Ρ. ΜΠΕΝΒΕΝΙΣΤΕ: O Jacques Le Goff και ο «άλλος Μεσαίωνας» - ΧΡΟΝΟΣ online magazine
www.chronosmag.eu
O Jacques Le Goff και ο «άλλος Μεσαίωνας» Ρίκα Μπενβενίστε
Την 1η Απριλίου πέθανε στο Παρίσι, σε ηλικία 90 ετών, ο Jacques Le
Goff, ένας από τους μεγαλύτερους γάλλους ιστορικούς. Ακάματος
συγγραφέας1, αφού μόλις πριν από τρεις μήνες είχε κυκλοφορήσει το τελευταίο του μικρό βιβλίο, Faut-il vraiment découper l’histoire en tranches?
(Πρέπει στ’ αλήθεια να κόβουμε την ιστορία σε φέτες;) στο οποίο
ξαναέπιανε το νήμα μιας παλιάς του ιδέας: Ο μακρύς Μεσαίωνας ξεκινά από
την ύστερη Αρχαιότητα, όταν ο χριστιανισμός κυριαρχεί στη Δύση και
φθάνει μέχρι τη βιομηχανική και πολιτική Επανάσταση, τον 18ο αιώνα.
Βασικές μεσαιωνικές πολιτικές και πολιτισμικές δομές διαπερνούν τις
συμβατικές οριοθετήσεις ανάμεσα στις εποχές, επιβιώνουν υλικών και
ιδεολογικών εξελίξεων. Ιδωμένη στη μακρά διάρκεια η ευρωπαϊκή
νεωτερικότητα, υποστηρίζει ο Le Goff, αναδεικνύεται αναπόδραστα
μεσαιωνική. Οικονομικές δομές του αγροτικού κόσμου αλλά και ευαισθησίες
είναι παρούσες τον 19ο αιώνα. «Μακρά διάρκεια», «Ευρώπη», «πολιτισμός»,
είναι λέξεις που σηματοδοτούν το έργο του Jacques Le Goff. Έργο πλούσιο,
συνεκτικό στις πολλαπλές του διακλαδώσεις που υπηρέτησαν με συνέπεια
τις αρχές της «νέας ιστορίας» όπως αυτή προτάθηκε και καλλιεργήθηκε από
τη σχολή των Annales: Ιστορία-πρόβλημα, που θέτει ερωτήματα και αναζητά ερμηνείες, συνολική ιστορία,
που στήνει το παρατηρητήριό της στο σταυροδρόμι του υλικού και του
πνευματικού πολιτισμού για να εντάξει στη θεματολογία της, με τρόπο
σχεδόν βουλιμικό, τα πάντα: τέχνες και πρακτικές, γνώσεις και δοξασίες,
όλους τους «τρόπους του σκέπτεσθαι και του αισθάνεσθαι», όπως έλεγε ο
Marc Bloch που αποτέλεσε πρότυπο για τον Jacques Le Goff .
Ο βίος του ήταν πλούσιος και ο ίδιος έχει μιλήσει για την καταγωγή
του, για τις ευκαιρίες που του παρουσιάστηκαν και για τις επιλογές που
έκανε, τόσο σε ένα δοκίμιο «εγω-ιστορίας» όσο και σε πολυάριθμες
συνεντεύξεις. Γεννήθηκε στην Τουλόν σε μια αριστερή οικογένεια, από
πατέρα αντικληρικαλιστή και μητέρα ωστόσο πιστή καθολική. Ο ίδιος
αυτοπροσδιοριζόταν ως αριστερός χριστιανός, ιδιαίτερα ευαίσθητος σε
ζητήματα ανοχής και ρατσισμού. Φοίτησε στην École Nοrmale Supérieure,
στη Γαλλική Σχολή της Ρώμης, αλλά και στα Πανεπιστήμια της Πράγας και
της Οξφόρδης. Ξεκίνησε την καριέρα του στο Πανεπιστήμιο της Λίλλης, στη
συνέχεια εργάστηκε στο Εθνικό Κέντρο Ερευνών (CNRS) και από το 1960
εντάχθηκε στην Έκτη Πτέρυγα της École Pratique des Hautes Études. Το
1968 ο F. Braudel του πρότεινε να αναλάβει, από κοινού με τον Em. Le
Roy Ladurie, τη διεύθυνση των Annales. Το 1975 διαδέχθηκε τον Braudel
στην προεδρία της École Pratique που μετονομάστηκε École des Hautes
Études en Sciences Sociales δηλώνοντας έτσι ξεκάθαρα, μεταξύ άλλων, τη
διεπιστημονικότητα που καλλιεργούνταν εκεί και στο πλαίσιο αυτό και το
άνοιγμα της ιστορίας στις κοινωνικές επιστήμες.
Το σεμινάριό του στην EHESS, όλα τα χρόνια μέχρι την αποχώρησή του το
1994 – και για πολλά χρόνια σε συνεργασία με τον Jean Claude Schmitt-
ήταν το εργαστήρι όπου επεξεργαζόταν βήμα-βήμα, μακρόπνοες έρευνες, για
τα όνειρα, για το γέλιο, για το σώμα- αλλά και τα μεγάλα βιβλία του για
το Καθαρτήριο ή τον Λουδοβίκο Θ’, τον « Άγιο Λουδοβίκο». Δίδασκε με τον
πιο παραδοσιακό τρόπο, διαβάζοντας το λατινικό κείμενο το οποίο εξηγούσε
και σχολίαζε αναλυτικά. Είτε προτείνοντας δομικές αναγνώσεις
«φολκλορικών» κειμένων για τη νεράιδα Μελουζίνα, είτε ξετυλίγοντας
διαδοχικά τα γραπτά που κατασκεύαζαν έναν άγιο-βασιλιά, ο Jacques Le
Goff συνάρπαζε το πολυπληθές του ακροατήριο και πολλοί αποχωρούσαν το
βράδυ από την αίθουσα της rue d’Ulm όχι μόνον πιο πλούσιοι σε σκέψεις
και ιδέες, αλλά και συχνά με την επιθυμία να «κάνουν ιστορία».
Η είσοδος του Le Goff στην ιστοριογραφική σκηνή έγινε με τρόπο
πανηγυρικό το 1964 με τη μεγαλειώδη σύνθεση για τον πολιτισμό της
μεσαιωνικής Δύσης. Η πρωτοτυπία του βιβλίου έγινε αμέσως αντιληπτή και
δίχασε. Ενώ αποξένωσε εκείνους που επιζητούσαν στη μεσαιωνική ιστορία
τις λεπτομερείς αναφορές σε δυναστικές συγκρούσεις, πολέμους και
συνοδικές αποφάσεις, ενέπνευσε, αντίθετα, μια ολόκληρη γενιά ιστορικών
που είδαν στο βιβλίο τον τρόπο να αποδεσμευτούν τόσο από τη ρομαντική
εξιδανίκευση της εποχής των ιπποτών όσο και από την ανακουφιστική
καταδίκη του «μεσαιωνικού σκότους». Το βιβλίο επεδίωκε να συνδέσει τις
διαφορετικές όψεις της κοινωνικής ζωής αποδίδοντας προνομιακό ρόλο σε
ό,τι -με κάποια είναι η αλήθεια ασάφεια- αποκαλούσαν τότε «νοοτροπίες».
Πάνω απ’ όλα όμως το βιβλίο άνοιγε νέους δρόμους που έμελλε να
καλλιεργηθούν από τον ίδιο, τους συνεργάτες και τους μαθητές του στα
επόμενα χρόνια, νέους δρόμους που θα μας οδηγούσαν τω όντι σε έναν «άλλο
Μεσαίωνα», προσανατολισμένο στο πεδίο της ιστορικής ανθρωπολογίας.
Πλήθυναν οι μελέτες που έθεταν ερωτήματα για τη λόγια ηθικοπλαστική
παιδεία των κληρικών και τις συναντήσεις της με τις λαϊκές παραδόσεις.
Συναντήσεις και συγκρούσεις που ανιχνεύονταν σε κάθε λογής κείμενα αλλά
και σε μικρογραφίες που αναπαρίσταναν θαύματα, μιλούσαν για όνειρα,
περιέγραφαν μια γεωγραφία του επέκεινα, απέδιδαν αρετές και αμαρτίες στο
σώμα, οικοδομούσαν την ιδεολογία της μοναρχίας, επινοούσαν τα σύμβολα
της εξουσίας των αρχόντων αλλά και τις αστικές αξίες του χρόνου ή του
κέρδους, συνέθεταν τα πορτρέτα του εμπόρου, του τραπεζίτη,
νοημαοδοτούσαν την πνευματική εργασία και τη διδασκαλία διανοουμένων
που δεν ήταν άλλοι από τους πανεπιστημιακούς δασκάλους.
Ο ίδιος ο Jacques Le Goff δεν ήταν μονάχα πανεπιστημιακός δάσκαλος.
Ενδιαφερόταν επίσης για τη διδασκαλία της Ιστορίας στο σχολείο και
επεδίωξε να φέρει την ιστορία γενικά, και τη μεσαιωνική ιστορία
ιδιαίτερα, από τα ράφια της βιβλιοθήκης των ειδικών στο πεδίο του
ενδιαφέροντος του ευρύτερου κοινού, ζωντανεύοντας άλλο ένα μάθημα του
Marc Bloch, τον διάλογο ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν. Άλλωστε τον
ίδιο τον απασχόλησε τόσο η διάκριση ανάμεσα στην ιστορία και τη μνήμη
όσο και οι άρρηκτες σχέσεις τους. Υπηρέτησε μια παράδοση υψηλής
εκλαΐκευσης με όλα τα μέσα. Πολλοί θυμούνται τις ραδιοφωνικές εκπομπές
του στις «Δευτέρες της Ιστορίας», έως πρόσφατα, αλλά και τις εμφανίσεις
του στην τηλεόραση και τις παρεμβάσεις του στις εφημερίδες για την
Ευρώπη ή με αφορμή τους «νόμους της μνήμης».
Ο Jacques Le Goff ήταν ένας από τους από τους ιστορικούς που άλλαξαν
τις προοπτικές της ιστορικής έρευνας και της ιστορικής γραφής
υπηρετώντας από θεσμικές θέσεις στην EHESS και στα Annales αλλά και με
συλλογικές εκδόσεις που είχαν τη μορφή μανιφέστου ή απολογισμού, πάντοτε
όμως με την έγνοια του στοχασμού πάνω στην ιστοριογραφία.
Τα βιβλία του Jacques Le Goff πιθανόν θα ξεπεραστούν: νέες πηγές, νέα
ερωτήματα, νέες μέθοδοι αμφισβητούν ορισμένα από τα συμπεράσματά του,
αυτή είναι η καλοδεχούμενη μοίρα για πολλά από τα έργα των ιστορικών.
Υπάρχει ωστόσο κάτι που δεν θα πρέπει να λησμονούμε: Σε κάποιους
ιστορικούς και ανάμεσά σε αυτούς ο Jacques Le Goff κατέχει πρωτεύουσα
θέση, χρωστάμε έναν «άλλο Μεσαίωνα», απαλλαγμένο από παλιές
προκαταλήψεις. Έναν Μεσαίωνα της γης και της φαντασίας, των ανδρών και
των γυναικών, του πνεύματος και της σάρκας. Αυτός, ο κάποτε «άλλος» και
τώρα σχεδόν «αυτονόητος» Μεσαίωνας είναι εν πολλοίς ο Μεσαίωνας του
Jacques Le Goff.
ΧΡΟΝΟΣ 12 (04.2014) |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου