ΜΙΑ ΝΕΑ ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ, Isaac Joshua
Πάνε πάνω από πέντε χρόνια που η κατάρρευση της Lehman Brothers έδωσε το
έναυσμα για την αρχή της μεγάλης κρίσης του 21ου αιώνα. Ήδη ιδιαίτερα
μεγάλης διάρκειας, η κρίση αυτή μοιάζει χωρίς τέλος. Μεταφέροντας το
επίκεντρό της από τις ΗΠΑ στην Ευρώπη, αλλάζοντας μορφή, από
χρηματιστηριακή σε κρίση χρέους, είναι πάντα παρούσα. Πώς θα μπορούσαμε
λοιπόν να τη χαρακτηρίσουμε αναφορικά με τη μακρά σειρά των κρίσεων που
έχουν σημαδέψει την ύπαρξη του καπιταλισμού; Ο Jean Lescure παρατηρεί
ότι το έτος 1825 μπορεί να θεωρηθεί η πρώτη γενικευμένη κρίση,
υπερπαραγωγή άξια του ονόματός της. Στον πρώτο τόμο του βιβλίου του Οι
γενικευμένες και περιοδικές κρίσεις υπερπαραγωγής (1938), από το 1825
έως τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, έχει υπολογίσει συνολικά έντεκα κρίσεις
αυτού του τύπου: (1825, 1836-39, 1847, 1857, 1866, 1873, 1882-84,
1890-93, 1900, 1907, 1913-14), με μια περιοδικότητα που κυμαινόταν από
επτά έως δέκα χρόνια. Έκτοτε είναι αποδεκτό ότι μπορούμε να
χαρακτηρίζουμε την περίοδο αυτή ως μία ανταγωνιστική ρύθμιση —με την
έννοια ότι κυριαρχούν τα φαινόμενα της αγοράς— κι αυτό κυρίως από την
κρίση του 1847 και μετά. Θα είχε ενδιαφέρον να εντοπίσουμε τα ουσιαστικά
χαρακτηριστικά των διακυμάνσεων αυτών και να τοποθετήσουμε τη σύγχρονη
κρίση απέναντι σε αυτές.
Η ανταγωνιστική ρύθμιση: κρίσεις πρώτου τύπου
Ας ξεκινήσουμε από την καθοδική φάση. Η καταστροφή του κεφαλαίου βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη — εκποίηση εταιρειών, κλείσιμο εργοστασίων, ξεπούλημα του εξοπλισμού τους, κ.λπ. Οι χρεωκοπίες διαδέχονται η μία την άλλη, αριθμούν χιλιάδες είτε πρόκειται για τράπεζες είτε για τη βιομηχανία είτε για το εμπόριο.
Τα κέρδη ωστόσο, παρόλο που βρίσκονται στο πιο χαμηλό τους επίπεδο, σταδιακά αποκαθίστανται. Πρώτα απ’ όλα από τη μείωση του κόστους των συντελεστών παραγωγής, που προκαλεί η κατάρρευση της οικονομικής δραστηριότητας: επιτόκια, μισθώματα, αξία πρώτων υλών, αλλά κυρίως των μισθών. Έτσι στη διάρκεια της κρίσης του 1873 στις ΗΠΑ και στις εταιρείες σιδηροδρόμων παρατηρήθηκε μεγάλη πτώση των μισθών που έφθασε το -10% ή ακόμη και το -20%1. Μεγάλη πτώση μισθών παρατηρείται επίσης στη Γαλλία, στη διάρκεια της κρίσης του 1882, καθώς επίσης και στις ΗΠΑ, όπου η πτώση στην κλωστοϋφαντουργία αγγίζει το 25 με 30% και το 15 με 22% στη μεταλλουργία. Στη διάρκεια της κρίσης του 1890-93 καταγράφεται ισχυρή πτώση μισθών, μία κατάρρευση που στα ορυχεία, στη μεταλλουργία και στην κλωστοϋφαντουργία των ΗΠΑ αγγίζει το -20%. Στην κρίση του 1907 η πτώση των μισθών φθάνει στο 15% κατά μέσο όρο στις ΗΠΑ για να αγγίξει το 40% τον Φεβρουάριο του 1908 στις επιχειρήσεις που συνθέτουν το τραστ ατσαλιού. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος δεν θα εμποδίσει τον μηχανισμό αυτό: έτσι μετά την κρίση του 1921, στην Αγγλία, ο μέσος πραγματικός μισθός του 1922 θα είναι χαμηλότερος από τον αντίστοιχο του 1913.
Παράλληλα με την πτώση του κόστους των συντελεστών σημειώνεται μια βελτίωση της παραγωγικότητας που επιφέρει από τη μία η αυξανόμενη εντατικοποίηση της εργασίας, μιας υποταγμένης λόγω της ανεργίας εργατικής δύναμης, και από την άλλη λόγω της εφαρμογής νέων μεθόδων παραγωγής και μηχανολογικού εξοπλισμού.
Η βελτίωση της παραγωγικότητας συμβάλλει στις επιπτώσεις της πτώσης κόστους των συντελεστών παραγωγής, και οι δύο αυτές συνθήκες ωθούν τα κέρδη ανοδικά. Όσο για τις αποδόσεις των επενδεδυμένων κεφαλαίων, αυτές έχουν περιοριστεί σημαντικά, λόγω της έντονης ρευστοποίησης των επιχειρήσεων. Έτσι το ποσοστό κέρδους μεγαλώνει, με την αύξηση του αριθμητή του (το κέρδος) και με την πτώση του παρονομαστή του (το συσσωρευμένο κεφάλαιο). Αυτό αποτελεί προτροπή για επενδύσεις. Εξάλλου, καθώς μεγάλο μέρος του κεφαλαίου έχει καταστραφεί, παρουσιάζονται πολλές ευκαιρίες για κερδοφόρες επενδύσεις· και καθώς δεν έχουν γίνει επενδύσεις ή έχουν γίνει ελάχιστες, το νέο υλικό εμπεριέχει βελτιώσεις που το καθιστούν πιο παραγωγικό.
Αρχίζει η ανάκαμψη. Γεγονός ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτο και συστηματικά παρόν: ένας κλάδος, κινητήρια δύναμη, που προκύπτει από μία νέα καινοτομία, σύρει την ανάκαμψη. Ανήκει στον πρωτογενή τομέα, αυτόν που παράγει τα μέσα παραγωγής. Στις περισσότερες των περιπτώσεων πρόκειται για τον σιδηρόδρομο, αργότερα για τις βιομηχανίες ηλεκτρισμού ή αυτές των τροχιοδρόμων. Ο πρωτογενής τομέας αναπτύσσεται γοργά. Όχι μόνον γιατί εμπεριέχει τον κινητήριο μοχλό του κλάδου, αλλά γιατί παρέχει όλα εκείνα τα υλικά που απορροφά ο τελευταίος, (χυτοσίδηρος, σίδηρος, ατσάλι. κάρβουνο, κ.λπ.) και τα μέσα μεταφοράς (ναυπηγεία). Ο δευτερογενής τομέας, τα καταναλωτικά αγαθά, ενεργοποιείται (κλωστοϋφαντουργία κ.λπ.). Η οικοδομή, παραγωγική και κατοικίες, με τη σειρά τους εμπλέκονται στη φάση ανόδου. Οι τράπεζες συνάπτουν δάνεια ακόμη πιο χαλαρά, όσο οι προοπτικές φαντάζουν θετικές, ενισχύοντας την ισχύ της εξάπλωσης, πολλαπλασιάζουν τις ευκαιρίες αλλά και το ρίσκο. Η κερδοσκοπία στο χρηματιστήριο και στην αγορά ακινήτων, που προσελκύει η προσδοκία για άμεσα κέρδη, και τροφοδοτούν κύματα κεφαλαίων, καβαλικεύει το κίνημα και τελικά το υποτάσσει.
Αλλά ήδη, πριν τη μεταστροφή, διαπιστώνεται πτώση στην απόδοση επενδύσεων. Όταν πρόκειται για εξοπλισμούς όπως τα κανάλια, οι σιδηρόδρομοι κ.λπ., μπορούμε να υποθέσουμε ότι αρχικά εξασφαλίζουν τα μεγαλύτερα φιλέτα. Oι επόμενοι δεν μπορούν να έχoυν παρά μικρότερες αποδόσεις: επειδή όμως πλανάται το δέλεαρ των πρώτων αποτελεσμάτων, η εισροή κεφαλαίων συνεχίζεται. Εάν πρόκειται για καινοτομίες —για παράδειγμα ο ηλεκτρισμός— ο πρώτος που θα τις εισάγει μπορεί να κερδίσει σημαντικά μερίδια στην αγορά, σε βάρος των παλαιότερων, και να αποκομίσει έτσι τεράστια κέρδη. Απέναντί του δεν έχει κανέναν πραγματικό ανταγωνιστή. Όσοι ακολουθήσουν θα έχουν λιγότερο σημαντικά κέρδη αλλά, βοηθούντος του δολώματος του κέρδους, ακολουθούν πολλοί, πάρα πολλοί. Τελικά, ο καθοριστικός παράγοντας, εξαιτίας μιας υπερθερμαινόμενης δραστηριότητας, τα κόστη εκμετάλλευσης —μισθοί, επιτόκια, μισθώματα, τιμές πρώτων υλών— αυξάνουν με ταχύτητα, γεγονός που προετοιμάζει τη μεταστροφή.
Αυτό συμβαίνει —ιδιαίτερα στους έως τότε τομείς αιχμής— όταν γίνεται ορατό ότι τα ποσοστά κέρδους βρίσκονται σε πτώση ή τα αναμενόμενα δεν θα υλοποιηθούν ή ότι τα νέα κέρδη δεν θα μπορούν να διατηρηθούν στα ίδια επίπεδα με τα προηγούμενα. Είναι οι ίδιοι τομείς που έχουν οδηγήσει στη συσσώρευση που τώρα ωθούν στην πτώση. Η ατμομηχανή της οικονομίας επιβραδύνει ή απλώς σταματά. Ο πρωτογενής τομέας παραγωγής —σίδηρος, χυτοσίδηρος. ατσάλι, άνθρακας— υφίσταται γρήγορα τις επιπτώσεις. Υπάρχει περιστολή δαπανών γεγονός που επηρεάζει και τις υπόλοιπες επιχειρήσεις του τομέα. Σειρά έχουν τώρα οι δραστηριότητες στον δευτερογενή τομέα, η κατανάλωση —κλωστοϋφαντουργία κ.λπ. Ο κλάδος των ναυπηγείων πλήττεται το ίδιο με την οικοδομή, που ήδη απειλείται από την αύξηση των επιτοκίων.
Στη διάρκεια της κρίσης του 1847 στην Αγγλία, η πτώση στις κατασκευές των σιδηροδρομικών γραμμών είχε βίαιες επιπτώσεις στις μεταλλευτικές και μεταλλουργικές βιομηχανίες. Στην κρίση του 1857, η διακοπή στην κατασκευή σιδηροδρομικών δικτύων είχε σχεδόν παντού άμεσο αντίκτυπο στον κλάδο της σιδηρουργίας, στα βιομηχανικά έλαια και στη συνέχεια στην κλωστοϋφαντουργία. Της κρίσης του 1866 προηγείται μια επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας στη Γαλλία και μια οπισθοχώρηση στην Αγγλία στην κατασκευή σιδηροδρόμων, που θα οδηγήσει στην υποχώρηση των εργασιών στα ορυχεία και στη συνέχεια στην κατανάλωση και στην οικοδομή. Στη Γερμανία, πριν την κρίση του 1873, διαπιστώνουμε βίαιη πτώση στην κατασκευή σιδηροδρόμων: όπως μας λέει Jean Lescure, «ο σιδηρόδρομος έβαζε στην τροχιά του όλη τη βιομηχανία σιδήρου και ορυκτών». Το ίδιο συνέβη και στις ΗΠΑ όπου η διακοπή των σιδηροδρομικών έργων προκαλεί την κατάρρευση της παραγωγής σιδήρου, χυτοσιδήρου, στη συνέχεια της κλωστοϋφαντουργίας και τέλος των κατασκευών. Οι κρίσεις του 1882 και του 1884 στη Γαλλία αποτελούν συνέχεια της βίαιης διακοπής του σχεδίου Freycinet2, και στις ΗΠΑ της εξίσου βίαιης επιβράδυνσης της κατασκευής σιδηροδρόμων, από το 1882 έως το 1884. Η κρίση του 1893 στις ΗΠΑ εγκαινιάζεται με τον σιδηρόδρομο. Όπως σημειώνει ο Lescure, από την αρχή, «ορισμένες εταιρείες σιδηροδρομικών έργων παρουσιάζουν σοβαρές αποκλίσεις στους ισολογισμούς τους». Από τον Απρίλιο έως τον Ιούλιο του 1893, παρατηρείται κύμα πτωχεύσεων και, «οι εταιρείες του κλάδου αποτελούν τον κορμό των θυμάτων». Ακολουθεί η βαθιά ύφεση στη μεταλλουργία το δεύτερο εξάμηνο του 1893. Στην κρίση του 1900 είναι η Ρωσία που κάνει την αρχή: μόλις ολοκληρώθηκε η κατασκευή των μεγάλων σιδηροδρομικών γραμμών (Yπερσιβηρικός, Μαντζουρία) η ρωσική βιομηχανία εμφανίζει πτώση στις παραγγελίες. Στη Γερμανία oι βιομηχανίες, που είχαν δώσει το σήμα για τη συσσώρευση, είναι αυτές που εγκαινιάζουν την ύφεση του 1900, αρχίζοντας από τη βιομηχανία παραγωγής ηλεκτρισμού. Στις ΗΠΑ, υπογραμμίζει ο Lescure, «στην κρίση του 1907 οι σιδηρόδρομοι διατηρούν την κυρίαρχη θέση που είχαν την περίοδο της συσσώρευσης κερδών», με την πτώση να αντιστοιχεί στην πτώση στις παραγγελίες σιδήρου. Το τραμ παίζει τον ρόλο του καθοδικού σπιράλ, και το ίδιο συμβαίνει με τη βιομηχανία ηλεκτρισμού, που συμπαρασύρει τη βιομηχανία και τα ορυχεία χαλκού.
Μόλις γίνει αισθητή ή παγιωθεί η ύφεση, οι φούσκες στο χρηματιστηριο ή στην αγορά ακινήτων σκάνε. Το γεγονός αυτό προστίθεται στη γενικότερη κατάρρευση. Οι τράπεζες δέχονται πλήγμα είτε λόγω της εμπλοκής τους με επισφαλείς πελάτες είτε από τη μείωση της αξίας των τίτλων που κατέχουν είτε από την άμεση συνεργία τους στην κερδοσκοπία. Η τεράστια ανάγκη για ρευστό για να αντιμετωπιστούν οι υποχρεώσεις απέναντι στα μειωμένα έσοδα, προσκρούει στη διατίμηση των επιτοκίων, που παρατηρείται σε παγκόσμιο επίπεδο, και το οποίο μερικές φορές φθάνει σε ενοχλητικά ύψη. Στην κρίση του 1907, στις ΗΠΑ, στη διάρκεια της «μαύρης εβδομάδας» (21-26 Οκτωβρίου 1907), τα ημερήσια επιτόκια δανεισμού έφθασαν από το 22% στο 75% και έως το 125%3.
Η πτώση τιμών απειλεί τα κέρδη και αυξάνει το βάρος ενός χρέους που με τη σειρά του επιβαρύνει την ανάκαμψη. Από τον Ιούλιο του 1836 έως τον Ιούλιο του 1837 η πτώση στο βαμβάκι φθάνει στο 45%, στον χυτοσίδηρο το 44%, στο 33% στον μόλυβδο, στο 31% στον καπνό. Εάν συνυπολογίσουμε τη Γαλλία, τις ΗΠΑ και την Αγγλία η πτώση των τιμών, από τις 15 Σεπτεμβρίου του 1857 έως τον Ιανουάριο του 1858, φθάνει από το 30 έως το 50% στο βαμβάκι, στη ζάχαρη, στον καφέ, στο ρύζι, στην ποτάσα, στα δέρματα. Μεγάλης κλίμακας πτώση τιμών παρατηρείται στις ΗΠΑ στη διάρκεια της κρίσης του 1873. Πάντα στις ΗΠΑ, ο δείκτης Mac Lean Hardy, από 106 το 1883 περνά στο 99,4 το 1884, με αφορμή την κρίση του 18824. Η πτώση είναι ιδιαίτερα βίαιη στην κρίση του 1921: ο δείκτης τιμών εμπορευμάτων εκπεφρασμένος σε χρυσό, το 1920 στην Αγγλία από 258 πέφτει το 1921 στο 167, και την ίδια περίοδο στη Γαλλία από 214 στο 154, ενώ στις ΗΠΑ από 253 στο 1655.
Κατανοούμε λοιπόν ότι με τη συσσώρευση όλων αυτών των παραγόντων αστάθειας, πως όλες οι κρίσεις ανταγωνιστικής ρύθμισης είναι ιδιαίτερα βίαιες. Η πτώση στην παραγωγή είχε αγγίζει επίπεδα που δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε σήμερα. Για παράδειγμα, στην κρίση του 1847 στη Γαλλία η παραγωγή ελαίων πέφτει κατά 22,5%, από το 1847 έως το 1848, ενώ η παραγωγή σιδηρομεταλλεύματος μειώνεται κατά 50% από το 1847 έως το 1849. Στις ΗΠΑ, στην κρίση του 1907, η παραγωγή των σιδηροτροχιών πέφτει κατά 52%, η κατασκευή σιδηροδρόμων κατά 44,5% (από το 1906 έως το 1908), η παραγωγή ατσαλιού στο 47,5% από το 1907 έως το 19086.
Πράγματι, όπως είδαμε, είναι η σφοδρότητα της κρίσης που προσφέρει τα υλικά της ανάκαμψης. Είναι η γρήγορη πτώση του κόστους των συντελεστών —επιτόκια, τιμές πρώτες ύλες— και ειδικότερα των μισθών, που επιτρέπει την ανόρθωση του κέρδους. Η γενικευμένη ελαστικοποίηση —του κόστους συντελεστών αλλά επίσης και της τιμής των εμπορευμάτων— είναι αλήθεια ότι οξύνει τις πτωτικές τάσεις αλλά εξίσου και τις ανοδικές, συμβάλλει στη μεταστροφή της συγκυρίας στο τέλος της περιόδου της συσσώρευσης αλλά, ως αντιστάθμισμα, επιταχύνει την ανάκαμψη που ακολουθεί. Εάν υπάρχει βελτίωση της παραγωγικότητας —που ωθεί την κερδοφορία— αυτή συνδέεται με τη βιαιότητα της κρίσης. Όσο για την κερδοφορία του κεφαλαίου, παρόλο που παρουσιάζει ισχυρή πτώση μέσω της επιταχυνόμενης διάλυσης των επιχειρήσεων, το ποσοστό κέρδους αυξάνεται, ακριβώς επειδή έχει πέσει πολύ.
Οι κρίσεις λοιπόν της ανταγωνιστικής ρύθμισης είναι ιδιαίτερα έντονες αλλά βραχείες. Πράγματι, εάν θεωρήσουμε την κρίση του 1847 ως την πρώτη ανταγωνιστικής ρύθμισης, υπολογίζουμε μια περίοδο τριών ετών από το 1847 (κρίση) έως το 1850 (αρχή της φάσης της επόμενης συσσώρευσης)· σύμφωνα με τους ίδιους υπολογισμούς μετράμε πέντε έτη από το 1857 έως το 1861· ένα έτος από το το 1866 έως το 1867, πέντε έτη από το 1873 έως το 1878, τέσσερα από το 1882 έως το 1886, επτά ή τέσσερα —αναλόγως με το πότε θεωρούμε την αρχή της κρίσης— από το 1890-93 έως το 1896, τέσσερα έτη από το 1900 έως το 1904, δύο έτη από το 1907 έως το 1909. Η, σχετικά, βραχεία διάρκεια της κρίσης εμφανίζεται ως αναγκαίο αντιστάθμισμα της έντασής της.
H κρίση του 1929: κρίση δεύτερου τύπου
Ωστόσο η κρίση του 1929 ήταν διαδοχικά έντονη και μακρά και αυτό συνέβη ιδιαίτερα στις ΗΠΑ. Εδώ είχαμε την παρέμβαση ενός νέου παράγοντα.
Πράγματι, για μεγάλο χρονικό διάστημα, το καπιταλιστικό σύστημα κολυμπούσε στο περιβάλλον της μικρής παραγωγής —αγροτική παραγωγή, βιοτεχνία. Το γεγονός αυτό συνέβαλε στην άμβλυνση της εμβέλειας των κρίσεων, γιατί οι ασυνέχειες του κοινωνικού χώρου και οι διαφοροποιημένες αντιδράσεις (και μάλιστα συγκρουόμενες) στο σοκ της κρίσης συνέβαλαν στην επιβράδυνση της διάχυσης της επιθυμίας και στην απόσβεση της σύγκρουσης. Η ετερογένεια του οικονομικού περιβάλλοντος ενισχύει διαφοροποιημένες συμπεριφορές (παραγωγή για την αγορά, αλλά και αυτοκατανάλωση, οικιακή οικονομία κ.λπ.) που σπάνε την ισχύ του κύματος. Σε αντίθεση, η ομογενοποίηση του περιβάλλοντος κάνει τους οικονομικούς παράγοντες να αντιδρούν με τον αυτό τρόπο και όλοι πλήττονται εξίσου, γεγονός που πολλαπλασιάζει το αποτελέσμα του αρχικού σοκ. Ο καπιταλισμός ωστόσο είναι κατακτητικός, και λειτουργεί διαρκώς για να συρρικνώνει το σύμπαν που τον περιβάλλει σε δύο αντίθετους πόλους: το κεφάλαιο και την εργασία. Η επικράτηση της μισθωτής εργασίας και των εταιρειών μετοχικού κεφαλαίου δημιουργεί μια αλληλουχία στις συμπεριφορές που φράσει τον δρόμο για την εκτόνωση των κυμάτων της ύφεσης. Πρόκειται για ένα επιβαρυντικό στοιχείο καθοριστικής σημασίας αναφορικά με την επέκταση και τη διεύρυνση των κρίσεων.
Έτσι μπορέσαμε να ερμηνεύσουμε τη μεγάλη αμερικανική κρίση του 1929, ως κρίση που προκάλεσε η ταχεία μετάβαση από τον κόσμο μικρών παραγωγών σε αυτόν της μισθωτής εργασίας. Στη διάρκεια του τελευταίου τρίτου του 19ου αιώνα όπως είδαμε, εμφανίστηκαν ήδη, πολλαπλές οικονομικές κρίσεις που έσκαγαν στο ανατολικό τμήμα των ΗΠΑ. Η οικονομική ετερογένεια ωστόσο του αμερικανικού οικονομικού περιβάλλοντος συνέβαλε στην απόσβεσή τους, αφού συνδύαζε εταιρείες και ιδιώτες επιχειρηματίες, μισθωτούς και αγρότες, μικρή και μεγάλη παραγωγή. Η οπισθοχώρηση σε μορφές δραστηριότητας που σχετίζονται με τη μικρή παραγωγή ήταν ιδιαίτερα ταχεία, στη συγκυρία 19ου και 20ού αιώνα, γεγονός που εξηγείται με το άνοιγμα των συνόρων που συνέβη την ίδια περίοδο. Σε μερικές δεκάδες χρόνια, περάσαμε από έναν κόσμο μικρής παραγωγής στην κυριαρχία των επιχειρήσεων και της μισθωτής εργασίας....
απόσπασμα από τη μελέτη του Isaac Joshua που δημοσιεύεται στο 31ο τεύχος του περιοδικού ΕΝΕΚΕΝ που κυκλοφορεί. Το κείμενο είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικό για ειδικά χαρακτηριστικά της κρίσης που ζούμε και τις προοπτικές που αυτή δημιουργεί. O Isaac Joshua είναι οικονομολόγος, συγγραφέας και μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής της Attac. Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και σπούδασε οικονομία στο Παρίσι. Μέλος της Ένωσης Κομμουνιστών Φοιτητών (UEC), και στη συνέχεια του ΚΚΓ, παρακολουθεί τα σεμινάρια του Charles Bettelheim στην École Pratique des Hautes Études. Από το 1964 έως το 1967 θα εργαστεί ως οικονομολόγος στην Κούβα, στο Υπουργείου Βιομηχανίας, που διευθύνει ο Τσε Γκεβάρα, και στη συνέχεια θα διδάξει πολιτική οικονομία στο πανεπιστήμιο της Αβάνας. Την περίοδο αυτή θα συνεργαστεί πολλές φορές με τον Charles Bettelheim, όταν ο τελευταίος ταξιδεύει στην Κούβα. Επιστρέφοντας στο Παρίσι έρχεται σε ρήξη με το Κομμουνιστικό Κόμμα και γίνεται μέλος της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Νεολαίας (JCR), στο πλευρό του Alain Krivine και των Γάλλων τροτσκιστών. Θα λάβει ενεργό μέρος στην εξέγερση τον Μάιο-Ιούνιο του 1968. Το έργο του μελετά τις κρίσεις του καπιταλισμού και έχει εκδοθεί σε πολλά βιβλία. Μετάφραση: Γιώργος Γιαννόπουλος.
Η ανταγωνιστική ρύθμιση: κρίσεις πρώτου τύπου
Ας ξεκινήσουμε από την καθοδική φάση. Η καταστροφή του κεφαλαίου βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη — εκποίηση εταιρειών, κλείσιμο εργοστασίων, ξεπούλημα του εξοπλισμού τους, κ.λπ. Οι χρεωκοπίες διαδέχονται η μία την άλλη, αριθμούν χιλιάδες είτε πρόκειται για τράπεζες είτε για τη βιομηχανία είτε για το εμπόριο.
Τα κέρδη ωστόσο, παρόλο που βρίσκονται στο πιο χαμηλό τους επίπεδο, σταδιακά αποκαθίστανται. Πρώτα απ’ όλα από τη μείωση του κόστους των συντελεστών παραγωγής, που προκαλεί η κατάρρευση της οικονομικής δραστηριότητας: επιτόκια, μισθώματα, αξία πρώτων υλών, αλλά κυρίως των μισθών. Έτσι στη διάρκεια της κρίσης του 1873 στις ΗΠΑ και στις εταιρείες σιδηροδρόμων παρατηρήθηκε μεγάλη πτώση των μισθών που έφθασε το -10% ή ακόμη και το -20%1. Μεγάλη πτώση μισθών παρατηρείται επίσης στη Γαλλία, στη διάρκεια της κρίσης του 1882, καθώς επίσης και στις ΗΠΑ, όπου η πτώση στην κλωστοϋφαντουργία αγγίζει το 25 με 30% και το 15 με 22% στη μεταλλουργία. Στη διάρκεια της κρίσης του 1890-93 καταγράφεται ισχυρή πτώση μισθών, μία κατάρρευση που στα ορυχεία, στη μεταλλουργία και στην κλωστοϋφαντουργία των ΗΠΑ αγγίζει το -20%. Στην κρίση του 1907 η πτώση των μισθών φθάνει στο 15% κατά μέσο όρο στις ΗΠΑ για να αγγίξει το 40% τον Φεβρουάριο του 1908 στις επιχειρήσεις που συνθέτουν το τραστ ατσαλιού. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος δεν θα εμποδίσει τον μηχανισμό αυτό: έτσι μετά την κρίση του 1921, στην Αγγλία, ο μέσος πραγματικός μισθός του 1922 θα είναι χαμηλότερος από τον αντίστοιχο του 1913.
Παράλληλα με την πτώση του κόστους των συντελεστών σημειώνεται μια βελτίωση της παραγωγικότητας που επιφέρει από τη μία η αυξανόμενη εντατικοποίηση της εργασίας, μιας υποταγμένης λόγω της ανεργίας εργατικής δύναμης, και από την άλλη λόγω της εφαρμογής νέων μεθόδων παραγωγής και μηχανολογικού εξοπλισμού.
Η βελτίωση της παραγωγικότητας συμβάλλει στις επιπτώσεις της πτώσης κόστους των συντελεστών παραγωγής, και οι δύο αυτές συνθήκες ωθούν τα κέρδη ανοδικά. Όσο για τις αποδόσεις των επενδεδυμένων κεφαλαίων, αυτές έχουν περιοριστεί σημαντικά, λόγω της έντονης ρευστοποίησης των επιχειρήσεων. Έτσι το ποσοστό κέρδους μεγαλώνει, με την αύξηση του αριθμητή του (το κέρδος) και με την πτώση του παρονομαστή του (το συσσωρευμένο κεφάλαιο). Αυτό αποτελεί προτροπή για επενδύσεις. Εξάλλου, καθώς μεγάλο μέρος του κεφαλαίου έχει καταστραφεί, παρουσιάζονται πολλές ευκαιρίες για κερδοφόρες επενδύσεις· και καθώς δεν έχουν γίνει επενδύσεις ή έχουν γίνει ελάχιστες, το νέο υλικό εμπεριέχει βελτιώσεις που το καθιστούν πιο παραγωγικό.
Αρχίζει η ανάκαμψη. Γεγονός ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτο και συστηματικά παρόν: ένας κλάδος, κινητήρια δύναμη, που προκύπτει από μία νέα καινοτομία, σύρει την ανάκαμψη. Ανήκει στον πρωτογενή τομέα, αυτόν που παράγει τα μέσα παραγωγής. Στις περισσότερες των περιπτώσεων πρόκειται για τον σιδηρόδρομο, αργότερα για τις βιομηχανίες ηλεκτρισμού ή αυτές των τροχιοδρόμων. Ο πρωτογενής τομέας αναπτύσσεται γοργά. Όχι μόνον γιατί εμπεριέχει τον κινητήριο μοχλό του κλάδου, αλλά γιατί παρέχει όλα εκείνα τα υλικά που απορροφά ο τελευταίος, (χυτοσίδηρος, σίδηρος, ατσάλι. κάρβουνο, κ.λπ.) και τα μέσα μεταφοράς (ναυπηγεία). Ο δευτερογενής τομέας, τα καταναλωτικά αγαθά, ενεργοποιείται (κλωστοϋφαντουργία κ.λπ.). Η οικοδομή, παραγωγική και κατοικίες, με τη σειρά τους εμπλέκονται στη φάση ανόδου. Οι τράπεζες συνάπτουν δάνεια ακόμη πιο χαλαρά, όσο οι προοπτικές φαντάζουν θετικές, ενισχύοντας την ισχύ της εξάπλωσης, πολλαπλασιάζουν τις ευκαιρίες αλλά και το ρίσκο. Η κερδοσκοπία στο χρηματιστήριο και στην αγορά ακινήτων, που προσελκύει η προσδοκία για άμεσα κέρδη, και τροφοδοτούν κύματα κεφαλαίων, καβαλικεύει το κίνημα και τελικά το υποτάσσει.
Αλλά ήδη, πριν τη μεταστροφή, διαπιστώνεται πτώση στην απόδοση επενδύσεων. Όταν πρόκειται για εξοπλισμούς όπως τα κανάλια, οι σιδηρόδρομοι κ.λπ., μπορούμε να υποθέσουμε ότι αρχικά εξασφαλίζουν τα μεγαλύτερα φιλέτα. Oι επόμενοι δεν μπορούν να έχoυν παρά μικρότερες αποδόσεις: επειδή όμως πλανάται το δέλεαρ των πρώτων αποτελεσμάτων, η εισροή κεφαλαίων συνεχίζεται. Εάν πρόκειται για καινοτομίες —για παράδειγμα ο ηλεκτρισμός— ο πρώτος που θα τις εισάγει μπορεί να κερδίσει σημαντικά μερίδια στην αγορά, σε βάρος των παλαιότερων, και να αποκομίσει έτσι τεράστια κέρδη. Απέναντί του δεν έχει κανέναν πραγματικό ανταγωνιστή. Όσοι ακολουθήσουν θα έχουν λιγότερο σημαντικά κέρδη αλλά, βοηθούντος του δολώματος του κέρδους, ακολουθούν πολλοί, πάρα πολλοί. Τελικά, ο καθοριστικός παράγοντας, εξαιτίας μιας υπερθερμαινόμενης δραστηριότητας, τα κόστη εκμετάλλευσης —μισθοί, επιτόκια, μισθώματα, τιμές πρώτων υλών— αυξάνουν με ταχύτητα, γεγονός που προετοιμάζει τη μεταστροφή.
Αυτό συμβαίνει —ιδιαίτερα στους έως τότε τομείς αιχμής— όταν γίνεται ορατό ότι τα ποσοστά κέρδους βρίσκονται σε πτώση ή τα αναμενόμενα δεν θα υλοποιηθούν ή ότι τα νέα κέρδη δεν θα μπορούν να διατηρηθούν στα ίδια επίπεδα με τα προηγούμενα. Είναι οι ίδιοι τομείς που έχουν οδηγήσει στη συσσώρευση που τώρα ωθούν στην πτώση. Η ατμομηχανή της οικονομίας επιβραδύνει ή απλώς σταματά. Ο πρωτογενής τομέας παραγωγής —σίδηρος, χυτοσίδηρος. ατσάλι, άνθρακας— υφίσταται γρήγορα τις επιπτώσεις. Υπάρχει περιστολή δαπανών γεγονός που επηρεάζει και τις υπόλοιπες επιχειρήσεις του τομέα. Σειρά έχουν τώρα οι δραστηριότητες στον δευτερογενή τομέα, η κατανάλωση —κλωστοϋφαντουργία κ.λπ. Ο κλάδος των ναυπηγείων πλήττεται το ίδιο με την οικοδομή, που ήδη απειλείται από την αύξηση των επιτοκίων.
Στη διάρκεια της κρίσης του 1847 στην Αγγλία, η πτώση στις κατασκευές των σιδηροδρομικών γραμμών είχε βίαιες επιπτώσεις στις μεταλλευτικές και μεταλλουργικές βιομηχανίες. Στην κρίση του 1857, η διακοπή στην κατασκευή σιδηροδρομικών δικτύων είχε σχεδόν παντού άμεσο αντίκτυπο στον κλάδο της σιδηρουργίας, στα βιομηχανικά έλαια και στη συνέχεια στην κλωστοϋφαντουργία. Της κρίσης του 1866 προηγείται μια επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας στη Γαλλία και μια οπισθοχώρηση στην Αγγλία στην κατασκευή σιδηροδρόμων, που θα οδηγήσει στην υποχώρηση των εργασιών στα ορυχεία και στη συνέχεια στην κατανάλωση και στην οικοδομή. Στη Γερμανία, πριν την κρίση του 1873, διαπιστώνουμε βίαιη πτώση στην κατασκευή σιδηροδρόμων: όπως μας λέει Jean Lescure, «ο σιδηρόδρομος έβαζε στην τροχιά του όλη τη βιομηχανία σιδήρου και ορυκτών». Το ίδιο συνέβη και στις ΗΠΑ όπου η διακοπή των σιδηροδρομικών έργων προκαλεί την κατάρρευση της παραγωγής σιδήρου, χυτοσιδήρου, στη συνέχεια της κλωστοϋφαντουργίας και τέλος των κατασκευών. Οι κρίσεις του 1882 και του 1884 στη Γαλλία αποτελούν συνέχεια της βίαιης διακοπής του σχεδίου Freycinet2, και στις ΗΠΑ της εξίσου βίαιης επιβράδυνσης της κατασκευής σιδηροδρόμων, από το 1882 έως το 1884. Η κρίση του 1893 στις ΗΠΑ εγκαινιάζεται με τον σιδηρόδρομο. Όπως σημειώνει ο Lescure, από την αρχή, «ορισμένες εταιρείες σιδηροδρομικών έργων παρουσιάζουν σοβαρές αποκλίσεις στους ισολογισμούς τους». Από τον Απρίλιο έως τον Ιούλιο του 1893, παρατηρείται κύμα πτωχεύσεων και, «οι εταιρείες του κλάδου αποτελούν τον κορμό των θυμάτων». Ακολουθεί η βαθιά ύφεση στη μεταλλουργία το δεύτερο εξάμηνο του 1893. Στην κρίση του 1900 είναι η Ρωσία που κάνει την αρχή: μόλις ολοκληρώθηκε η κατασκευή των μεγάλων σιδηροδρομικών γραμμών (Yπερσιβηρικός, Μαντζουρία) η ρωσική βιομηχανία εμφανίζει πτώση στις παραγγελίες. Στη Γερμανία oι βιομηχανίες, που είχαν δώσει το σήμα για τη συσσώρευση, είναι αυτές που εγκαινιάζουν την ύφεση του 1900, αρχίζοντας από τη βιομηχανία παραγωγής ηλεκτρισμού. Στις ΗΠΑ, υπογραμμίζει ο Lescure, «στην κρίση του 1907 οι σιδηρόδρομοι διατηρούν την κυρίαρχη θέση που είχαν την περίοδο της συσσώρευσης κερδών», με την πτώση να αντιστοιχεί στην πτώση στις παραγγελίες σιδήρου. Το τραμ παίζει τον ρόλο του καθοδικού σπιράλ, και το ίδιο συμβαίνει με τη βιομηχανία ηλεκτρισμού, που συμπαρασύρει τη βιομηχανία και τα ορυχεία χαλκού.
Μόλις γίνει αισθητή ή παγιωθεί η ύφεση, οι φούσκες στο χρηματιστηριο ή στην αγορά ακινήτων σκάνε. Το γεγονός αυτό προστίθεται στη γενικότερη κατάρρευση. Οι τράπεζες δέχονται πλήγμα είτε λόγω της εμπλοκής τους με επισφαλείς πελάτες είτε από τη μείωση της αξίας των τίτλων που κατέχουν είτε από την άμεση συνεργία τους στην κερδοσκοπία. Η τεράστια ανάγκη για ρευστό για να αντιμετωπιστούν οι υποχρεώσεις απέναντι στα μειωμένα έσοδα, προσκρούει στη διατίμηση των επιτοκίων, που παρατηρείται σε παγκόσμιο επίπεδο, και το οποίο μερικές φορές φθάνει σε ενοχλητικά ύψη. Στην κρίση του 1907, στις ΗΠΑ, στη διάρκεια της «μαύρης εβδομάδας» (21-26 Οκτωβρίου 1907), τα ημερήσια επιτόκια δανεισμού έφθασαν από το 22% στο 75% και έως το 125%3.
Η πτώση τιμών απειλεί τα κέρδη και αυξάνει το βάρος ενός χρέους που με τη σειρά του επιβαρύνει την ανάκαμψη. Από τον Ιούλιο του 1836 έως τον Ιούλιο του 1837 η πτώση στο βαμβάκι φθάνει στο 45%, στον χυτοσίδηρο το 44%, στο 33% στον μόλυβδο, στο 31% στον καπνό. Εάν συνυπολογίσουμε τη Γαλλία, τις ΗΠΑ και την Αγγλία η πτώση των τιμών, από τις 15 Σεπτεμβρίου του 1857 έως τον Ιανουάριο του 1858, φθάνει από το 30 έως το 50% στο βαμβάκι, στη ζάχαρη, στον καφέ, στο ρύζι, στην ποτάσα, στα δέρματα. Μεγάλης κλίμακας πτώση τιμών παρατηρείται στις ΗΠΑ στη διάρκεια της κρίσης του 1873. Πάντα στις ΗΠΑ, ο δείκτης Mac Lean Hardy, από 106 το 1883 περνά στο 99,4 το 1884, με αφορμή την κρίση του 18824. Η πτώση είναι ιδιαίτερα βίαιη στην κρίση του 1921: ο δείκτης τιμών εμπορευμάτων εκπεφρασμένος σε χρυσό, το 1920 στην Αγγλία από 258 πέφτει το 1921 στο 167, και την ίδια περίοδο στη Γαλλία από 214 στο 154, ενώ στις ΗΠΑ από 253 στο 1655.
Κατανοούμε λοιπόν ότι με τη συσσώρευση όλων αυτών των παραγόντων αστάθειας, πως όλες οι κρίσεις ανταγωνιστικής ρύθμισης είναι ιδιαίτερα βίαιες. Η πτώση στην παραγωγή είχε αγγίζει επίπεδα που δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε σήμερα. Για παράδειγμα, στην κρίση του 1847 στη Γαλλία η παραγωγή ελαίων πέφτει κατά 22,5%, από το 1847 έως το 1848, ενώ η παραγωγή σιδηρομεταλλεύματος μειώνεται κατά 50% από το 1847 έως το 1849. Στις ΗΠΑ, στην κρίση του 1907, η παραγωγή των σιδηροτροχιών πέφτει κατά 52%, η κατασκευή σιδηροδρόμων κατά 44,5% (από το 1906 έως το 1908), η παραγωγή ατσαλιού στο 47,5% από το 1907 έως το 19086.
Πράγματι, όπως είδαμε, είναι η σφοδρότητα της κρίσης που προσφέρει τα υλικά της ανάκαμψης. Είναι η γρήγορη πτώση του κόστους των συντελεστών —επιτόκια, τιμές πρώτες ύλες— και ειδικότερα των μισθών, που επιτρέπει την ανόρθωση του κέρδους. Η γενικευμένη ελαστικοποίηση —του κόστους συντελεστών αλλά επίσης και της τιμής των εμπορευμάτων— είναι αλήθεια ότι οξύνει τις πτωτικές τάσεις αλλά εξίσου και τις ανοδικές, συμβάλλει στη μεταστροφή της συγκυρίας στο τέλος της περιόδου της συσσώρευσης αλλά, ως αντιστάθμισμα, επιταχύνει την ανάκαμψη που ακολουθεί. Εάν υπάρχει βελτίωση της παραγωγικότητας —που ωθεί την κερδοφορία— αυτή συνδέεται με τη βιαιότητα της κρίσης. Όσο για την κερδοφορία του κεφαλαίου, παρόλο που παρουσιάζει ισχυρή πτώση μέσω της επιταχυνόμενης διάλυσης των επιχειρήσεων, το ποσοστό κέρδους αυξάνεται, ακριβώς επειδή έχει πέσει πολύ.
Οι κρίσεις λοιπόν της ανταγωνιστικής ρύθμισης είναι ιδιαίτερα έντονες αλλά βραχείες. Πράγματι, εάν θεωρήσουμε την κρίση του 1847 ως την πρώτη ανταγωνιστικής ρύθμισης, υπολογίζουμε μια περίοδο τριών ετών από το 1847 (κρίση) έως το 1850 (αρχή της φάσης της επόμενης συσσώρευσης)· σύμφωνα με τους ίδιους υπολογισμούς μετράμε πέντε έτη από το 1857 έως το 1861· ένα έτος από το το 1866 έως το 1867, πέντε έτη από το 1873 έως το 1878, τέσσερα από το 1882 έως το 1886, επτά ή τέσσερα —αναλόγως με το πότε θεωρούμε την αρχή της κρίσης— από το 1890-93 έως το 1896, τέσσερα έτη από το 1900 έως το 1904, δύο έτη από το 1907 έως το 1909. Η, σχετικά, βραχεία διάρκεια της κρίσης εμφανίζεται ως αναγκαίο αντιστάθμισμα της έντασής της.
H κρίση του 1929: κρίση δεύτερου τύπου
Ωστόσο η κρίση του 1929 ήταν διαδοχικά έντονη και μακρά και αυτό συνέβη ιδιαίτερα στις ΗΠΑ. Εδώ είχαμε την παρέμβαση ενός νέου παράγοντα.
Πράγματι, για μεγάλο χρονικό διάστημα, το καπιταλιστικό σύστημα κολυμπούσε στο περιβάλλον της μικρής παραγωγής —αγροτική παραγωγή, βιοτεχνία. Το γεγονός αυτό συνέβαλε στην άμβλυνση της εμβέλειας των κρίσεων, γιατί οι ασυνέχειες του κοινωνικού χώρου και οι διαφοροποιημένες αντιδράσεις (και μάλιστα συγκρουόμενες) στο σοκ της κρίσης συνέβαλαν στην επιβράδυνση της διάχυσης της επιθυμίας και στην απόσβεση της σύγκρουσης. Η ετερογένεια του οικονομικού περιβάλλοντος ενισχύει διαφοροποιημένες συμπεριφορές (παραγωγή για την αγορά, αλλά και αυτοκατανάλωση, οικιακή οικονομία κ.λπ.) που σπάνε την ισχύ του κύματος. Σε αντίθεση, η ομογενοποίηση του περιβάλλοντος κάνει τους οικονομικούς παράγοντες να αντιδρούν με τον αυτό τρόπο και όλοι πλήττονται εξίσου, γεγονός που πολλαπλασιάζει το αποτελέσμα του αρχικού σοκ. Ο καπιταλισμός ωστόσο είναι κατακτητικός, και λειτουργεί διαρκώς για να συρρικνώνει το σύμπαν που τον περιβάλλει σε δύο αντίθετους πόλους: το κεφάλαιο και την εργασία. Η επικράτηση της μισθωτής εργασίας και των εταιρειών μετοχικού κεφαλαίου δημιουργεί μια αλληλουχία στις συμπεριφορές που φράσει τον δρόμο για την εκτόνωση των κυμάτων της ύφεσης. Πρόκειται για ένα επιβαρυντικό στοιχείο καθοριστικής σημασίας αναφορικά με την επέκταση και τη διεύρυνση των κρίσεων.
Έτσι μπορέσαμε να ερμηνεύσουμε τη μεγάλη αμερικανική κρίση του 1929, ως κρίση που προκάλεσε η ταχεία μετάβαση από τον κόσμο μικρών παραγωγών σε αυτόν της μισθωτής εργασίας. Στη διάρκεια του τελευταίου τρίτου του 19ου αιώνα όπως είδαμε, εμφανίστηκαν ήδη, πολλαπλές οικονομικές κρίσεις που έσκαγαν στο ανατολικό τμήμα των ΗΠΑ. Η οικονομική ετερογένεια ωστόσο του αμερικανικού οικονομικού περιβάλλοντος συνέβαλε στην απόσβεσή τους, αφού συνδύαζε εταιρείες και ιδιώτες επιχειρηματίες, μισθωτούς και αγρότες, μικρή και μεγάλη παραγωγή. Η οπισθοχώρηση σε μορφές δραστηριότητας που σχετίζονται με τη μικρή παραγωγή ήταν ιδιαίτερα ταχεία, στη συγκυρία 19ου και 20ού αιώνα, γεγονός που εξηγείται με το άνοιγμα των συνόρων που συνέβη την ίδια περίοδο. Σε μερικές δεκάδες χρόνια, περάσαμε από έναν κόσμο μικρής παραγωγής στην κυριαρχία των επιχειρήσεων και της μισθωτής εργασίας....
απόσπασμα από τη μελέτη του Isaac Joshua που δημοσιεύεται στο 31ο τεύχος του περιοδικού ΕΝΕΚΕΝ που κυκλοφορεί. Το κείμενο είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικό για ειδικά χαρακτηριστικά της κρίσης που ζούμε και τις προοπτικές που αυτή δημιουργεί. O Isaac Joshua είναι οικονομολόγος, συγγραφέας και μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής της Attac. Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και σπούδασε οικονομία στο Παρίσι. Μέλος της Ένωσης Κομμουνιστών Φοιτητών (UEC), και στη συνέχεια του ΚΚΓ, παρακολουθεί τα σεμινάρια του Charles Bettelheim στην École Pratique des Hautes Études. Από το 1964 έως το 1967 θα εργαστεί ως οικονομολόγος στην Κούβα, στο Υπουργείου Βιομηχανίας, που διευθύνει ο Τσε Γκεβάρα, και στη συνέχεια θα διδάξει πολιτική οικονομία στο πανεπιστήμιο της Αβάνας. Την περίοδο αυτή θα συνεργαστεί πολλές φορές με τον Charles Bettelheim, όταν ο τελευταίος ταξιδεύει στην Κούβα. Επιστρέφοντας στο Παρίσι έρχεται σε ρήξη με το Κομμουνιστικό Κόμμα και γίνεται μέλος της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Νεολαίας (JCR), στο πλευρό του Alain Krivine και των Γάλλων τροτσκιστών. Θα λάβει ενεργό μέρος στην εξέγερση τον Μάιο-Ιούνιο του 1968. Το έργο του μελετά τις κρίσεις του καπιταλισμού και έχει εκδοθεί σε πολλά βιβλία. Μετάφραση: Γιώργος Γιαννόπουλος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου