Χρυσή Αυγή και
στρατηγικές διαχείρισης της κρίσης
Μάριος Εμμανουηλίδης –
Αφροδίτη Κουκουτσάκη
Εκδόσεις, Futura, 2013
Από το κοινωνικό στο ποινικό κράτος.
Η Χρυσή Αυγή και οι
συμβολικές λειτουργίες των ποινικών θεσμών *
[κεφάλαιο]
2. Από το κοινωνικό στο ποινικό
κράτος
β. Η τεχνολογία της μηδενικής ανοχής
και η περίπτωση της Ελλάδας
[σελίδες
127-129]
Περνώντας στην
ελληνική εκδοχή της «μηδενικής ανοχής»,[1]
όσο κι αν τα προτάγματα παραμένουν
εν πολλοίς τα ίδια (πχ, η αστυνόμευση ως αυτοσκοπός, «καθαρές πόλεις»,
χωροταξική κατανομή του φόβου του εγκλήματος κλπ), θα ήταν μάλλον λάθος να
μιλήσει κανείς για εφαρμογή του μοντέλου της μηδενικής ανοχής, καθώς υπάρχουν
διαφορές τόσο στο επίπεδο της θεωρητικής της θεμελίωσης και της θεωρίας της
ποινής όσο και, κυρίως, στο επίπεδο του βασικού συσχετισμού στην ανάλυση του Wacquant ανάμεσα στους δείκτες
εγκληματικότητας και τους δείκτες εγκλεισμού: Με όλες τις ιδιαιτερότητες που
αφορούν τις, κατά περιόδους, αυξομειώσεις στην παραγωγικότητα του ποινικού
συστήματος και την, κατά περιόδους επίσης, εστίαση σε ειδικότερες κατηγορίες
αδικημάτων και δραστών, σε γενικές γραμμές κατά την περίοδο στην οποία
αναφέρεται ο Wacquant
η αύξηση του ποινικού πληθυσμού στην Ελλάδα ακολουθούσε την αύξηση της
καταγεγραμμένης εγκληματικότητας.
Μια άλλη ιδιαιτερότητα αφορά τους ίδιους τους
ποινικούς θεσμούς, υπό την έννοια ότι, με κάποιες εξαιρέσεις,[2]
δεν μπορούμε να μιλάμε περί αλλαγής ή εμπλουτισμού της ποινικής νομοθεσίας με
βάση τα προτάγματα της μηδενικής ανοχής αλλά μάλλον για αλλαγές -σε πραγματικό
και συμβολικό επίπεδο- στη λειτουργία ήδη υπαρχόντων θεσμών, λειτουργία η οποία
ανασημαίνεται στο περιβάλλον της οικονομικής και πολιτικής κρίσης.[3]
Έτσι, το κρίσιμο σημείο δεν είναι οι νομοθετικές [μετα]ρυθμίσεις αλλά ο τρόπος
λειτουργίας του τιμωρητικού μηχανισμού, οι ερμηνείες των υπαρχουσών ρυθμίσεων
και τα κοινοποιούμενα νοήματα. Ή, ακόμα περισσότερο, εάν η μηδενική ανοχή (ως
δόγμα, ως τεχνολογία ή όπως αλλιώς έχει ονομαστεί) στην περίπτωση των ΗΠΑ έτυχε
επεξεργασίας στα ερευνητικά κέντρα για μεγάλο διάστημα πριν εφαρμοστεί, στην
Ελλάδα θα ήταν πιο σωστό να μιλήσουμε για συνεχείς και αυξανόμενες μετατοπίσεις
των «νόμιμων» ορίων της θεσμικής βίας μάλλον, παρά για την επεξεργασία και τη
συνακόλουθη εφαρμογή ενός νέου μοντέλου καταστολής. Αυτή η ad hoc νομιμότητα ή εξαίρεση είναι ένα
στοιχείο το οποίο μάλλον δε θα πρέπει να μας διαφεύγει καθώς είναι κρίσιμο
σημείο για την κατανόηση της λειτουργίας του τιμωρητικού συστήματος σήμερα στην
Ελλάδα. Με δυο λόγια, θα έλεγα ότι μιλάμε για τάσεις μάλλον που συνομιλούν με
τα ευρύτερα συμφραζόμενα παρά για σχεδιασμό ή, ακόμα λιγότερο, για εφαρμογή
μοντέλων.[4]
Αν συνδέσουμε δε αυτές
τις πρακτικές με τη δράση της Χρυσής Αυγής, θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε την
υπόθεση ότι η βία της Χρυσής Αυγής συντελεί στην κανονικοποίηση της θεσμικής
βίας, καθώς εμφανίζει το ωμό πρόσωπο της άμεσης, φυσικής εξόντωσης. Με άλλα
λόγια, συντελεί στο να αμβλύνεται ή να ανασημαίνεται ως κανονικότητα η βία που
ασκείται από θεσμικούς φορείς, καθώς αναπροσδιορίζονται συνεχώς τα όρια μεταξύ σύννομης
και παράνομης δράσης με βάση το υπό διακινδύνευση έννομο αγαθό.
Σε κάθε
περίπτωση, όσο κι αν απαξίωσα αρχικά την όποια ενασχόληση με την περίφημη
θεωρία των δύο άκρων ως ιδεολόγημα ανάξιο περαιτέρω ενασχόλησης, αντιλαμβάνομαι
πλέον ότι, σε επίπεδο ρητορικής, μοιάζει να είναι ακριβώς αυτή που διαμορφώνει
ένα πλαίσιο κυκλικής εγγύτητας ανάμεσα σε θεσμικές δράσεις και τη δράση της
Χρυσής Αυγής. Τουλάχιστον εάν λάβουμε υπόψη ότι η Χρυσή Αυγή, ως περιθωριακή
ομάδα του 1%, είχε κατεξοχήν αντι-αριστερή δράση πριν εξειδικευθεί κυριολεκτικά
στο χώρο των μεταναστών,[5]
ενώ και η επίσημη ρητορική περί τρομοκρατίας στοχεύει στον -αλλά και στοχοποιεί
τον- χώρο της Αριστεράς, κοινοβουλευτικής και εξωκοινοβουλευτικής. Μια
εκστρατεία, δηλαδή, της οποίας δε γνωρίζω τη διάρκεια αλλά η εμπειρία διδάσκει
ότι θα επανέρχεται συνεχώς στο προσκήνιο ως μέρος του επίσημου
αντι-τρομοκρατικού λόγου. Ερώτημα παραμένει βέβαια –τουλάχιστον στο χρόνο κατά
τον οποίο γράφεται το παρόν κείμενο- η στάση της Χρυσής Αυγής. Δηλαδή το ενδεχόμενο
επιστροφής στον πρωταρχικό της στόχο, την Αριστερά, όπως εμπεριστατωμένα τον
περιγράφει ο Δημήτρης Ψαρράς (Ψαρράς, 2012), στο πλαίσιο της (όποιας)
στρατηγικής της.
[2]
Ενδεικτικά, αντι-τρομοκρατικός, «κουκουλονόμος».
[3] Εδώ
θα μπορούσαμε να προσθέσουμε μια παρατήρηση για τον κατασταλτικό χαρακτήρα
άλλων νομοθετημάτων, αυτών που αφορούν εργασιακά θέματα και σχέσεις (βλ.
σχετικά, Εμμανουηλίδης στον παρόντα τόμο, κεφ 3, το τμήμα: Ο νόμος 4093/12),
κατ’ επέκταση για τη «συμμόρφωση» στην οποία ωθούν με όρους αναγκαιότητας των
οικονομικών όρων.
[4] Με
εξαίρεση όμως την περίπτωση των μεταναστευτικών πολιτικών, των οποίων είναι
ακριβώς ο σχεδιασμός αυτός ο οποίος εντάσσει συλλήβδην τους μεταναστευτικούς
πληθυσμούς στον χώρο της ποινικής καταστολής, σε πραγματικό ή συμβολικό
επίπεδο.
[5] Για
την παρουσία της Χρυσής Αυγής στην Ελλάδα, βλ. ιδιαίτερα, Ψαρράς, (2012).
*το απόσπασμα δημοσιεύεται με την άδεια της συγγραφέως
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου