Perry Anderson, ο δυτικός μαρξισμός
Έχει νόημα η ανάλυση του ιστορικού μαρξισμού σε μια ορισμένη
γεωγραφική επικράτεια? Ο μαρξισμός γεννιέται ως θεωρητική και πολιτική
έκφραση των συμφερόντων της εργατικής τάξης, που συγκροτείται με την
εκτεταμένη εμπορευματοποίηση της εργασιακής δύναμης και τη
βιομηχανοποίηση της παραγωγής, αρχικά στη ''Δύση''. Ο Λένιν, στο κείμενό
του ''οι τρεις πηγές και τα τρία συστατικά μέρη του μαρξισμού'' (εμπεριέχεται στη συλλογή για το Μάρξ και το μαρξισμό, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή), επαναδιατυπώνοντας τις σχετικές θέσεις των Μάρξ-Ένγκελς, ορίζει ως τις κύριες πηγές του μαρξισμού την γερμανική φιλοσοφία (γερμανικός ιδεαλισμός), την αγγλική πολιτική οικονομία και τον πολιτικό υλισμό που αναπτύχθηκε κυρίως στη Γαλλία. Βλέπουμε πως οι ''πηγές'' του μαρξισμού προσδιορίζονται εδαφικά. Και
αυτό γιατί η οικονομία, η πολιτική, η τέχνη, η θεωρία υπάρχουν μέσα σε
καθορισμένες χωρικές και χρονικές συνθήκες. Το κλειδί της κατανόησης
όλων αυτών των εκφάνσεων της ανθρώπινης νοήσης και πρακτικής, βρίσκεται
στην κατανόηση του ιστορικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο γεννιούνται,
και που αποτελεί πραγματολογικό όρο εμφάνισής τους.
Ο μαρξισμός δεν πηγάζει μόνο από μία μόνο εθνική επικράτεια, αλλά από
τουλάχιστον τρεις, συνδεόμενος με τις πιο σημαντικές εργατικές
πρακτικές, εξ αρχής επικοινωνεί και διεχέεται διεθνιστικά, χωρίζοντας
πάνω από όλα τον πλανήτη σε εκμεταλλευτές-εκμεταλλευόμενους και όχι σε
ομοεθνείς και αλλοδαπούς. Ακριβώς για αυτό το λόγο ο μαρξισμός
υπερβαίνει τα χωρικά σύνορα και το ''φάντασμα του κομμουνισμού''
πλανιέται πάνω από ολόκληρη την Ευρώπη ως υλική παρουσία ή ως απειλή. Ο
μαρξισμός ξεπερνά τις τρεις χωρικά προσδιορισμένες πηγές και αναφέρεται
στο προλεταριάτο κάθε χώρας. Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο καθιστά έκδηλη
την παρουσία του προλεταριάτου, που, όπως επισημαίνει ο Μπαντιού, μέχρι
τότε απωθούνταν στο παρασκήνιο.
Η Οκτωβριανή και η Κινεζική Επανάσταση μετατοπίζουν το κέντρο βάρους
ανάπτυξης της μαρξιστικής κομμουνιστικής πρακτικής στην ''Ανατολή''. Η
μετάφραση της μαρξιστικής κοσμοαντίληψης σε ένα περιβάλλον που δεν είναι
ευρωπαϊκό, δημιουργεί δυσκολίες. Διηπειρωτική γέφυρα αποτελούν
μαρξιστές όπως ο Πλεχάνοφ, και φυσικά ο Λένιν. Ο μαρξισμός
γονιμοποιείται επαναστατικά στη Ρωσία του 1917. Από τότε αρχίζει και το βάθεμα της διαφοράς του Δυτικού από το Ανατολικό μπλοκ. Η διαχωριστική γραμμή είναι χωρική, οικονομική, πολιτική, πολιτισμική. Για το λόγο αυτό ο μαρξισμός, από εκεί και ύστερα, διακλαδώνεται στην δυτική και την ανατολική (κυρίως σοβιετική) ιστορία του.
Οι περισσότεροι φορείς του ''δυτικού μαρξισμού'' έχουν γεννηθεί πριν
τον Κόκκινο Οκτώβρη, αρκετοί συγκροτούν τις θεωρητικές τους αντιλήψεις
πριν αυτός ξεσπάσει, και πολλοί από αυτούς στηρίζουν, λιγότερο ή
περισσότερο κριτικά, την ΕΣΣΔ και το σοσιαλιστικό στρατόπεδο, που
στερεώνεται μετά τις νίκες του Κόκκινου Στρατού ενάντια στο ναζισμό. Όσο βαθαίνει η κριτική προς ή αποστασιοποίηση από την ΕΣΣΔ, τόσο βαθαίνει και το ρήγμα των δύο ιστοριών, η απόστασή τους.
Όμως οι δύο ιστορίες πάντοτε επικοινωνούν, αποτελώντας διαφορετικές
γενεαλογικές σειρές του ίδιου οικογενειακού δέντρου, με ρίζα το έργο των
Μάρξ-Ένγκελς. Όμως και πολλές άλλες ρίζες ριζών, καταγωγές πίσω από τις
καταγωγές που δημιουργούν περίεργα κανάλια και πηγαίνουν πολύ πριν από
τον Μάρξ και τον Ένγκελς.
Τα δύο μέτωπα αναμειγνύονται με δυτικά και ανατολικά αποσπασμένα κομμάτια που αναφέρονται στο αντίθετό τους (λενινιστές,
μαοικοί στην Ευρώπη, η Γιουγκοσλαβία του Τίτο, η Αλβανία, η Βουλγαρία,
το ελληνικό και το ιταλικό κομμουνιστικό κόμμα κ.α, ή, από την άλλη
μπάντα, αστοί και φιλοδυτικοί στην ΕΣΣΔ), αποτελώντας στεγανοποιημένα
σε σημαντικό βαθμό περιβάλλοντα, όπου ο μαρξισμός βιώνει μια ανισόμετρη
ανάπτυξη διαφορετικών προσανατολισμών. Πάντα το ρητό ή άρρητο
συνθετικό δίπλα στη λέξη ''μαρξισμός'', καθορίζει το ''κλαδί'' της
ερμηνείας και του γενεαλογικού δέντρου στο οποίο βρισκόμαστε.
Μαρξισμός-λενινισμός, ''φρουδομαρξισμός'',
μαρξισμός-λενινισμός-μαοισμός, μαρξισμός-λενινισμός-τροτσκισμός,
μαρξισμός-λενινισμός-''αλτουσεριανισμός'', μαρξισμός+ Γκράμσι,
μαρξισμός+αναρχοσυνδικαλισμός, μαρξισμός-λενινισμός-σταλινισμός,
μαρξισμός και Λούξεμπουργκ, κ.ο.κ.
Ο Perry Anderdson, λοιπόν, αναλαμβάνει το κατά τη γνώμη μας γόνιμο
εγχείρημα να εντοπίσει τη προβληματική του ''δυτικού μαρξισμού'', του
μαρξισμού δηλαδή που αναπτύσσεται στον Δυτικό Κόσμο, παρακολουθώντας το
''δυτικό κλαδί'' του μαρξιστικού γενεαλογικού δέντρου όπως εκτυλίχθηκε.
Από το κλαδί αυτό ξεπηδά ένα διακριτό δέντρο ''μαρξισμών'', δηλαδή
διαφόρων, επιλεκτικών ερμηνειών του μαρξισμού, στο οποίο ανήκουν
διάφοροι μαρξισμοί έχοντας μεταξύ τους ''εκλεκτικές συγγένειες'' (όπως
συμβαίνει σε κάθε γενεαλογικό δέντρο).
Όπως μας λέει στο παρακάτω απόσπασμα ο Anderson, ο ''δυτικός μαρξισμός'' είναι αναληθής, γιατί δεν είναι καθολικός, παρά ''δυτικός''. Η προβληματική του κατέστησε ορατά προβλήματα που άπτονται, θα λέγαμε, του ''εποικοδομήματος'', προβλήματα δηλαδή κυρίως αισθητικού και πολιτισμικού περιεχομένου. Όπως είχαμε περιγράψει και εδώ http://bestimmung.blogspot.gr/2013/03/blog-post_1346.html η διαφορετική θεωρητική προβληματική έγκειται στα διαφορετικά πρακτικά προβλήματα που
είχαν να αντιμετωπίσουν οι κοινωνικοοικονομικοί σχηματισμοί του
''δυτικού'' και του ''σοβιετικού'' στρατοπέδου, του ιστορικού
καπιταλισμού και του ιστορικού σοσιαλισμού.Ο προσανατολισμός του σοσιαλιστικού
στρατοπέδου στην ''οικονομική βάση'' απηχούσε την ανάγκη για συνειδητό,
κρατικό κεντρικό σχεδιασμό με τη συμμετοχή και τον μικρότερο ή
μεγαλύτερο έλεγχο των εργαζομένων. Τα προβλήματα της παραγωγής έπρεπε να
χαρτογραφηθούν και να επιλυθούν, με ορίζοντα το μεσοπρόθεσμο και
μακροπρόθεσμα γενικό πλάνο. Αντίθετα, το ''καπιταλιστικό στρατόπεδο'', μέσα στο οποίο εκκολάφτηκε ο ''δυτικός μαρξισμός'', παιδί των ηττημένων σοσιαλιστικών επαναστάσεων, έθετε ένα διαφορετικό πλαίσιο θεωρητικών και πρακτικών προβλημάτων. Στη
βάση της ιδιωτικής καπιταλιστικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, δεν
ετίθετο ζήτημα κρατικού ελέγχου των βασικών παραγωγικών διαδικασιών.
Ωστόσο, υπό την πίεση του σοβιετικού αντίπαλου δέους, ο καπιταλισμός
παραχώρησε ένα ''κράτος πρόνοιας'' ενσωματώνοντας τις εργατικές
διεκδικήσεις, θεωρητική έκφραση του οποίου ήταν ο κευνσιανισμός. Οι
μαρξιστές στον ''δυτικό κόσμο'', είτε στήριξαν τη σοβιετική προσπάθεια
προσπαθώντας να εμπλουτίσουν τη προβληματική της, είτε, κατά κανόνα, της
άσκησαν κριτική για ''οικονομισμό'' προσπαθώντας να μελετήσουν πλευρές του κοινωνικού βίου εκτός της οικονομίας, αφού με την ήττα των σοσιαλιστικών επαναστάσεων η οικονομία θα παρέμενε καπιταλιστική (όπως και η κοινωνία συνολικά).
Έτσι λοιπόν, κατά μια λογική αναγκαιότητα συμπληρωματικότητας, ο ''δυτικός'' και ο ''σοβιετικός μαρξισμός'' προσανατολίστηκαν σε διαφορετικές κατευθύνσεις,
ασκώντας κριτική, παρά την ελάχιστη ουσιαστική επικοινωνία τους, ο ένας
στον άλλο για μονομέρεια και απολυτοποίηση κάποιων ζητημάτων έναντι
άλλων. Ο 'δυτικός μαρξισμός'' ασχολήθηκε, όπως είπαμε, κυρίως με το
''εποικοδόμημα'' και το Κράτος, όσο οι αστικές οικονομικές θεωρίες
κυριαρχούσαν ενσωματώνοντας κατά τα φαινόμενα τη μαρξιστική κριτική και ορισμένα αιτήματα (κευνσιανισμός) , ακριβώς όπως ενσωματώθηκαν και οι αντιστάσεις στην καπιταλιστική οικονομία.
Από την άλλη μεριά, ο ''σοβιετικός μαρξισμός'' εμβάθυνε σε ζητήματα
πολιτικής οικονομίας και σχεδιασμού, εκπαίδευσης και αγωγής, ενώ
αναπτύχθηκε ειδικός προβληματισμός πάνω στο ''Κεφάλαιο'' του Μάρξ και τη
σχέση του με τη διαλεκτική του Χέγκελ.
Τελικά, και τα δύο κομμάτια αυτά της μαρξιστικής ιστορίας πρέπει να
αναλυθούν, να αποτιμηθούν και να ξεπεραστούν, σε συνάρτηση με το
ιστορικό πεδίο στο οποίο αναπτύχθηκαν, σε συνάρτηση όμως και με τα
προβλήματα και την χειραφετητική προοπτική των υποτελών στο πεδίο του
παρόντος και του μέλλοντος.
Perry Anderson
Ο δυτικός μαρξισμός
Μτφρ.: Αλέκος Π. Ζάννας
[...] Μπορούμε τώρα να
ανακεφαλαιώσουμε τον κύκλο των χαρακτηριστικών που ορίζουν τον δυτικό
μαρξισμό ως ξεχωριστή παράδοση. Γεννήθηκε από την αποτυχία των
προλεταριακών επαναστάσεων στις αναπτυγμένες ζώνες του ευρωπαϊκού
καπιταλισμού μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και αναπτύχθηκε μέσα σ' ένα
όλο και μεγαλύτερο ρήγμα ανάμεσα στη σοσιαλιστική θεωρία και στην
πρακτική της εργατικής τάξης. [...] Για τους εκπροσώπους του νέου
μαρξισμού που εμφανίστηκε στη Δύση, το επίσημο κομμουνιστικό κίνημα
αντιπροσώπευε τη μόνη αληθινή ενσάρκωση της διεθνούς εργατικής τάξης που
είχε νόημα για αυτούς -- είτε προσχωρούσαν σ' αυτό, είτε συμμαχούσαν ή
το απέρριπταν. Η δομική διάσταση θεωρίας και πράξης, σύμφυτη στα
κομμουνιστικά κόμματα της εποχής, απέκλειε κάθε ενιαία θεωρητικοπολιτική
δουλειά σαν αυτή που χαρακτήριζε τον κλασικό μαρξισμό. Το αποτέλεσμα
ήταν η απομόνωση των θεωρητικών στα πανεπιστήμια, μακρυά από τη ζωή του
προλεταριάτου στη χώρα τους, και μια σύμπτυξη της θεωρίας απο την
οικονομία και την πολιτική στη φιλοσοφία. Αυτή η ειδίκευση συνοδεύτηκε
από μια όλο και μεγαλύτερη δυσκολία στη γλωσσική διατύπωση, που οι
τεχνικοί της φραγμοί ήταν συνάρτηση της απόστασής της από τις μάζες.
Συνοδεύτηκε επίσης από μια πτώση του επιπέδου διεθνούς αλληλογνωριμίας ή
επικοινωνίας ανάμεσα στους θεωρητικούς από διάφορες χώρες. Η έλλειψη
κάθε δυναμικής επαφής με την πρακτική της εργατικής τάξης, μετατόπισε με
τη σειρά της τη μαρξιστική θεωρία προς σύγχρονα μη-μαρξιστικά και
ιδεαλιστικά συστήματα σκέψης, με τα οποία ανέπτυξε τώρα μια στενή αν και
αντιφατική συμβίωση. Συγχρόνως, η μεταστροφή των θεωρητικών προς την
επαγγελματική φιλοσοφία, μαζί με την ανακάλυψη των πρώιμων γραπτων του
Μαρξ, οδήγησε σε μιάν αναδρομική αναζήτηση των πνευματικών καταβολών του
μαρξισμού στην προηγούμενη ευρωπαϊκή φιλοσοφική σκέψη, και σε μια
καινούργια ερμηνεία του ιστορικού υλισμού κάτω από το φως τους. Τα
αποτελέσματα μιας τέτοιας διαδικασίας ήταν τρία. Πρώτ' απ' όλα υπήρχε
μια σημαντική υπεροχή της επιστημολογικής εργασίας που συγκεντρώθηκε
κατά κύριο λόγο σε ζητήματα μεθόδου. Δεύτερο, το κύριο πραγματικό πεδίο
εφαρμογής της μεθόδου ήταν η αισθητική -- ή οι πολιτισμικές υπερδομές
γενικότερα. Τέλος, οι κυριότερες θεωρητικές καινοτομίες έξω από αυτό το
πεδίο, που ανέπτυξαν νέα θέματα απόντα από τον κλασικό μαρξισμό --με
θεωρητικό κυρίως τρόπο-- αποκάλυψαν μια μόνιμη κατάσταση απαισιοδοξίας. Η
μέθοδος ως αδυναμία, η τέχνη ως παρηγοριά, η απαισιοδοξία ως εφησύχαση:
δεν είναι δύσκολο να διακρίνουμε όλ' αυτά τα στοιχεία στη φυσιογνωμία
του δυτικού μαρξισμού. Γιατί η καθοριστική ρίζα αυτής της παράδοσης ήταν
η δημιουργία της μέσα από την ήττα -- αυτές οι παρατεταμένες δεκαετίες
υποχώρησης και στασιμότητας, που πέρασε η εργατική τάξη μετά το 1920,
πολλές από τις οποίες ήταν τρομακτικές από κάθε ιστορική άποψη.
Αλλά, δεν μπορούμε να
ανάγουμε σ' αυτό ολόκληρη την παράδοση. Παρ' όλα αυτά, οι σημαντικότεροι
στοχαστές αντιστάθηκαν στον ρεφορμισμό [1]. Παρ' όλη την απόσπασή τους
απ' τις μάζες, κανένας τους δεν συνθηκολόγησε με τον θριαμβεύοντα
καπιταλισμό, όπως συνέβηκε παλιότερα με θεωρητικούς της Δεύτερης
Διεθνούς σαν τον Κάουτσκι, που βρισκόταν ωστόσο πολύ πιο κοντά στην
ταξική πάλη. Ακόμα, η ιστορική εμπειρία που εκτέθηκε συστηματικά στο
έργο τους, παρ' όλες τις αναστολές και τις σιωπές τους ήταν από
ορισμένες καίριες απόψεις, η πιοπροχωρημένη στον κόσμο:
περιελάμβανε τις ανώτερες μορφές της καπιταλιστικής οικονομίας, τα
αρχαιότερα βιομηχανικά προλεταριάτα, και την πιο μακρόχρονη πνευματική
παράδοση του σοσιαλισμού. Στοιχεία από τον πλούτο και την συνθετότητα
του συνολικού αυτού επιτεύγματος, καθώς και από την αθλιότητα και
αποτυχία του, εισχώρησαν αναπόφευκτα στον μαρξισμό που το ίδιο γέννησε ή
επέτρεψε την εμφάνισή του -- αν και αυτό έγινε μ' έναν έμμεσο και
ελλιπή τρόπο. Στα πεδία που ο ίδιος διάλεξε, ο μαρξισμός αυτός έφτασε σε
μια φινέτσα μεγαλύτερη από κάθε προηγούμενη φάση του ιστορικού υλισμού.
Κέρδισε σε βάθος ό,τι έχασε στο πλάτος των ενδιαφερόντων του. Αλλά, αν
και υπήρχε ένα δραστικό στένεμα ενδιαφερόντων, δεν υπήρξε καθολική
παράλυση της δραστηριότητας. Σήμερα, ολόκληρη η εμπειρία πενήντα χρόνων
ιμπεριαλισμού που πέρασαν παρουσιάζει ένα κεντρικό και αναπόφευκτο
σύνολο από το οποίο το εργατικό κίνημα πρέπει να βγάλει τα συμπεράσματά
του. Ο δυτικός μαρξισμός έχει γίνει ένα αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της
ιστορίας, και καμία νεότερη γενιά επαναστατών σοσιαλιστών στις
ιμπεριαλιστικές χώρες δεν μπορεί να τον αγνοήσει ή να τον αποφύγει. Το
να ξεπεράσουμε αυτή την παράδοση --μαθαίνοντας απ' αυτή και ξεκόβοντας
μ' αυτήν-- είναι μια από τις προϋποθέσεις μιας τοπικής ανανέωσης της
μαρξιστικής θεωρίας σήμερα. Αυτή η αναγκαία διπλή κίνηση αναγνώρισης και
ρήξης δεν αποτελεί, φυσικά, ένα αποκλειστικό έργο. Το αποκλείει αυτό η
φύση του αντικειμένου του. Γιατί, σε τελική ανάλυση, οι δεσμοί αυτής της
παράδοσης μ' έναν ορισμένο γεωγραφικό τόπο ήταν και αυτοί αιτία της
εξάρτησης και της αδυναμίας της. Ο μαρξισμός επιδιώκει εξ ορισμού να
γίνει μια καθολική επιστήμη -- χωρίς να επιδέχεται εθνικές ή
ηπειρωτικές ερμηνείες όπως και κάθε άλλη αντικειμενική γνώση της
πραγματικότητας. Μ' αυτή την έννοια, ο όρος "δυτικός" εξυπονοεί
αναγκαστικά μια περιοριστική κρίση. Η έλλειψη καθολικότητας είναι
σημάδι λειψής αλήθειας. Ο δυτικός μαρξισμός ήταν αναγκαστικά κάτι
λιγότερο από τον μαρξισμό εφόσον ήταν δυτικός. Ο ιστορικός υλισμός
μπορεί να ασκήσει όλες του τις δυνάμεις μόνον όταν είναι απαλλαγμένος
από κάθε είδους ενοριακό πνεύμα. Μένει ακόμα να το κάνει.
[...]
Ο τελικός λόγος ανήκει στον Λένιν. Συχνά και σωστά αναφέρουμε το γνωστό του απόφθεγμα: "χωρίς επαναστατική θεωρία δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατικό κίνημα". Αλλά έγραψε επίσης, με την ίδια βαρύτητα: "η σωστή επαναστατική θεωρία...παίρνει την τελική της μορφή μόνο σε στενή σύνεση με την πρακτική δράση ενός πραγματικά μαζικού και πραγματικά επαναστατικού κινήματος." [2] Εδώ, κάθε λέξη μετρά. Η επαναστατική θεωρία μπορεί να δει το φως της μέρας σ' ένα περιβάλλον σχετικής απομόνωσης -- ο Μαρξ στο Βρεταννικό Μουσείο, ο Λένιν στην απομονωμένη από τον πόλεμο Ζυρίχη: αλλά δεν μπορεί να αποκτήσει μια σωστή και τελική μορφή παρά μόνο όταν συνδεθεί με τους συλλογικούς αγώνας της ίδιας της εργατικής τάξης. Η σκέτη τυπική ένταξη σε μια κομματική οργάνωση, σαν κι αυτές που είναι γνωστές στη σύγχρονη ιστορία, δεν είναι αρκετή για τέτοιο δεσμό: χρειάζεται μιαστενή σύνδεση με την πρακτική δράση του προλεταριάτου. Ούτε ο αγώνας μέσα σε μια μικρή επαναστατική ομάδα αρκεί: πρέπει να υπάρχει ένας δεσμός με τις πραγματικές μάζες. Αντίστροφα, ένας δεσμός μ' ένα μαζικό κίνημα δεν αρκεί, γιατί το τελευταίο μπορεί να είναι ρεφορμιστικό: μόνο όταν οι μάζες είναι οι ίδιες επαναστατικές, η θεωρία μπορεί να φτάσει σ' αυτόν τον ανώτερο προορισμό της. [...] Όταν δημιουργηθεί ένα αληθινά επαναστατικό κίνημα μέσα σε μια ώριμη εργατική τάξη, τότε η "τελική μορφή" της θεωρίας δεν θα έχει όμοιο προηγούμενο. Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι όταν οι ίδιες οι μάζες μιλήσουν, οι θεωρητικοί --του τύπου που παρουσίασε η Δύση τα τελευταία πενήντα χρόνια-- θα σωπάσουν αναγκαστικά.
Σημειώσεις
[1] Ο Χορκχάιμερ ήταν το μόνο παράδειγμα αποστάτη: αλλά ήταν πάντα στοχαστής δευτερεύουσας σημασίας στη Σχολή της Φρανκφούρτης.
[2] Λένιν, στο "Αριστερισμός, η παιδική αρρώστια του κομμουνισμού".
[...]
Ο τελικός λόγος ανήκει στον Λένιν. Συχνά και σωστά αναφέρουμε το γνωστό του απόφθεγμα: "χωρίς επαναστατική θεωρία δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατικό κίνημα". Αλλά έγραψε επίσης, με την ίδια βαρύτητα: "η σωστή επαναστατική θεωρία...παίρνει την τελική της μορφή μόνο σε στενή σύνεση με την πρακτική δράση ενός πραγματικά μαζικού και πραγματικά επαναστατικού κινήματος." [2] Εδώ, κάθε λέξη μετρά. Η επαναστατική θεωρία μπορεί να δει το φως της μέρας σ' ένα περιβάλλον σχετικής απομόνωσης -- ο Μαρξ στο Βρεταννικό Μουσείο, ο Λένιν στην απομονωμένη από τον πόλεμο Ζυρίχη: αλλά δεν μπορεί να αποκτήσει μια σωστή και τελική μορφή παρά μόνο όταν συνδεθεί με τους συλλογικούς αγώνας της ίδιας της εργατικής τάξης. Η σκέτη τυπική ένταξη σε μια κομματική οργάνωση, σαν κι αυτές που είναι γνωστές στη σύγχρονη ιστορία, δεν είναι αρκετή για τέτοιο δεσμό: χρειάζεται μιαστενή σύνδεση με την πρακτική δράση του προλεταριάτου. Ούτε ο αγώνας μέσα σε μια μικρή επαναστατική ομάδα αρκεί: πρέπει να υπάρχει ένας δεσμός με τις πραγματικές μάζες. Αντίστροφα, ένας δεσμός μ' ένα μαζικό κίνημα δεν αρκεί, γιατί το τελευταίο μπορεί να είναι ρεφορμιστικό: μόνο όταν οι μάζες είναι οι ίδιες επαναστατικές, η θεωρία μπορεί να φτάσει σ' αυτόν τον ανώτερο προορισμό της. [...] Όταν δημιουργηθεί ένα αληθινά επαναστατικό κίνημα μέσα σε μια ώριμη εργατική τάξη, τότε η "τελική μορφή" της θεωρίας δεν θα έχει όμοιο προηγούμενο. Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι όταν οι ίδιες οι μάζες μιλήσουν, οι θεωρητικοί --του τύπου που παρουσίασε η Δύση τα τελευταία πενήντα χρόνια-- θα σωπάσουν αναγκαστικά.
Σημειώσεις
[1] Ο Χορκχάιμερ ήταν το μόνο παράδειγμα αποστάτη: αλλά ήταν πάντα στοχαστής δευτερεύουσας σημασίας στη Σχολή της Φρανκφούρτης.
[2] Λένιν, στο "Αριστερισμός, η παιδική αρρώστια του κομμουνισμού".
Δημοσιεύτηκε 5 hours ago από τον χρήστη Ονειρμός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου