά μια συνέχεια της μεταφυσικής – που εστιάζει στο υποκείμενο που χαρακτηρίζει τις φιλοσοφίες της νεωτερικότητας. Σύμφωνα με το ρεύμα αυτό, ο μαρξισμός, προσποιούμενος πως έχει ξεπεράσει τον ρηγματώδη χαρακτήρα της κοινωνικής ύπαρξης επιφέροντας μια απόλυτη δημοκρατία – όπου η κοινωνία, απελευθερωμένη από πολιτικές διαμεσολαβήσεις που τη χαρακτηρίζουν σήμερα θα αποκτήσει πλήρη συνείδηση του εαυτού της μέσα από τη συλλογική ζωή – εμπεριέχει τον σπόρο της ολοκληρωτικής καταστροφής. Υποστηρίζουν πως το συνολικό εγχείρημα της μαρξιστικής κριτικής, με τις φιλοδοξίες του περί συνειδητοποίησης και κίνησης προς μια διαφανή κοινωνία ξεπερνώντας την αποξένωση και επικεντρωμένη πλέον σε ένα παγκόσμιο υποκείμενο που δε χρειάζεται διαμεσολαβήσεις (το προλεταριάτο ή η χειραφετημένη ανθρωπότητα), θα οδηγήσει τελικά στην καταστολή των πλουραλιστικών βάσεων μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Ενάντια στην ύβρη που δέχεται ο μαρξισμός και η διεκδίκησή του για τη σύλληψη μιας κοινωνικής ολότητας (totality), είναι απαραίτητο να διατηρηθεί μια πιο μετριοπαθής κοινωνική κριτική, μιας και η υπερνίκηση του καπιταλισμού θα περιλάμβανε, ως τέτοια, ολοκληρωτικά προαπαιτήματα, που υπονοούνται στις φιλοσοφικές προϋποθέσεις της θεωρίας του υποκειμένου και την κοινωνική της οντολογία.

Αντιμέτωπος με τέτοιου είδος αμφισβητήσεις της πολιτικής φιλοσοφίας του μαρξισμού, ο Postone εκτελεί μια απαραίτητη πνευματική λειτουργία επηρεασμένος από τις πιο διαυγείς στιγμές στη σκέψη του Th.W. Adorno. Πραγματοποιεί μια αντιστροφή στην θεωρητική σημασία που έχει η έννοια της ολότητας (totality), περνώντας έτσι από μια καταφατική αντίληψη σε μια κριτική. Το κεφάλαιο, σύμφωνα με την δική του ανάγνωση, συνθέτει αποτελεσματικά μια κοινωνική ολότητα. Η κοινωνική διαμεσολάβηση που βασίζεται στην εργασία έχει τα λογικά και δυναμικά χαρακτηριστικά μιας αυτο-κινούμενης «ουσίας» αλλά η οργάνωση των καπιταλιστικών σχέσεων ως μια ολότητα ταυτίζεται με τον αποξενωτικό και καταπιεστικό τους χαρακτήρα. Όταν το κεφάλαιο θεωρείται ως το υποκείμενο της κοινωνικής ολότητας, σημαίνει πως έχει ανεξαρτητοποιηθεί από τα άτομα προικισμένο με μια δική του ζωή (δεδομένης της λογικής στην παραγωγή αξίας/valorization) μέσω της οποίας επιβάλλεται στους ανθρώπους και τις αποφάσεις τους.

Το κεφάλαιο είναι το μόνο παγκόσμιο υποκείμενο που αυτοδιαμεσολαβείται, καθώς διέπεται από τους δικούς του, ξένους για τα άτομα, νόμους. Ως εκ τούτου, η κατηγορία της ολότητας είναι κριτική και όχι καταφατική: η επέκταση της ανθρώπινης ελευθερίας συνεπάγεται την κατάργηση και όχι την συνειδητοποίηση της κοινωνικής ολότητας που σήμερα διαμεσολαβείται από το κεφάλαιο. Η στάση αυτή θέτει τη συζήτηση που γίνεται με τον μεταδομισμό, σε πολύ διαφορετικές βάσεις. Ο Μαρξ, σύμφωνα με τον Postone, δεν μας παροτρύνει να «συνειδητοποιήσουμε μια ολότητα» με επίκεντρο την εργασία, το προλεταριάτο ή μια λυτρωμένη ανθρωπότητα. Αντιθέτως, μας προτείνει μια οξεία κριτική της ολότητας που συνιστά το κεφάλαιο. Υπέρβαση του καπιταλισμού σημαίνει κατάργηση των συστηματικών περιορισμών που επιβάλλονται στη σφαίρα της ενδεχομενικότητας και της πολιτικής από το κεφάλαιο (ως το υποκείμενο της ολότητας). Η ενδεχομενικότητα και το άνοιγμα του δημοκρατικού ορίζοντα, η αμφισβήτηση των δοσμένων κοινωνικών μορφών και η κρίσιμη αυτοανάκριση της κοινωνίας, πρέπει να τεθούν ως κοινωνικός στόχος για έναν μετα-καπιταλιστικό κόσμο. Ο «μαρξισμός» του Postone δεν θέλει να καταστείλει τα σημάδια που προκαλούν διαφοροποίηση και ετερογένεια εντός της κοινωνίας ούτε να ορθώσει ένα υποκείμενο ολότητας. Αντιθέτως, σκοπεύει να καταργήσει την υπάρχουσα καπιταλιστική ολότητα, προκειμένου να διευρύνει τους ορίζοντες της δημοκρατίας, της ενδεχομενικότητας και του πλουραλισμού.

Μαρξισμός, προοδευτικότητα, ευρωκεντρισμός

Θα θίξουμε τώρα μια ακόμα μεγάλη ανησυχία της τρέχουσας «κρίσης του μαρξισμού». Συγκεκριμένα, η μαρξιστική παράδοση δέχτηκε τη κατηγορία, μέσω των αποικοιοκρατικών και μετα-αποικιοκρατικών προοπτικών, πως συνιστούσε μια Ευρωκεντρική φιλοσοφία της ιστορίας που λειτουργούσε σκοπεύοντας να δικαιολογήσει τις αποικιακές και νεοαποικιακές εχθρότητες που προκάλεσαν οι πολιτείες του παγκόσμιου Βορρά. Η διάσταση της κρίσης αυτής έχει και πάλι θεωρητική όσο και πολιτική προέλευση. Σήμερα, με θεωρητικούς όρους, η φιλοσοφία της ιστορίας και η ίδια η ιδέα της προόδου υποβάλλονται σε σκληρή κριτική, κυρίως από τους μετα-δομιστές. Η επίγνωση της πολιτισμικής διαφορετικότητας έχει υπονομεύσει την αυτο-εκπροσώπευση της Ευρώπης ως υποτιθέμενου προδρόμου ενός παγκόσμιου προορισμού για όλες τις κοινωνίες, αμφισβητώντας την αφήγηση σύμφωνα με την οποία όλος ο κόσμος θα ακολουθήσει την ίδια πορεία προκαθορισμένης προόδου. Τα περιφερειακά κράτη θα πραγματοποιήσουν την ίδια διαδικασία εκσυγχρονισμού μόνο με μια καθυστέρηση. Από πολιτική άποψη, ο εικοστός αιώνας ήταν απλά ένα χαστούκι μπροστά στις σχολαστικές αυτο-αναπαραστάσεις της ευρωπαϊκής και της δυτικής νοοτροπίας. Από τη στιγμή που οι «βάρβαροι» παγκόσμιοι πόλεμοι διεξήχθησαν από τα «πιο προηγμένα» σύγχρονα κράτη, η ιδέα ότι η ιστορία κινείται μέσω μιας εσωτερικής λογικής που κατευθύνεται προς ένα προοδευτικό «τέλος», έχει απορριφθεί στην πράξη. Ταυτόχρονα, οι διαδικασίες εθνικής απελευθέρωσης και η κατασκευή μορφών σύγχρονης πολιτικής αυτοδιάθεσης στις περιφέρειες, αμφισβήτησαν τη φιλοδοξία των κεντρικών κρατών να αποτελέσουν την εμπροσθοφυλακή του ιστορικού εκσυγχρονισμού. Μετά τις διαδικασίες απο-αποικιοποίησης, η ίδια η ιδέα ενός «πιο προηγμένου» παγκόσμιου κέντρου, από την άποψη μιας προκαθορισμένης ιστορικής προόδου, έχει πέσει σε βαθιά ανυποληψία.

Σε αυτή τη περίπτωση, ο μαρξισμός δεν πρέπει να θεωρείται ως μια προοδευτική φιλοσοφία της ιστορίας και ιδιαίτερα ως είδος του παραγωγικού τεχνολογικού ντετερμινισμού που ονομάζεται «ιστορικός υλισμός». Εδώ, πάλι, ο Postone θα μπορούσε να αναγνωριστεί ως ένας μαρξιστής-κλειδί ο οποίος, μακριά από την υπεράσπιση του ιστορικισμού του παραδοσιακού μαρξισμού, αναπτύσσει μια καινοτόμο ερμηνεία που έρχεται ριζικά σε ρήξη με οποιαδήποτε φιλοσοφία της παγκόσμιας ιστορίας. Δεν αποστασιοποιείται από την έννοια της προόδου που θα ίσχυε για κάθε κοινωνία, αλλά από μια ιστορικά καθορισμένη κριτική της λογικής του κεφαλαίου. Αντιστοίχως, οι μετασχηματισμοί των μορφών κοινωνικής διαμεσολάβησης που συνέβαλαν στην ανάδυση του καπιταλισμού εξαρτώνται από την ιστορική τους προέλευση: ο καπιταλισμός δημιουργήθηκε από αυθόρμητες διαδικασίες και τυχαίες συγκυρίες που δεν καθορίστηκαν από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων ή από κάποια προκαθορισμένη λογική. Η σκέψη του Μαρξ δεν είναι μια υπερ-ιστορική θεωρία της ιστορίας. Ωστόσο, μόλις θεσπιστούν οι κοινωνικές μορφές κεφαλαίου, αποκτούν ουσιαστικά ένα χαρακτηριστικό εγγενές δυναμισμό που λειτουργεί ως μια έμφυτη κοινωνική λογική. Σε αυτή την ανάγνωση, οι κοινωνικές κατηγορίες που ανέπτυξε ο Μαρξ είναι επομένως ιστορικά συγκεκριμένες εντός της καπιταλιστικής κοινωνίας. Η θεωρία της αξίας του Μαρξ, δεν αντιμετωπίζει στην εργασία όπως συνήθως αλλά μέσω της ιστορικής ιδιαιτερότητας της αξίας ως μορφή πλούτου στον καπιταλισμό. Η αφηρημένη αξία και η ιδιόρρυθμη/αφηρημένη εργασία που την δημιουργεί, βρίσκονται στον πυρήνα των φετιχιστικών δομών που συνιστούν τη κοινωνική κυριαρχία στον καπιταλισμό. Σε αυτή την κοινωνία, οι ανθρώπινες σχέσεις είναι δομημένες με έναν ιδιόμορφο τρόπο: είναι ψευδο-αντικειμενικές (quasi-objective) και αυτόνομες σε σχέση με τα άτομα. «Έχουμε να κάνουμε με ένα νέο είδος αλληλεξάρτησης, που προέκυψε ιστορικά με έναν αργό, αυθόρμητο και ενδεχομενικό τρόπο» (Postone, 1993: 148). Ο Postone καθορίζει ιστορικά τις έννοιες του υποκειμένου, της ολότητας αλλά και της αξίας, της εργασίας και του εμπορεύματος. Αυτό σημαίνει ότι η έννοια της «ιστορίας» ως παγκόσμια διαδικασία καθορίζεται και αυτή ιστορικά. Οι δυναμικές και ενιαίες χρονικές δομές, που καθιστούν την ιστορική εξέλιξη μια φαινομενικά παγκόσμια και κατευθυνόμενη διαδικασία, υπάρχουν μόνο εντός της καπιταλιστικής κοινωνίας. Η ενότητα της ιστορικής διαδικασίας αναδύεται κάτω από τις κοινωνικές προϋποθέσεις του καπιταλισμού, τις μορφές κοινωνικής διαμεσολάβησης βασισμένες στην εργασία και της κίνησης του κεφαλαίου ως αξία που προσδίδει αξία στον εαυτό της (value that valorizes itself). «Μια τέτοιου είδους ιστορικά συγκεκριμένη κοινωνική εξήγηση γύρω από την ύπαρξη μιας λογικής της ιστορίας, απορρίπτει κάθε άλλη άποψη περί της λογικής αυτής ως άλλη μια προβολή – των συνθηκών της καπιταλιστικής κοινωνίας – πάνω στην ιστορία» (Postone, 1993: 258). Η μαρξική αντίληψη περί εγγενούς λογικής της ιστορικής εξέλιξης δεν είναι ούτε μετα-ιστορική ούτε καταφατική, αλλά σαφώς κριτική και οριοθετείται από την εμμονή της καπιταλιστικής κοινωνίας. Η ιστορικά συγκεκριμένη ανάπτυξη του κεφαλαίου και των μορφών διαμεσολάβησής του είναι αυτές που στη πραγματικότητα συγκροτούν την ιστορία ως μια παγκόσμια διαδικασία που έχει μια «αντικειμενική» λογική ανεξάρτητη από τα άτομα.

Νεωτερικότητα, χρόνος, τεχνολογία

Σε αυτό το σημείο, θα μας ενδιέφερε να αναδείξουμε τον Postone ως θεωρητικό της νεωτερικότητας. Πιστεύουμε ότι η σύγχρονη κοινωνική θεωρία αντιμετωπίζει μια συζήτηση μεταξύ δύο μονόπλευρων προοπτικών: ο νεωτερισμός αντιμετωπίζεται συνήθως ως μορφή κυριαρχίας ή ως αποτέλεσμα της ιστορικής προόδου. Η πρώτη αντίληψη τονίζει ότι η νεωτερικότητα του κεφαλαίου περιελάμβανε την εκδίωξη των προ-καπιταλιστικών κοινοτήτων, την προλεταριοποίηση των αγροτικών μαζών, την κατασκευή νέων μορφών βίας κατά των γυναικών, τον εγκλιματισμό ενός νέου ρατσισμού, αποικιοκρατίας κλπ. Αυτού του είδους η κριτική επιδιώκει να υπονομεύσει την νομιμότητα και ορθότητα που διεκδικεί η νεωτερικότητα, η οποία θεωρεί τον εαυτό της ως προάγγελο της ιστορικής προόδου, φανερώνοντας ότι εμπεριέχει μορφές συγκαλυμμένης κυριαρχίας. Από την άλλη, συναντάμε την άποψη που επιμένει πως ότι ο νεωτερισμός είναι στη πραγματικότητα αποτέλεσμα της προόδου στο βαθμό που παρέχει τα κανονιστικά πλαίσια (ισότητα και ελευθερία ριζωμένες στη σύγχρονη οικουμενικότητα) που επιτρέπουν την κριτική όλων των μορφών κυριαρχίας. Αυτός ο διάλογος, αφορά επίσης το πρόβλημα της σύγχρονης τεχνολογίας. Αφενός, μερικές πτυχές του τρίτου κόσμου και του περιβαλλοντικού ακτιβισμού εκφράζουν σοβαρές υποψίες για την σύγχρονη τεχνολογία, υποθέτοντας ότι οι προ-καπιταλιστικές μορφές αληθινής σύνδεσης με τη φύση ήταν αυθεντικότερες, υγιέστερες, λιγότερο καταπιεστικές κλπ. Από την άλλη, και αυτή είναι η περίπτωση ενός μεγάλου μέρους του παραδοσιακού μαρξισμού, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων θεωρείται από μόνη της ως ένας παράγοντας ιστορικής προόδου με αντικαπιταλιστική τάση. Πιστεύουμε ότι ο Postone αποφεύγει όλες αυτές τις μονόπλευρες θέσεις. Αντίθετα, επικεντρώνεται στον αντιφατικό χαρακτήρα της καπιταλιστικής νεωτερικότητας τόσο στις κανονιστικές όσο και στις τεχνολογικές δυναμικές της. Θεωρεί τον καπιταλισμό ταυτόχρονα καταπιεστικό και δυνητικά απελευθερωτικό. Η κριτική του θεωρία αντανακλά την αντίφαση μεταξύ των χειραφετικών δυνατοτήτων που δημιουργεί το κεφάλαιο και των δομών κυριαρχίας που συνεχώς αναπαράγει.

Ο εγγενής χρονικός δυναμισμός του καπιταλισμού, που είναι ιστορικά καθορισμένος, μας επιτρέπει να κατανοήσουμε αυτή τη δυαδικότητα της κυριαρχίας και των χειραφετικών δυνατοτήτων. Οι συστημικοί καταναγκασμοί που επιβάλλονται από το κεφάλαιο προωθούν μια ταχεία τεχνολογική ανάπτυξη και μια μόνιμη άνοδο της παραγωγικότητας. Αυτό δεν σημαίνει την παραγωγή μεγαλύτερων ποσών αξίας (amounts of value). Η τάση προς την αύξηση της παραγωγικότητας σχετίζεται με τον συνεχή μετασχηματισμό του χρονικού πλαισίου της αξίας (έναν συνεχή μετασχηματισμό του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας). Ωστόσο, η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας δεν μεταφράζεται σε μια τροποποίηση του χρονικού μέτρου της αξίας, που παραμένει πάντοτε ταυτόσημο με τον εαυτό της. Η λογική του κεφαλαίου αναπαράγει ένα είδος «συμπίεσης» του χρόνου, εξαιτίας του οποίου κάθε μονάδα αφηρημένου χρόνου μεταβάλλεται ποιοτικά, γίνεται «πυκνότερη», συγκεντρώνοντας υψηλότερα επίπεδα παραγόμενου προϊόντος ενώ παραμένει σταθερό και αμετάβλητο ως μέτρο αξίας (Postone, 1993 : 288, 292). Η καπιταλιστική χρονικότητα είναι δυναμική μέσω σαφών ιστορικών όρων (μεταβολές στην παραγωγή του υλικού πλούτου), δεδομένης της συνεχιζόμενης πίεσης για μείωση των μέσων χρονικών περιόδων υλικής παραγωγής.

Η δυναμική του κεφαλαίου συνεπάγεται ότι η δαπάνη της άμεσης ανθρώπινης εργασίας γίνεται όλο και λιγότερο σχετική με την παραγωγή υλικού πλούτου (όχι όμως με την αξία), που αρχίζει να εξαρτάται όλο και περισσότερο από την τεχνολογία, τη γνώση και τη συνεργασία. Η αναπαραγωγή του πλούτου και της αξίας εισέρονται σε μια αντίφαση. Η καπιταλιστική παραγωγή, βασίζεται ακόμα στην εργασία δημιουργώντας έτσι τις προϋποθέσεις για την κατάργησή της. Η κοινότητα της εργασίας, σήμερα σε κρίση, δημιουργεί μέσα από την ίδια τη διαδικασία ανάπτυξής της, τις συνθήκες της δυνατότητας (και όχι της αναγκαιότητας) για μια κοινωνία που δεν θα ρυθμίζεται από την δαπάνη της εργασίας, όπου οι άνθρωποι δεν θα είναι καταδικασμένοι στη προλεταριακή εργασία. Εντός αυτής της αντίφασης, ο Postone σκιαγραφεί τη δυνατότητα μιας ιστορικής αναστάτωσης που θα καθιστούσε δυνατή την εκπλήρωση των χειραφετικών δυνάμεων που βρίσκονται εντός της καπιταλιστικής εμμένειας και συνεχώς απορρίπτονται. Παρά το φαινομενικά κλειστό και ενεργό χαρακτήρα της, υπάρχει μια δυναμικά προοδευτική κίνηση κάτω από την κοινωνική ολοκληρωτικοποίηση (totalization) η οποία βρίσκεται ακόμα υπό τη διαχείριση της νεωτερικότητας του κεφαλαίου, μια κρυμμένη-ανεκδήλωτη κίνηση ανοίγματος προς χειραφετικές δυνατότητες. Επομένως, η ιστορικά ενδεχόμενη άνοδος του καπιταλισμού δεν σημαίνει μόνο την εμφάνιση ενός νέου τύπου αποξενωμένης και συστημικής μορφής κυριαρχίας, αλλά και μια ιστορικά άνευ προηγουμένου ευκαιρία για μια χειραφετημένη μορφή κοινωνικής ύπαρξης.

Coda1: το κοινωνικό άτομο

Σύμφωνα με τον Postone, μια διακοπή της σχέσης με το κεφάλαιο θα σήμαινε ότι ο κοινωνικός χρόνος, ελεύθερος από την μονομερή διαμεσολάβηση της εργασίας, δεν θα λειτουργεί εις βάρος των ανθρώπων. Αντίθετα, μάλλον θα γίνει ποιότητα αυτής καθ΄αυτής της διαδικασίας κοινωνικής και ατομικής αυτοπραγμάτωσης. Όταν η εργασία παύσει να αποτελεί καθολική κοινωνική διαμεσολάβηση, οι σχέσεις μεταξύ χρόνου και πλούτου θα μπορούσαν να μεταμορφωθούν. Παράλληλα με την κατάργηση της εργασίας που δημιουργεί αξία, οι κυρίαρχοι καταναγκασμοί της καπιταλιστικής αυτο-αναπαραγωγής της αξίας (self valorization) θα υπερκεραστούν. Ο πλεονάζων χρόνος, που μετατρέπεται σε υπερεργασία από το κεφάλαιο, θα μπορεί να διατεθεί για κοινωνικές δραστηριότητες που δεν εξαρτώνται από μια τυφλή λογική. Το πλεόνασμα του χρόνου δεν θα πλαισιώνεται μονομερώς από την παραγωγική κοινωνική διαδικασία (ως παραγωγικό «για το κεφάλαιο»), αλλά θα μπορεί να είναι μοναδικά κατάλληλο για κάθε άτομο. Η ιδέα μιας μετα-καπιταλιστικής κοινωνίας θα υπέθετε επομένως μια ριζική αλλαγή στη μορφή που αποκτάει ο πλούτος, αδιαχώριστος από έναν μετασχηματισμό του χρόνου. Σε αυτό το πλαίσιο, η πηγή του πλούτου δεν θα είναι πλέον η άμεση εργασία των ανθρώπων, αλλά «η οικειοποίηση από τους ανθρώπους των δυνάμεων και της γνώσης που είχαν ιστορικά συσταθεί υπό αλλοτριωμένη μορφή» (Postone, 1993: 31). Ο πλούτος δεν θα καθορίζεται πλέον από αφηρημένο μέτρο ως αξία, αλλά αντ΄ αυτού από την κατηγορία του «διαθέσιμου χρόνου», που θεωρείται ως η επανιδιοποίηση του περίσσιου χρόνου που ο καπιταλισμός αναγκαστικά ανακατεύθυνε προς την παραγωγή. Σε αυτό το σημείο, το χρονικό πλαίσιο αναφοράς θα παύσει να είναι η κοινωνία ως ετερόνομη κίνηση, για να μετατραπεί από δω και στο εξής στην ανάπτυξη αυτού που ο Μαρξ ονομάζει «κοινωνική ατομικότητα/social individual», την υπέρβαση της καπιταλιστικής αντίφασης μεταξύ ατόμου και κοινωνίας, της δυνατότητας του κάθε ατόμου να υπάρχει ως ένα πλήρες και πλούσια αναπτυγμένο ον.

Η υπέρβαση του κεφαλαίου θα σήμαινε την άρνηση της αλλοτριωμένης λογικής του, επιτρέποντας μια συνειδητή και αυτόνομη ανάπτυξη της ανθρωπότητας. Ο κοινωνικός χρόνος δεν θα είναι πλέον μια μορφή αποξενωμένης ανάγκης που επιβάλλεται στους ανθρώπους. Θα βρίσκεται τότε σε θέση ώστε να το επανοικειοποιηθούν. Αυτό θα άνοιγε μια ιστορική δυνατότητα αυτοσυγκρότησης, τόσο για την κοινωνία όσο και για τα άτομα. Σε αυτόν τον κοινωνικό κόσμο, η ανάπτυξη κάθε ατόμου δεν θα περιορίζεται από τα στενά πλαίσια της παραγωγής ως σημείο άφιξης. Αντιθέτως, θα περιλαμβάνει έναν ανοιχτό ορίζοντα, όπου η κοινωνία και τα άτομα θα μπορούν να υλοποιήσουν τις δημιουργικές δυνατότητές τους, εξαρτώμενες απλώς από τη συσσωρευμένη ιστορική εξέλιξη. Η διαφορά μεταξύ της μορφής της καπιταλιστικής κοινωνικής κατάστασης και της απελευθερωμένης κοινωνικής ύπαρξης αντιπροσωπεύει, κατ’ αυτό τον τρόπο, το πέρασμα από τη κοινωνική ύπαρξη δομημένη από τυφλούς καταναγκασμούς, προς μια κοινωνία αποτελεσματικά δυναμική και διαρκώς μετασχηματιζόμενη.

Με την κατάργηση της αφηρημένης μορφής πλούτου, η κοινωνία θα μπορούσε να ενσωματώσει την τεχνολογία στην παραγωγική διαδικασία κατά τρόπο που να μη περιορίζεται από τον μονόπλευρο σκοπό που της επιβάλλεται, την παραγωγή αξίας, αντίθετα θα υπηρετεί άμεσα τους παραγωγούς. Ο περίσσιος χρόνος, διαθέσιμος για την αυτοπραγμάτωση του ατόμου, θα μεταμορφώσει τον άμεσο παραγωγό σε ένα διαφορετικό υποκείμενο, συνδεόμενο με την άμεση διαδικασία παραγωγής μόνο ως επιβλέποντα και ρυθμιστή. Σύμφωνα με τον Postone, η πρόοδος τότε, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η μονόπλευρη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων αλλά ως η δραστική συνειδητοποίηση της ατομικότητας που κατέστη δυνατή από μια τέτοια εξέλιξη, απαλλαγμένης από τους αφηρημένους καταναγκασμούς και τους περιορισμούς που επιβάλλει το κεφάλαιο. Σε αυτό το πλαίσιο, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων θα πάψει να αποτελεί αυτοσκοπό και θα αποτελεί πλέον μέσο, μια ​​πηγή ενισχυμένη από την καπιταλιστική ανάπτυξη και επιρρεπής στην επανοικειοποίησή της πραγματοποιώντας τις κοινωνικο-ατομικές δυνατότητες. Συγκεκριμένα, η τεχνολογία που εξοικονομεί ανθρώπινη εργασία (η οποία με τη τρέχουσα μορφή της ενισχύει στους χώρους εργασίας τον καπιταλιστικό έλεγχο και δημιουργεί ανεργία) θα μπορούσε να καταστήσει δυνατή την ελαχιστοποίηση της βασανιστικής εργασίας, τη μείωση του κοινωνικού χρόνου που αφιερώνεται σε γκρίζες, αποχαυνωτικές και χωρίς νόημα δραστηριότητες και την επίτευξη ελεύθερου χρόνου. Με τον τρόπο αυτό, η υλική παραγωγή και η ατομική εξέλιξη θα μπορούσαν να γίνουν συμβιωτικές κινήσεις μιας μορφής κοινωνικής ύπαρξης που δεν θα υπόκειται στο κεφάλαιο και όπου το παραγωγικό προτσές θα σταματήσει να καταπνίγει τους ανθρώπους.

Η χρονική δυναμική του κεφαλαίου, χωρισμένη ανάμεσα σε μια αφηρημένη-ομοιογενοποιημένη χρονικότητα (η διάρκεια της αφηρημένης εργασίας ως ένα μέτρο διαρκώς υπό ανασύσταση) και μια ιστορικά-συγκεκριμένη χρονικότητα (η αυξημένος ρυθμός παραγωγής υλικού πλούτου: πυκνότητα υλικού πλούτου ανά μονάδα χρόνου) είναι αυτό που καθιστά δυνατή την εγγενής κριτική. Αυτή η κριτική οδεύει προς την κατάργηση της εργασίας ως μορφή κοινωνικής διαμεσολάβησης, προς τη περάτωση μιας κοινωνίας που κυβερνάται από τους τυφλούς καταναγκασμούς που φέρει η παραγωγή αξίας.

1 Στη μουσική, η coda (ιταλικό για «ουρά») είναι ένα πέρασμα που σημαίνει τη κατάληξη ενός μουσικού κομματιού ή μιας μουσικής κίνησης. Από τεχνική άποψη, πρόκειται για έναν εκτεταμένο ρυθμό. Μπορεί να αποτελείται από μερικά μέτρα ή να συγκροτεί μια ολόκληρη ενότητα.


becomingminority@riseup.net

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: