Αναγνώστες

Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 2022

Εθνολαικισμός και Θεσσαλονικη


 Μια ομιλία που  έγινε στο Στέκι “οικολογικής κίνησης” Θεσσαλονίκης στις 17 Φεβρουαρίου του 2005.
απο τον Πέτρο Θεοδωρίδη
“…Αυτή η ομιλία έχει ως γενικό τίτλο εθνο λαϊκισμός και Θεσσαλονίκη. Θα ήθελα εξ αρχής να παραδεχθώ ότι ο όρος εθνολαικισμός είναι αδόκιμος. Γιατί όμως τον διαλέξαμε ως τίτλο; Γιατί δεν διαλέξαμε έναν όρο όπως εθνικισμός ή έναν άλλο γνωστό όρο όπως ο λαϊκισμός για να περιγράψουμε αυτό που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια στη πόλη και στη χώρα μας
Εδώ θα ήθελα να θυμίσω ένα παλιό ανέκδοτο με τον χότζα . Ένα βράδυ ο Χότζας έψαχνε να βρει κάτι σκυμμένος κάτω από ένα φανάρι του δρόμου . Ένας περαστικός τον ρωτάει – Τι ψάχνεις Χότζα: Να έχασα το κλειδί μου. ΄Που το έχασες; Να εκεί στα σκοτεινά, Και γιατί το ψάχνεις εδώ : Γιατί εδώ έχει περισσότερο φως
Διαλέξαμε λοιπόν τον όρο εθνολαικισμός ψάχνοντας στα σκοτεινά και όχι εκεί που έχει περισσότερο φως για να εξετάσουμε καινούρια και μάλλον ανείπωτα ακόμη ζητήματα…
Θα ήθελα εδώ να θυμίσω ότι ο όρος εθνικισμός έχει υποστεί στην διάρκεια της ιστορίας του πολλές μεταμορφώσεις.
Διαφορετικός ήταν ο εθνικισμός της Γαλλικής Επανάστασης (πολλοί τον λένε πολιτικό εθνικισμό ), από τον ρομαντικό η τον ολοκληρωτικό εθνικισμό. Το ίδιο ισχύει και γιαdelacroix.jpg τον λαϊκισμό που ξεκίνησε ως όρος από τον επαναστατικό λαϊκισμό και θεωρήθηκε στην Ελλάδα ως συνώνυμο περίπου της πρώτης δεκαετίας του ΠΑΣΟΚ ως λαϊκισμός του Ανδρέα Παπανδρέου Για τα ζητήματα αυτά υπάρχει βέβαια μια σχεδόν αχανής βιβλιογραφία. Για την οικονομία του χρόνου θα προσπαθήσω να αποδώσω με λίγα λόγια ότι προσπαθούμε να σημάνουμε με τον όρο εθνολαικισμός.



Προσπαθούμε να σημάνουμε την συνάντηση δυο ιδεολογιών. Ο εθνικισμός κατέληξε να σημαίνει την υπερβατική σχεδόν λατρεία του έθνους ως φετίχ. Ο λαϊκισμός από την άλλη πλευρά ως ιδεολογία ενέχει ως κεντρικό σημείο αναφοράς τον λαό, όχι με την νομική, την ιστορική, ή την ταξική του έννοια αλλά μάλλον ως μια συναισθηματική έννοια πού αφορά όσους αισθάνονται τον εαυτό τους ως μη προνομιούχοι και αδικημένοι.
Όπως βλέπουμε και οι δυο όροι κατέληξαν πια να σημαίνουν όχι κάτι που αναλύεται με πολιτική ορολογία αλλά κυρίως με αισθήματα:Το αίσθημα της υπέρμετρης αγάπης για την πατρίδα στον εθνικισμό, το αίσθημα της πικρίας και μνησικακίας στον λαϊκισμό.
Ετσι, με τον όρο εθνολαϊκισμός προσπαθούμε να δείξουμε την συνάντηση αυτών των δυο ιδεολογιών, των δυο ρητορικών.
Νομίζω ότι έχουμε να κάνουμε με ένα πρωτότυπο φαινόμενο που συνθέτει νέου τύπου ταυτότητες. Συνθέτει την ιδέα της αγάπης του έθνους με τα λαϊκά στρωματά ως αναπλήρωσης αυτού που ΄ νομίζουν ότι τους έχουν στερήσει. Συνθέτει μια νέα ηθική όπου η επίδειξη μικροαστικής κακομοιριάς και παράπονου συμπλέει με την επίδειξη ενός καταναλωτικού νεοπλουτισμού
Αναδεικνύει έναν έρποντα νεορατσισμό που δεν έχει επεξεργασία ιδεολογική αλλά συνυπάρχει με συναισθήματα ματαίωσης προσδοκιών , φόβου για το μέλλον και ένα διάχυτο αίσθημα στέρησης. Τέλος ο εθνολαικισμός συνδέεται με ένα διάχυτο αίσθημα μνησικακίας για το οποίο θα μιλήσω παρακάτω
Ετσι στην ομιλία μου θα προσπαθήσω να επικεντρωθώ σε 3 κομβικά σημεία:
- στην σύντομη παρουσίαση τον κεντρικών χαρακτηριστικών του σύγχρονου εθνολαϊκισμού
- στην προσπάθεια παρουσίασης των βασικών συναισθημάτων που συναρθρώνονται με την εθνο λαϊκίστικη ιδεολογία και,
-τα ελληνικά χαρακτηριστικά του σύγχρονου εθνολαικισμου
- τον τηλεοπτικό λαικισμό της Εκκλησιας
- την σχεση του εθνολαϊκισμου με τη Θεσσαλονίκη
παρουσίαση των κεντρικών χαρακτηριστικών του λαϊκισμού
Σε ότι αφορά γενικά τον όρο λαϊκισμό θα ήθελα να πω ότι αναφέρεται σε ρητορικές και ιδεολογίες στις οποίες ο « λαός» λειτουργεί ως κομβικό σημείο, σε ένα λόγο (που) διχοτομεί την κοινωνία μεταξύ κυρίαρχων και κυριαρχούμενων»
«Πυρηνικό στοιχείο όλων των λαϊκισμών είναι μια συγκεκριμένη έγκληση του λαού ως υποκείμενου ένα «ρητορικό στυλ » το οποίο εξαρτάται από εγκλήσεις στο λαό»
Εντούτοις, κάθε έγκληση προς τον λαό δεν συνιστά αυτομάτως λαϊκισμό Εκείνο που μετασχηματίζει μια λαϊκή έγκληση σε λαϊκίστικη είναι η πολεμική ρητορική της δομή.
Τα στοιχεία αυτής της πολεμικής ρητορικής είναι ο αντί ελιτισμός αλλά και ο εκθειασμός του λαού, καθώς και η εμμονή στο Ήθος του «μέσου ανθρώπου», στην άμεση επικοινωνία με τους καθημερινούς ανθρώπους, τους απλούς έντιμους, υγιείς *
Μερικά από τα χαρακτηριστικά στοιχεία του λαϊκισμού είναι:
α) η προσωπική έγκληση, στο λαό.
β) η Επιδεικτική υπεράσπιση της «εθνικής ταυτότητας» (η οποία θεωρείται ότι απειλείται
γ) η συστηματική εργαλειακή εκμετάλλευση συλλογικών μορφών μνησικακίας
δ) η καταγγελία της παρακμής
ε) η ανάδειξη ενός λαϊκού δημαγωγού ηγέτη,
στ) η συστηματική προσφυγή σε δημαγωγικά κλισέ
Σε αυτά τα χαρακτηριστικά μπορούμε να προσθέσουμε μερικά ακόμα που αφορούν κυρίως στον ελληνικού λαϊκισμό :
Ο ελληνικός λαϊκισμός είναι ηθικολογικός Τον ενδιαφέρει η έμμονη σε μια «ηθική του φρονήματος» και στο αυταπόδεικτο δίκαιο των «λαϊκών αιτημάτων». Τον χαρακτηρίζει και μια εργαλειακή αντίληψη του κράτους. Όταν τους αφορά άμεσα , οι λαϊκιστές θέλουν το κράτος αρωγό και όχι ισχυρό. Όταν όμως, πρόκειται για υποθέσεις που δεν τους αφορούν άμεσα, δεν αντιλέγουν σε ισχυρές και αυταρχικές κρατικές παρεμβάσεις
Β. Στο δεύτερο μέρος δηλαδή στην παρουσίαση των βασικών συναισθημάτων που συναρθρώνονται με την λαϊκίστικη ιδεολογία θα επικεντρωθώ στο αίσθημα της μνησικακίας, που κατά τη γνώμη μου χαρακτηρίζει τον εθνολαικισμο:
Να σκεφτούμε κατ’ αρχήν ότι σε όλες σχεδόν τις ιδεολογίες τα συναισθήματα διαδραματίζουν έναν βασικό ρόλο Και οι εθνολαικές αναδιπλώσεις σήμερα συνοδεύονται και από μια ηχηρή επίκληση του συναισθήματος Το συναίσθημα, ως φαντασιακή επίκληση της αγάπης ,δηλαδή η εργαλειακή χρήση του συναισθήματος μοιάζει να συνοδεύει τον σύγχρονο λαϊκίστικο και εθνικιστικό λόγο.
Στον εθνο λαϊκισμό, πιστεύω ότι το κυρίαρχο συναίσθημα είναι μια ειδική στάση, όχι απλά ο φθόνος ούτε η οργή αλλά αυτό που ο Μαξ Σελλερ ορίζει ως μνησικακία. Σύμφωνα με τον Μαξ Σελλερ «η μνησίκακη κριτική δεν θέλει αυτό που διατείνεται ότι θέλει αλλά χρησιμοποιεί το κακό ως βάση για να λοιδορεί»
Τι είναι η όμως η μνησικακία;
Η μνησικακία δεν είναι απλά συναίσθημα αλλά μάλλον ένα συνοθύλευμα συναισθημάτων. Συναίσθημα είναι η φυσιολογική ανταπόκριση σε κάποιο ερέθισμα Το αίσθημα της μνησικακίας είναι μια περίπλοκη συναισθηματική κατάσταση , συνδυασμός συναισθηματικών και φανταστικών στοιχείων,
Ποια είναι όμως τα χαρακτηριστικά της μνησικακίας και οι ποιες οι συνθήκες που την εκκολάπτουν ;
Κατά τον Νίτσε η μνησικακία είναι χαρακτηριστικό των όντων «που τους απαγορεύεται η πραγματική αντίδραση»(…..) και αυτοαποζημιωνονται με μια εκδίκηση κατά φαντασίαν
Όμως την μνησικακία ως έννοια με κοινωνιολογικό ενδιαφέρον ανέπτυξε πιο ξεκάθαρα ο Μαξ Σελερ που θεωρεί ότι «Η φιλέκδικη διάθεση ρέπει προς την μνησικακία καθόσον το αντικείμενο της είναι μια διαρκής, παρατεταμένη κατάσταση πραγμάτων την οποία συναισθάνεται σαν «μόνιμη» βρισιά» που διαφεύγει από τη βούληση του υβριζόμενου,… αυτή η προσβολή εμφανίζεται ως κάτι το μοιραίο ».
Ένα κύριο χαρακτηριστικό της μνησικακίας είναι η σχέση με τη μνήμη. Η μνησικακία μηρυκάζει, αναθυμάται και ανασυνθέτει άλλα πικρά συναισθήματα: την κακεντρέχεια, τον φθόνο,το μίσος
Πάλι ο Μαξ Σελλερ γράφει «ο κακεντρεχής εκδικείται(….) ο μισητής βλάπτει τον εχθρό του(….) ο φθονερός πασχίζει να αποκτήσει το αντικείμενο του φθόνου του ..΄όλοι αυτοί αγνοούν την μνησικακία. Για να υπάρξει αυτή , θα πρέπει τα παραπάνω συναισθήματα να (…)συνοδεύονται από την αδυναμία μετατροπής τους σε πράξεις , ώστε να« ξινίσουν »
Ας δούμε όμως ορισμένες προϋποθέσεις που είναι υπαρκτές στις νεωτερικές κοινωνίες για την καλλιέργεια της μνησικακίας όπως την αντιλαμβάνεται ο Μαξ Σέλερ: Η πρώτη είναι μια γενικευμένη προσδοκία ισότητας. Η Μνησικακία εμφανίζεται «σε κοινωνίες σαν τη δική μας όπου μια κοινωνική ισότητα επισήμως αναγνωρισμένη, συνυπάρχει με υπέρογκες διαφορές, κ.λ.π Κοινωνία όπου ο καθένας έχει το «δικαίωμα» να κρίνει τον εαυτό του ισάξιο με έναν άλλο, αλλά εμπράκτως αδυνατεί»
Η δεύτερη ικανή συνθήκη συναφής με την προηγούμενη είναι ότι πρέπει να υπάρχει σύγκριση. Αν δεν συγκρίνεις τον εαυτό σου με άλλους δεν μπορείς να νιώσεις μνησικακία.
Τρίτη, τέλος συνθήκη είναι ο αμετάκλητος χαρακτήρας της αδικίας την οποία νιώθεις ότι υφίστασαι. Η εκάστοτε αδικία , από την οποία εκκινεί η φιλέκδικη διάθεση πρέπει να βιώνεται, ως κάτι που δεν αλλάζει με τίποτα.
Αυτές οι συνθήκες οδηγούν κατά τον Σελερ στον μνησίκακο άνθρωπο
Η μνησίκακη στάση οδηγεί ετσι σε μια αντιστροφή των αξιών «ο μνησίκακος άνθρωπος…., αυτοδηλητηριαζεται ηθικά. Ενώ αρχικά θαυμάζει τις αξίες και τα προνόμια τα οποία δεν διαθέτει (επειδή ακριβώς δεν μπορεί να τα αποκτήσει), τα ακυρώνει και δίνει αξία στα ακριβώς αντίθετα» Δηλαδή ο μνησίκακος άνθρωπος σκέφτεται κάπως ετσι :«Στην αρχή θαυμάζω τον πλούσιο, τον ωραίο, τον αριστοκράτη , τον μορφωμένο τον διάσημο. Επειδή όμως εξ ορισμού δεν μπορώ να γίνω σαν κι αυτούς και δεν μπορώ να τους συναγωνιστώ ανακλάται μέσα μου μια σιωπηλή εχθροπάθεια, για κάτι που μου υπεξαιρέθηκε ενώ το δικαιούμαι. Ετσι σιγά σιγά , αυτό που θαύμαζα αρχίζω να το υποτιμώ».

Συνοψίζοντας θα ήθελα να θυμίσω μερικά χαρακτηριστικά της σχέσης του εθνολαικισμου με την μνησικακία:
1. το στοιχείο της μνήμης στην έννοια της μνησικακίας Η μνησικακία είναι μνήμη που μηρυκάζει, που ανά μασά που ανα-θυμάται.
2. Η μνησικακία αφορά σε μια λιμνάζουσα κατάσταση που την σημαδεύει η ανημποριά, η αδυναμία απάντησης.
3. Θεωρώ επίσης ότι ενυπάρχει ένα αίσθημα απόλαυσης στην μνησικακία καθώς αυτή οδηγεί σε ναρκισσιστικές παλινδρομήσεις Ετσι η εικόνα του έθνους μεταφράζεται σε μια φαντασιακή αγκαλιά, σε μια φάτνη όπου ο πληγωμένος ναρκισσισμός βρίσκει καταφύγιο.
4. Ακόμη η μνησικακία συνδέεται με την αδυναμία εκφορτισης, εκδραματισης.
Καθώς το σημερινό διεθνές περιβάλλον δεν επιτρέπει την ανάδυση ενός φανερού εθνικιστικού ρατσιστικού λόγου , ο σύγχρονος (και ελληνικός) εθνικισμός ξεδιπλώνεται ως μνησίκακος λόγος. Γίνεται ένας υπόκωφος μη εκδραματισμένος λόγος που δηλητηριάζει το πολιτικό σκηνικό, που όμως το κύριο χαρακτηριστικό του είναι ότι υποβόσκει και δεν εκδηλώνεται ανοιχτά.
Μνησικακία και προστριβές. Η Ελληνική Περίπτωση
Για να κατανοήσουμε καλύτερα την μνησίκακη πλευρά του σύγχρονου ελληνικού εθνολαϊκου λόγου θα ήθελα εδώ να σταθώ σε ορισμένα στιγμιότυπα της ελληνικής καθημερινής συμπεριφοράς που κάποιοι μελετητές σαν τον Καραποστόλη ονομάζουν προστριβές.
Για να καταλάβουμε τις προστριβές, θα πρέπει να τις αντιδιαστείλουμε από τις συγκρούσεις. Στην Δυτική Ευρώπη έχουμε συγκρούσεις, εδώ στην νεοελληνική κοινωνία προστριβές. «Για να λάβει χώρα μια σύγκρουση απαραίτητο είναι οι επιθετικές εκατέρωθεν πράξεις να οδηγούνται από προθέσεις που είναι αρκετά σαφείς ώστε τα εμπόδια της άλλης πλευράς να γίνονται αντιληπτά ακριβώς και εντελώς ως τέτοια. Για τούτο η σύγκρουση συνοδεύεται από σχετικά σταθερά αισθήματα Αντίθετα «Οι προστριβές είναι οι διεγερμένες από αβεβαιότητα συναντήσεις …Τα άτομα και οι ομάδες έρχονται σε αντιπαράθεση, διαφιλονικούν, διαπληκτίζονται, με όρους προκαταβολικούς». …. Οι προστριβές παραπέμπουν, σε μια κοινωνία που δυσκολεύεται να εννοήσει τον εαυτό της, να αναγνωρίσει τα συστατικά της και να καθιερώσει τους κανόνες και τις αρχές της
Στην προστριβή ο μειονεκτών που συγκρίνει τον εαυτό του με τον οιονεί αντίπαλο συνθέτει την εικόνα ενός εαυτού παραγκωνισμένου από κάποιον που δεν υπερέχει ούτε διανοητικά ούτε ηθικά από αυτόν….. » και αυτό τον οδηγεί στο να ρέπει προς την μνησικακία
Η ανημποριά αποτελεί μια από τις βασικές προϋπόθεσης για την ανάπτυξη της μνησικακίας μαζί με την πεποίθηση πως εκείνος που διαθέτει πλούτο η δύναμη δεν είναι οπωσδήποτε ανώτερος από τον ανήμπορο Στην Ελλάδα ,όπως λέει ο Καραποστόλης. «Ο μειονεκτών είναι ανήμπορος. χωρίς μάρτυρες και συνηγόρους από μέρους της κοινωνίας νιώθει πως είναι απόλυτα εκτεθειμένος σε άνισες και άδικες σχέσεις με τους άλλους »
Σε αυτή την συσσωρευμένη επιθυμία (ανήμπορης ) εκδίκησης του αιτούντος πολίτη -που εν τέλει μεταβάλλεται σε ικέτη βρίσκονται μάλλον τα αίτια της ελληνικής μνησικακίας
3. Ο τηλελαϊκισμός της Εκκλησίας
Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να πω δυο λόγια για την πρόσφατη κρίση στην εκκλησία και τη σχέση της με το φαινόμενο του εθνολαϊκισμού.
Τον Φεβρουάριο του 2005 η ελληνική κοινωνία έκπληκτη παρατηρεί την αποκάλυψη των ψεμάτων που έλεγε στο ίδιο τον εαυτό της .
Κατά τη δεκαετία του 199Ο και μέχρι σήμερα περίπου η εκκλησία θεωρήθηκε ο θεματοφύλακας των αξιών της, ο θεσμός που ενέπνεε τον μεγαλύτερο βαθμό εμπιστοσύνης Θεωρήθηκε ως ο μοναδικός θεσμός στον οποίο μπορούμε να στηριχθούμε ,που μπορούσε να εμπνεύσει τους νέους και να εμπεδώσει κάποιες αξίες θεωρήθηκε ακόμα θεσμός «συνάλληλος»΄σύμφωνα με μια έκφραση του νεορθόδοξου συρμού με το ελληνικό κράτος΄ και παραδοσιακά συμφυής με την ελληνική κοινωνία και το ελληνικό έθνος.
Όμως μπορούμε να αναρωτηθούμε μήπως έχουμε εδώ να κάνουμε με την επινόηση μιας παράδοσης που επιβλήθηκε την περασμένη δεκαετία (όχι με τον ιστοριογραφικό μύθο του «κρυφού σχολειού» του περασμένο αιώνα αλλά με τον αδιαμεσολαβητο τηλεοπτικό λόγο )
Στην Ελλάδα το θρησκευτικό φρόνημα κατά τη δεκαετία του 90 και τις αρχές του 2001 αναβίωσε μέσω της τηλεόρασης. Όπως χαρακτηριστικά λέει ο ίδιος ο ορθόδοξος φιλόσοφος Χρήστος Γιανναράς «Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστοδουλος καταλαβαίνει τον εαυτό του σαν θρησκευτικό ηγέτη (περίπου Αγιατολάχ η αμερικανό «ευαγγελιστή » τηλεοπτικών επιδόσεων»
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αμερικανού τηλευαγγελιστη:
«ο Οραλ Ρομπερτς , έχυσε δάκρυα απελπισίας στην τηλεόραση λέγοντας ότι , αν δεν του έστελναν 8 εκατομμύρια δολάρια μέσα στο μήνα «ο Κύριος θα τον έπαιρνε». Ο Κύριος δεν τον πήρε, αλλά ο Ρόμπερτς έλαβε αρκετές δωρεές να συνεχίσει τον πολυδάπανο τρόπο ζωής του ».
Την συνταγή του αμερικάνικου τηλεευαγγελισμού ακολούθησε και ο αρχιεπίσκοπος Χριστοδουλος. Απλουστεύσεις, διχοτομικά σχήματα, χρήση άτυπου λεξιλογίου της αργκό, ανέκδοτα επιδεικτική αδιαφορία για την αντίφαση όπου αλλά λέγονται την μια φορά και αλλά την άλλη, είναι στοιχεία τα οποία μπορεί εύκολα κανείς να εντοπίσει στον επικοινωνιακό» Χριστοδουλο Με τη πρόφαση «να μιλήσει τη γλώσσα του απλού λαού» και να έρθει κοντά στον κόσμο, με εκφράσεις «σας πάω » «ελάτε όπως είστε» «όποιος τα βάζει με την Ορθοδοξία του ξεραίνεται το χέρι» με ανέκδοτα που διηγείται από άμβωνος (συχνά ρατσιστικά), ο Χριστοδουλος, έθεσε την εκκλησία στην τροχιά του τηλεοπτικού εθνολαϊκισμου
Την τηλελαϊκιστικη συνταγή του Χριστοδουλου ακολούθησαν εφημέριοι και πιστοί . Να θυμηθούμε ότι μέχρι πρόσφατα η Ελλάδα μετατράπηκε σε χώρα των τηλεοπτικών θαυμάτων :
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα τηλεθαυματος ήταν, κατά «την 17-2-2001, η κάλυψη απ’ το κανάλι Star Channel της είδησης για τα «δάκρυα» που εμφανίσθηκαν σε δυο εικόνες του Αγίου Χαραλάμπους στην ομώνυμη εκκλησία στην Λάρισα. Στο κεντρικό δελτίο του καναλιού εμφανίσθηκε ο εφημέριος του ναού να δίνει «ζωντανή» συνέντευξη στον ανταποκριτή του καναλιού και στον παρουσιαστή του δελτίου κ. Τερενς Κουικ. Σε αυτήν περιέγραφε και ερμήνευε ταυτόχρονα το συμβάν: Οι εικόνες, που μέχρι τότε βρίσκονταν στο υπόγειο του ναού, δάκρυσαν γιατί ο Άγιος Χαράλαμπος ήταν λυπημένος με τα βάσανα και τις δοκιμασίες του ποιμνίου του. Σε ερώτηση του κ. Κουίκ να διευκρινίσει σε ποια ακριβώς βάσανα αναφέρεται, ο εφημέριος απάντησε ότι οι εικόνες δάκρυσαν γιατί ο Άγιος διαμαρτύρεται για την ανέγερση γειτονικού ναού από τους μάρτυρες του Ιεχωβά. Καθ’ όλη τη διάρκεια της προβολής του στόρι οι δημοσιογράφοι αντιμετώπισαν το συμβάν δίχως κάποια αποστασιοποίηση η κριτικό πνεύμα, εξέλαβαν το θαύμα ως δεδομένο»
Όμως η τηλεόραση εκδικείται. Καταβροχθίζει γρήγορα ότι η ιδια αναδεικνύει Το εκπληκτικό στις αποκαλύψεις του Φεβρουάριου είναι το πόσο εύκολα και γρήγορα κατέρρευσε ο τηλεοπτικός λαϊκισμός της εκκλησίας και του αρχιεπισκόπου
Και εδώ θα ήθελα να θυμίσω το παραμύθι του Άντερσεν «Τα καινούρια ρούχα του Αυτοκράτορα» όπου ένα παιδί αποκαλύπτει αυτά που όλοι έβλεπαν αλλά δεν τολμούσαν να πουν ανοιχτά:  «ο βασιλιάς είναι γυμνός »
Τώρα στο τελευταίο μέρος της ομιλίας μου θα ήθελα να σταθώ σε κάποια χαρακτηριστικά του σύγχρονου εθνολαϊκισμου, ιδιαίτερα όπως αυτός εμφανίζεται στη Θεσσαλονίκη
Η Θεσσαλονίκη τα τελευταία χρόνια μοιάζει να είναι ο κατεξοχήν ελληνικός τόπος στον οποίο συναντήθηκαν εθνικισμός και λαϊκισμός . Η Θεσσαλονίκη, η πόλη που η δεκαετία του ‘90 την γέμισε ματαιώσεις και διαψεύσεις, που βλέπει διαρκώς το χάσμα με την Αθηνά να μεγαλώνει οδηγείται σε μνησίκακα αισθήματα. Η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη που την δεκαετία του ‘9ο πίστεψε ότι θα γίνει πρωτεύουσα των Βαλκανίων. Ήταν ο τόπος των μεγάλων εθνικιστικών συλλαλητηρίων για το όνομα της Μακεδονίας, πόλη πρώην κοσμοπολίτικη με ένδοξο απώτερο και αμφιλεγόμενο μεταπολεμικό παρελθόν. Πόλη κάποτε των εργατικών κινημάτων αλλά και των παρακρατικών οργανώσεων που οδήγησαν στην χούντα. Πόλη όπου κατά την δεκαετία του ‘50 και ‘60, αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και τον Εμφύλιο αυξάνεται σημαντικά ο αριθμός και το ειδικό κοινωνικό βάρος των μικροαστικών στρωμάτων. Οταν μάλιστα από τις αρχές της δεκαετίας του 60 αυξήθηκαν σημαντικά οι καταναλωτικές δαπάνες κύρους, τα μικροαστικά της στρώματα άρχισαν να απολαμβάνουν την «επιτυχία» και την «αναγνώριση» να αποκτούν αυτοεκτίμηση, ιδιαίτερα όταν βλέπουν τα παιδιά τους να διαπρέπουν στα γράμματα.
« Στη Θεσσαλονίκη λέει ο Γ. Ιωάννου στο βιβλίο του Η Πρωτεύουσα των Προσφύγων με την οικονομική άνοδο των τελευταίων δεκαετιών, έχει απλωθεί μια πολυάριθμη μικροαστική ή ψευδομικροαστική ταξη (όπου) οι νέοι πλούσιοι δεν έχουν παλιώσει ακόμη, ώστε να βαρεθούν τις υλικές απολαύσεις και εκπλήξεις και να αναζητήσουν τα πνευματικά αγαθά».
Ακόμη ο Γ. Ιωάννου θυμίζει ότι « Στη Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του 1950 μεγάλη υπόληψη είχε το επάγγελμα του γιατρού. Κατόπιν ερχόταν του δικηγόρου. Του καθηγητή ήταν πολύ ξεπεσμένο οικονομικά, του δασκάλου ακόμα χειρότερα. Και φυσικά οι μεγάλοι  μας πίεζαν να γίνουμε γιατροί η δικηγόροι »
Όμως η διάψευση ήρθε γρήγορα. Η Θεσσαλονίκη στην δεκαετία του ‘90 βλέπει την δυναμική της κοινωνικής της κινητικότητας να εξανεμίζεται. Τις ελπίδες των μικροαστών διαδέχεται η μνησικακία.
Η Θεσσαλονίκη επίσης είναι και η πόλη και των θρησκευτικών οργανώσεων, η πόλη όπου ο Αρχιεπίσκοπος Χριστοδουλος απηύθυνε την περίφημη ‘Ομιλία κατά τη μεγάλη Λαοσύναξη της Θεσσαλονίκης, το έτος 2000 που κατά τη γνώμη μου μπορεί να θεωρηθεί ως ο πανηγυρικός λόγος του εθνολαϊκισμου.
Θυμίζω ότι πρόκειται για ένα λόγο εν μέσω της διαμάχης για την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Σε αυτήν ο εκκλησιαστικός λόγος ξεδίπλωσε τις πτυχές του ως εθνολαικος λόγος: ”Ναι, η παράδοση μας περνά μέσα από Ορθοδοξία, εθνικότητα και γλώσσα” αναφωνεί ο Αρχιεπίσκοπος Χριστοδουλος, και ” Θα μείνουμε αυτό πού είμαστε: πρώτα Έλληνες και Χριστιανοί, και μετά Ευρωπαίοι”.
Τελειώνοντας, θα ήθελα να επινοήσω ένα φανταστικό σενάριο για τη Θεσσαλονίκη . Να πως καταρχήν ότι το σενάριο καμία σχέση δεν έχει με πρόσωπα υπαρκτά, κάθε τέτοια σχέση θα είναι εντελώς συμπτωματική.
Φανταστείτε μια μελλοντική Θεσσαλονίκη, ας πούμε του. Ο Εθνολαικισμός και μαζί του η μνησικακία του ανήμπορου και ματαιωμένου μικροαστού θεριεύει Αναζητείται επειγόντως ένας χαρισματικός ηγέτης να την λυτρώσει και να τη σώσει.
Σ αυτή τη πόλη εμφανίζεται ένας άνθρωπος. Ας τον ονομάσουμε Χ Είναι υπερβολικά φιλόδοξος σαν τον πολίτη Κεην στην ταινία του Ορσον Ουελες. Ονειρεύεται να γίνει ηγέτης της πόλης. Μόνο που έχει ένα μικρό πρόβλημα. Δεν διαθέτει κανένα απολύτως προσόν, κανένα χάρισμα. Δεν είναι καλά μορφωμένος είναι μάλλον ημιμαθής. Δεν είναι γοητευτικός. Δεν χειρίζεται καλά τον λόγο. Δεν ανήκει καν σε ένα από τα μεγάλα τζάκια της πόλης ώστε να επικαλεστεί την καταγωγή του. Επιπλέον είναι μάλλον άσχημος και απωθητικός
Όμως αυτά τα μικροπροβλήματα δεν θα σταθούν εμπόδιο για τον Χ. Θα μετατρέψει τα μειονεκτήματα του σε πλεονεκτήματα και αυτό θα αποδειχτεί το μεγάλο ταλέντο του. Θα χρησιμοποιήσει την μνησικακία, τον απωθημένο φθόνο, την καταπιεσμένη οργή του κάθε ανήμπορου μικροαστού. Θα ανακατευτεί μαζί τους θα πάει σε γάμους και βαφτίσια και γιορτές , ακάλεστος στην αρχή μέχρι να τον γνωρίσουν. Θα τραγουδήσει μαζί τους. Θα κάνει μικρορουσφετάκια. Θα καλύψει την ρητορική του ανεπάρκεια με το κρυφό του μεγάλο όπλο, το θράσος. Θα λέει ότι του κατέβει . Θα μοιράσει σημαιούλες στα παιδάκια.
Εν τέλει θα πετύχει το ακατόρθωτο. Θα τον λατρέψουν , αυτόν που δεν θα έχει κανένα χάρισμα ως τον νέο χαρισματικό ηγέτη. Γιατί θα ταυτισθούν μαζί του, θα πουν είναι ένας από εμάς. Θα τον στέψουν αυτοκράτορα της πόλης. Και το πιο παράξενο δεν θα αποτύχει, θα μείνει στο απυρόβλητο σε αντίθεση με όλους τους παλαιοτέρους, πραγματικά χαρισματικούς ηγέτες. Γιατί αντίθετα απ ότι αυτοί δεν θα έχει δώσει καμία υπόσχεση, δεν θα γεννήσει προσδοκίες για κανένα θαύμα . Το μόνο του σχεδόν ανίκητο στήριγμα θα είναι το κλίμα του εθνολαικισμου και της μνησικακίας.Τελειώνοντας θα ήθελα να σας ζητήσω να μην πάρετε στα σοβαρά αυτό το σενάριο. Ολοφάνερα είναι μάλλον απίθανο να συμβεί. Και αν τυχόν συμβεί. θα αφορά στο απώτατο μέλλον.   
Το καταθετω απλώς ως  δείγμα πολιτικής φαντασίας…”
* τα απο σπασματα παραπεμπουν στα εργατων Νικου Δεμερτζη Θανου Λιποβατς ” Φθονος και Μνησικακια ” , Του Μαξ Σελερ ”Ο Μνησικακος Ανθρωπος” , του Ανδρεα Πανταζοπουλου  στο εργο του για τον Λαικισμό, του   β. Καραποστολη, για την Συμβιωση και επικοινωνια στην Ελλαδα..
Το κειμενο -σε εκτενεστερη μορφή-δημοσιευτηκε στο περιοδικό”Αντιτετραδια της Εκπαιδευσης ”
Επισης  παρουσιαστηκε στα Blogs Ποντος και Αριστερά ( Ιούλιος 1, 2007  Πόντος και Αριστερά | -Nεοελληνικός ανορθολογισμό, και στη Σπηλιά του Νοσφεράτου…

                                     
                                     
         botsis__.jpg                          

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Τα url του θείου Ισιδώρα