- Μοντερνισμός και Ευγονική
Ημερομηνία δημοσίευσης: 24/02/2013
ΤΗΣ ΜΑΡΙΛΕΝΑΣ ΠΑΤΕΡΑΚΗ
MARIUS TURDA, Modernism and Eugenics, Nέα Υόρκη: Palgrave Macmillan, 2010
Τα τελευταία είκοσι χρόνια η ευγονική δεν εξετάζεται πλέον ως ένα πεπερασμένο επεισόδιο της ιστορίας, συνδεδεμένο σχεδόν αποκλειστικά με τη ναζιστική Γερμανία. Ο Marius Turda ανήκει σε μια ομάδα ερευνητών που μελετά ζητήματα ευγονικής σε κράτη της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Με το βιβλίο αυτό επιχειρεί μια σφαιρική προσέγγιση, έχοντας ως κύριο στόχο να καταδείξει την ισχυρή σχέση μοντερνισμού και ευγονικής στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο, για την περίοδο 1870-1940. Ως το πρώτο έργο μιας σειράς που έχει ως κεντρικό στόχο να διευρύνει την έννοια του μοντερνισμού, πέρα από τα πεδία της τέχνης και της αισθητικής, αυτό δεν στοχεύει σε μια συνολική ιστορία της ευρωπαϊκής ευγονικής αλλά σε μια προσέγγιση που θα δείξει ότι η ευγονική αποτελεί μια εμβληματική έκφραση της νεωτερικότητας. Ο Turda αναδεικνύει την πολυμορφία της ευγονικής στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, εστιάζοντας στην κοινή επιδίωξη των ευγονιστών για ένα βιολογικά υγιές εθνικό σώμα και στην συναφή με αυτή βιολογική αναπαράσταση του έθνους.
Στο πρώτο κεφάλαιο παραθέτει στοιχεία απαραίτητα για την κατανόηση των απαρχών του ευγονικού κινήματος. Οι μεγάλες μεταβολές των ευρωπαϊκών κοινωνιών από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά, ευνόησαν την ανάπτυξη μιας σειράς φόβων σχετικά με το μέλλον τους, οι οποίοι αποκρυσταλλώθηκαν σε έναν ευρύτερο επιστημονικό, υποτίθεται, λόγο περί “εκφυλισμού”. Γεννημένη σε αυτό το κλίμα, η ευγονική αποτελούσε μια γνώση υβριδικής μορφής. Συνδυάζοντας επιστημονική γλώσσα, θρησκευτικές πεποιθήσεις και πολιτικές βλέψεις, οι ευγονιστές έθεσαν ως στόχο τους την ορθολογική διαχείριση της ανθρώπινης ζωής, για την αντιμετώπιση της βιολογικής παρακμής. Όλα τα παραπάνω στοιχεία εμφανίζονται στο λόγο του εισηγητή του όρου “ευγονική” (1883), Francis Galton. Σύμφωνα με τον Turda, ο συνδυασμός τους την εντάσσει εξαρχής στα πλαίσια του προγραμματικού μοντερνισμού. Παρόμοιες, αν και όχι ίδιες αρχές, διέπουν τις πρώτες εθνικές ευγονικές εταιρείες, καθώς και τα πρώτα διεθνή δίκτυα. Τα δίκτυα αυτά εμφανίζονται στην Ευρώπη στις αρχές του 20ού αιώνα, έχοντας όμως περιορισμένη απήχηση στην κοινωνία και το κράτος.
Στο δεύτερο κεφάλαιο ο Turda παρουσιάζει τις μεγάλες αλλαγές που επέφερε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος στο ευγονικό κίνημα. Κατά τη διάρκειά του, αναπτύχθηκαν εντός του κινήματος μια σειρά διαφωνίες, οι οποίες ανέδειξαν μια πλειάδα ευγονικών τάσεων. Ο πόλεμος ευνόησε τελικά την είσοδο της ευγονικής στο πολιτικό προσκήνιο, στο μέτρο που βοήθησε στην επικράτηση της αντίληψης του έθνους ως βιολογικού οργανισμού. Έτσι οι ευγονιστές εμφανίστηκαν ως εκείνοι που διέθεταν την τεχνογνωσία για τη “ρύθμιση” της υγείας του, στρεφόμενοι προς το κράτος ως το μοναδικό φορέα που θα μπορούσε να υλοποιήσει τις προτάσεις τους.
Στο τρίτο κεφάλαιο εξετάζεται ο ρόλος της ευγονικής στην ανάπτυξη τεχνολογιών εθνικής βελτίωσης από το 1919 ως το 1933. Η ανοικοδόμηση των κρατών που ενεπλάκηκαν στον πόλεμο και η εμφάνιση νέων κρατών που αναδύθηκαν από τις Συνθήκες Ειρήνης του 1919-20, δημιουργούν ένα πρόσφορο έδαφος για τους ευγονιστές. Η ευγονική ρητορική διαχέεται στην κοινωνία, αποτελώντας αναπόσπαστο κομμάτι των εκσυγχρονιστικών σχεδίων. Παρόλο που οι ευγονικές προτάσεις δεν υιοθετήθηκαν τις περισσότερες φορές, συζητήθηκαν έντονα στην Ευρώπη. Η ευγονική ως νεωτερικό εγχείρημα το οποίο θα φρόντιζε για την υγεία του έθνους, λειτουργούσε αμφίσημα: από τη μια οδηγούσε στην ένταξη ορισμένων ατόμων στα νεωτερικά συστήματα υγείας και πρόνοιας, από την άλλη κατέληγε στο στιγματισμό και αποκλεισμό άλλων ατόμων και πληθυσμιακών ομάδων. Η εμπλοκή της ευγονικής σε ζητήματα αναπαραγωγής και οικογενειακού προγραμματισμού, που οδηγούσαν σε κατασταλτικές πολιτικές, την έφερε κάποιες φορές αντιμέτωπη με την εκκλησία. Οι σχέσεις εκκλησίας ευγονικής είναι γενικά εξαιρετικά αμφίσημες. Παρόλα αυτά, η καθολική εκκλησία έλαβε επίσημη θέση εναντίον της, με την εγκύκλιο Casti Connubii του 1930.
Στο τέταρτο κεφάλαιο, το οποίο καλύπτει την περίοδο 1933-1940, ο Turda εξετάζει τη σχέση της ευγονικής με τις βιοπολιτικές αναπαραστάσεις του έθνους. Επικεντρώνεται στους τρόπους με τους οποίους η ευγονική είχε μια καίρια συμβολή στην κατασκευή ενός “ένδοξου εθνικού παρελθόντος”, μέσω φυλετικών τυπολογιών, το οποίο θα αποτελούσε τη βάση για ένα αποκαθαρμένο εθνικό μέλλον. Ο σχεδιασμός αυτός περιλάμβανε όμως και την κατασκευή ενός εσωτερικού ή εξωτερικού Άλλου, διαφορετικού σε κάθε εθνική περίπτωση. Οι ευγονικές ιδέες συνέβαλλαν έτσι στην στοχοποίηση τόσο ατόμων όσο και πληθυσμιακών ομάδων και ευνόησαν το ιδεολόγημα περί συλλογικής ευθύνης για το έθνος και τη φυλή.
Αντλώντας από την μεθοδολογία της ιστορίας των εννοιών (Begriffsgeschichte) και έχοντας στη διάθεση του ένα πλούσιο αρχειακό υλικό, ο Turda συνθέτει μια κοινωνική και πολιτική ιστορία της ευγονικής. Υιοθετεί τη γραμμή των πρόσφατων μελετητών, οι οποίοι αντιμετωπίζουν την ευγονική ως μια καθόλα νόμιμη επιστήμη για την εποχή της. Διαφωνεί με αυτό που περιγράφει ως αναχρονιστικό χαρακτηρισμό της ευγονικής ως “ψευδοεπιστήμη”, στη βάση κάποιων επιστημολογικών κριτηρίων που διατυπώθηκαν αργότερα. Ο Turda τοποθετείται ρητά ενάντια στην ιδέα περί αυτονομίας της επιστήμης, θεωρώντας την επιστήμη αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνίας. Στο πλαίσιο αυτό, μας παρέχει ένα πανόραμα των ευγονικών ιδεών ανά την Ευρώπη, στη βάση μιας σύγκρισης εθνικών περιπτώσεων. Η ένταξη στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι των ευγονιστών των Βαλκανίων, της Τουρκίας, της Ουγγαρίας και άλλων χωρών της περιφέρειας, και τα δίκτυα που αναπτύσσονται με το κέντρο, αποτελεί ένα από τα πιο ισχυρά σημεία του βιβλίου του.
Στην προσπάθεια του συγγραφέα να συνθέσει μια συνεκτική ιστορία, προκύπτουν και κάποιες παραλείψεις. Για παράδειγμα, ο Turda παραβλέπει την αντίθεση κάποιων γενετιστών στην νομιμότητα του ευγονικού εγχειρήματος που αναπτύσσεται στην δεκαετία του 1930, παράλληλα με την κριτική της καθολικής εκκλησίας. Επίσης, η ανάπτυξη ευγονικών ιδεών και πρακτικών στις γερμανικές μειονότητες των ανατολικών χωρών δεν συνδέεται στο βιβλίο σχεδόν καθόλου με το σχέδιο του “ζωτικού χώρου” που ανάπτυξε το Τρίτο Ράιχ.
Οι μελετητές συμφωνούν πλέον ότι η ευγονική αφορά όλο τον 20ο αιώνα, εξέλαβε και άλλες μορφές, που δεν εξετάζονται στο συγκεκριμένο έργο, ενώ είχε λάβει μια παγκόσμια διάσταση. Το βιβλίο του Turda προσφέρει μια συμπαγή και συνεκτική διεπιστημονική ιστορία της ευρωπαϊκής ευγονικής, σε συνάρτηση με την ανάπτυξη του βιοπολιτικού εθνικού κράτους.
Η Μαριλένα Πατεράκη είναι υποψήφια διδάκτωρ στην ιστορία της τεχνολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
«η
ευγονική είχε μια καίρια συμβολή στην κατασκευή ενός 'ένδοξου εθνικού
παρελθόντος', μέσω φυλετικών τυπολογιών, το οποίο θα αποτελούσε τη βάση
για ένα αποκαθαρμένο εθνικό μέλλον. Ο σχεδιασμός αυτός περιλάμβανε όμως
και την κατασκευή ενός εσωτερικού ή εξωτερικού Άλλου, διαφορετικού σε
κάθε εθνική περίπτωση. Οι ευγονικές ιδέες συνέβαλλαν έτσι στην
στοχοποίηση τόσο ατόμων όσο και πληθυσμιακών ομάδων και ευνόησαν το
ιδεολόγημα περί συλλογικής ευθύνης για το έθνος και τη φυλή».
MARIUS TURDA, Modernism and Eugenics, Nέα Υόρκη: Palgrave Macmillan, 2010
Τα τελευταία είκοσι χρόνια η ευγονική δεν εξετάζεται πλέον ως ένα πεπερασμένο επεισόδιο της ιστορίας, συνδεδεμένο σχεδόν αποκλειστικά με τη ναζιστική Γερμανία. Ο Marius Turda ανήκει σε μια ομάδα ερευνητών που μελετά ζητήματα ευγονικής σε κράτη της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Με το βιβλίο αυτό επιχειρεί μια σφαιρική προσέγγιση, έχοντας ως κύριο στόχο να καταδείξει την ισχυρή σχέση μοντερνισμού και ευγονικής στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο, για την περίοδο 1870-1940. Ως το πρώτο έργο μιας σειράς που έχει ως κεντρικό στόχο να διευρύνει την έννοια του μοντερνισμού, πέρα από τα πεδία της τέχνης και της αισθητικής, αυτό δεν στοχεύει σε μια συνολική ιστορία της ευρωπαϊκής ευγονικής αλλά σε μια προσέγγιση που θα δείξει ότι η ευγονική αποτελεί μια εμβληματική έκφραση της νεωτερικότητας. Ο Turda αναδεικνύει την πολυμορφία της ευγονικής στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, εστιάζοντας στην κοινή επιδίωξη των ευγονιστών για ένα βιολογικά υγιές εθνικό σώμα και στην συναφή με αυτή βιολογική αναπαράσταση του έθνους.
Στο πρώτο κεφάλαιο παραθέτει στοιχεία απαραίτητα για την κατανόηση των απαρχών του ευγονικού κινήματος. Οι μεγάλες μεταβολές των ευρωπαϊκών κοινωνιών από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά, ευνόησαν την ανάπτυξη μιας σειράς φόβων σχετικά με το μέλλον τους, οι οποίοι αποκρυσταλλώθηκαν σε έναν ευρύτερο επιστημονικό, υποτίθεται, λόγο περί “εκφυλισμού”. Γεννημένη σε αυτό το κλίμα, η ευγονική αποτελούσε μια γνώση υβριδικής μορφής. Συνδυάζοντας επιστημονική γλώσσα, θρησκευτικές πεποιθήσεις και πολιτικές βλέψεις, οι ευγονιστές έθεσαν ως στόχο τους την ορθολογική διαχείριση της ανθρώπινης ζωής, για την αντιμετώπιση της βιολογικής παρακμής. Όλα τα παραπάνω στοιχεία εμφανίζονται στο λόγο του εισηγητή του όρου “ευγονική” (1883), Francis Galton. Σύμφωνα με τον Turda, ο συνδυασμός τους την εντάσσει εξαρχής στα πλαίσια του προγραμματικού μοντερνισμού. Παρόμοιες, αν και όχι ίδιες αρχές, διέπουν τις πρώτες εθνικές ευγονικές εταιρείες, καθώς και τα πρώτα διεθνή δίκτυα. Τα δίκτυα αυτά εμφανίζονται στην Ευρώπη στις αρχές του 20ού αιώνα, έχοντας όμως περιορισμένη απήχηση στην κοινωνία και το κράτος.
Στο δεύτερο κεφάλαιο ο Turda παρουσιάζει τις μεγάλες αλλαγές που επέφερε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος στο ευγονικό κίνημα. Κατά τη διάρκειά του, αναπτύχθηκαν εντός του κινήματος μια σειρά διαφωνίες, οι οποίες ανέδειξαν μια πλειάδα ευγονικών τάσεων. Ο πόλεμος ευνόησε τελικά την είσοδο της ευγονικής στο πολιτικό προσκήνιο, στο μέτρο που βοήθησε στην επικράτηση της αντίληψης του έθνους ως βιολογικού οργανισμού. Έτσι οι ευγονιστές εμφανίστηκαν ως εκείνοι που διέθεταν την τεχνογνωσία για τη “ρύθμιση” της υγείας του, στρεφόμενοι προς το κράτος ως το μοναδικό φορέα που θα μπορούσε να υλοποιήσει τις προτάσεις τους.
Στο τρίτο κεφάλαιο εξετάζεται ο ρόλος της ευγονικής στην ανάπτυξη τεχνολογιών εθνικής βελτίωσης από το 1919 ως το 1933. Η ανοικοδόμηση των κρατών που ενεπλάκηκαν στον πόλεμο και η εμφάνιση νέων κρατών που αναδύθηκαν από τις Συνθήκες Ειρήνης του 1919-20, δημιουργούν ένα πρόσφορο έδαφος για τους ευγονιστές. Η ευγονική ρητορική διαχέεται στην κοινωνία, αποτελώντας αναπόσπαστο κομμάτι των εκσυγχρονιστικών σχεδίων. Παρόλο που οι ευγονικές προτάσεις δεν υιοθετήθηκαν τις περισσότερες φορές, συζητήθηκαν έντονα στην Ευρώπη. Η ευγονική ως νεωτερικό εγχείρημα το οποίο θα φρόντιζε για την υγεία του έθνους, λειτουργούσε αμφίσημα: από τη μια οδηγούσε στην ένταξη ορισμένων ατόμων στα νεωτερικά συστήματα υγείας και πρόνοιας, από την άλλη κατέληγε στο στιγματισμό και αποκλεισμό άλλων ατόμων και πληθυσμιακών ομάδων. Η εμπλοκή της ευγονικής σε ζητήματα αναπαραγωγής και οικογενειακού προγραμματισμού, που οδηγούσαν σε κατασταλτικές πολιτικές, την έφερε κάποιες φορές αντιμέτωπη με την εκκλησία. Οι σχέσεις εκκλησίας ευγονικής είναι γενικά εξαιρετικά αμφίσημες. Παρόλα αυτά, η καθολική εκκλησία έλαβε επίσημη θέση εναντίον της, με την εγκύκλιο Casti Connubii του 1930.
Στο τέταρτο κεφάλαιο, το οποίο καλύπτει την περίοδο 1933-1940, ο Turda εξετάζει τη σχέση της ευγονικής με τις βιοπολιτικές αναπαραστάσεις του έθνους. Επικεντρώνεται στους τρόπους με τους οποίους η ευγονική είχε μια καίρια συμβολή στην κατασκευή ενός “ένδοξου εθνικού παρελθόντος”, μέσω φυλετικών τυπολογιών, το οποίο θα αποτελούσε τη βάση για ένα αποκαθαρμένο εθνικό μέλλον. Ο σχεδιασμός αυτός περιλάμβανε όμως και την κατασκευή ενός εσωτερικού ή εξωτερικού Άλλου, διαφορετικού σε κάθε εθνική περίπτωση. Οι ευγονικές ιδέες συνέβαλλαν έτσι στην στοχοποίηση τόσο ατόμων όσο και πληθυσμιακών ομάδων και ευνόησαν το ιδεολόγημα περί συλλογικής ευθύνης για το έθνος και τη φυλή.
Αντλώντας από την μεθοδολογία της ιστορίας των εννοιών (Begriffsgeschichte) και έχοντας στη διάθεση του ένα πλούσιο αρχειακό υλικό, ο Turda συνθέτει μια κοινωνική και πολιτική ιστορία της ευγονικής. Υιοθετεί τη γραμμή των πρόσφατων μελετητών, οι οποίοι αντιμετωπίζουν την ευγονική ως μια καθόλα νόμιμη επιστήμη για την εποχή της. Διαφωνεί με αυτό που περιγράφει ως αναχρονιστικό χαρακτηρισμό της ευγονικής ως “ψευδοεπιστήμη”, στη βάση κάποιων επιστημολογικών κριτηρίων που διατυπώθηκαν αργότερα. Ο Turda τοποθετείται ρητά ενάντια στην ιδέα περί αυτονομίας της επιστήμης, θεωρώντας την επιστήμη αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνίας. Στο πλαίσιο αυτό, μας παρέχει ένα πανόραμα των ευγονικών ιδεών ανά την Ευρώπη, στη βάση μιας σύγκρισης εθνικών περιπτώσεων. Η ένταξη στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι των ευγονιστών των Βαλκανίων, της Τουρκίας, της Ουγγαρίας και άλλων χωρών της περιφέρειας, και τα δίκτυα που αναπτύσσονται με το κέντρο, αποτελεί ένα από τα πιο ισχυρά σημεία του βιβλίου του.
Στην προσπάθεια του συγγραφέα να συνθέσει μια συνεκτική ιστορία, προκύπτουν και κάποιες παραλείψεις. Για παράδειγμα, ο Turda παραβλέπει την αντίθεση κάποιων γενετιστών στην νομιμότητα του ευγονικού εγχειρήματος που αναπτύσσεται στην δεκαετία του 1930, παράλληλα με την κριτική της καθολικής εκκλησίας. Επίσης, η ανάπτυξη ευγονικών ιδεών και πρακτικών στις γερμανικές μειονότητες των ανατολικών χωρών δεν συνδέεται στο βιβλίο σχεδόν καθόλου με το σχέδιο του “ζωτικού χώρου” που ανάπτυξε το Τρίτο Ράιχ.
Οι μελετητές συμφωνούν πλέον ότι η ευγονική αφορά όλο τον 20ο αιώνα, εξέλαβε και άλλες μορφές, που δεν εξετάζονται στο συγκεκριμένο έργο, ενώ είχε λάβει μια παγκόσμια διάσταση. Το βιβλίο του Turda προσφέρει μια συμπαγή και συνεκτική διεπιστημονική ιστορία της ευρωπαϊκής ευγονικής, σε συνάρτηση με την ανάπτυξη του βιοπολιτικού εθνικού κράτους.
Η Μαριλένα Πατεράκη είναι υποψήφια διδάκτωρ στην ιστορία της τεχνολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου